Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

ΑΠ 37/2017 : "Φοροδιαφυγή. Αποδοχή εικονικών τιμολογίων. Ζήτημα συρροής της πράξης αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων και την πράξης της φοροδιαφυγής, όταν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση φοροδιαφυγής"


Αριθμός 37/2017 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ....2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Χρυσούλα Παρασκευά, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή, Αρτεμισία Παναγιώτου και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Κ. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΧΚ, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 139/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαρίσης. 
Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο, που εκπροσωπήθηκε από την Πάρεδρο του ΝΣΚ, ΑΒ.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016 
Αφού άκουσε 
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, την Πάρεδρο του ΝΣΚ του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 και 2 ΠΚ, πραγματική συρροή υπάρχει όταν με περισσότερες υλικές πράξεις του υπαιτίου τελούνται ισάριθμα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες αυτοτελείς ποινές και τελικά επιβάλλεται μία συνολική εκτιτέα ποινή με τον προβλεπόμενο τρόπο επαύξησης της βαρύτερης από αυτές, ενώ κατ’ ιδέα (ή τυπική) αληθινή συρροή υπάρχει όταν με μία υλική πράξη του υπαιτίου τελούνται περισσότερα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες ποινές και τελικά επαυξάνεται ελεύθερα η βαρύτερη από αυτές μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής βάσης (εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά με ειδική διάταξη νόμου). Τόσο η πραγματική όσο και η αληθινή κατ’ ιδέα συρροή μπορεί να προσβάλλει, το ίδιο έννομο αγαθό (ομοειδής συρροή) ή διαφορετικά έννομα αγαθά (ετεροειδής συρροή). Αντίθετα, φαινομενική συρροή ή συρροή νόμων, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για τη συρροή εγκλημάτων του άρθρου 94 ΠΚ, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση του υπαιτίου εμφανίζεται (φαίνεται) να εμπίπτει στο πραγματικό περισσότερων ποινικών νόμων, αλλά, από τη λογική και αξιολογική συσχέτιση αυτών και με βάση τις αρχές της ειδικότητας, της επικουρικότητας και της απορρόφησης, συνάγεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο ένας έχει εφαρμογή και αποκλείονται η λοιποί, ώστε να τελείται μία μόνο αξιόποινη πράξη, για την οποία επιβάλλεται μία ποινή. Ειδικότερα, με βάση την αρχή της ειδικότητας, αν δύο ποινικές διατάξεις τελούν σε σχέση γενικής προς ειδική και δεν υπάρχει ρήτρα επικουρικότητας, η ειδική διάταξη αποκλείει την εφαρμογή της γενικής. Με βάση της αρχή της επικουρικότητας, αν η μία ποινική διάταξη είναι επικουρική έναντι της άλλης, έχει εφαρμογή η αυστηρότερη. Ενώ, με βάση την αρχή της απορρόφησης, αν οι περισσότερες πράξεις δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, επειδή συγκροτούν την έννοια του ίδιου εγκλήματος και με την εφαρμογή της μίας ποινικής διάταξης καλύπτεται πλήρως η απαξία και η υπόσταση της πράξης του υπαιτίου, οι λοιπές απορροφώνται, όπως συμβαίνει όταν είτε η μία πράξη (στο σύνολο της) είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης είτε προσβάλλει, το ίδιο έννομο αγαθό και τελέστηκε για να γίνει δυνατή η τέλεση της άλλης που ακολούθησε (αναγκαίο μέσο τέλεσής της) ή η νεότερη πράξη αποτελεί αναγκαία συνέπεια εκείνης που προηγήθηκε (Ολ.ΑΠ 179/90). Στην περίπτωση της αληθινής κατ’ ιδέα συρροής, το δεδικασμένο (ή η εκκρεμοδικία) εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, και δεν κωλύεται νέα ποινική δίωξη για την άλλη πράξη, που συρρέει κατ’ ιδέα με την πρώτη και δεν έχει κριθεί (ΟλΑΠ 1110/82). Κατά το άρθρο 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει αμετάκλητα καταδικαστεί ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός. Αν, παρά την απαγόρευση αυτή, ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ ΚΠΔ, πρέπει να συντρέχουν : α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη (τυπικό δεδικασμένο), β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης, ως προς το πραγματικό σκέλος της στο σύνολο του (τρόπο, χρόνο, τόπο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τέλεσης της) και ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτηρισμό της, που περιλαμβάνει τόσο την πράξη του δράστη (ενέργεια ή παράλειψη) όσο και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή, αμέσως με την τέλεσή της ή σε μεταγενέστερο χρόνο.

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 36, 43, 125 και 132 ΚΠΔ συνάγεται ότι, εάν ασκηθεί νέα ποινική δίωξη σε βάρος του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη, δημιουργείται εκκρεμοδικία, για την οποία δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον νόμο, αλλά έχει γι’ αυτή ανάλογη εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 ΚΠΔ για το δεδικασμένο. Έτσι, καταρχήν, κηρύσσεται απαράδεκτη η δεύτερη ποινική δίωξη, εφόσον η πρώτη ποινική δίωξη έχει κριθεί οριστικά, αλλά όχι αμετάκλητα. Διαφορετικά, αν δεν κηρυχτεί απαράδεκτη η δεύτερη ποινική δίωξη και εκδικαστεί η σχετική κατηγορία, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 στοιχ. Η’ ΚΠΔ για υπέρβαση εξουσίας. Ο ισχυρισμός για ύπαρξη εκκρεμοδικίας είναι αυτοτελής και πρέπει να έχει προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, η δε προβολή του για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο είναι απαράδεκτη. Επίσης, για να είναι παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας λόγω ύπαρξης εκκρεμοδικίας, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο με τρόπο σαφή και ορισμένο, ότι είναι οριστική και όχι αμετάκλητη η προγενέστερη απόφαση, που εκδόθηκε για την ίδια αξιόποινη πράξη κατά του ίδιου κατηγορουμένου, τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να διακριβωθεί η ταυτότητα της πράξης και οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τις οποίες (εσφαλμένα) αποκρούστηκε η ύπαρξη εκκρεμοδικίας. Η απόφαση που απορρίπτει παραδεκτό και νόμιμο αυτοτελή ισχυρισμό εκκρεμοδικίας πρέπει να περιέχει την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας παρέχει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, ενώ η μη απάντηση του δικαστηρίου σε τέτοιο ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης, που παρέχει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 17, 18, και 19 του ν. 2523/1997 (Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία) προκύπτει ότι τα εγκλήματα φοροδιαφυγής που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές αναφέρονται περιοριστικά και μόνο α) στην παράλειψη υποβολής ή στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17 παρ. 1), β) στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18 παρ. 1) και γ) στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19 παρ. 1). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 2523/1997, υπό το καθεστώς του οποίου φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη φοροδιαφυγή, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάσταση του με την παρ. 2 περ. δ’ και ε’ του άρθρου 2 ν. 3943/2011, "Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, τιμωρείται : α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α., που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση (πάνω) από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) με κάθειρξη εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ".

Στις διατάξεις αυτές περιγράφεται με σαφήνεια η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, που τελείται με τη μορφή της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, λοιπών φόρων, τελών κλπ. Ειδικότερα, περιγράφεται η υποκειμενική υπόσταση του σχετικού εγκλήματος, κατά την οποία (μεταξύ άλλων) η μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση στο Δημόσιο του ΦΠΑ, στοιχειοθετείται μόνο αν ο φορολογούμενος ενήργησε με σκοπό ("προκειμένου") να αποφύγει την πληρωμή ΦΠΑ ή να πληρώσει λιγότερο ΦΠΑ. Πρόκειται για έγκλημα σκοπού και ο υπαίτιος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρ. 27 παρ. 2 Π.Κ.), δηλαδή πρέπει αυτός, με την πράξη της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης του ΦΠΑ στο Δημόσιο, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας ότι ενεργεί για να αποφύγει και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του οφειλόμενου ΦΠΑ.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ίδιου νόμου (2523/1997), όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004 και το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3943/2011, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται : α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου". Ενώ, κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικά πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επαγγέλματος του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην τοπικά αρμόδια (με κριτήριο τη διεύθυνση που αναγράφεται στο φορολογικό στοιχείο) δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη επιχείρηση οποιασδήποτε μορφής ή από φυσικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι εντελώς αμέτοχο στη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε, για τους σκοπούς του εν λόγω νόμου, ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά ως προς το μέρος που η αναγραφόμενη αξία υπερβαίνει την αξία της πραγματικής συναλλαγής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος φοροδιαφυγής, απαιτείται η έκδοση από τον δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (ανεξάρτητα αν αυτά είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια). Για τη στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη θέληση του υπαιτίου να προβεί ή τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας και αποδοχής) αυτού ότι προβαίνει στην έκδοση τέτοιων φορολογικών στοιχείων. Ενώ, στην περίπτωση της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ο δόλος περιλαμβάνει τη γνώση (με την ίδια έννοια) του υπαιτίου ότι τα φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά ή τη θέλησή του να αποδεχτεί τέτοια φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται.

Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 19 παρ. 1 του ν. 2523/1997 προκύπτει ότι δεν υπάρχει μεταξύ τους σχέση ειδικής προς γενική ή σχέση κυρίας προς επικουρική. Επίσης προκύπτει ότι καμία από τις πράξεις, που τυποποιούνται με αυτές τις διατάξεις, δεν συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης ή επιβαρυντική περίσταση ή αναγκαίο μέσο τέλεσης ή αναγκαία συνέπεια της άλλης. Αντίθετα, προκύπτει ότι με τις σχετικές διατάξεις προβλέπονται και τυποποιούνται δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους και αυτοτελώς κολάσιμες αξιόποινες πράξεις για τη διαφύλαξη του ίδιου έννομου αγαθού (της εξασφάλισης δημοσίων εσόδων με θέσπιση ποινικών κυρώσεων) με διαφορετική, όπως ήδη σημειώθηκε, υποκειμενική και αντικειμενική συγκρότηση η καθεμία από αυτές, οι οποίες τελούν σε αληθινή συρροή μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 94 ΠΚ και επισύρουν τις προβλεπόμενες αυτοτελείς ποινές. Το δε ενδεχόμενο μερικής ή ολικής ταύτισης κάποιου ή κάποιων μόνο από τα στοιχεία της αντικειμενικής τους υπόστασης δεν αναιρεί την ετερότητα και αυτοτέλεια της νομοτυπικής συγκρότησης και τη διακριτή ποινική κύρωση των αντιστοίχων διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών του υπαιτίου. Από αυτά παρέπεται ότι η σχετική απόφαση που εκδίδεται για τη μία από τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις δεν δημιουργεί δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία για την άλλη, αφού δεν υπάρχει ταύτιση μεταξύ τους. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 5 επ.), οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος προέβαλαν διατυπωμένο σε γραπτό κείμενο που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και ανέπτυξαν προφορικά τον ακόλουθο αυτοτελή ισχυρισμό : "Επειδή κατά το άρθρο 57 παράγραφος 1 του Κ.Ποιν. Δ. "αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διάφορος χαρακτηρισμός", και κατά την παράγραφο 3 "αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι γα την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις : 1) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, 2) ταυτότητα προσώπου, ήτοι του κατηγορουμένου, του δικασθέντος από την απόφαση που στηρίζει το δεδικασμένο, και 3) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Η "πράξη", κατά το άρθρο 57, νοείται .... Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι και οι δύο παραβάσεις προβλέπονται από τις ίδιες διατάξεις του Ν. 2523/1997, συγκροτούνται από τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά, τα οποία τελούν σε αδιάσπαστη ενότητα τόπου, χρόνου, τρόπου τέλεσης και υλικού αντικειμένου, τυποποιούνται με τον ίδιο τρόπο, όχι μόνο ως προς την αντικειμενική, αλλά και ως προς την υποκειμενική τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 413/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας, (σε απόσπασμα) που εκδόθηκε επί εφέσεώς μου κατά της 3552/2013 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, καταδικάστηκα για την πράξη της φοροδιαφυγής και συγκεκριμένα της είσπραξης ΦΠΑ με παραπλάνηση της φορολογικής αρχής, υποβάλλοντας προς αυτήν εννέα εικονικά φορολογικά στοιχεία, ήτοι τα υπ’ αριθ. .../2007 τιμολόγια έκδοσης της Χ. Σ. - Α., παριστάνοντας ψευδώς ότι αντιπροσώπευαν πραγματικές πωλήσεις αγροτικών προϊόντων προς αυτήν και παραπλανώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους πέτυχα την επιστροφή του αναλογούντος στην αξία αυτών ΦΠΑ., πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 18 του ν. 2523/1997. Εξάλλου με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 172/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, καταδικάστηκα για την πράξη της φοροδιαφυγής, λόγω αποδοχής των ίδιων φερομένων ως εικονικών φορολογικών στοιχείων, με σκοπό να επιτύχω την επιστροφή του αναλογούντος στην αξία αυτών ΦΠΑ, πράξη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, συνολικής αξίας 251.176,45 ευρώ. Είναι προφανές, ότι για την πράξη για την τέλεση της οποίας φέρομαι ως κατηγορούμενος ενώπιον Σας, έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής δίωξης υπό διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, η οποία κρίθηκε τελεσίδικα, όχι όμως αμετάκλητα με την υπ’ αρ 413/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας, και ως εκ τούτου συντρέχει νόμιμος λόγος απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής δίωξης της πράξης αυτής, λόγω εκκρεμοδικίας κατ’ άρθρο 57 ΚΠΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 Κ.Π.Δ., οι οποίες αποκλείουν τη σύγχρονη εκδίκαση του ιδίου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια δικαστήρια .... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΖΗΤΩ Την οριστική παύση της σε βάρος μου ασκηθείσας ποινικής δίωξης για το αδίκημα της φοροδιαφυγής δι’ αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση, λόγω εκκρεμοδικίας κατ’ άρθρο 57 ΚΠΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 Κ.Π.Δ^.Ο προαναφερόμενος αυτοτελής ισχυρισμός απορρίφθηκε με την εξής αιτιολογία : " Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. ΣΤ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ] ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, και 19 του Ν. 2523/1997 "Διοικητικές-Ποινικές Κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία" προκύπτει ότι, τα εγκλήματα φοροδιαφυγής που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις αναφέρονται περιοριστικά και μόνον α) στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), β) στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος γ) στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα, η προκειμένη φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε μετά από την τροποποίησή του με την παρ. 2 δ’ του άρθρου 2 Ν. 3943/2011, Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α, τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κυρίου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.300) ευρώ και γ) με κάθειρξη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 19 του Ν. "Αδίκημα φοροδιαφυγής για πλαστά, εικονικά η νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, καθώς και για μη εφαρμογή διατάξεων του Κ.ΒΒ.Σ.": 1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. "Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ." 2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου.3...4... 5... ".Έτσι, από την αντιπαραβολή των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση τα θεσπιζόμενα, μ’ αυτές, εγκλήματα αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρισμός του κατ/νου περί υπάρξεως εκκρεμοδικίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον ο εν λόγω κατ/νος, με την επικαλούμενη απόφαση, έχει δικαστεί για παντελώς διαφορετικές πράξεις εκείνης που έχει δικασθεί πρωτοδίκως, με την εκκαλουμένη απόφαση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 413/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας, (σε απόσπασμα) που εκδόθηκε επί εφέσεώς του κατά της 3552/2013 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, καταδικάστηκε για την πράξη της φοροδιαφυγής και συγκεκριμένα της είσπραξης ΦΠΑ με παραπλάνηση της φορολογικής αρχής, υποβάλλοντας προς αυτήν εννέα εικονικά φορολογικά στοιχεία, ήτοι τα υπ’ αριθ. .../2007 τιμολόγια έκδοσης της Χ. Σ.-Α., παριστάνοντας ψευδώς ότι αντιπροσώπευαν πραγματικές πωλήσεις αγροτικών προϊόντων προς αυτήν και παραπλανώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους πέτυχε την επιστροφή του αναλογούντος στην αξία αυτών ΦΠΑ., πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 18 του ν. 2523/1997. Ενώ, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 172/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, καταδικάστηκε για την πράξη της φοροδιαφυγής, λόγω αποδοχής των ίδιων φερομένων ως εικονικών φορολογικών στοιχείων, με σκοπό να επιτύχει την επιστροφή του αναλογούντος στην αξία αυτών ΦΠΑ, πράξη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, συνολικής αξίας 251.176,45 ευρώ, δηλ. δεν προκύπτει ταυτότητα πράξεως. Προς δε κατά τα στη μείζονα σκέψη εκτιθέμενα, η αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, συρρέει αληθώς με την πράξη της φοροδιαφυγής ....". Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας προχώρησε στην εκδίκαση της κατηγορίας και, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται ως προς το είδος τους σ’ αυτή, δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Ο κατηγορούμενος, στα ..., στις 13-4-2011, χρόνος κατά τον οποίο θεωρήθηκε η σχετική έκθεση ελέγχου της διενεργήσασας τον έλεγχο ΔΟΥ ..., διαπιστώθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 17-6-2007 έως 20-12-2007 με την ιδιότητα του ως αγρότης, με έδρα τους ... και Α.Φ.Μ. ..., αποδέχθηκε τα αναφερόμενα στο διατακτικό τιμολόγια αγοράς αγροτικών προϊόντων, εκδόσεως της Χ. Σ.-Α., που διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας αγροτικών προϊόντων με έδρα τον ..., συνολικής αξίας 916.727,76 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 28.352,28 ευρώ. Όλα τα ανωτέρω τιμολόγια ήταν εικονικά, διότι ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν οι περιγραφόμενες σε αυτά συναλλαγές (πωλήσεις σκληρού σίτου και κριθαριού), πράγμα που ο κατηγορούμενος γνώριζε, αλλά τα αποδέχθηκε, προκειμένου να επιτύχει την παράνομη επιστροφή του ΦΠΑ, που αναλογούσε στα ανωτέρω εικονικά τιμολόγια, πράγμα ποο πέτυχε. Στα πλαίσια ελέγχου της παραπάνω επιστροφής, το Γραφείο Γεωργικών Εφαρμογών ..., γνωστοποίησε στην Δ.Ο.Υ. ... ότι ο κατ/νος καλλιέργησε 156,9 στρέμματα σκληρό σιτάρι και 73,2 στρέμματα βαμβάκι, ενώ η Δ.Ο.Υ. ... με το υπ’ αριθμ. πρωτ. .../2010 έγγραφο της αναφέρει ότι η επιχείρηση Χ. Σ.-Α. εξέδωσε τα ως άνω τιμολόγια για αγορά αγροτικών προϊόντων του κατ/νου, τα οποία ήταν εικονικά, διότι ήταν υποσχετικά, κατά τους ισχυρισμούς της εκδότριας (βλ. έκθεση ελέγχου), που είναι αλυσιτελείς, ενόψει του ότι το τιμολόγιο εκδίδεται κατά τον χρόνο παράδοσης του αγαθού, που κατά τα προαναφερθέντα δεν έλαβε χώρα και δεν ενδιαφέρει ο χρόνος κατάρτισης της συμφωνίας μελλοντικής πώλησης υπό αναβλητική αίρεση. Το ως άνω ποσό του ΦΠΑ, που ο κατ/νος παρανόμως εισέπραξε, το επέστρεψε στις 8-4-2011, μετά την έκδοση εντολής προσωρινού ελέγχου, προκειμένου να επιτύχει τη μείωση των προστίμων, όπως προέβλεπε η ήδη καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3610/2007. Επομένως, ο κατ/νος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης, χωρίς την αναγνώριση του αιτούμενου ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2δ του ΠΚ, διότι η επιστροφή του ως άνω ποσού δεν ήταν απότοκος ελεύθερης επιλογής του κατ/νου.". Στη συνέχεια το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο και τον καταδίκασε σε εξαετή κάθειρξη για το ότι: "Με πρόθεση, αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Ειδικότερα στα ..., με την ιδιότητα του αγρότη και ενεργώντας με πρόθεση, έλαβε από την Χ. Σ.-Α. (που ενεργούσε ως εκδότρια και ιδιοκτήτρια της ατομικής επιχείρησης κυλινδρόμυλων που διατηρούσε στον ...) τα ακόλουθα τιμολόγια: (Ακολουθεί πίνακας )
Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο, ορθά και αιτιολογημένα απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό για ύπαρξη εκκρεμοδικίας από την 413/2015 μη αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για το έγκλημα του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 2523/1997 της απατηλής επιστροφής ΦΠΑ με χρησιμοποίηση των ίδιων φορολογικών στοιχείων, δηλαδή των προαναφερομένων εννέα εικονικών τιμολογίων που αποτελούν το υλικό αντικείμενο της εγκληματικής πράξης του άρθρου 19 παρ. 1 ν. 2523/1997, για την οποία καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε στην οικεία νομική σκέψη, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξης (κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόστασή της) μεταξύ των δύο αυτών φορολογικών εγκλημάτων, τα οποία είναι αυτοτελή και τελούν σε αληθινή, και όχι φαινομενική, συρροή. Εξάλλου, όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (29-6-2015) δεν είχε ακόμη θεσπιστεί η ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 του ν. 4174/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015, και, συνεπώς, δεν υπήρχε ζήτημα εφαρμογής αυτής της διάταξης από το δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, είναι αβάσιμος ο μόνος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Η’ ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας.
Περαιτέρω και ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 του ν. 4174/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015 (που άρχισε να ισχύει από 17-10-2015), ορίζεται ότι "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων I έως 4 (αντίστοιχες των άρθρων 17 παρ. 1 και 18 παρ. 1 του ν. 2523/1997, που καταργήθηκαν με το άρθρο 71 και αντικαταστάθηκαν με τις ρυθμίσεις του άρθρου 66 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν. 4337/2015), οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος... .". Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι από 17-10-2015 και εφεξής η πράξη της έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων ή της νόθευσης τέτοιων στοιχείων, έχει γίνει υπό όρο ανέγκλητη. Δηλαδή η σχετική πράξη, όταν ο υπαίτιος χρησιμοποίησε τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία για την τέλεση ή υποστήριξη άλλης φορολογικής εγκληματικής πράξης του άρθρου 66 παρ. 1 έως 4 του ν. 4174/2013 όπως ισχύει, δεν είναι πλέον αυτοτελώς κολάσιμη, αλλά απορροφάται από την άλλη εγκληματική φορολογική πράξη, η οποία καλύπτει και την απαξία της πρώτης. Η ρύθμιση δε αυτή είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα από τη ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 1 περ. β’ του ν. 2523/1997, όπως τροπ. με τα άρθρα 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004 και 2 παρ. 2 του ν. 3943/2011, που άρχισε να ισχύει από 31-3-2011 και ήταν εφαρμοστέος κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης (στις 13-4-2011, οπότε θεωρήθηκε η έκθεση ελέγχου διαπίστωσης της αξιόποινης πράξης από τον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής) και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (29-6-2015).
Στην προκείμενη περίπτωση, αφού η κρινόμενη αναίρεση είναι παραδεκτή και η προαναφερόμενη ευμενέστερη διάταξη άρχισε να ισχύει μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει ο Άρειος Πάγος να προβεί αυτεπαγγέλτως στην εφαρμογή της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 ΠΚ, 511 και 514 ΚΠΔ. Ακολούθως, ενόψει του ότι από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ. 15, 16, 25) προκύπτει ότι τα ίδια εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν από τον αναιρεσείοντα και για την τέλεση της πράξης του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 2523/1997, της απατηλής επιστροφής ΦΠΑ, για την οποία αυτός καταδικάστηκε (σε δεύτερο βαθμό) με την απόφαση 413/2015 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, δεν υπάρχει ανάγκη να παραπεμφθεί η υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (για την αποδεικτική διαπίστωση του ίδιου ζητήματος) και πρέπει, αφού αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος της πράξης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση, όπως αυτή περιγράφεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Αναιρεί την απόφαση 139/2015 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.

Κηρύσσει τον αναιρεσείοντα Κ. Κ. του Θ. αθώο του ότι: Με πρόθεση αποδέχτηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Ειδικότερα στα ..., με την ιδιότητα του αγρότη και ενεργώντας με πρόθεση, έλαβε από τη Χ. Σ.-Α. (που ενεργούσε ως εκδότρια και ιδιοκτήτρια της ατομικής επιχείρησης κυλινδρόμυλων που διατηρούσε στον ...) τα ακόλουθα τιμολόγια: (Ακολουθεί πίνακας τιμολογίων)

Η εικονικότητα δε των ανωτέρω τιμολογίων συνίστατο στο ότι αφορούσαν συναλλαγές, οι οποίες ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2016. 
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου