Α. Τοποθέτηση του προβλήματος.
Μετά την ψήφιση του Ν. 4139/2013, που τροποποίησε το άρθρο 261 ΑΚ, τα δικαστήρια της ουσίας προβληματίζονται σχετικά με την εφαρμογή της νέας διάταξης του άρθρου 261 ΑΚ επί εκκρεμών υποθέσεων. Κύρια αιτία του προβληματισμού είναι η τυχόν απαγόρευση της εφαρμογής αυτής στο άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ , αλλά και στο άρθρο 7 παρ. 1 Συντ.
Για την κατανόηση του προβληματισμού θα φέρουμε ένα παράδειγμα:
Ο Α τελεί ένα πλημμέλημα τον Μάιο του 2008. Ο Β, ζημιωθείς από το πλημμέλημα αυτό, υποβάλλει άμεσα (τον Μάιο του 2008) έγκληση, δηλώνοντας ταυτόχρονα καθ’ όλα σύννομα και παράσταση πολιτικής αγωγής. Τελικά, η υπόθεση προσδιορίζεται να συζητηθεί στο ακροατήριο για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2013, χωρίς μέχρι τότε να επαναληφθεί η δήλωση παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. Ερωτάται, λοιπόν, με δεδομένο ότι ο χρόνος έναρξης ισχύος του Ν. 4139/2013 τοποθετείται στις 20.3.2013 (ημερομηνία δημοσίευσής του στο ΦΕΚ), αν ο πολιτικώς ενάγων πρέπει (μετά από σχετική ένσταση του κατηγορουμένου) να αποβληθεί από τη διαδικασία ή όχι. Και τούτο διότι υπό την προγενέστερη μορφή του άρθρου 261 ΑΚ η αξίωση του ζημιωθέντος θα είχε παραγραφεί, ενώ υπό το νέο καθεστώς η διακοπή της παραγραφής διαρκεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
Β. Η τροποποίηση του άρθρου 261 ΑΚ με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013 και η επίδρασή της στην ποινική δίκη.
Με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013 αντικαταστάθηκε το άρθρο 261 ΑΚ, το οποίο προβλέπει πλέον στην παρ. 1 ότι η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής και αρχίζει πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης, στην παρ. 2 ότι αν οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων απ’ αυτούς, η παραγραφή αρχίζει πάλι 6 μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ενώ στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύδει την πρόοδο της δίκης και στην παρ. 3 ότι οι διατάξεις του άρθρου 261 ΑΚ υπό τη νέα της μορφή εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (1).
Με βάση τη νέα αυτή διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ πρέπει να γίνει δεκτό ότι μετά τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία, η οποία συνιστά άσκηση αγωγής(2) και μάλιστα ανεξάρτητα αν η δήλωση αυτή γίνεται στην προδικασία ή στο ακροατήριο, διακόπτεται η παραγραφή, χωρίς να ξαναρχίζει όπως συνέβαινε υπό το προγενέστερο καθεστώς. Η επανέναρξη της παραγραφής τοποθετείται χρονικά μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Στα πλαίσια της ποινικής δίκης δεν φαίνεται να έχει εφαρμογή η παρ. 2 του άρθρου 261 ΑΚ, που προβλέπει επανέναρξη της παραγραφής σε περίπτωση αδράνειας των διαδίκων και μη διενέργειας της προβλεπόμενης διαδικαστικής πράξης, καθώς σε αντίθεση με την πολιτική δίκη η έναρξη και πρόοδος της ποινικής διαδικασίας δεν εξαρτάται από τη βούληση και τις ενέργειες των διαδίκων(3). Επομένως, εφόσον ο ζημιωθείς από το έγκλημα δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας είτε στην προδικασία είτε στη διαδικασία στο ακροατήριο, η παραγραφή της αξίωσής του διακόπτεται και η διακοπή αυτή ισχύει μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Η έκταση αυτή της διακοπής της παραγραφής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, ισχύει χωρίς άλλες προϋποθέσεις και χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια από τον ζημιωθέντα. Διευκρινίζεται μόνο ότι η δήλωση της παράστασης πολιτικής αγωγής πρέπει να γίνεται από τον ζημιωθέντα μέχρι τη συμπλήρωση της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας παραγραφής της αξίωσής του.
Σε σχέση με τις εκκρεμείς κατά την ψήφιση του Ν. 4139/2013 υποθέσεις η παρ. 3 του άρθρου 261 ΑΚ προβλέπει εφαρμογή των νέων διατάξεων του άρθρου αυτού. Εννοείται, βέβαια, ότι η έκταση της διακοπής της παραγραφής μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης επί εκκρεμών υποθέσεων προϋποθέτει τη μη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4139/2013, δηλ. μέχρι την 20.3.2013, οπότε και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ο Ν. 4139/2013, καθώς δεν νοείται αναβίωση της παραγεγραμμένης αξίωσης.
Γ. Το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ και η εφαρμογή του νεότερου ευνοϊκού ποινικού νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ «αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις». Κατά την ερμηνεία της διάταξης αυτής η απολύτως κρατούσα στη νομολογία θέση, αλλά και η κρατούσα τουλάχιστον κατά το παρελθόν άποψη της θεωρίας, δέχεται ότι το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με τους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους, ενώ αντίθετα οι ποινικοί δικονομικοί κανόνες έχουν αναδρομική ισχύ(4). Αντίθετα, σημαντική μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει πλέον ότι είναι επιτρεπτή η λειτουργική μεταφορά του άρθρου 7 παρ. 1 Συντ. και στο χώρο της ποινικής δικονομίας, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η εφαρμογή δυσμενέστερου για τον κατηγορούμενο ποινικού δικονομικού νόμου(5).
Δ. Η εφαρμογή του νέου άρθρου 261 ΑΚ επί εγκλημάτων που τελέστηκαν πριν την 20.3.2013.
Μετά τη σύντομη παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει σήμερα την παραγραφή της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος, ανακύπτει το ερώτημα αν η εφαρμογή του άρθρου 261 ΑΚ υπό τη νέα της μορφή σε υποθέσεις εκκρεμείς κατά την ψήφιση του Ν. 4139/2013 ή ακόμα και επί εγκλημάτων που τελέστηκαν πριν την ψήφιση του Ν. 4139/2013, αλλά για τις οποίες δεν είχε ξεκινήσει η ποινική διαδικασία, προσκρούσει στο άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ ή στο άρθρο 7 παρ. 1 Συντ. Η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό και ως προς τα δύο σκέλη του πρέπει να είναι αρνητική για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ δεν είναι ποινική (ουσιαστική ή δικονομική), αλλά καθαρά αστικού χαρακτήρα. Ρυθμίζει αποκλειστικά και μόνο την προθεσμία παραγραφής της αστικής αξίωσης του ζημιωθέντος. Το γεγονός ότι με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής εισάγεται στο ποινικό δικαστήριο αστική αξίωση δεν είναι αρκετό για να χαρακτηριστεί η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ ως ποινική. Η νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, τα δικαιώματά του και η θέση του στην ποινική δίκη δεν επηρεάζονται από τη νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, αλλά εξακολουθούν να ρυθμίζονται με τον ίδιο τρόπο. Επομένως, ως προς τα ζητήματα αυτά, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη θέση του κατηγορουμένου, δεν επήλθε καμία μεταβολή με το Ν. 4139/2013.
Δεύτερον, δεν μπορούμε, βέβαια, να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η παραμονή ενός προσώπου υπό την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη, που υπό το προγενέστερο καθεστώς θα είχε αποφευχθεί, μπορεί να συνιστά χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου. Αυτό, όμως, θα προϋπέθετε ότι ήδη πριν την ψήφιση του Ν. 4139/2013 συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού-αποβολής του ζημιωθέντος από την ποινική διαδικασία, ο οποίος έχει πλέον αρθεί με τη νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει στην υπό εξέταση περίπτωση. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η εφαρμογή του νέου άρθρου 261 ΑΚ στις εκκρεμείς υποθέσεις προϋποθέτει ότι μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4139/2013 δεν έχει παραγραφεί η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος. Επομένως, μέχρι το χρόνο εκείνο ο πολιτικώς ενάγων, που είχε ήδη δηλώσει την παράστασή του, νομίμως συμμετείχε στην ποινική διαδικασία. Εκείνο που μεταβάλλεται με το νέο άρθρο 261 ΑΚ είναι ότι πλέον δεν υποχρεούται ο πολιτικώς ενάγων να διακόψει με οποιαδήποτε άλλη ενέργειά του την παραγραφή της αξίωσής του, που έχει ήδη εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο. Επίσης, στις περιπτώσεις εγκλημάτων που τελέστηκαν πριν την ψήφιση του Ν. 4139/2013, αλλά ακόμα δεν είχε δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής, η δήλωση της παράστασης πρέπει να γίνει εντός της προθεσμίας παραγραφής, όπως και υπό το προγενέστερο καθεστώς, με τη διαφορά ότι πλέον η διακοπή της παραγραφής διαρκεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Επομένως, και μετά την ψήφιση του Ν. 4139/2013 η θέση του πολιτικώς ενάγοντος δεν μεταβάλλεται ούτε αποκτά ο ίδιος σε βάρος του κατηγορουμένου περισσότερα δικαιώματα από εκείνα που του αναγνώριζε το προγενέστερο καθεστώς.
Τυχόν αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή, παρά το ότι η αστική αξίωση του ζημιωθέντος δεν έχει παραγραφεί, εντούτοις χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου από την παραμονή του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία, θα στηριζόταν σε ένα εντελώς υποθετικό συλλογισμό: συγκεκριμένα στο παράδειγμα που αναφέρθηκε στην αρχή της μελέτης η αντίθετη άποψη θα στηριζόταν στην υπόθεση ότι από τον Μάρτιο του 2013, που άρχισε να ισχύει το νέο άρθρο 261 ΑΚ, μέχρι τον Μάιο του 2013, οπότε θα παραγραφόταν υπό το προηγούμενο καθεστώς η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος, ο τελευταίος δεν θα ενεργούσε καμία διαδικαστική πράξη για τη διακοπή της παραγραφής της αξίωσής του. Με τέτοιες υποθέσεις, όμως, δεν μπορεί να θεμελιωθεί αδράνεια του πολιτικώς ενάγοντος ούτε να στερηθεί αυτός του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματός του για παροχή έννομης προστασίας. Εξάλλου, μάλλον το αντίθετο συμπέρασμα πρέπει να συναχθεί, ότι δηλαδή ο ζημιωθείς δεν προέβη σε καμία ενέργεια ακριβώς διότι γνώριζε την νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, που δεν του επιβάλλει σχετική υποχρέωση.
Και τρίτον, ακόμα και αν αναγνωριστεί στη διάταξη του νέου άρθρου 261 ΑΚ «ποινικός χαρακτήρας», κατά το μέτρο που επηρεάζει την παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη, η διάταξη αυτή θα ανήκει σε κάθε περίπτωση στο χώρο του ποινικού δικονομικού δικαίου και επομένως υπό την απολύτως κρατούσα στη νομολογία θέση δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 7 παρ. 1 Συντ. και 2 παρ. 1 ΠΚ.
Συμπέρασμα: το νέο άρθρο 261 ΑΚ εφαρμόζεται και επί εγκλημάτων που τελέστηκαν πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4139/2013, αρκεί μέχρι το χρονικό αυτό σημείο (20.3.2013) να μην είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος. Αν για τα εγκλήματα αυτά είχε δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής ήδη πριν την ψήφιση του Ν. 4139/2013, τότε η ήδη διακοπείσα παραγραφή διαρκεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια του πολιτικώς ενάγοντος. Αν, όμως, δεν είχε δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4139/2013, η δήλωση αυτή πρέπει να γίνει μέχρι τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, οπότε η διακοπή της παραγραφής διαρκεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης(6).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Για μία πρώτη προσέγγιση της νέας διάταξης του άρθρου 261 ΑΚ βλ. Κ.Μακρίδου, η νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ (Άρθρο 101 § 1 ν. 4139/2013) για την παραγραφή «εν επιδικία», ΝοΒ (62/2014), σελ. 249 επ., Δ.Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, η νέα ρύθμιση για τη διακοπή παραγραφής με την έγερση της αγωγής. Μία πρώτη προσέγγιση των προβλημάτων, ΕΠολΔ (2013), σελ. 441 επ.
2. Βλ. έτσι ενδεικτικά ΑΠ 617/2010, ΠραξΛογΠΔ (2010), 51, Αρμ (2010), 887, ΑΠ 925/2009, ΠοινΧρ (Ξ/2010), 226, ΠοινΔικ (2009), 1080, ΕλλΔνη (50/2009), 1548, ΝοΒ (58/2010), 746, ΑΠ 2702/2008, ΠοινΧρ (ΝΘ/2009), 975, ΑΠ 747/2006, ΠοινΧρ (ΝΖ/2007), 156, ΠοινΛογ (2006), 596, ΤριμΕφΠατρ 689/1996 (με σύμφ. ΕισΠροτ (Α.Ζύγουρα)), ΝοΒ (44/1996), 1046. Βλ. αναλυτικά σε Χ.Σεβαστίδη, κώδικας ποινικής δικονομίας (ερμηνεία κατ’ άρθρο), τομ. Ι, 2011, άρθρο 63, αριθ. 19.
3. Βλ. έτσι και Α.Πάντο, η νέα ρύθμιση του 261 ΑΚ για τη διακοπή της παραγραφής της αστικής αξίωσης και οι συνέπειες επί της παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), σελ. 252, Χ.Σεβαστίδη, κώδικας ποινικής δικονομίας (ερμηνεία κατ’ άρθρο), ενημέρωση τόμων Ι και ΙΙ, 2015, σελ. 125
4. Βλ. ενδεικτικά για το ζήτημα αυτό ολΑΠ 390/1992 (: για την εφαρμογή νεότερου νόμου σχετικά με την περάτωση της κύριας ανάκρισης), ΠοινΧρ (ΜΒ/1992), 522, Υπερ (1992), 1115, ΕλλΔνη (33/1992), 937, ΝοΒ (40/1992), 910, ΑΠ 410/2005 (: για την αλλαγή του καθ’ ύλη αρμόδιου δικαστηρίου), ΠοινΔικ (2005), 919 (περίλ.), ΣυμβΑΠ 177/2005 (: για την εφαρμογή νεότερου νόμου σχετικά με την περάτωση της κύριας ανάκρισης), ΠοινΔικ (2005), 557, ΣυμβΑΠ 464/2003 (: για την εφαρμογή νεότερου νόμου σχετικά με την περάτωση της κύριας ανάκρισης), ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), 38, ΠοινΛογ (2003), 514, ΝοΒ (51/2003), 1700, ΣυμβΕφΛαρ 311/1994 (: για την τροποποίηση διατάξεων σχετικά με την επιβολή, διατήρηση και χρονική διάρκεια της προσωρινής κράτησης), Υπερ (1995), 526, ΣυμβΑιγ 7/1981 (: για την τροποποίηση διατάξεων σχετικά με την επιβολή, διατήρηση και χρονική διάρκεια της προσωρινής κράτησης), ΠοινΧρ (ΛΑ/1981), 380.
5. Βλ. έτσι Ν.Ανδρουλάκη, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, γ΄ έκδ. (2007), σελ. 10 επ., Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, γ΄ έκδ. (2006), σελ. 9 επ., Λ.Μαργαρίτη, ποινική δικονομία-ένδικα μέσα, τομ. Ι, γ΄ έκδ. (2005), σελ. 60 επ., Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), στ΄ έκδ. (2012), σελ. 6, Θ.Παπαδόπουλο, τα χρονικά όρια ισχύος των ποινικών δικονομικών νόμων, Υπερ (1994), σελ. 95 επ., Ε.Φυτράκη, η απαγόρευση της αναδρομικότητας στην ποινική δίκη, 1998, σελ. 149 επ. και 249 επ.
6. Βλ. έτσι κατ’ αποτέλεσμα και Α.Πάντο, ό.π., σελ. 253, Χ.Σεβαστίδη, κώδικας ποινικής δικονομίας (ερμηνεία κατ’ άρθρο), ενημέρωση τόμων Ι και ΙΙ, 2015, σελ. 125.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη, 2015, σελ. 673 επ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου