ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ: 175/2014
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Του ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (Α` ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ)
Δημόσια συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 2014
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΠΡΑΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Μαρία ΒΑΡΚΑ 1) .................. Παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα Προεδρεύουσα Εφέτης 2) .................. από κοινού δια του τύπου (άρθρο 22 παρ. 4 Κωνσταντίνα ΝΑΚΟΥ 3) .................. Ν. 2472/1997 σε συνδ. με άρθρο 47 Αθανάσιος 4) .................. Ν. 1902/1938). ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 5) .................. Εφέτες 6) .................. Ευσταθία ΚΑΠΑΓΙΑΝΝΗ 7) .................. Αντεισαγγελέας Εφετών ΑΠΟΝΤΕΣ (δια πληρεξουσίου)
Βασιλική ΛΙΑΓΚΟΖΗ 8) .................. Γραμματέας ΠΑΡΩΝ, 9) .................. ΑΠΟΥΣΑ (δια πληρεξουσίου)
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
[...]
Από τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2 και 3, 83 και 42 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, είτε αυτοπροσώπως, είτε διά ειδικού πληρεξουσίου που έχει έγγραφη προς τούτο πληρεξουσιότητα, η οποία έχει δοθεί κατά το άρθρο 42 παρ. 2 του αυτού ως άνω Κώδικα. Η δι` ειδικού πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη δεν αντίκειται προς τις υπερνομοθετικής ισχύος, διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 53/1974 και δεν φαλκιδεύει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 327 παρ. 2 του ΚΠολΔ να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά ένα τουλάχιστο μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα. Κατά της εν λόγω παραστάσεως δεν αντέλεξαν οι κατηγορούμενοι. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι η προσκομισθείσα εξουσιοδότηση έχει δοθεί σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και, κατόπιν ομοίας προτάσεως της Εισαγγελέως, είναι επιτρεπτή η παράσταση στην ακροαματική διαδικασία της δικηγόρου Ε Μ ως πληρεξουσίας του πολιτικώς ενάγοντος και μηνυτή ...................
[...]
ΠΡΟΣ ΤΟ Α` ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ (κατ` άρ. 141 παρ. 2 Κ.Π.Δ.)
[...]
Νομίμως, προσηκόντως και παραδεκτώς, προ πάσης ενάρξεως της ακροαματικής διαδικασίας, προβάλλουμε και ζητούμε να καταχωρηθεί στα πρακτικά η ακόλουθη δήλωση μας άρνησης της κατηγορίας ως νόμω και ουσία αβάσιμης, για τους ακόλουθους λόγους:
Ρητά δηλώνεται, εκ μέρους μας, ότι το σε βάρος μας, κατηγορητήριο, όπως ακριβώς αυτό διατυπώνεται, με το Κλητήριο Θέσπισμα της κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, τυγχάνει νόμω αβάσιμο και, για το λόγο ακριβώς αυτόν, δε δύναται να στοιχειοθετήσει, έστω και υποτυπωδώς, την νομοτυπικη μορφή του αποδιδόμενου, σε βάρος μας, αδικήματος.
Νόμω αβάσιμο το σε βάρος μας σχηματίσθεν, κατηγορητήριο, ελλείψει των στοιγείων της υποκειμενικής & αντικειμενικής υποστάσεως του αποδιδόμενου σ` εμας, αδικήματος της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κοινού δια του τύπου, κατ` αρ. 22 Ν. 2472/1997.
Α.- Κατά το αρθρ. 1 του Ν. 2472/1997, «Αντικείμενο του παρόντος νομού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για ην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής». Σύμφωνα δε με το άρ. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997. «Οποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις».
Παράλληλα, σύμφωνα με το ά. 2 του Ν. 2472/1997 «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, β. "Ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων.(..:). γ) "Υποκείμενο ταν δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. ε. "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια».
Για τη θεμελίωση, συνεπώς, της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω αδικήματος απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε «αρχείο», ως τέτοιο δε θεωρείται κατ` ά. 2 παρ. ε`, το σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο «επεξεργασίας» και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην ως άνω διάταξη, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ως αυτά ορίζονται δια των ως άνω διατάξεων.
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει και έχει σχετικώς παγίως και απαρεγκλίτως νομολογηθεί ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες, των οποίων κάνει κάποioς χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί ελλείπει το αρχείο (και συνακολούθως η επέμβαση σε αρχείο) ως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως
(Βλ. στις μετ` επικλήσεως προσαγόμενες ΑΠ 2079/2007, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3202/2007, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΕφΑθ 3140/2004, ΠοινΔικ 2005, σελ. 683, Τριμ.Πλημμμελειδικείο Αθηνών 16893/2013 αδημοσ., Τριμ.Πλημμμελειοδικείο Αθηνών Τριμ. Πλημμελειοδικείο Αιγίου 791/2012 αδημοσ., Διάταξη Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών 22δ/2010, αδημ, ΔιατΕισΠλημΧίου 37/2010, αδημ).
Τούτο συνάγεται, άλλωστε, ευθέως και από την ίδια τη διατύπωση της διατάξεως της παρ. 4 του ά. 22 του Ν. 2472/1997, δια της οποίας απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης νομιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει λάβει χώρα τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αvτικειμεvικώς το εν λόγω έγκλημα.
Επιπλέον, οι ποινικές κυρώσεις του Ν. 2472/1997 ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Σημειώνεται δε ότι το ά. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 σκοπό έχει τον οριζόμενο δια του ά. 1 του Ν. 2472/1997, ήτοι να αποτρέψει ποινικοποιώντας προσβολές του εννόμου αγαθού της ιδιωτικής ζωής και ειδικότερα του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση.
Οι προσβολές του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση και της ιδιωτικής ζωής τότε μόνο είναι κατά την έννοια και τον σκοπό του νόμου κολάσιμες, όταν πραγματώνονται με δίχως δικαίωμα επέμβαση σε (παράνομα ή νόμιμα) συσταθέν αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με λήψη γνώσης αυτών, με αφαίρεση, με επεξεργασία, με μετάδοση, με ανακοίνωση, με γνωστοποίηση σε τρίτους κ.λπ.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι ο νόμος ποινικοποιεί ουσιαστικά την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής και την αποκάλυψη των στοιχείων της, η οποία ακολουθεί την κατάργηση του απορρήτου. Αλλωστε, και στις περιπτώσεις που ο Ποινικός Κώδικας προστατεύει την ιδιωτική σφαίρα του προσώπου (βλ. ά. 370, 370Α, 371) τιμωρεί την παραβίαση κάποιου απορρήτου.
Ο Ν. 2472/1997 τιμωρεί, λοιπόν, μόνο την παραβίαση του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, ήτοι μόνο τις επεμβάσεις σε αρχεία που είναι κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και, ως εκ τούτου, η ύπαρξη αρχείου κρυφού και κρυφών (μη δημοσιοποιημένων) προσωπικών δεδομένων είναι βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ά. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, οι οποίες διαγράφουν και τα όρια του ρυθμιστικού πλαισίου, της περιοχής ισχύος, του πεδίου εφαρμογής του Νόμου. Ο νόμος θεωρεί δηλαδή ότι άξια ποινικού κολασμού είναι η επεξεργασία των κρυφών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ακολουθεί την επέμβαση σε κρυφό αρχείο. Οσο η ιδιωτική ζωή είναι απόρρητη είναι άξια προστασίας, ενώ, όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί στον κοινωνικό περίγυρο, η προσβολή της είναι ήδη ολοκληρωμένη και παύει να είναι άξια προστασίας από το Ν. 2472/1997.
(βλ. ΑΠ 1187/2009, Πρ&ΛογΠοινΔικ 2009 σελ. 521· ΑΠ 2079/2007, ΠοινΧρον 2008, σελ. 312· ΣυμβΠλημΣαμ 34/2001, ΠοινΔικ 2002, σελ. 881· ΔιατΕισΠλημΑθ ΕΓ 94-20/35/22Δ/10, ΔιατΕισΠλημΑθ ΕΓ 98-10/388/7Δ/11, Διάταξη ΕισΠλημΑθ Α3/2009, αδημ., Εφετείο Αθηνών 7960/2011, αδημ, ΔιατΕισΕφΑθ 114/2011, αδημ).
Αλλωστε, η διάρθρωση και η δομή του ά. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, στο οποίο τυποποιούνται οι τρόποι προσβολής του δικαιώματος σε πληροφοριακή αυτοδιάθεση (υπαλλακτικώς μικτό είναι το έγκλημα και, ως εκ τούτου η συρροή είναι φαινομενική πραγματική κατά την ορθότερη άποψη, γιατί μία μονάδα εννόμου αγαθού προσβάλλεται) αποδεικνύει ότι ο νόμος βαθμιαία τυποποιεί σε έγκλημα την επέμβαση στο κρυφό αρχείο, τη λήψη γνώσης κρυφών-μη δημοσιοποιημένων ποσωπικών δεδομένων, την αποκάλυψη και τη γνωστοποίηση αυτών σε τρίτους.
Εν όψει των ανωτέρω έχει κριθεί ότι δεν εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο προστασίας του Ν. 2472/1997 περίπτωση διάδοσης της εκκρεμούς ποινικής διώξεως εγκαλούντος καθηγητή κατόπιν καταγγελιών σπουδαστριών του ΤΕΙ, όπου αυτός δίδασκε, με την αιτιολογία ότι οι κατηγορίες αυτές αποτελούσαν εν τοις πράγμασι δημοσιοποιημένα στον κοινωνικό περίγυρο κοινωνικά δεδομένα, ήτοι στοιχεία εκκρεμούς, μετ` αναβολή, δημόσιας ποινικής δίκης για υπόθεση σχολιασμένη στον τοπικό τύπο και όχι επεξεργασία (κρυφού) αρχείου δημόσιας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (πρβλ. Διάταξη Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης 184/2007, ΠοινΔικ 2008, σελ. 316).
Ομοίως απήλλαξε το ΣυμβΠλημΣάμου 34/2001 (ΠοινΔικ 2002, σελ. 881) κατηγορούμενο, ο οποίος διέδωσε στην εξωστική αγωγή του ότι στο ιδιόκτητο κατάστημά του ο μισθωτής έκανε εμπορία ναρκωτικών ουσιών, με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για μια ήδη δημοσιοποιημένη πληροφορία, δεδομένου ότι σύμφωνα με το δικαστήριο οτην περίπτωση των ευρέως δημοσιοποιημένων προσωπικών δεδομένων η ιδιωτική ζωή και η κοινωνική υπόληψη του ατόμου έχουν υποστεί σχεδόν ολοκληρωτική συντριβή, ώστε δεν απομένουν περιθώρια για διάπραξη και άλλων προσβολών αυτών των έννομων αγαθών.... Στα δημοσιοποιημένα δεδομένα θα πρέπει να αριθμούνται, να εντάσσονται, όχι μόνον ιστορικά συμβάντα ή γενικώς αναγνωρισμένες επιστημονικές αλήθειες, αλλά και πληροφορίες, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, χωρίς να επακολουθήσουν αντιρρήσεις, ενστάσεις, εναντιώσεις και διαμαρτυρίες από την μεριά του υποκειμένου των δεδομένων.
Ομοίως απηλλάγη από το Εφετείο Αθηνών ο εγκαλούμενος, ο οποίος απεκάλυψε ποινικές καταδίκες του εγκαλούντος, με την αιτιολογία ότι δεν έκανε πρόσβαση σε κανένα αρχείο, ούτε ζήτησε πληροφορίες από τρίτο πρόσωπο που θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στο σχετικό αρχείο των δικαστικών αποφάσεων που τηρείται από την αρμοδία Δημοσία Αρχή, αλλά γνώριζε αυτές (καταδίκες) από το λόγο ότι κατά τις σχετικές δίκες ήταν και ο ίδιος διάδικος με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος (πρβλ. ΣυμβΕφΑθηνών 3140/2005, καθώς και Διάταξη Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χίου 37/2010, αδημ).
Β.- Περαιτέρω, οι χρήστες υπηρεσιών κοινωνικής δικτυώσεως καθιστούν το προφίλ τους προσιτό σε εκατοντάδες ή ακόμα και σε χιλιάδες χρήστες. Στο Facebook καθιερώνεται η αρχή ότι οι χρήστες επιθυμούν να μοιράζονται τις αναρτημένες από αυτούς πληροφορίες με άλλους χρήστες και, ως εκ τούτου, αν επιθυμούν περαιτέρω να περιορίσουν τον κύκλο των προσώπων που έχουν πρόσβαση στο προφίλ τους και γενικότερα στις αναρτήσεις τους, θα πρέπει να το πράξουν από μόνοι τους. Θεσπίζεται, συνεπώς, τεκμήριο ότι ο χρήστης επιθυμεί τη διάδοση των πληροφοριών και όχι ότι επιθυμεί την προστασία τους. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, στις οποίες τα δικαστήρια έχουν δεχθεί ότι η αξίωση τηρήσεως της εμπιστευτικότητας δεν μπορεί να νοηθεί, όταν κάποιος αναρτά πληροφορίες σε ένα δημοσίως προσβάσιμο μέσο, όπως το διαδίκτυο, χωρίς να λαμβάνει αιοδήποτε μέσο προστασίας των πληροφοριών αυτών.
Οι χρήστες υπηρεσιών κοινωνικής δικτυώσεως αποκαλύπτουν μόνοι τους πολλές πληροφορίες, που σχετίζονται με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Μέσα από τις λειτουργίες π.χ του Facebook, στις οποίες ο χρήστης συμμετέχει οικειοθελώς μπορεί να επιτευχθεί μία πλήρης σκιαγράφηση του υποκειμένου των δεδομένων. Το ίδιο το Facebook καταγράφει πάρα πολλές πληροφορίες των μελών του..
Επί ad hoc περιπτώσεως έχει προσφάτως (01-02.10.2012) κριθεί από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου (791/2012) ότι δεν υπήρξε παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων και πως δεν υπήρχε δόλος από την πλευρά εφημερίδας, στη δημοσίευση μιας απλής φωτογραφίας, πολλώ δε μάλλον όταν σε αυτή απεικονίζονται δύο δημόσια πρόσωπα που ουδέποτε έκρυψαν τα πρόσωπά τους από τα ΜΜΕ.
Οι μηνυτές κατηγορούσαν τους συντελεστές της τοπικής εφημερίδας «.............» πως παρέβησαν το νόμο περί προσωπικών δεδομένων και δημοσίευσαν προσωπική φωτογραφία του ζεύγους ..............., που τους απεικόνιζε σε μια τρυφερή οικογενειακή στιγμή χαλάρωσης όπου έπαιζαν κολιτσίνα, φωτογραφία η οποία είχε αναρτηθεί από την κόρη τους ............ στο προφίλ της στο Facebook. To Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς της εφημερίδας πως η φωτογραφία εμφανιζόταν στην πασίγνωστη μηχανή αναζήτησης Google και ως εκ τούτου θα μπορούσε οποιοσδήποτε να τη χρησιμοποιήσει χωρίς να υπόκειται σε προσωπικά δεδομένα ή πνευματική ιδιοκτησία, ενώ προσκόμισε και τους σαφέστατους όρους του Facebook που τονίζουν πως όποιο δεδομένο αναρτάται, πλέον παύει να αποτελεί προσωπικό δεδομένο καθώς θεωρητικά μπορεί οποιοσδήποτε, εντός ή εκτός Facebook, να λάβει γνώση αλλά και να το αξιοποιήσει.
Επί πλέον, η σημασία της εικόνας ως συστατικό όργανο της πληροφόρησης του κοινού για ένα γεγονός εξαίρεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο αναγνωρίζει τη μοναδική ικανότητα της εικόνας να μεταφέρει μηνύματα, τα οποία αδυνατεί να μεταφέρει ο γραπτός λόγος, καθώς και την ελευθερία των οργάνων του τύπου να αποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο αποδίδουν και μεταφέρουν στο κοινό μια πληροφορία.
Η ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος πληροφόρησης του κοινού υφίσταται για γεγονότα η γνώση των οποίων παρουσιάζει κάποια σημασία για το κοινωνικό σύνολο. Η συναίνεση του εικονιζομένου δεν είναι αναγκαία και συνεπώς το δικαίωμα που απολαμβάνει επί της εικόνας του υποχωρεί μπροστά στην ελευθερία της επικοινωνίας. Για γεγονότα της επικαιρότητας υπάρχει κατά κανόνα δικαιολογημένο ενδιαφέρον πληροφόρησης του κοινού.
Εν προκειμένω, άλλωστε, η ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος για τη σύνταξη & δημοσίευση του από 17-7-2011 άρθρου έχει κριθεί με την υπ` αριθ 1281/2012 Διάταξη (αρχειοθέτησης εν μέρει) της κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπου αναφέρεται «...το συγκεκριμένο άρθρο συντάχθηκε και δημοσιεύθηκε σε επίδειξη του εύλογου ενδιαφέροντος των εγκαλουμένων ως δημοσιογράφων να πληροφορήσουν το αναγνωστικό κοινό για ένα κοινωνικό θέμα ευρύτερου ενδιαφέροντος, μη εντοπιζόμενης πρόθεσης τους να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Τούτο δε εναργώς συνάγεται από το ό,τι οι αναφερόμενες συμπεριφορές προσεγγίζονται ως κοινωνικό ζήτημα - πρες ανεύρεση ενδεχομένως των αιτίων - κινήτρων της τελεσθείσας αδικοπραγίας - και όχι ως αφορμή απόδοσης ηθικού ψόγου στον εγκαλούντα, ο οποίος παρουσιάζεται ως ένας νέος που αν και προέρχεται από εύπορη οικογένεια, εργάζεται αμοιβόμενος με τον βασικό μισθό, μακριά από τον τόπο καταγωγής του, το δε άρθρο περιορίζεται απλώς και μόνο στην καταγραφή και αποτύπωση διασταυρωθέντων ως αληθών πραγματικών γεγονότων, χωρίς να περιέχει καμμία κριτική, σχολιασμό ή τοποθέτηση των συντακτών του επ` αυτών, μη ερντοπιζόμενης ως εκ τούτου πιθανής στόχευσης του προς μείωση της δημόσιας εκτίμησης και ηθική αποδοκιμασία του εγκαλούντος».
ΙΙ. -Πραγματικό μέρος.
Με το, σε βάρος μας σχηματισθέν κατηγορητήριο κατηγορούμαστε οτι επεξεργασθήκαμε, ήτοι επιλέξαμε, συλλέξαμε, συνδυάσαμε, καταχωρήσαμε και στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε φωτογραφίες του εγκαλούντος και το επώνυμο αυτού δημοσιεύοντος τα στοιχεία αυτά την 17.7.2011 στην εφημερίδα «.................». Με τη δια του τύπου δημοσιοποίηση των φωτογραφιών και των στοιχείων ταυτότητας ονοματεπωνύμου του εγκαλούντος καταστήσαμε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο μας έκρινε ενόχους της πράξης της παράνομης επεξεργασίας τυν προσωπικών δεδομένων του εγκαλούντος και δη φωτογραφιών, ονοματεπωνύμου και εθνικής προελεύσεως δια της καταχωρήσεως και διαδόσεως των πληροφοριών αυτών δια του τύπου καθιστώντας αυτές προσιτές σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, δηλαδή στο αναγνωστικό κοινό.
Ωστόσο, τα επίμαχα στοιχεία, για την επεξεργασία των οποίων κατηγορύμασθε και καταδικασθήκαμε πρωτοδίκως, δεν αποτελούν προσωπικά δεδομένα υπό την έννοια του νόμου, καθώς δεν είναι απόρρητα στοιχεία αλλά βρίσκονται διαθέσιμα σε δημόσια προσβάσιμες πηγές. Ο Ν. 2472/1997, όμως, τιμωρεί, μόνο την παραβίαση του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, ήτοι μόνο τις επεμβάσεις σε αρχεία που είναι κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί.
Συγκεκριμένα, όπως πλήρως αποδείχθηκε πρωτοδίκως και παρέβλεψε η εκκαλουμένη απόφαση, τόσο τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας του εγκαλούντος (ονοματεπώνυμο, εθνική καταγωγή) όσο και η φωτογραφία του, καθώς και αναλυτικές λεπτομέρειες του χρονικού της απαγωγής του, του ποσού των λύτρων, των διαπραγματεύσεων, της οικονομικής κατάστασης της οικογενείας του, της εθνικής του προέλευσης είχαν καταστεί ευρύτατα γνωστά στον τύπο - έντυπο και ηλεκτρονικό - ήδη από τις 11.7.2011, έξι δηλαδή ολόκληρες ημέρες πριν τη δημοσίευση του από 17.7.2011 δημοσιεύματος για το οποίο κατηγορούμασθε. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από σωρεία δημοσιευμάτων, που είχαμε προσκομίσει, κατά την προδικασία και περιλαμβάνονται στην οικεία ποινική δικογραφία. Μάλιστα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήχθη στην απόφαση της καταδίκης μας, διαλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων και ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω πληροφορίες είχαν δημοσιοποιηθεί πριν το επίμαχο άρθρο, παρά το γεγονός ότι είχε συμπεριλάβει στα αναγνωστέα έγγραφα του ένα από τα εν λόγω -προγενέστερα του δικού μας - δημοσιεύματος (αναγνωστέο 4 - Εκτύπωση από την ιστοσελίδα ............).
Περαιτέρω, επίσης αποδείχθηκε και δη περίτρανα πρωτοδίκως ότι οι συμπεριληφθείσες στο επίδικο δημοσίευμα φωτογραφίες του εγκαλούντος είχαν αναρτηθεί από τον ίδιο στο προφίλ του στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσεως facebook στο διαδίκτυο, χωρίς καμία ρύθμιση ιδιωτικότητας, είχαν δηλαδή ήδη καταστεί γνωστές στο ευρύτατο κοινό και δη σε τρίτους από τον ίδιο στα πλαίσια της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του. Οπως ο ίδιος κατέθεσε πρωτοδίκως και καταγράφεται στο πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου «Τις φωτογραφίες τις βρήκαν στο facebook, όπου έχει πρόσβαση ο καθένας», «Γνωρίζω ότι μπορούσα να κάνα τις φωτογραφίες μου όχι για δημόσια χρήση».
Οπως άλλωστε, προεξετέθη, από τους ορούς χρήσης του facebook θεσπίζεται τεκμήριο ότι ο χρήστης επιθυμεί τη διάδοση των πληροφοριών και όχι ότι επιθυμεί την προστασία τους, καθώς του δίνεται η δυνατότητα, εάν επιθυμεί περαιτέρω να περιορίσει τον κύκλο των προσώπων που έχουν πρόσβαση στο προφίλ του, στις φωτογραφίες του και γενικότερα στις αναρτήσεις του, να προβεί σε ρυθμίσεις ιδιωτικότητας και περιορισμού προσβάσεως στις πληροφορίες του, γεγονός που ο εγκαλών παραδέχθηκε πρωτοδίκως ότι γνώριζε και δεν έπραξε.
Είχε, λοιπόν, με δική του πρωτοβουλία, καταστήσει δημόσια προσβάσιμα τα στοιχεία αυτά με την καταχώρηση τους στον ιστότοπο κοινωνικής δικτυώσεως, χωρίς ρυθμίσεις ασφαλείας, πριν τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου. Πληροφορίες, όμως, του αναρτώνται από το υποκείμενο των δεδομένων σε δημόσια πρόσβαση στο διαδίκτυο δε συνιστούν προσωπικό δεδομένο. Ο νόμος βαθμιαία τυποποιεί σε έγκλημα την επέμβαση στο κρυφό αρχείο, τη λήψη γνώσης κρυφών-μη δημοσιοποιημένων προσωπικών δεδομένων, την αποκάλυψη κα τη γνωστοποίηση αυτών σε τρίτους. Εν προκειμένω, όμως, όλα τα συμπεριληφθέντα στο κατηγορητήριο δεδομένα, πλήρως αποδείχθηκε πρωτοδίκως ότι δεν αποτελούν προσωπικά δεδομένα και δεν εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 2472/1997, καθώς πρόκειται για εν τοις πράγμασι δημοσιοποιημένες πληροφορίες που είχαν καταστεί γνωστές στο ευρύτατο κοινωνικό σύνολo, πριν από τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου.
Εν όψει των ανωτέρω δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο προστασίας του Ν. 2472/1997 τα συμπεριληφθέντα στο κατηγορητήριο στοιχεία του ονοματεπωνύμου και των φωτογραφιών του εγκαλούντος, ούτε ασφαλώς και η εθνική του προέλευση, αφού ο νόμος ποινικοποιεί ουσιαστικά την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής, που συντελείται με την αποκάλυψη των στοιχείων της. Αυτά τα στοιχεία, ωστόσο, είχαν ήδη δημοσιοποιηθεί, δεν ήταν κρυφά και απόρρητα, δεν παραβιάσθηκε, λοιπόν, από εμάς η μυστικότητα και το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής του εγκαλούντος με την αναδημοσίευση πληροφοριών ήδη ευρύτατα γνωστών στο κοινωνικό σύνολο και στο αναγνωστικό κοινό.
Οσο η ιδιωτική ζωή είναι απόρρητη είναι άξια προστασίας, ενώ, όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί στον κοινωνικό περίγυρο, η προσβολή της είναι ήδη ολοκληρωμένη και παύει να είναι άξια προστασίας από το Ν. 2472/1997.
Η εφημερίδα μας δεν επενέβη, έλαβε γνώση, επεξεργάστηκε (μετέδωσε, ανακοίνωσε, κατέστησε γνωστό σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επέτρεψε σε αυτά να λάβουν γνώση) ή εκμεταλλεύθηκε απλά και όχι ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (τέτοια είναι οι επίδικες φωτογραφίες και το ονοματεπώνυμο του εγκαλούντος), με την έννοια των διατάξεων του άρθρου 22 § 4 συνδ. 2 Ν. 2472/1997, αφού οι επίδικες φωτογραφίες ήταν ανηρτημένες σε δημόσιο προφίλ στο Facebook, ευρισκόμενες εξ αυτού στη δημόσια μηχανή αναζήτησης τη google, στο δε προφίλ του μηνυτή μας στο facebook, δεν ήταν ενεργοποιημένες ρυθμίσεις custom (καθιστώντας προσβάσιμες τις φωτογραφίες μόνο σε φίλους, οπότε θα ήταν επέμβαση κ.λπ. σε «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» με την έννοια των ως άνω διατάξεων), αλλά η εντολή public (δημόσια, οπότε δεν επενέβημεν κ.λπ. σε «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» με την έννοια των ως άνω διατάξεων).
Επί πλέον, και εντελώς επικουρικά επισημαίνουμε ότι ο μηνυτής μας, όπως, εξάλλου, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθρκε, είναι δημόσιο πρόσωπο, συνδέεται δηλαδή με την επικαιρότητα κατά τρόπο σταθερό, διαρκή ή συνεχή εξαιτίας της ιδιαίτερης θέσης, δράσης ή λειτουργίας τους μέσα στην κοινωνία.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι διπλωμάτες, οι διάσημοι καλλιτέχνες και αθλητές κ.ο.κ Ως πρόσωπα σχετικής επικαιρότητας θεωρούνται οι ιδιώτες, που συνδέονται λιγότερο ή περισσότερο στενά με ένα έκτακτο γεγονός της επικαιρότητας και εξ αυτού δημιουργείται ενδιαφέρον του κοινού για τη δημοσίευση της εικόνας τους π.χ. θύματα εγκληματικών ενεργειών ή φυσικών καταστροφών, νικητές βραβείων ή διαγωνισμών κλπ. Ο εγκαλών ήταν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης δημοσιογράφος-συντελεστής δημοφιλέστατης τηλεοπτικής εκπομπής και επέτρεπε τη δημοσίευση στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο προσωπικών φωτογραφιών του. Αλλωστε, και στην ενσωματωμένη στην παρούσα ποινική δικογραφία υπ` αριθ 281/2012 Διάταξη της αξιότιμου κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών γίνεται δεκτό, όπος προαναφέρθηκε, τόσο ότι το επίδικο δημοσίευμα συντάχθηκε και δημοσιεύθηκε σε επίδειξη ευλόγου ενδιαφέροντος των δημοσιογράφων να πληροφορήσουν το αναγνωστικό κοινό για ένα κοινωνικό θέμα ευρύτερου ενδιαφέροντος που απασχόλησε την επικαιρότητα, όσο και το γεγονός ότι το εν λόγω άρθρο περιορίζεται απλώς και μόνον στην καταγραφή και αποτύπωση διασταυρωθέντων ως αληθών πραγματικών γεγονότων, χωρίς να περιέχει καμμία κριτική, σχολιασμό ή τοποθέτηση των συντακτών επ` αυτών μη εντοπιζόμενης πιθανής στόχευσης προς μείωση της δημόσιας εκτίμησης και ηθική αποδοκιμασία του εγκαλούντος.
Τονίζεται τέλος, και πάλι ότι τόσο το όνομα, οσο και φωτογραφίες του εγκαλούντος είχαν καταστεί γνωστά σε σύνδεση με την είδηση της απαγωγής του με δημοσιεύματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο ήδη από τις 11 Ιουλίου 2011, ενώ το δικό μας άρθρο δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουλίου 2011, έξι ημέρες μετά την δημοσιοποίηση των εν λόγω στοιχείων στην κοινή γνώμη.
Σε ακολουθία, λοιπόν, όλων των ανωτέρω, και με βάση όσα αναφέρονται στο, σε βάρος μας, κατηγορητήριο, δεν στοιχειοθετούνται, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος για το οποίο κατηγορούμαστε και γι` αυτόν ακριβώς το λόγο, θα πρέπει, να απαλλαγούμε της αποδιδομένης, σε βάρος μας, κατηγορίας, λόγω του προδήλως νόμω αβασίμου αυτής.
ΕΠΕΙΔΗ η διεξοδικά πιο πάνω δήλωση μας είνε νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
ΖΗΤΟΥΜΕ Να καταχωρηθεί στα Πρακτικά της παρούσης δίκης και να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο Σας.
Αθήνα, 13-01-201
Η συνήγορος των κατηγορουμένων,
ΔΚ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
[...]
Παραλείπονται: η κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας, η ανάγνωση εγγράφων, η κατάθεση μάρτυρα υπεράσπισης, η απολογία των κατηγορουμένων.
Κατόπιν η Πρόεδρος κήρυξε περατωμένη τη συζήτηση.
Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε και η Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως την απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία έχει αριθμό 175/2014 και η εξής:
ΑΦΟΥ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Από τις με αριθμούς πρωτ. 82, 83, 77, 81, 80, 79, 78/10-1-2013 και 38. 39/8-1-2013 εκθέσεις εφέσεως των κατηγορουμένων και την με αριθμό 438/8-1-2013 απόφαση του Α` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που υπάρχουν στη δικογραφία, προκύπτει ότι οι εφέσεις ασκήθηκαν εντός της νόμιμης προθεσμίας των δέκα ημερών από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και συνεπώς, αφού έχουν νόμιμα και εμπρόθεσμα ασκηθεί, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν από ουσιαστική άποψη.
Ο νόμος 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεση του, θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη η οποία απορρέει από τις διατάξεις "του άρθρου 9 αλλά και των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν ην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του και διασφαλίζουν την διωτική και οικογενειακή του ζωή, καθώς και το απόρρητο τον επικοινωνιών του". Παράλληλα, όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου τούτου ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 "για προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών" (EEL 281). Η Οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιο της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αλλά και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το κεφάλαιο Α του εν λόγω νόμου, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του και με το ν. 3471/2006, (άρθρα 1-3) επιγράφεται ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, οι οποίες αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Ετσι, κατά το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργοσία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου (άρ. 18 παρ. 2 Ν. 3471/2006, ΦΕΚ Α` 133, με το οποίο αντικαταστάθηκε το εδάφιο ε` του ως άνω άρθρου) ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως α) ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια". Όταν δε τούτο διατηρείται δίχως τη συνδρομή των όρων του άρ. 7 Ν. 2472/19197 επιβάλλονται στον υπαίτιο, οι κατωτέρω αναφερόμενες ποινές κατά το άρ. 22 παρ. 2 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, κατά το όρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 "όποιος, χωρίς δικαίωμα, επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών η τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός έως δέκα εκατομμυρίων δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις, ενώ όταν παραλείπεται η γνωστοποίηση στην Αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως μέχρι τριών ετών και η ως άνω χρηματική ποινή, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 της αυτής διατάξεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 εδ. α, β, γ, και ι του αυτού νόμου: α) δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνιστά κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων, β) ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή κάποιου φυσικού προσώπου του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να διακριβωθεί, γ) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα Ιείναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί vc προσδιορισθεί, αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός, ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του απο άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική ... και ι) αποδέκτης είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή η υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλας οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται, για τρίτο ή όχι. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από την διατύπωση του άρθρου 22 παρ 4, 5 και 6 του ως ανω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνοα του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς [το εν λόγω έγκλημα (ΑΠ 2079/2007, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3697/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1257/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1770/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3202/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 1597/2007 ΔΕΗ 2008, 603, ΕφΑθ 3833/2003 NOB 2004, 247, ΣυμβΕφΑθ 3140/2004 ΠοινΔ/νη 2005, 683). Το άρθρο 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997 εξάλλου, σκοπό έχει (βλ. και το άρθρο 1 του νόμου αυτού) να τιμωρήσει και να αποτρέψει προσβολές του έννομου αγαθού της ιδιωτικής ζωής και ειδικότερα του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση. Οι προσβολές του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση και της ιδιωτικής ζωής τότε μόνο είναι κατά την έννοια και τον σκοπό του νόμου κολάσιμες, όταν πραγματώνονται με επέμβαση χωρίς δικαίωμα σε (παράνομα ή νόμιμα συσταθέν) αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με λήψη γνώσης αυτών, με αφαίρεση, με επεξεργασία, με μετάδοση, με ανακοίνωση, με γνωστοποίηση σε τρίτους κλπ. Γίνεται αντιληπτό ότι ο νόμος τιμωρεί ουσιαστικά την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής και την αποκάλυψη των στοιχείων της, η οποία ακολουθεί την κατάργηση του απορρήτου. Αλλωστε και όταν ο Ποινικός Κώδικας προστατεύει την ιδιωτική σφαίρα του προσώπου (άρθρα 370,370 A , 371) τιμωρεί την
παραβίαση κάποιου απορρήτου και συγκεκριμένα την παραβίαση του απορρήτου των
επιστολών, την παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής
συνομιλίας και την παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας. Ο Ν. 2472/1997
τιμωρεί μόνο, έστω και αν δεν εκφράζεται με σαφήνεια, την παραβίαση του
απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, δηλαδή μόνο τις επεμβάσεις σε αρχεία που είναι
κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και την επεξεργασία, μετάδοση, ανακοίνωση,
γνωστοποίηση σε τρίτους κλπ δεδομένων που είναι κρυφά και δεν έχουν
δημοσιοποιηθεί. Η ύπαρξη αρχείου και μάλιστα κρυφού και η ύπαρξη κρυφών (μη
δημοσιοποιημένων) προσωπικών δεδομένων είναι οι βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής
του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997, οι οποίες διαγράφουν και τα όρια του ρυθμιστικού
πλαισίου, της περιοχής ισχύος, του πεδίου εφαρμογής του νόμου. Ο νόμος θεωρεί
ότι άξια ποινικού κολασμού είναι η επεξεργασία των κρυφών δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα που ακολουθεί την επέμβαση σε κρυφό αρχείο. Οσο η ιδιωτική ζωή είναι
απόρρητη είναι άξια προστασίας. Αντίθετα, όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί
στον κοινωνικό περίγυρο, η προσβολή της είναι ήδη ολοκληρωμένη) και παύει να
είναι άξια προστασίας κατά του Ν 2472/1997. Η διάρθρωση και η δομή του άρθρου
22 παρ. 4 του Ν 2472/1997, στο οποίο περιγράφονται οι τρόποι προσβολής του
δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση (διαζευκτικά ή υπαλλακτικά μικτό
έγκλημα: έχουμε πραγματική φαινομενική συρροή, έστω και αν πραγματωθούν
διαδοχικά οι πλείονες τρόποι τέλεσης, γιατί μια μονάδα έννομου αγαθού
προσβάλλεται (βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού
Μέρους, 1996, σελ. 242- 244, Μαργαρίτη, σε Μαργαρίτη-Παρασκευόπουλου,
Ποινολογία, 2000, σελ. 324) δείχνει, ότι ο νόμος βαθμιαία τυποποιεί σε έγκλημα
την επέμβαση στο κρυφό αρχείο, τη λήψη γνώμης προσωπικών δεδομένων, την
αποκάλυψη και τη γνωστοποίηση αυτών σε τρίτους. Δεν θα ήταν νοητή και παραδεκτή
η τιμωρία της επεξεργασίας και γενικότερα της αποκάλυψης και γνωστοποίησης
προσωπικών δεδομένων, που θα είχαν ήδη ευρέως δημοσιοποιηθεί (ΕφΑθ 7960/2011
αδημοσίευτη). Εξαιρούνται περαιτέρω από την προστασία της ποινικής διάταξης
προσωπικά δεδομένα, τα οποία είναι δημοσιοποιημένα. Τέτοια είναι προσωπικά
δεδομένα, τα οποία είναι γνωστά σ` έναν σχετικά μεγάλο αριθμό ανθρώπων ή μπορεί
να γίνουν εύκολα αντιληπτά και θεωρούνται από αυτούς ως εξακριβωμένα. Στα
δημοσιοποιημένα δεδομένα θα πρέπει να αριθμούνται, να εντάσσονται, όχι μόνο
ιστορικά συμβάντα ή γενικώς αναγνωρισμένες επιστημονικές αλήθειες αλλά και
πληροφορίες, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδας, στο ραδιόφωνο ή στην
τηλεόραση, χωρίς να επακολουθήσουν αντιρρήσεις, ενστάσεις, εναντιώσεις και
διαμαρτυρίες από τη μεριά του υποκειμένου των δεδομένων). Επιβάλλεται λοιπόν ή
να θεωρήσει κανείς, ότι στην περίπτωση της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων
που είχαν ήδη δημοσιοποιηθεί δεν υφίσταται ουσιαστικό άδικο, δηλαδή προσβολή
έννομου αγαθού, ή, αφού λάβει κανείς υπόψη τον προστατευτικό σκοπό του νόμου,
δηλαδή τον σκοπό του να προστατεύσει το δικαίωμα για πληροφοριακή αυτοδιάθεση
και την ιδιωτική ζωή του ατόμου, να ενεργήσει μια τελεολογική συστολή, η οποία
αποδεικνύεται ως το καταλληλότερο μεθοδολογικό εργαλείο για την περιστολή του
αξιοποίνου του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997 (για την τελεολογική συστολή ως
μέθοδο ερμηνείας για την κατάλυση ή τη μείωση του αξιοποίνου βλ. Σατλάνη,
Μεθοδολογικά προλεγόμενα, σελ. 229 επ.).
Από τις καταθέσεις της μάρτυρος κατηγορίας και υπεράσπισης του κατηγορουμένου στο ακροατήρια, από τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται και την απολογία του παρόντος (όγδοου κατά σειρά) κατηγορουμένου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι κατηγορούμενοι είναι μέλη της συντακτικής ομάδας, που διευθύνει την εβδομαδιαία εφημερίδα «...............» και επιπλέον ο πρώτος κατηγορούμενος είναι πρόεδρος του ΔΣ της εκδότριας εταιρείας με την επωνυμία «...............», ο δεύτερος κατηγορούμενος διευθύνων σύμβουλος και αντιπρόεδρος του ΔΣ της ως άνω εταιρείας, οι όγδοος και ένατη των κατηγορουμένων αρθρογράφοι του επίδικου ρεπορτάζ, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι ενεργούντες υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους, δημοσίευσαν φωτογραφίες του εγκαλούντα ................, οτις σελίδες 42 Εως 43 της προαναφερόμενης εφημερίδας «................» (αρ. φύλλου 334), που κυκλοφόρησε την 17-7-2011, τις ως άνω δε φωτογραφίες συνόδευε ο προσδιοριστικός τίτλος του άρθρου: «το θρίλερ της απαγωγής του .................», ενώ το εν λόγω δημοσίευμα ετέθη και στον διαδικτυακό τόπο της ως άνω εφημερίδας. Αποδείχθηκε όμως ότι τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας του εγκαλούντος, ήτοι το ονοματεπώνυμο του, η εθνική του καταγωγή, όσο και η φωτογραφία του, καθώς και το χρονικό της απαγωγής του, αλλά και το ποσό των λύτρων καθώς και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας του είχαν καταστεί ευρύτατα γνωστά στον έντυπο αλλά και ηλεκτρονικό τύπο, ήδη από την 11-7-2011, δηλαδή έξι ολόκληρες ημέρες πριν την δημοσίευση του (από 17-7-2011), επιδίκου δημοσιεύματος. Αυτό προκύπτει με βεβαιότητα από τα προσκομισθέντα με αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5, 6, 8 έγγραφα εκτύπωσης αποτελεσμάτων αναζήτησης σε σχετικές ιστοσελίδες με ημερομηνίες δημοσίευσης 11-7-2011 και το με αριθμό 8 έγγραφο, με ημερομηνία δημοσίευσης 12-7-2011 (...............), τα οποία αναγνώσθηκαν. Συνεπώς, η εύρεση των ανωτέρω δημοσιεύσεων έγινε από μηχανές αναζήτησης, οι οποίες αναζητούν οποιαδήποτε ιστοσελίδα με την ερευνώμενη φράση και σε καμία περίπτωση δεν αναζητούν από κάποιο αρχείο. Εξάλλου, όλο το διαδίκτυο δεν αποτελεί αρχείο διαρθρωμένο, όπως ο νόμος απαιτεί, αφού υπάρχουν πλέον πέραν των διαδικτυακών τόπων των διαφόρων επίσημων ειδησεογραφικών πρακτορείων, τα οποία δύνανται να λειτουργούν ως αρχείο, υπό την έννοια της ημερολογιακής αρχειοθέτησης και εύρεσης των διαφόρων ειδήσεων και διαδικτυακοί τόποι ιδιοκτησίας διαφόρων φυσικών προσώπων (blogs), στα οποία γράφονται οι απόψεις και οι γνώμες των δημιουργών τους ή διαφόρων άλλων, δίνοντας στην δημοσιότητα παράλληλα και δημόσια ή μη έγγραφα, που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα, χωρίς βέβαια να δημιουργείται ή να διατηρείται κανενός εδους αρχείο. Και ναι μεν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, το αρχείο της πιο πάνω εβδομαδιαίας εφημερίδας (.............) αποτελεί σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία είναι ο τίτλος της εφημερίδας, η ημερομηνία κυκλοφορίας και ο αριθμός του συγκεκριμένου φύλλου, που επιτρέπουν σε οποιονδήποτε τρίτο την πρόσβαση στα προσωπικά αυτά δεδομένα, ενώ εξάλλου κατά τη διαδικασία παραγωγής του εντύπου αυτού (εφημερίδας), που αποτέλεσε το μέσο διάδοσής τους σε ένα ευρύτατο κύκλο προσώπων, τα ως άνω δεδομένα υπέστησαν περισσότερες διαδοχικές διακριτές ηλεκτρονικές επεξεργασίες, όπως ψηφιοποίηση μέσω ειδικών σαρωτών (scanners), καταχώριση σε ηλεκτρονικό αρχείο, περαιτέρω επεξεργασία ως εικόνων, προκειμένου να βελτιωθούν η ευκρίνεια, οι χρωματισμοί τους κλπ. Ετσι, είναι προφανές ότι οι περισσότερες αυτές επεξεργασίες πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια των αυτοματοποιημένων μεθόδων παραγωγής της εφημερίδας, ως εντύπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αφού τα επίδικα δεδομένα που αναφέρονται στο ονοματεπώνυμο, στην καταγωγή, στο επάγγελμα, στο ιστορικό απαγωγής, στις φωτογραφίες, στην οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του εγκαλούντος, ήταν ήδη γνωστά, όπως προαναφέρθηκε από τα χρονικώς προηγηθέντα, εκτενή δημοσιεύματα στον ηλεκτρονικό και στον έντυπο τύπο. Το γεγονός τέλος, ότι ο εγκαλών ουδέποτε συνήνεσε να δημοσιευθεί η ανηρτημένη στο διαδίκτυο (προσβάσιμη στο δημόσιο προφίλ του στο Facebook) φωτογραφία του, αφενός δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι ελήφθη από το εν λόγω αρχείο (Facebook), αλλά και δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, αφού τόσο η φωτογραφία του, όσο και τα λοιπά ανακοινωθέντα προσωπικά δεδομένα, δεν αποτελούσαν πλέον, ήτοι στις 17- 7-2011, απόρρητα στοιχεία αλλά στοιχεία ευρέως δημοσιοποιημένα στο διαδίκτυο. Ας σημειωθεί μάλιστα, ότι τα ως άνω δεδομένα δεν διέψευσε ο εγκαλών, αλλά αντίθετα και ο ίδιος ευχαρίστησε τον κόσμο για την συμπαράσταση στην περιπέτειά του, από την προσωπική του ιστοσελίδα. Συνακόλουθα, αφού τα επίδικα προσωπικά δεδομένα περιήλθαν στους κατηγορουμένους: α) όχι κατόπιν επεμβάσεως σε αρχείο, με την προαναφερθείσα έννοια, άλλα από το διαδίκτυο, ήτοι μη διαρθρωμένο αρχείο, κατά την έννοια του νόμου και επομένως, δεν νοείται επέμβαση των κατηγορουμένων σ` αυτό, ενώ β) επιπλέον το επίδικο δημοσίευμα (φωτογράφος και κείμενο) δεν περιείχε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, αλλά ευρέως δημοσιοποιημένα και γνωστά στο ευρύ κοινό από τις προηγούμενες δημοσιεύσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, χωρίς να έχει επακολουθήσει κατά αυτών (προηγουμένων δημοσιεύσεων) αντίρρηση, ένσταση, εναντίωση ή διαμαρτυρία από την πλευρά του εγκαλούντος, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβιάσεως προσωπικών δεδομένων και για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ: με απόντες θεωρούμενους παρόντες εκπροσωπούμενους από πληρεξούσιο συνήγορο τους κατηγορουμένους: 1) ............... έως 7) ..............., 8) με παρόντα τον κατηγορούμενο ............... και ομοίως απούσα θεωρούμενη παρούσα εκπροσωπουμενη από συνήγορο την 9) ................
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις τους με αρθμούς: 1) 82 και χρονολογία 10-01-2013, 2) 83 και χρονολογία 10-01-2013, 3) 77 και χρονολογία 10-01-2013, 4) 81 και χρονολογία 10-01-2013, 5) 80 και χρονολογία 10 31-2013, 6) 79 και χρονολογία 10-01-2013, 7) 78 και χρονολογία 10-01- 2013, 8) 38 και χρονολογία 10-01-2013, 9) 39 και χρονολογία 10-01-2013 αντίστοιχα κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με αριθμό 438/08-01-2013.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τους κατηγορούμεους αθώους του ότι: «Στην Αθήνα την 17.07.2011 ενεργώντας από κοινού, με συναπόφαση, συνεκτέλεση και κοινό δόλο, ενεργώντας με πρόθεση, χωρίς δικαίωμα, επενέβησαν με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έλαβαν γνώση των δεδομένων αυτών, τα επεξεργάστηκαν και τα ανακοίνωσαν δια του τύπου στο αναγνωστικό κοινό, καθιστώντας τα κατ` αυτόν τον τρόπο προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Συγκεκριμένα, όλοι οι κατηγορούμενοι με την ιδιότητα τους ως μελών της συντακτικής ομάδας, που διευθύνει την εβδομαδιαία εφημερίδα «..............» και επιπλέον ο πρώτος κατηγορούμενος ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εκδότριας και ιδιοκτήτριας εταιρίας με την επωνυμία «................», ο δεύτερος κατηγορούμενος, ως Διευθύνων Σύμβουλος και Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρίας οι όγδοος και ένατη των κατηγορουμένων και ως ορθογράφοι του επίδικου ρεπορτάζ, από κοινού ενεργούντες, επεξεργάστηκαν, ήτοι επέλεξαν, συνέλεξαν, συνδύασαν, καταχώρησαν, και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν φωτογραφίες του εγκαλούντα ................. κατοίκου Παραλιμνίου Κύπρου, οδό ............., αριθμό ..., και το ονοματεπώνυμο αυτού, δημοσιεύοντας αυτά στις σελίδες 42 έως 43 της προαναφερόμενης εφημερίδας «..............» (αριθ. φύλλου 334), που κυκλοφόρησε την 17.07.2011, τις ως άνω δε φωτογραφίες συνόδευε ο προσδιοριστικός τίτλος του άρθρου «το θρίλερ της απαγωγής του ................. από την Κύπρο», ενώ το εν λόγω δημοσίευμα ετέθη και στον διαδυκτυακό τόπο της ως άνω εφημερίδας. Οι ανωτέρω φωτογραφίες αποτελούν μέρος παραρτήματος φωτογραφιών σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης που διατηρεί ο εγκαλών, στην οποία οι κατηγορούμενοι είχαν πρόσβαση, καθώς περιήλθε στην κατοχή τους με οποιανδήποτε τρόπο. Η δημοσίευση στον τύπο πληροφοριών και φωτογραφιών που αφορούν τον εγκαλούντα ως φυσικό πρόσωπο αποτελεί επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. δ` του Ν. 2472/1997 («καταχώριση»και «διάδοση»), αφού τα στοιχεία των εφημερίδων αποτελούν διαρθρωμένα αρχεία. Με την δια τύπου δημοσιοποίηση των ως άνω φωτοαντιγράφων και των στοιχείων ταυτότητας (ονοματεπώνυμο) του εγκαλούντος οι κατηγορούμενοι κατέστησαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα προσιτά σε μη δικαιούμενο πρόσωπα, δηλαδή στο αναγνωστικό κοινό.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως, δημόσια, στο ακροατήριό του.
Αθήνα 13η Ιανουαρίου 2014
Η Προεδρεύουσα Εφέτης Η Γραμματέας
ΑΡΙΘΜΟΣ: 175/2014
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Του ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (Α` ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ)
Δημόσια συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 2014
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΠΡΑΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Μαρία ΒΑΡΚΑ 1) .................. Παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα Προεδρεύουσα Εφέτης 2) .................. από κοινού δια του τύπου (άρθρο 22 παρ. 4 Κωνσταντίνα ΝΑΚΟΥ 3) .................. Ν. 2472/1997 σε συνδ. με άρθρο 47 Αθανάσιος 4) .................. Ν. 1902/1938). ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 5) .................. Εφέτες 6) .................. Ευσταθία ΚΑΠΑΓΙΑΝΝΗ 7) .................. Αντεισαγγελέας Εφετών ΑΠΟΝΤΕΣ (δια πληρεξουσίου)
Βασιλική ΛΙΑΓΚΟΖΗ 8) .................. Γραμματέας ΠΑΡΩΝ, 9) .................. ΑΠΟΥΣΑ (δια πληρεξουσίου)
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
[...]
Από τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2 και 3, 83 και 42 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, είτε αυτοπροσώπως, είτε διά ειδικού πληρεξουσίου που έχει έγγραφη προς τούτο πληρεξουσιότητα, η οποία έχει δοθεί κατά το άρθρο 42 παρ. 2 του αυτού ως άνω Κώδικα. Η δι` ειδικού πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη δεν αντίκειται προς τις υπερνομοθετικής ισχύος, διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 53/1974 και δεν φαλκιδεύει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 327 παρ. 2 του ΚΠολΔ να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά ένα τουλάχιστο μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα. Κατά της εν λόγω παραστάσεως δεν αντέλεξαν οι κατηγορούμενοι. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι η προσκομισθείσα εξουσιοδότηση έχει δοθεί σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και, κατόπιν ομοίας προτάσεως της Εισαγγελέως, είναι επιτρεπτή η παράσταση στην ακροαματική διαδικασία της δικηγόρου Ε Μ ως πληρεξουσίας του πολιτικώς ενάγοντος και μηνυτή ...................
[...]
ΠΡΟΣ ΤΟ Α` ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ (κατ` άρ. 141 παρ. 2 Κ.Π.Δ.)
[...]
Νομίμως, προσηκόντως και παραδεκτώς, προ πάσης ενάρξεως της ακροαματικής διαδικασίας, προβάλλουμε και ζητούμε να καταχωρηθεί στα πρακτικά η ακόλουθη δήλωση μας άρνησης της κατηγορίας ως νόμω και ουσία αβάσιμης, για τους ακόλουθους λόγους:
Ρητά δηλώνεται, εκ μέρους μας, ότι το σε βάρος μας, κατηγορητήριο, όπως ακριβώς αυτό διατυπώνεται, με το Κλητήριο Θέσπισμα της κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, τυγχάνει νόμω αβάσιμο και, για το λόγο ακριβώς αυτόν, δε δύναται να στοιχειοθετήσει, έστω και υποτυπωδώς, την νομοτυπικη μορφή του αποδιδόμενου, σε βάρος μας, αδικήματος.
Νόμω αβάσιμο το σε βάρος μας σχηματίσθεν, κατηγορητήριο, ελλείψει των στοιγείων της υποκειμενικής & αντικειμενικής υποστάσεως του αποδιδόμενου σ` εμας, αδικήματος της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κοινού δια του τύπου, κατ` αρ. 22 Ν. 2472/1997.
Α.- Κατά το αρθρ. 1 του Ν. 2472/1997, «Αντικείμενο του παρόντος νομού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για ην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής». Σύμφωνα δε με το άρ. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997. «Οποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις».
Παράλληλα, σύμφωνα με το ά. 2 του Ν. 2472/1997 «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, β. "Ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων.(..:). γ) "Υποκείμενο ταν δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. ε. "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια».
Για τη θεμελίωση, συνεπώς, της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω αδικήματος απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε «αρχείο», ως τέτοιο δε θεωρείται κατ` ά. 2 παρ. ε`, το σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο «επεξεργασίας» και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην ως άνω διάταξη, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ως αυτά ορίζονται δια των ως άνω διατάξεων.
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει και έχει σχετικώς παγίως και απαρεγκλίτως νομολογηθεί ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες, των οποίων κάνει κάποioς χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί ελλείπει το αρχείο (και συνακολούθως η επέμβαση σε αρχείο) ως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως
(Βλ. στις μετ` επικλήσεως προσαγόμενες ΑΠ 2079/2007, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3202/2007, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΕφΑθ 3140/2004, ΠοινΔικ 2005, σελ. 683, Τριμ.Πλημμμελειδικείο Αθηνών 16893/2013 αδημοσ., Τριμ.Πλημμμελειοδικείο Αθηνών Τριμ. Πλημμελειοδικείο Αιγίου 791/2012 αδημοσ., Διάταξη Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών 22δ/2010, αδημ, ΔιατΕισΠλημΧίου 37/2010, αδημ).
Τούτο συνάγεται, άλλωστε, ευθέως και από την ίδια τη διατύπωση της διατάξεως της παρ. 4 του ά. 22 του Ν. 2472/1997, δια της οποίας απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης νομιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει λάβει χώρα τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αvτικειμεvικώς το εν λόγω έγκλημα.
Επιπλέον, οι ποινικές κυρώσεις του Ν. 2472/1997 ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Σημειώνεται δε ότι το ά. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 σκοπό έχει τον οριζόμενο δια του ά. 1 του Ν. 2472/1997, ήτοι να αποτρέψει ποινικοποιώντας προσβολές του εννόμου αγαθού της ιδιωτικής ζωής και ειδικότερα του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση.
Οι προσβολές του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση και της ιδιωτικής ζωής τότε μόνο είναι κατά την έννοια και τον σκοπό του νόμου κολάσιμες, όταν πραγματώνονται με δίχως δικαίωμα επέμβαση σε (παράνομα ή νόμιμα) συσταθέν αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με λήψη γνώσης αυτών, με αφαίρεση, με επεξεργασία, με μετάδοση, με ανακοίνωση, με γνωστοποίηση σε τρίτους κ.λπ.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι ο νόμος ποινικοποιεί ουσιαστικά την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής και την αποκάλυψη των στοιχείων της, η οποία ακολουθεί την κατάργηση του απορρήτου. Αλλωστε, και στις περιπτώσεις που ο Ποινικός Κώδικας προστατεύει την ιδιωτική σφαίρα του προσώπου (βλ. ά. 370, 370Α, 371) τιμωρεί την παραβίαση κάποιου απορρήτου.
Ο Ν. 2472/1997 τιμωρεί, λοιπόν, μόνο την παραβίαση του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, ήτοι μόνο τις επεμβάσεις σε αρχεία που είναι κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και, ως εκ τούτου, η ύπαρξη αρχείου κρυφού και κρυφών (μη δημοσιοποιημένων) προσωπικών δεδομένων είναι βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ά. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, οι οποίες διαγράφουν και τα όρια του ρυθμιστικού πλαισίου, της περιοχής ισχύος, του πεδίου εφαρμογής του Νόμου. Ο νόμος θεωρεί δηλαδή ότι άξια ποινικού κολασμού είναι η επεξεργασία των κρυφών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ακολουθεί την επέμβαση σε κρυφό αρχείο. Οσο η ιδιωτική ζωή είναι απόρρητη είναι άξια προστασίας, ενώ, όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί στον κοινωνικό περίγυρο, η προσβολή της είναι ήδη ολοκληρωμένη και παύει να είναι άξια προστασίας από το Ν. 2472/1997.
(βλ. ΑΠ 1187/2009, Πρ&ΛογΠοινΔικ 2009 σελ. 521· ΑΠ 2079/2007, ΠοινΧρον 2008, σελ. 312· ΣυμβΠλημΣαμ 34/2001, ΠοινΔικ 2002, σελ. 881· ΔιατΕισΠλημΑθ ΕΓ 94-20/35/22Δ/10, ΔιατΕισΠλημΑθ ΕΓ 98-10/388/7Δ/11, Διάταξη ΕισΠλημΑθ Α3/2009, αδημ., Εφετείο Αθηνών 7960/2011, αδημ, ΔιατΕισΕφΑθ 114/2011, αδημ).
Αλλωστε, η διάρθρωση και η δομή του ά. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, στο οποίο τυποποιούνται οι τρόποι προσβολής του δικαιώματος σε πληροφοριακή αυτοδιάθεση (υπαλλακτικώς μικτό είναι το έγκλημα και, ως εκ τούτου η συρροή είναι φαινομενική πραγματική κατά την ορθότερη άποψη, γιατί μία μονάδα εννόμου αγαθού προσβάλλεται) αποδεικνύει ότι ο νόμος βαθμιαία τυποποιεί σε έγκλημα την επέμβαση στο κρυφό αρχείο, τη λήψη γνώσης κρυφών-μη δημοσιοποιημένων ποσωπικών δεδομένων, την αποκάλυψη και τη γνωστοποίηση αυτών σε τρίτους.
Εν όψει των ανωτέρω έχει κριθεί ότι δεν εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο προστασίας του Ν. 2472/1997 περίπτωση διάδοσης της εκκρεμούς ποινικής διώξεως εγκαλούντος καθηγητή κατόπιν καταγγελιών σπουδαστριών του ΤΕΙ, όπου αυτός δίδασκε, με την αιτιολογία ότι οι κατηγορίες αυτές αποτελούσαν εν τοις πράγμασι δημοσιοποιημένα στον κοινωνικό περίγυρο κοινωνικά δεδομένα, ήτοι στοιχεία εκκρεμούς, μετ` αναβολή, δημόσιας ποινικής δίκης για υπόθεση σχολιασμένη στον τοπικό τύπο και όχι επεξεργασία (κρυφού) αρχείου δημόσιας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (πρβλ. Διάταξη Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης 184/2007, ΠοινΔικ 2008, σελ. 316).
Ομοίως απήλλαξε το ΣυμβΠλημΣάμου 34/2001 (ΠοινΔικ 2002, σελ. 881) κατηγορούμενο, ο οποίος διέδωσε στην εξωστική αγωγή του ότι στο ιδιόκτητο κατάστημά του ο μισθωτής έκανε εμπορία ναρκωτικών ουσιών, με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για μια ήδη δημοσιοποιημένη πληροφορία, δεδομένου ότι σύμφωνα με το δικαστήριο οτην περίπτωση των ευρέως δημοσιοποιημένων προσωπικών δεδομένων η ιδιωτική ζωή και η κοινωνική υπόληψη του ατόμου έχουν υποστεί σχεδόν ολοκληρωτική συντριβή, ώστε δεν απομένουν περιθώρια για διάπραξη και άλλων προσβολών αυτών των έννομων αγαθών.... Στα δημοσιοποιημένα δεδομένα θα πρέπει να αριθμούνται, να εντάσσονται, όχι μόνον ιστορικά συμβάντα ή γενικώς αναγνωρισμένες επιστημονικές αλήθειες, αλλά και πληροφορίες, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, χωρίς να επακολουθήσουν αντιρρήσεις, ενστάσεις, εναντιώσεις και διαμαρτυρίες από την μεριά του υποκειμένου των δεδομένων.
Ομοίως απηλλάγη από το Εφετείο Αθηνών ο εγκαλούμενος, ο οποίος απεκάλυψε ποινικές καταδίκες του εγκαλούντος, με την αιτιολογία ότι δεν έκανε πρόσβαση σε κανένα αρχείο, ούτε ζήτησε πληροφορίες από τρίτο πρόσωπο που θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στο σχετικό αρχείο των δικαστικών αποφάσεων που τηρείται από την αρμοδία Δημοσία Αρχή, αλλά γνώριζε αυτές (καταδίκες) από το λόγο ότι κατά τις σχετικές δίκες ήταν και ο ίδιος διάδικος με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος (πρβλ. ΣυμβΕφΑθηνών 3140/2005, καθώς και Διάταξη Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χίου 37/2010, αδημ).
Β.- Περαιτέρω, οι χρήστες υπηρεσιών κοινωνικής δικτυώσεως καθιστούν το προφίλ τους προσιτό σε εκατοντάδες ή ακόμα και σε χιλιάδες χρήστες. Στο Facebook καθιερώνεται η αρχή ότι οι χρήστες επιθυμούν να μοιράζονται τις αναρτημένες από αυτούς πληροφορίες με άλλους χρήστες και, ως εκ τούτου, αν επιθυμούν περαιτέρω να περιορίσουν τον κύκλο των προσώπων που έχουν πρόσβαση στο προφίλ τους και γενικότερα στις αναρτήσεις τους, θα πρέπει να το πράξουν από μόνοι τους. Θεσπίζεται, συνεπώς, τεκμήριο ότι ο χρήστης επιθυμεί τη διάδοση των πληροφοριών και όχι ότι επιθυμεί την προστασία τους. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, στις οποίες τα δικαστήρια έχουν δεχθεί ότι η αξίωση τηρήσεως της εμπιστευτικότητας δεν μπορεί να νοηθεί, όταν κάποιος αναρτά πληροφορίες σε ένα δημοσίως προσβάσιμο μέσο, όπως το διαδίκτυο, χωρίς να λαμβάνει αιοδήποτε μέσο προστασίας των πληροφοριών αυτών.
Οι χρήστες υπηρεσιών κοινωνικής δικτυώσεως αποκαλύπτουν μόνοι τους πολλές πληροφορίες, που σχετίζονται με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Μέσα από τις λειτουργίες π.χ του Facebook, στις οποίες ο χρήστης συμμετέχει οικειοθελώς μπορεί να επιτευχθεί μία πλήρης σκιαγράφηση του υποκειμένου των δεδομένων. Το ίδιο το Facebook καταγράφει πάρα πολλές πληροφορίες των μελών του..
Επί ad hoc περιπτώσεως έχει προσφάτως (01-02.10.2012) κριθεί από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου (791/2012) ότι δεν υπήρξε παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων και πως δεν υπήρχε δόλος από την πλευρά εφημερίδας, στη δημοσίευση μιας απλής φωτογραφίας, πολλώ δε μάλλον όταν σε αυτή απεικονίζονται δύο δημόσια πρόσωπα που ουδέποτε έκρυψαν τα πρόσωπά τους από τα ΜΜΕ.
Οι μηνυτές κατηγορούσαν τους συντελεστές της τοπικής εφημερίδας «.............» πως παρέβησαν το νόμο περί προσωπικών δεδομένων και δημοσίευσαν προσωπική φωτογραφία του ζεύγους ..............., που τους απεικόνιζε σε μια τρυφερή οικογενειακή στιγμή χαλάρωσης όπου έπαιζαν κολιτσίνα, φωτογραφία η οποία είχε αναρτηθεί από την κόρη τους ............ στο προφίλ της στο Facebook. To Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς της εφημερίδας πως η φωτογραφία εμφανιζόταν στην πασίγνωστη μηχανή αναζήτησης Google και ως εκ τούτου θα μπορούσε οποιοσδήποτε να τη χρησιμοποιήσει χωρίς να υπόκειται σε προσωπικά δεδομένα ή πνευματική ιδιοκτησία, ενώ προσκόμισε και τους σαφέστατους όρους του Facebook που τονίζουν πως όποιο δεδομένο αναρτάται, πλέον παύει να αποτελεί προσωπικό δεδομένο καθώς θεωρητικά μπορεί οποιοσδήποτε, εντός ή εκτός Facebook, να λάβει γνώση αλλά και να το αξιοποιήσει.
Επί πλέον, η σημασία της εικόνας ως συστατικό όργανο της πληροφόρησης του κοινού για ένα γεγονός εξαίρεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο αναγνωρίζει τη μοναδική ικανότητα της εικόνας να μεταφέρει μηνύματα, τα οποία αδυνατεί να μεταφέρει ο γραπτός λόγος, καθώς και την ελευθερία των οργάνων του τύπου να αποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο αποδίδουν και μεταφέρουν στο κοινό μια πληροφορία.
Η ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος πληροφόρησης του κοινού υφίσταται για γεγονότα η γνώση των οποίων παρουσιάζει κάποια σημασία για το κοινωνικό σύνολο. Η συναίνεση του εικονιζομένου δεν είναι αναγκαία και συνεπώς το δικαίωμα που απολαμβάνει επί της εικόνας του υποχωρεί μπροστά στην ελευθερία της επικοινωνίας. Για γεγονότα της επικαιρότητας υπάρχει κατά κανόνα δικαιολογημένο ενδιαφέρον πληροφόρησης του κοινού.
Εν προκειμένω, άλλωστε, η ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος για τη σύνταξη & δημοσίευση του από 17-7-2011 άρθρου έχει κριθεί με την υπ` αριθ 1281/2012 Διάταξη (αρχειοθέτησης εν μέρει) της κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπου αναφέρεται «...το συγκεκριμένο άρθρο συντάχθηκε και δημοσιεύθηκε σε επίδειξη του εύλογου ενδιαφέροντος των εγκαλουμένων ως δημοσιογράφων να πληροφορήσουν το αναγνωστικό κοινό για ένα κοινωνικό θέμα ευρύτερου ενδιαφέροντος, μη εντοπιζόμενης πρόθεσης τους να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Τούτο δε εναργώς συνάγεται από το ό,τι οι αναφερόμενες συμπεριφορές προσεγγίζονται ως κοινωνικό ζήτημα - πρες ανεύρεση ενδεχομένως των αιτίων - κινήτρων της τελεσθείσας αδικοπραγίας - και όχι ως αφορμή απόδοσης ηθικού ψόγου στον εγκαλούντα, ο οποίος παρουσιάζεται ως ένας νέος που αν και προέρχεται από εύπορη οικογένεια, εργάζεται αμοιβόμενος με τον βασικό μισθό, μακριά από τον τόπο καταγωγής του, το δε άρθρο περιορίζεται απλώς και μόνο στην καταγραφή και αποτύπωση διασταυρωθέντων ως αληθών πραγματικών γεγονότων, χωρίς να περιέχει καμμία κριτική, σχολιασμό ή τοποθέτηση των συντακτών του επ` αυτών, μη ερντοπιζόμενης ως εκ τούτου πιθανής στόχευσης του προς μείωση της δημόσιας εκτίμησης και ηθική αποδοκιμασία του εγκαλούντος».
ΙΙ. -Πραγματικό μέρος.
Με το, σε βάρος μας σχηματισθέν κατηγορητήριο κατηγορούμαστε οτι επεξεργασθήκαμε, ήτοι επιλέξαμε, συλλέξαμε, συνδυάσαμε, καταχωρήσαμε και στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε φωτογραφίες του εγκαλούντος και το επώνυμο αυτού δημοσιεύοντος τα στοιχεία αυτά την 17.7.2011 στην εφημερίδα «.................». Με τη δια του τύπου δημοσιοποίηση των φωτογραφιών και των στοιχείων ταυτότητας ονοματεπωνύμου του εγκαλούντος καταστήσαμε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο μας έκρινε ενόχους της πράξης της παράνομης επεξεργασίας τυν προσωπικών δεδομένων του εγκαλούντος και δη φωτογραφιών, ονοματεπωνύμου και εθνικής προελεύσεως δια της καταχωρήσεως και διαδόσεως των πληροφοριών αυτών δια του τύπου καθιστώντας αυτές προσιτές σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, δηλαδή στο αναγνωστικό κοινό.
Ωστόσο, τα επίμαχα στοιχεία, για την επεξεργασία των οποίων κατηγορύμασθε και καταδικασθήκαμε πρωτοδίκως, δεν αποτελούν προσωπικά δεδομένα υπό την έννοια του νόμου, καθώς δεν είναι απόρρητα στοιχεία αλλά βρίσκονται διαθέσιμα σε δημόσια προσβάσιμες πηγές. Ο Ν. 2472/1997, όμως, τιμωρεί, μόνο την παραβίαση του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, ήτοι μόνο τις επεμβάσεις σε αρχεία που είναι κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί.
Συγκεκριμένα, όπως πλήρως αποδείχθηκε πρωτοδίκως και παρέβλεψε η εκκαλουμένη απόφαση, τόσο τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας του εγκαλούντος (ονοματεπώνυμο, εθνική καταγωγή) όσο και η φωτογραφία του, καθώς και αναλυτικές λεπτομέρειες του χρονικού της απαγωγής του, του ποσού των λύτρων, των διαπραγματεύσεων, της οικονομικής κατάστασης της οικογενείας του, της εθνικής του προέλευσης είχαν καταστεί ευρύτατα γνωστά στον τύπο - έντυπο και ηλεκτρονικό - ήδη από τις 11.7.2011, έξι δηλαδή ολόκληρες ημέρες πριν τη δημοσίευση του από 17.7.2011 δημοσιεύματος για το οποίο κατηγορούμασθε. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από σωρεία δημοσιευμάτων, που είχαμε προσκομίσει, κατά την προδικασία και περιλαμβάνονται στην οικεία ποινική δικογραφία. Μάλιστα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήχθη στην απόφαση της καταδίκης μας, διαλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων και ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω πληροφορίες είχαν δημοσιοποιηθεί πριν το επίμαχο άρθρο, παρά το γεγονός ότι είχε συμπεριλάβει στα αναγνωστέα έγγραφα του ένα από τα εν λόγω -προγενέστερα του δικού μας - δημοσιεύματος (αναγνωστέο 4 - Εκτύπωση από την ιστοσελίδα ............).
Περαιτέρω, επίσης αποδείχθηκε και δη περίτρανα πρωτοδίκως ότι οι συμπεριληφθείσες στο επίδικο δημοσίευμα φωτογραφίες του εγκαλούντος είχαν αναρτηθεί από τον ίδιο στο προφίλ του στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσεως facebook στο διαδίκτυο, χωρίς καμία ρύθμιση ιδιωτικότητας, είχαν δηλαδή ήδη καταστεί γνωστές στο ευρύτατο κοινό και δη σε τρίτους από τον ίδιο στα πλαίσια της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του. Οπως ο ίδιος κατέθεσε πρωτοδίκως και καταγράφεται στο πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου «Τις φωτογραφίες τις βρήκαν στο facebook, όπου έχει πρόσβαση ο καθένας», «Γνωρίζω ότι μπορούσα να κάνα τις φωτογραφίες μου όχι για δημόσια χρήση».
Οπως άλλωστε, προεξετέθη, από τους ορούς χρήσης του facebook θεσπίζεται τεκμήριο ότι ο χρήστης επιθυμεί τη διάδοση των πληροφοριών και όχι ότι επιθυμεί την προστασία τους, καθώς του δίνεται η δυνατότητα, εάν επιθυμεί περαιτέρω να περιορίσει τον κύκλο των προσώπων που έχουν πρόσβαση στο προφίλ του, στις φωτογραφίες του και γενικότερα στις αναρτήσεις του, να προβεί σε ρυθμίσεις ιδιωτικότητας και περιορισμού προσβάσεως στις πληροφορίες του, γεγονός που ο εγκαλών παραδέχθηκε πρωτοδίκως ότι γνώριζε και δεν έπραξε.
Είχε, λοιπόν, με δική του πρωτοβουλία, καταστήσει δημόσια προσβάσιμα τα στοιχεία αυτά με την καταχώρηση τους στον ιστότοπο κοινωνικής δικτυώσεως, χωρίς ρυθμίσεις ασφαλείας, πριν τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου. Πληροφορίες, όμως, του αναρτώνται από το υποκείμενο των δεδομένων σε δημόσια πρόσβαση στο διαδίκτυο δε συνιστούν προσωπικό δεδομένο. Ο νόμος βαθμιαία τυποποιεί σε έγκλημα την επέμβαση στο κρυφό αρχείο, τη λήψη γνώσης κρυφών-μη δημοσιοποιημένων προσωπικών δεδομένων, την αποκάλυψη κα τη γνωστοποίηση αυτών σε τρίτους. Εν προκειμένω, όμως, όλα τα συμπεριληφθέντα στο κατηγορητήριο δεδομένα, πλήρως αποδείχθηκε πρωτοδίκως ότι δεν αποτελούν προσωπικά δεδομένα και δεν εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 2472/1997, καθώς πρόκειται για εν τοις πράγμασι δημοσιοποιημένες πληροφορίες που είχαν καταστεί γνωστές στο ευρύτατο κοινωνικό σύνολo, πριν από τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου.
Εν όψει των ανωτέρω δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο προστασίας του Ν. 2472/1997 τα συμπεριληφθέντα στο κατηγορητήριο στοιχεία του ονοματεπωνύμου και των φωτογραφιών του εγκαλούντος, ούτε ασφαλώς και η εθνική του προέλευση, αφού ο νόμος ποινικοποιεί ουσιαστικά την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής, που συντελείται με την αποκάλυψη των στοιχείων της. Αυτά τα στοιχεία, ωστόσο, είχαν ήδη δημοσιοποιηθεί, δεν ήταν κρυφά και απόρρητα, δεν παραβιάσθηκε, λοιπόν, από εμάς η μυστικότητα και το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής του εγκαλούντος με την αναδημοσίευση πληροφοριών ήδη ευρύτατα γνωστών στο κοινωνικό σύνολο και στο αναγνωστικό κοινό.
Οσο η ιδιωτική ζωή είναι απόρρητη είναι άξια προστασίας, ενώ, όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί στον κοινωνικό περίγυρο, η προσβολή της είναι ήδη ολοκληρωμένη και παύει να είναι άξια προστασίας από το Ν. 2472/1997.
Η εφημερίδα μας δεν επενέβη, έλαβε γνώση, επεξεργάστηκε (μετέδωσε, ανακοίνωσε, κατέστησε γνωστό σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επέτρεψε σε αυτά να λάβουν γνώση) ή εκμεταλλεύθηκε απλά και όχι ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (τέτοια είναι οι επίδικες φωτογραφίες και το ονοματεπώνυμο του εγκαλούντος), με την έννοια των διατάξεων του άρθρου 22 § 4 συνδ. 2 Ν. 2472/1997, αφού οι επίδικες φωτογραφίες ήταν ανηρτημένες σε δημόσιο προφίλ στο Facebook, ευρισκόμενες εξ αυτού στη δημόσια μηχανή αναζήτησης τη google, στο δε προφίλ του μηνυτή μας στο facebook, δεν ήταν ενεργοποιημένες ρυθμίσεις custom (καθιστώντας προσβάσιμες τις φωτογραφίες μόνο σε φίλους, οπότε θα ήταν επέμβαση κ.λπ. σε «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» με την έννοια των ως άνω διατάξεων), αλλά η εντολή public (δημόσια, οπότε δεν επενέβημεν κ.λπ. σε «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» με την έννοια των ως άνω διατάξεων).
Επί πλέον, και εντελώς επικουρικά επισημαίνουμε ότι ο μηνυτής μας, όπως, εξάλλου, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθρκε, είναι δημόσιο πρόσωπο, συνδέεται δηλαδή με την επικαιρότητα κατά τρόπο σταθερό, διαρκή ή συνεχή εξαιτίας της ιδιαίτερης θέσης, δράσης ή λειτουργίας τους μέσα στην κοινωνία.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι διπλωμάτες, οι διάσημοι καλλιτέχνες και αθλητές κ.ο.κ Ως πρόσωπα σχετικής επικαιρότητας θεωρούνται οι ιδιώτες, που συνδέονται λιγότερο ή περισσότερο στενά με ένα έκτακτο γεγονός της επικαιρότητας και εξ αυτού δημιουργείται ενδιαφέρον του κοινού για τη δημοσίευση της εικόνας τους π.χ. θύματα εγκληματικών ενεργειών ή φυσικών καταστροφών, νικητές βραβείων ή διαγωνισμών κλπ. Ο εγκαλών ήταν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης δημοσιογράφος-συντελεστής δημοφιλέστατης τηλεοπτικής εκπομπής και επέτρεπε τη δημοσίευση στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο προσωπικών φωτογραφιών του. Αλλωστε, και στην ενσωματωμένη στην παρούσα ποινική δικογραφία υπ` αριθ 281/2012 Διάταξη της αξιότιμου κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών γίνεται δεκτό, όπος προαναφέρθηκε, τόσο ότι το επίδικο δημοσίευμα συντάχθηκε και δημοσιεύθηκε σε επίδειξη ευλόγου ενδιαφέροντος των δημοσιογράφων να πληροφορήσουν το αναγνωστικό κοινό για ένα κοινωνικό θέμα ευρύτερου ενδιαφέροντος που απασχόλησε την επικαιρότητα, όσο και το γεγονός ότι το εν λόγω άρθρο περιορίζεται απλώς και μόνον στην καταγραφή και αποτύπωση διασταυρωθέντων ως αληθών πραγματικών γεγονότων, χωρίς να περιέχει καμμία κριτική, σχολιασμό ή τοποθέτηση των συντακτών επ` αυτών μη εντοπιζόμενης πιθανής στόχευσης προς μείωση της δημόσιας εκτίμησης και ηθική αποδοκιμασία του εγκαλούντος.
Τονίζεται τέλος, και πάλι ότι τόσο το όνομα, οσο και φωτογραφίες του εγκαλούντος είχαν καταστεί γνωστά σε σύνδεση με την είδηση της απαγωγής του με δημοσιεύματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο ήδη από τις 11 Ιουλίου 2011, ενώ το δικό μας άρθρο δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουλίου 2011, έξι ημέρες μετά την δημοσιοποίηση των εν λόγω στοιχείων στην κοινή γνώμη.
Σε ακολουθία, λοιπόν, όλων των ανωτέρω, και με βάση όσα αναφέρονται στο, σε βάρος μας, κατηγορητήριο, δεν στοιχειοθετούνται, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος για το οποίο κατηγορούμαστε και γι` αυτόν ακριβώς το λόγο, θα πρέπει, να απαλλαγούμε της αποδιδομένης, σε βάρος μας, κατηγορίας, λόγω του προδήλως νόμω αβασίμου αυτής.
ΕΠΕΙΔΗ η διεξοδικά πιο πάνω δήλωση μας είνε νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
ΖΗΤΟΥΜΕ Να καταχωρηθεί στα Πρακτικά της παρούσης δίκης και να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο Σας.
Αθήνα, 13-01-201
Η συνήγορος των κατηγορουμένων,
ΔΚ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
[...]
Παραλείπονται: η κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας, η ανάγνωση εγγράφων, η κατάθεση μάρτυρα υπεράσπισης, η απολογία των κατηγορουμένων.
Κατόπιν η Πρόεδρος κήρυξε περατωμένη τη συζήτηση.
Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε και η Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως την απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία έχει αριθμό 175/2014 και η εξής:
ΑΦΟΥ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Από τις με αριθμούς πρωτ. 82, 83, 77, 81, 80, 79, 78/10-1-2013 και 38. 39/8-1-2013 εκθέσεις εφέσεως των κατηγορουμένων και την με αριθμό 438/8-1-2013 απόφαση του Α` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που υπάρχουν στη δικογραφία, προκύπτει ότι οι εφέσεις ασκήθηκαν εντός της νόμιμης προθεσμίας των δέκα ημερών από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και συνεπώς, αφού έχουν νόμιμα και εμπρόθεσμα ασκηθεί, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν από ουσιαστική άποψη.
Ο νόμος 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεση του, θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη η οποία απορρέει από τις διατάξεις "του άρθρου 9 αλλά και των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν ην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του και διασφαλίζουν την διωτική και οικογενειακή του ζωή, καθώς και το απόρρητο τον επικοινωνιών του". Παράλληλα, όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου τούτου ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 "για προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών" (EEL 281). Η Οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιο της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αλλά και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το κεφάλαιο Α του εν λόγω νόμου, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του και με το ν. 3471/2006, (άρθρα 1-3) επιγράφεται ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, οι οποίες αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Ετσι, κατά το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργοσία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου (άρ. 18 παρ. 2 Ν. 3471/2006, ΦΕΚ Α` 133, με το οποίο αντικαταστάθηκε το εδάφιο ε` του ως άνω άρθρου) ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως α) ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια". Όταν δε τούτο διατηρείται δίχως τη συνδρομή των όρων του άρ. 7 Ν. 2472/19197 επιβάλλονται στον υπαίτιο, οι κατωτέρω αναφερόμενες ποινές κατά το άρ. 22 παρ. 2 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, κατά το όρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 "όποιος, χωρίς δικαίωμα, επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών η τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός έως δέκα εκατομμυρίων δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις, ενώ όταν παραλείπεται η γνωστοποίηση στην Αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως μέχρι τριών ετών και η ως άνω χρηματική ποινή, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 της αυτής διατάξεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 εδ. α, β, γ, και ι του αυτού νόμου: α) δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνιστά κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων, β) ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή κάποιου φυσικού προσώπου του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να διακριβωθεί, γ) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα Ιείναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί vc προσδιορισθεί, αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός, ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του απο άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική ... και ι) αποδέκτης είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή η υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλας οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται, για τρίτο ή όχι. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από την διατύπωση του άρθρου 22 παρ 4, 5 και 6 του ως ανω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνοα του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς [το εν λόγω έγκλημα (ΑΠ 2079/2007, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3697/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1257/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1770/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3202/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 1597/2007 ΔΕΗ 2008, 603, ΕφΑθ 3833/2003 NOB 2004, 247, ΣυμβΕφΑθ 3140/2004 ΠοινΔ/νη 2005, 683). Το άρθρο 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997 εξάλλου, σκοπό έχει (βλ. και το άρθρο 1 του νόμου αυτού) να τιμωρήσει και να αποτρέψει προσβολές του έννομου αγαθού της ιδιωτικής ζωής και ειδικότερα του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση. Οι προσβολές του δικαιώματος για πληροφοριακή αυτοδιάθεση και της ιδιωτικής ζωής τότε μόνο είναι κατά την έννοια και τον σκοπό του νόμου κολάσιμες, όταν πραγματώνονται με επέμβαση χωρίς δικαίωμα σε (παράνομα ή νόμιμα συσταθέν) αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με λήψη γνώσης αυτών, με αφαίρεση, με επεξεργασία, με μετάδοση, με ανακοίνωση, με γνωστοποίηση σε τρίτους κλπ. Γίνεται αντιληπτό ότι ο νόμος τιμωρεί ουσιαστικά την κατάργηση του απορρήτου και της μυστικότητας της ιδιωτικής ζωής και την αποκάλυψη των στοιχείων της, η οποία ακολουθεί την κατάργηση του απορρήτου. Αλλωστε και όταν ο Ποινικός Κώδικας προστατεύει την ιδιωτική σφαίρα του προσώπου (άρθρα 370,
Από τις καταθέσεις της μάρτυρος κατηγορίας και υπεράσπισης του κατηγορουμένου στο ακροατήρια, από τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται και την απολογία του παρόντος (όγδοου κατά σειρά) κατηγορουμένου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι κατηγορούμενοι είναι μέλη της συντακτικής ομάδας, που διευθύνει την εβδομαδιαία εφημερίδα «...............» και επιπλέον ο πρώτος κατηγορούμενος είναι πρόεδρος του ΔΣ της εκδότριας εταιρείας με την επωνυμία «...............», ο δεύτερος κατηγορούμενος διευθύνων σύμβουλος και αντιπρόεδρος του ΔΣ της ως άνω εταιρείας, οι όγδοος και ένατη των κατηγορουμένων αρθρογράφοι του επίδικου ρεπορτάζ, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι ενεργούντες υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους, δημοσίευσαν φωτογραφίες του εγκαλούντα ................, οτις σελίδες 42 Εως 43 της προαναφερόμενης εφημερίδας «................» (αρ. φύλλου 334), που κυκλοφόρησε την 17-7-2011, τις ως άνω δε φωτογραφίες συνόδευε ο προσδιοριστικός τίτλος του άρθρου: «το θρίλερ της απαγωγής του .................», ενώ το εν λόγω δημοσίευμα ετέθη και στον διαδικτυακό τόπο της ως άνω εφημερίδας. Αποδείχθηκε όμως ότι τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας του εγκαλούντος, ήτοι το ονοματεπώνυμο του, η εθνική του καταγωγή, όσο και η φωτογραφία του, καθώς και το χρονικό της απαγωγής του, αλλά και το ποσό των λύτρων καθώς και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας του είχαν καταστεί ευρύτατα γνωστά στον έντυπο αλλά και ηλεκτρονικό τύπο, ήδη από την 11-7-2011, δηλαδή έξι ολόκληρες ημέρες πριν την δημοσίευση του (από 17-7-2011), επιδίκου δημοσιεύματος. Αυτό προκύπτει με βεβαιότητα από τα προσκομισθέντα με αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5, 6, 8 έγγραφα εκτύπωσης αποτελεσμάτων αναζήτησης σε σχετικές ιστοσελίδες με ημερομηνίες δημοσίευσης 11-7-2011 και το με αριθμό 8 έγγραφο, με ημερομηνία δημοσίευσης 12-7-2011 (...............), τα οποία αναγνώσθηκαν. Συνεπώς, η εύρεση των ανωτέρω δημοσιεύσεων έγινε από μηχανές αναζήτησης, οι οποίες αναζητούν οποιαδήποτε ιστοσελίδα με την ερευνώμενη φράση και σε καμία περίπτωση δεν αναζητούν από κάποιο αρχείο. Εξάλλου, όλο το διαδίκτυο δεν αποτελεί αρχείο διαρθρωμένο, όπως ο νόμος απαιτεί, αφού υπάρχουν πλέον πέραν των διαδικτυακών τόπων των διαφόρων επίσημων ειδησεογραφικών πρακτορείων, τα οποία δύνανται να λειτουργούν ως αρχείο, υπό την έννοια της ημερολογιακής αρχειοθέτησης και εύρεσης των διαφόρων ειδήσεων και διαδικτυακοί τόποι ιδιοκτησίας διαφόρων φυσικών προσώπων (blogs), στα οποία γράφονται οι απόψεις και οι γνώμες των δημιουργών τους ή διαφόρων άλλων, δίνοντας στην δημοσιότητα παράλληλα και δημόσια ή μη έγγραφα, που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα, χωρίς βέβαια να δημιουργείται ή να διατηρείται κανενός εδους αρχείο. Και ναι μεν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, το αρχείο της πιο πάνω εβδομαδιαίας εφημερίδας (.............) αποτελεί σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία είναι ο τίτλος της εφημερίδας, η ημερομηνία κυκλοφορίας και ο αριθμός του συγκεκριμένου φύλλου, που επιτρέπουν σε οποιονδήποτε τρίτο την πρόσβαση στα προσωπικά αυτά δεδομένα, ενώ εξάλλου κατά τη διαδικασία παραγωγής του εντύπου αυτού (εφημερίδας), που αποτέλεσε το μέσο διάδοσής τους σε ένα ευρύτατο κύκλο προσώπων, τα ως άνω δεδομένα υπέστησαν περισσότερες διαδοχικές διακριτές ηλεκτρονικές επεξεργασίες, όπως ψηφιοποίηση μέσω ειδικών σαρωτών (scanners), καταχώριση σε ηλεκτρονικό αρχείο, περαιτέρω επεξεργασία ως εικόνων, προκειμένου να βελτιωθούν η ευκρίνεια, οι χρωματισμοί τους κλπ. Ετσι, είναι προφανές ότι οι περισσότερες αυτές επεξεργασίες πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια των αυτοματοποιημένων μεθόδων παραγωγής της εφημερίδας, ως εντύπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αφού τα επίδικα δεδομένα που αναφέρονται στο ονοματεπώνυμο, στην καταγωγή, στο επάγγελμα, στο ιστορικό απαγωγής, στις φωτογραφίες, στην οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του εγκαλούντος, ήταν ήδη γνωστά, όπως προαναφέρθηκε από τα χρονικώς προηγηθέντα, εκτενή δημοσιεύματα στον ηλεκτρονικό και στον έντυπο τύπο. Το γεγονός τέλος, ότι ο εγκαλών ουδέποτε συνήνεσε να δημοσιευθεί η ανηρτημένη στο διαδίκτυο (προσβάσιμη στο δημόσιο προφίλ του στο Facebook) φωτογραφία του, αφενός δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι ελήφθη από το εν λόγω αρχείο (Facebook), αλλά και δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, αφού τόσο η φωτογραφία του, όσο και τα λοιπά ανακοινωθέντα προσωπικά δεδομένα, δεν αποτελούσαν πλέον, ήτοι στις 17- 7-2011, απόρρητα στοιχεία αλλά στοιχεία ευρέως δημοσιοποιημένα στο διαδίκτυο. Ας σημειωθεί μάλιστα, ότι τα ως άνω δεδομένα δεν διέψευσε ο εγκαλών, αλλά αντίθετα και ο ίδιος ευχαρίστησε τον κόσμο για την συμπαράσταση στην περιπέτειά του, από την προσωπική του ιστοσελίδα. Συνακόλουθα, αφού τα επίδικα προσωπικά δεδομένα περιήλθαν στους κατηγορουμένους: α) όχι κατόπιν επεμβάσεως σε αρχείο, με την προαναφερθείσα έννοια, άλλα από το διαδίκτυο, ήτοι μη διαρθρωμένο αρχείο, κατά την έννοια του νόμου και επομένως, δεν νοείται επέμβαση των κατηγορουμένων σ` αυτό, ενώ β) επιπλέον το επίδικο δημοσίευμα (φωτογράφος και κείμενο) δεν περιείχε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, αλλά ευρέως δημοσιοποιημένα και γνωστά στο ευρύ κοινό από τις προηγούμενες δημοσιεύσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, χωρίς να έχει επακολουθήσει κατά αυτών (προηγουμένων δημοσιεύσεων) αντίρρηση, ένσταση, εναντίωση ή διαμαρτυρία από την πλευρά του εγκαλούντος, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβιάσεως προσωπικών δεδομένων και για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ: με απόντες θεωρούμενους παρόντες εκπροσωπούμενους από πληρεξούσιο συνήγορο τους κατηγορουμένους: 1) ............... έως 7) ..............., 8) με παρόντα τον κατηγορούμενο ............... και ομοίως απούσα θεωρούμενη παρούσα εκπροσωπουμενη από συνήγορο την 9) ................
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις τους με αρθμούς: 1) 82 και χρονολογία 10-01-2013, 2) 83 και χρονολογία 10-01-2013, 3) 77 και χρονολογία 10-01-2013, 4) 81 και χρονολογία 10-01-2013, 5) 80 και χρονολογία 10 31-2013, 6) 79 και χρονολογία 10-01-2013, 7) 78 και χρονολογία 10-01- 2013, 8) 38 και χρονολογία 10-01-2013, 9) 39 και χρονολογία 10-01-2013 αντίστοιχα κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με αριθμό 438/08-01-2013.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τους κατηγορούμεους αθώους του ότι: «Στην Αθήνα την 17.07.2011 ενεργώντας από κοινού, με συναπόφαση, συνεκτέλεση και κοινό δόλο, ενεργώντας με πρόθεση, χωρίς δικαίωμα, επενέβησαν με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έλαβαν γνώση των δεδομένων αυτών, τα επεξεργάστηκαν και τα ανακοίνωσαν δια του τύπου στο αναγνωστικό κοινό, καθιστώντας τα κατ` αυτόν τον τρόπο προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Συγκεκριμένα, όλοι οι κατηγορούμενοι με την ιδιότητα τους ως μελών της συντακτικής ομάδας, που διευθύνει την εβδομαδιαία εφημερίδα «..............» και επιπλέον ο πρώτος κατηγορούμενος ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εκδότριας και ιδιοκτήτριας εταιρίας με την επωνυμία «................», ο δεύτερος κατηγορούμενος, ως Διευθύνων Σύμβουλος και Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρίας οι όγδοος και ένατη των κατηγορουμένων και ως ορθογράφοι του επίδικου ρεπορτάζ, από κοινού ενεργούντες, επεξεργάστηκαν, ήτοι επέλεξαν, συνέλεξαν, συνδύασαν, καταχώρησαν, και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν φωτογραφίες του εγκαλούντα ................. κατοίκου Παραλιμνίου Κύπρου, οδό ............., αριθμό ..., και το ονοματεπώνυμο αυτού, δημοσιεύοντας αυτά στις σελίδες 42 έως 43 της προαναφερόμενης εφημερίδας «..............» (αριθ. φύλλου 334), που κυκλοφόρησε την 17.07.2011, τις ως άνω δε φωτογραφίες συνόδευε ο προσδιοριστικός τίτλος του άρθρου «το θρίλερ της απαγωγής του ................. από την Κύπρο», ενώ το εν λόγω δημοσίευμα ετέθη και στον διαδυκτυακό τόπο της ως άνω εφημερίδας. Οι ανωτέρω φωτογραφίες αποτελούν μέρος παραρτήματος φωτογραφιών σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης που διατηρεί ο εγκαλών, στην οποία οι κατηγορούμενοι είχαν πρόσβαση, καθώς περιήλθε στην κατοχή τους με οποιανδήποτε τρόπο. Η δημοσίευση στον τύπο πληροφοριών και φωτογραφιών που αφορούν τον εγκαλούντα ως φυσικό πρόσωπο αποτελεί επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. δ` του Ν. 2472/1997 («καταχώριση»και «διάδοση»), αφού τα στοιχεία των εφημερίδων αποτελούν διαρθρωμένα αρχεία. Με την δια τύπου δημοσιοποίηση των ως άνω φωτοαντιγράφων και των στοιχείων ταυτότητας (ονοματεπώνυμο) του εγκαλούντος οι κατηγορούμενοι κατέστησαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα προσιτά σε μη δικαιούμενο πρόσωπα, δηλαδή στο αναγνωστικό κοινό.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως, δημόσια, στο ακροατήριό του.
Αθήνα 13η Ιανουαρίου 2014
Η Προεδρεύουσα Εφέτης Η Γραμματέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου