Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

ΕιρΑθ 1631/2015: Χρηματοδοτική μίσθωση, ασφαλιστικά μέτρα νομής, απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης, ασφάλιση μισθωμένου εξοπλισμού, απόρριψη αιτήσεως ελλείψει κατεπείγοντος

ΕιρΑθηνών 1631/2015 (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) :
Ασφαλιστικά μέτρα νομής άρθρων 733-734 ΚΠολΔ. Σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως. Πιθανολόγηση επείγουσας περιπτώσεως ή ανάγκη αποτροπής επικείμενου κινδύνου. Επαπειλούμενη βλάβη κινητού μισθωμένου πράγματος. Σύμβαση αναγνωρίσης χρέους. Καταγγελία συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως. Καταβολή μεγαλύτερου ποσοστού ληξιπρόθεσμης οφειλής, συνοδευόμενη από επανειλλημένες προσπάθειες εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς καθ’ης εταιρείας. Χρήση εξοπλισμού από εξειδικευμένο προσωπικό και ασφάλιση αυτού έναντι κινδύνων με ασφάλισμα πολλαπλάσιο της οφειλής. Έλλειψη επικείμενου κινδύνου φθοράς, απόκρυψης, απώλειας ή καταστροφής του επίδικου εξοπλισμού. Φερεγγυότητα καθ’ης. Απόρριψη αιτήσεως ως ουσία αβάσιμης. Συμψηφισμός δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων.
 
Σχολιασμός: Στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως που καταγγέλθηκε εν έτει 2013, με αποτέλεσμα να είναι άμεσα απαιτητή η επιστροφή του μίσθιου εξοπλισμού, η μισθώτρια εταιρεία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών ασφαλιστικά μέτρα νομής κατά τα άρθρα 733-734 ΚΠολΔ. Προ της ασκήσεως των ασφαλιστικών μέτρων και καθ’όλο τον χρόνο της εκκρεμοδικίας, η καθ’ης εταιρεία ακολουθώντας τις νομικές συμβουλές του γραφείου μας, προέβαινε σε συνεχείς έγγραφες προτάσεις περί ρυθμίσεως της οφειλής της, καθώς και στην επίδοση εξώδικων προτάσεων προς τούτο, οι οποίες πάραυτα αγνοήθηκαν από την αιτούσα μισθώτρια. Προς τούτο, επ’ακροατηρίω υπεβλήθη ένσταση ελλείψεως κατεπείγοντος, επικείμενου κινδύνου καθώς και ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος εκ μέρους της αιτούσας, τα οποία βεβαίως ευδοκίμησαν και η συζητηθείσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απερρίφθη πανηγυρικώς. Ακολουθεί η δικαστική απόφαση:

«Από τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 682 του ΚΠολΔ προκύπτει, σαφώς, ότι τα δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος   κίνδυνος, μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας καταστάσεως. Από την των  λόγων διάταξη (σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 690 του ΚΠολΔ) συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων (κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 ΚΠολΔ) είναι η πιθανολόγηση επείγουσας περιπτώσεων ή η αποτροπή επικείμενου κινδύνου των οποίων θα παραβλάπτουν το επίδικο δικαίωμα ή η ικανοποίηση αυτού, μέχρι επιτεύξεως της δικαστικής διάγνωσης, κατά την εκκρεμή ή μέλλουσα να ανοιχθεί διαγνωστική δίκη, επίσης δε, θα αποφεύγονταν βλάβες που μπορεί να προέκυπταν κατά το απαιτούμενο χρονικό διάστημα της διεξαγωγής της διαγνωστικής δίκης ή της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 126/1973 ΝοΒ 21,889 ΜΠρ Θεσ 12162/1993 Αρμ 48, 182 ΜΠρΠατρ 232/1992 Δ.26 595, Πολ.Πρωτ.Αθ 7674/2008). Επείγουσα περίπτωση νοείται αυτή που χρήζει άμεσης ρύθμισης με δικαστική παρέμβαση από την ανάγκη ταχείας απόλαυσης του ασφαλιστικού ουσιαστικού δικαιώματος από μέρος του δικαιούχου για να μην προκύψει ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος, ο οποίος υφίστανται όταν η απειλούμενη βλάβη είναι κοντά και επί του πράγματος ή των διαδίκων. Η ύπαρξη ή όχι της επείγουσας περιπτώσεως  ή επικείμενου κινδύνου απόκεινται στη κρίση του αρμόδιου κατά νόμο να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο δικαστηρίου, η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση (ΑΠ 422/1970, ΝοΒ 18,1197 και Παρμ. Τζίφρας – Ασφ. Μέτρα  εκδ. 1976 σελ 9 επόμ.) Ειδικότερα, η προσωρινή ρύθμιση της νομής (άρθρα 733, 734 ΚΠολΔ) προϋποθέτει τη συνδρομή επείγουσας ανάγκης να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η εξουσίαση του κρίσιμου αντικειμένου και δεν αποτελεί αστυνομικό μέτρο ώστε να δικαιολογείται από μόνο τον απειλούμενο κίνδυνο διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων (ΑΠ 127/1973  ο.π. και Παρ. Τζίφρας  ο.π  σελ 22).


Στην κρινόμενη αίτηση η αιτούσα «» με την πρώην ονομασία «»  ως διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας «» στη θέση της οποίας υπεισήλθε λόγω συγχώνευσης η «» εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’αρ. «» σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και των υπ’ αρ. «» και «»παραρτημάτων που συνήφθη  μεταξύ της αιτούσας και της καθ’ής, η πρώτη εκμίσθωσε και παρέδωσε στη δεύτερη τα κινητά πράγματα που λεπτομερώς περιγράφονται στην αίτηση στα μεν αναφερόμενα στο παράρτημα «»για πενήντα πέντε (55) μήνες με έναρξη 25/1/08 και λήξη 25/7/12, τα δε αναφερόμενα στο παράρτημα «»για 57 μήνες με έναρξη 25/1/08 και λήξη 25/9/12 που θα χρησιμοποιείτο ως εξοπλισμός της επιχείρησής της, αντί του μηνιαίου μισθώματος 2.914,0 και 935,66 ευρώ. Αντίστοιχα, ότι η καθ’ης μονολότι παρέλαβε το μίσθιο εξοπλισμό δεν κατέβαλε τα ληξιπρόθεσμα μισθώματα συνολικού ποσού 61.182,95 για αυτό η αιτούσα, με την από 18/11/13 εξώδικη καταγγελία-πρόσκληση κατήγγειλε τη σύμβαση και ζήτησε από την καθ’ής να της παραδώσει τον εξοπλισμό. Ότι η καθ’ης αρνήθηκε να της αποδώσει τον εξοπλισμό και εξακολουθεί να παρακρατεί αυτόν μετά τη λύση της σύμβασης χωρίς νόμιμη αιτία και με αυτόν τον τρόπο την απέβαλε από τη νομή της επ’αυτού. Ζητεί δε λόγω του επικαλουμένου κινδύνου καταστροφής και φθοράς του επίδικου εξοπλισμού να ληφθούν τα στη άνω αίτησης  αναφερόμενα ασφαλιστικά μέτρα προς προστασία της νομής της (αιτούσας) επί του εξοπλισμού, να ληφθούν τα εις την ως άνω αίτηση αναφερόμενα ασφαλιστικά μέτρα προς προστασία της νομής της (αιτούσας) και να καταδικασθεί η καθ’ης στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του δικαστηρίου  αυτού (άρθρα 733-734 και 45 ΚΠολΔ) με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων (683-703 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 974, 984 και 987 ΑΚ, 682§1, 731-732, 941 και 176 ΚΠολΔ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν αφού για το παραδεκτό της έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη που απαιτούνται.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξης και ανταπόδειξης που δόθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά, αναλόγως εκτημηθείσες, τα όσα συνομολογούνται, τα νομίμως προσαγόμενα και επικαλούμενα έγγραφα, τους ισχυρισμούς των διαδίκων και την όλη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα παρακάτω:  
Η αιτούσα ασχολείται αποκλειστικά με τη σύναψη συμβάσεων χρηματοδοτικής  μίσθωσης δυνάμει τον Ν.1665/86, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με το Ν.2367/95 και το Ν.3483/06, η δε καθ’ης είναι ιδιοκτήτρια επιχείρησης πλυντηρίου οχημάτων  στο «» Αττικής, απασχολούσα έντεκα (11) εργαζόμενους. Μεταξύ της τελευταίας και της αιτούσας συνήφθη η υπ’ αρ 101/2008 σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, σε συνδυασμό με την εις το παρελθόν υπογραφείσα υπ’ αρ. «» σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, και τα υπ’αρ. «»,«»,«»και «»παραρτήματά της, σύνολο συμβάσεων με τις οποίες μισθώθηκε στην καθ’ης εξοπλισμός αναγκαίος για την λειτουργία της επιχείρησης της, ως τούτος ειδικότερα περιγράφεται στην υπό κρίση αίτηση. Η αξία αυτού σύμφωνα με το υπ’ αρ. «»παράρτημα, κατά το χρόνο υπογραφής του 25/1/08, ανερχόταν σε 132.003,63 ευρώ πλέον ΦΠΑ και η διάρκεια μίσθωσης ορίστηκε για πενήντα πέντε (55) μήνες με έναρξη την 25/1/08 και λήξη 25/7/12 το δε μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 2.914,01 ευρώ πλέον ΦΠΑ και ημέρα καταβολής του η 25η ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα. Σύμφωνα με το υπ’αρ. «»παράρτημα η αξία του μισθίου εξοπλισμού κατά το χρόνο υπογραφής του παραρτήματος, 25/1/08, ανέρχονταν σε 43.683,68 ευρώ πλέον ΦΠΑ, η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για πενήντα επτά (57) μήνες με έναρξη την 25/1/08 και λήξη 25/09/2012, το δε μηνιαίο μίσθωμα σε 935,6 ευρώ πλέον ΦΠΑ καταβλητέο την 28η ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα. Στη συνέχεια λόγω υπερημερίας της καθ’ης ως προς την καταβολή των ληξιπρόθεσμων και απαιτητών μισθωμάτων των εν λόγω παραρτημάτων της υπ’ αρ. «»χρηματικής σύμβασης μίσθωσης υπεγράφη στις 30/11/11 ανάμεσα στους διαδίκους ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους και ρύθμισης της οφειλής με το οποίο η καθ’ης αναγνώρισε ότι οφείλει ληξιπρόθεσμα και απαιτητά μισθώματα μηνών Απριλίου 2011 έως και Οκτωβρίου 2011, καθώς και τιμολογημένους τόκους, ποσού συνολικά 29.856,14 ευρώ και ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει σε 18 ισότιμες μηνιαίες δόσεις ποσού 1.761,14 ευρώ εκάστη πληρωτέα η πρώτη στι 30/11/2011 και εκάστη των επομένων την 25η ημέρα καθενός από τους επόμενους μήνες κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην αίτηση. Περαιτέρω σύμφωνα με τον όρο 21 της υπ’αρ. «» σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ορίστηκε ότι σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, ο εξοπλισμός παραμένει στην αποκλειστική κυριότητα του εκμισθωτή και δεν περιέχεται στο μισθωτή, και ο μισθωτής δεν θα προβεί και δεν θα επιτρέψει σε τρίτους να προβούν σε ενέργειες που θα προσβάλλουν ή θα διακινδυνέψουν το δικαίωμα του εκμισθωτή σχετικά με τον εξοπλισμό. Πιθανολογήθηκε ακόμη ότι η καθ’ης δεν κατέβαλε δόσεις από παλαιότερη οφειλή της των υπ’αρ. «» και «» παραρτημάτων της υπ’ αρ. «» σύμβασης και κατέστη υπερήμερη ως προς την καταβολή ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων των υπ’αρ «» και «»παραρτημάτων σύμφωνα με τις τροποποιήσεις τους. Προς τούτο η αιτούσα, ως είχε δικαίωμα στις 25/11/13 κοινοποίησε στην καθ’ης την από 18/11/13 εξώδικη καταγγελία και πρόσκληση με την οποία κατήγγειλε τα εν λόγω παραρτήματα της υπ’αρ. 101/08 σύμβασης, ως και το από 30/11/11 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, καλώντας την καθ’ης να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό, προσέτι εντός πέντε (5) ημερών, να της παραδώσει το μίσθιο εξοπλισμό των ως άνω παραρτημάτων  (προσ.σχετική έκθεση επίδοσης υπ’αρ. 664 Α/25-11-13). Όπως όμως προαναφέρθηκε, προκειμένου να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, πρέπει, μεταξύ άλλων να υπάρχει «επείγουσα περίπτωση» ή «επικείμενος κίνδυνος» προς αποτροπή του σκοπού να κατατείνει το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο. Στην προηγούμενη όμως περίπτωση δεν πιθανολογήθηκε η ύπαρξη «επείγουσας περίπτωσης», αφού η καθ’ης έχει καταβάλει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής οφειλής της, 82%, καταβάλλοντας ανελλιπώς κατά τον προηγούμενο χρόνο, και τώρα, παρότι έχει υποστεί τις δυσμενείς συνέπειες της υπάρχουσας κρίσης, προσπάθησε κατ’  επανάληψη, ερχόμενη σε επαφή με την αιτούσα, για την εξεύρεση της συμβιβαστικής και βιώσιμης λύσης ως προς τη πληρωμή των οφειλόμενων, υποβάλλοντας καλόπιστα σσχετικές προτάσεις και μηνιαία καταβολή δόσης άνω των 1000,00 ευρώ τους  χειμερινούς μήνες και 2000,00 ευρώ τους θερινούς, οπότε και θα αποπληρωνόταν η οφειλή της μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015, οι οποίες δεν έγιναν αποδεκτές. Απεναντίας πιθανολογήθηκε ότι κατόπιν της απορροφήσεως της αιτούσας από την εταιρεία «» η καθ’ης επανέφερε τις συμβιβαστικές τις πρότασης προς αυτήν και δη για την καταβολή μηνιαίου ποσού 600,00 ευρώ (ως της είχε προταθεί και προ της απορροφήσεως) προς εξόφληση της οφειλή της, το αίτημα της έγινε προφορικά δεκτό, προς τούτο και στις 7/5/15 της κατέβαλε το ποσό 600,00 ευρώ (προσ. σχετ. ) αναμένεται δε και η υπογραφή νέας ρύθμισης (βλ κατάθεση μάρτυρα στα ταυτ. πρακτικά). Όσον αφορά δε τον κίνδυνο φθοράς, απόκρυψης, απώλειας ή καταστροφής του επίδικου εξοπλισμού που επικαλείται η αιτούσα, ουδόλως πιθανολογήθηκε τούτος αφού, αφενός μεν ο εξοπλισμός χρησιμοποιείται από εξειδικευμένο προσωπικό της καθ’ης, αφετέρου δε είναι ασφαλισμένος για οποιαδήποτε φθορά η καταστροφή  για ποσόν έξι (6) φορές άνω της αιτήσεως της αιτούσας για ασφαλισμένο κεφάλαιο 120.000,00 ευρώ, η δε καθ’ης διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία πολλαπλάσιας αξίας  της οφειλής της. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη να συμψηφιστεί δε η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη  κατ’ αρ. 179 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου