[Εισήγηση σε επιμορφωτικό
σεμινάριο ΕΣΔΙ “ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ
ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 4337/2015 ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ"]
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Από τη διεξοδικότατη ανάπτυξη των
εγκλημάτων φοροδιαφυγής και μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που προηγήθηκε,
παρατηρούμε ότι είναι δυνατόν με την ίδια ενέργεια ή παράλειψη του δράστη να
τελούνται περισσότερα εγκλήματα (π.χ. με την αποδοχή εικονικών φορολογικών
στοιχείων, ο υπαίτιος αποδίδει ανακριβώς μικρότερο ποσό Φ.Π.Α. και φόρου
εισοδήματος και εξαπατά τη φορολογική αρχή, στην οποία εμφανίζει ψευδώς
μεγαλύτερες δαπάνες και κατά συνέπεια λιγότερα κέρδη και εξαιτίας αυτού
υποχρέωση απόδοσης μικρότερου ποσού φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α., το μη
αποδιδόμενο ποσό του οποίου υπεξαιρεί). Ερευνητέο λοιπόν, σε κάθε συγκεκριμένη
περίπτωση, αν το δεδικασμένο εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη για την οποία
ασκήθηκε η ποινική δίωξη και ως εκ τούτου, δεν εμποδίζει νέα δίωξη για άλλη
αξιόποινη πράξη που δεν κρίθηκε, έστω και αν ένα από τα περισσότερα στοιχεία
της τελευταίας πράξης αποτέλεσε συγχρόνως στοιχείο του ήδη κριθέντος εγκλήματος
(αληθινή κατ’ ιδέα συρροή) ή αν αντίθετα αυτό (δεδικασμένο) καλύπτει και άλλη
πράξη (φαινομένη κατ` ιδέα συρροή).
Για την ύπαρξη δε δεδικασμένου
πρέπει, κατά το άρθρο 57 παρ. 1 και 3 Κ.Π.Δ, να συντρέχουν α) αμετάκλητη
απόφαση (ή βούλευμα), που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή
παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου
και γ) ταυτότητα πράξης, ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που
περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το
αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή.
ΙΙ. Το προστατευόμενο έννομο
αγαθό στις διατάξεις περί φοροδιαφυγής ( άρθρο 66 παρ.1-5 Ν. 4174/2013)και του
άρθρου 25 του Ν. 1882/1990
O ορθός προσδιορισμός του εννόμου
αγαθού στο πεδίο των ειδικών ποινικών νόμων, τις περισσότερες φορές , είναι πιο
δυσχερής και αυτό γιατί σε πολλούς ειδικούς ποινικούς νόμους , ειδικά στον χώρο
του ονομαζόμενου «οικονομικού εγκλήματος», η θέσπισή τους δεν υποδηλώνει και
την τυποποίηση ενός νέου εννόμου αγαθού, που δεν προστατεύεται από τον Ποινικό
Κώδικα, αλλά η δικαιολόγηση της ύπαρξής τους συνίσταται, είτε στο να καταστεί
πληρέστερη η προστασία του ίδιου εννόμου αγαθού, επεκτείνοντας την ποινική
καταστολή και σε συμπεριφορές, που δεν καλύπτονται από τις σχετικές
αντικειμενικές υποστάσεις των εγκλημάτων του Ειδικού Μέρους του Ποινικού
Κώδικα, είτε στο να διαφοροποιηθεί η ένταση της προστασίας του, σε σχέση με
αυτή του κοινού εγκλήματος του ποινικού κώδικα.
Στη θεωρία και στη νομολογία
έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές απόψεις, για το προστατευόμενο έννομο αγαθό,
από τις ποινικές διατάξεις περί φοροδιαφυγής (ήδη Ν. 4174/2013). Έχει
υποστηριχθεί ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό στο νόμο για την καταστολή της
φοροδιαφυγής είναι η «εθνική οικονομία», «το δημόσιο συμφέρον» , «αρχή της
γενικής ωφελείας», «η ύπαρξις της πολιτείας» , «η εκπλήρωση της φορολογικής
υποχρέωσης που θέτει το δημόσιο με απώτερο σκοπό την προστασία του δημοσίου
συμφέροντος», «η αρχή της ισότητας και καθολικότητας των φορολογικών βαρών» ,
«η φορολογική εξουσία του κράτους και το δημόσιο συμφέρον γενικώς εκ της
αποδόσεως εκάστου φόρου» και «η κοινωνική Δικαιοσύνη και η κοινωνική ευημερία»
.
Όμως, όλες οι παραπάνω έννοιες
είναι εξαιρετικά αόριστες και γενικές, γεγονός που εμποδίζει τον εντοπισμό του
πραγματικά θιγόμενου εννόμου αγαθού και δύσκολα θα μπορούσαν να αποτελέσουν
προστατευόμενο έννομο αγαθό. Μέσα από τις έννοιες αυτές περισσότερο
αναδεικνύονται οι λόγοι, οι οποίοι οδηγούν το νομοθέτη στην ποινικοποίηση
πράξεων φοροδιαφυγής, παρά υποδεικνύεται κάποιο εμπειρικά αντιληπτό μέγεθος ως
άμεσα και ορατά πληττόμενο από τις πράξεις φοροδιαφυγής.
Άλλη ενδιαφέρουσα άποψη
υποστηρίζει ότι το πλέγμα των ποινικών διατάξεων περί φοροδιαφυγής προστατεύει
τις διάφορες κατηγορίες φορολογικών αξιώσεων του ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες
προσδιορίζονται κατά περιεχόμενο κυριαρχικά από τα κρατικά όργανα και αποτελούν
αυτοτελή στοιχεία ενεργητικού του, συγκροτώντας έτσι ένα διακριτό τμήμα της
περιουσίας του Δημοσίου.
Ορθότερη και κρατούσα σε θεωρία
και νομολογία είναι η άποψη, που δέχεται ως προστατευόμενο έννομο αγαθό, από
τις διατάξεις περί φοροδιαφυγής των άρθρων 17, 18, 19 του Ν.2523/1997 και ήδη
66 Ν. 4174/2013, αυτό της περιουσίας του Δημοσίου. Τα χρηματικά ποσά, τα οποία
αποκρύπτονται ή εξοικονομούνται παράνομα με τις πράξεις της φοροδιαφυγής, είναι
ποσά τα οποία ανήκουν στην περιουσία του κράτους και θα έπρεπε να βρίσκονται
στα ταμεία του , τα οποία με αυτό τον τρόπο παρουσιάζουν έλλειμμα. Ανεξάρτητα
λοιπόν από τον τρόπο επιβολής και τη διαδικασία είσπραξης των φόρων, είναι
σαφές ότι καθεμία από τις τυποποιούμενες στο νόμο ποινικές διατάξεις (παράλειψη
υποβολής ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος - μη απόδοση
ή ανακριβής απόδοση ΦΠΑ και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών – έκδοση ή
αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων) θέτει σε
διακινδύνευση ή βλάπτει την περιουσία του Δημοσίου, είτε με τη μορφή της
μείωσης, είτε με τη μορφή της μη αύξησης του ενεργητικού της.
Βέβαια στην περίπτωση των πλαστών
ή νοθευμένων φορολογικών στοιχείων συμπροστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και
αυτό του υπομνήματος .
Περαιτέρω, στην περίπτωση των
διατάξεων του νόμου 1882/1990 για τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ο
εντοπισμός του προστατευόμενου εννόμου αγαθού δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη
δυσκολία και αυτό είναι το ίδιο , δηλαδή αυτό της περιουσίας του Δημοσίου. Έτσι
στη διάταξη του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, στην οποία προβλέπεται το αδίκημα
της μη καταβολής ταμειακά βεβαιωμένων χρεών, τυποποιείται έγκλημα βλάβης της
περιουσίας του Δημοσίου, αφού το κράτος, με την μη καταβολή των ήδη βεβαιωμένων
χρεών, στερείται από το ενεργητικό της περιουσίας του το αντίστοιχο χρηματικό
ποσό.
Η ύπαρξη προστατευόμενου εννόμου
αγαθού από τη διάταξη 25 του νόμου 1882/1990 έχει αμφισβητηθεί έντονα, από τον
Θ. Παπακυριάκου, ο οποίος υποστηρίζει ότι « η ποινικοποίηση της μη καταβολής
ταμειακά βεβαιωμένων (φορολογικών) χρεών προς το Δημόσιο, ιδίως μάλιστα αν
λάβει κανείς υπ’ όψη του, ότι η σχετική ποινικοποίηση αναφέρεται σε συμπεριφορές
γνήσιας υπερημερίας οφειλέτη και δεν θέτει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη
θεμελίωση του αξιοποίνου (π.χ. πράξεις καταδολίευσης από την πλευρά του
οφειλέτη), εμφανίζεται ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη ως προς την εγκληματοπολιτική
και δογματική νομιμοποίησή της». Θ. Παπακυριάκου Φορολογικό Ποινικό Δίκαιο, Η
ποινική προστασία των φορολογικών αξιώσεων του Ελληνικού Δημοσίου και της ΕΕ
στην ελληνική έννομη τάξη, σελ.205).
ΙΙΙ. Επιμέρους ζητήματα συρροής.
Όπως προαναφέρθηκε τα φορολογικά
εγκλήματα ή αδικήματα φοροδιαφυγής περιγράφονται και τυποποιούνται στις
διατάξεις του άρθρου 66 παρ.1 - 5 Ν. 4174/2013. Έτσι, υφίσταται το αδίκημα
φοροδιαφυγής που τελείται με απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων, ήτοι με την
παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης για τη φορολογία
εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου
ακινήτων (ΕΦΑ) , το αδίκημα φοροδιαφυγής που τελείται με τη μη απόδοση ή την
ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών, το αδίκημα
φοροδιαφυγής που τελείται με τη μη απόδοση ή την ανακριβή απόδοση φόρου πλοίων
και το αδίκημα φοροδιαφυγής που τελείται με την έκδοση πλαστών ή εικονικών
φορολογικών στοιχείων καθώς και την αποδοχή ή νόθευση τέτοιων στοιχείων. Στην
τελευταία περίπτωση, είναι βέβαιο ότι αυτός που αποδέχεται εικονικά φορολογικά
στοιχεία δεν πρόκειται να δηλώσει τα πραγματικά καθαρά εισοδήματα, ούτε και να
αποδώσει τον πραγματικά εισπραχθέντα ΦΠΑ.
Α. Η συρροή μεταξύ των εγκλημάτων
φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013.
Όσον αφορά στα ζητήματα συρροής
που δημιουργούνταν ανάμεσα στις προϊσχύσασες ποινικές διατάξεις των άρθρων 17,
18 και 19 του Ν. 2523/1997, την απάντηση έδινε το ίδιο το κείμενο του νόμου.
Ειδικότερα στο άρθρο 21 παρ. 7, οριζόταν ρητά ότι τα αδικήματα του νόμου είναι
αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους και το ίδιο επαναλαμβανόταν και στην
παράγραφο 2 του άρθρου 19, όπου ειδικά για το αδίκημα φοροδιαφυγής με έκδοση ή
αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων οριζόταν , αυτό
«είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα, που προβλέπονται και
τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις» αυτού. Έτσι ήταν δυνατόν ο
δράστης, που αποδεχόταν ένα εικονικό φορολογικό στοιχείο και στη συνέχεια το
χρησιμοποιούσε, μέσω των υποβαλλόμενων περιοδικών καταστάσεων, για να κερδίσει
και την έκπτωση του αναγραφόμενου στο τιμολόγιο Φ.Π.Α από τον φόρο εκροών της
επιχείρησης του, να τελέσει και τα τρία αδικήματα φοροδιαφυγής, δηλαδή
φοροδιαφυγή στο εισόδημα, στον Φ.Π.Α και στον Κ.Β.Σ (άρθρα 17, 18 και 19 του
2523/1997).
Με το άρθρο 66 παρ.5 του Ν.
4174/2013 εισάγεται πλέον περίπτωση εκ του νόμου φαινομενικής συρροής μεταξύ
των λοιπών εγκλημάτων φοροδιαφυγής και της έκδοσης – αποδοχής πλαστών-εικονικών
φορολογικών στοιχείων, που χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο για τη διάπραξη αυτών, με
το δράστη τιμωρούμενο ως αυτουργό ή συμμέτοχο, αποκλειστικά για το «βασικό»
αδίκημα φοροδιαφυγής. Εφαρμόζεται δηλαδή η αρχή της απορρόφησης και θεωρείται
ότι το έγκλημα της έκδοσης πλαστών ή εικονικών και η αποδοχή εικονικών
φορολογικών στοιχείων απορροφάται , ως συντιμωρητή προτέρα πράξη, από αυτό του
άρθρου 66 παρ.1α ή 66 παρ.1β του Ν. 4174/2013).
Ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου
66 παρ.5 Ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά
φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή
νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου,
τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα
φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας
από 7 τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για
την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος……… Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων
δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή
την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης
τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος».
Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει
με σαφήνεια , ότι κάποιος που αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία με σκοπό
να εμφανίσει μεγαλύτερες δαπάνες και να καταβάλει λιγότερο φόρο εισοδήματος
καθώς και Φ.Π.Α., θα τιμωρηθεί πλέον μόνο ως αυτουργός ή συμμέτοχος στις
πράξεις αυτές (φοροδιαφυγή με ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και Φόρου εισοδήματος) και
όχι για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων.
Με την πρόσφατη με αριθμό
130/2017 απόφαση του Α.Π. έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: «…….. από τις διατάξεις
αυτές συνάγεται, ότι στην περίπτωση εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών
στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, που χρησιμοποιήθηκαν για την συντέλεση παραβάσεων
φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία, ως αυτουργός ή
συμμέτοχος, απορροφωμένης, συνεπώς, από εκείνη (φοροδιαφυγή) της πράξεως της
εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθιερουμένης, με τη νέα
ως άνω ρύθμιση, φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής μεταξύ των δύο αυτών αδικημάτων.
Η τελευταία νέα αυτή ρύθμιση είναι επικεικεστέρα, κατά την έννοια του άρθρου 2
παρ. 1 ΠΚ, της προϊσχύσασας του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του Ν. 2523/1997, αφού
πλέον ή έκδοση ή η αποδοχή εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων
απορροφάται (φαινομενικώς κατ’ ιδέαν) από την πράξη της φοροδιαφυγής και δεν
τιμωρείται αυτοτελώς. ……………
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως
προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της,
στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν διαλαμβάνεται παραδοχή, ότι τα επίδικα
εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την
διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις ως άνω πράξεις φοροδιαφυγής των
παραγράφων 1 έως 4 του του προαναφερομένου άρθρου 66 Ν. 4174/2013 (αντίστοιχες
των προϊσχυσασών παραβάσεων των άρθρων 17 και 18 του Ν. 2523/1997).
Συνεπώς, η επίκληση από τον
αναιρεσείοντα, ότι, αφού με την υπ’ αριθμ. 898/2015 απόφασή του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου ..., που σημειωτέον δεν επικαλείται ότι έχει καταστεί
αμετάκλητη, ουδέ προκύπτει ότι προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και
ζητήθηκε η αποδεικτική της αξιοποίηση, κατεδικάσθη σε ποινή φυλακίσεως τριών
(3) ετών για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, διότι ζήτησε, έλαβε
και κατεχώρησε στα βιβλία του τα πλαστά και εικονικά τιμολόγια, το αδίκημα της
αποδοχής των αυτών εικονικών και πλαστών τιμολογίων, για το οποίο κατεδικάσθη
με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεν στοιχειοθετείται και ως εκ τούτου πρέπει,
κατ’ εφαρμογή της, μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θέση σε
ισχύ της ως άνω επιεικέστερης διατάξεως του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. γ’ 8 του Ν.
4174/2013, και των άρθρων 511 εδ. γ’ και 514 εδ. γ’ του ΚΠΔ, να αναιρεθεί η
απόφαση να κηρυχθεί αθώος, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, γιατί προκειμένου να
τύχει εφαρμογής η τελευταία αυτή διάταξη, πρέπει τα εικονικά αυτά φορολογικά
στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή, να χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την διάπραξη
ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4
του άρθρου 66 Ν. 4174/2013 και να υπάρχει περί τούτου σχετική παραδοχή στην
προσβαλλομένη απόφαση, μετά από την εκτίμηση των πραγμάτων».
Σύμφωνα με τα ισχύοντα σήμερα
όρια αξιοποίνου ( 50.000 ευρώ για ΦΠΑ και 100.000 για φόρο εισοδήματος κλπ) πρέπει
εδώ να σημειωθούν τα εξής:
-α: στην περίπτωση έκδοσης ή
αποδοχής εικονικών-πλαστών φορολογικών στοιχείων σε βαθμό πλημμελήματος, δηλαδή
συνολικής αξίας κάτω των 200.000 , ο υπαίτιος διώκεται μόνο για την πράξη αυτή
, αφού για τα λοιπά ( φοροδιαφυγή με μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και
Φόρου εισοδήματος κλπ) , δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη , καθόσον ο ΦΠΑ σε
εικονικά αξίας 200.000 ανέρχεται στο ποσό των 48.000 ευρώ που δεν είναι
αξιόποινο , ο δε φόρος εισοδήματος ανέρχεται σε ποσό κάτω των 100.000 ευρώ, που
επίσης δεν είναι αξιόποινο και
-β : στο μεν αδίκημα έκδοσης και
αποδοχής εικονικών - πλαστών φορολογικών στοιχείων, για το χαρακτηρισμό της
πράξης ως κακουργήματος ή πλημμελήματος , υπολογίζεται η αξία όλων των
εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων, ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσης -
αποδοχής αυτών, ενώ στα λοιπά αδικήματα φοροδιαφυγής για τη συμπλήρωση του
ορίου του αξιοποίνου (50.000 ή 1000.000 ευρώ) λαμβάνεται υπόψη το ποσό ΦΠΑ,
Φόρου εισοδήματος κλπ που δεν πληρώθηκε ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος.
Β. Η συρροή μεταξύ των διατάξεων
περί φοροδιαφυγής και των διατάξεων του Ειδικού Μέρους του Π.Κ. (απάτη,
πλαστογραφία, υπεξαίρεση).
Από το έτος 1988 η νομολογία του
Αρείου Πάγου δέχεται ότι, σε περίπτωση συρροής, φορολογικών ποινικών διατάξεων
με κάποια από τις διατάξεις του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, η ειδική
διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα της φοροδιαφυγής αποκλείει, με βάση την αρχή
της ειδικότητας, την εφαρμογή των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα . Τη λύση αυτή
ακολουθεί η νομολογία σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ποινικά αξιολογούμενη
συμπεριφορά «κατατείνει αποκλειστικά στη φοροδιαφυγή».
Αν όμως η ενέργεια του δράστη
κατατείνει όχι μόνο στη φοροδιαφυγή του ίδιου, αλλά και στην παράνομη ωφέλειά
του, με την πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου ή στον προσπορισμό
και άλλου επί πλέον οφέλους του, εκτός από τη μείωση ή την αποφυγή της
φορολογικής επιβάρυνσής του, καθώς όταν η πλαστογραφία στρέφεται και κατά
τρίτου, όπως όταν εμφανίζεται ως εκδότης του πλαστού τιμολογίου τρίτος ή
νοθεύεται τιμολόγιο τρίτου, ο οποίος, υπαρκτός τρίτος, υφίσταται ή μπορεί να
υποστεί τις σχετικές έννομες συνέπειες και σκοπός του δράστη ήταν να βλάψει και
τον τρίτο, εκθέτοντάς τον στον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι φοροδιαφεύγει και να
υποχρεωθεί να πληρώσει φόρο που δεν οφείλει, ή (εκθέτοντάς τον) στον κίνδυνο
άλλων συνεπειών, όπως και στην περίπτωση που η ενέργεια του δράστη κατατείνει
στη συγκάλυψη υπεξαίρεσης που τέλεσε, τότε οι ειδικές διατάξεις περί αξιόποινης
φοροδιαφυγής, δεν εκτοπίζουν εξ ολοκλήρου την εφαρμογή των διατάξεων περί της
πλαστογραφίας, υπεξαίρεσης και απάτης των άρθρων 216, 375 και 386 του ΠΚ,
αντίστοιχα, γιατί τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής της
φοροδιαφυγής δεν συμπίπτουν με εκείνα της πλαστογραφίας , της υπεξαίρεσης και
της απάτης, οι οποίες , πέραν της φοροδιαφυγής που εμπεριέχουν, ενέχουν και
άλλη πρόσθετη εγκληματική δραστηριότητα (Ολ.Α.Π. 283/1989 Ολ.Α.Π. 643/1988
ΠοινΧρ ΛΗ σελ. 741, ΟλΑ.Π. 644/1988 ΠοινΧρ ΛΗ σελ. 743, Α.Π. 1005/1996 Ποινχρ
MΖ σελ. 1293, ΑΠ 943/1996 Ποινχρ MΖ σελ. 1276, ΑΠ 607/1996 Ποινχρ ΜΖ σελ. 258 ,
ΕφΘρ70/2001 ΑΡΧΝ 2004 σελ.434 , ΠλημΓιαν 10/1994 Υπεράσπιση 1995 σελ. 1151).
Ειδικότερα
όσον αφορά τη συρροή διατάξεων φοροδιαφυγής (φορολογικής απάτης) με απάτη
πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τα παραπάνω, μεταξύ
φοροδιαφυγής ή φορολογικής απάτης και κοινής απάτης σε βάρος του Ελληνικού
Δημοσίου (που δεν συνοδεύεται από φορολογική σχέση μεταξύ φορολογούμενου και
Δημοσίου), δεν είναι δυνατόν να συντρέχει αληθινή συρροή, αλλά μόνο φαινομενική
συρροή, επειδή και στις δύο περιπτώσεις προσβάλλεται το ίδιο έννομο αγαθό,
δηλαδή η περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου. Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα αν
υπάρχει περίπτωση που θα υπερισχύει η κοινή απάτη, η οποία θα απωθεί τις
διατάξεις περί φοροδιαφυγής.
Στη νομική θεωρία διατυπώθηκαν
αντίθετες απόψεις.
Κατά
την πρώτη άποψη, η φορολογική απάτη έχει όλα τα στοιχεία της
κοινής απάτης σε βάρος του Δημοσίου και έτσι, ως τυποποιούμενη από ειδική
διάταξη, κατισχύει της απάτης του άρθρου 386 Π.Κ. ,ακόμη και με την
επιβαρυντική περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 περί
επαυξήσεως των ποινών στους καταχραστές Δημοσίου. Έτσι ανάμεσα στις δύο
περιπτώσεις (απάτη με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν. 1608/1950 και ειδική
φορολογική απάτη) υπάρχει μόνο σχέση φαινομενικής κατ' ιδέα συρροής, με
ειδικότερη τη διάταξη της φορολογικής απάτης, η οποία είναι και η μόνη που
εφαρμόζεται. Και αυτό, γιατί οι μεν πράξεις εξαπάτησης ταυτίζονται απόλυτα, η
δε βλάβη-ζημία στην περιουσία του ελληνικού Δημοσίου και το αντίστοιχο όφελος
του δράστη εξειδικεύεται και οριοθετείται ειδικά στο ποσό (π.χ. ΦΠΑ) , που
εκταμιεύθηκε από το εξαπατημένο ελληνικό Δημόσιο, προς όφελος του εξαπατήσαντος
προσώπου.
Βέβαια, εδώ θα μπορούσε να
αντιτάξει κανείς ότι η κοινή απάτη περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αδικημάτων
του Ν.1608/1950 για τους καταχραστές του Δημοσίου και συνεπώς μπορεί να
οδηγήσει σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τις διατάξεις
περί φοροδιαφυγής. Έτσι, με τη βαρύτερη τιμωρία της κακουργηματικής μορφής της
συγκεκριμένης φοροδιαφυγής, αποκαθίσταται η αξιολογική ισορροπία στο ευρύτερο
πλαίσιο του ποινικού συστήματος. Ωστόσο το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, κατά
πρώτο γιατί για το συγκεκριμένο αδίκημα φοροδιαφυγής, πέρα από το γεγονός ότι
αποτελεί έγκλημα διακινδύνευσης – και όχι βλάβης–της περιουσίας του δημοσίου,
δεν είναι οπωσδήποτε αναγκαία η παραπλάνηση άλλου , αφού ο εφοριακός υπάλληλος
μπορεί να γνωρίζει την απόκρυψη των εισοδημάτων του φορολογούμενου και συνεπώς,
σε αφηρημένο επίπεδο, έχει ήδη μικρότερη απαξία από την απάτη και επειδή η μη
ένταξη της φοροδιαφυγής στα αδικήματα του Ν. 1608/1950 είναι μια σταθερή,
διαχρονική επιλογή, που δεν δικαιολογεί να φτάνει κανείς να εξομοιώνει, από
άποψη απειλούμενης ποινής, κακουργηματικές περιπτώσεις απόκρυψης φορολογητέων
εισοδημάτων, όταν αυτά αναφέρονται στο ίδιο ύψος περιουσιακής προσβολής του
δημοσίου, με τα αδικήματα που αντιμετωπίζονται με το Ν. 1608/1950, νόμος ο
οποίος έχει γίνει αντικείμενο έντονης κριτικής και ως προς τις απειλούμενες ποινές
.
Κατά
τη δεύτερη άποψη, που εκφράστηκε από τον αείμνηστο καθηγητή Ιωάννη
Μανωλεδάκη, υποστηρίζεται ότι στην περίπτωση που δημιουργείται πλασματικά μια
«φορολογική σχέση», με αποκλειστικό σκοπό να εξαπατηθεί η Οικονομική Υπηρεσία
και να καταβάλει χρήματα το Δημόσιο (ζημία) στον εξαπατούντα ιδιώτη (παράνομο
περιουσιακό όφελος), όχι απλώς πέρα από τα αρχικά τυχόν οφειλόμενα (επιστροφή
φόρου π.χ.), με βάση την ειλικρινή πορεία μιας φορολογικής σχέσης, αλλά ουδόλως
οφειλόμενα, λόγω ανυπαρξίας πραγματικής τέτοιας σχέσης, δεν πρόκειται για
φορολογική απάτη, αλλά για κοινή απάτη σε βάρος του Δημοσίου. Και αυτό γιατί η
φορολογική απάτη προϋποθέτει λογικά φορολογούμενο πρόσωπο (πραγματικά
φορολογούμενο) και όχι πρόσωπο που παριστάνει τον φορολογούμενο για να εξαπατήσει
το Δημόσιο. Οι ποινικές διατάξεις για τη φοροδιαφυγή προϋποθέτουν, νομίμως
συσταθείσα φορολογική σχέση (εργαζόμενου, επιτηδευματία, εισοδηματία με το
Δημόσιο), που σε κάποια φάση εκτρέπεται από τους «κανόνες του παιχνιδιού», και
δεν αφορούν τη δημιουργία «φορολογικής σχέσης» για να εξαπατηθεί αποκλειστικά
με αυτήν το Δημόσιο. Διαφορετικά, θα ήταν πράγματι παράλογο να αντιμετωπίζεται
εκείνος που μεθοδεύει τη δημιουργία φορολογικής σχέσης για να εξαπατήσει το
Δημόσιο επιεικέστερα από τον οποιονδήποτε δράστη απάτης σε βάρος του Δημοσίου.
Η επιεικέστερη αντιμετώπιση του
πράγματι φορολογούμενου, όταν μαζί με τις αληθείς δηλώσεις της επαγγελματικής
κ.λπ. δραστηριότητάς του παρεισφρύουν και ψευδείς για να εξαπατηθεί η
οικονομική υπηρεσία και να ελαφρυνθεί το φορολογικό του βάρος (από τη νόμιμη
συναφή δραστηριότητά του), έχει τη δικαιολογία της: Η απαξία μιας συγκεκριμένης
φοροαπάτης είναι ρευστή. Αυτό που σήμερα συνιστά έγκλημα, αύριο μπορεί να μην
είναι, με μια απλή διοικητική ρύθμιση. Οι φορολογικές (όπως και οι τελωνειακές
και νομισματικές) αναπροσαρμογές, που συντελούνται με ταχύτητα, καθιστούν
ρευστό το περιεχόμενο της ποινικής απαξίας, ενώ μπορεί και να αχρηστεύσουν
ολόκληρα αντίστοιχα τμήματα της ποινικής νομοθεσίας των ειδικών αυτών ποινικών
νόμων. Η αληθινή φορολογική σχέση είναι μια διαρκής συναλλαγή φορολογουμένου
και Δημοσίου.
Ειδικότερα δε ο αείμνηστος
καθηγητής εκθέτει το εξής ιστορικό.
Οι Α, Β και Γ συνέστησαν εταιρία
περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Χ», της οποίας ο Α εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος
και διαχειριστής, με μοναδικό σκοπό τη θεώρηση βιβλίων και στοιχείων και την
παράνομη, βάσει αυτών, είσπραξη επιστρεφόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ),
μέσω εικονικών ενδοκοινοτικών παραδόσεων. Παρουσίαζαν, λοιπόν, στην αρμόδια ΔΟΥ
εικονικά φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια ενδοκοινοτικών παραδόσεων, δελτία
αποστολής, εικονικές φορτωτικές), τα οποία απεικόνιζαν εικονικές στο σύνολό
τους ενδοκοινοτικές παραδόσεις έτοιμων ενδυμάτων, δηλαδή συναλλαγές που ποτέ
δεν πραγματοποίησε η πιο πάνω «επιχείρηση» και, υποβάλλοντας ανακριβείς
(εικονικές) περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ στη συγκεκριμένη ΔΟΥ, πετύχαιναν την
επιστροφή του ΦΠΑ που αναλογούσε στις «ενδοκοινοτικές παραδόσεις». Έτσι,
εξαπατώντας τη φορολογική αρχή, έλαβαν κατά τη διάρκεια ενός έτους συνολικά
290.000 €, δηλαδή ποσό που υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα 100.000 € και τα
150.000 €, τα οποία αποτελούν όρια εφαρμογής των διατάξεων του Ν.4174/2013 και
του Ν 1608/1950, αντίστοιχα. Και
υποστηρίζει ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για κοινή απάτη και όχι φορολογική
απάτη και η ποινική δίωξη που πρέπει ν’ ασκηθεί θα στηρίζεται στη γενική
διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ και μέσω αυτής στο Ν. 1608/1950 (του οποίου
συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, εν προκειμένω) και όχι στο Ν.2523/1997
(ήδη Ν. 4174/2013) , ο οποίος δεν έχει εδώ εφαρμογή, αφού δεν πρόκειται για
φορολογική παράβαση, αλλά για κανονική απάτη, μέσω απλώς του φορολογικού
μηχανισμού. Εννοείται, βέβαια, ότι θα ισχύσουν και οι δικονομικές ρυθμίσεις
του Ν. 1608/1950, και όχι αυτές του Ν.2523/1997 (ήδη Ν. 4174/2013), ούτε οι
ενεργητικές για τις προϋποθέσεις της ποινικής δίωξης διατάξεις του τελευταίου
τούτου.
Με την άποψη αυτή τάχθηκε και η
με αριθμό 2572/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Όμως το γράμμα του νόμου (άρ. 18
του Ν.2523/1997, ήδη 66 παρ.1β Ν. 4174/2013), δεν αφήνει πολλά περιθώρια
αποδοχής της παραπάνω θέσης, όσον αφορά ακριβώς τις περιπτώσεις παράνομης
επιστροφής φόρου προστιθέμενης αξίας ή άλλων φόρων με εξαπάτηση της φορολογικής
αρχής, καθώς ο συγκεκριμένος τρόπος τέλεσης φοροδιαφυγής στο Φ.Π.Α αξιώνει τα
ίδια ακριβώς στοιχεία με αυτά της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, εξειδικεύοντας
περαιτέρω το αντικείμενο της περιουσιακής προσβολής. Υπάρχει, λοιπόν, η
απαραίτητη σχέση υπαλληλίας μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων και ως εκ τούτου θα
πρέπει, με εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας, να υπερισχύσει (ως ειδικότερη) η
διάταξη του άρθρου 18 του Ν.2523/1997 και ήδη 66 παρ.1β Ν. 4174/2013. Ενόψει
της συγκεκριμένης σχέσης μεταξύ των δύο διατάξεων, καθώς και του γεγονότος ότι
η αποδοχή της αντίθετης άποψης οδηγεί σε διεύρυνση του αξιοποίνου, δογματικά
ορθότερη φαίνεται να είναι η τελευταία θέση.
Γ. Συρροή εγκλημάτων
φοροδιαφυγής, με μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση φόρων (Φ.Π.Α., φόρου εισοδήματος
κλπ) και μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο.
Από την αντιπαραβολή των
διατάξεων περί φοροδιαφυγής και του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 προκύπτει ότι,
δεν υφίσταται φαινομενική συρροή μεταξύ τους, με την έννοια ότι η διάταξη του
άρθρου 66 παρ.1 Ν. 4174/2013, ως ειδική έναντι της διάταξης του άρθρου 25 Ν.
1882/90 απορροφά την τελευταία. Και τούτο, καθόσον τα θεσπιζόμενα, μ’ αυτές,
εγκλήματα αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών
συμπεριφορών, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους
υπόσταση, έτσι ώστε να μη διαφεύγει τον ποινικό κολασμό εκείνος ο οποίος τέλεσε
την αξιόποινη πράξη της μη απόδοσης στο Δημόσιο φόρων ή τελών όπως και του ΦΠΑ
,που προβλέπονται και τιμωρούνται από το άρθρο 66 παρ.1 Ν. 4174/2013 , αν δεν
καταβάλει το από την συμπεριφορά του αυτή οφειλόμενο και βεβαιωθέν χρέος μέσα
στις προθεσμίες που ορίζει το άρθρο 25 ν. 1882/90, επιβαρυνόμενο με τους
εκάστοτε αναλογούντες τόκους και προσαυξήσεις και συνεπώς μεταξύ αυτών, δεν
υπάρχει ταυτότητα πράξης αλλά αληθής συρροή (Α.Π. 135/2016, ΑΠ 130/2016, Α.Π
459/2015, Α.Π 791/2014,Α.Π 558/2014, Α.Π. 2281/2009).
Υποστηρίζεται βέβαια από τη
θεωρία και έχει κριθεί με αποφάσεις του Α.Π. ότι , αμετάκλητη καταδικαστική
απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, κατ` εξακολούθηση (άρθρα 98 του
ΠΚ και 25 του Ν. 1882/1990) , η οποία περιελάμβανε και δύο (2) μερικότερες
πράξεις, οι οποίες αφορούσαν μη απόδοση ΦΠΑ προς το Δημόσιο και στη συνέχεια
καταδίκη για τις ίδιες ως άνω δύο μερικότερες πράξεις της μη απόδοσης των ίδιων
ως άνω ποσών ΦΠΑ στο Δημόσιο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους, αλλά υπό το
νομικό χαρακτηρισμό της μη απόδοσης ΦΠΑ προς το Δημόσιο, κατ` εξακολούθηση
(άρθρα 98 του ΠΚ και 18 του Ν. 2523/1997), παραβίασε τις περί δεδικασμένου
διατάξεις (ΑΠ. 357/2013). Επίσης κρίθηκε ότι και οι δύο αυτές παραβάσεις
συγκροτούνται από τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά, τα οποία τελούν σε
αδιάσπαστη ενότητα τόπου, χρόνου, τρόπου τέλεσης και υλικού αντικειμένου,
τυποποιούνται με τον ίδιο τρόπο, όχι μόνο ως προς την αντικειμενική, αλλά και
ως προς την υποκειμενική τους υπόσταση, αφού για την τεκμηρίωση και των δύο
απαιτείται η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου, φέρουν τον ίδιο
νομικό χαρακτηρισμό (φοροδιαφυγή) και αφορούν την προστασία του ίδιου έννομου
αγαθού (διασφάλιση των δικαιωμάτων του Δημοσίου και ότι αφορά τη μη απώλεια
εσόδων από φόρους κτλ δικαιώματα). Διαφέρουν μόνο ως προς το είδος και το ύψος
της ποινής, διαφοροποίηση η οποία δεν αναιρεί την ταυτότητα των παραβάσεων, ως
προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 57 του Κ.Ποιν.Δ. Στην έννοια λοιπόν της
φοροδιαφυγής που θεσπίζεται με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990,
περιλαμβάνεται και η μη απόδοση του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας, ως
ειδικότερη μορφή φοροδιαφυγής (Α.Π, 446/2014).
Όμως ήδη η νομολογία του Α.Π.
παγιώνεται με την άποψη ότι στην περίπτωση των παραπάνω εγκλημάτων, δεν υπάρχει
ταυτότητα πράξης , αλλά αληθής συρροή.
Δ. Συρροή εγκλημάτων έκδοσης -
αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων και μη καταβολής χρεών προς το
Δημόσιο.
Από την αντιπαραβολή των
διατάξεων των άρθρων 66 παρ.5 Ν. 4174/2013 και 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως
ισχύουν μετά την πρόσφατη, με τις διατάξεις του Ν. 4337/2015 τροποποίησή τους,
προκύπτει ότι τα θεσπιζόμενα μ’ αυτές εγκλήματα, αποσκοπούν, τόσο κατά την
αντικειμενική, όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση στον ποινικό κολασμό
διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών και δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς, ώστε
να παράγεται δεδικασμένο, από την καταδίκη ενός από αυτά, που εμποδίζει την
δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το άλλο.
Δεν παράγεται επομένως
δεδικασμένο από την καταδίκη για την πράξη του άρθρου 66 παρ.5 Ν. 4174/2013,
ώστε να εμποδίζεται η καταδίκη και για παράβαση του άρθρου 25 ν. 1882/1990,
αφού για την στοιχειοθέτηση του πρώτου αδικήματος απαιτείται, αντικειμενικώς,
έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή
εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων,
υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια
της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων
και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση η αποδοχή του
δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή
αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων, χωρίς
ο σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης να απαιτείται, ως
πρόσθετο στοιχείο, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής του υποστάσεως, ήτοι
στοιχεία τελείως διάφορα από εκείνα που απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση του
δεύτερου εκ του άρθρου 25 Ν.1882/1990 αδικήματος, το οποίο απαιτεί την ύπαρξη
βεβαιωμένων χρεών, που προέρχονται από οποιαδήποτε αιτία, με τις προσαυξήσεις
που τις επιβαρύνουν λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής, ενώ και ο χρόνος τέλεσης των
είναι τελείως διάφορος, αφού ο χρόνος της μεν πρώτης πράξης είναι εκείνος της
κατάρτισης των πλαστών ή εικονικών τιμολογίων, ενώ της δεύτερης, η παραβίαση
της προθεσμίας καταβολής των βεβαιωμένων φόρων πλέον των προσαυξήσεων, ενώ, για
την ποινική μεταχείριση λαμβάνεται υπόψη το ύψος των βεβαιωμένων χρεών (Α.Π.
224/2016)
Ε. Συρροή εγκλημάτων
φοροδιαφυγής, μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες.
Κατά το άρθρο 3 περ. ιη του Ν.
3691/2008 « Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και Άλλες διατάξεις» ,
ως εγκληματικές δραστηριότητες νοούνται η διάπραξη ενός ή περισσότερων από τα
καλούμενα ως "βασικά αδικήματα" στα οποία περιλαμβάνονται και τα εκεί
αναφερόμενα αδικήματα της φοροδιαφυγής του άρθρου 66 παρ.1α,β, 5 Ν. 4174/2013
και της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του άρθρου 25 παρ.1 Ν. 1882/1990).
Από το συνδυασμό των διατάξεων
του άρθρου 66 παρ.1β του. Ν.4174/2013, των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν.
1882/1990 και του άρθρου 45 του Ν. 3691/2008 , προκύπτει ότι τα εγκλήματα της
φοροδιαφυγής , της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα , αποτελούν διακριτά και αυτοτελή
εγκλήματα, με διαφορετική αντικειμενική και υποκειμενική συγκρότηση και χωριστή
απαξία το καθένα και επομένως η συρροή μεταξύ τους είναι αληθινή (ΑΠ 697/2015,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ).
____________________________________________________________________________
Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό
ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, έκδοση 1998, σελ 207 επ
Ι. Μανωλεδάκης, Η ποινική
καταστολή της φοροδιαφυγής , Αρμενόπουλος 1989, σελ 626
Ι. Μανωλεδάκης, Παρατηρήσεις στην
ΟλΑΠ 179/1990, Υπεράσπιση 1991, σελ 28
Λ. Μαργαρίτης/Χ. Σατλάνης/Ι.
Φαρσεδάκης, Διάλογος με την πρόσφατη Ποινική Νομολογία ΠοινΔικαιοσύνη 2016 σελ.
111
Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Οι επιλογές
του N 3943/2011 για την οριοθέτηση του αξιοποίνου των φορολογικών αδικημάτων:
Μια ατυχής προσπάθεια αυξημένης προστασίας των περιουσιακών απαιτήσεων του
δημοσίου ΠοινΔικαιοσύνη 2011 σελ. 1307
Κ. Καλλιντέρης, Η προσωπική
ευθύνη διοικητών νομικών προσώπων για φορολογικές παραβάσεις και χρέη προς το
δημόσιο, σελ. 36
Κ. Φινοκαλιώτη, Φορολογικό
Δίκαιο, σελ 311
Χ. Εμπορίδου, Η έννοια του
φορολογικού αδικήματος, σελ. 31
Μπουρόπουλος, Το αδίκημα της
λαθρεμπορίας, σελ. 3
Βουγιούκα, Οικονομικόν Ποινικόν
δίκαιον, Γενικό μέρος, σελ. 51
Μ. Κυπραίου, Φορολογικόν Ποινικόν
Δίκαιον, σελ .60
Λ. Θεοχαρόπουλου, Η φοροδιαφυγή
από δημοσιονομικής απόψεως, Αρμεν 1989, σελ. 614.
Θ. Παπακυριάκου, Φορολογικό
Ποινικό Δίκαιο, Η ποινική προστασία των φορολογικών αξιώσεων του Ελληνικού
Δημοσίου και της ΕΕ στην ελληνική έννομη τάξη, σελ. 197επ.
Στεφανάκης, Φοροδιαφυγή και
απάτη, ΠοινΧρον ΛΒ΄, σελ .213
Ανδρουλάκης, Γύρω από την
οικονομική εγκληματικότητα, Οικονομικά εγκλήματα, σελ. 21
Τσόλκα, Τα οικονομικά εγκλήματα
κατά της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους και υπερκρατικών φορέων, ιδίως
της ΕΟΚ, στο Οικονομικά εγκλήματα, σελ. 46 επ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου