Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 7/2019
Η παρούσα εγκύκλιος αντανακλά την αφοσίωσή μας στο δίκαιο ανηλίκων και τις αρχές του, καθώς και την επιθυμία μας για τον εκσυγχρονισμό των δικαστηριακών πρακτικών εφαρμογής του και θα θέλαμε να θεωρηθεί ως το κύκνειο άσμα μας ενόψει της λήξης της επαγγελματικής μας ενασχόλησης με τους ανηλίκους ως Εισαγγελέως.
Η εγκύκλιος αυτή έχει σαν σκοπό την παροχή διευκρινιστικών κατευθύνσεων για την προαγωγή της εφαρμογής του αναμορφωτικού μέτρου της συνδιαλλαγής ανήλικου δράστη και θύματος σύμφωνα με το άρ. 122 ΠΚ και εντάσσεται στο πλαίσιο αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για τις εφαρμογές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης στην εσωτερική έννομη τάξη και δικαστηριακή πρακτική, όπως αυτό αποτυπώθηκε στο νόμο 4478/2017 (στο σκέλος που αφορά στην ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ για τη Θέσπιση Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας), αλλά και στην δραστηριοποίηση φορέων της ποινικής δικαιοσύνης για εκπαίδευση στην υλοποίηση της διαμεσολάβησης μεταξύ δράστη και θύματος*.
Στο πλαίσιο αυτό, υπογράφηκε το 2017 και υλοποιήθηκε, στη συνέχεια, Πρωτόκολλο Συνεργασίας ανάμεσα στο ΙΝΕΠ του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ), υπό την προεδρία της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Ιφιγένειας Καμτσίδου, το Εργαστήριο «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση» του Τμήματος Κοινωνιολογίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Βασιλικής Αρτινοπούλου και τον Σύνδεσμο Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων Ελλάδας, για την υπηρεσιακή εκπαίδευση των επιμελητών ανηλίκων της χώρας στην εφαρμογή του αναμορφωτικού μέτρου της συνδιαλλαγής ανήλικου δράστη και θύματος.
Στο ίδιο πλαίσιο, λειτούργησε καινοτόμο Εργαστήριο Θεωρητικής και Βιωματικής Εκπαίδευσης με τη συμμετοχή δικαστών, εισαγγελέων και σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, με πρωτοβουλία του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Διά Βίου Εκπαίδευσης των Εισαγγελικών Λειτουργών της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.
I. Το θεωρητικό πλαίσιο της συνδιαλλαγής ανήλικου δράστη και θύματος:
Η αποκαταστατική δικαιοσύνη
Η Αποκαταστατική (ή Επανορθωτική) Δικαιοσύνη (Restorative Justice) αποτελεί μια συνθετική «έννοια-ομπρέλα», «με πλούσιο επιστημονικό και θεωρητικό υπόβαθρο». Η ιδέα και η μεθοδολογία του προτύπου αυτού συμβάλλουν σημαντικά στον εννοιολογικό και εφαρμοστικό εμπλουτισμό της ελληνικής δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, «η αποκαταστατική δικαιοσύνη ενισχύει το λόγο και την ελεύθερη έκφραση των άμεσα εμπλεκόμενων ατόμων, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες» ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις του εγκλήματος και την κατάσταση των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται, μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο. Οι εφαρμογές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης επικεντρώνονται στην «επανόρθωση των βλαβών και απωλειών», στη «συναισθηματική αποκατάσταση», στην «αποκατάσταση των σχέσεων», στην «αποκατάσταση της αξιοπρέπειας» και στην «πρόληψη μελλοντικής αδικίας και άλλων αξιόποινων πράξεων (πρόληψη υποτροπής)» (Αρτινοπούλου 2016: 723).
Η αποκαταστατική δικαιοσύνη γνωρίζει πολλές εφαρμογές στο πλαίσιο της τυπικής δικαιοσύνης αλλά και σε άλλα πλαίσια και τομείς διεθνώς. Στο νομικό πλαίσιο, είναι διαδεδομένες ποικίλες εφαρμογές σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, οι οποίες, δίχως να εκτοπίζουν πλήρως την παραδεδεγμένη οδό των κρατούντων μοντέλων της ποινικής δικαιοσύνης, λειτουργούν «ως συμπληρωματικές ή εναλλακτικές διαδικασίες τόσο σε ανήλικους όσο και σε ενήλικους παραβάτες» (Αρτινοπούλου 2016: 723).
Στην εσωτερική μας έννομη τάξη, ο ρόλος των παραγόντων της ποινικής διαδικασίας, ιδίως δε των δικαστών και εισαγγελέων παραμένει κυρίαρχος. Άλλοτε ο ρόλος αυτός προσλαμβάνει ένα καθοριστικό διαμεσολαβητικό περιεχόμενο για τη συμφιλίωση των μερών, ενώ άλλοτε ο ρόλος αυτός ανατίθεται σε τρίτους εκπαιδευμένους για τον σκοπό αυτό επαγγελματίες, οι οποίοι διαμεσολαβούν και διευκολύνουν τη διαδικασία με στόχο την ορθή απονομή δικαιοσύνης, την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα αλλά και τις αξίες της αποκαταστατικής δικαιοσύνης για την κοινωνική ειρήνη.
Σύμφωνα με την Οδηγία 2012/29/ΕΕ, ως «αποκαταστατική δικαιοσύνη» νοούνται οιεσδήποτε διαδικασίες μέσω των οποίων το θύμα και ο δράστης μπορούν, εφόσον δώσουν την ελεύθερη συναίνεσή τους, να συμμετάσχουν ενεργά στην επίλυση των ζητημάτων που απορρέουν από την αξιόποινη πράξη με τη βοήθεια αμερόληπτου τρίτου (άρ. 2).
Ειδικότερα, η συνδιαλλαγή, ως μια από τις πλέον διαδεδομένες εφαρμογές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, αποτελεί μια διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση ενός τρίτου προσώπου (του διαμεσολαβητή) ανάμεσα στον δράστη και στον παθόντα με στόχο τη συμφιλίωση των μερών ή και στην αποκατάσταση της βλάβης (π.χ. μέσω της παροχής συμβολικής αποζημίωσης). Πρόκειται για ένα τελετουργικό, που βασίζεται στο διάλογο και την επικοινωνία σκέψεων και συναισθημάτων και στην ευρύτερη αλληλεπίδραση ανάμεσα στο θύμα και τον δράστη (Πανάγος 2017: 726).
II. Η συνδιαλλαγή ανήλικου δράστη και θύματος
Η συνδιαλλαγή δράστη και θύματος, με στόχο την έκφραση συγγνώμης και την εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξεως εν γένει, εισήχθη με το Ν. 3189/2003 στα αναμορφωτικά μέτρα για τους ανήλικους παραβάτες (άρ. 122 ΠΚ). Όπως έχει επισημανθεί στην Αιτιολογική Έκθεση του συγκεκριμένου νομοθετήματος, στους επιμελητές ανηλίκων ανατέθηκε ο ρόλος του διαμεσολαβητή. Ως αναμορφωτικό μέτρο, η συνδιαλλαγή στοχεύει στη διαπαιδαγώγηση του δράστη μέσα από την άμεση επαφή του με τις συνέπειες της θυματοποίησης. Σε γενικές γραμμές, η έκφραση συγγνώμης εκ μέρους του δράστη εμπεριέχει την παραδοχή της ευθύνης του δράστη για το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της πράξης του, την αναγνώριση της βλάβης, την ανάληψη πρωτοβουλίας εκ μέρους του για αποκατάσταση της βλάβης και την ειλικρινή υπόσχεση περί μη επανάληψης της ίδιας πράξης στο μέλλον. Εξάλλου, ο νόμος προβλέπει και την «εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης», που σημαίνει ότι η διαδικασία δεν περιορίζεται στο δικαστήριο, αλλά υλοποιείται από τον αρμόδιο διαμεσολαβητή και εκτός του πλαισίου της ακροαματικής διαδικασίας, πριν ή και μετά από αυτή.
Κατά την εφαρμογή της συνδιαλλαγής είναι σκόπιμο να λαμβάνεται υπόψη η διεθνώς παραδεδεγμένη διαδικασία της συνδιαλλαγής στο εν λόγω πεδίο (Πανάγος 2017: 726-727), η οποία απαρτίζεται από τις κάτωθι τρεις φάσεις:
• Η προκαταρκτική φάση περιλαμβάνει τη συλλογή πληροφοριών από τους φορείς της ποινικής δικαιοσύνης σχετικά με την υπόθεση και τα εμπλεκόμενα μέρη, την αναλυτική ενημέρωση του δράστη και του θύματος ξεχωριστά αναφορικά με το περιεχόμενο και τις στοχεύσεις της διαδικασίας, τη λήψη της έγγραφης συναίνεσης των μερών και των εχόντων την επιμέλειά τους, εφόσον αυτοί κατά τον χρόνο της διαδικασίας παραμένουν ανήλικοι, καθώς και τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων για την πραγματοποίηση της κύριας φάσης (π.χ. σχετικά με τον τόπο και το χρόνο της συνάντησης).
• Η κύρια φάση συνίσταται στην άμεση επικοινωνία δράστη και θύματος υπό την εποπτεία και τον συντονισμό του διαμεσολαβητή, η οποία περιλαμβάνει την έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων των μερών και την απολογητική ανάληψη της ευθύνης εκ μέρους του δράστη και καταλήγει στην κατάρτιση μιας κοινής συμφωνίας.
• Στην φάση αξιολόγησης, ο διαμεσολαβητής αξιολογεί τη διαδικασία και ενημερώνει –εκπονώντας σχετικό ενημερωτικό σημείωμα– τις αρμόδιες αρχές σχετικά με την έκβαση της συνδιαλλαγής. Στην ίδια φάση ανήκει η εποπτεία της μελλοντικής πορείας του ανηλίκου, ιδίως ως προς το εάν τήρησε τα συμφωνηθέντα.
Η διαδικασία και τα επιμέρους στάδια προσαρμόζονται στην κάθε περίπτωση, με γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου και του θύματος, την αρχή της εξειδικευμένης μεταχείρισης και την οικονομία της διαδικασίας.
Ειδικότερα, η προκαταρκτική φάση υλοποιείται από τον επιμελητή ανηλίκων ικανό διάστημα πριν την ακροαματική διαδικασία. Τεκμαίρεται ότι λαμβάνει την σχετική εντολή από τον Εισαγγελέα, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης διενέργειας κοινωνικής έρευνας και της διαμόρφωσης της πρότασής του για την ενδεικνυόμενη αναμορφωτική μεταχείριση. Η συναινετική προσέλευση του θύματος και η παραδοχή της πράξης εκ μέρους του δράστη αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την περαιτέρω πρόοδο της διαδικασίας. Εξάλλου, το στάδιο αυτό είναι δυνατόν να παραλειφθεί, ιδίως εάν τα μέρη βρίσκονται ήδη σε επικοινωνία άμεσα ή διά των συνηγόρων τους και έχει ήδη εκφρασθεί η πρόθεση ανάκλησης της έγκλησης ή ο παθών έχει ικανοποιηθεί σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Η κύρια φάση μπορεί να υλοποιείται από τον επιμελητή ανηλίκων προδικαστηριακά, στο πλαίσιο της ίδιας εντολής και ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή ο επιμελητής ανηλίκων προσκομίζει τη συμφωνία στην κρίση του δικαστηρίου. Ομοίως, η φάση αυτή μπορεί να υλοποιείται από τον δικαστή ανηλίκων κατά την ακροαματική διαδικασία ή από τον επιμελητή ανηλίκων στον χώρο της Υπηρεσίας, αλλά και στο πλαίσιο αναβολής ή διακοπής για τον σκοπό αυτό. Τέλος, είναι δυνατόν το στάδιο αυτό να έπεται της έκδοσης δικαστικής απόφασης, που επιβάλλει το αναμορφωτικό μέτρο της συνδιαλλαγής.
Η φάση αξιολόγησης αφορά ιδίως στην περίπτωση, που η συνδιαλλαγή επιβάλλεται με δικαστική απόφαση και αποτελεί αναμορφωτικό μέτρο προς εκτέλεση ή στην περίπτωση που στο πλαίσιο της συμφωνίας των μερών εκκρεμούν υποχρεώσεις εκ μέρους του δράστη.
Εξάλλου, η συνδιαλλαγή περιλαμβάνεται στα μέτρα που επιτρέπεται να επιβληθούν με εισαγγελική διάταξη κατ’ εφαρμογή του άρ. 45Α ΚΠΔ, σχετικά με την αποχή του Εισαγγελέα από την ποινική δίωξη ανηλίκου. Επίσης, η συνδιαλλαγή δύναται να επιβληθεί ως περιοριστικός όρος διάταξης ανακριτή (άρ. 282 παρ. 2 ΚΠΔ). Τέλος, ο επιμελητής ανηλίκων, που αναλαμβάνει το ρόλο του διαμεσολαβητή, είναι δυνατόν να διαφέρει από τον επιμελητή που διενεργεί την κοινωνική έρευνα για τον φερόμενο ως δράστη, εάν τούτο κρίνεται σκόπιμο προς όφελος των μερών.
III. Τρίτοι συμμετέχοντες στη διαδικασία
Το αναμορφωτικό μέτρο της συνδιαλλαγής μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο σε περιπτώσεις εγκλημάτων με έναν τουλάχιστον άμεσο παθόντα. Για το λόγο αυτό, η εφαρμογή του μέτρου προϋποθέτει τη ρητή και έγγραφη συναίνεση των μερών, κατόπιν της αναλυτικής ενημέρωσής τους από τους αρμόδιους επιμελητές ανηλίκων σχετικά με τις στοχεύσεις της ποινικής δικαιοσύνης των ανηλίκων γενικότερα και της συνδιαλλαγής ειδικότερα. Ο νόμος δεν αναφέρεται ρητά σε άλλα πρόσωπα, που δύνανται να συμμετάσχουν στη διαδικασία της συνδιαλλαγής. Ωστόσο, οι γονείς ή οι έχοντες την επιμέλεια των δραστών ή και των θυμάτων ενδείκνυται να συνεισφέρουν δημιουργικά στη διαδικασία, στο βαθμό που κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ανηλίκων.
Η εμπλοκή δικηγόρων στη συνδιαλλαγή, επίσης, περιλαμβάνεται στις προτροπές του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως απαντούν στις «Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια Φιλική προς τα Παιδιά Δικαιοσύνη» (2010). Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή των δικηγόρων δεν θα πρέπει να προσδίδει το χαρακτήρα της αντιπαράθεσης στη διαδικασία της συνδιαλλαγής, αλλά οι τελευταίοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να επιδεικνύουν στάση, που συμβαδίζει με τις αρχές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης και την αρχή της διαπαιδαγώγησης των ανηλίκων.
IV. Τα κριτήρια αξιολόγησης της διαδικασίας
Σύμφωνα με τις Βασικές Κατευθυντήριες Γραμμές των Ηνωμένων Εθνών (ECOSOC Resolution 2002/12 [Basic principles on the use of restorative justice programmes in criminal matters]), οι συμφωνίες, που συνάπτονται ανάμεσα στα μέρη στο πλαίσιο των πρακτικών της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, οφείλουν να περιλαμβάνουν μόνο λογικές υποχρεώσεις από την πλευρά του δράστη, που δεν θα παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας (“reasonable and proportionate obligations”). Είναι αναγκαίο, συνεπώς, να λαμβάνεται μέριμνα από τους αρμόδιους φορείς του ποινικού συστήματος, ώστε να μην γίνονται δεκτές υπέρμετρες απαιτήσεις του θύματος σε βάρος του ανήλικου δράστη. Σε διαφορετική περίπτωση, η συνδιαλλαγή δεν αποκλείεται να καταστεί μια τιμωρητική πρακτική. Στην εν λόγω διαδικασία είναι αναγκαίο να συμμετάσχουν πρόσωπα, που δείχνουν σεβασμό και ενδιαφέρον για την κοινωνική ένταξη του ανηλίκου, ενώ ο επιμελητής ανηλίκων οφείλει να μεριμνά, ώστε η διαδικασία να διεξάγεται με μη ταπεινωτικό τρόπο για τον δράστη.
Από την άλλη πλευρά, τόσο η διαδικασία όσο και το αποτέλεσμα της συνδιαλλαγής οφείλουν να συμβαδίζουν με τις ιδιαίτερες ανάγκες και την προστασία του παθόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Οδηγία 2012/29/ΕΕ ορίζεται με σαφήνεια πως «οι υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης χρησιμοποιούνται μόνο αν είναι προς το συμφέρον του θύματος» (άρ. 12 παρ. 1). Η διατύπωση αυτή καθιστά σαφές ότι επιβάλλεται η αποφυγή της εργαλειακής μεταχείρισης του παθόντος, ιδίως όταν είναι και αυτός ανήλικος, με στόχο τη διαπαιδαγώγηση του δράστη (Πανάγος 2016 και Πανάγος 2017: 727 επ.).
Η παρούσα εγκύκλιος συμπληρώνεται με τρία έντυπα εργαλεία υλοποίησης της διαδικασίας της διαμεσολάβησης-συνδιαλλαγής**, τα οποία εκπονήθηκαν και βρίσκονται ήδη σε χρήση από τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων Αθήνας και Πειραιά.
Βιβλιογραφική τεκμηρίωση
Αρτινοπούλου Β.: Επανορθωτική Δικαιοσύνη. Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2010.
Αρτινοπούλου Β., Βιδάλη Σ., Γεωργούλας Σ., Θεμελή Ό., Κουλούρης Ν.Κ., Παπανικολάου Γ. (επιμ.) (2018): Εξουσίες, επιστημονική ουδετερότητα και εγκληματολογικός λόγος. 50 χρόνια Howard Becker “Whose side are we on?” (Πρακτικά του πρώτου συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου, Αθήνα 24-27 Μαΐου 2016, σελ. 723-745).
Πανάγος Κ.: Συνδιαλλαγή ανήλικου δράστη και θύματος – Το ελληνικό νομικό πλαίσιο υπό το πρίσμα της αποκαταστατικής θεωρίας, στον Τιμητικό Τόμο για τον Ομότιμο Καθηγητή Νέστορα Κουράκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2016, σελ. 666-718, διαθέσιμο επίσης στην ιστοσελίδα http://crime-in- crisis.com.
Πανάγος Κ.: Συνδιαλλαγή δράστη και θύματος στο ποινικό δίκαιο των ανηλίκων: Η αναγκαιότητα ενός διαδικαστικού πλαισίου, Ποινική Δικαιοσύνη 8-9/2017, σελ. 723-737.
Αθήνα, 25.6.2019
Ξένη Δημητρίου-Βασιλοπούλου
Εισαγγελεύς Αρείου Πάγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου