Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Οι αναμνήσεις ενός νομικού από την Λειψία

Κάνοντας κλικ  εδώ  θα βρείτε ένα κείμενο στα γερμανικά (σε 5 τμήματα) του Rudolf Mothes, που υπήρξε δικηγόρος στην Λειψία της Σαξωνίας για περίπου 50 χρόνια (από τις αρχές του 20ου αιώνα· πέθανε το 1968).  

Στο πρώτο τμήμα του κειμένου -που μπορείτε να κατεβάσετε και απευθείας κάνοντας κλικ εδώ- στις σελίδες 140 επ., θα βρείτε την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διήγηση του συγγραφέα για τις παραδόσεις στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λειψίας, όπου ο Mothes φοίτησε από το 1896 έως λίγο μετά το 1900. 

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον περίφημο Καθηγητή της Πολιτικής Δικονομίας Adolf Wach (στην φωτογραφία δεξιά), όπως επίσης και στον ποινικολόγο Karl Binding. 

Ο Adolf Wach (1843-1926) υπήρξε εμβληματική μορφή της επιστήμης του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Ιδιαίτερη επιρροή είχε η μελέτη του για την αξίωση δικαστικής προστασίας (Wach, Der Rechtsschutzanspruch, ZZP 1904, 1 επ.

πηγή : http://www.duth-civpro.net/blog/tsantinis/2014/04/post-78.html

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Ανθρωποκτονία σε παράλειψη. Νομολογιακή αντιμετώπιση (2000-2012)


ΣυμβΠλημΜεσολ 55/2000(ΠοινΧρ 2001, σελ. 846)
Με το ως άνω βούλευμα έγινε δεκτή η πρόταση της Εισαγγελέως,  η οποία έχει ως εξής:  […] Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων, την από 17.6.1998 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του κατηγορουμένου, την από 7.12.1999 απολογία του σε συνδυασμό με τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψαν τα παρακάτω κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο Φ.Σ. του Α., ηλικίας 77 ετών, τις βραδινές ώρες της Παρασκευής 30.1.1998 αισθάνθηκε ενόχληση λόγω άσθματος και μεταφέρθηκε από την σύζυγό του Ε.Σ. στο Νοσοκομείο Μεσολογγίου με συμπτώματα αναπνευστικής δυσχέρειας. Εισήχθη στα εξωτερικά παθολογικά ιατρεία όπου αντιμετωπίσθηκε από την εφημερεύουσα ιατρό με χορήγηση οξυγόνου και βρογχοδιασταλτικών, επειδή δε στο ηλεκτροκαρδιογράφημα εμφάνιζε χρόνιακολπική μαρμαρυγή κρίθηκε σκόπιμο να εξετασθεί και από τον κατηγορούμενο εφημερεύοντα ιατρό καρδιολόγο Α.Θ. στο εξωτερικό καρδιολογικό ιατρείο. Κατά την κλινική του εξέταση από τον κατηγορούμενο ιατρό, ο ασθενής ήταν πλέον ασυμπτωματικός, χωρίς σημειολογία οξέος καρδιολογικού συμβάντος και για τον λόγο αυτό, αφού του συνεστήθη να λαμβάνει χρόνια την φαρμακευτική αγωγή του κατ` οίκον, να ακολουθεί συγκεκριμένες υγειονοδιαιτητικές συμβουλές και να επανεξετασθεί μετά μία εβδομάδα από ιατρό ειδικό καρδιολόγο, αποχώρησε από το Νοσοκομείο, δεδομένου ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη εισαγωγής του για ενδονοσοκομειακή νοσηλεία. Την επομένη ημέρα Σάββατο 31.1.1998 και περί ώρα 14.00, ενώ ο ασθενής έτρωγε ευρισκόμενος εντός της οικίας του επί της οδού Β. 15 στο Μεσολόγγι, αιφνιδίως κατέπεσε από την καρέκλα στο δάπεδο και ακολούθως διακομίσθηκε με ασθενοφόρο νεκρός στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Μεσολογγίου, όπου ο εφημερεύων ιατρός Δ/ντής της Καρδιολογικής Κλινικής Π.Ζ. διαπίστωσε απλώς τον θάνατό του. Όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 16.6.1998 μαρτυρική κατάθεση του Δ/ντή της Καρδιολογικής Κλινικής Π.Ζ. και την από 17.6.1998 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του κατηγορουμένου Α.Θ., ο θανών Φ.Σ. προ 4ετίας, δηλαδή κατά το έτος 1994, είχε υποστεί βαρύτατο πνευμονικό οίδημα και είχε νοσηλευθεί σε κρίσιμη κατάσταση με πλήρη αρρυθμία στο Νοσοκομείο Μεσολογγίου, παρόλα αυτά τότε ανατάχθηκε, αλλά εφεξής έπασχε από χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια και χρόνια κολπική μαρμαρυγή, διαγνωσμένες ηλεκτροκαρδιογραφικά, που όμως αποτελούν προδιαθεσικό παράγοντα αιφνιδίου θανάτου, η δε από 31.1.1998 Ιατροδικαστική Εκθεση Νεκροψίας-Νεκροτομής αναφέρει ότι ο θάνατος επήλθε συνεπεία αποφράξεως των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς με εικόνα πνευμονικού οιδήματος και στην ένδειξη με αριθμό 4 (περικάρδιο-καρδιά-αγγεία) διαπιστώνεται "... Λίαν εκσεσημασμένη αθηρωμάτωσις των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς η οποία φτάνει μέχρι σχεδόν πλήρους αποφράξεως του αυλού τους ιδίως της αριστεράς στεφανιαίας", δηλαδή διακριβώνετε νεκροτομικά πλήρης απόφραξη των στεφανιαίων αρτηριών συνεπεία χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας. Επειδή ακριβώς ήταν γνωστή στους οικείους του θανόντα τόσο η χρόνια καρδιολογική πάθηση από την οποία υπέφερε όσο και η βαρύτατη πρόγνωση που επάγεται η ύπαρξη χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας, για τον λόγο αυτό καταρχήν η σύζυγος του θανόντα Ε. χ. Φ.Σ. στην από 24.2.1998 μαρτυρική κατάθεσή της καθώς και τα τέκνα του Χ.Φ.Σ. και Α.-Σ.Σ. δεν απο δίδουν οποιαδήποτε ευθύνη, ούτε στον κατηγορούμενο ιατρό καρδιολόγο ούτε σε άλλο γιατρό, που επελήφθη, για την επέλευση του θανάτου του ασθενούς. Μόνον η σύζυγος του θανόντα Ε. χ. Φ.Σ. στην από 24.2.1998 μαρτυρική  κατάθεσή της αναφέρει ότι πιστεύει πως αν ο σύζυγός της παρέμενε το βράδυ της 30.1.1998 στο Νοσοκομείο ίσως να ζούσε, χωρίς να προσδιορίζει ειδικότερα ούτε ποιο κλινικό σύμπτωμα του ασθενούς θα επέβαλλε ενδεχομένως την εισαγωγή του για νοσηλεία εντός του Νοσοκομείου αλλά ούτε και με ποιο τρόπο θα απεφεύγετο ο επελθών θάνατος, παρά την διεγνωσμένη πλήρη απόφραξη των καρδιακών στεφανιαίων αρτηριών, έστω και  αν νοσηλεύετο εντός του Νοσοκομείου, στην δε από 1.7.1998 νεότερη μαρτυρική κατάθεσή της αναφέρει ότι αποδίδει ευθύνες στους ιατρούς που εξέτασαν τον ασθενή, χωρίς κανένα άλλο συγκεκριμένο στοιχείο επιμεριστικό ενδεχομένως ευθύνης. Όμως οι παραπάνω αιτιάσεις της συζύγου του θανόντα, οι οποίες διαλαμβάνονται στις από 24.2.1998 και 1.7.1998 μαρτυρικές καταθέσεις της, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος ιατρός καρδιολόγος που εφημέρευε τις βραδινές ώρες στις 30.1.1998 και εξέτασε τον θανόντα σύζυγό της όφειλε να τον εισαγάγει στο Νοσοκομείο και όχι να του συστήσει να επιστρέψει στην οικία του, παρίστανται ως παντελώς αναπόδεικτες και αβάσιμες, δεδομένου ότι αφ` ενός μεν η κλινική εικόνα του ασθενούς δεν εμφάνιζε συμπτωματολογία οξέος καρδιολογικού περιστατικού, ώστε να υπαγορεύει άμεση εισαγωγή του στο Νοσοκομείο, αφ`ετέρου δε η ταχύτητα επελεύσεως του θανάτου λόγω αποφράξεως των στεφανιαίων αρτηριών αναιρούσε πρακτικά την δυνατότητα οποιασδήποτε ιατρικής παρέμβασης και διακοπής της αιτιώδους διαδρομής προς τον θάνατο, ακόμη και αν ο ασθενής νοσηλευόταν ήδη κατά τον χρόνο της προσβολής εντός του Νοσοκομείου Μεσολογγίου, το οποίο εξάλλου δεν διαθέτει Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, με αποτέλεσμα να μην  στοιχειοθετείται οποιαδήποτε αμελής συμπεριφορά συνισταμένη σε παράλειψη εκ μέρους του κατηγορουμένου ιατρού, που όμως και αν ακόμη όλως επικουρικά θεωρηθεί ότι συνέτρεχε, πάλι δεν αποτελεί ενεργό αιτία του επελθόντος θανάτου λόγω υπερβάσεως του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύπαραλείψεως και αποτελέσματος ως εκ της φύσεως της νόσου. Συνακόλουθα δεν προκύπτουν καθόλου ή τουλάχιστον επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για τηνπράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που του αποδίδεται (άρ. 28, 302 παρ. 1 του ΠΚ) και θα πρέπει το Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με τα άρ. 309 παρ. 1α`και 310 παρ. 1 εδ. α` ΚΠΔ, ν` αποφανθεί να μην απαγγελθεί σε βάρος του κατηγορία για την εν λόγω πράξη.-

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑΣ ΕΠΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (αρ. 4 παρ. 1, 2 ν. 3127/2003) [του Παναγιώτη Σίσκου, δικηγόρου, ΜΔ ΠοινΔικ ΑΠΘ ]

Το συγκεκριμένο άρθρο πραγματεύεται τη φύση της χρησικτησίας κατά ακινήτων του δημοσίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 1, 2 ν. 3127/2003, καθώς και την πρακτική σημασία αυτής ενόψει  της ρύθμισης του άρ. 6 παρ. 3 υποπερ. ββ ν. 2664/1998
 
Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 προβλέπουν ότι 1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945 εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ. οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά 32.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή".
Από την άλλη, ο νόμος του κτηματολογίου (ν. 2664/1998), στο άρ. 6 παρ. 3 περ. α υποπερ.  ββ προβλέπει  ότι «Κατ` εξαίρεση όσων ορίζονται στην περίπτωση α`, όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής επί γεωτεμαχίου με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, ασκείται η αγωγή της παραγράφου 2 που απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου».

Ο χαρακτηρισμός της φύσης της χρησικτησίας επί των κτημάτων του δημοσίου, ως τακτικής ή έκτακτης φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα πλαίσια του άρ. 6 παρ. 3 υποπερ. ββ ν. 2664/1998 το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση που ο νομέας για ακίνητα αγνώστου ιδιοκτήτη επικαλείται έκτακτη χρησικτησία απαιτείται η εκδίκαση της σχετικής αίτησης όχι με την εκουσία δικαιοδοσία αλλά βάσει των διατάξεων της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.
Ο νομοθέτης κάνοντας λόγο εν προκειμένω για "έκτακτη χρησικτησία" είχε προφανώς υπόψη του την περίπτωση του άρ. 1045 όπου ούτε νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος απαιτείται ούτε καλή πίστη του νομέα είναι απαραίτητη.
Τίθεται λοιπόν το ζήτημα εάν η παραπάνω περιγραφόμενη χρησικτησία του ν. 3127/2003 που αφορά τα ακίνητα του δημοσίου είναι τακτική ή έκτακτη. 
Έχει εκφραστεί η άποψη[1]  ότι η περίπτωση α) του άρθρου 4 του ως άνω νόμου χαρακτηρίζεται ως τακτική χρησικτησία ενώ  η περίπτωση β) του άρθρου 4 του ως άνω νόμου χαρακτηρίζεται ως  έκτακτη χρησικτησία.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

"Ο Αριστοτέλης στη Σύγχρονη Αμερικάνικη Θεωρία Δικαίου" (του Αριστείδη Χατζή)

Η δική μου συνεισφορά στη σημερινή συζήτηση έχει να κάνει με την επικαιρότητα του Αριστοτέλη για τη σύγχρονη Αμερικάνικη θεωρία δικαίου. Καταρχήν θα’ θελα να δικαιολογήσω την επιλογή του θέματος που ακούγεται κάπως παράδοξο. Πόσο επίκαιρος μπορεί να είναι ο Αριστοτέλης για τη σύγχρονη νομική θεωρία και μάλιστα για την Αμερικάνικη; Είναι βέβαια γνωστό πως ο Αριστοτέλης διατύπωσε την πρώτη συνεκτική θεωρία περί δικαιοσύνης. Κάθε σοβαρό βιβλίο φιλοσοφίας του δικαίου πρέπει υποχρεωτικά, αν θέλει να είναι πλήρες, να ξεκινά από τον Αριστοτέλη. Από εκεί και πέρα όμως, σε τι μπορεί να χρησιμεύσει ο Αριστοτέλης στη νομική θεωρία ενός σύγχρονου κράτους, και μάλιστα του αμερικανικού, όπου το δίκαιο ρυθμίζει τις πιο περίπλοκες διαπροσωπικές σχέσεις στα πλαίσια μιας κοινωνίας που απέχει σήμερα όσο ίσως καμία άλλη από την αρχαία ελληνική;

Την ιδέα για τη σημερινή παρουσίαση συνέλαβα πριν από δέκα ακριβώς χρόνια. Το 1993, ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου συμμετείχα σε ένα σεμινάριο θεωρίας δικαίου στο οποίο κάθε εβδομάδα ένας μεγάλος φιλόσοφος ή θεωρητικός του δικαίου παρουσίαζε μια αδημοσίευτη εργασία του. Κατά την ακαδημαϊκή χρονιά 19931994 και κατά καλή μου τύχη, στο σεμινάριο αυτό παρήλασαν οι μεγαλύτερες ίσως προσωπικότητες της αμερικάνικης φιλοσοφίας: ο John Rawls, ο Robert Nozick, ο Richard Rorty, η Martha Nussbaum, ο Richard Posner και πολλοί άλλοι. Το πιο εντυπωσιακό όμως, τουλάχιστον για μένα, δεν ήταν τίποτε άλλο από το γεγονός πως όλοι, ανεξάρτητα από το θέμα που παρουσίαζαν, ανεξάρτητα από τις απόψεις τους, ανεξάρτητα από το αντικείμενό τους, αναφέρονταν εκτεταμένα στον Αριστοτέλη. Μάλιστα πάντοτε ξεσπούσε μια διαμάχη για το τι πραγματικά εννοούσε στο ένα ή στο άλλο σημείο ο Αριστοτέλης.
Δεν άργησα να διαπιστώσω και κάτι άλλο, εξίσου ενδιαφέρον αλλά και περίεργο: το έργο του Αριστοτέλη ήταν θέμα συζήτησης όχι μόνο σε φιλοσοφικούς κύκλους ή αποκλειστικά από ιστορικούς της φιλοσοφίας (όπως εκείνο του Πλάτωνα), αλλά από θεωρητικούς όλων των κοινωνικών επιστημών. Πρέπει εδώ να διευκρινίσω ότι δεν αναφέρομαι μόνο σε τιμητικές παραπομπές του είδους «για το θέμα αυτό πρώτος μίλησε ο Αριστοτέλης», αλλά σε ουσιαστική συζήτηση των απόψεών του, σε προσπάθεια αξιοποίησής τους στα πλαίσια σύγχρονων θεωρητικών μοντέλων και πολλές φορές ακόμα και σε προσπάθειες δόμησης σύγχρονων νέοαριστοτελικών θεωριών. Σήμερα, στο λίγο χρόνο που διαθέτω, θα προσπαθήσω να αιτιολογήσω αυτό το έντονο ενδιαφέρον που έχουν για τον Αριστοτέλη οι σύγχρονοι Αμερικανοί θεωρητικοί του δικαίου (και όχι μόνο όσοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία του δικαίου). Θα παρουσιάσω επίσης ενδεικτικά κάποιες περιπτώσεις σύγχρονων νέο-αριστοτελικών θεωριών που ανέπτυξαν πρόσφατα μεγάλες προσωπικότητες της αμερικανικής νομικής επιστήμης και θα καταλήξω συζητώντας το ενδιαφέρον που μπορεί να έχει ο Αριστοτέλης για την πλέον ασύμβατη με την Αριστοτέλεια σκέψη σύγχρονη θεωρία, εκείνη της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, η οποία αποτελεί ουσιαστικά εφαρμογή της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής στο χώρο του δικαίου. Σε μια πρόχειρη έρευνα στο Westlaw, τη μεγαλύτερη βάση δεδομένων της Αμερικάνικης Νομικής Επιστήμης, ο Αριστοτέλης έχει τα τελευταία δέκα χρόνια συνολικά 392 παραπομπές στα 15 σημαντικότερα αμερικάνικα νομικά περιοδικά.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Μη πληρωμή ναύλου; Ποια η θέση του πλοιοκτήτη. (υπόθεση: Spar Shipping AS v. Grand China Logistics Holding (Group) Co. Ltd [2015] EWHC 718 (Comm)) [της Νάντιας Ζορμπά*]

Τα  Αγγλικά Δικαστήρια προέβησαν πρόσφατα σε ορισμένα βασικά  συμπεράσματα, θεμελιώδους σημασίας για τον κλάδο της ναυτιλίας.

Εν ολίγοις, το Δικαστήριο στην ανωτέρω απόφαση έκρινε ότι :
-Η υποχρέωση καταβολής του ναύλου (hire) από το ναυλωτή (charterer) σε  χρονοναύλωση τύπου NYPE 1993 δεν αποτελεί βασικό όρο (condition) της σύμβασης –η αδυναμία να πληρώσει μια δόση έγκαιρα δεν επιτρέπει αυτόματα στον πλοιoκτήτη να καταγγείλει και να τερματίσει το ναυλοσύμφωνο  και να διεκδικήσει αποζημίωση για περεταίρω διαφυγόντα κέρδη.
-Η συμπερίληψη μιας ρήτρας στο ναυλοσύμφωνο που επιτρέπει τερματισμό του συμβολαίου σε περίπτωση μη πληρωμής δεν επηρεάζει (θετικά ή αρνητικά) το δικαίωμα του πλοιοκτήτη να ζητήσει αποζημίωση για τυχόν απώλεια των κερδών μετά τη λήξη του συμβολαίου.
-Ο πλοιοκτήτης μπορεί να διεκδικήσει αποζημίωση για τις απώλειες κερδών και τις ζημίες που υπέστη μετά τον τερματισμό του συμβολαίου μόνο όταν:
Α) το αποτέλεσμα της παραβίασης (breach) του ναυλωτή ήταν να στερήσει από τον  πλοιοκτήτη ουσιαστικά το κύριο και ουσιώδες όφελος της ναύλωσης
Ή Β) ο ναυλωτής εκδήλωσε πρόθεση να μην εκπληρώσει πλέον τις υποχρεώσεις  του βάσει συμβολαίου, έτσι ώστε ο πλοιοκτήτης θα έχανε ουσιαστικά το συνολικό όφελος της ναύλωσης.
 
Τα γεγονότα της υπόθεσης :
Με τρία χρονοναυλοσύμφωνα (time charter) της 5ης Μαρτίου 2010, τύπου NYPE 1993, τρία Supramax πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου ναυλώθηκαν στο Grand China Shipping (Χονγκ Κονγκ) Co Ltd. Πιστοποιητικά εγγύησης καλής απόδοσης εκδόθηκαν από τον εναγόμενο, που ήταν η μητρική εταιρία των ναυλωτών ,(“GCL”).
Το 2011, οι ναυλωτές είχαν ήδη συνεχή καθυστέρηση στη διενέργεια πληρωμών μίσθωσης. Τον Σεπτέμβριο του 2011, τα σκάφη αποσύρθηκαν και τα συμβόλαια τερματίστηκαν. Απέμεναν 18 μήνες σε ένα συμβόλαιο, και περίπου τέσσερα χρόνια για τα άλλα δύο συμβόλαια. Κατά την ημερομηνία της καταγγελίας του ναυλοσυμφώνου, δεν υπήρχε αγορά για μισθώσεις τεσσάρων ετών, αν και υπήρχε αγορά για ναυλώσεις μικρότερης περιόδου.
Οι ιδιοκτήτες κίνησαν διαδικασίες διαιτησίας κατά των  ναυλωτών για (i) μη καταβολή μισθώματος (hire), και (ii) αποζημίωση σε σχέση με τους εναπομείναντες μήνες από τα συμβόλαια. Λίγο πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση της διαιτησίας, οι ναυλωτές τέθηκαν σε εκκαθάριση, μετά από κήρυξη πτώχευσης και οι διαδικασίες της διαιτησίας ανεστάλησαν.
Οι ιδιοκτήτες στράφηκαν προς GCL υπό τις εγγυήσεις. Η μητρική εταιρία GCL αποποιήθηκε κάθε ευθύνη.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

"Γνησιότητα και πλαστότητα ιδιωτικών και δημοσίων εγγράφων" [Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών]

Ι.- Έννοιες Γνησιότητα υπό στενή έννοια: υποδηλώνει την προέλευση, δηλαδή την κατάρτιση του εγγράφου από τον φερόμενο ως εκδότη του.
Γνησιότητα υπό ευρεία έννοια: συμπεριλαμβάνει εκτός από την προέλευση και το γεγονός της μη αλλοίωσης του περιεχομένου του εγγράφου.
Ο νόμος (ΚΠολΔ) δεν κάνει σχετικές διακρίσεις.
Οι περί γνησιότητας-πλαστότητας διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται κατ’ εξαίρεση και στις εκδηλώσεις της διανοητικής πλαστογραφίας (προκειμένου για δημόσια έγγραφα), μολονότι η παραποίηση δεν αναφέρεται εδώ στο εξωτερικό αλλά στο εσωτερικό περιεχόμενο του εγγράφου (βλ. σχετ. ΑΠ 1974/2008, ΕλλΔνη (2010), 677, NOMOS, ΑΠ 732/1970, ΝοΒ (1971), 314, ΕΕΝ (1971), 182, ΑΠ 753/1970, ΝοΒ (1971), 328, ΠολΠρΑθ 14566/1975, ΕλλΔνη (1980), 736, Π.Αρβανιτάκη, ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων (κατά τον ΚΠολΔ), 1992, σελ. 63-64, σημ. 19, Ν.Νίκα, πολιτική δικονομία, τομ. ΙΙ, 2005, σελ. 542 και 545. Βλ. όμως αντίθ. ΑΠ 228/1970, ΝοΒ (1970), 955). Πάντως, η ψευδής βεβαίωση γεγονότων σε ιδιωτικό έγγραφο δεν συνιστά πλαστογραφία (βλ. ενδ. ΑΠ 467/1985, ΠοινΧρ (1985), 800).
 
ΙΙ.- Η γνησιότητα των εγγράφων
Ημεδαπά δημόσια έγγραφα
Στα ημεδαπά δημόσια έγγραφα ο ΚΠολΔ απονέμει τεκμήριο γνησιότητας (άρθρο 455 ΚΠολΔ), που καλύπτει τόσο την προέλευση όσο και το ανόθευτο του περιεχομένου τους. Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, αλλά μόνη δυνατότητα «ανταπόδειξης» εναντίον του προβλέπεται η προσβολή του ως πλαστού.
 
Ιδιωτικά έγγραφα
Τα ιδιωτικά έγγραφα δεν συνοδεύονται από αντίστοιχο τεκμήριο γνησιότητας (ΑΠ 1304/2013, NOMOS, ΑΠ 1764/2012, NOMOS, ΑΠ 915/2011, NOMOS, ΑΠ 1254/2010, ΕλλΔνη (2011), 999, ΑΠ 825/2010, NOMOS, ΑΠ 718/2010, ΝοΒ (2010), 2337 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 575/2010, ΝοΒ (2010), 2063 (περίλ.), ΑΠ 72/2008, ΝοΒ (2008), 2408, ΕλλΔνη (2008), 1024, ΕφΑΔ (2008), 582, ΑΠ 1568/2007, NOMOS, ΑΠ 1798/2006, ΧρΙΔ (2007), 147, ΑΠ 655/2003, ΕλλΔνη (2003), 1381, ΑΠ 1616/2001, ΕλλΔνη (2002), 407, ΑΠ 430/2001, NOMOS, ΑΠ 780/1994, ΕλλΔνη (1995), 840, ΕφΘεσ 1067/2010, Αρμ (2011), 600, ΕφΠατρ 954/2008, ΑχΝομ (2009), 391, ΕφΘεσ 1479/2007, Αρμ (2008), 754, ΕφΘεσ 1440/2004, ΕπισκΕΔ (2004), 748, ΕφΛαρ 268/2004, ΕπισκΕΔ (2004), 716, ΕφΔωδ 215/2004, NOMOS, ΕφΛαρ 70/2001, ΕλλΔνη (2004), 526, Δικογραφία (2001), 90, ΕφΑθ 1627/1982, ΕΕμπΔ (1983), 278). Αν αμφισβητηθεί η γνησιότητά τους, ο διάδικος που τα επικαλείται και τα προσκομίζει οφείλει να την αποδείξει, ανεξάρτητα από το είδος του εγγράφου, το πρόσωπο (διάδικο ή τρίτο) από το οποίο προέρχεται (ΑΠ 1304/2013, NOMOS, ΑΠ 1764/2012, ό.π., ΑΠ 915/2011, ό.π., ΑΠ 825/2010, ό.π., ΑΠ 718/2010, ό.π., ΑΠ 72/2008, ό.π., ΑΠ 1798/2006, ό.π., ΑΠ 1149/2002, ΕλλΔνη (2004), 485, ΑΠ 780/1994, ό.π.) ή την εκτίμηση του εγγράφου προς άμεση ή έμμεση απόδειξη (ΑΠ 718/2010, ό.π., ΑΠ 575/2010, ό.π., ΑΠ 1616/2001, ό.π., ΑΠ 310/1996, ΕλλΔνη (1997), 87, ΑΠ 780/1994, ό.π.). Η απόδειξη της γνησιότητας γίνεται με την ίδια διαδικασία με την οποία δικάζεται η επίδικη διαφορά (ΑΠ 825/2010, ό.π., ΑΠ 655/2003, ό.π., ΕφΑθ 67/2012, ΝοΒ (2012), 576, ΕλλΔνη (2012), 840, ΕφΠειρ 1722/1987, ΠειρΝομ (1987), 470, Ι.Τέντες, εις Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ερμηνεία ΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 458, αριθ. 2, σελ. 817). Για την απόδειξη αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης, ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες (ΑΠ 1304/2013, NOMOS, ΕφΛαρ 70/2001, ΕλλΔνη (2004), 526, Δικογραφία (2001), 90). Διαφορετικά (δηλ. αν αμφισβητηθεί η γνησιότητα του ιδιωτικού εγγράφου, χωρίς αυτή (γνησιότητα) να αποδειχθεί από τον επικαλούμενο το έγγραφο), το ιδιωτικό έγγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη για το σχηματισμό δικαστικής πεποίθησης (βλ. σχετ. ΑΠ 1304/2013, NOMOS, ΑΠ 1583/2007, NOMOS, ΑΠ 1793/1988, ΕλλΔνη (1991), 94, ΑΠ 566/1981, ΕΕΝ (1982), 320, Π.Αρβανιτάκη, ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων (κατά τον ΚΠολΔ), 1992, σελ. 68) ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1517/2013, ΧρΙΔ (2014), 210, ΑΠ 1764/2012, NOMOS, ΑΠ 279/2011, ΝοΒ (2011), 1255, ΑΠ 1254/2010, ό.π., ΑΠ 718/2010, ό.π., ΑΠ 72/2008, ό.π., ΑΠ 1739/2007, ΕΠολΔ (2008), 388, ΑΠ 780/1994, ΕλλΔνη (1995), 840, ΑΠ 320/1984, ΑρχΝ (1985), 389, ΑΠ 1211/1975, ΝοΒ (1976), 518, ΕΕΝ (1976), 466, ΑΠ 764/1974, ΝοΒ (1975), 320, ΕφΠατρ 954/2008, ό.π., ΕφΘεσ 1440/2004, ό.π., ΕφΑθ 5408/1982, ΑρχΝ (1984), 153) ή ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 72/2008, ό.π., ΑΠ 655/2003, ΕλλΔνη (2003), 1381, ΑΠ 1273/1998, ΕλλΔνη (1999), 81, ΑΠ 1323/1996, ΕΕργΔ (1998), 376, ΑΠ 1194/1994, ΕλλΔνη (1996), 86, ΑΠ 933/1987, ΕΕΝ (1988), 436, ΑΠ 320/1984, ΑρχΝ (1985), 389, ΑΠ 681/1981, ΕΕργΔ (1981), 705).
Αν δεν αμφισβητηθεί ή αναγνωριστεί η προέλευσή του, το έγγραφο αυτό θεωρείται γνήσιο (άρθρο 457 παρ. 2 ΚΠολΔ) και το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (ΑΠ 891/2012, ΕΠολΔ (2013), 60, ΑΠ 780/1994 (: αναγνώριση προέλευσης), ό.π.) και το τεκμήριο αυτό καλύπτει και το (υπερκείμενο της υπογραφής) περιεχόμενό του (άρθρο 457 παρ. 3 ΚΠολΔ), δηλαδή αποκτά «ισχύ δημοσίου» και προσβάλλεται πλέον μόνο ως πλαστό κατ’ άρθρο 460 ΚΠολΔ (ΑΠ 1764/2012, NOMOS, ΑΠ 1254/2010, ό.π., ΑΠ 825/2010, NOMOS, ΑΠ 718/2010, ό.π., ΑΠ 72/2008, ό.π., ΑΠ 1568/2007, ό.π., ΑΠ 1798/2006, ό.π., ΑΠ 1770/2006, NOMOS, ΑΠ 655/2003, ό.π., ΑΠ 1149/2002, ό.π., ΑΠ 1616/2001, ΕλλΔνη (2002), 407, ΑΠ 780/1994, ό.π., ΑΠ 62/1989, ΕΕΝ (1989), 941, ΕφΘεσ 1067/2010, ό.π., ΕφΘεσ 1445/2009, ΕπισκΕΔ (2010), 137, ΕφΠατρ 954/2008, ό.π., ΕφΠατρ 143/2008, ΕπισκΕΔ (2008), 571, ΕφΑθ 526/2005, ΝοΒ (2005), 1620, ΕφΘεσ 1440/2004, ό.π., ΕφΛαρ 865/2004, ΝοΒ (2005), 912, ΕφΔωδ 215/2004, NOMOS, Π.Αρβανιτάκης, ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων (κατά τον ΚΠολΔ), 1992, σελ. 70). Σήμερα, μετά την τροποποίηση του άρθρου 445 ΚΠολΔ με το άρθρο 40 παρ. 2 Ν. 3994/2011, προβλέπεται ρητά ότι τα ιδιωτικά έγγραφα, εφόσον είναι συνταγμένα με τους νόμιμους τύπους και εφόσον η γνησιότητά τους αποδείχθηκε ή αναγνωρίστηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη και ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων (βλ. σχετ. και Γ.Νικολόπουλο, ό.π., σελ. 308-309). Ως προς τα ιδιωτικά έγγραφα μαρτυρίας, τα οποία περιέχουν απλά πραγματικά γεγονότα και όχι δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης, π.χ. εξοφλητικές αποδείξεις, αν η γνησιότητά τους αναγνωριστεί ή αποδειχθεί, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχεται σ’ αυτά προέρχεται από τον εκδότη τους, ενώ ως προς το περιεχόμενο στα έγγραφα αυτά, π.χ. εξοφλητικές αποδείξεις, επιβλαβές για τον δανειστή γεγονός της καταβολής, η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα και επιτρέπεται ανταπόδειξη, χωρίς την προσβολή του εγγράφου για πλαστότητα (βλ. έτσι ΑΠ 891/2012, ό.π., ΑΠ 646/2009, ΕλλΔνη (2011), 1610 και 1617, ΑΠ 689/2003, ΕλλΔνη (2004), 156, ΑΠ 400/2002, Ισοκράτης, ΕφΛαρ 147/2007, ΕΕργΔ (2008), 1494).

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

"Η έκταση του ελέγχου του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων κατά τον Ν 3886/2010" (ΘΠΔΔ 11/2012, σ. 960-966) [της Ευγενίας Πρεβεδούρου, αναπληρώτριας καθηγήτριας στη Σχολή Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης]

Περίληψη: Φύση και έκταση του ελέγχου του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων κατά το προσυμβατικό στάδιο. Εξουσία δικαστή ασφαλιστικών μέ- τρων να ελέγξει την εκδοθείσα κατά διακριτική ευχέρεια πράξη αποδοχής, ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς συμμετέχουσας σε διαγωνισμό. Λόγος βασίμου της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων

Διαβάστε όλη την γνωμοδότηση εδώ www.prevedourou.gr

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

ΕιρΑθ 1631/2015: Χρηματοδοτική μίσθωση, ασφαλιστικά μέτρα νομής, απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης, ασφάλιση μισθωμένου εξοπλισμού, απόρριψη αιτήσεως ελλείψει κατεπείγοντος

ΕιρΑθηνών 1631/2015 (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) :
Ασφαλιστικά μέτρα νομής άρθρων 733-734 ΚΠολΔ. Σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως. Πιθανολόγηση επείγουσας περιπτώσεως ή ανάγκη αποτροπής επικείμενου κινδύνου. Επαπειλούμενη βλάβη κινητού μισθωμένου πράγματος. Σύμβαση αναγνωρίσης χρέους. Καταγγελία συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως. Καταβολή μεγαλύτερου ποσοστού ληξιπρόθεσμης οφειλής, συνοδευόμενη από επανειλλημένες προσπάθειες εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς καθ’ης εταιρείας. Χρήση εξοπλισμού από εξειδικευμένο προσωπικό και ασφάλιση αυτού έναντι κινδύνων με ασφάλισμα πολλαπλάσιο της οφειλής. Έλλειψη επικείμενου κινδύνου φθοράς, απόκρυψης, απώλειας ή καταστροφής του επίδικου εξοπλισμού. Φερεγγυότητα καθ’ης. Απόρριψη αιτήσεως ως ουσία αβάσιμης. Συμψηφισμός δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων.
 
Σχολιασμός: Στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως που καταγγέλθηκε εν έτει 2013, με αποτέλεσμα να είναι άμεσα απαιτητή η επιστροφή του μίσθιου εξοπλισμού, η μισθώτρια εταιρεία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών ασφαλιστικά μέτρα νομής κατά τα άρθρα 733-734 ΚΠολΔ. Προ της ασκήσεως των ασφαλιστικών μέτρων και καθ’όλο τον χρόνο της εκκρεμοδικίας, η καθ’ης εταιρεία ακολουθώντας τις νομικές συμβουλές του γραφείου μας, προέβαινε σε συνεχείς έγγραφες προτάσεις περί ρυθμίσεως της οφειλής της, καθώς και στην επίδοση εξώδικων προτάσεων προς τούτο, οι οποίες πάραυτα αγνοήθηκαν από την αιτούσα μισθώτρια. Προς τούτο, επ’ακροατηρίω υπεβλήθη ένσταση ελλείψεως κατεπείγοντος, επικείμενου κινδύνου καθώς και ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος εκ μέρους της αιτούσας, τα οποία βεβαίως ευδοκίμησαν και η συζητηθείσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απερρίφθη πανηγυρικώς. Ακολουθεί η δικαστική απόφαση:

«Από τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 682 του ΚΠολΔ προκύπτει, σαφώς, ότι τα δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος   κίνδυνος, μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας καταστάσεως. Από την των  λόγων διάταξη (σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 690 του ΚΠολΔ) συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων (κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 ΚΠολΔ) είναι η πιθανολόγηση επείγουσας περιπτώσεων ή η αποτροπή επικείμενου κινδύνου των οποίων θα παραβλάπτουν το επίδικο δικαίωμα ή η ικανοποίηση αυτού, μέχρι επιτεύξεως της δικαστικής διάγνωσης, κατά την εκκρεμή ή μέλλουσα να ανοιχθεί διαγνωστική δίκη, επίσης δε, θα αποφεύγονταν βλάβες που μπορεί να προέκυπταν κατά το απαιτούμενο χρονικό διάστημα της διεξαγωγής της διαγνωστικής δίκης ή της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 126/1973 ΝοΒ 21,889 ΜΠρ Θεσ 12162/1993 Αρμ 48, 182 ΜΠρΠατρ 232/1992 Δ.26 595, Πολ.Πρωτ.Αθ 7674/2008). Επείγουσα περίπτωση νοείται αυτή που χρήζει άμεσης ρύθμισης με δικαστική παρέμβαση από την ανάγκη ταχείας απόλαυσης του ασφαλιστικού ουσιαστικού δικαιώματος από μέρος του δικαιούχου για να μην προκύψει ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος, ο οποίος υφίστανται όταν η απειλούμενη βλάβη είναι κοντά και επί του πράγματος ή των διαδίκων. Η ύπαρξη ή όχι της επείγουσας περιπτώσεως  ή επικείμενου κινδύνου απόκεινται στη κρίση του αρμόδιου κατά νόμο να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο δικαστηρίου, η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση (ΑΠ 422/1970, ΝοΒ 18,1197 και Παρμ. Τζίφρας – Ασφ. Μέτρα  εκδ. 1976 σελ 9 επόμ.) Ειδικότερα, η προσωρινή ρύθμιση της νομής (άρθρα 733, 734 ΚΠολΔ) προϋποθέτει τη συνδρομή επείγουσας ανάγκης να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η εξουσίαση του κρίσιμου αντικειμένου και δεν αποτελεί αστυνομικό μέτρο ώστε να δικαιολογείται από μόνο τον απειλούμενο κίνδυνο διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων (ΑΠ 127/1973  ο.π. και Παρ. Τζίφρας  ο.π  σελ 22).