Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Θέματα αιχμής με διαχρονικά ερωτήματα. Ιατρική και Δικαιοσύνη «ενώπιος ενωπίω» [Δημήτριου Παπαγεωργίου, Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης]


Διάγραμμα
  1. Προλεγόμενα
  2. Το Δίκαιο και η άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος
  3. Πραγματικό περιστατικό ελέγχου ιατρικής ευθύνης από αμέλεια
  4. Ποινική ευθύνη
  5. Αστική ευθύνη
  6. Πειθαρχική ευθύνη
  7. Ερωτήματα και προβληματισμοί περί την διερεύνηση της ιατρικής ευθύνης από αμέλεια
  8. Επίλογος

Ι. Προλεγόμενα
Εξ ορισμού εισαγωγική η πρώτη εισήγηση της ημερίδας, κατευθύνει τον ομιλούντα στη διατύπωση γενικών σκέψεων και επισημάνσεων αναφορικά με ζητήματα περί την ιατρική ευθύνη, που οι επόμενοι εισηγητές, αναλυτικά και  εξειδικευμένα, θα παρουσιάσουν.
Σπεύδω να υπενθυμίσω ότι η Ιατρική Επιστήμη και η Επιστήμη του Δικαίου πάντοτε συγκαταλέγονταν στις ευγενέστερες επιστήμες. «Ιητρική τεχνέων μεν πασέων εστίν επιφανεστάτη» (η Ιατρική είναι από όλες τις τέχνες η πιο διακεκριμένη) τόνιζε ο Ιπποκράτης[1]. Αντίστοιχα, ας φέρουμε στη σκέψη μας τον Θέογνι και τον Φωκυλίδη: «εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ’ αρετή εστίν»[2].
Σήμερα, τα κοινού επιστημονικού ενδιαφέροντος ζητήματα εμφανίζονται αιχμηρά στο πεδίο της ιατρικής ευθύνης από αμέλεια. Η αμέλεια είναι η μορφή υπαιτιότητας που κατά κανόνα απασχολεί τη Δικαιοσύνη στις υποθέσεις ιατρικής ευθύνης. Έτσι, στις συζητήσεις της ημερίδας θα υπάρχουν αναφορές στο λεγόμενο «ιατρικό σφάλμα»[3], ενώ δεν θα γίνει λόγος για εκ δόλου ευθύνη των γιατρών στο πλαίσιο της επαγγελματικής δράσης τους που να σχετίζεται με ένα βλαπτικό αποτέλεσμα για τον ασθενή.

ΙΙ. Το Δίκαιο και η άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος
Το Δίκαιο φαίνεται να είναι ιδιαίτερα «απαιτητικό» ως προς την άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος, αφού, με βασικό νομικό πλαίσιο το πλέγμα των κανόνων του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ – Ν.3418/2005)[4] αξιώνει από τον γιατρό να μην διαπράξει ιατρικό σφάλμα, είτε με τη μορφή της διαγνωστικής αστοχίας (εκτίμηση των δεδομένων του ασθενούς), είτε με τη μορφή της θεραπευτικής αστοχίας (επιλογή ή εφαρμογή της θεραπευτικής μεθόδου), να ασκήσει την ιατρική LEGE ARTIS, δηλαδή (σύμφωνα με τον ΚΙΔ) με βάση τους γενικά παραδεκτούς (2 παρ.3, 10 παρ.1 ΚΙΔ) και ισχύοντες (2 παρ.3) κανόνες της ιατρικής επιστήμης, με κανόνες και μεθόδους (3 παρ.3) όπως αυτοί διαμορφώνονται με βάση τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης σύγχρονης επιστημονικής έρευνας (3 παρ.3), με τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης (3 παρ.2γ), με βάση δε την πείρα και τις δεξιότητες που απέκτησε (3 παρ.2β) να συμμορφώνεται με ορισμένο «πρότυπο επιμέλειας», το οποίο ανταποκρίνεται στο μέσο συνετό γιατρό της ειδικότητάς του.[5]
Μία ατυχής έκβαση ιατρικής πράξης (θάνατος ή σωματική βλάβη του ασθενούς) μπορεί να αποτελέσει αφορμή για τη διερεύνηση της ευθύνης από αμέλεια των εμπλακέντων γιατρών σε τρία επίπεδα: ποινικό, αστικό και πειθαρχικό. Έτσι, γίνεται λόγος για ποινική[6], αστική[7] και πειθαρχική[8] ιατρική ευθύνη.

ΙΙΙ. Πραγματικό περιστατικό ελέγχου ιατρικής ευθύνης από αμέλεια
Καλύτερα, όμως, να συνδέσουμε, κατά το δυνατόν, τις αφηρημένες και γενικές επισημάνσεις με ένα καταγεγραμμένο στη νομολογία περιστατικό από την καθημερινή δικαστική πραγματικότητα.
Η (ποινική) απόφαση του Αρείου Πάγου 1659/2003[9] αναφέρεται στο ακόλουθο συμβάν (συνοπτικά): κατά τη διάρκεια εγχείρισης ανοικτής καρδιάς (διπλής αορτοστεφανιαίας παράκαμψης) σε δημόσιο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, ο καρδιοχειρουργός-θωρακοχειρουργός Χ, αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ, χορήγησε αδρεναλίνη στη ρίζα της αορτής του ασθενούς χρησιμοποιώντας ειδική σύριγγα∙ μετά την έγχυση της αδρεναλίνης, αφαίρεσε αμέσως τη σύριγγα και στη βάση της αορτής παρέμεινε η βελόνη προκειμένου να εξασφαλισθεί η απομάκρυνση του τυχόν υπάρχοντος αέρος εντός της αορτής∙ στη συνέχεια, όμως, παρέλειψε να αφαιρέσει τη βελόνη, η οποία παρέμεινε εντός της περικαρδιακής κοιλότητας μετά τη σύγκλειση του χειρουργικού τραύματος και την ολοκλήρωση της επέμβασης, με συνέπεια, ο ασθενής, όταν παραπονούμενος για συνεχή βήχα και κόπωση, υποβλήθηκε σε ακτινογραφία θώρακος και πληροφορήθηκε το συμβάν, να υποστεί σοβαρό ψυχικό κλονισμό που εκδηλώθηκε αρχικά με λιποθυμία και κατόπιν η γνώση αυτή του προκάλεσε έντονη ανησυχία, φόβο και αγχώδη καταθλιπτική διαταραχή, για την αντιμετώπιση της οποίας έλαβε ειδική φαρμακευτική αγωγή με ψυχοφάρμακα.
Για το προαναφερθέν περιστατικό διερευνήθηκε, ή θα μπορούσε να έχει διερευνηθεί, η ύπαρξη ποινικής, αστικής και πειθαρχικής ευθύνης.[10]

IV. Ποινική ευθύνη
Ο καταλογισμός ποινικής ευθύνης για σωματική βλάβη από αμέλεια (άρθρα 28 και 314 ΠΚ) στον καρδιοχειρουργό του παραδείγματος ακολούθησε την «κλασική» δικονομική διαδρομή: έγκληση του παθόντος – άσκηση ποινικής δίωξης – παραπομπή στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο – καταδίκη σε πρώτο βαθμό – άσκηση έφεσης – καταδίκη σε δεύτερο βαθμό – άσκηση αίτησης αναίρεσης – απόρριψη από τον Άρειο Πάγο. Έτσι, κατέστη αμετάκλητη η κήρυξη της ενοχής του γιατρού και η καταδίκη σε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών.
Άρχισα με την ποινική διάσταση της υπόθεσης όχι από εισαγγελική ροπή, αλλά διότι αφενός η ποινική καταδίκη θεωρείται πιο «στιγματιστική» και αφετέρου η έναρξη της ποινικής διαδικασίας κατά κανόνα προηγείται χρονικά.
Αναφορικά με την από αμέλεια ιατρική ευθύνη, λοιπόν, πρέπει να επισημάνουμε ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου, τα εγκλήματα για τα οποία μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του γιατρού είναι η ανθρωποκτονία από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ) ή η σωματική βλάβη από αμέλεια (άρθρο 314 ΠΚ). Η ποινική δίωξη κατά κανόνα στηρίζεται σε προηγούμενη υποβολή έγκλησης του ασθενούς ή μήνυσης συγγενικών του προσώπων, μπορεί όμως να ασκηθεί από τον εισαγγελέα και αυτεπάγγελτα.[11] Η ευθύνη του γιατρού είναι δυνατόν να προκύπτει είτε από πράξη είτε από παράλειψη, τα δε προαναφερθέντα εγκλήματα ιατρικής αμέλειας είναι ουσιαστικά, συνδέονται δηλαδή με ένα βλαπτικό αποτέλεσμα με συνακόλουθη (νομική/δογματική) δυσχέρεια στα ζητήματα αιτιότητας.[12]

 V. Αστική ευθύνη
Στο πεδίο της αστικής ιατρικής ευθύνης, οι αγωγές που αφορούν την καταβολή αποζημίωσης λόγω ιατρικής αμέλειας δικάζονται από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο όταν στρέφονται κατά ιδιωτών γιατρών ατομικά ή κατ’ αυτών και των ιδιωτικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων στα οποία προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και κατά των ασφαλιστικών εταιριών στις οποίες καλύπτονται ασφαλιστικά. Όταν, όμως, οι γιατροί απασχολούνται σε δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα, τότε αρμόδια προς εκδίκαση των αγωγών αποζημίωσης από ιατρική αμέλεια είναι τα διοικητικά δικαστήρια κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ.[13] Για τη θεμελίωση της υποχρέωσης του γιατρού προς αποζημίωση τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια επικαλούνται τη διάταξη του άρθρου 24 του ΑΝ 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» σε συνδυασμό με τα άρθρα 914, 330, 297-299, 200, 281 και 288 ΑΚ (αδικοπρακτική ευθύνη), ενώ άλλοτε η υποχρέωση αποζημίωσης θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη (άρθρα 648, 652, 676 ΑΚ) και άλλοτε υπάρχει διπλή νομική θεμελίωση (συρροή αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης).[14]
Παρόλο που το περιστατικό που μνημονεύθηκε συνέβη σε δημόσιο νοσοκομείο, για την αστική ευθύνη του και ποινικά καταδικασθέντος γιατρού αρμόδια να κρίνουν ήταν τα Πολιτικά Δικαστήρια (Πρωτοδικείο – Εφετείο – Άρειος Πάγος) διότι, πρέπει να επισημάνουμε ότι, πριν από τον Ν.3754/2009 δεν υπήρχε αρμοδιότητα των Διοικητικών Δικαστηρίων όταν ο φερόμενος ως υπαίτιος γιατρός ήταν Καθηγητής ΑΕΙ, ο οποίος υπείχε ο ίδιος αστική ευθύνη έναντι τρίτων για τις πράξεις ή παραλείψεις του.[15] Εάν, ως υπόθεση εργασίας, θεωρήσουμε ότι ο καρδιοχειρουργός του παραδείγματος ήταν γιατρός του ΕΣΥ (ή το περιστατικό συνέβαινε μετά τον Ν.3754/2009), η σχετική αγωγή αποζημίωσης θα δικαζόταν στα Διοικητικά Δικαστήρια και αναιρετικά θα ελεγχόταν από το Συμβούλιο της Επικρατείας.[16]
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι και το τρίτο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, το Ελεγκτικό Συνέδριο, διεκδικεί μερίδιο στην ενασχόλησή του με υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης από αμέλεια. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας εισάγει αιτήσεις στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με τις οποίες ζητεί να υποχρεωθεί ο γιατρός του ΕΣΥ, που από βαριά αμέλεια δημιούργησε χρηματική υποχρέωση σε βάρος του ΝΠΔΔ του νοσοκομείου υπέρ τρίτου, να καταβάλει αναγωγικώς το ποσό που το νοσοκομείο κατέβαλε δυνάμει καταψηφιστικής αποφάσεως του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου.[17]

VI. Πειθαρχική ευθύνη
Πολλές φορές ακούγεται το ερώτημα εάν ο πειθαρχικός έλεγχος των γιατρών που εμπλέκονται σε ατυχές περιστατικό πιθανής ιατρικής αμέλειας θα μπορούσε να (προβλέπεται ότι) αποκλείει την ποινική ή αστική διερεύνηση της υπόθεσης από τα δικαστήρια. Η απάντηση είναι, βέβαια, αρνητική και βρίσκει συνταγματική θεμελίωση: όλοι οι πολίτες, ίσοι έναντι του νόμου (άρθρο 4 του Συντάγματος), έχουν δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.), μπορούν δε να προσφύγουν σ’ αυτά, ποινικά και πολιτικά (άρθρα 96 παρ.1, 94 παρ.2 Συντ.), στρεφόμενοι και εναντίον γιατρών στους οποίους αποδίδουν ευθύνη (αστική ή ποινική) από αμέλεια. Ο νομοθέτης, συνεπώς, κωλύεται να θέσει εκτός δικαστικής διερεύνησης τις πράξεις ιατρικής αμέλειας. Η παράλληλη νομοθετική πρόβλεψη της πειθαρχικής διαδικασίας κατά ιατρών δεν φαίνεται να καθιστά την τελευταία ελκυστική για τα θύματα της ιατρικής αμέλειας.[18]
Επιχειρώντας μία συνοπτική επισκόπηση του ισχύοντος ιατρικού πειθαρχικού δικαίου[19], διαπιστώνουμε ότι το βασικό νομικό πλαίσιο που ισχύει στην Ελλάδα σήμερα είναι παλαιό χρονικά και ξεπερασμένο θεσμικά, αφού περιέχεται στις διατάξεις του ΒΔ της 11-10/7-11-1957 περί Ιατρικών Συλλόγων και Πειθαρχικών Συμβουλίων (άρθρα 57 επ.) ενώ στους γιατρούς του ΕΣΥ αναφέρεται και το (πιο σύγχρονο) άρθρο 77 Ν.2071/1992. Έτσι, λειτουργούν στις έδρες των Ιατρικών Συλλόγων της χώρας Πειθαρχικά Συμβούλια (πενταμελή ή επταμελή αναλόγως του αριθμού των μελών του Συλλόγου), αποτελούμενα αποκλειστικά από γιατρούς και (στην Αθήνα) το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Ιατρών (πενταμελές), συγκροτούμενο ομοίως από γιατρούς. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι το 1980 προβλεπόταν η συμμετοχή Πρωτοδίκη στα Πειθαρχικά Συμβούλια των Ιατρικών Συλλόγων (άρθρο 66 § 1 ΒΔ) και Εφέτη στο ΑΠΣΙ (άρθρο 73 § 2 ΒΔ), ρύθμιση που καταργήθηκε με το άρθρο 21 του Ν.1076/1980. Η παρουσία δικαστή στο πειθαρχικό όργανο περιβάλλει με ένδυμα δικαστικής εξουσίας την πειθαρχική δικαιοδοσία και ίσως εκπέμπει μήνυμα διαφάνειας και αμεροληψίας στην κοινή γνώμη, γι’ αυτό η νομοθετική παρέμβαση του 1980 κρίνεται μάλλον ατυχής[20]. Για τον διωκόμενο πειθαρχικά γιατρό οι βασικές εγγυήσεις δίκαιης πειθαρχικής δίκης προβλέπονται στην ελληνική έννομη τάξη (θεσμός της εξαίρεσης, κλήση προς απολογία, αιτιολογία απόφασης, δικαίωμα έφεσης: άρθρα 60 § 1, 69 § 1, 69 § 8, 70 § 1 ΒΔ). Αντιθέτως, για τον παθόντα από ιατρική αμέλεια, ο οιονεί μυστικός χαρακτήρας αυτής της πειθαρχικής διαδικασίας εξαιτίας της μη δημοσίευσης των πειθαρχικών αποφάσεων (και τυχόν μειοψηφούσας γνώμης) και η (ομοτεχνιακή) στεγανότητα της συγκρότησης των Πειθαρχικών Συμβουλίων μόνο από γιατρούς, μάλλον συνιστούν κίνητρα για να προστρέξει στον εισαγγελέα και στα δικαστήρια (αντί να προβεί σε πειθαρχική καταγγελία).

VII. Ερωτήματα και προβληματισμοί περί τη διερεύνηση της ιατρικής ευθύνης από αμέλεια
Στο χώρο της Ποινικής Δικαιοσύνης, όλοι συμφωνούν ότι στις υποθέσεις ενδεχόμενης ιατρικής ευθύνης από αμέλεια ο εισαγγελέας και ο ποινικός δικαστής αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στη διαμόρφωση της κρίσης τους ως προς την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την κίνηση της ποινικής δίωξης και την παραπομπή στο ακροατήριο ή ως προς το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης για την ποινική καταδίκη του γιατρού κατηγορουμένου. Ανάλογες είναι και οι δυσκολίες του πολιτικού ή του διοικητικού δικαστή στην εκδίκαση των αγωγών αποζημίωσης. Λέγεται ότι τούτο οφείλεται στη φύση αυτών των υποθέσεων. Ωστόσο, μετά 33 χρόνια εισαγγελικής δραστηριότητας έχω διαμορφώσει την άποψη ότι και ο ιατρικός κόσμος έχει τις δικές του ευθύνες για τις αποδεικτικές δυσχέρειες[21] οι οποίες ορθώνονται μπροστά στο δικαστικό λειτουργό που κρίνει υπόθεση ιατρικής αμέλειας.
Ερώτημα πρώτο: ως μάρτυρες με ειδικές γνώσεις (άρθρο 203 ΚΠΔ), οι γιατροί παρέχουν πάντοτε αξιοπιστία στη δικαστική διαδικασία ή η συναδελφική-επιστημονική αλληλεγγύη τους κατευθύνει σε εμφανή προσπάθεια να βοηθήσουν τον κατηγορούμενο ή εναγόμενο συνάδελφό τους με συνέπεια και οι δικαστές να είναι υπέρ το δέον επιφυλακτικοί[22] και να διστάζουν να αποδεχθούν την εγκυρότητα του περιεχομένου των καταθέσεών τους;
Ερώτημα δεύτερο: ο ομοτεχνιακός (ενδοεπιστημονικός /ενδοεπαγγελματικός) έλεγχος, με την εκδοχή του πειθαρχικού ελέγχου των ιατρών που εμπλέκονται σε ατυχές περιστατικό πιθανής αμέλειας λειτουργεί ικανοποιητικά[23] στην Ελλάδα, ώστε να συμβάλλει, κάθε φορά, στην πληρότητα (ποιοτική-ποσοτική) των αποδεικτικών στοιχείων της ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας και στη (συνακόλουθη) έκδοση «δίκαιων» αποφάσεων, βουλευμάτων και εισαγγελικών διατάξεων;

VIII. Επίλογος
Αναρωτιέμαι αν, με όσα είπα, ανταποκρίθηκα (έστω και εν μέρει) στις προσδοκίες των οργανωτών της ημερίδας και του μικτής σύνθεσης ακροατηρίου (στο οποίο μάλλον επικρατεί η ιατρική συνιστώσα).
Έχοντας κατ’ ανάγκην φορτώσει το λόγο μου με νόμους και διατάξεις, εισαγγελείς και δικαστήρια, ελπίζω να μην έχω προκαλέσει «κλίμα εισαγγελικής τρομοκρατίας» στους ακροατές γιατρούς.
Υπενθυμίζω, πάντως, ότι το Δίκαιο ζητεί από αυτούς, όταν καλούνται να συνδράμουν στην αποδεικτική διαδικασία των ποινικών, πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων (ή των πειθαρχικών συμβουλίων) σε υποθέσεις ιατρικής αμέλειας, ως μάρτυρες ή πραγματογνώμονες, να υπερασπίζονται έμπρακτα την επιστημονική αξιοπιστία τους. Συνάμα, προσηλωμένοι στην ποιότητα του ιατρικού του έργου δεν θα δρουν υπό το φόβο του εισαγγελέα, ούτε θα επιλέγουν την «αμυντική ιατρική», αλλά θα ασκούν ελεύθερα το ιατρικό λειτούργημα[24] βιώνοντας το ομηρικό «ιητρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων»[25] και θα θεραπεύουν τον πόνο των ανθρώπων προσδοκώντας, αν κακοτυχήσουν οι ίδιοι, μια «πονετικιά»[26] Δικαιοσύνη.
Αντίστοιχα, δείχνοντας διάθεση αυτοκριτικής, και μεις οι δικαστές και εισαγγελείς, οφείλουμε να μη λησμονούμε ότι και για την ιατρική αμέλεια ισχύει η απλή αλλά πολυσήμαντη συνάμα προσέγγιση που μας έχει χαρίσει ο λόγος ενός μεγάλου δασκάλου του Ποινικού Δικαίου, του Καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, ο οποίος εδώ και πέντε χρόνια βρίσκεται στον κόσμο των αγγέλων και τον οποίο – όσοι υπήρξαμε μαθητές του – δεν θα παύουμε να μνημονεύουμε: η αμέλεια δεν είναι απλώς η μη ύπαρξη δόλου, ώστε να καταφάσκεται πάντοτε όταν δεν υπάρχουν τα στοιχεία του δόλου προκειμένου να βρεθεί εξιλαστήριο θύμα για κάποιο ατυχές συμβάν, αλλά (είναι) υπαρκτό μέγεθος υποκειμενικής υπαιτιότητας που πρέπει να αποδειχθεί η συνδρομή του προκειμένου να καταλογισθεί ένα αποτέλεσμα σε ενοχή εκείνου που το προκάλεσε.[27]
[1] ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΝΟΣΟΛΟΓΙΑ, τ.Α΄(ΝΟΜΟΣ στ.1), μετάφραση Δ.Λυπουρλής, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ – εφημερ. ΤΟ ΒΗΜΑ, σελ. 96-97.
[2] Βλ. Ν.Πανταζόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Δικαίου, τ. Α΄, σελ.60.
[3] Βλ. Βιργ.Σακελλαροπούλου, Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος, 2007.
[4] Βλ. Εμμ.Λασκαρίδη (επιμ), Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, 2012.
[5] Βλ. Δ.Ψαρούλη/Π.Βούλτσου, Ιατρικό Δίκαιο-Στοιχεία Βιοηθικής, 2010, σελ. 247, 232-233.
[6] Βλ. Α.Λιούρδη, Ιατρική ποινική ευθύνη, 2014.
[7] Βλ. Κ.Φουντεδάκη, Αστική ιατρική ευθύνη, 2003.
[8] Βλ. Δ.Ψαρούλη/Π.Βούλτσου, όπ.παρ., σελ.252-253.
[9] ΠΛογ 2003.1869, ΠΧρ ΝΔ΄.611, ΠοινΔικ 2004.386 με σημ. Πατεράκη.
[10] Παρόμοιο ιστορικό έκρινε και η ΑΠ 2368/2005, ΠΛογ 2005.2100, ΠοινΔικ 2006.664 («ξεχασμένη γάζα»).
[11] Πρβλ. άρθρα 36 ΚΠΔ, 315 παρ.1β ΠΚ.
[12] Βλ. Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινική ιατρική ευθύνη από αμέλεια σε πεδία κατανομής αρμοδιοτήτων, σε (επιμ.) Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι/Δ.Παπαγεωργίου/Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου/Β.Ταρλατζής/Ν.Τάσκος/Κ.Φουντεδάκη, Ιατρική ευθύνη από αμέλεια (αστική-ποινική) – Ειδικά θέματα Ιατρικού Δικαίου, 2013, σελ. 83 επ. και Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η ποινική ευθύνη των γιατρών για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια, στο ίδιο, σελ. 103 επ.
[13] Βλ. Ι.Λαμπρόπουλου, Υποθέσεις ιατρικής ευθύνης από αμέλεια ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, όπ.παρ. (υποσημ. 12) σελ.83 επ.
[14] Βλ. Α.Τσαλαπόρτα, Ιατρική αμέλεια και προβληματισμοί αναφορικά με την αντιμετώπιση της αστικής ιατρικής ευθύνης από τα πολιτικά δικαστήρια της Ελλάδος, όπ.παρ. (υποσημ. 12) σελ. 5 επ.
[15] Βλ. ΑΠ 1569/2003, όπ.παρ. και Δ.Ψαρούλη/Π.Βούλτσο, όπ.παρ. σελ. 254 σημ. 101. Πρβλ Γνωμοδ. Β.Αντωνόπουλου 4-6-2013, Ι.Σ.Πατρών.
[16] Βλ. Ι.Λαμπρόπουλο, όπ.παρ.
[17] Βλ. Κ.Τόλη, Υποθέσεις ιατρικής αμέλειας ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπ.παρ. (υποσημ. 12), σελ. 91 επ.
[18] Βλ. Τρ.Παπαγεωργίου, Η ποινική ευθύνη από αμέλεια του μαιευτήρα-γυναικολόγου (σημεία αιχμής στη νομολογία) [μεταπτυχ. διπλωμ. εργασία ΑΠΘ], 2013, σελ. 80 επ
[19] Βλ. Α.Τσιρωνά, σε (επιμ.) Εμμ.Λασκαρίδη, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, 2012, σελ. 453 επ.
[20] Η Ελένη Μαραγκάκη (Ιατρική Δεοντολογία και Ποινικό Δίκαιο, 2011, σελ.114, 119) θεωρεί αντίστροφη την εξέλιξη αυτή σε σχέση με τη Γαλλία, όπου το 2004/2005 προβλέφθηκε νομοθετικά ο ορισμός διοικητικού δικαστή ως προέδρου των Πειθαρχικών Συμβουλίων Ιατρών.
[21] Βλ. Δ.Παπαγεωργίου, Δικαιοσύνη και Ιατρική Αμέλεια στην πράξη – Ποινική δίωξη και αποδεικτικές δυσχέρειες στην ποινική διαδικασία, σε (επιμ.) Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι/Χ.Σκούρτης/Κ.Φουντεδάκη/Κ.Χατζηκώστας, Επίκαιρα Ζητήματα Ιατρικού Δικαίου, 2012, σελ. 3 επ..
[22] Βλ. ΑΠ 1438/2001, ΠοινΔικ 2004.124.
[23] Βλ. Δ.Παπαγεωργίου, όπ.παρ. σελ.8-9.
[24] Βλ. Τρ.Παπαγεωργίου, όπ.παρ. σελ. 84-85.
[25] = γιατί αξίζει ένας γιατρός πολλούς ανθρώπους άλλους (Ιλιάδα, Ραψωδία Λ, στ.514) [ΟΜΗΡΟΣ, ΙΛΙΑΔΑ, τ.Α΄, μετάφρασηΘ.Μαυρόπουλος, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ-εφημερ. ΤΟ ΒΗΜΑ, σελ. 377]
[26] Πρβλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Δίκαιο και Ιδεολογία, 2011, σελ.73.
[27] Βλ. Ιωάννη Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή γενικού μέρους, β΄έκδοση 1989, σελ.156.

πηγή : https://www.iatrikodikaio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου