Πραγματικά περιστατικά (το κείμενο της απόφασης σε link στο τέλος του κειμένου) :
Ο προσφεύγων, Αφγανός υπήκοος, εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την Ελλάδα. Τον Φεβρουάριο του 2009 έφτασε στο Βέλγιο, όπου ζήτησε άσυλο. Σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο (165), το βελγικό Γραφείο Αλλοδαπών ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να αναλάβουν την ευθύνη για την αίτηση ασύλου και διέταξε τον αιτούντα να φύγει από τη χώρα. Ο προσφεύγων υπέβαλλε αίτηση για την αναστολή της απόφασης απέλασής του στην Ελλάδα, η οποία απορρίφθηκε. Στο μεσοδιάστημα, οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν στο βελγικό γραφείο αλλοδαπών, ένα τυποποιημένο έγγραφο με το οποίο αναλάμβαναν την ευθύνη τους να εξετάσουν την αίτηση ασύλου, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι ο αιτών θα είναι σε θέση να υποβάλει αίτηση ασύλου κατά την άφιξή του στη χώρα. Ακολούθως, στις 15 Ιουνίου του 2009 ο αιτών στάλθηκε πίσω στην Ελλάδα. Κατά την άφιξή του τέθηκε αμέσως υπό κράτηση για τέσσερις ημέρες, σε ένα κτίριο δίπλα στο αεροδρόμιο, με άθλιες συνθήκες, κατά τους ισχυρισμούς του. Στις 18 Ιουνίου του 2009 απελευθερώθηκε και του χορηγήθηκε πράσινη κάρτα, με την προειδοποίηση να παρουσιαστεί στις αρμόδιες αρχές και να δηλώσει τη διεύθυνση του, ώστε να του κοινοποιηθεί η πορεία της αίτησής του. Ο αιτών, καθώς δεν είχε κατοικία και άρα διεύθυνση, δεν παρουσιάστηκε καν στις αρμόδιες αρχές και μην έχοντας κανένα μέσο επιβίωσης, έζησε στο δρόμο. Αργότερα, καθώς προσπαθούσε να φύγει παρανόμως από την Ελλάδα, συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση για μία εβδομάδα στο κτίριο δίπλα στο αεροδρόμιο, όπου φέρεται να ξυλοκοπήθηκε από την αστυνομία. Μετά την απελευθέρωσή του, συνέχισε να ζει στο δρόμο.
Όταν η κάρτα του αιτούντος άσυλο ανανεώθηκε το Δεκέμβριο του 2009, ελήφθησαν μέτρα για να βρεθεί κάποιο κατάλυμα, χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα.
Το ΕΔΑΔ με την απόφασή του καταδίκασε τόσο την Ελλάδα, όσο και το Βέλγιο για παραβίαση των άρθρων 3 και 13 της ΕΣΔΑ. Την μεν Ελλάδα άμεσα, λόγω της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στους αιτούντες άσυλο στα κέντρα συγκέντρωσής τους, και ιδίως για τις συνθήκες κράτησης και διαβίωσης (166), καθώς και τις αποτυχίες της διαδικασίας ασύλου και τον κίνδυνο της απέλασης στη χώρα καταγωγής τους, χωρίς σοβαρή εξέταση της ουσίας της αίτησης τους και χωρίς πρόσβαση σε μια αποτελεσματική θεραπεία (167).
Το δε Βέλγιο, εμμέσως, εξαιτίας της απομάκρυνσης του αιτούντος άσυλο στην Ελλάδα, όπου εκτέθηκε σε μεταχειρίσεις που είναι αντίθετες με τις εγγυήσεις της Σύμβασης.
Η απόφαση αυτή είναι διδακτική από πολλές απόψεις.
Καταρχάς, από πλευράς ουσίας ενισχύει τα δικαιώματα των προσώπων αιτούντων άσυλο (168), επιβεβαιώνοντας την αρχή της μη επαναπροώθησης (169). Όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα της ευθύνης του Βελγίου - λόγω της μεταφοράς του αιτούντος άσυλο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ- το Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τις βασικές αρχές της Bosphorus (170), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν τίθεται πεδίο εφαρμογής της, δεδομένου ότι:
«…οι Βελγικές Αρχές θα μπορούσαν, σύμφωνα με τον Κανονισμό, να μην προωθήσουν τον προσφεύγοντα, αν είχαν θεωρήσει ότι το κράτος προορισμού, δηλαδή η Ελλάδα, δεν πληρούσε τις υποχρεώσεις της απέναντι στη Σύμβαση (…) Συνεπώς το Δικαστήριο θεωρεί ότι το επίδικο μέτρο που έλαβαν οι Βελγικές Αρχές δεν υπαγόταν αυστηρά στις διεθνείς έννομες υποχρεώσεις που δεσμεύουν το Βέλγιο». (171)
Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο στηριζόμενο στο γράμμα της παρ. 2 του άρθρου 3 του Κανονισμού, γνωστή και ως «ρήτρα κυριαρχίας», εκτίμησε ότι οι Βελγικές Αρχές διέθεταν τη διακριτική ευχέρεια - γεγονός που τις τοποθετεί αυτόματα εκτός του πεδίου της Bosphorus - να εφαρμόσουν τη ρήτρα κυριαρχίας και να εξετάσουν οι ίδιες, την αίτηση ασύλου. Επιπλέον, έλαβε δεόντως υπόψη του ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της απόφασής των αρμόδιων εθνικών αρχών, είχαν ήδη δημοσιευτεί μια σειρά από αντικειμενικά στοιχεία (172), τα οποία τους επέτρεπαν, να γνωρίζουν την επικρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα και την έλλειψη εγγυήσεων προστασίας σε αυτή, των αιτούντων άσυλο.
Δεν μπορεί παρά να διακρίνει κανείς τη μομφή που επιρρίπτει το Δικαστήριο, μέσω της διαπίστωσης παραβίασης σε βάρος της Ελλάδος και του Βελγίου, στο σύστημα του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ της ΕΕ και στις εγγενείς του αδυναμίες (173), επισημαίνοντας εμμέσως, πλην σαφώς, την ανάγκη τροποποίησης του (174). Το ΕΔΑΔ με την απόφασή του εφιστά την προσοχή των κρατών μελών σε ένα ζήτημα ιδιαίτερα ευαίσθητο και πολιτικά λεπτό, όπως αυτό του ασύλου.
Από την άλλη, μια δεύτερη ανάγνωση της απόφασης αναδεικνύει κρίσιμα ζητήματα που έχουν προκαλέσει έντονη συζήτηση και προβληματισμό, στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ένωσης στην ΕΣΔΑ. Πιο αναλυτικά, αποφαινόμενο το ΕΔΑΔ ότι οι Βελγικές Αρχές, κατ’ ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, απέκλεισαν την εφαρμογή της ρήτρας κυριαρχίας, εκ των πραγμάτων κλήθηκε να ερμηνεύσει - έστω κι ακροθιγώς - την επίμαχη διάταξη του ενωσιακού δικαίου. Και ναι μεν, η συγκεκριμένη διάταξη φάάνηκε αρκετά σαφής, ώστε εύκολα το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμά του, όμως διερωτάται κανείς τι θα γίνει σε μια μελλοντική περίπτωση, όπου τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό πλαίσιο της υπόθεσης θα είναι πιο περίπλοκα. (175) Ο ως άνω προβληματισμός άπτεται ενός γενικότερου· εκείνου της διατήρησης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ΕΕ (176) κατά τη διαδικασία προσχώρησης, πρωτίστως δε του αποκλειστικού προνομίου (177) του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου να «εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία των Συνθηκών» (178).
Μαγδαληνή Ε. Γαλίτου
----------------------------------------------------163 ΕΔΑΔ(Τμήμα μείζονος συνθέσεως) 21.01.2011, MSS/Βελγίου και Ελλάδος, 30696/09, Reports of Judgements and Décisions 2011.
164 Το «σύστημα του Δουβλίνου» στοχεύει στην εφαρμογή ενός κοινού συστήματος ευρωπαϊκού ασύλου και καθορίζει, μεταξύ άλλων, τους κανόνες προσδιορισμού του Κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου από υπήκοο τρίτης χώρας. Βασική επιδίωξή του είναι η εξασφάλιση ότι κάθε αιτών έχει πρόσβαση σε διαδικασία ασύλου, εμποδίζοντας την εξέταση της αίτησης από περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Ειδικότερα, τα κριτήρια και οι μηχανισμοί καθορισμού του αρμόδιου κράτους προβλέπονται από τον υπ’ αριθμ. 343/2003 Κανονισμό του Συμβουλίου της 18.02.2003 («Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ» ΕΕ L 50 της 25.2.2003, σ. 1-10). Ο κανονισμός αυτός αντικατέστησε με πράξη κοινοτικού δικαίου, τις διατάξεις της Σύμβασης Δουβλίνου του 1990 («Δουβλίνο Ι»).
165 Το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού 343/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 10 παρ. 1 αυτού, ορίζει ως αρμόδιο κράτος για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου, το κράτος εκείνο στο οποίο ο αιτών εισήλθε για πρώτη φορά στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
166 MSS,ό.π. σκ.264.
167 MSS,ό.π. σκ.321.
168 Ωστόσο, και λαμβάνοντας υπόψη τον απόλυτο χαρακτήρα του άρθρου 3 της Σύμβασης, έχει επισημανθεί από τον πρώην Πρόεδρο του Δικαστηρίου, Costa J. ότι «δεν είναι στις προθέσεις και στους σκοπούς του Δικαστηρίου να αποτελέσει ένα δικαστήριο επόμενου βαθμού στις υποθέσεις μεταναστευτικού χαρακτήρα από όλη την Ευρώπη, καθώς και ότι ένα διεθνές δικαστήριο δεν μπορεί να επωμιστεί ένα τέτοιο βάρος. Γι’ αυτό εναπόκειται στα κράτη μέλη να προβλέψουν και να θεσπίσουν εσωτερικές διαδικασίες που να αντιμετωπίζουν τα ζητήματα αυτά».[Costa J.P., On the Legitimacy of the European Court of Human Rights’ Judgments, EuConst:2 (2011)σ.173-182 (181)]. 169 Άρθρο 33 Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες, διαθέσιμη σε http://www2.ohchr.org/english/law/refugees.htm, επίσκεψη 22.11.2012 και σε Παπασιώπη-Πασιά Ζ. Δίκαιο καταστάσεως αλλοδαπών, Β’ έκδοση (2004), Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ.157-158 και 177).
170 MSS,ό.π. σκ.338.
171 MSS,ό.π. σκ.340.
172 MSS, ό.π. σκ.347-350. Με τις σκέψεις του αυτές το Δικαστήριο δικαιολόγησε και τους λόγους που οδήγησαν το ίδιο στην αλλαγή της προηγούμενης οικείας νομολογίας του, την οποία και επικαλέστηκε η Βελγική Κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία: α) στην περίπτωση κράτους που έχει την ιδιότητα του μέλους της Σύμβασης και φαίνεται να έχει προβλέψει διαδικασία αιτήσεως ασύλου που τηρεί την Σύμβαση, τότε η μεταφορά αιτούντος άσυλο σε αυτό, από άλλο κράτος δεν συνιστά έμμεση επαναπροώθηση και παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του τελευταίου [ΕΔΑΔ (απόφαση παραδεκτού) 07.03.2000, Τ.Ι/Ηνωμένου Βασιλείου, 43844/1998, Reports of Judgments and Decisions 2000-III] και β) η Ελλάδα, ελλείψει αντίθετης αποδείξεως τεκμαίρεται ότι θα τηρήσει το άρθρο 3 της Σύμβασης καθώς και τις υποχρεώσεις της από το κοινοτικό δίκαιο, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις σε θέματα διαδικασίας και υποδοχής αιτούντων άσυλο [ΕΔΑΔ (απόφαση παραδεκτού) 02.12.2008, K.R.S./Ηνωμένου Βασιλείου,32733/08, αδημ].
173 Βλ. τη συγκλίνουσα γνώμη στην απόφαση του δικαστή Ροζάκη, ο οποίος περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη σημερινή κατάσταση στα εξωτερικά σύνορα των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως των ελληνικών, γεγονός που φαίνεται να μη λαμβάνεται επαρκώς υπόψη από τη μεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου και του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ.
174 Η πεποίθηση αυτή ότι η εν λόγω απόφαση θα ωθήσει τη διαδικασία αναθεώρησης του συστήματος ασύλου, όπως διαμορφώνεται από τον Κανονισμό Δουβλίνου σήμερα, αποκαλύπτεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στην μερικώς συγκλίνουσα-μερικώς διαφωνούσα γνώμη στην απόφαση του Δικαστή Sajo, ο οποίος «χαιρετεί το μεγαλύτερο μέρος των συνεχειών που θα δοθούν κατά πάσα πιθανότητα στην απόφαση αυτή, δηλαδή την αναμενόμενη βελτίωση της διαχείρισης των διαδικασιών ασύλου που υπάγονται στο σύστημα του Δουβλίνο».
175 Αναλυτικά για το ζήτημα αυτό βλ. Jacque (2011) ό.π. σ.1013-1014.
176 Το Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 8 της Συνθήκης Λισαβόνας και συγκεκριμένα το άρθρο 1 απαιτεί η συμφωνία προσχώρησης στην ΕΣΔΑ μεταξύ της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης να «εκφράζει την ανάγκη διαφύλαξης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ΕΕ και του δικαίου της, ιδίως όσον αφορά α) την ενδεχόμενη συμμετοχής της Ένωσης στα ελεγκτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, β) τα μέσα για τον προσδιορισμό στις ατομικές προσφυγές του αρμόδιου καθ’ ου ή των αρμοδίων καθ’ ων, μεταξύ της ΕΕ και ενός ή περισσότερων Κρατών Μελών. Για μια ενδελεχής παρουσίαση των ερμηνειών της σχετικής πρόβλεψης, βλ. Mahoney P. (2011), ό.π. (18-22).
177 Πρβλ. Γνωμοδότηση 1/91 του Δικαστηρίου της 14.12.1991 σχετικά με τη σχέδιο συμφωνίας της Κοινότητας με τις Χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και την δημιουργία Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, Συλλογή 1991, Ι-6079 με κρίσιμες σκέψεις τις 34-35.
178 Άρθρο 19 ΣΕΕ/Λ.
Διαβάστε την απόφαση του Δικαστηρίου : CASE OF M.S.S. v. BELGIUM AND GREECE (Application no. 30696/09)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου