Προϋποθέσεις προστασίας του Σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Κοινοτικό Σήμα) σύμφωναμε τον Κανονισμό (ΕΚ) 207/2009. Ένδικη προστασία των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Ε!» έναντι των επίδικων ενδείξεων «Ε». Νέος ΚΠολΔ (100 ημέρες), εκδίκαση της υπόθεσης χωρίς εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο. Εν μέρει δεκτή η αγωγή (με εκτενή μειοψηφία).
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ
Αριθμός Απόφασης 1934/2016
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννα Μάμαλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Πρωτοδίκη - Εισηγητή, και Θεοδώρα Τραϊανίδου, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία Αντωνοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 1η Ιουνίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «.................................Ε! ENTERTAINMENT TELEVISION, LLC», που εδρεύει στο Λος Aντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, επί της οδού Wilshire Boulevard αρ. 5750, και δεν έχει Α.Φ.Μ. στο ελληνικό φορολογικό σύστημα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις δια του δικηγόρου Αθηνών ΕΜ παραστάθηκε στο Δικαστήριο.
Των εναγόμενων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ Α.Ε.», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, επί της οδού Στουντίου αρ. 10 - 12, και έχει Α.Φ.Μ. ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «METRON MEDIA ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ» και το διακριτικό τίτλο «METRON AD Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Φραντζή αρ. 2, και έχει Α.Φ.Μ. ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες υπέβαλαν εμπρόθεσμα κοινές έγγραφες προτάσεις η πρώτη δια της δικηγόρου Αθηνών Μ Κυ, κατοίκου Αθηνών, επί της οδού ........................, και η δεύτερη δια του δικηγόρου Αθηνών Ε Γ, κατοίκου Αθηνών, επί της ................ και αμφότερες δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο.
Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία ζητά να γίνει δεκτή η από 11.01.2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 4031/19.01.2016 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 80/19.01.2016, δυνάμει της από 24.05.2016 πράξης ορισμού δικασίμου του αρμοδίου Προέδρου Πρωτοδικών του παρόντος Δικαστηρίου προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού πινακίου και κατά τη συζήτηση της, στο ακροατήριο δεν παραστάθηκαν άπαντες οι διάδικοι κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Στις παραγράφους 1 έως 5 του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, όπως αυτό εν όλω αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α' 87/23.07.2015), ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. 2. Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται μέσα στις επόμενες δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, με την παρέλευση των οποίων κλείνει ο φάκελος της δικογραφίας. Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις. Εκπρόθεσμες προτάσεις και προσθήκες δεν λαμβάνονται υπόψη. 3. Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει με επισημείωση τη χρονολογία της κατάθεσης των προτάσεων και των αντικρούσεων. Κάθε διάδικος δικαιούται να πάρει ατελώς με δική του δαπάνη αντίγραφα των προτάσεων και των αντικρούσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και από το δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, την παρέμβαση ή τις προτάσεις ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το δικηγόρο αυτόν. 4. Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου ή του αρμόδιου δικαστή, ορίζεται, σύμφωνα με τον κανονισμό του δικαστηρίου, ο δικαστής και για τις υποθέσεις αρμοδιότητας του πολυμελούς πρωτοδικείου η σύνθεση του δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης. Στην τελευταία περίπτωση ο πρόεδρος του πολυμελούς πρωτοδικείου ορίζει τον εισηγητή. Συγχρόνως ορίζεται ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από τριάντα (30) ημέρες από την παρέλευση της αμέσως πιο πάνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας. Κατ' εξαίρεση, αν ο προβλεπόμενος από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων, που ανατίθεται σε κάθε δικαστή, καλυφθεί, ο ορισμός δικαστή και χρόνου συζήτησης της υπόθεσης γίνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η δικάσιμος που ορίστηκε με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. Αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 241 δεν επιτρέπεται. 5. Μετά τη συζήτηση αυτή εκδίδεται η οριστική απόφαση με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας». Εξάλλου, η ισχύς του ως άνω ν. 4335/2015, άρχισε, σε σχέση με τις εκτεταμένες τροποποιήσεις που επέφερε στον ΚΠολΔ, εν γένει, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 αυτού, από την 01.01.2016, ρητώς ορισθέντος, στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, ότι οι διατάξεις των αντικατασταθέντων άρθρων 237 και 238 του εν λόγω Κώδικα εφαρμόζονται για τις μετά τη συγκεκριμένη ημεροχρονολογίακατατιθέμενες αγωγές. Από τις ως άνω διατάξεις και σε συνάρτηση με την ένταξη των νέων άρθρων 237 και 238 στο σύστημα του πρώτου κεφαλαίου του δεύτερου βιβλίου του ΚΠολΔ περί της διαδικασίας στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (ως και το τελευταίο άρθρο αντικαταστάθηκε με την ίδια προαναφερόμενη παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, προβλέποντας προθεσμίες για την άσκηση προσεπίκλησης, ανακοίνωσης και ανταγωγής), εξάγεται ότι για τα δικόγραφα που κατατίθενται μετά την 01.01.2016 και εκδικάζονται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, η παράσταση των διαδίκων στο ακροατήριο απεκδύεται, ως διαδικαστική πράξη, το σύνθετο χαρακτήρα που είχε κατά το προγενέστερο οικείο ρυθμιστικό πλαίσιο, το συνιστάμενο στην εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων και την παράσταση στο ακροατήριο, και περιορίζεται, κατά δικονομική αναγκαιότητα, μόνο στην εμπρόθεσμη υποβολή προτάσεων εντός εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, με την παράσταση στο ακροατήριο να αποτελεί δυνητική ευχέρεια των διαδίκων, καθώς κατά την οριζόμενη δικάσιμο η συζήτηση διεξάγεται και χωρίς την παρουσία αυτών ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. Στην προκειμένη περίπτωση δε, άπαντες οι διάδικοι υπέβαλαν εμπροθέσμως έγγραφες προτάσεις εντός εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής, με συνεπακόλουθο, σύμφωνα με τις ανωτέρω νομικές παραδοχές, η μη παράσταση τους στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της ένδικης υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου να μην ασκεί έννομη επιρροή και να νοούνται όλοι ως δικονομικά παρόντες.
II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 121, 122, 125 και 150 του ν. 4072/2012, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τροποποιηθείς με το ν. 4155/2013, περιέχει ρυθμίσεις για την προστασία των σημάτων και αντικατάστησε τον προγενέστερο σχετικό ν. 2239/1994, με γενική έναρξη εφαρμογής από τη δημοσίευση του στο ΦΕΚ Α' 86 την 11.04.2012 (βλ. τα άρθρα του υπ' αρ. 183 και 330 παρ. 2), προκύπτει ότι αυτός που κατέθεσε νόμιμα σήμα, κατά τα άρθρα 122 και 134 επ. τούτου (του ν. 4072/2012), δηλαδή σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της χρήσης αυτού, η οποία δεν έγκειται σε υποχρέωση, ήτοι να επιθέτει αυτό στα προϊόντα ή εμπορεύματα τα οποία προορίζεται να διακρίνει, καθώς και στα περικαλύμματα και στις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στις αγγελίες, στις κάθε είδους διαφημίσεις, καθώς και σε κάθε άλλο έντυπο υλικό, και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα. Ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές σημεία τα οποία αποτελούν παραποίηση ή απομίμηση του σήματος του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 124 παρ. 1 και 125 παρ. 3 του ως άνω νόμου. Ειδικότερα, ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται (κατ' αρ. 125 παρ. 3 του ν. 4072/2012) να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές χωρίς την άδεια του: α) σημείο ταυτόσημο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρηθεί- υπό την έννοια της συγκεκριμένης ρύθμισης, ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με σήμα όταν αναπαράγει χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σήμα ή όταν, θεωρούμενο στο σύνολο του, παρουσιάζει διαφορές τόσο αμελητέες ώστε να περνούν απαρατήρητες από έναν μέσο καταναλωτή, (βλ. σχετικά ΔΕΚ, απόφαση της 20.03.2003 επί της υπόθεσης υπ' αρ. C-291/00, LTJ Diffusion SA, ΤΝΠ Eur-Lex), με τη διαφοροποίηση ως προς το χρώμα να δύναται, κατά περίπτωση, να διαδραματίσει καίριο ρόλο, καθώς το γεγονός ότι ένα σήμα καταχωρείται με συγκεκριμένο χρώμα ή, αντιθέτως, δεν προσδιορίζεται από κάποιο συγκεκριμένο χρώμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο που δεν γίνεται αντιληπτό από τον καταναλωτή (βλ. ΓΔΕΕ, απόφαση της 20.02.2013 επί της υπόθεσης υπ' αρ. Τ-378/2011, MEDINET, με την οποία έγινε δεκτό ότι η έκταση προστασίας ενός κοινοτικού σήματος που προσδιορίζει κάποιο χρώμα είναι διαφορετική από εκείνη ενός κοινοτικού σήματος που δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα), β) σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή ομοιότητας του με το σήμα και της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, περιλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης, και γ) σημείο ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα που έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού, ανεξάρτητα αν το σημείο προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που ομοιάζουν με τα προϊόντα ή υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι ο κίνδυνος σύγχυσης, ως πραγματολογική παράμετρος προσβολής σήματος από τη χρήση άλλου διακριτικού σημείου, δεν απαιτείται στην πρώτη περίπτωση της διπλής ταυτότητας διακριτικών γνωρισμάτων και προϊόντων/υπηρεσιών και στην τρίτη περίπτωση της προστασίας σήματος φήμης. Την ίδια ως άνω ανάλυση σχετικά με τις εξουσίες απαγόρευσης που αναδύει το απόλυτο δικαίωμα επί κοινοτικού σήματος, μάλιστα, ακολουθεί και τη παρ. 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα (ως τούτος ίσχυε προ της τροποποίησης του με τον Κανονισμό 2424/2015, ο οποίος εγκαθιδρύοντας πλέον τον όρο «σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», προσέλαβε, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου του υπ' αρ. 4, γενική ισχύ από την 23.03.2016, μη εφαρμοζόμενος στην ένδικη υπόθεση, δεδομένης της κατάθεσης του κρινόμενου δικογράφου κατά χρόνο προγενέστερο). Περαιτέρω, αποτελεί παραποίηση του σήματος η πιστή αντιγραφή ή αναπαράσταση αυτού κατά τα κύρια σημεία του ή στο σύνολο του και έτσι η δημιουργία άλλου, απομίμηση δε του σήματος η ιδιαίτερη προσέγγιση αυτού προς άλλο σήμα, η οποία παραποίηση ή απομίμηση αφενός εξαρτάται από την οπτική και ηχητική εντύπωση των δύο σημάτων, επί δε λεκτικών σημάτων και από την εννοιολογική τέτοια, κατά πάσα δε περίπτωση από τη συνολική εντύπωση των δύο σημάτων, ασχέτως βέβαια από τις επιμέρους ιδιότητες και διαφορές των δύο σημάτων, και αφετέρου μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στους (ενημερωμένους και ευλόγως προσεκτικούς) μέσους καταναλωτές σχετικά με την προέλευση των προϊόντων ή αντικειμένων εμπορίας από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος ή από την επιχείρηση του χρήστη του σήματος, διά του σχηματισμού στους εν λόγω καταναλωτές της αντίληψης ότι εκείνα προέρχονται από αυτή την επιχείρηση ή αυτά προέρχονται από την άλλη επιχείρηση (πρβλ. ΑΠ 1604/2003, ΕλλΔνη 45, 807- ΔΕΚ C- 425/98, ΕλλΔνη 42, 1462-ΔΕΚ C-81/01, ΕλλΔνη 45, 288· ΕφΑΘ840/2012, ΔΕΕ 2012, 457 και Λιακόπουλο Βιομηχανική ιδιοκτησία, Αθήνα 2000, σελ. 349 - 352). Από τις ως άνω διατάξεις, επιπλέον, γίνεται φανερό ότι με αυτές αποσκοπείται η προστασία του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο σύγχυσης, αλλά συγχρόνως και του δικαιούχου του σήματος από τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης της φήμης του και υπονόμευσης της διακριτικής και διαφημιστικής δύναμης του ονόματος με το οποίο κυκλοφορεί το προϊόν στην αγορά. Κίνδυνος σύγχυσης^ εξάλλου, υπό στενή έννοια συντρέχει όταν το συναλλακτικό κοινό, λόγω της ομοιότητας των σημάτων και των προϊόντων, υπολαμβάνει ταυτότητα της επιχείρησης από την οποία προέρχονται τα προϊόντα. Και αν μεν η εντύπωση αυτή (ταυτότητα επιχείρησης) δημιουργείται από την ομοιότητα των σημάτων, γίνεται λόγος για άμεσο κίνδυνο σύγχυσης, ενώ για έμμεσο, όταν η ανωτέρω εντύπωση οφείλεται όχι στην ομοιότητα των σημάτων, αλλά στη διαπίστωση ότι το ένα σήμα αποτελεί μεταβολή ή εξέλιξη του άλλου. Κίνδυνος σύγχυσης δε υπό ευρεία έννοια γίνεται δεκτό ότι συντρέχει και όταν, λόγω της ομοιότητας των σημάτων δύο διαφορετικών επιχειρήσεων, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός (βλ. σχετ. ΑΠ 1604/2003, ό.π. καιΕφΑΘ 840/2012, ό.π.).
Επιπρόσθετα, ως παράμετροι κρισιολόγησης του κατά τα ανωτέρω κινδύνου σύγχυσης γίνονται δεκτές οι εξής τρεις: α) η ομοιότητα των σημείων. Αυτή αναλύεται σε οπτική, ακουστική ή εννοιολογική και αρκεί η αποδοχή μίας εκ των τριών αυτών κατευθύνσεων για την κατάφαση του κινδύνου σύγχυσης, κατόπιν συνολικής εκτίμησης, όμως, όλων των σχετικών παραγόντων της οικείας υπόθεσης, με καθοριστική σημασία να προσλαμβάνει, όπως προαναφέρθηκε, η γενική εντύπωση που δημιουργείται στον αποδέκτη των προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 06.10.2005 στην υπόθεση C-120/04, Medion, ΧρΙΔ 2006, σελ. 741 επ., σκέψη 26· ΔΕΚ, απόφαση της 22.06.2000 στην υπόθεση C-425/98,.Marca Moda, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 40, και Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, Αθήνα 2007, σελ. 178 έως 181, παρ. 381, 382, 384 και 387). β) Η ομοιότητα των προϊόντων ή υπηρεσιών, η οποία και προσδιορίζει την κανονιστική εμβέλεια του σήματος στις συναλλαγές. Για τη σχετική αξιολογική εκτίμηση βαρύνουσα σημασία προσλαμβάνει η φύση και ο προορισμός των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, χαρακτηριστικά στα οποία οι καταναλωτές αποδίδουν τη μεγαλύτερη σημασία (αλλά και η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους). Υπό το πρίσμα αυτό, παρόμοια είναι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες όταν προορίζονται για σκοπούς ή χρήσεις παρεμφερείς, απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών και διανέμονται στα ίδια κανάλια διανομής (βλ. ΣτΕ 914/2001, ΕΕμπΔ 2002, 439 και ΔΕφΑΘ 3407/2002, ΕΕμπΔ 2003, 917). Εντούτοις, η ένταξη ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας στην ίδια κλάση δεν έχει αποφασιστική σημασία για την κατάφαση της ομοιότητας των συγκρινόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, όπως και αντίστροφα, η υπαγωγή δύο εμπορευμάτων ή υπηρεσιών σε διαφορετικές κλάσεις δεν οδηγεί αναγκαστικά στην άρνηση της ομοιότητας (και τούτο, επειδή η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με τον Διακανονισμό της Νίκαιας εξυπηρετεί αποκλειστικώς διοικητικούς σκοπούς, βλ. σχετικά ΠΕΚ, απόφαση της 13.12.2004 στην υπόθεση Τ-8/03, Emilio Pucci, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 40 και Μαρίνο, ό.π., σελ. 190, παρ. 403 και 404). γ) Η διακριτική δύναμη του σήματος που προσβάλλεται, η οποία εκτιμάται υπό μία σφαιρική προσέγγιση σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση του και με την αντίληψη των καταναλωτών των συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών. Έτσι, όσο σημαντικότερη είναι η διακριτική ισχύς του προσβαλλόμενου σήματος τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος σύγχυσης από τη χρήση του παραποιητικού ή απομιμητικού αυτού στις συναλλαγές (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 22.06.2000 στην υπόθεση C-425/98, Marca Moda, ό.π., σκέψεις 38 και 39, και Μαρίνο, ό.π., σελ. 191, παρ. 405 και 406). Σε κάθε περίπτωση, για την κρίση αν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης λαμβάνεται υπόψη η δημιουργούμενη εντύπωση σε σημαντικό τμήμα των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, με συνεπακόλουθο η παραπλάνηση ενός μικρού τμήματος των καταναλωτών να μην αρκεί για την κατάφαση αυτού (βλ. Ρόκα, Σήματα - ερμηνεία του ν. 4072/2012, Αθήνα 2013, σελ. 53, παρ. 16). Ο κίνδυνος σύγχυσης, εξάλλου, περικλείει και τον κίνδυνο συσχέτισης (νοητικής σύνδεσης) μεταξύ δύο σημείων, ο οποίος αφορά την περίπτωση κατά την οποία μολονότι τα δύο σημεία, συγκρινόμενα αυτοτελώς μεταξύ τους, δεν επιφέρουν κίνδυνο σύγχυσης, δημιουργείται πάντως από αυτά η εντύπωση είτε ότι τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες που φέρουν το σήμα προέρχονται από την ίδια επιχείρηση, είτε από διαφορετικές μεν, που έχουν όμως σχέση συνεργασίας (βλ. Ρόκα, ό.π. σελ. 55, παρ. 27). Ακόμα, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια κοινοτική νομολογία, η έννοια του μέσου καταναλωτή της αντίστοιχης κατηγορίας προϊόντων, η αντίληψη του οποίου αναδεικνύεται σε κύρια παράμετρο της στάθμισης περί συνδρομής κινδύνου σύγχυσης ή μη από την παραποίηση ή απομίμηση προϊόντων, συγκεκριμενοποιείται στον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 20.03.2003 στην υπόθεση C-291/00, LTJ Diffusion SA, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 52· ΔΕΚ, απόφαση της 08.04.2004 στην υπόθεση C-53/01, Linde, ΤΝΠ Eur-Lex, σκέψη 41- ΓΔΕΕ, απόφαση της 09.03.2012 στην υπόθεση Τ-32/10, Ella Valley Vineyards, ΤΝΠ Νόμος, σκέψη 25 και Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, ό.π., σελ. 185, παρ. 395).
III. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές, απαγορεύεται κάθε πράξη, που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη της συγκεκριμένης (ανταγωνιστικής) ενέργειας και ανόρθωση της προσγενομένης ζημίας. Για τη στοιχειοθέτηση του ειδικού αυτού αδικήματος, που καθιερώνεται με την εν λόγω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των ανταγωνιστών του δρώντας προσώπου εναντίον των χρηστών ηθών στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: α) ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο πρόσωπα φυσικά ή νομικά, που δρουν στο ίδιο πεδίο οικονομικής δραστηριότητας· πρέπει, δηλαδή, να συντρέχει το στοιχείο της ταυτότητας αγοράς σε συνδυασμό με το επιδιωκόμενο οικονομικό αποτέλεσμα, που ομοίως, πρέπει να είναι το ίδιο ή συναφές, με την έννοια ότι οι δύο έμποροι απευθύνονται στον ίδιο κύκλο προσώπων (ταυτότητα πελατείας) σε συνάρτηση με την ταυτότητα της εδαφικής περιοχής, ήτοι, η αγορά πρέπει, πέραν του στοιχείου της πελατείας, να προσδιορίζεται και από γεωγραφικά συντεταγμένα χωρικά πλαίσια που συμπίπτουν μεταξύ τους και εντός των οποίων λαμβάνει χώρα η φερόμενη ως αθέμιτη ενέργεια, προκειμένου να εκληφθεί μία ενέργεια ως ανταγωνιστική, κατατείνουσα στο να πλήξει ένα φορέα οικονομικής δραστηριότητας από μία αθέμιτη ενέργεια άλλου ανταγωνιστή, β) η πράξη αυτή πρέπει να γίνεται με πρόθεση ανταγωνισμού, δηλαδή, με υποκειμενική πρόθεση ενίσχυσης των πελατειακών σχέσεων της επιχείρησης σε βάρος άλλων ανταγωνιστών, χωρίς, αναγκαία, να υφίσταται σκοπός πρόκλησης ζημίας στους τελευταίους, γ) η πράξη αυτή πρέπει να αντίκειται στα χρηστά ήθη, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτών, αλλά επαφίεται στην κρίση του Δικαστή να μορφώσει την πεποίθηση του μετά από επιμελή εκτίμηση κάθε περίπτωσης με τα δικά της ατομικά γνωρίσματα, ανάλογα με το αίσθημα και τις ιδέες κάθε ορθά, λογικά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο επιχειρείται η πράξη ή η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων αντίθετων με την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών, ακόμη και αν η πράξη από μόνη της, αντιμετωπιζόμενη επιφανειακά ή μεμονωμένα, φαίνεται θεμιτή ή και νομικά ανεπίληπτη (βλ. ΟλΑΠ 398/1975· ΑΠ 79/2001, ΕλλΔνη 42, 904· ΑΠ 1780/1999, ΕλλΔνη 2000, 980· ΕφΑΘ 6012/2005, ΔΕΕ 2006, 278 και ΕφΑΘ 4304/2012, ΔΕΕ 2013, 128). Ενόψει, περαιτέρω, της ανάγκης εξειδίκευσης των περιπτώσεων κατά τις οποίες παραβιάζεται η παραπάνω γενική ρήτρα (των χρηστών ηθών) στα πλαίσια του εμπορικού ανταγωνισμού, προκειμένου να. επιτευχθεί ομοιόμορφη επίλυση των κατ' ιδίαν περιπτώσεων και, ως εκ τούτου, ασφάλεια δικαίου, προκρίνεται η συστηματική ταξινόμηση των περιπτώσεων αθέμιτου ανταγωνισμού που υπάγονται στη γενική αυτή ρήτρα με τις ακόλουθες μορφές, και συγκεκριμένα: ί) πράξεις προσέλκυσης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, ii) πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης, που συνθέτουν τον αποκαλούμενο παρασιτικό ανταγωνισμό, όπως αθέμιτη εκμετάλλευση διακριτικού γνωρίσματος - σήματος, επί του οποίου έχει δικαίωμα άλλο πρόσωπο, iii) πράξεις αθέμιτης παρεμπόδισης και iv) πράξεις διακινδύνευσης της αγοράς. Έτσι, μία μορφή εξειδίκευσης της γενικής αυτής ρήτρας συνιστά και η κατά τη διάταξη του άρθρου 13 του ίδιου ως άνω νόμου περίπτωση, σύμφωνα με την οποία όποιος, κατά τις συναλλαγές, χρησιμοποιεί κάποιο όνομα, επωνυμία ή ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης ή κάποιου εντύπου, με τρόπο, που να μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία ή το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, τα οποία άλλο πρόσωπο μεταχειρίζεται με νόμιμο τρόπο, μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη της χρήσης, υποχρεούμενου του υπαίτιου σε ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας του δικαιούχου στην περίπτωση που αυτός τελούσε σε γνώση ή όφειλε να γνωρίζει ότι με την κατάχρηση αυτή υπήρχε πιθανότητα να προκληθεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, νοούμενου του ιδιαίτερου διασχηματισμού ή της ιδιαίτερης διακόσμησης των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών, ως διακριτικά σημεία των όμοιων εμπορευμάτων κάποιου άλλου προσώπου. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για την ύπαρξη αθεμίτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος, όπως είναι ο διακριτικός τίτλος, απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία δεν υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός (βλ. ΑΠ 1123/2002, ΕλλΔνη 45, 95), νοούμενης ως χρήσης ενός διακριτικού γνωρίσματος της χρησιμοποίησης αυτού του γνωρίσματος με μικρές μεταβολές που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, μπορεί να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους, και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, αναφορικά με την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε την ταυτότητα της επιχείρησης, είτε ύπαρξη σχέσης συνεργασίας ανάμεσα στις επιχειρήσεις, ενώ τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μίας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη επιχείρηση. Προϋπόθεση για να δημιουργηθεί σύγχυση από τη χρήση διακριτικών γνωρισμάτων είναι τα τελευταία να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δύναμης προσδιορίζει και την έκταση προστασίας, με συνέπεια ονόματα, κοινότυπες εκφράσεις ή λέξεις, συνηθισμένα σχήματα και υλικά συσκευασιών, γνωρίσματα γένους κ.λ.π., να μην μπορούν αυτοτελώς να προστατευθούν ως διακριτικά γνωρίσματα ή σήματα, λόγω έλλειψης διακριτικής δύναμης τους, εκτός αν από το συνδυασμό περισσότερων στοιχείων αυτά αποκτήσουν διακριτική δύναμη. Ως καθιέρωση (που απαιτείται για την προστασία των διακριτικών γνωρισμάτων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 13 του ν. 146/1914, και όχι και αυτών της παρ. 1, τα οποία, εφόσον υπέχουν ονοματική λειτουργία, προστατεύονται από τη χρήση τους στις συναλλαγές), άλλωστε, δεν νοείται η απλή γνωριμία του κοινού με το διακριτικό γνώρισμα, αλλά απαιτείται ένας υψηλότερος βαθμός γνωστότητας, τέτοιος ώστε σημαντικό μέρος των συναλλασσομένων να εκλαμβάνει τη χρησιμοποιούμενη ένδειξη ως δηλωτική του προϊόντος, χωρίς, ωστόσο να απαιτείται να έχει επιβληθεί σε ολόκληρη την επικράτεια ή να έχει επιτύχει καθολική αναγνώριση από το σύνολο των συναλλακτικών κύκλων. Για να κριθεί, δε, εάν ένα διακριτικό γνώρισμα είναι πανομοιότυπο με ένα άλλο πρέπει να εκτιμάται γενικά από την πλευρά του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι εύλογα προσεκτικός και ενημερωμένος. Συνεπώς, η ταυτότητα του πεδίου οικονομικής δραστηριότητας όπου δρουν οι ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις, ή έστω η συγγένεια ή εγγύτητα των πεδίων καθεμίας, συνιστούν λογικούς και αναγκαίους όρους για την επέλευση των έννομων συνεπειών από τη διενέργεια αθέμιτων πράξεων. Ειδικότερα, το πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας προσδιορίζεται εννοιολογικά από: α) το αντικείμενο της δραστηριότητας των επιχειρήσεων, ως οικονομικών μονάδων και οντοτήτων, β) το αγοραστικό ενδιαφέρον των καταναλωτών, που εκδηλώνεται από τα φυσικά ή νομικά εκείνα πρόσωπα, τα οποία κατατείνουν με την οικονομική συμπεριφορά τους, ως θετική ενέργεια επιλογής και προτίμησης, στην απόκτηση ενός αγαθού ή μίας υπηρεσίας, έτσι ώστε να επιδιώκεται ο σφετερισμός ξένης πελατείας, γ) ταυτότητα χώρου και χρόνου, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η παράλληλη δράση των επιχειρήσεων (βλ. ΕφΑΘ 4304/2012, ό.π.). Σε κάθε περίπτωση, τέλος, γίνεται δεκτό ότι η γενική ρήτρα του άρθρου 1 του ν. 146/1914 εφαρμόζεται και επί εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, κατά περίπτωση, εφόσον συντρέχουν οι ειδικές προς τούτο προϋποθέσεις, χωρίς να αποκλείεται η σωρευτική επίκληση και αξιολόγηση των οικείων νομικών βάσεων (βλ. ΠΠρΑΘ 1781/2014, αδημ.).
IV. Η νομική έννοια του διασχηματισμού, ως ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος προϊόντος (ή υπηρεσίας) της παρ. 3 του αρ. 13 του ν. 146/1914, ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να καταλαμβάνει κάθε ένδειξη - διακριτικό που έχει επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνώρισμα του εμπορεύματος (ή της υπηρεσίας) επιχείρησης ικανό να διακρίνει αυτό από άλλα όμοια ή ομοειδή εμπορεύματα (ή υπηρεσίες) προέλευσης από άλλη επιχείρηση. Υπό την οπτική αυτή, συνεπώς, ο διασχηματισμός δεν έγκειται μόνο στην εξωτερική διαμόρφωση του εμπορεύματος, όπως το χρώμα ή ο συνδυασμός χρωμάτων, η συσκευασία ή το περικάλυμμα του εμπορεύματος, αλλά και σε λέξεις, παραστάσεις, αριθμούς (βλ. Κουτσούκη, σε Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Αθήνα 1996, αρ. 13-15, παρ. 181 και 181, σελ. 377-378).
Επιπλέον δε, με την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου εξομοιώνονται με ιδιαίτερα διακριτικά γνωρίσματα και εκείνα εν γένει από τα σημεία κάποιου καταστήματος ή επιχείρησης, τα οποία θεωρούνται στους σχετικούς συναλλακτικούς κύκλους ως ιδιαίτερα διακριτικά αυτών. Τα διακριτικά αυτά γνωρίσματα, συνεπώς, είναι παραστατικά σημεία τα οποία εξατομικεύουν στις συναλλαγές ορισμένη επιχείρηση σε σχέση με την εξωτερική μορφή εμφάνισης της (βλ. Κουτσούκη, σε Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, ό.π., αρ. 13-15, παρ. 177, σελ. 376).
V. Αξιώσεις από το δικαίωμα επί του σήματος γεννώνται εφόσον τρίτος χρησιμοποιεί τούτο «εν είδει σήματος». Η προϋπόθεση αυτή, που λειτουργεί ως όριο περιορισμού των εξουσιών του δικαιούχου (και υπό το καθεστώς του ν. 4072/2012, παρά το γεγονός ότι στη διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 αυτού, στην οποία προβλέπεται ο οικείος περιορισμός της προστασίας για να δηλωθεί ο προορισμός εμπορεύματος ή υπηρεσίας, δεν επαναλήφθηκε η πρόβλεψη περί απαγόρευσης «χρήσης εν είδει σήματος», η οποία περιλαμβανόταν στη διατύπωση του ίδιου περιορισμού στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του προγενέστερου ν. 2239/1994, βλ. σχετικά Ρόκα, Σήματα - ερμηνεία του ν. 4072/2012, Αθήνα 2013, σελ. 69, παρ. 54), συνάγεται από τη λειτουργία προέλευσης του σήματος και αποτελεί μία αυτοτελή διαβάθμιση της προστασίας, η οποία προηγείται του ελέγχου του κινδύνου σύγχυσης (εφόσον απαιτείται κατά περίπτωση). Χρήση δε εν είδει σήματος συντρέχει όταν μία ένδειξη (λεκτική, εικαστική, σύνθετη, ηχητική κλπ.) εμπορεύματος ή υπηρεσίας χρησιμοποιείται στις επιχειρηματικές συναλλαγές σε σχέση με ένα εμπόρευμα ή μια υπηρεσία, ώστε ο μέσος καταναλωτής να συμπεραίνει ή να δύναται να συμπεράνει ότι η συγκεκριμένη ένδειξη λειτουργεί ως διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων ή υπηρεσιών που σηματοδοτούνται με αυτή προς διάκριση από άλλα ή όμοια εμπορεύματα ή υπηρεσίες, που έχουν, όμως, άλλη προέλευση· αρκεί, δηλαδή, η χρήση της ένδειξης στις επιχειρηματικές συναλλαγές να μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το συγκεκριμένο συναφώς σηματοδοτημένο εμπόρευμα συνδέεται με το σηματούχο (βλ. σχετικά Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, Αθήνα 2007, παρ. 348 - 349, σελ. 162-163· Ρόκα, ό.π., σελ. 57, παρ. 31· και ΔΕΚ, αποφάσεις της 23.02.1999 επί της υπόθεσης υπ' αρ. C-63/97, BMW vs. Deenik, και της 12.11.2002 επί της υπόθεσης υπ' αρ. C-206/01, Arsenal vs. Reed). Ομοίως δε προς τα ανωτέρω, γίνεται δεκτό ότι στα πλαίσια των άρθρων 13 έως 15 του ν. 146/1914, τότε μόνο μπορεί να γίνει λόγος για προσβολή των εκεί αναφερόμενων διακριτικών γνωρισμάτων, και επομένως για προστασία τους βάσει των εν λόγω διατάξεων, όταν ο τρίτος τα χρησιμοποιεί «εν είδει διακριτικού γνωρίσματος». Αντίθετα δε, η εφαρμογή της γενικής ρήτρας του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, για την προστασία των ως άνω διακριτικών γνωρισμάτων, είναι δυνατή ακόμα και όταν η χρησιμοποίηση τους από τρίτο δεν γίνεται «εν είδει διακριτικού γνωρίσματος», αλλά κατ' άλλο τρόπο, π.χ. με τη μορφή αναφερόμενης ή άλλης μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης, απαιτείται, όμως, για τη θεμελίωση της σχετικής έννομης προστασίας, εκδήλωση στα πλαίσια των εμπορικών, βιομηχανικών ή γεωργικών συναλλαγών ανταγωνιστικής πράξης, με πρόθεση ανταγωνισμού, μεταξύ προσώπων που συνδέονται με ανταγωνιστική σχέση (βλ. Σουφλερό, σε Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Αθήνα 1996, άρθρα 13-15, παρ. 79, 80 και 83, σελ. 135-136).
VI. Από τα άρθρα 4 έως 7 του ν. 1089/1980 «περί εμπορικών και βιομηχανικών, επαγγελματικών και βιοτεχνικών επιμελητηρίων» ρυθμίζεται η υποχρέωση αυτού που ασκεί εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση να προβεί σε σχετική γραπτή αναγγελία της έναρξης των εργασιών της και κάθε σχετικής μεταβολής στο οικείο εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο. Μεταξύ των στοιχείων τα οποία πρέπει να περιέχει η αναγγελία είναι κατά την παρ. 2 του άρθρου 4 του νόμου 1089/1980 και η εμπορική ή εταιρική επωνυμία υπό την οποία διεξάγονται οι εργασίες, καθώς και ο τυχόν διακριτικός τίτλος της επιχείρησης. Με τη δε παρ. 3 του άρθρου 4 του ως άνω ν. 1089/1980 ορίζεται ότι κάθε νέα επωνυμία πρέπει να διαφέρει κατά τρόπο ευδιάκριτο εκείνων που έχουν εγγραφεί στο ίδιο πρωτόκολλο, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 8 του αυτού ως άνω νόμου, ο δικαιούχος της επωνυμίας δικαιούται να την χρησιμοποιεί αποκλειστικά, να συναλλάσσεται δι' αυτής, δικαιούμενος να ζητεί και δικαστική προστασία της επωνυμίας και του τίτλου του κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου και των άρθρων 57 και επόμενα του Αστικού Κώδικα. Από τις πιο πάνω διατάξεις, αλλά και από εκείνες των άρθρων 57 επ. του ΑΚ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά λόγω της ευθείας παραπομπής σ' αυτές του άρθρου 8 του ν. 1089/80, προκύπτει με σαφήνεια ότι το δικαίωμα στην προστασία της εμπορικής επωνυμίας είναι απόλυτο, ώστε κάθε προσβολή του να είναι παράνομη εφόσον δεν υπάρχει λόγος ο οποίος να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της. Για την προστασία των αξιώσεων του δικαιούχου προς άρση και παράλειψη της προσβολής, η οποία συντελείται με την αμφισβήτηση του δικαιώματος στην επωνυμία και το διακριτικό τίτλο ή και με τη χρήση τους από άλλον, δεν απαιτείται ο προσβολέας να ενεργεί με υπαιτιότητα, ώστε για τη θεμελίωση των εν λόγω αξιώσεων, όταν ο ενάγων επικαλείται τη συνδρομή πιθανότητας σύγχυσης - οπότε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής και του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 146/1914 - αρκεί ότι γίνεται χρήση της επωνυμίας κατά τρόπο που αντικειμενικώς (ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του χρήστη) μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Για τη δε κατάφαση του κινδύνου σύγχυσης απαιτείται, κατά κανόνα, ταυτότητα πεδίου οικονομικής δραστηριότητας των αντιδίκων ατομικών ή εταιρικών επιχειρήσεων ή έστω εγγύτητα ή συγγένεια των πεδίων καθεμίας (για τον κίνδυνο σύγχυσης ως προϋπόθεση αυτοτελούς παροχής έννομης προστασίας κατά το αρ. 8 του ν. 1089/1980, πρβλ. ΑΠ 1445/1997, ΕΕμπΔ 1998, 378). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, ακόμα, συνάγεται ότι το δικαίωμα στην εμπορική επωνυμία αποκτάται κατά το ουσιαστικό σύστημα με την προτεραιότητα στην πραγματική χρησιμοποίηση της στις συναλλαγές, αρχή που διατρέχει όλο το δίκαιο των διακριτικών γνωρισμάτων, ενώ η καταχώριση έχει απλώς δηλωτική σημασία και αποτελεί μαχητό τεκμήριο για το ότι αυτός που την ενέγραψε πρώτος είναι ο πραγματικός δικαιούχος (βλ. ΕφΘεσ/κης 1422/2007, ΕπισκΕμπΔ 2008, 108 και Κουτσούκη, σε Ρόκα, Αθέμιτο Ανταγωνισμό, Αθήνα 1996, σελ. 358 - 359, παρ. 101 - 102). Τέλος, όταν ο προσβολέας ενεργεί με υπαιτιότητα, και ιδίως με πρόθεση να επιφέρει σύγχυση και να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της προσβαλλόμενης επωνυμίας, τότε παρέχεται στο δικαιούχο αξίωση αποζημίωσης κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (βλ. ΕφΑθ 5121/2006, ΕλλΔνη 2007, 526 και ΠΠρΑΘ 3096/2007, ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο και παραιτούμενη από το από 03.11.2014 με ΓΑΚ/ΑΚΔ 122826/3536/2014, καθ' όμοιο περιεχόμενο, αγωγικό δικόγραφο που έχει απευθύνει μόνο κατά της πρώτης των ήδη αντιδίκων της, η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, με έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, εκθέτει ότι από τον Ιούνιο του έτους 1990 παράγει και εκπέμπει το διεθνώς πασίγνωστο ψυχαγωγικό και ενημερωτικό κανάλι υπό το διακριτικό τίτλο «Ε!», το οποίο μεταδίδεται στην Αμερική ως καλωδιακό ελεύθερης λήψης και στον υπόλοιπο κόσμο μέσω δορυφόρου ή συνδρομητικά, διατηρώντας περίπου 660.000.000 τηλεθεατές σε 150 χώρες. Ότι στην Ελλάδα η προσαρμοσμένη στην ελληνική γλώσσα έκδοση του συγκεκριμένου καναλιού μεταδίδεται, σε όλα τα πακέτα συναφών υπηρεσιών, από το έτος 2004 από την ψηφιακή συνδρομητική πλατφόρμα «NOVA» της εταιρείας «MULTICHOICE Α.Ε.» και από το έτος 2013 από την ψηφιακή συνδρομητική πλατφόρμα της εταιρείας «ΟΤΕ Α.Ε.», και ήδη «COSMOTE Α.Ε.». Ότι είναι δικαιούχος των ειδικά περιγραφόμενων στην αγωγή κοινοτικών και εθνικών σημάτων, τα οποία αφορούν στη λεκτική ένδειξη «Ε!» (ΕΨΙΛΟΝ!), σε ασπρόμαυρη σύνθεση, με το συγκεκριμένο γράμμα να ενσωματώνεται στην, ευρισκόμενη πάνω από την τελεία, ευθεία γραμμή θαυμαστικού κατά μόνας ή σε σύμπλεξη με την περιγραφική φράση «ΕΝΤΕΡΝΤΑΓΝΜΕΝΤ TELEVISION)), έχει κατοχυρώσει υπέρ της κατά τον προβλεπόμενο υπό του σχετικού Κανονισμού και ημεδαπού νόμου τρόπο, σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, αντίστοιχα, και ισχύουν κατά τον παρόντα χρόνο για υπηρεσίες σχετικές με την παραγωγή οπτικοακουστικού υλικού, τηλεοπτικών προγραμμάτων, ψυχαγωγικών εκπομπών και τις τηλεπικοινωνίες, των κλάσεων 9, 38, 41 και 42 της ταξινόμησης της Νίκαιας. Ότι λόγω της παροχής των συγκεκριμένων υπηρεσιών υπό την ως άνω ένδειξη «Ε!» και τις συσχετιζόμενες με τα ανωτέρω σήματα διάφορες απεικονιστικές και λεκτικές εκδοχές της, και της συνακόλουθης επικράτησης αυτών στις εγχώριες συναλλαγές ως προσδιοριστικών των προγραμμάτων της, κατά ευθεία παραπομπή της καταναλωτικής συνείδησης στην εταιρική οντότητα της ίδιας, τούτες [οι απεικονιστικές και λεκτικές εκδοχές της ένδειξης «Ε!»] προστατεύονται και ως ιδιαίτερα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης της κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. 2 του ν. 146/1914. Ότι, επιπλέον, η ως άνω κυρίαρχη ένδειξη «Ε!» χρησιμοποιείται από αυτή στις εγχώριες συναλλαγές για να εξειδικεύσει το εταιρικό της νομικό πρόσωπο, αποτελώντας τμήμα της εμπορικής της επωνυμίας και επιτελώντας ονοματική λειτουργία, με συνεπακόλουθο να προστατεύεται αυτοτελώς ως διακριτικός τίτλος και ως επωνυμία της. Ότι η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, χωρίς άδεια ή συναίνεση της ίδιας (της ενάγουσας) και με άδεια της ομοδίκου της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, μεταδίδει στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ως ελεύθερο ψηφιακό, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνώς, μέσω διαδικτύου, με τη χρήση της τεχνολογίας «live streaming)), τηλεοπτικό κανάλι υπό τη διακριτική ένδειξη «Ε» (= έψιλον), τόσο σε απλή λεκτική μορφή (δηλαδή ως γράμμα) όσο και σε μορφή λογοτύπου/απεικονιστική, συνιστάμενη σε έγχρωμη σύνθεση εντός στρογγυλού ασπιδίου, με ανάγλυφη αποτύπωση του περιβλήματος και του γράμματος, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις παραστάσεις που ενσωματώνονται στο αγωγικό κείμενο. Ότι η πρώτη εναγόμενη, ειδικότερα, κατόπιν άδειας της δεύτερης εναγόμενης, χρησιμοποιεί την ανωτέρω ένδειξη ως διακριτικό τίτλο και προς εξειδίκευση στις συναλλαγές των συναφών υπηρεσιών του πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικού σταθμού της, με την απεικόνιση του ως έγχρωμου λογοτύπου, σε σταθερή βάση, στην αριστερή γωνία οθόνης του τηλεοπτικού σήματος του, καθώς και σε κάθε άλλη έκφανση δημόσιας επικοινωνίας του, όπως στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκαλεί τον εν λόγω σταθμό της, ο οποίος έχει κυρίως ψυχαγωγικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, άλλοτε ως «Ε» και άλλοτε ως «Ε INTERNATIONAL)) και, αυτοπροσδιορίζεται, συναφώς, η ίδια στο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο ως «ENTERTAINMENT GREEK TELEVISION)). Ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία είναι δικαιούχος του υπ' αρ. 222652/20.08.2013, λεκτικού με απεικόνιση και ορισμένη έγχρωμη σύνθεση, εθνικού σήματος «Ε CHANNEL)) και δυνάμει του από 31.12.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, που σύνηψε με την ήδη ομόδικο της, της παραχώρησε την αποκλειστική χρήση τούτου (του σήματος) προς διάκριση του ανωτέρω τηλεοπτικού καναλιού της. Ότι, εκ του γεγονότος αυτού, που κατέστη γνωστό στην ίδια (την ενάγουσα) εν όψει της εκδίκασης της προαναφερόμενης αγωγής της, από το δικόγραφο της οποίας διαλαμβάνει παραίτηση στο προκείμενο αγωγικό σώμα και κατά τα ειδικώς σε αυτό ιστορούμενα, προκύπτει ότι η δεύτερη εναγόμενη τελεί σε πλήρη γνώση της χρήσης της ως άνω επίμαχης ένδειξης «Ε» από την ομόδικο της και της συναφούς πρακτικής προσβολής αυτής, με αποτέλεσμα να συνευθύνεται ως προς την τελευταία. Ότι, ειδικότερα, η ως άνω λεκτική και απεικονιστική ένδειξη «Ε», που χρησιμοποιεί η πρώτη εναγόμενη κατόπιν άδειας της δεύτερης εναγομένης ταυτίζεται, άλλως ομοιάζει έντονα, ηχητικά, οπτικά και ενοιολογικά, με τα προγενέστερα σήματα, διακριτικό τίτλο, διακριτικά γνωρίσματα υπηρεσιών και επωνυμία της ίδιας, καθώς κυρίαρχο διακριτικό στοιχείο των τελευταίων είναι το γράμμα «Ε», ενώ τα λοιπά συμπλεκόμενα στοιχεία, δη το θαυμαστικό και οι όροι που χρησιμοποιούνται από τις αντιδίκους της σε σταθερή βάση, κατά περίπτωση και στις τηλεοπτικές εκπομπές της πρώτης εξ αυτών, όπως «news», «international», «gossip news», «tv», «www», «gr», είναι κοινόχρηστοι/περιγραφικοί και δεν επιτελούν αυτοτελή διακριτική λειτουργία.
Ότι, ένεκα της ταυτότητας των υπηρεσιών για τις οποίες είναι καταχωρημένα τα ως άνω σήματα και τις οποίες εξειδικεύουν τα ανωτέρω συναφή διακριτικά γνωρίσματα της ίδιας και αυτών που παρέχει η πρώτη εναγόμενη, με άδεια της δεύτερης, υπό την προαναφερόμενη ένδειξη, σε κάθε περίπτωση, συντρέχει κίνδυνος σύγχυσης του οικείου καταναλωτικού κοινού, με έρεισμα την εσφαλμένη εντύπωση ότι το επίμαχο τηλεοπτικό κανάλι «Ε» των εν προκειμένω αμυνόμενων διαδίκων σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ίδια (την ενάγουσα) ή ότι υφίσταται σχέση οικονομικής ή επιχειρηματικής συνεργασίας μεταξύ τους, και, μάλιστα, λόγω του αυτοπροσδιορισμού του και ως «ENTERTAINMENT GREEK TELEVISION)), ότι το εν λόγω κανάλι αποτελεί το ελληνικό παράρτημα του διεθνούς καναλιού «Ε!». Ότι, ταυτόχρονα, η ως άνω συμπεριφορά των εναγόμενων αντίκειται καταφανώς στην καλή πίστη και στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, συνιστά αθέμιτη, άνευ οικονομικού ανταλλάγματος, υποκινούμενη από πρόθεση ανταγωνισμού, παρασιτική εκμετάλλευση της τεράστιας διαφημιστικής αξίας και της έντονης διακριτικής δύναμης των επίδικων σημάτων και λοιπών διακριτικών γνωρισμάτων της και αμαυρώνει το διακριτικό χαρακτήρα και τη φήμη τους, καθώς δημιουργείται στο κοινό η εσφαλμένη αίσθηση πως τούτα κατέστησαν κοινόχρηστα. Ότι, εν τέλει, η ανωτέρω συνεχιζόμενη μέχρι τον παρόντα χρόνο υπαίτια (από πρόθεση) επιχειρηματική πρακτική των αντιδίκων της, εκτός του ότι συνιστά εκδήλωση αθέμιτου ανταγωνισμού, προσβάλλει τα απόλυτα δικαιώματα της επί των ενδίκων κοινοτικών και εθνικών σημάτων, διακριτικού τίτλου, διακριτικών γνωρισμάτων υπηρεσιών και εμπορικής επωνυμίας, και υφίσταται, συνακόλουθα, χρεία να διαταχθεί δικαστικά η άρση και η απαγόρευση της στο μέλλον. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δε, η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, όπως το περιεχόμενο του αιτητικού της ένδικης αγωγής εκτιμάται, ζητά: α) να απαγορευθεί στις εναγόμενες να χρησιμοποιούν ως διακριτικό τίτλο όνομα ή σήμα του τηλεοπτικού τους καναλιού, καθώς και σε σχέση με τηλεοπτικές εν γένει υπηρεσίες, την ένδειξη «Ε» (= έψιλον), είτε σε απλή λεκτική μορφή (ως γράμμα μόνο) είτε σε μορφή λογοτύπου/απεικονιστική, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλες περιγραφικές ενδείξεις, όπως ενδεικτικά «Ε INTERNATIONAL)), «Ε GOSSIP NEWS», «Ε NEWS», «Ε CHANNEL», «Ε ΚΑΙΡΟΣ», «ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΤΟΥ Ε», «Ε ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ», «Ε ΑΘΛΗΤΙΚΑ», «Ε ΣΤΟΙΧΗΜΑ», «Ε LIFESTYLE)), β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να αφαιρέσουν την ανωτέρω ένδειξη και εκδοχές αυτής από πάσης φύσεως υλικούς ή άυλους φορείς που σχετίζονται με την επιχείρηση τους, όπως από την άνω αριστερή γωνία της οθόνης του τηλεοπτικού του σήματος που εκπέμπει το τηλεοπτικό κανάλι της πρώτης εξ αυτών, από τους τίτλους των τηλεοπτικών εκπομπών της πρώτης εξ αυτών, από κάθε δημόσια επικοινωνία αμφότερων, από το διαδίκτυο, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από τη διαφήμιση από τις εφαρμογές για φορητές συσκευές μέσω των οποίων αναμεταδίδεται το ως άνω κανάλι, καθώς και από τα τιμολόγια και τα επιστολόχαρτα τους, γ) να απειληθεί, για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης που θα εκδοθεί σχετικά με τα ανωτέρω αιτήματα, χρηματική ποινή 10.000 € σε βάρος έκαστης των εναγόμενωνκαι προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων της καθεμίας εξ αυτών, δ) να διαταχθεί η δημοσίευση περίληψης του διατακτικού της απόφασης που πρόκειται να εκδοθεί σε δύο ημερήσιες εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας ή σε άλλο έντυπο ή διαδικτυακό μέσο μαζικής ενημέρωσης που θα ορισθεί από το Δικαστήριο, με επιμέλεια της ίδιας και με συμμέτρως καταβαλλόμενη δαπάνη των εναγομένων, ε) να ορισθεί ρητά ότι οι καταψηφιστικές διατάξεις της εκδοθησόμενης απόφασης οι σχετικές με τα ως άνω αιτήματα περί άρσης και παράλειψης στο μέλλον της ένδικης προσβολής, θα έχουν ισχύ στην επικράτεια όλων των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, και ζ) να καταδικασθούν οι αντίδικοι της στη δικαστική της δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και με αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του, έχοντος διεθνή δικαιοδοσία κατ' αρ. 95, 96, 97 παρ. 1 και 98 παρ. 1 του Κανονισμού 207/2009 (αναφορικά με τη βάση περί προσβολής κοινοτικών σημάτων), ως τούτος ίσχυε προ τα της τροποποίησης του με τον Κανονισμό 2424/2015, ο οποίος εγκαθιδρύοντας πλέον τον όρο «σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», προσέλαβε, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου του υπ' αριθ. 4, γενική ισχύ από την 23.03.2016, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της Κατάθεσης του ενδίκου δικογράφου), και 4 παρ. 1 του Κανονισμού 1215/2012 (αναφορικά με τις λοιπές βάσεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού, προσβολής εθνικών σημάτων, ιδιαίτερων διακριτικών γνωρισμάτων και εμπορικής επωνυμίας), καθ' ύλη [άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 18, 31 παρ. 3-2 του ΚΠολΔ και 150 παρ. 9 και 10 του ν. 4072/2012, και κατά τόπο (22, 25 παρ. 2, 35, 37 παρ. 1 του ΚΠολΔ. 101 παρ. 3 του Κανονισμού 209/2007, και 6 έως 10 του ν. 2943/2001, σε συνδυασμό με την Απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης 50726/2006 (Φ.Ε.Κ. Β' 739/20.6.2006)] αρμόδιου παρόντος Δικαστηρίου, για να εκδικασθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία [άρθρα 209 επ. ΚΠολΔ, ως οι επιμέρους διατάξεις του οικείου δεύτερου βιβλίου του εν λόγω Κώδικα ισχύουν μετά την κατά περίπτωση τροποποίηση τους με το ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α' 87/23.07.2015), καθώς το προκείμενο εισαγωγικό δικόγραφο έχει κατατεθεί μετά το χρόνο έναρξης εφαρμογής σχετικώς του συγκεκριμένου νόμου, την 01.01.2016, και καταλαμβάνεται από την ισχύ του, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις των παρ. 1 και 4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 αυτού], και είναι παραδεκτή, ιδίως δε επαρκώς ορισμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της, αφού διαλαμβάνει όλα τα απαραίτητα κατ' άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, μόνο ως προς την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, ενώ ως προς τη δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία τυγχάνει απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της εν λόγω διαδίκου στην άσκηση της, καθώς, ως προς τη συγκεκριμένη αντίδικο της, η ενάγουσα ουδόλως επικαλείται στο αγωγικό δικόγραφο ότι προέβη σε χρήση της επίμαχης, ταυτόσημης ή ομοιάζουσας με τα επίδικα διακριτικά της γνωρίσματα, ένδειξης «Ε» στις επιχειρηματικές συναλλαγές «εν είδει σήματος» ή «ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος», ή με τρόπο που να προσβάλει την επωνυμία και το διακριτικό της τίτλο κατά πρόκληση διάρρηξης στην ονοματική τους λειτουργία, στηρίζοντας συναφώς πρακτική ανταγωνισμού, με σχετική πρόθεση, έναντι τις ίδιας, και δη ότι τη χρησιμοποίησε ως διακριτικό σημείο παρεχόμενων τηλεοπτικών υπηρεσιών ή εξειδίκευσης στο τηλεοπτικό τοπίο καναλιού πανελλαδικής εμβέλειας, με σκοπό την ανέξοδη οικειοποίηση της διακριτικής δύναμης των ενδίκων διακριτικών της γνωρισμάτων, αλλά αντίθετα αποδίδει τη συγκεκριμένη επιχειρηματική δράση, ως έρεισμα της επίδικης πρακτικής προσβολής των αντίστοιχων απολύτων δικαιωμάτων της, μόνο στην πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία. Η δε χρήση της επίμαχης ένδειξης «Ε» από τη δεύτερη εναγόμενη «εν είδει σήματος» ή «διακριτικού γνωρίσματος», δηλαδή κατά τρόπο που να δύναται να εξειδικεύσει υπηρεσίες όπως οι ένδικες ως προερχόμενες από την εταιρική της οντότητα, αλλά και να ταυτοποιήσει την επιχείρηση της και το φορέα της στο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο, καθώς και η συναφής εκδήλωση και εκπόρευση πράξης ανταγωνιστικής, με πρόθεση ανταγωνισμού, κατά της ενάγουσας, συνιστούν πραγματικούς ισχυρισμούς που είναι αναγκαίοι για τη θεμελίωση της έννομης προστασίας επί των αντίστοιχων νομικών βάσεων του Κανονισμού 207/2009 και των ν. 4072/2012, 146/194 και 1089/1980, ως κατωτέρω αναφέρονται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις υπό στοιχεία V και VI μείζονες προτάσεις της παρούσας. Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, η παραχώρηση της άδειας χρήσης του υπ' αρ. 222652 εθνικού σήματος «Ε CHANNEL)) από τη δεύτερη στην πρώτη εναγόμενη συνιστά δικαιοπραξία αφορώσα τη μεταξύ τους έννομη σχέση και όχι υλική ενέργεια της δεύτερης στρεφόμενη κατά τρίτων στον επιχειρηματικό κόσμο, πολλώ δε μάλλον αποσκοπούσα στην προώθηση της επιχειρηματικής δράσης της πρώτης έναντι ανταγωνιστών της. Μάλιστα, οι εν προκειμένω αμυνόμενες διάδικοι δεν συνενάγονται προς εις ολόκληρον καταβολή στην ενάγουσα αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εκ της ένδικης προσβολής, κατά την παράνομη και υπαίτια, συναφώς δε αδικοπρακτική, διάσταση της, ώστε η κατά τα ανωτέρω παραχώρηση αποκλειστικής άδειας χρήσης να δύναται να θεωρηθεί - εν τη ευρεία εννοία - ως μορφή συνέργειας (απλής) της δεύτερης στην αδικοπραξία της πρώτης και, σχετικά, ως λόγος εις ολόκληρον με αυτήν ευθύνης της κατ' άρθρο 926 ΑΚ. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, λοιπόν, το προκείμενο ένδικο βοήθημα πάσχει απαραδέκτου και πρέπει να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, ενώ πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αυτής και της ενάγουσας λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ). Ομοίως δε, απορριπτέα ως απαράδεκτα, ως προς την πρώτη εναγόμενη, για την οποία και ερευνώνται μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη της αγωγής για την επί του παρόντος ομόδικο της, κρίνονται: α) το σκέλος του υπό στοιχείο γ' παρεπόμενου αιτήματος με αντικείμενο την απαγγελία προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί κατά των νομίμων εκπροσώπων της ως άνω αμυνόμενης διαδίκου, το οποίο πάσχει (πραγματικής ποιοτικής) αοριστίας ως προς τα πρόσωπα των παθητικώς νομιμοποιούμενων, διότι για να διαταχθεί τέτοια ποινή σε βάρος εκπροσώπου νομικού προσώπου για να συμμορφωθεί προς τους όρους δικαστικής απόφασης πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 216, 946, 947 και 1047 ΚΠολΔ, η σχετική αγωγή να στρέφεται κατά του εκπροσώπου του νομικού προσώπου ατομικά (βλ. ΕφΛαρ 340/2011, Δικογρ. 2012, 56), κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, και β) το υπό στοιχείο ε' παρεπόμενο αίτημα με αντικείμενο τη ρητή μνεία στο διατακτικό της εκδοθησόμενης απόφασης του ότι οι καταψηφιστικές διατάξεις της οι σχετικές με τα ως άνω αιτήματα περί άρσης και παράλειψης στο μέλλον της ένδικης προσβολής, θα έχουν ισχύ στην επικράτεια όλων των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς το οποίο η ως άνω των αμυνόμενων διαδίκων στερείται εννόμου συμφέροντος να το προβάλει, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης συνέχισης (ή και της άρσης) των πράξεων που συνιστούν παραποίηση ή απομίμηση κοινοτικού σήματος και επιβλήθηκε από Δικαστήριο Κοινοτικών Σημάτων, του οποίου η αρμοδιότητα στηρίζεται στα άρθρα 97 παρ. 1 έως 4 και 98 παρ. 1 του Κανονισμού 207/2009 (ως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με τον Κανονισμό 2424/2015, κατά τα ανωτέρω), εκτείνεται, καταρχήν, αυτοδίκαια, σε ολόκληρη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. την απόφαση ΔΕΚ της 12.04.2011 επί της υπόθεσης υπ' αρ. C-235/09, DHL vs.Chronopost), και η συγκεκριμένη προϋπόθεση συντρέχει στην ένδικη περίπτωση, καθώς η αρμοδιότητα (δικαιοδοσία) του παρόντος Δικαστηρίου Κοινοτικών Σημάτων, κατά τα προαναφερόμενα, ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού. Συναφώς, ακόμα, επισημαίνεται ότι ο αμυντικός ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης περί έλλειψης αρμοδιότητας (δικαιοδοσίας) του πολιτικού τούτου Δικαστηρίου σχετικά με την εκδίκαση της παρούσας διαφοράς, λόγω θεμελίωσης τέτοιας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκ του άρθρου 178 του ν. 4072/2012, ως εξετάζεται πλέον σε σχέση μόνο με την εν λόγω διάδικο, σταθμίζεται ως παντελώς νόμω αβάσιμος, καθώς, εκ της διατύπωσης της συγκεκριμένης διάταξης και της συσχέτισης της με τις προηγούμενες της ρυθμίσεις του εν λόγω νομοθετήματος για τα σήματα, προκύπτει ότι τα διοικητικά δικαστήρια είναι μόνα αρμόδια για την εξέταση προσφυγών κατά αποφάσεων της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων σχετικών και την παραδοχή ή την απόρριψη δήλωσης καταχώρισης ή αίτησης διαγραφής σήματος και σε αναφορά με τη στάθμιση απόλυτων ή σχετικών απαραδέκτων ή άλλων λόγων διαγραφής ή μη καταχώρισης, ενώ θεμελιώνεται πάντα δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων προς δικανική στάθμιση αστικής φύσης αξιώσεων που γεννώνται εκ της προσβολής απόλυτου δικαιώματος επί ήδη καταχωρημένου σήματος (πρβλ. ΠΠρΑΘ 585/2010, ΕΕμπΔ 2010, 180). Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 και 2 (σχετικά με τον καθορισμό του ελληνικού δικαίου ως εφαρμοστέου, στην προκειμένη υπέχουσα στοιχεία αλλοδαπότητας διαφορά, εκ της αλλοδαπής έδρας της ενάγουσας εταιρείας, ως προς τη βάση της προσβολής εθνικών σημάτων, αλλά και αυτή της προσβολής κοινοτικών και μόνο για τα ζητήματα που δεν καλύπτονται από τον Κανονισμό 207/2009 σχετικά με τούτη) και 6 παρ. 1 (σχετικά με τον καθορισμό του ελληνικού δικαίου ως εφαρμοστέου ως προς τις βάσεις του αθέμιτου ανταγωνισμού, της προσβολής ιδιαίτερων διακριτικών γνωρισμάτων και εμπορικής επωνυμίας) του Κανονισμού 864/2007, 1, 4 έως 6, 8 παρ. 5, 9 παρ. 1 περ. α', β', 2 και 3, 14, 98 παρ. 1, 99, 101 και 102 του Κανονισμού 207/2009 (ως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με τον Κανονισμό 2424/2015, κατά τα ανωτέρω), 121, 122, 125 παρ. 1, 3 περ. α', β', 134, 147, 148, 150 παρ. 1 έως 3 και 9 έως 11, 152, 155, 157 παρ. 1, 158 παρ. 1, 175 και 177 του ν. 4072/2012, 1, 2, 10 εδ. α', 13 παρ. 1 και 3, 14, 15 εδ. α', 22 εδ. τελευτ. και 23 του ν 146/1914, 8 ν. 1089/1980, 58, 59, 71 και 287 του ΑΚ, 1 παρ. 2, 2 παρ. 1, 8 και 10 δις της Διεθνούς Σύμβασης των Παρισίων του έτους 1883 «περί προστασίας της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας», που κυρώθηκε με το ν. 213/1975 και έχει υπογραφεί και από τις Η.Π.Α., χώρα της έδρας της ενάγουσας, 68, 74, 75 παρ. 1, 176, 191 παρ. 2, 218 παρ. 1, 907, 908 παρ. 1, 946 παρ. 1 και 947 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως οι αναφερόμενες διατάξεις του πρώτου και του τρίτου εκ των τριών τελευταίων άρθρων ισχύουν αντικατασταθείσες με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2105). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί πως ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το ένδικα κυρίαρχα διακριτικά σημεία της (λεκτικό και απεικονιστικό), τα εγκείμενα στην ένδειξη «Ε!» προστατεύονται (και, συνακόλουθα, προσβάλλονται) ως ιδιαίτερα διακριτικά της γνωρίσματα της παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 146/1914, λόγω της επικράτησης τους στο εγχώριο τηλεοπτικό τοπίο ως προσδιοριστικά στη συνείδηση των καταναλωτών της προέλευσης των από αυτή παρεχόμενων τηλεοπτικών υπηρεσιών, εκτιμάται ως αφορών επίκληση του ρυθμιστικού πεδίου της παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, το οποίο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας, έγκειται στην προάσπιση δικαιωμάτων επί διακριτικών που έχουν επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνωρίσματα υπηρεσιών (ή εμπορευμάτων) επιχείρησης, ένεκα ακριβώς της προσφορότητας τους να διακρίνουν τις συγκεκριμένες υπηρεσίες (ή εμπορεύματα) από άλλες όμοιες ή ομοειδείς υπηρεσίες προέλευσης από άλλη επιχείρηση, συναφώς δε και στην ανωτέρω παραδοχή του αγωγικούιστορικού, σε αντίθεση με τη ρητώς επικαλούμενη ως άνω διάταξη, η οποία αφορά παραστατικά σημεία που εξατομικεύουν στις συναλλαγές ορισμένη επιχείρηση, καθεαυτή, σε σχέση με την εξωτερική μορφή εμφάνισης της. Επιπρόσθετα, απορριπτέος ως μη ερειδόμενος στο νόμο κρίνεται και ο αρνητικός του νομίμου των βάσεων που ερείδονται στις διατάξεις των άρθρων 1 και 13 του ν. 146/1914 ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης, με αιτιολογία τη σώρευση τους με τη βάση των άρθρων 125 επ. του ν. 4072/2012, καθότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη που προηγήθηκε, είναι δυνατή η παράλληλη επίκληση των ως άνω νομικών ρυθμίσεων και η παροχή σωρευτικά έννομης προστασίας με αυτές, εφόσον συντρέχουν οι αντίστοιχες προϋποθέσεις. Κατόπιν των ανωτέρω, επομένως, πρέπει η προκείμενη αγωγή, κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα σε σχέση με την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, δεδομένου ότι για το μη αποτιμητό σε χρήμα αντικείμενο της δεν υφίσταται χρεία προσκομιδής δικαστικού ενσήμου και προσκομίζονται τα υπ' αρ. Π001010841/11.01.2016 και Π0041750/26.04.2016 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών στο Δ.Σ.Α. του πληρεξούσιου δικηγόρου (Αθηνών) των εναγόντων, Εμμανουήλ Κ. Μαρκάκη (για την κατάθεση του ενδίκου δικογράφου και την υποβολή προτάσεων επ' αυτού, αντίστοιχα, κατ' άρθρο 61 παρ. 4 ν. 4194/2013 περί Κώδικα Δικηγόρων), και αφετέρου το από 27.04.2016 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας αλλοδαπής εταιρείας, συνοδευόμενο από επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα και επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης της 05.10.1961, με αντικείμενο την παροχή πληρεξουσιότητας στον ως άνω δικηγόρο να εκπροσωπήσει τη συγκεκριμένη διάδικο στην προκείμενη δίκη, σύμφωνα με τις επιταγές των άρθρων 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ως η δεύτερη διάταξη ισχύει αντικατασταθείσα με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015).
VII. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησης του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του, που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλ' απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική υπόσταση της επιχείρησης του, αλλ' αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντα του (βλ. ΑΠ 1618/2006, ΕλλΔνη 48, 155· ΑΠ 1040/2004, ΕλλΔνη 48, 158 και ΕφΠατρ 1023/2007, ΑχαΝομ 2008, 542).
Αμυνόμενη στην ένδικη αγωγή η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, ως προς και την οποία ερευνάται κατόπιν της απόρριψης της ως απαράδεκτης σε σχέση με τη δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, κατά τα ανωτέρω, με τις νομίμως υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις της, τις οποίες κατέθεσε η δικηγόρος Αθηνών Μαρία Β. Κωστοπούλου [από κοινού με τον πληρεξούσιο δικηγόρο (Αθηνών) της δεύτερης εναγόμενης, Ευάγγελο Ηλ. Γκιουγκή σημειώνεται, μάλιστα, ότι προσκομίζονται, για το παραδεκτό της υποβολής των προτάσεων και της παράστασης των εν λόγω δικηγόρων, τα υπ' αρ. Π0042751/28.04.2016 και Π0042754/28.04.2016 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α., αντίστοιχα, κατά το αρ. 61 παρ. 4 του ν. 4194/2013 «περί Κώδικα Δικηγόρων», καθώς και, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης του Εισηγητή κατ' άρθρο 227 ΚΠολΔ, τα από 19.04.2016 δύο ιδιωτικά έγγραφα πρακτικών των διοικητικών συμβουλίων των εν προκειμένω αμυνόμενων διαδίκων εταιρειών (με επικύρωση του γνησίου καθενός αντιγράφου εκ του οικείου βιβλίου πρακτικών από το νόμιμο εκπρόσωπο εκάστου, και της υπογραφής του τελευταίου από συμβολαιογράφο), με αντικείμενο την παροχή πληρεξουσιότητας σε έκαστο των ως άνω δικηγόρων να την εκπροσωπήσει στην προκείμενη δίκη, αντιστοίχως, την καθεμία, κατά τα άρθρα 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ως η δεύτερη διάταξη ισχύει αντικατασταθείσα με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015)], πέραν του αρνητικού του νομίμου ισχυρισμού, που απορρίφθηκε ως άνω, συνομολογεί την παραχώρηση στην ίδια αποκλειστικής άδειας χρήσης του υπ' αρ. 222652 εθνικού σήματος «Ε CHANNEL)) από την εν προκειμένω ομόδικο της και, περαιτέρω, αρνείται αιτιολογημένα αυτή (την αγωγή), εκθέτοντας ότι ουδείς κίνδυνος σύγχυσης του οικείου καταναλωτικού κοινού δύναται να ανακύψει σχετικά με την προέλευση των υπηρεσιών της ενάγουσας εκ της χρήσης από την ίδια, ως διακριτικού τίτλου του τηλεοπτικού καναλιού της, της ένδειξης «Ε», καθώς: i) μεταξύ τούτης και των ένδικων διακριτικών γνωρισμάτων, πυρήνα των οποίων αποτελεί το γράμμα «Ε», υφίσταται ουσιώδης ηχητική απόκλιση, με δεδομένο ότι το κανάλι της αντιδίκου της προφέρεται στην αγγλική ως «ι», ενώ το δικό της στην ελληνική ως «έψιλον», ii) το ως άνω κυρίαρχο σημείο - γράμμα των επίδικων διακριτικών γνωρισμάτων αποτελεί κοινόχρηστη ένδειξη, iii) η ίδια αποκαλεί το κανάλι της, κατά σημαντικότατη αποστασιοποίηση από τα διακριτικά της αντιδίκου της ως «EPSILON TV» ή «EPSILON - Entertainment News Greek Television, χρησιμοποιώντας και έγχρωμο έμβλημα με το γράμμα «Ε» εντός ασπιδίου, iv) ο τηλεοπτικός σταθμός της εκπέμπει, σε ελεύθερη λήψη, ελληνόγλωσσο πρόγραμμα κυρίως ενημερωτικού περιεχομένου, ενώ της αντιδίκου της αναμεταδίδει, μέσω συνδρομητικών δορυφορικών/ψηφιακών πλατφόρμων αγγλόφωνο πρόγραμμα, ψυχαγωγικού περιεχομένου, με αποτέλεσμα να απευθύνεται σε διαφορετικό τηλεοπτικό κοινό, συντρέχουσας, σε κάθε περίπτωση, πρόδηλης δυνατότητας του μέσου, ενημερωμένου τηλεθεατή να διακρίνει τα δύο εν λόγω τηλεοπτικά κανάλια, ως προς το χαρακτήρα τους και τους φορείς λειτουργίας τους. Προσέτι, η πρώτη εναγόμενη αιτιάται ότι η ένδικη αγωγή ασκείται καταχρηστικά, αφενός επειδή η ενάγουσα, ενώ γνώριζε την από την ίδια χρήση της ένδειξης «Ε» για μακρό χρόνο, σε ουδεμία ενέργεια προέβη, κυρίως προς διαγραφή του ως άνω σήματος «Ε CHANNEL», παρά μόνο όταν αυτή (η πρώτη εναγόμενη) προχώρησε σε σημαντικές επενδύσεις σε υλικοτεχνική υποδομή και έμψυχο δυναμικό, ώστε το κανάλι της να αποκτήσει σημαντική θέση ανάμεσα τους ελληνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, με συνέπεια η ανατροπή της συγκεκριμένης κατάστασης, σε περίπτωση ευδοκίμησης του προκείμενου ενδίκου βοηθήματος και υποχρέωσης της να προβεί σε αλλαγή του τίτλου του σταθμού της, να συνεπάγεται καταστροφικές συνέπειες για την ίδια (την πρώτη εναγόμενη), δεδομένου ότι θα κληθεί να επαναπροσδιορισθεί στο τηλεοπτικό τοπίο με άλλο όνομα, αφετέρου δε, διότι τα σημεία που διακρίνουν τα δύο επίμαχα κανάλια διαφέρουν ουσιωδώς, όπως και το περιεχόμενο τους, με αποτέλεσμα να απευθύνονται σε διαφορετικό κοινό. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος κατατείνει σε (γνήσια) ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ' άρθρο 281 ΑΚ λόγω αδράνειας ή ανοχής της προσβολής αυτού, κατά το μέρος του που δεν στηρίζεται σε αιτιάσεις αρνητικές του αγωγικούπεριεχομένου, ως προς τις οποίες εκτιμάται ως αιτιολογημένη άρνηση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ένεκα (νομικής) αοριστίας, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο VII νομική σκέψη της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, καθότι η πρώτη εναγόμενη δεν εκθέτει ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας, ενόψει των οποίων και της αδράνειας τούτης, η επακολουθήσασα άσκηση των δικαιωμάτων της στα επίδικα διακριτικά γνωρίσματα δια της προκείμενης αγωγής, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, εξέρχεται των ορίων που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη. Επιπλέον, η ως άνω αμυνόμενη διάδικος αναφέρει ότι η ενάγουσα έχει ήδη καταθέσει ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων την από 28.08.2015 αίτηση διαγραφής του ως άνω υπ' αρ. 222652 εθνικού σήματος «Ε CHANNEL» της εν προκειμένω ομοδίκου της, στο οποίο η ίδια, δυνάμει αποκλειστικής άδειας χρήσης από την τελευταία, στηρίζει την επίμαχη τιτλοδότηση του τηλεοπτικού της σταθμού. Ζητά δε, διατεινόμενη ότι το κύριο ζήτημα που έχει υπαχθεί στην κρίση του ως άνω διοικητικού οργάνου με την προαναφερόμενη αίτηση αποτελεί και ουσιώδη πραγματική προϋπόθεση για την επίδικη αγωγή, να ανασταλεί η προκείμενη δίκη μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί αυτής (της αίτησης). Το συγκεκριμένο αίτημα προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο, είναι νόμιμο με έρεισμα στο άρθρο 249 του ΚΠολΔ, και η χρεία αποδοχής του θα εξετασθεί στη συνέχεια κατά την έρευνα της ένδικης διαφοράς στην ουσία της. Η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία ζητά, ακόμα, να εκδοθεί διάταξη της Προέδρου της παρούσας Σύνθεσης, κατ' άρθρο 237 παρ. 6 ΚΠολΔ, με αντικείμενο την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να εξετασθεί στο ακροατήριο, σχετικά με τα ουσιώδη αποδεικτέα ζητήματα, ως μάρτυρας ο οικονομικός διευθυντής της, ..., ή οποιοσδήποτε άλλος κριθεί αναγκαίος εκ των προσώπων που έχουν παράσχει τις από την ίδια προσκομιζόμενες με επίκληση ένορκες βεβαιώσεις. Η αναγκαιότητα αποδοχής και του συγκεκριμένου αιτήματος θα ερευνηθεί ακολούθως στο στάδιο της κατ' ουσία έρευνας της επίδικης υπόθεσης, που προϋποθέτει τη στάθμιση των από τους διαδίκους προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων και, κυρίως, των ενόρκων βεβαιώσεων.
Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε για να χρησιμεύσουν προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και ψηφιακοί δίσκοι ήχου και εικόνας, που εξομοιώνονται με ιδιωτικά έγγραφα και η γνησιότητα τους δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. Ιγ' και 2, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), από την υπ' αριθμ. 8/11.04.2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Λος ʼντζελες των Η.Π.Α. του μάρτυρα ...., η οποία ελήφθη με πρωτοβουλία της ενάγουσας για να χρησιμοποιηθεί σταπλαίσια της προκείμενης δίκης προς υποστήριξη των αγωγικών ισχυρισμών της, ύστερα από νόμιμη πριν από δύο (2) εργάσιμες μέρες κλήτευση των εναγόμενων, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες υπ' αρ. 56Δ/04.04.2016 και 9164Δ/4.04.2016 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Αθηνών ... και ..., αντίστοιχα, σε συνδυασμό με την από 31.03.2016 γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων, από τις υπ' αριθμ. 2265/27.04.2016, 2266/27.04.2016, 2267/27.04.2016, 2268/27.04.2016 και 2269/27.04.2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., των μαρτύρων ..., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν με πρωτοβουλία της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας για να χρησιμοποιηθούν στα πλαίσια της προκείμενης δίκης προς υποστήριξη των αμυντικών ισχυρισμών της, ύστερα από νόμιμη πριν από δύο (2) εργάσιμες μέρες κλήτευση της ενάγουσας, αλλά και της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας - ομοδίκου της, ως εκ του περισσού, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες υπ' αρ. 2429Δ/22.04.2016 και 2430Δ/22.04.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ...., σε συνδυασμό με την από 22.04.2016 γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων (η οποία παραδεκτώς, κατ' άρθρο 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, κοινοποιήθηκε κατά τα ανωτέρω στο δικηγόρο Αθηνών Εμμανουήλ Μαρκάκη, που έχει διορισθεί πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας στα πλαίσια της προκείμενης δίκης, κατ' άρθρο 96 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα, δυνάμει του από 24.03.2016 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου της Πολιτείας της Καλιφόρνια των Η.Π.Α. ... για τις δε ένορκες βεβαιώσεις, βλ. τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, ως αυτά εισήχθησαν με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), από τις ομολογίες των διαδίκων που είτε εξάγονται ευθέως, είτε συνάγονται εμμέσως από τις προτάσεις τους, κατά περίπτωση, και παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρα 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία έχει έδρα στο Λος ʼντζελες των ΗνωμένωνΠολιτειών Αμερικής και από τον Ιούνιο του έτους 1990 λειτουργεί και εκπέμπει το αγγλόφωνο, ψυχαγωγικό κατά περιεχόμενο, τηλεοπτικό κανάλι «Ε!», το οποίο μεταδίδεται στην Αμερική ως καλωδιακό και σε άλλες πάνω από 150 χώρες της υφηλίου συνδρομητικά, μέσω δορυφόρου ή ευρυζωνικής σύνδεσης. Κατά τον παρόντα χρόνο το εν λόγω κανάλι βρίσκει απήχηση σε 88.000.000 τηλεθεατές στις Η.Π.Α. και περίπου 600.000.000 παγκοσμίως, στη δε Ελλάδα μεταδίδεται, στην εγχώρια έκδοση του με ελληνικούς υπότιτλους, από το έτος 2004 μέσω της συνδρομητικής, δορυφορικώς εκπεμπόμενης, τηλεοπτικής πλατφόρμας «NOVA» της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «MULTICHOICE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.», και από το έτος 2013 μέσω της συνδρομητικής, δορυφορικής και με ευρυζωνική σύνδεση διατιθέμενης, πλατφόρμας «ΟΤΕ TV» του ομίλου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΤΕ Α.Ε.», και ήδη «COSMOTE Α.Ε.», σε όλα τα συναφώς διαθέσιμα από τις εν λόγω παρόχους επιμέρους «μπουκέτα» τηλεοπτικών σταθμών (βλ. σχετικά την υπ' αριθμ. 8/11.04.2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Λος ʼντζελες των Η.Π.Α. του μάρτυρα Duccio Donati και αποσπάσματα από τα προγράμματατων ως άνω ψηφιακών πλατφόρμων, που προσκομίζονται με επίκληση από την ενάγουσα). Από δε την ως άνω χρονολογία ίδρυσης της μέχρι και σήμερα η ενάγουσα χρησιμοποιεί, στην παγκόσμια και την ελληνική αγορά, ως κυρίαρχο τμήμα της επωνυμίας της «Ε! ENTERTAINMENT TELEVISION, LLC» και ως διακριτικό τίτλο του ως άνω καναλιού της και, συναφώς, και της επιχείρησης της ίδιας, αλλά και ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα των από αυτή παρεχόμενων τηλεοπτικών υπηρεσιών, την ένδειξη «Ε!», τόσο σε απλή λεκτική μορφή, αλλά, κατά κύριο λόγο, ως απεικόνιση, χωρίς ορισμένη έγχρωμη σύνθεση, με αποτύπωση θαυμαστικού μαύρου χρώματος, εντός της γραμμής του οποίου, πάνω από τετράγωνη τελεία, σε ορθογώνιο πλαίσιο και σε άσπρο χρώμα, παρατίθεται το γράμμα «Ε» (το συγκεκριμένο πραγματικό γεγονός δεν αντικρούεται ειδικώς από την πρώτη εναγόμενη με τις έγγραφες προτάσεις της, με συνεπακόλουθο να θεωρείται ως εμμέσως από αυτή συνομολογημένο κατ' άρθρα 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ένδειξη αυτή, λόγω της ευφάνταστης σύμπλεξης του γράμματος «Ε» με το θαυμαστικό, ως σημείο στίξης, και στη λεκτική, αλλά πρωτίστως στην ως άνω απεικονιστική της διάσταση, είχε αρχική διακριτική δύναμη, λόγω της συνακόλουθης προσφορότητάς της να εξειδικεύσει τις υπηρεσίες της ενάγουσας στο τηλεοπτικό κοινό, αλλά σύντομα απέκτησε και επιγενόμενη διακριτική δύναμη, χρησιμοποιούμενη από την εν λόγω επιτιθέμενη διάδικο, κατά περίπτωση, σε συνδυασμό με τις περιγραφικές ενδείξεις «TV» (συντομογραφία της αγγλικής λέξης «television» για την τηλεόραση) και «ENTERTAINMENT TELEVISION)) (αγγλικός όρος που αποδίδεται στα ελληνικά ως «ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ»), και ταυτίστηκε με αυτή, η οποία και την κατοχύρωσε επιπλέον ως σήμα, υπό πλείστες εκδοχές. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα είναι δικαιούχος: ϊ) του με αριθμό 003235413 λεκτικού κοινοτικού σήματος (το οποίο μετά την ισχύ του, τροποποιητικού του υπ' αριθμ. 207/2009, Κανονισμού 2424/2015, που δεν καταλαμβάνει την προκείμενη αγωγή, κατά τα προαναφερόμενα, καλείται «σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης»), που κατατέθηκε στο Γραφείο για την Εναρμόνιση στην Εσωτερική Αγορά (το οποίο μετά την ισχύ του, τροποποιητικού του υπ' αριθμ. 207/2009, ως άνω Κανονισμού 2424/2015, καλείται «Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης») στις 30.06.2003, καταχωρήθηκε στις 02.03.2005 και ισχύει, νομίμως ανανεωμένο, μέχρι τις 30.06.2023, αποτελείται δε από την προπεριγραφόμενη λεκτική ένδειξη «Ε!» και αφορά προϊόντα των κλάσεων 9 (προεγγεγραμμένο υλικό στο οποίο περιλαμβάνονται εγγραφές ήχου και/ή βίντεο, εγγραφές ήχου και/ή βίντεο σε ταινίες, δίσκους και άλλα μέσα εγγραφής, εγγεγραμμένο υλικό με δυνατότητα τηλεφόρτωσης από επιγραμμικά δίκτυα ηλεκτρονικών υπολογιστών), 38 (υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών μέσω καλωδιακής, επίγειας τηλεόρασης και δορυφόρου, τηλεοπτικές εκπομπές) και 41 (ψυχαγωγικές υπηρεσίες, παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων, υπηρεσίες τηλεοπτικής ψυχαγωγίας, υπηρεσίες ψυχαγωγίας παρεχόμενες μέσω επιγραμμικών δικτύων ηλεκτρονικών υπολογιστών), ii) του με αριθμό 003235521 απεικονιστικού κοινοτικού σήματος, που κατατέθηκε στο Γραφείο για την Εναρμόνιση στην Εσωτερική Αγορά (στο εξής Γ.Ε.Ε.Α.) στις 30.06.2003, καταχωρήθηκε στις 05.11.2004 και ισχύει, νομίμως ανανεωμένο, μέχρι τις 30.06.2023, αποτελείται δε από την ως άνω αναφερόμενη απεικόνιση «Ε!», σε σύμπλεξη με τη φράση «ENTERTAINMENT TELEVISION)), στη βάση της, και αφορά προϊόντα των ίδιων ως άνω κλάσεων 9, 38 και 41, iii) του με αριθμό 008174476 απεικονιστικού κοινοτικού σήματος, που κατατέθηκε στο Γ.Ε.Ε.Α. στις 24.03.2009, καταχωρήθηκε στις 11.12.2009 και ισχύει μέχρι τις 24.03.2019, αποτελείται δε από την ως άνω περιγραφόμενη απεικόνιση «Ε!» και αφορά προϊόντα των ίδιων ως άνω κλάσεων 9, 38 και 41, καθώς και της κλάσης 42 (παροχή ιστοθέσης με τηλεφορτώσιμο λογισμικό, φιλοξενία ιστοθέσης σε σχέση με τηλεοπτικά προγράμματα, περιεχόμενο βίντεο, περιεχόμενο ήχου και ειδήσεις), ΐν) του Μ5 αριθμό 010845931 απεικονιστικού κοινοτικού σήματος, που κατατέθηκε στο Γ.Ε.Ε.Α. στις 27.04.2012, καταχωρήθηκε στις 05.11.2012 και ισχύει μέχρι τις 27.04.2022, αποτελείται δε από την ανωτέρω οριοθετούμενη απεικόνιση «Ε!» και αφορά προϊόντα των ίδιων ως άνω κλάσεων 38 και 41, ν) του με αριθμό 101971 απεικονιστικού εθνικού σήματος, που κατατέθηκε στο Τμήμα Κατάθεσης Σημάτων του (τότε) Υπουργείου Εμπορίου στις 10.12.1990, έγινε δεκτό με την υπ' αρ. 674/1993 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων και ισχύει, νομίμως ανανεωμένο, μέχρι τις 10.12.2020, αποτελείται δε από την ως άνω αναφερόμενη απεικόνιση «Ε!», σε σύμπλεξη με τη φράση «ENTERTAINMENT TELEVISION)), στη βάση της, και αφορά προϊόντα της ίδιας ως άνω κλάσης 9, και νί) του με αριθμό 148202 απεικονιστικού (λεκτικού με απεικόνιση) εθνικού σήματος, που κατατέθηκε στο Τμήμα Κατάθεσης Σημάτων του (τότε) Υπουργείου Ανάπτυξης την 01.10.2002, έγινε δεκτό με την υπ' αρ. 11352/2003 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων και ισχύει, νομίμως ανανεωμένο, μέχρι την 01.10.2022, αποτελείται δε από την προπεριγραφόμενη απεικόνιση «Ε!», και αφορά προϊόντα της ίδιας ως άνω κλάσης 41. Εξάλλου, δεδομένης της αναμετάδοσης του ως άνω καναλιού της από τις συνδρομητικές ψηφιακές πλατφόρμες «NOVA» και «ΟΤΕ TV», με τον τίτλο «Ε! TV», κατά κύριο λόγο, και περιεχόμενο ψυχαγωγικού χαρακτήρα, εγκείμενου σε προγράμματα τύπου «reality» και αναμετάδοση νέων σχετικά με τη ζωή και τη δράση διασημοτήτων από το χώρο του θεάματος, και της συναφούς διάθεσης από την ίδια των σχετικών τηλεοπτικών της υπηρεσιών και στην ελληνική αγορά, υπό την ως άνω κυρίαρχη ένδειξη «Ε!», τόσο στη λεκτική όσο και στην απεικονιστική της διάσταση, κατά τα προαναφερόμενα, αλλά και της επένδυσης από αυτή σημαντικών ποσών για τη διαφημιστική προβολή τους, στη συνείδηση του ελληνικού καταναλωτικού κοινού η συγκεκριμένη ένδειξη, τόσο ως λεκτική όσο και ως απεικονιστική, έχει επικρατήσει ως άρρηκτα συνδεόμενη με τηλεοπτικό προϊόν με τα ως άνω χαρακτηριστικά, το οποίο προέρχεται από την επιχείρηση της ενάγουσας αλλοδαπής εταιρείας. Κατά συνέπεια, οι οικείες λεκτική και απεικονιστική παραστάσεις, οι οποίες λόγω της ιδιάζουσας σύλληψης τους, της εγκείμενης στον ευφάνταστο συνδυασμό του γράμματος «Ε» με το θαυμαστικό, ως σημείο στίξης, έχουσες αρχική και προσλαμβάνουσες βαθμιαίως επιτεινόμενη, εκ της συνεχούς χρήσης τους, διακριτική δύναμη σύμφωνα με τα ανωτέρω, επιτελούν ταυτόχρονα στην ελληνική επικράτεια, ως διασχηματισμοί, και τη λειτουργία ιδιαίτερων διακριτικών γνωρισμάτων των τηλεοπτικών υπηρεσιών της ενάγουσας, κατά την έννοια της παρ. 3 του αρ. 13 του ν. 146/1914, και επιπλέον, η λεκτική τούτων, ένεκα της δια αυτής εξειδίκευσης και στην ελληνική αγορά, επί τη βάσει συναφούς ονοματικής λειτουργίας, της επιχείρησης της ίδιας και του εταιρικού νομικού προσώπου της ως φορέα της τελευταίας, προστατεύεται και ως διακριτικός τίτλος και τμήμα επωνυμίας της, «Ε! ENTERTAINMENT TELEVISION, LLC» (βλ. τα διαλαμβανόμενα στις υπό στοιχεία III, IV και VI μείζονες προτάσεις της παρούσας). Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε πως η δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία (ως προς την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη κατά τα ανωτέρω) είναι δικαιούχος του με αριθμό 222652 απεικονιστικού (λεκτικού με απεικόνιση και ορισμένη έγχρωμη σύνθεση) εθνικού σήματος, το οποίο κατατέθηκε στο Τμήμα Κατάθεσης Σημάτων του (τότε) Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας την 20.08.2013, έγινε δεκτό με την υπ' αρ. ΕΞ 4809/21.10.2013 απόφαση της αρμόδιας εξετάστριας (υπό την ισχύ του νέου νόμου για τα σήματα ως άνω 4072/2012), ισχύει μέχρι την 20.08.2023, αποτελείται από την λεκτική ένδειξη «Ε Channel)), με το γράμμα «Ε» να απεικονίζεται, σε πλάγια θέση, σε καλλιτεχνική ευμεγέθη σχεδίαση, με λευκό χρώμα εντός κόκκινου πλαισίου, και τη λέξη «Channel» να παρατίθεται στη βάση του, επίσης σε πλάγια θέση, με γράμματα μαύρου χρώματος και πολύ μικρότερου μεγέθους, και διακρίνει υπηρεσίες των κλάσεων 35 (διαφήμιση), 38 (τηλεπικοινωνίες, τηλεοπτικός σταθμός, διαδικτυακός τόπος, μετάδοση πληροφοριών μέσω διαδικτύου) και 41 (εκπαίδευση, επιμόρφωση, ψυχαγωγία, αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες). Δυνάμει δε του από 30.01.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού, με ισχύ από την 01.01.2015 έως την 31.12.2016, το οποίο αποτελεί συνέχεια του από 31.12.2013 αρχικού, με ισχύ από την 01.10.2013 έως την 31.12.2014, η ως άνω δεύτερη των αμυνόμενων διαδίκων, κατά τον παρόντα χρόνο, έχει παράσχει στην εν προκειμένω ομόδικο της, πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, την αποκλειστική άδεια χρήσης του ως άνω σήματος, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για να διακρίνει την από μέρους της παροχή τηλεοπτικών και συναφώς υπηρεσιών, με οποιονδήποτε τρόπο, τεχνικό μέσο, μεθοδολογία και τεχνολογία η ίδια αποφασίσει, χωρίς εδαφικό περιορισμό, και κυρίως για να διακρίνει τον εκπέμποντα εντός της ελληνικής επικράτειας τηλεοπτικό σταθμό, ιδιοκτησίας της (βλ. άρθρο 1 του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού). Εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη, από το Σεπτέμβριο του έτους 2003, κατόπιν αγοράς του ραδιοφωνικού σταθμού «902 αριστερά στα FM», ο οποίος διέθετε άδεια πανελλαδικής εκπομπής δυνάμει της υπ' αριθμ. 22414/Ε3/2992/03.11.1993 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Κ.Υ.Α.) των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών, Οικονομικών, Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Β' 843/05.11.1993), και μέχρι τον παρόντα χρόνο, λειτουργεί τηλεοπτικό σταθμό πανελλήνιας εμβέλειας υπό τη λεκτική διακριτική ένδειξη «EPSILON TV» και την απεικόνιση του γράμματος «Ε» σε ελαφρώς πλάγια, τετραγωνισμένη γραφή, εντός ερυθρού στρογγυλού ασπιδίου, με ανάγλυφη αποτύπωση τόσο του περιβλήματος του τελευταίου όσο και του ίδιου του γράμματος σε ασημί απόχρωση, και τη συνοδεία τούτων (ένδειξης και απεικόνισης), κατά περίπτωση, με τις φράσεις «ENTERTAINMENT GREEK TELEVISION)) ή «ENTERTAINMENT NEWS GREEK TELEVISION)), οι οποίες και αποδίδονται στα ελληνικά, σε ελεύθερη μετάφραση, ως «ελληνική τηλεόραση διασκέδασης» και «ελληνική τηλεόραση διασκέδασης και ειδησεογραφίας». Το εν λόγω τηλεοπτικό κανάλι, το οποίο έχει ελληνόγλωσσο πρόγραμμα, με κύριο πυλώνα τις εκπομπές ψυχαγωγικού και ειδησεογραφικού περιεχόμενου, αλλά και τις ελληνικές ταινίες, χωρίς να μεταδίδει καθόλου ξενόγλωσσες παραγωγές (βλ. σχετικές καταχωρίσεις προγράμματος και διαφημιστικές προβολές στον έγγραφο και ηλεκτρονικό τύπο, που προσκομίζει με επίκληση η πρώτη εναγόμενη), εκπέμπει το τηλεοπτικό του σήμα με την αναγραφή, σε σταθερή βάση, στο άνω αριστερό άκρο της οθόνης της τηλεόρασης, της προαναφερόμενης απεικόνισης του γράμματος «Ε» και διαθέτει ιστοσελίδα στο διαδίκτυο υπό την ονομασία πεδίου (domain name)www.epsilontv.gr, από την οποία είναι δυνατή η παρακολούθηση του προγράμματος του διαδικτυακά, χωρίς εδαφικούς περιορισμούς, μέσω της τεχνολογίας live steaming (βλ. εκτυπώσεις πεδίων οθόνης εκ της ως άνω ιστοσελίδας, που προσκομίζει με επίκληση η πρώτη εναγόμενη). Υπό τα ως άνω πραγματολογικά δεδομένα δε, καθίσταται σαφές ότι η πρώτη εναγόμενη χρησιμοποιεί τις προαναφερόμενες ενδείξεις (λεκτικές και απεικόνιση) «εν είδει σημάτων» και «ιδιαίτερων διακριτικών γνωρισμάτων», ήτοι προς διάκριση στις συναλλαγές, τόσο της ίδιας της επιχείρησης της, όσο και των από τούτην προερχόμενων υπηρεσιών ταυτόσημων με αυτές που παρέχει η ενάγουσα εταιρεία μέσω του ως άνω καναλιού της «Ε! TV» και έχει κατοχυρώσει ως εγκείμενες στα πεδία προστασίας των ανωτέρω ενδίκων σημάτων της, κοινοτικών και εθνικών, στον ίδιο επιχειρηματικό τομέα, και δη υπηρεσίες επικοινωνιών μέσων τηλεόρασης, παραγωγής ψυχαγωγικών προγραμμάτων, φιλοξενίας ιστοθέσης σε σχέση με τηλεοπτικά προγράμματα και επιγραμμικής διάθεσης τούτων, όπως και εν γένει σε βίντεο εγγεγραμμένου υλικού, καθώς και διαφήμισης (βλ. τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο V μείζονα πρόταση της παρούσας). Αναφύεται, λοιπόν, κατ' αρχάς, ζήτημα έρευνας του εάν η συγκεκριμένη πρακτική της πρώτης εναγόμενης εγείρει προσβολή των απόλυτων δικαιωμάτων της ενάγουσας επί των προαναφερόμενων διακριτικών γνωρισμάτων της, και δη των εθνικών και κοινοτικών σημάτων, του διακριτικού τίτλου, των ιδιαίτερων διακριτικών γνωρισμάτων και της εμπορικής επωνυμίας της, με θέση στο επίκεντρο της αξιολόγησης και συσχέτισης των διακριτικών σημείων «Ε!» της τελευταίας, ως απεικονιστικό και μη, «Ε» της πρώτης των αμυνόμενων διαδίκων, ως απεικονιστικό και λεκτικό αντίστοιχα, καθώς τούτα είναι τα κυρίαρχα στις επιμέρους συνθέσεις λέξεων και παραστάσεων, ενώ τα λοιπά συμπλεκόμενα με αυτά στοιχεία κατά περίπτωση, όπως «TV», «ENTERTAINMENT», «GREEK», «NEWS», «www.», «gr», «TELEVISION», ως τίθενται στην αγγλική γλώσσα, είναι όλως περιγραφικά και στερούνται διακριτικού χαρακτήρα και, συναφώς, ουσιώδους επιρροής στο σχηματισμό τελικής συνολικής εντύπωσης (βλ. συνδυαστικά τα εκτιθέμενα στις υπό στοιχεία I και II μείζονες προτάσεις της παρούσας, ΠΕΚ, απόφαση της 09.03.2005 επί της υπόθεσης υπ' αρ. Τ-33/2003, Osotspa Co. Ltd vs. ΓΕΕΑ, ΤΝΠ Eur-Lex, και ΔΕΚ, απόφαση της 24.05.2012 επί της υπόθεσης υπ' αρ. C-196/11P, Formula One Licensing BV vs. ΓΕΕΑ και Sports Media Ltd, ομοίως ΤΝΠ Eur-Lex).
Σημειωτέον ότι η χρησιμοποιούμενη από την πρώτη εναγόμενη λεκτική ένδειξη «EPSILON TV» δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ένδειξη «Ε» που χρησιμοποιείται από αυτήν τόσο σε απλή λεκτική μορφή, όσο και σε απεικονιστική μορφή, είτε μόνη της, είτε σε συνδυασμό με άλλες περιγραφικές ενδείξεις, συνιστά προσβολή των απόλυτων δικαιωμάτων της ενάγουσας επί των προαναφερόμενων διακριτικών γνωρισμάτων της. Αρχικά, και ως προς τις βάσεις της προσβολής των εθνικών και κοινοτικών σημάτων, ερευνητέα καθίσταται, λόγω της ταυτότητας των υπηρεσιών που διακρίνονται υπό τις ως άνω ενδείξεις των ανωτέρω εν προκειμένω αντιδίκων, η συνδρομή της περίπτωσης του κανόνα της διπλής ταυτότητας σημείων και υπηρεσιών των άρθρων 9 παρ. 1 περ. α' του Κανονισμού 207/2009 και 125 παρ. 3 περ. α' του ν. 4072/2012, η οποία και κατατείνει σε αποκλεισμό της ανάγκης κατάφασης κινδύνου σύγχυσης για τη στοιχειοθέτηση της τρώσης των οικείων δικαιωμάτων.
Ειδικότερα, οι παρεχόμενες υπό τα ανωτέρω σήματα της ενάγουσας τηλεοπτικές υπηρεσίες είναι ταυτόσημες προς τις υπηρεσίες που διακρίνει η επίδικη ένδειξη «Ε» της πρώτης εναγόμενης, χωρίς να ασκεί επίδραση εν προκειμένω, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την πρώτη εναγόμενη, το γεγονός ότι το τηλεοπτικό κανάλι που αυτή λειτουργεί είναι ελεύθερης λήψης και ότι έχει ελληνόγλωσσο πρόγραμμα, ευρύτερου περιεχομένου που περιλαμβάνει και εκπομπές ειδησεογραφικού περιεχόμενου, σε σύγκριση με το τηλεοπτικό κανάλι της ενάγουσας, το οποίο είναι συνδρομητικό και έχει αμιγώς ψυχαγωγικό πρόγραμμα, στην αγγλική γλώσσα που προβάλλεται στην Ελλάδα με ελληνικούς υπότιτλους, δεδομένου ότι για την εκτίμηση της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. (1) του Κανονισμού 207/2009 λαμβάνονται υπόψη η λίστα των προϊόντων ή υπηρεσιών που κατοχυρώνονται από τα επίμαχα σήματα και όχι τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες που πράγματι διατίθενται στην αγορά υπό τα εν λόγω σήματα (βλ. ΓΔΕΕ, απόφαση της 16.06.2010 επί της υπόθεσης υπ' αρ. Τ-487/2008, KREMEZIN, EU.T.2010.237 σκέψη 71). Μεταξύ της ένδειξης «Ε!» της ενάγουσας, υπό την ανωτέρω λεκτική και απεικονιστική της διάσταση, και της λεκτικής και απεικονιστικής ένδειξης «Ε» της πρώτης εναγόμενης, υφίσταται μεγάλη ομοιότητα, καθώς έγκεινται σε ένα και το αυτό γράμμα. Παρά ταύτα, η παράθεση του θαυμαστικού στην πρώτη, κυρίως υπό την ως άνω απεικονιστική της έκφανση, με την ενσωμάτωση του οικείου γράμματος εντός της ευθείας γραμμής αυτού (του θαυμαστικού) πάνω από την τελεία, η χρήση, ασπιδίου στη δεύτερη εν είδει περιγράμματος, αλλά και η χρωματική αποτύπωση της σε αποχρώσεις του κόκκινου και του ασημί, σε αντίθεση με την πρώτη, η οποία στερείται οποιασδήποτε χρωματικής σύνθεσης, αποτελούν διαφορές που αναιρούν ως προς τούτες (τις δύο ενδείξεις) την έννοια του ταυτόσημου. Κατ' αποτέλεσμα, λοιπόν, για την παραπέρα εξέταση του ενδεχομένου προσβολής των απόλυτων δικαιωμάτων της ενάγουσας επί των ένδικων διακριτικών γνωρισμάτων της, τόσο σε σχέση με τις βάσεις περί προστασίας των κοινοτικών και εθνικών σημάτων της, όσο και ως προς τις λοιπές βάσεις της ένδικης αγωγής, αναγκαία παρίσταται, ως εξάγεται από το όλο εύρος των νομικών παραδοχών της παρούσας, η διερεύνηση της στοιχειοθέτησης κινδύνου σύγχυσης εκ της χρήσης από την πρώτη εναγόμενη του ανωτέρω διακριτικού γνωρίσματος και με πυρήνα το σχηματισμό εντύπωσης στο οικείο καταναλωτικό/τηλεοπτικό κοινό περί συνεργασίας ή ύπαρξης οικονομικού δεσμού μεταξύ αυτής και της εν προκειμένω αντιδίκου της. Συναφώς, πρέπει να εκτεθεί ως προς τον προσδιορισμό του οικείου καταναλωτικού κοινού με βάση τις διακρινόμενες τηλεοπτικές υπηρεσίες (κλάσεις 38 και 41), ότι είναι ο μέσος τηλεθεατής στην Ελλάδα, αλλά και στις λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου αναμεταδίδεται το τηλεοπτικό κανάλι της πρώτης εναγόμενης μέσω της τεχνολογίας live steaming, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι Έλληνες που κατοικούν εκτός Ελλάδας, καθώς και οι χιλιάδες αλλοδαποί που επισκέπτονται τη χώρα μας ιδίως τους θερινούς μήνες, οι οποίοι, εκτός από τα τηλεοπτικά κανάλια ελεύθερης λήψης, δύνανται να έχουν πρόσβαση και σε ψηφιακές συνδρομητικές υπηρεσίες δορυφορικής τηλεόρασης μέσω των καταλυμάτων που επιλέγουν. Ακολούθως, κρίσιμος για την κατάφαση ή μη του υπό διερεύνηση κινδύνου σύγχυσης είναι ο μέσος, έχων τη συνήθη ενημέρωση και την εύλογη προσοχή τηλεθεατής του ευρέος τηλεοπτικού κοινού, ακόμα δηλαδή και αυτός που δεν διαθέτει συστηματική πρόσβαση στις συνδρομητικές ψηφιακές πλατφόρμες «NOVA» και «ΟΤΕ TV», αφενός διότι το τηλεοπτικό κοινό είναι ενιαίο, ανεξαρτήτως εάν παρακολουθεί εκ περιτροπής ή μονίμως κανάλια συνδρομητικά ή/και ελεύθερης λήψης, γι' αυτό, άλλωστε, και τα ποσοστά τηλεθέασης είναι ενιαία, αφετέρου διότι και ο τηλεθεατής αυτός που δεν διαθέτει συστηματική πρόσβαση στις συνδρομητικές ψηφιακές πλατφόρμες, αποτελεί εν δυνάμει συνδρομητή αυτών, άρα πιθανό δέκτη των υπηρεσιών τους στο μέλλον. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι μεταξύ της ένδειξης «Ε!» της ενάγουσας, υπό την ανωτέρω λεκτική και απεικονιστική της διάσταση, και της λεκτικής και απεικονιστικής ένδειξης «Ε» της πρώτης εναγόμενης, υφίσταται ομοιότητα οπτική, ηχητική και εννοιολογική που οδηγεί στην κατάφαση του κινδύνου σύγχυσης ως προς την εμπορική προέλευση των παρεχόμενων υπηρεσιών, ο οποίος, άλλωστε, πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται τα σημεία και τις σχετικές υπηρεσίες και λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση, και ιδίως της αλληλεξαρτήσεως της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων υπηρεσιών (βλ. ΓΔΕΕ, απόφαση της 09.07.2003 επί της υπόθεσης υπ' αρ. Τ-162/2001 Laboratorios RTB vs. ΓΕΕΑ - Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. Π-2821, σκέψεις 29 έως 33 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, συντρέχει ομοιότητα οπτική, αφού οι υπό σύγκριση ενδείξεις αποτελούνται από το γράμμα «Ε» που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο αυτών, όπως, άλλωστε, συνομολογείται και από την πρώτη εναγόμενη στην σελίδα 14 τελευταία παράγραφος και στη σελίδα 18 δεύτερη παράγραφος των προτάσεων της, η οποία, όμως, ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το γράμμα «Ε» αποτελεί κοινόχρηστη ένδειξη που πρέπει να παραμείνει ελεύθερη προς γενική χρήση, ενώ η μονοπώληση της αντίκειται στο δίκαιο των σημάτων και των διακριτικών γνωρισμάτων. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός της πρώτης εναγόμενης κρίνεται νόμω αβάσιμος, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 του Κανονισμού 207/2009 και 121 του Ν. 4072/2012 σήμα μπορεί να αποτελέσει κάθε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων και των γραμμάτων, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων (βλ. ΓΔΕΕ, απόφαση της 08.05.2012 επί της υπόθεσης υπ' αρ. Τ-101/2011 Mizuno ΚΚ KG vs. ΓΕΕΑ, σκέψη 50, σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης ρητώς περιέλαβε σημεία αποτελούμενα από ένα γράμμα στον κατάλογο των παραδειγμάτων στο άρθρο 4 του Κανονισμού 207/2009 των σημείων που μπορούν να συνιστούν κοινοτικό σήμα, ενώ στα άρθρα 7 και 8 του εν λόγω Κανονισμού, σχετικά με την άρνηση της εγγραφής, δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες για τα σημεία που αποτελούνται από ένα συνδυασμό γραμμάτων ή γράμματα που δεν απαρτίζουν λέξη, και επομένως, για τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του Κανονισμού 207/2009 μεταξύ αυτών των σημείων, ισχύουν οι ίδιοι κανόνες όπως εκείνοι που αφορούν τα λεκτικά σημεία που περιλαμβάνουν μια λέξη, ένα όνομα ή έναν όρο [βλ. ΓΔΕΕ, απόφαση της 10.05.2011 επί της υπόθεσης Τ 187/10 Emram vs. ΓΕΕΑ - Guccio Gucci (G), σκέψη 49 και την παρατιθέμενη νομολογία], ακολούθως δε ένα γράμμα είναι από μόνο του ικανό να δώσει σ' ένα σήμα διακριτικό χαρακτήρα). Περαιτέρω, όσον αφορά στην οπτική ομοιότητα των εριζομένων σημείων, αμφότερα παρουσιάζουν ως κυρίαρχο στοιχείο το γράμμα «Ε» κεφαλαίο, γραμμένο με απλούς χαρακτήρες, το οποίο εντυπώνεται αμέσως στη σκέψη και φυλάσσεται στη μνήμη του οικείου καταναλωτικού/τηλεοπτικού κοινού, αφού οι διαφορές μεταξύ των επίμαχων σημείων από απόψεως γραφικών στοιχείων (απεικόνιση για τα σημεία της ενάγουσας, χωρίς ορισμένη έγχρωμη σύνθεση, με αποτύπωση θαυμαστικού μαύρου χρώματος, εντός της γραμμής του οποίου, πάνω από τετράγωνη τελεία, σε ορθογώνιο πλαίσιο και σε άσπρο χρώμα, παρατίθεται το γράμμα «Ε» και απεικόνιση για τα σημεία της πρώτης εναγόμενης του γράμματος «Ε» σε ελαφρώς πλάγια, τετραγωνισμένη γραφή, εντός ερυθρού στρογγυλού ασπιδίου, με ανάγλυφη αποτύπωση τόσο του περιβλήματος του τελευταίου όσο και του ίδιου του γράμματος σε ασημί απόχρωση) είναι ασήμαντες και δεν αποτελούν στοιχεία τα οποία θα παραμείνουν στη μνήμη του οικείου κοινού ως αποτελεσματικά διακριτικά στοιχεία (βλ. ΓΔΕΕ, απόφαση της 13.07.2004 επί της υπόθεσης υπ' αρ. Τ-115/2002 A VEX Inc vs. ΓΕΕΑ, σκέψη 20), δεδομένου ότι ο μέσος καταναλωτής σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων, αλλά είναι αναγκασμένος να εμπιστεύεται την ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 22.06.1999 επί της υπόθεσης υπ' αρ. C-342/1997 Lloyd Schuhfabrik, σκέψη 26). Εξάλλου, συντρέχει ομοιότητα εννοιολογική μεταξύ των υπό σύγκριση σημείων «Ε!» και «Ε», αφού έχουν το ίδιο νόημα, αλλά και ηχητική, αφού είναι μονογραμματικές ενδείξεις σε κεφαλαία γραφή, χωρίς να γίνεται διάκριση εάν πρόκειται για γράμμα συγκεκριμένου αλφαβήτου, αγγλικού ή ελληνικού, ώστε να διαφοροποιείται η προφορική απόδοση των κεφαλαίων γραμμάτων σε «I» κατά την αγγλική απόδοση και «ΕΨΙΛΟΝ» κατά την ελληνική απόδοση, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η πρώτη εναγόμενη, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πλειονότητα των τηλεοπτικών καναλιών που εκπέμπουν στην ελληνική επικράτεια χρησιμοποιούν λεκτικές διακριτικές ενδείξεις στην αγγλική απόδοση, όπως λχ. "ALPHA", "ANTENNA", "MEGA" κλπ. Κατόπιν τούτων, αφού ληφθεί υπόψη το προέχον και κυρίαρχο στοιχείο των αντιπαρατιθέμενων σημείων, ήτοι το γράμμα Ε, καθώς και η συνολική εντύπωση που δημιουργεί καθένα από αυτά (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 12.06.2007 επί της υπόθεσης υπ' αρ. C-334/2005 ΓΕΕΑ vs. Shaker, σκέψη 35 και ΓΔΕΕ, απόφαση της 17.02.2011 επί της υπόθεσης υπ' αρ. ΤΙ 0/2009 F1 σκέψη 31 σύμφωνα με τις οποίες η σφαιρική αξιολόγηση του κινδύνου σύγχυσης πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σημεία αυτά, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των προεχόντων και κυρίαρχων στοιχείων τους), κρίνεται ότι συντρέχει πιθανότητα επέλευσης κινδύνου σύγχυσης του οικείου καταναλωτικού κοινού, με έρεισμα την εσφαλμένη εντύπωση ότι το επίμαχο τηλεοπτικό κανάλι «Ε» της πρώτης εναγόμενης σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ενάγουσα ή ότι υφίσταται σχέση οικονομικής ή επιχειρηματικής συνεργασίας μεταξύ τους, και, μάλιστα, λόγω του αυτοπροσδιορισμού του καναλιού της πρώτης εναγόμενης και ως «ENTERTAINMENT GREEK TELEVISION)), ότι το εν λόγω κανάλι αποτελεί το ελληνικό παράρτημα του διεθνούς καναλιού «Ε!». Εξάλλου, για την κατάφαση, εν προκειμένω, του κινδύνου σύγχυσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ιδιαίτερος διακριτικός χαρακτήρας της λεκτικής και της απεικονιστικής ένδειξης «Ε!» της ενάγουσας, η οποία έχει επικρατήσει ως άρρηκτα συνδεόμενη με τηλεοπτικό προϊόν που προέρχεται από την επιχείρηση της και η οποία, λόγω της ιδιάζουσας σύλληψης της, της εγκείμενης στον ευφάνταστο συνδυασμό του γράμματος «Ε» με το θαυμαστικό, ως σημείο στίξης, έχει αρχική και προσλαμβάνουσα βαθμιαίως επιτεινόμενη, εκ της συνεχούς χρήσης της, διακριτική δύναμη σύμφωνα με τα ανωτέρω (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 29.09.1998 επί της υπόθεσης υπ' αρ. C-39/1997 Canon, σκέψη 24 και ΓΔΕΕ, απόφαση της 25.03.2010 επί της υπόθεσης υπ' αρ. Τ-5/2008 έως Τ-7/2008, σκέψη 65 σύμφωνα με τις οποίες ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να αξιολογηθεί ο κίνδυνος σύγχυσης, ο οποίος αυξάνεται ανάλογα με τη διακριτική δύναμη του προγενέστερου σήματος).
Εντούτοις, ένα μέλος του Δικαστηρίου, και δη ο Εισηγητής, έχει την ακόλουθη διαφοροποιημένη γνώμη σχετικά με την αξιολόγηση της ως άνω πρακτικής της πρώτης εναγόμενης επί τη βάσει των αγωγικών αιτιάσεων περί προσβολής των απόλυτων δικαιωμάτων της ενάγουσας επί των ενδίκων διακριτικών γνωρισμάτων της και, συναφώς, της εις βάρος της εκπόρευσης πρακτικής αθέμιτου ανταγωνισμού από την πρώτη των αντιδίκων της, η οποία ερείδεται στις κάτωθι παραδοχές: α) Το διακριτικό σημείο «Ε!» της ενάγουσας, όπως προαναφέρθηκε, προσλαμβάνει ως σημαντικό διαφοροποιητικό στοιχείο το θαυμαστικό, τόσο στη λεκτική του διάσταση, |ip%o, πολύ περισσότερο, στην απεικονιστική του, καθώς σε τούτη παρατίθεται εντός ιδιότυπης σχεδίασης του συγκεκριμένου σημείου στίξης και, μάλιστα, στο πλαίσιο της ευθείας γραμμής άνωθεν της τελείας αυτού. Ως προς τη συγκεκριμένη παράμετρο, λοιπόν, αποκλίνει σημαντικά από τα δύο διακριτικά σημεία «Ε» και «EPSILON» της πρώτης εναγόμενης. Και, πέραν αυτού, όμως, το εν λόγω διακριτικό σημείο «Ε!», ως εκ της σχεδίασης του σε αναφορά προς το συγκεκριμένο γράμμα και σημείο στίξης, σε ασπρόμαυρο φόντο, χωρίς χρωματική σύνθεση, αφίσταται σημαντικά τόσο από το πρώτο προαναφερόμενο απεικονιστικό σημείο της πρώτης εναγόμενης, λόγω της εντελώς διαφορετικής σχεδίασης του, με πυρήνα μεν το ίδιο γράμμα, αλλά εντός ανάγλυφου στρογγυλού ασπιδίου σε χρώματα κόκκινο και ασημί, όσο και από το δεύτερο ως άνω λεκτικό σημείο, λόγω της σύμπλεξης σε τούτο, μαζί με το αρχικό γράμμα «Ε», και έξι ακόμα γραμμάτων του λατινικού αλφαβητικού, ήτοι των «Ρ», «S», «I», «L», «Ο» και «Ν», προς σχηματισμό της λέξης «EPSILON». Προσέτι, μεταξύ των ως άνω ενδείξεων αναφύεται και σημαντική ηχητική ανομοιότητα, η οποία προσλαμβάνει ως βάση την προφορά του γράμματος «Ε» στην αγγλική και στην ελληνική γλώσσα, η διαφορετική αξιολόγηση σε αναφορά με έκαστη των οποίων καθίσταται αναπόφευκτη, λόγω αφενός της αλλοδαπής προέλευσης και του αγγλόφωνου αποκλειστικά χαρακτήρα του τηλεοπτικού καναλιού της ενάγουσας, παράμετροι οι οποίες, κατά τα διδάγματα της κοινής πρακτικής, υπαγορεύουν την εξειδίκευση και προσφώνηση του με την ορολογία τη αγγλικής γλώσσας, και, αφετέρου, της ημεδαπής προέλευσης, του ελληνικού προγράμματος και της εκπομπής μέσω τηλεοπτικού σήματος στην ελληνική επικράτεια του καναλιού της πρώτης εναγόμενης, δεδομένα τα οποία, κατά τη λογική, επιβάλλουν την προσφώνηση και τιτλοδότησή του κατά την ελληνική ορολογία. Υπό το πρίσμα αυτό, η ένδειξη «Ε!» της ενάγουσας, παραπέμποντας εννοιολογικά στο γράμμα της αγγλικής αλφαβήτου «e», προφέρεται, τόσο στην παγκόσμια όσο και στην ελληνική οικεία συναλλακτική πραγματικότητα, ως «ι», ενώ η απεικονιστική ένδειξη «Ε» της πρώτης εναγόμενης, σε άμεση σύμπλεξη με τη συζυγή της λεκτική «EPSILON» στη λατινική γραφή, προσιδιάζει στο γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου «ε» και προφέρεται ως «έψιλον». Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη σύμπλεξη των εν λόγω δύο ενδείξεων, η οποία άγει αναπόδραστα στην αυτόθροη και ευθεία ταύτιση της απεικονιστικής εξ αυτών με το ελληνικό γράμμα «έψιλον», εξάγεται από την ταυτόχρονη παράθεση τους, όχι μεν σε σταθερή βάση σε τμήμα της οθόνης του τηλεοπτικού καναλιού της πρώτης εναγόμενης, αλλά σε πλείστες διαφημιστικές καταχωρίσεις της εν λόγω διαδίκου, τόσο στον υλικό κόσμο όσο και στο διαδίκτυο, οι οποίες είναι πρόσφορες, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να δημιουργήσουν εικόνα άρρηκτης σύνδεσης τους στο μέσο αποδέκτη των οικείων τηλεοπτικών υπηρεσιών, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, καθώς δέχεται συστηματικά προσλαμβάνουσες για τα τηλεοπτικά πράγματα και προγράμματα από τον έγγραφο και ηλεκτρονικό τύπο (βλ. τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την πρώτη εναγόμενη, με αναφορά της φράσης, «EPSILON TV», διαφημίσεις του επίδικου καναλιού της στον τύπο, καταχωρίσεις περί αυτού και του προγράμματος του σε τηλεοπτικά περιοδικά και στο διαδίκτυο, στις ιστοσελίδες των προαναφερόμενων ψηφιακών συνδρομητικών πλατφόρμων, καθώς και εκτυπώσεις από επιμέρους πεδία της ιστοθέσης της www.epsilontv.gr). Κατά τα ανωτέρω, λοιπόν, καθίσταται σαφές ότι μεταξύ των υπό κρίση διακριτικών σημείων της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης συντρέχει οπτική, ηχητική, αλλά και εννοιολογική απόκλιση, η οποία δεν είναι νοητό να εκφύγει την αντίληψης του μέσου ενημερωμένου και ευλόγως. προσεκτικού τηλεθεατή, β) Η διακριτική ένδειξη «Ε!» έχει μεν προσλάβει παγκόσμια αναγνωρισιμότητα λόγω της αναμετάδοσης του ομότιτλου καναλιού της ενάγουσας «Ε! TV» σε πολλές χώρες του κόσμου, στην ελληνική επικράτεια, όμως, δεν έχει προσκτήσει αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα, ήτοι σημαντική ικανότητα να εξειδικεύει τις συγκεκριμένες υπηρεσίες της εν λόγω διαδίκου στο ελληνικό τηλεοπτικό κοινό, και τούτο διότι το συγκεκριμένο κανάλι μεταδίδεται στην ελληνική επικράτεια μόνο μέσω των δύο ψηφιακών συνδρομητικών πλατφόρμων «NOVA» και «ΟΤΕ TV», στις οποίες, ως συνάγεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας, με δεδομένο το απαιτούμενο κατά μήνα αντίτιμο συνδρομής και την επί του παρόντος συντρέχουσα οξύτατη οικονομική κρίση, έχει πρόσβαση ένα μικρό μέρος των Ελλήνων τηλεθεατών (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 04.05.1997 επί των υποθέσεων Ο¬Ι 08/97 και C-109/97, Windsurfing Chiemsse, ΤΝΠ Eur-Lex). γ) Σε συνέχεια της αμέσως παραπάνω παραδοχής, επισημαίνεται ότι στην Ελλάδα, ο μέσος καταναλωτής των τηλεοπτικών υπηρεσιών των ως άνω δύο ψηφιακών συνδρομητικών πλατφόρμων «NOVA» και «ΟΤΕ TV», μέσω των οποίων διατίθεται το σήμα του καναλιού «E!TV», ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος και η αντίληψη του οποίου αναδεικνύεται σε κύρια παράμετρο της ^μ-^στάθμισης περί συνδρομής κινδύνου σύγχυσης στην ένδικη περίπτωση, αφού τούτος αποτελεί τον τελικό αποδέκτη των τηλεοπτικών προγραμμάτων και της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, και όχι μόνο της τελευταίας, προσλαμβάνοντας τη δυνατότητα συγκριτικής αυτών επισκόπησης (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 29.04.2004 επί της υπόθεσης υπ' αρ. C-371/02, Procordia, ΤΝΠ Eur-Lex, ιδίως σκέψη 25, καθώς και τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο II μείζονα πρόταση της παρούσας), καταβάλει κατά μήνα αντίτιμο συνδρομής που εγγίζει ή ξεπερνάει τα πενήντα (50) ευρώ, με συνεπακόλουθο, ένεκα της δυσμενέστατης οικονομικής κατάστασης που επί του παρόντος υφίσταται στη χώρα, να θεωρείται ότι απηχεί μίας μέτριας και προς τα άνω οικονομικής δυνατότητας και να έχει, συναφώς, μόρφωση ή/και αυξημένη συναλλακτική πείρα. Επιπλέον, πληρώνει κατά μήνα το σημαντικό ως άνω ποσό για να απολαύει μια υπηρεσία οικιακής διασκέδασης που, κατά την ευρεία αντίληψη, σύμφωνα τα υφιστάμενα οικονομικά δεδομένα της χώρας, θεωρείται πολυτελής και για το περιεχόμενο της οποίας λαμβάνει ενδελεχή πληροφόρηση, είτε μέσω των ιστοσελίδων των ως άνω πλατφόρμων είτε μέσω της τακτικής αποστολής προωθητικών μπροσούρων του προγράμματος τους. Με βάση τα δεδομένα αυτά, λοιπόν, ο μέσος εν λόγω τηλεθεατής, παρακολουθώντας το κανάλι «Ε! TV» της ενάγουσας και το κανάλι της «Ε» της πρώτης εναγόμενης, είτε στα πλαίσια του ψηφιακού μπουκέτου της συνδρομητικής τηλεόρασης που διαθέτει, αφού το τελευταίο περιλαμβάνεται και στις δύο ως άνω ψηφιακές πλατφόρμες, είτε το δεύτερο (το κανάλι της πρώτης εναγόμενης) και μέσω του ελεύθερου ψηφιακού σήματος, δεν είναι πιθανό, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να σχηματίσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα δύο εν λόγω κανάλια ανήκουν στον αυτό όμιλο, ότι το ελληνόφωνο αποτελεί την ελληνική έκδοση του αγγλόφωνου ή ότι μεταξύ των εν προκειμένω διαδίκων εταιρειών που τα λειτουργούν συντρέχει οικονομικός δεσμός ή επιχειρηματική συνεργασία. Στη τη μη αποδοχή της πιθανότητας πρόκλησης του συγκεκριμένου κινδύνου σύγχυσης, κατατείνει και το γεγονός ότι το κανάλι της ενάγουσας εκπέμπει στην Ελλάδα συνεχώς αγγλόφωνο πρόγραμμα, υπό ελληνικούς υπότιτλους, και με αποκλειστικό αντικείμενο εκπομπές τύπου reality και ενημέρωσης για τη ζωή και τις δραστηριότητες των διασημοτήτων της παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας, ενώ το κανάλι της πρώτης εναγόμενης μεταδίδει πρόγραμμα αποκλειστικά στα ελληνικά, διόλου ξενόγλωσσο, με πολλές ενημερωτικές εκπομπές και εκπομπές τύπου «gossip», με ευρέως γνωστούς στο ελληνικό τηλεοπτικό γίγνεσθαι δημοσιογράφους και παρουσιαστές (όπως λ.χ. οι ... κ.α.), αλλά και ελληνικές ταινίες. Εξάλλου, και το κοινό που αποκτά πρόσβαση στο κανάλι της πρώτης εναγόμενης διαδικτυακά, από οποιοδήποτε τοπικό σημείο, μέσω της ιστοσελίδας της www.epsilontv.gr, προσλαμβάνει ποιοτικά χαρακτηριστικά που αποκλείουν, τον ως άνω κίνδυνο σύγχυσης, καθότι, σύμφωνα με τους κανόνες τη κοινής πρακτικής περί τα τηλεοπτικά πράγματα, αποτελείται από ομιλούντες την ελληνική γλώσσα, που επισκέπτονται την ιστοσελίδα του συγκεκριμένου καναλιού για να δουν το πρόγραμμα του μέσω weh tv, ακριβώς επειδή αποβλέπουν σε αυτό, μεταξύ των απειράριθμων site επιγραμμικής αναμετάδοσης τηλεοπτικού σήματος που λειτουργούν στο διαδίκτυο, γνωρίζοντας την ταυτότητα του και τα χαρακτηριστικά των εκπομπών του και, έχοντας, σε κάθε περίπτωση, τη δυνατότητα να λάβουν άμεση γνώση τούτων από τις πληροφορίες που αναγράφονται σε πλείστα εμφανέστατα σημεία στην οικεία ιστοθέση. Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι και το κοινό των αλλοδαπών τουριστών που κατακλύζει την ελληνική επικράτεια, κυρίως κάθε καλοκαίρι, αποτελεί ένα δυναμικά εναλλασσόμενο κοινό, με μεγάλο αριθμό μελών που δεν μιλούν την αγγλική γλώσσα και δεν έχουν πρόσβαση μέσω των καταλυμάτων που επιλέγουν σε ψηφιακές συνδρομητικές υπηρεσίες δορυφορικής τηλεόρασης· αλλά και όσοι εκ τους εν λόγω αλλοδαπούς επισκέπτες ομιλούν την αγγλική και έχουν πρόσβαση στα προαναφερόμενα δύο κανάλια των εν προκειμένω αντιδίκων, αφενός λόγω της ολιγοήμερης παραμονής τους στη χώρα και της μη κατ' αυτή κυρίας ενασχόλησης τους με τη θέαση τηλεοπτικών εκπομπών, δεν είναι δυνατό να νοηθούν ως ουσιώδες ποιοτικά υποσύνολο του τηλεοπτικού κοινού της ελληνικής επικράτειας, αφετέρου δε και ως προς τούτους, κατά τους κανόνες της λογικής, αποκλείεται η συνδρομή του κατά τα ως άνω κινδύνου σύγχυσης, ακριβώς ένεκα του διαφορετικού περιεχομένου των προγραμμάτων των εν λόγω δύο καναλιών και των ανομοιοτήτων που κατεδείχθησαν ανωτέρω σχετικά με τα διακριτικά σημεία που τα εξειδικεύουν, δ) Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των συνδρομητών των προαναφερόμενων δύο ψηφιακών πλατφόρμων NOVA» και «ΟΤΕ TV», οι οποίοι έχουν πρόσβαση στο τηλεοπτικό σήμα του καναλιού «Ε! TV» της ενάγουσας, ανέρχεται συνολικά, ως η ίδια η εν λόγω διάδικος συνομολογεί στις έγγραφες προτάσεις της, στις περίπου 670.000€. Ο αριθμός αυτός, λόγω αφενός μεν της δραματικής μείωσης της αγοραστικήςδύναμης του καταναλωτικού κοινού, που οφείλεται στην τεράστια ανεργία, στις περικοπές στις συντάξεις και τους μισθούς, του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, καθώς και στη βαρύτατη φορολογία που έχει επιβληθεί, κυρίως στους πολίτες με μικρά και μεσαία εισοδήματα, αφετέρου δε της αύξησης των τελών της συνδρομητικής τηλεόρασης (γεγονότα που είναι κοινά της πάσι και αποκρυσταλλώνουν τη δυσμενέστατη οικονομική κατάσταση της χώρας επί τους παρόντος), σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήδη βαίνει συρρικνούμενος και δεν δύναται, συναφώς, να θεωρηθεί ότι απηχεί σε σημαντικό τμήμα των σχετικών συναλλακτικών κύκλων περί την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι το ενεργό τηλεοπτικό κοινό στην ελληνική επικράτεια ξεπερνά τα επτά εκατομμύρια, με συνεπακόλουθο, ακόμα και αν γινόταν δεκτή η παραπλάνηση του μικρού αυτού τμήματος των τηλεθεατών/καταναλωτών σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, να μην ήταν αρκετό τούτη για την κατάφαση σχετικά κινδύνου σύγχυσης (βλ. τα εκτιθέμενα σε σημείο της υπό στοιχείο I νομικής σκέψης της παρούσας), ε) Κατά παν ενδεχόμενο, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι κρίσιμος για την κατάφαση ή μη του υπό διερεύνηση στην προκείμενη διαφορά κινδύνου σύγχυσης είναι ο μέσος, έχων τη συνήθη ενημέρωση και την εύλογη προσοχή τηλεθεατής του ευρέος τηλεοπτικού κοινού, ακόμα δηλαδή και αυτός που δεν διαθέτει συστηματική πρόσβαση στις προαναφερόμενες ψηφιακές πλατφόρμες, υπό την έννοια του εν δυνάμει συνδρομητή αυτών, άρα και του δέκτη των υπηρεσιών τους ως πιθανού στο μέλλον καταναλωτή, και πάλι δεν είναι νοητό να γίνει αποδεκτή η κατάφαση τέτοιου κινδύνου σύγχυσης, καθώς, ως προαναφέρθηκε, ο συγκεκριμένος τηλεθεατής ενημερώνεται συστηματικά από τον ειδικό σχετικά τύπο, αλλά και από τον γενικής ύλης, τόσο έγγραφο όσο και ηλεκτρονικό, για τους τηλεοπτικούς σταθμούς που εκπέμπουν στην ελληνική επικράτεια και τα προγράμματα τους, και έχει, συναφώς, σχηματίσει μια σαφή εικόνα του ελληνικού τηλεοπτικού τοπίου και της ταυτότητας των σταθμών που το συνθέτουν. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, λοιπόν, εξάγεται ότι στην ένδικη περίπτωση δεν συντρέχει πιθανότητα επέλευσης κινδύνου σύγχυσης του οικείου τηλεοπτικού κοινού εκ της χρήσης από την πρώτη εναγόμενη, για την εξειδίκευση του πανελλήνιας εμβέλειας ομότιτλου τηλεοπτικού σταθμού της, των ως άνω διακριτικών σημείων «Ε» και «EPSILON», προς θεμελίωση προσβολής των απόλυτων δικαιωμάτων της ενάγουσας επί των ως άνω εθνικών και κοινοτικών σημάτων, διακριτικού τίτλου, ιδιαίτερων διακριτικών γνωρισμάτων και εμπορικής επωνυμίας, που έχουν ως πυρήνα την ένδειξη «Ε!», καθώς και ότι, ένεκα της έλλειψης του ουσιώδους αυτού στοιχείου, ουδεμία παράνομη πρακτική αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος της εν προκειμένω επιτιθέμενης διαδίκου εκ μέρους της πρώτης των αντιδίκων της, με βάση ακριβώς την επίκληση ομοιότητας μεταξύ των εν λόγω σημείων, δύναται να καταγνωσθεί στην ένδικη περίπτωση. Επομένως, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας υπό στοιχεία II, III, IV, V και VI, η προκειμένη αγωγή και ως προς την πρώτη εναγόμενη πρέπει να απορριφθεί λόγω ουσιαστικής αβασιμότητας.
Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών καταφάσκεται, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, η από την πρώτη εναγόμενη προσβολή των απολύτων δικαιωμάτων της ενάγουσας επί των ενδίκων κοινοτικών και εθνικών σημάτων, διακριτικού τίτλου, διακριτικών γνωρισμάτων υπηρεσιών και εμπορικής επωνυμίας. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι ανωτέρω πράξεις της πρώτης εναγόμενης εμπίπτουν και στο πραγματικό του άρθρου 1 του ν. 146/1914, καθώς πρόκειται για πράξεις ανταγωνισμού, με σκοπό ανταγωνισμού, και επιπλέον συντρέχουν τα στοιχεία, τα οποία προσδίδουν σ' αυτές τον χαρακτήρα της αντιθέσεως στα χρηστά ήθη. Και τούτο διότι η πρώτη εναγόμενη επωφελείται από την έλξη που τα σήματα της ενάγουσας ασκούν στο ευρύ καταναλωτικό/τηλεοπτικό κοινό, καθώς και την αναγνωρισιμότητά τους για να προσελκύσει τηλεθεατές χωρίς αυτή να μοχθήσει προς τούτο ή να καταβάλει το οποιοδήποτε χρηματικό αντάλλαγμα, αλλά στηριζόμενη στην εμπορική προσπάθεια που έχει καταβάλει η ενάγουσα για να οικοδομήσει και να εδραιώσει την αναγνωρισιμότητά των σημάτων της, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε κοινοτικό και παγκόσμιο επίπεδο. Ακολούθως, αποδεικνύεται η ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης της πρώτης εναγόμενης προς την ενάγουσα, για την κατάγνωση της οποίας αρκεί και η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού (βλ. ΕφΘες 743/2009, ΔΕΕ 2009,1339, ΕφΑΘ 6012/2005, ΔΕΕ 2006, 278 και Ν. Ρόκας, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, 2η έκδοση, σελ. 184 επ.), η οποία, εν προκειμένω προκύπτει, δεδομένου ότι πρόκειται για δραστηριοποίηση της πρώτης εναγόμενης στον ίδιο επιχειρηματικό τομέα της παροχής τηλεοπτικών υπηρεσιών, αλλά και συμπεριφορά αυτής που αντίκειται καταφανώς στην καλή πίστη και στα χρηστά συναλλακτικά, ήθη, καθώς συνιστά αθέμιτη, άνευ οικονομικού ανταλλάγματος, υποκινούμενη από πρόθεση ανταγωνισμού, παρασιτική εκμετάλλευση της τεράστιας διαφημιστικής αξίας και της έντονης διακριτικής δύναμης των επίδικων σημάτων και λοιπών διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας και αμαυρώνει το διακριτικό χαρακτήρα και τη φήμη τους, αφού δημιουργείται στο κοινό η εσφαλμένη αίσθηση πως τούτα κατέστησαν κοινόχρηστα. Εξάλλου, το αίτημα της πρώτης εναγόμενης με αντικείμενο να αναβληθεί η συζήτηση της προκείμενης αγωγής, κατ' άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση απόφασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων επί της από 28.08.2015, εκ μέρους της ενάγουσας, αίτησης διαγραφής του ως άνω υπ' αρ. 222652 εθνικού σήματος «Ε CHANNEL)) της ομοδίκου της, στο οποίο η ίδια, δυνάμει αποκλειστικής άδειας χρήσης από την τελευταία, στηρίζει την επίμαχη τιτλοδότηση του τηλεοπτικού της σταθμού, κρίνεται απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, δεδομένου ότι για να αποτελέσει η αναμενόμενη κρίση του ως άνω διοικητικού οργάνου στέρεη βάση για την αξιολόγηση της επίδικης διαφοράς, θα πρέπει να διέλθει και τη βάσανο των διοικητικών δικαστηρίων, και σε δεύτερο βαθμό, προς λήψη τελεσίδικης απόφασης, διαδικασία, όμως, που, ως εξάγεται από τα δεδομένα της κοινής πείρας περί τα δικαστικά πράγματα, είναι εξαιρετικά μακρόχρονη και, υπό αυτή την οπτική, η ενδεχόμενη αποδοχή του υπό εξέταση αιτήματος θα καθιστούσε εκκρεμή την παρούσα αντιδικία για ανεπίτρεπτα μακρύ χρονικό διάστημα. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να επισημανθεί ότι το υπ' αρ. 222652 εθνικό σήμα «Ε CHANNEL)) της δεύτερης εναγόμενης δεν ταυτίζεται με την επίδικη ένδειξη «Ε» που χρησιμοποιείται από την πρώτη εναγόμενη και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας δίκης, και ως εκ τούτου η διάγνωση της κρινόμενης διαφοράς δεν εξαρτάται από την ενδεχόμενη διαγραφή του εν λόγω σήματος, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Επιπλέον, ομοίως λόγω ουσιαστικής αβασιμότητας, πρέπει να απορριφθεί και το έτερο αίτημα της πρώτης εναγόμενης να εκδοθεί διάταξη του παρόντος Δικαστηρίου, κατ' άρθρο 237 παρ. 6 του ΚΠολΔ, περί αναβολής της συζήτησης και εξέτασης στο ακροατήριο του, χορηγήσαντος ένορκη βεβαίωση, μάρτυρας της, …, ή οποιουδήποτε άλλου κριθεί σκόπιμο, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν κρίνεται αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, λόγω του σχηματισμού δικανικής πεποίθησης του Δικαστηρίου βάσει του προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού, με τις επιπρόσθετες επισημάνσεις ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν θα αναμενόταν να εισφέρει στη διαδικασία κάτι πρόσθετο πέραν των όσων κατέθεσε στην οικεία αριθμ. 2265/27.04.2016 ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., και ότι για τα αποδεικτέα ζητήματα που την αφορούν η εν λόγω αμυνόμενη διάδικος, χάριν της πληρότητας, έχει προσκομίσει ακόμα τέσσερις ένορκες βεβαιώσεις. Συνεπώς, δεδομένης της στοιχειοθέτησης της προσβολής των επίδικων κοινοτικών και εθνικών σημάτων, διακριτικού τίτλου, διακριτικών γνωρισμάτων υπηρεσιών και εμπορικής επωνυμίας της ενάγουσας και της συνυφασμένης με αυτή πρακτικής αθέμιτου ανταγωνισμού της πρώτης εναγόμενης σε βάρος της, αλλά και της κατάφασης της συνέχισης της συγκεκριμένης αντισυναλλακτικής και παράνομης πρακτικής μέχρι και τον παρόντα χρόνο, συντρέχει έννομο συμφέρον της ενάγουσας να διαταχθεί η άρση και η παράλειψη της στο μέλλον αναφορικά με τη χρήση από την πρώτη εναγόμενη της ένδειξης «Ε» είτε σε απλή λεκτική μορφή (ως γράμμα μόνο), είτε σε μορφή λογοτύπου/απεικονιστική, καθόσον δεν αποδείχθηκε η εκ μέρους της συνδυαστική χρήση της επίδικης ένδειξης με άλλες περιγραφικές ενδείξεις, ούτε η πρόθεση τέτοιας χρήσης στο μέλλον. Επομένως, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της ως προς την πρώτη εναγόμενη και ως προς όλες τις αντικειμενικά σωρρευόμενες βάσεις της προσβολής σήματος, διακριτικού γνωρίσματος και αθέμιτου ανταγωνισμού κατά τα άρθρα 1 και 13 του ν. 146/1914 και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να παύσει και να παραλείπει στο μέλλον τη χρήση ως διακριτικού τίτλου, ονόματος ή σήματος του τηλεοπτικού της καναλιού, καθώς και σε σχέση με τηλεοπτικές εν γένει υπηρεσίες, της ένδειξης «Ε», είτε σε απλή λεκτική μορφή (ως γράμμα μόνο), είτε σε μορφή λογοτύπου/απεικονιστική, καθώς και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να αφαιρέσει την ανωτέρω ένδειξη από πάσης φύσεως υλικούς ή άυλους φορείς που σχετίζονται με την επιχείρηση της, όπως από την άνω αριστερή γωνία της οθόνης του τηλεοπτικού σήματος που εκπέμπει το τηλεοπτικό κανάλι της, από τους τίτλους των τηλεοπτικών εκπομπών της, από κάθε δημόσια επικοινωνία από το διαδίκτυο, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από τη διαφήμιση από τις εφαρμογές για φορητές συσκευές μέσω των οποίων αναμεταδίδεται το ως άνω κανάλι, καθώς και από τα τιμολόγια και τα επιστολόχαρτα της. Επιπλέον πρέπει να απειληθεί σε βάρος της πρώτης εναγόμενης χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για κάθε παραβίαση των ως άνω διατάξεων. Εξάλλου, στην επίδικη περίπτωση πρέπει να δημοσιευθεί το διατακτικό της παρούσας σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών, κατά τα αγωγικώς αιτούμενα, για λόγους ενημέρωσης του καταναλωτικού κοινού, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, εκ της φύσης της επίδικης προσβολής ως αφορώσας σήμα/διακριτικό γνώρισμα και αθέμιτο ανταγωνισμό σχετιζόμενο και με απώλεια πελατείας, η καθυστέρηση στην εκτέλεση των καταψηφιστικών διατάξεων, θα προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα, ως εκ τούτου, συντρέχει εξαιρετικός λόγος να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η προκείμενη απόφαση ως προς τις ανωτέρω καταψηφιστικές τις διατάξεις, (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το συναφές παρεπόμενο αίτημα της ενάγουσας. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της πρώτης εναγόμενης λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη.
Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της δεύτερης εναγόμενης και της ενάγουσας.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.
Δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.
Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη να παύσει και να παραλείπει στο μέλλον τη χρήση ως διακριτικού τίτλου, ονόματος ή σήματος του τηλεοπτικού της καναλιού, καθώς και σε σχέση με τηλεοπτικές εν γένει υπηρεσίες, της ένδειξης «Ε», είτε σε απλή λεκτική μορφή (ως γράμμα μόνο), είτε σε μορφή λογοτύπου/απεικονιστική.
Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη να αφαιρέσει την ανωτέρω ένδειξη από πάσης φύσεως υλικούς ή άυλους φορείς που σχετίζονται με την επιχείρηση της, όπως από την άνω αριστερή γωνία της οθόνης του τηλεοπτικού σήματος που εκπέμπει το τηλεοπτικό κανάλι της, από τους τίτλους των τηλεοπτικών εκπομπών της, από κάθε δημόσια επικοινωνία από το διαδίκτυο, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από τη διαφήμιση από τις εφαρμογές για φορητές συσκευές μέσω των οποίων αναμεταδίδεται το ως άνω κανάλι, καθώς και από τα τιμολόγια και τα επιστολόχαρτα της.
Απειλεί σε βάρος της πρώτης εναγόμενης χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για κάθε παραβίαση των ως άνω διατάξεων.
Διατάσσει τη δημοσίευση του διατακτικού της απόφασης, με επιμέλεια της ενάγουσας και με δαπάνες της πρώτης εναγόμενης, στις εκδιδόμενες στην Αθήνα εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ».
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή όσον αφορά τις ανωτέρω καταψηφιστικές διατάξεις.
Επιβάλλει στην πρώτη εναγόμενη τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία προσδιορίζει στα πεντακόσια πενήντα (550) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21.09.2016
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 21.10.2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου