Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

«Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ σε σχέση με τη γνώση της κατηγορίας και τον εύλογο χρόνο»


Νομολογία
Α. ΕΥΛΟΓΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Η διαπίστωση από το ΕΔΔΑ παραβίασης του δικαιώματος εκδίκασης εντός λογικής προθεσμίας δεν θεμελιώνει λόγο επανάληψης της διαδικασίας.

● ΑΠ 1808/2010 (σε συμβ), Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠοινΧρ 2011 σελ. 694
Απόσπασμα
Με το ενδέκατο άρθρο του Ν. 2865/2000, σε εκπλήρωση της υποχρεώσεως που ανέλαβε η Ελλάδα με το άρθρο 46 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), προστέθηκε πέμπτη περίπτωση στην παράγραφο 1 του άρθρου 525 του ΚΠΔ, το οποίο προβλέπει την επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του καταδικασμένου. Έτσι πλέον, η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα και αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Όμως, η επανάληψη της διαδικασίας σε αυτή την περίπτωση, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος επηρέασε και δη αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, η δε επανόρθωση της βλάβης εκείνου (του αιτούντος) μπορεί να επιτευχθεί με την επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 415/ 2009, 159/ 2005, 642/ 2004, 1638/ 2002). Εξάλλου, το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι "παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσίς του δικαστεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος το οποίον θα αποφασίσει... επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης....". Στην κρινόμενη από 3-8-2009 αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ο αιτών Β. Κ. του Α. εκθέτει ότι με την 3327/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάστηκε για αγορά, διαμετακόμιση ναρκωτικών ουσιών, οργάνωση, χρηματοδότηση, κατεύθυνση και εποπτεία της τέλεσης των άνω πράξεων και απόπειρα εισαγωγής στην ελληνική επικράτεια ναρκωτικών ουσιών κατ` επάγγελμα, κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις από τις οποίες μαρτυρείται ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος.

Η απόφαση αυτή ως προς την ενοχή του έγινε αμετάκλητη καθόσον ως προς αυτή (ενοχή) απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης του δυνάμει της 375/ 2010 απόφασης του Αρείου Πάγου. Ο αιτών παράλληλα προσέφυγε στο ΕΔΔΑ παραπονούμενος για παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη, κατ` άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και επί της προσφυγής του αυτής εκδόθηκε η 54781/ 16-04-2009 απόφαση (Κ. κατά Ελλάδος) του ΕΔΔΑ, η οποία διεπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άνω άρθρου της ΕΣΔΑ, λόγω της υπερβολικής διάρκειας της σε βάρος του ποινικής διαδικασίας. Η αίτηση του όμως αυτή, που αναφέρεται στην υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα διότι, ούτε ο αιτών επικαλείται ούτε και προκύπτει ότι η υπέρβαση της λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υπόθεσης του, την οποία βεβαίως δεσμευτικά διαπίστωσε το ΕΔΔΑ, είχε αρνητική επίδραση στην κρίση των ποινικών δικαστών, που τον κατεδίκασαν για τις άνω κακουργηματικές πράξεις που αυτός διέπραξε. Εξάλλου, η υπέρβαση της λογικής προθεσμίας είναι ήδη γεγονός τετελεσμένο και δεν μπορεί να αναιρεθεί αναδρομικά και ως εκ τούτου η επανόρθωση της βλάβης του αιτούντος από τη γενόμενη υπέρβαση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 415/ 2009, 1638/ 2002). Περαιτέρω, το αίτημα αναστολής εκτελέσεως των ποινών είναι απορριπτέο, καθόσον ο Αρειος Πάγος στερείται κατά το άρθρο 471 παρ. 2 ΚΠΔ τέτοιας αρμοδιότητος. Άλλωστε, κατά την αίτηση ζητείται η αναστολή εκτελέσως μέχρι τη συζήτηση της από 29-01-2009 αιτήσεως αναιρέσεως του αιτούντος κατά της άνω απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία όμως ήδη και δη την 17-11-2009 συνεζητήθη και επ` αυτής εκδόθηκε η άνω 375/ 2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Το αίτημα αυτό δεν βρίσκει νομικό έρεισμα ούτε στη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠΔ αφού, απορριπτόμενης της αιτήσεως αυτής επαναλήψεως της διαδικασίας είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΑΠ 415/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ

Περίληψη
Συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Πλημμέλημα. Ποινική δικονομία. Επανάληψη της διαδικασίας προς συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα και αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Προϋπόθεση της επανάληψης της διαδικασίας να επηρέασε αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου. Υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Δεν είχε αρνητική επίδραση στην κρίση των ποινικών δικαστηρίων. Αποτελεί γεγονός τετελεσμένο και δεν μπορεί να αρθεί αναδρομικά. Παραβίαση του άρ. 10 παρ. 1, 2 της ΕΣΔΑ, ήτοι μη ύπαρξη σχέσης αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της προσφεύγουσας - καταδικασθείσας στην ελευθερία της έκφρασης και του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού. Δεκτή η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Παραγραφή. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.

ΑΠ 159/2005, Α΄δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠοινΔνη 2005 σελ. 839, ΠοινΛογ 2005 σελ. 237

Περίληψη
Ποινική δικονομία. Επανάληψη διαδικασίας. Αμετάκλητη καταδίκη για απάτη σε βάρος Τράπεζας και δήμευση επιδίκων επιταγών. Προσφυγή στο ΕΔΔΑ μετά την καταδίκη για παραβίαση διατάξεων του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (διάρκεια της διαδικασίας, άρνηση των ελληνικών αρχών να διατάξουν την προσαγωγή των πρωτοτύπων εγγράφων που χρησίμευσαν ως βάση για την καταδίκη). Υποβολή αρχικής αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας με την οποία ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση ως προς το σκέλος της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, κάνοντας δεκτό ότι αυτή δεν είχε επίδραση στην κρίση του Δικαστηρίου, αλλά διέταξε έρευνα όσον αφορά στη δεύτερη παραβίαση, που εντόπισε το ΕΔΔΑ. Μή εφικτή η προσαγωγή των επιταγών οι οποίες δημεύθηκαν και καταστράφηκαν αφού είχαν προσκομισθεί κατά τη διάρκεια της δίκης. Κρίνεται βάσιμη η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ως προς το τελευταίο μέρος, για το οποίο το Δικαστήριο με την προγενέστερη απόφασή του δεν είχε αποφανθεί οριστικά και διατάσσεται η επανάληψη της διαδικασίας.

● 642/2004, ΠοινΧρ 2005 σελ. 224, ΠοινΛογ 2004 σελ. 731 Περίληψη

Ποινική Δικονομία. Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Απόρριψη αυτής. Για την παραδοχή της πρέπει η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ υπέρβαση της λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υποθέσεως του αιτούντος να επηρεάζει αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, η δε προκληθείσα βλάβη να δύναται να θεραπευτεί με την επανάληψη της διαδικασίας. Αναβολή εκδίκασης της αιτήσεως ως προς το αίτημα προσαγωγής των πρωτοτύπων εγγράφων θεμελιωτικών της καταδίκης και διενέργεια συμπληρωματικής έρευνας για την ύπαρξη δυνατότητα εξέτασης των εγγράφων αυτών.

ΑΠ 717/2004, ΠοινΛογ 2004 σελ. 826 Περίληψη

Ποινική δικονομία. Επανάληψη διαδικασίας μετά τη διαπίστωση παράβασης της ΕΣΔΑ από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Προϋπόθεση για την αποδοχή της αίτησης η αρνητική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου της διαπιστωθείσας από το ΕΣΔΑ παραβίασης του δικαιώματος και η δυνατότητα επανόρθωσης της βλάβης με την επανάληψη της διαδικασίας. Υπέρβαση λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υπόθεσης. Απόρριψη αίτησης επανάληψης της διαδικασίας λόγω μή επίκλησης της επίδρασης της υπέρβασης λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υπόθεσης στην κρίση του δικαστηρίου. Απόρριψη αίτησης επανάληψης της διαδικασίας λόγω μή ύπαρξης δυνατότητας επανόρθωσης της βλάβης του αιτούντος με την επανάληψη της διαδικασίας.

ΑΠ 1638/2002 (σε συμβ), ΠοινΛογ 2002 σελ. 1852 Περίληψη

Επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του κατηγορουμένου εφόσον υπάρχει η διαπίστωση από το ΕΔΔΑ παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε. Η παράβαση, όμως, θα πρέπει να επηρέασε αρνητικά την κρίση του δικαστηρίου, και η επανόρθωση της βλάβης του αιτούντος να μπορεί να επιτευχθεί με την επανάληψη της διαδικασίας. Απόρριψη παρούσας αίτησης για υπερβολική διάρκεια της δίκης, γιατί ο αιτών δεν επικαλείται ούτε προκύπτει ότι η υπέρβαση της λογικής προθεσμίας εκδίκασης της υπόθεσής του είχε αρνητική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου, άλλωστε η υπέρβαση της λογικής προθεσμίας είναι τετελεσμένο γεγονός και είναι αδύνατη η επίτευξη επανόρθωσης της βλάβης. Αδύνατη η αναγνώριση ελαφρυντικού γιατί δεν σχετίζεται με την παραβίαση της λογικής προθεσμίας της δίκης που διαπίστωσε το ΕΔΔΑ.

Αντίθετη εισαγγελική πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Κανιαδάκη :

"Εισάγω προς το Δικαστήριο Σας την από 27-7-2001 αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας του κατηγορουμένου ......... και εκθέτω τα εξής: Κατά το αρ. 525 παρ. 1 ΚΠΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο αυτό. Μεταξύ αυτών είναι και η περίπτωση σύμφωνα με την οποία << αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του άνθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε>>. Η περίπτωση αυτή ως πέμπτη του άρθρου 525 ΚΠΔ θεσπίσθηκε με το άρθρο ενδέκατο του Ν. 2865/2000. Είχε δε κατατεθεί ως τροπολογία προσθήκη στο σχέδιο Νόμου << Κύρωση της συμφωνίας περί συνεργασίας και καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος .......>> ] από τον Υπουργό Δικαιοσύνης την οποία συνόδευσε με αιτιολογική έκθεση που έχει ως εξής: << Η Ελληνική Κυβέρνηση , στην προσπάθειά της για πληρέστερη κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτά περιέχονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [Ε.Σ.Δ.Α.], έρχεται να καλύψει ένα κενό που υπάρχει στο εθνικό νομικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει η δυνατότητα επανάληψης της ποινικής δίκης κάποιου ο οποίος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από τα ελληνικά δικαστήρια, πλην όμως προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το οποίο διαπίστωσε ότι με την καταδίκη παραβιάσθηκαν διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. Πρέπει να σημειωθεί ότι μία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν ανατρέπει το δεδικασμένο που δημιουργείται από την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου με την οποία συντελέσθηκε η προσβολή ενός δικαιώματος. Η έλλειψη αυτή αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής από πλευράς του Συμβουλίου της Ευρώπης, ιδιαίτερα μάλιστα καθώς στις ποινικές υποθέσεις, λόγω των συνεπειών τους [στέρηση ελευθερίας, εγγραφή στο ποινικό μητρώο κλπ.] , η χρηματική αποζημίωση που επιδικάζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο συχνά δεν επαρκεί για την πραγματική άρση της βλάβης του αδίκως καταδικασθέντος. Η προτεινόμενη διάταξη προσθέτει τον ανωτέρω λόγο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να ζητηθεί κατά το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η επανάληψη της ποινικής δίκης >> .- Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [ΕΣΔΑ] η οποία υπογράφηκε την 4-11-1950 στη Ρώμη και κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το ν.2329/1953 και ύστερα εκ νέου με τον ν. δ. 53/74 κατά τα το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω έχει ως εξής: <<Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεση του δικασθεί δικαίως και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου .... Επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως ....>>. Τέλος με το αρ. 46 παρ.1 της ΕΣΔΑ θεσπίζεται υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών <<να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι >>.- Η Ελληνική Πολιτεία κατ΄επιταγήν του ως άνω άρθρου 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ η οποία ως ελέχθη κυρώθηκε τελικώς με το Ν.Δ. 53/74 και αποτελεί κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη εσωτερικού Νόμου [βλ. Ολ. ΑΠ 66/91 Π.Χρ. ΜΑ/833] } , εθέσπισε την ως άνω περίπτωση 5 του άρθρου 525 ΚΠΔ . Στην κατά το αρ. 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ έννοια του δικαιώματος, η διαπίστωση της παραβίασης του οποίου συνιστά λόγο επανάληψης της διαδικασίας, υπάγονται ασφαλώς όλα τα δικαιώματα του τίτλου Ι της Συμβάσεως [άρθρα 2-18 ΕΣΔΑ]. Συνεπώς σε όλες τις περιπτώσεις που το ΕΔΔΑ διαπιστώνει ότι η ποινική καταδίκη του προσφεύγοντα αντίκειται στη Σύμβαση, παρέχεται έδαφος επανάληψης διαδικασίας. Έτσι αν το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπάρχει υπέρβαση της <<λογικής προθεσμίας >> [άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ως ανωτ. ] μπορεί ο καταδικασθείς ή ο Εισαγγελέας και τα λοιπά πρόσωπα που αναφέρονται στο αρ. 527 παρ. 1 ΚΠΔ] να ζητήσει την επανάληψη της διαδικασίας κατ΄άρθρο 525παρ. 5 ΚΠΔ ], χωρίς ασφαλώς να υφίσταται καμία δέσμευση ως προς την ουσία της υπόθεσης αφού είναι προφανές ότι η διαφορετική ευμενέστερη για τον προσφεύγοντα [καταδικασθέντα] νέα κρίση από το δικαστήριο της παραπομπής θα εξαρτηθεί από το πόσο η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παραβίαση είχε μία αρνητική επίδραση στην απόφαση που λήφθηκε από το προηγουμένως επί της ουσίας αμετακλήτως αποφανθέν δικαστήριο. Φρονούμε ότι οποιαδήποτε επιφύλαξη ή περιορισμός ως προς την δυνατότητα επαναλήψεως της διαδικασίας προς το συμφέρον του καταδικασθέντος αν με απόφαση του ΕΔΔΑ διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος όσον αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε , πρέπει να αποκλεισθεί . [βλ. Ταχεία και Δίκαιη Ποινική Δίκη, Αρ.Καρρά Π. Λόγος Α σελ. 7] . Αν ο νομοθέτης ήθελε τη συνύπαρξη και άλλων προϋποθέσεων ή όρων θα το έπραττε ευθέως, όπως τούτο θεσπίσθηκε από άλλες νομοθεσίες όπως π.χ. στη Βουλγαρία που με σχετικό νόμο θεσπίσθηκε ότι επιτρέπεται η επανάληψη υπέρ του καταδικασθέντος εφόσον με απόφαση του ΕΔΔΑ διαπιστώθηκε παραβίαση της ΕΣΔΑ η οποία έχει ουσιώδη σημασία για τη διαδικασία, στη Γαλλία όπου θεσπίσθηκε ότι επιτρέπεται η επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασθέντος εφόσον με απόφαση του ΕΔΔΑ διαπιστώθηκε παραβίαση της ΕΣΔΑ και η φύση και η βαρύτητα της παραβίασης αυτής έχει συνέπειες τέτοιες ώστε να μην μπορούν αυτές να τερματισθούν με τη << δίκαιη ικανοποίηση >> του άρθρου 41 ΕΣΔΑ. [βλ. πλείονα: Επίκαιρα θέματα .- Η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας ύστερα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του ανθρώπου από Κώστα Χ.Χρυσογόνου καθηγ. Συντ. Δικ. στ. ΝοΒ τόμος 49 σελ. 1110 Κ.ΕΠ].- Εξάλλου τόσον η θέσπιση της ως άνω διατάξεως [άρθρ. 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ] όσον και η υποστηριζόμενη ως άνω άποψη ότι δηλαδή σε κάθε περίπτωση που με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος όσον αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε, υπάρχει δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας προς όφελος του καταδικασμένου ανεπιφύλακτα, χωρίς δηλαδή άλλους όρους ή προϋποθέσεις, είναι σύμφωνες με το πνεύμα του θεσμού της επαναλήψεως της διαδικασίας , το οποίο είναι να εξαλειφθεί μία βέβαιη ή πιθανή αδικία που για την επικράτηση του επιβάλλεται η ικανοποίηση της αξιώσεως του καταδικασθέντος για μια δικαιοκρατική ποινική διαδικασία η οποία απορρέει πλέον από νομική επιταγή [άρθρ. 6 της ΕΣΔΑ].- Στη προκειμένη περίπτωση ο αιτών ....... με την αριθ. 80 - 81/1996 απόφαση του ΜΟΕΦ Κρήτης καταδικάσθηκε σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Η εν λόγω απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη μετά την απόρριψη της από 17-2-97 αναιρέσεώς του κατ΄αυτής με την αριθ. 1454/97 απόφαση του Δικαστηρίου Σας. Στη συνέχεια ο αιτών προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [ΕΔΔΑ] παραπονούμενος για παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη κατ΄άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ]. Επί της προσφυγής αυτής το ΕΔΔΑ εξέδωκε την αριθ. 41354/98/12-4-2001 απόφαση. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο ομόφωνα έκρινε ότι η όλη διαδικασία από της συλλήψεως του αιτούντος [17-3-1988] μέχρις εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως του Δικαστηρίου Σας διήρκεσε περισσότερο από 9 έτη, ότι η διάρκεια της ποινικής αυτής διαδικασίας παραβίασε το άρθρο 6 παρ. 1 της Συμβάσεως [ΕΣΔΑ]. Κατεδικάσθη δε η Ελλάδα να του καταβάλλει αποζημίωση . Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη την 12-7-2001 σύμφωνα με την από 19-7-2001 βεβαίωση του Γραμματέα του Δευτέρου Τμήματος του Δικαστηρίου . ΄Ηδη δε με την εν αρχή αίτηση ζητεί την επανάληψη, της διαδικασίας προς όφελός του επικαλούμενος το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ ως ανωτέρω ισχύει και την εν λόγω απόφαση του ΕΔΔΑ. Με τέτοιο περιεχόμενο η αίτησή του είναι παραδεκτή, σύμφωνα και με όσα προηγουμένως έχουν εκτεθεί.

Συνεπώς σύμφωνα με τα άρθρα 525 παρ. 1 περ. 5 ως η παρ. 5 προσετέθη με άρθρο ενδέκατο του Ν. 2865/2000, 527, 528, 530 ΚΠΔ η αίτηση είναι τυπικά δεκτή, περιέχει βάσιμους λόγους και πρέπει να ακυρωθεί η αριθ. 80-81/1996 απόφαση του ΜΟΕΦ Κρήτης και να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο μετά προηγουμένη κλήτευση του αιτούντος…..

Συνιστά ελαφρυντική περίσταση η μη περάτωση της ποινικής διαδικασίας εντός λογικής προθεσμίας;

ΑΠ 1454/1997, ΝοΒ1998 σελ.669, ΠοινΧρ 1998 σελ. 483

Απόσπασμα
Επειδή, κατά το άρθρο 79 παρ 1 του ΠΚ, κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία, κατά δε το άρθρο 84 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η ποινή μειώνεται κατά το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. Εξάλλου, στο άρθρο 6 της συμβάσεως της Ρώμης, περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της 4ης Νοεμβρίου 1974, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/19/20.9.12974 ορίζονται στην παρ.1 εδάφια τα εξής: "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικαστή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος,το οποίον θα αποφανθεί είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ 1 του Συντάγματος "ο καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, συνάγεται μεταξύ των άλλων, ότι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου κ.λπ., υπερισχύουν οποιουδήποτε αντίθετου του Ελληνικού νόμου και ότι ο συνταγματικός νομοθέτης εξουσιοδότησε τον κοινό νομοθέτη, να καθορίσει τους ειδικότερους όρους και περιορισμούς υπό τους οποίους οι πολίτες θα προσφεύγουν στα δικαστήρια προς προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους, έχοντας ως γνώμονα το γενικότερο συμφέρον, αλλά χωρίς να φαλκιδεύεται ή να αποβαίνει τελικά ουσιαστικά ανύπαρκτη, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και την προμνημονευόμενη σύμβαση της Ρώμης, προστασία του πολίτη. Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ2, 171 παρ 1 και 510 του ΚΠΔ, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να περιλάβει οίκοθεν στην απόφασή του, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά την ως άνω έννοια των άρθρων 93 παρ3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, και ως προς το γιατί δεν χορήγησε μία ή περισσότερες ελαφρυντικές περιπτώσεις, από αυτές που ενδεικτικά προβλέπονται στην παρ2 του άρθρου 84 του ΠΚ, ή έχουν ως θεμέλιο άλλη τυχόν διάταξη νόμου. Γι` αυτό και την έλλειψη αυτή δεν μπορεί να την επικαλεστεί ως λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως ο κατηγορούμενος. Όμως, αν προβληθεί από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, σαφής και ορισμένος ισχυρισμός για αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως, τότε ανακύπτει υποχρέωση για το δικαστήριο, όχι μόνο να απαντήσει σ` αυτόν αλλά, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την απορριπτική του κρίση. Διαφορετικά η απόφασή του είναι αναιρετέα, για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` και Δ` του ΚΠΔ, αντίστοιχα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων υποστηρίζει με το μοναδικό λόγο του προσθέτου δικογράφου, ότι το ΜΟΕ Κρήτης, κατά την επιμέτρηση της ποινής που του επιβλήθηκε, δεν έλαβε υπόψη οίκοθεν, ως ελαφρυντική υπέρ αυτού (αναιρεσείοντος) περίσταση, το γεγονός ότι, η εις βάρος ποινική διαδικασία δεν περατώθηκε εντός λογικής προθεσμίας όπως ορίζει η ως άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρ. Συμβάσεως αλλά διήρκεσε επί μακρόν και δη για 8 έτη και 11 μήνες. Από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δεν προέβαλε ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως, θεμελιούμενο επί των πιο πάνω περιστατικών. Επομένως, το Δικαστήριο με το να μην ασχοληθεί οίκοθεν με την έρευνα της συνδρομής ή μη ελαφρυντικής περίστασης, εξαιτίας του ότι η διάρκεια της ποινικής διαδικασίας εις βάρος του αναιρεσείοντος ήταν μακρά και μη διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του, οποιαδήποτε επί της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως αιτιολογία, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ, ήτοι δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 84 σε συνδυασμό με το άρθρο 79 του ΠΚ και το άρθρο 6 παρ. 1 της ως άνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου, ούτε δε και παρέλειψε παρά το νόμο να αιτιολογήσει τη μη συνδρομή της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως, γι` αυτό και όσα για το αντίθετο υποστηρίζονται με το μοναδικό λόγο του προσθέτου δικογράφου, που συμπληρώνει και αναπτύσσει τον υπ` αριθ. 2.2 σχετικό λόγο του κυρίου δικογράφου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα και στηριζόμενα σε εσφαλμένη προϋπόθεση.

● ΕΔΔΑ, Απόφαση της 31.05.2001 στην υπόθεση Metzger κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, StV 2001, σελ. 489, με ενημερωτικό σημείωμα Imme Roxin.

Περίληψη
Η μείωση της ποινής του προσφεύγοντος λόγω της υπερβολικής διάρκειας της δίκης (εννέα και πλέον έτη) δεν συνιστούσε επαρκή αποκατάσταση της βλάβης που είχε υποστεί και γι΄αυτό πρέπει να επιδικασθεί και χρηματική ικανοποίηση.

● ΕΔΔΑ, Απόφαση της 15.07.1982 στην υπόθεση Eckle κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Series A 51, σκέψεις 67, 70, 87, 94

Περίληψη
Η λήψη υπόψη της υπερβολικής διάρκειας της δίκης ως αυτοτελούς λόγου μείωσης της ποινής, η οποία άλλως, αν δηλαδή η δίκη δεν είχε διαρκέσει υπερβολικό χρόνο, θα ήταν ενδεδειγμένη, αποτελεί πρόσφορο τρόπο αμβλύνσεως των συνεπειών της προσβολής του δικαιώματος δίκαιης δίκης.

Στοιχειοθετεί λόγο αναιρέσεως η μη περάτωση της ποινικής διαδικασίας εντός λογικής προθεσμίας εξαιτίας αλλεπάλληλων αναβολών;

ΑΠ 495/1997, ΝοΒ 1998 σελ.103

Περίληψη
Αδικήματα τύπου. Παραγραφή αυτών με το άρθρο 45 παρ. 1 ν. 2172/1993. Εφόσον η καταδικαστική για αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού γνωστής θρησκείας απόφαση δεν δέχεται ότι τα μηνύματα που εξέδωσε ο υπαίτιος ήσαν έγγραφα που είχαν πολλαπλασιασθεί με μηχανικό ή χημικό

μέσο, ούτε ότι έλαβε χώρα δημοσίευση αυτών, δεν ανακύπτει θέμα παραγραφής του εν λόγω εγκλήματος με βάση την ανωτέρω διάταξη. Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για το έγκλημα της αντιποίησης ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της μουσουλμανικής θρησκείας (μουφτή). Η αιτίαση εκ μέρους του υπαιτίου, ότι εξαιτίας των αλλεπάλληλων αναβολών της δίκης, δεν πρόκειται περί "δίκαιης δίκης" κατά την έννοια του άρ. 6 της Δ.Σ. της Ρώμης, δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως.

● ΑΠ 200/1997, ΠοινΧρ 1997 σελ. 1540, Υπερ 1997 σελ. 1211

Απόσπασμα
Επειδή με το άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", που έχει κυρωθεί με το ΝΔ 53/1974 και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο, ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεση του δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε ποινικής κατηγορίας εναντίον του. Από τη διάταξη αυτή που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δε θεμελιώνεται ιδιαίτερος λόγος αναιρέσεως των ποινικών αποφάσεων, πέραν εκείνων που περιοριστικά αναφέρονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (αρθρ. 510,484). (Βλ. σχ. και ΟΛ. ΑΠ. 464/1992). Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι παραβιάσθηκε η από το άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης κατοχυρωμένη αρχή της δίκαιης δίκης για το λόγο ότι δεν αξιολογήθηκαν σωστά οι καταθέσεις των μαρτύρων κι εβράδυνε η εκδίκαση της υποθέσεως του ένεκα των αλλεπαλλήλων αναβολών, οι περισσότερες των οποίων οφείλοντο στη μη προσέλευση του κυρίως μάρτυρα κατηγορίας, μηνυτή. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο λόγος αυτός πρέπει ν` απορριφθεί ως απαράδεκτος, γιατί πλήττει την περί την εκτίμηση των αποδείξεων ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου και κατά τα λοιπά γιατί αναφέρεται σε περιστατικά και αιτιάσεις επί των οποίων δε θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ. Μετά ταύτα, πρέπει ν` απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα.

ΕΔΔΑ, Κριτήρια για την κρίση περί ευλόγου χρόνου ή μη.

ΕΔΔΑ απόφ. 109/1997/893/1105 Στρασβούργο, 22.9.1998 Portington κατά της Ελλάδας, ΠοινΔνη 1999 σελ. 81 επ.

Απόσπασμα
Α. Περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν

20. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αιτίαση του προσφεύγοντος αφορά τη διάρκεια της έφεσης ενώπιον του Ποινικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Ως εκ τούτου, η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψιν άρχισε στις 18 Φεβρουαρίου 1988, κατά την ημερομηνία όπου άσκησε έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου και τελείωσε στις 12 Φεβρουαρίου 1996, όταν εκδικάστηκε τελικά η έφεσή του και εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο (βλ. παραγράφους 10 και 15 άνωθι). Άρα, η διαδικασία της έφεσης διήρκεσε σχεδόν οκτώ χρόνια.

Β. Εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας

21. Το Δικαστήριο θα αξιολογήσει τον εύλογο χαρακτήρα της διάρκειας της διαδικασίας υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα κριτήρια που περιέχονται στη νομολογία του, συγκεκριμένα την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και των αρμόδιων αρχών. Για το τελευταίο θέμα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και το τι διακυβεύεται για τον προσφεύγοντα (βλ., μεταξύ άλλων αρχών, την απόφαση Φίλης κατά Ελλάδας, Νο. 2, από 27 Ιουνίου 1997, Αναφορές Αποφάσεων και Κρίσεων 1997 - IV, σελ. 1083 παρ. 35).

1. Πολυπλοκότητα της υπόθεσης

22. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η υπόθεση δεν ήταν πολύπλοκη. Τόνισε ότι ήταν ο μόνος εμπλεκόμενος κατηγορούμενος και ότι όλες οι κατηγορίες εναντίον του προέκυψαν από το ίδιο περιστατικό. Επίσης, οι αποδείξεις ενώπιον του Εφετείου δεν ήταν ογκώδεις και το καθήκον του δικαστηρίου δεν περιπλέχθηκε από την ανάγκη μελέτης αποδείξεων εμπειρογνωμόνων. Τα νομικά θέματα που έθεσε η υπόθεση δεν ήταν πολύπλοκα και η δίκη διήρκεσε μόνο μία ημέρα.

23. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υπόθεση ήταν πολύπλοκη. Περιείχε ογκώδεις αποδείξεις, μέρος των οποίων έπρεπε να ληφθεί από το εξωτερικό.

Επίσης, η φύση της κατηγορίας συνεισέφερε στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

24. Η Επιτροπή θεώρησε ότι η υπόθεση είχε κάποια πολυπλοκότητα, επειδή αφορούσε έφεση κατά της καταδίκης για ανθρωποκτονία.

25. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι, αν και η υπόθεση είχε κάποια πολυπλοκότητα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σοβαρή φύση της καταδίκης και τους λόγους άσκησης έφεσης εκ μέρους του προσφεύγοντος, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι μόνο αυτοί οι λόγοι δικαιολογούν τη διάρκεια της διαδικασίας της έφεσης. Από αυτή την άποψη, αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαστήριο χρειάστηκε μόνο μία ημέρα για να εκδικάσει την υπόθεση και να εκδώσει απόφαση και το Εφετείο χρειάστηκε επίσης μία ημέρα για να ρυθμίσει την έφεση (βλ. παραγράφους 10 και 15 άνωθι). Καθώς η διάρκεια της διαδικασίας δεν μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά στην πολυπλοκότητα των εμπλεκομένων θεμάτων, το Δικαστήριο θα την εξετάσει υπό το φως της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος και των εθνικών αρχών (βλ. παράγραφο 21 άνωθι).

2. Συμπεριφορά του προσφεύγοντος

26. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά του δεν συνεισέφερε με κανέναν τρόπο στη διάρκεια της διαδικασίας. Αντίθετα, καθ’ όλη την περιόδο της διαδικασίας έφεσης, ζητούσε να μπει η υπόθεσή του στο πινάκιο για εκδίκαση. Επίσης επιστράτευσε αρκετές ομάδες και άτομα με σκοπό να κάνουν αιτήσεις εκ μέρους του για την επιτάχυνση της διαδικασίας. Επίσης, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι δεν είχε ζητήσει αναβολή της δίκης στις 6 Οκτωβρίου 1989 και στις 5 Δεκεμβρίου 1994 (βλ. παραγράφους 11 και 14 άνωθι). Όσον αφορά τις αιτήσεις του για αναβολή στις 19 Απριλίου 1991 και στις 8 Φεβρουαρίου 1993, δεν ζήτησε από το δικαστήριο να αναβάλει sine die, αλλά απλώς ζήτησε σύντομη αναβολή για να μπορέσει να παραστεί ο δικηγόρος του και οι μάρτυρες κατηγορίας (βλ. παραγράφους 12-12 άνωθι).

27. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων είχε ζητήσει τις αναβολές της εκδίκασης της έφεσης και, ως εκ τούτου, ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για τις καθυστερήσεις στην υπόθεσή του. Ποτέ δεν έκανε χρήση της δυνατότητας που προσφέρει ο ΚΠΔ για σύντομες αναβολές. Ακόμα κι αν οι περίοδοι μεταξύ των μεμονωμένων εκδικάσεων της έφεσης ήταν πιο σύντομες, δεν θα υπήρχε καμία διαφορά για τον προσφεύγοντα καθώς δεν ήταν έτοιμος για την εκδίκαση της έφεσης. Το μόνο μέλημά του ήταν να αναβληθεί άσχετα με τις καθυστερήσεις που θα προέκυπταν. Επίσης, δεν παραπονέθηκε ποτέ ενώπιον του Εφετείου σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας και κατάθεσε την προσφυγή του στην Επιτροπή λίγο πριν την τελική εκδίκαση της έφεσης.

28. Η Επιτροπή συμφώνησε με την Κυβέρνηση ότι ο προσφεύγων ζήτησε αρκετές αναβολές. Ωστόσο, ο Εκπρόσωπος της Επιτροπής τόνισε ότι οι αιτήσεις του προσφεύγοντος είχαν βασιστεί σε ευλογοφανείς λόγους και δεν δικαιολογούσαν τις παραπομπές sine die και τις υπερβολικές καθυστερήσεις επανεκδίκασης της υπόθεσης.

29. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι υπάρχει διαφωνία σχετικά με το αν όλες οι αναβολές είχαν ζητηθεί από τον προσφεύγοντα. Ωστόσο, ακόμα κι αν όλες οι καθυστερήσεις αποδίδονταν σε αιτήσεις που έκανε ο προσφεύγων και μπορεί να θεωρηθεί για το λόγο αυτό υπεύθυνος για κάποιες από τις καθυστερήσεις που προέκυψαν, αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διάρκεια των περιόδων μεταξύ των μεμονωμένων εκδικάσεων και σίγουρα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας έφεσης - σχεδόν οκτώ χρόνια (βλ., mutatis mutandis, απόφαση Zana κατά Τουρκίας από 25 Νοεμβρίου 1997, Αναφορές 1997-VII, σελ. 2552, παρ. 79).

3. Συμπεριφορά των εθνικών αρχών

30. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το καθ’ ού η προσφυγή Κράτος ήταν υπεύθυνο για τις περισσότερες, αν όχι για όλες, τις καθυστερήσεις της διαδικασίας. Υποστηρίζει ότι οι εθνικές αρχές φέρουν την ευθύνη για το ότι δεν εξασφάλισαν την παρουσία μαρτύρων στις 6 Οκτωβρίου 1989 και στις 8 Φεβρουαρίου 1993 που οδήγησαν σε αναβολή της εκδίκασης. Αν και μπορεί να είχε συνεισφέρει σε κάποιο βαθμό στη συνολική καθυστέρηση ζητώντας στις 19 Απριλίου 1991 αναβολή για να κανονίσει την εκπροσώπησή του, οι καθυστερήσεις ένταξης της υπόθεσης στο πινάκιο μετά την ημερομηνία αυτή και οι άλλες αναβολές αποδίδονται στις εθνικές αρχές (βλ. παράγραφο 12 άνωθι).

31. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο χρόνος που πέρασε μεταξύ των μεμονωμένων εκδικάσεων ήταν εντελώς εύλογος και δικαιολογημένος. Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση τόνισε ότι η καθυστέρηση ένταξης της πρώτης εκδίκασης στο πινάκιο, αφού ο προσφεύγων είχε ασκήσει έφεση στις 18 Φεβρουαρίου 1988, προκλήθηκε από την ανάγκη λήψης διαφόρων

διαδικαστικών μέτρων, όπως η διαβίβαση της δικογραφίας στο Εφετείο και η παραπομπή της υπόθεσης στον δημόσιο κατήγορο στο δικαστήριο αυτό. Όσον αφορά την αναβολή της εκδίκασης στις 6 Οκτωβρίου 1989, προκλήθηκε από τον προσφεύγοντα, ο οποίος ήθελε να καταθέσει ο μάρτυράς του που κατοικούσε στην Αγγλία και όχι απουσία των εννέα μαρτύρων κατηγορίας, οι μαρτυρίες των οποίων θα μπορούσαν να διαβαστούν εύκολα από τα αντίγραφα που διέθετε το δικαστήριο (βλ. παράγραφο 11 άνωθι). Επίσης, όλες οι μετέπειτα καθυστερήσεις στην ένταξη της υπόθεσης στο πινάκιο ήταν ευθύνη του προσφεύγοντος, οποίος είχε ζητήσει τις αναβολές. Οι μάρτυρες έπρεπε να κληθούν ξανά πριν από κάθε εκδίκαση.

Επίσης, το Εφετείο Θεσσαλονίκης που ασχολήθηκε με την υπόθεση του προσφεύγοντος, ήταν ορκωτό δικαστήριο, υπεύθυνο για μεγάλο αριθμό σοβαρών υποθέσεων και η δικαιοδοσία του εκτείνονταν σε ευρεία περιοχή. Η Κυβέρνηση υπενθύμισε επίσης ότι μεταξύ 27 Μαΐου 1993 και 30 Ιουνίου 1994 οι δικηγόροι έκαναν απεργία αρκετές φορές και ο παράγοντας αυτός συνεισέφερε επίσης στη διάρκεια της διαδικασίας (βλ. παράγραφο 13 άνωθι).

32. Η Επιτροπή θεώρησε ότι οι κρατικές αρχές ήταν υπεύθυνες για αρκετές περιόδους αδράνειας στη διαδικασία. Συγκεκριμένα, το καθ’ ού η προσφυγή Κράτος ήταν υπεύθυνο για την καθυστέρηση μεταξύ 18 Φεβρουαρίου 1988, όταν ασκήθηκε η έφεση και 6 Οκτωβρίου 1989, όταν έγινε η πρώτη εκδίκαση. Καθώς η εκδίκαση έπρεπε να αναβληθεί επειδή εννέα μάρτυρες κατηγορίας ήταν απόντες, οι εθνικές αρχές ήταν υπεύθυνες και για την καθυστέρηση που προηγήθηκε της δεύτερης ένταξης της υπόθεσης στο πινάκιο στις 19 Απριλίου 1991. Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι το καθ’ ού η προσφυγή Κράτος ήταν υπεύθυνο για τις υπόλοιπες καθυστερήσεις, αν και ο προσφεύγων έφερε ένα μέρος της ευθύνης λόγω των δύο αιτήσεών του για αναβολή στις 19 Απριλίου 1991 και 5 Δεκεμβρίου 1994.

Για τους άνωθι λόγους, η Επιτροπή συμπέρανε ότι η διάρκεια της διαδικασίας δεν πληροί την απαίτηση «εύλογου χρόνου».

33. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι υπήρξαν αρκετές περίοδοι αδράνειας στη διαδικασία έφεσης ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Αφού ο προσφεύγων άσκησε έφεση στις 18 Φεβρουαρίου 1988, η υπόθεση παρέμεινε αδρανής για περισσότερο από ένα χρόνο και επτά μήνες, έως ότου εντάχθηκε στο πινάκιο για την πρώτη εκδίκαση στις 6 Οκτωβρίου 1989 (βλ. παραγράφους 10-11 άνωθι). Η Κυβέρνηση προσπάθησε να το εξηγήσει με αναφορά στα

διαδικαστικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για να διαβιβαστεί η υπόθεση στο Εφετείο (βλ. παράγραφο 31 άνωθι). Ωστόσο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει μία τόσο υπερβολική περίοδο καθυστέρησης, που πρέπει να αποδοθεί στις αρχές.

Επίσης, μετά τις 6 Οκτωβρίου 1989, η υπόθεση επανεντάχθηκε στο πινάκιο τέσσερις φορές: 19 Απριλίου 1991, 8 Φεβρουαρίου 1993, 5 Δεκεμβρίου 1994 και 12 Φεβρουαρίου 1996. Αυτό προκάλεσε περιόδους αδράνειας μεταξύ των ημερομηνιών που είχαν οριστεί για την εκδίκαση που διήρκεσαν: ένα έτος έξι μήνες και δώδεκα ημέρες, ένα έτος εννέα μήνες και δέκα εννέα ημέρες, ένα έτος εννέα μήνες και είκοσι έξι ημέρες και ένα έτος δύο μήνες και έξι ημέρες (βλ. παραγράφους 11-15 άνωθι). Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης ότι η διάρκεια της τρίτης από τις περιόδους αυτές (ένα έτος εννέα μήνες και είκοσι έξι ημέρες) προκλήθηκε από τις απεργίες των δικηγόρων, πρέπει να σημειωθεί ότι μία περίοδος άνω των πέντε μηνών πέρασε από το τέλος των απεργιών μέχρι την ένταξη της υπόθεσης στο πινάκιο στις 5 Δεκεμβρίου 1994 (βλ. παραγράφους 13-14 άνωθι). Η καθυστέρηση αυτή πρέπει επίσης να αποδοθεί στη συμπεριφορά των εθνικών αρχών. Όσον αφορά αυτές και τις υπόλοιπες περιόδους αδράνειας, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τον όγκο εργασίας, τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσει το Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης κατά την σχετική περίοδο. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 6 παρ. 1 επιβάλει στα Συμβαλλόμενα Κράτη το καθήκον οργάνωσης των δικαστικών συστημάτων τους με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δικαστήρια να μπορούν να πληρούν κάθε μία από τις απαιτήσεις του, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης εκδίκασης υποθέσεων εντός εύλογου χρόνου (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Φίλης, Νο 2, σελ. 1084, παρ. 40).

4. Συμπέρασμα

34. Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης και η συμπεριφορά του προσφεύγοντος δεν επαρκούν από μόνες τους για να δικαιολογήσουν τη διάρκεια της διαδικασίας έφεσης. Αν και είναι αλήθεια ότι ο προσφεύγων μπορεί να είναι υπεύθυνος για κάποιες από τις καθυστερήσεις της διαδικασίας που προέκυψαν από τις αιτήσεις του για αναβολές, η συνολική διάρκεια οφείλεται ουσιαστικά στον τρόπο με τον οποίο οι αρχές χειρίστηκαν την υπόθεση. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τι διακυβεύεται για τον προσφεύγοντα, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο από το δικαστήριο, η συνολική παρέλευση σχεδόν οκτώ ετών μέχρι την εκδίκαση της έφεσης δεν μπορεί να θεωρείται ως εύλογη. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Συνθήκης.

ΕΔΔΑ, Η συμπεριφορά του προσφεύγοντος ως κριτήριο της εύλογης διάρκειας της ποινικής δίκης.

ΕΔΔΑ απόφαση Καρπέτας κατά Ελλάδας της 30-10-2012, παρ. 58.

Τυχόν σαφής παρελκυστική τακτική από τον κατηγορούμενο, όπως επανειλημμένα αιτήματα αναβολής, συνεκτιμάται ανάλογα.

ΕΔΔΑ απόφαση Lavents κατά Λεττονίας της 28-11-2002 (αριθμ. προσφ. 58442/2000), παρ. 100.

Η ασθένεια του προσφεύγοντος συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας και δεν μπορεί να καταλογισθεί στον προσφεύγοντα.

ΕΔΔΑ απόφαση Jablonski κατά Ιταλίας της 21-12-2000 (αριθμ. προσφ. 33492/1996), παρ. 104.

Η απεργία πείνας καταλογίζεται στον κατηγορούμενο.

ΕΔΔΑ απόφαση Οικονομίτσιος κατά Ελλάδας της 19-10-2000 (αριθμ. προσφ. 43615/1998), παρ. 20. ΕΔΔΑ απόφαση Παπαθανασίου κατά Ελλάδας της 05-02-2004 (αριθμ. προσφ. 62770/2000), παρ. 19. ΕΔΔΑ απόφαση Di Vuono κατά Ιταλίας της 04-07-2002 (αριθμ. προσφ. 42619/1998), παρ. 18.

Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν απαιτεί από τον προσφεύγοντα να συνεργάζεται στενά με τις δικαστικές αρχές σε μια διαδικασία που στρέφεται εναντίον του.

ΕΔΔΑ απόφαση Trzaska κατά Πολωνίας της 11-07-2000 (αριθμ. προσφ. 25792/1994), παρ. 89.

Η άρνηση εξόδου από το κελί καταλογίζεται στον κατηγορούμενο.

ΕΔΔΑ απόφαση Reinhardt et Slimane - Kaid κατά Γαλλίας (ευρεία σύνθεση) της 31-03-1998, παρ. 99. ΕΔΔΑ απόφαση Γερογιαννάκης κατά Ελλάδας της 18-08-2006, παρ. 23.

Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ζητά τη διενέργεια περαιτέρω έρευνας ή ότι επωφελείται όλων των ενδίκων μέσων που του προσφέρει η εσωτερική έννομη τάξη δεν μπορεί να εκτιμηθεί σε βάρος του.

ΕΔΔΑ απόφαση Girolami κατά Ιταλίας της 19-02-1991 (αριθμ. προσφ. 13324/1987), παρ. 15. ΕΔΔΑ απόφαση Gelli κατά Ιταλίας της 19-10-1999 (αριθμ. προσφ. 37752/1997), παρ. 38. ΕΔΔΑ απόφαση Bunkate κατά Ολλανδίας της 26-05-1993 (αριθμ. προσφ. 13645/1988), παρ. 21.

Η φυγοδικία καταλογίζεται στον κατηγορούμενο.

ΕΔΔΑ, Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης ως κριτήριο της εύλογης διάρκειας της ποινικής δίκης.

ΕΔΔΑ απόφαση Struk κατά Μολδαβίας της 04-12-2012, παρ. 79.

Ο αριθμός των κατηγορουμένων και των σχετικών αδικημάτων ως κριτήριο για την πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

ΕΔΔΑ απόφαση Tsasnik et Kaounis κατά Ελλάδας της 14-01-2010, παρ. 30.

Ο μεγάλος αριθμός των μαρτύρων ως κριτήριο για την πολυπλοκότητα της υπόθεσης (α contrario : το Δικαστήριο δέχεται ότι η υπόθεση δεν ήταν πολύπλοκη διότι, μεταξύ άλλων, δεν απαιτούσε την εξέταση πολλών μαρτϋρων).

ΕΔΔΑ απόφαση Σταμούλη κατά Ελλάδας της 11-06-2009, παρ. 25.

Ο μεγάλος αριθμός αποφάσεων που εκδόθηκαν επί της υπόθεσης ως κριτήριο για την πολυπλοκότητα της υπόθεσης

ΕΔΔΑ απόφαση Boddaert κατά Βελγίου της 12-10-1992, παρ. 36-39.

Η παράλληλη εξέλιξη δύο ποινικών δικών ως κριτήριο για την πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

ΕΔΔΑ, Η συμπεριφορά των κρατικών αρχών ως κριτήριο της εύλογης διάρκειας της ποινικής δίκης.

ΕΔΔΑ απόφαση Παφίτης κατά Ελλάδας της 26-02-1998, παρ. 95.

Δεν καταλογίζονται στο κράτος τυχόν καθυστερήσεις που οφείλονται σε διεθνή ή ενωσιακά όργανα, όπως για παράδειγμα το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα εκ μέρους του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΕΔΔΑ απόφαση Ridi κατά Ιταλίας της 27-02-1992, παρ. 17. ΕΔΔΑ απόφαση Pierozzini κατά Ιταλίας της 27-02-1992, παρ. 18.

Τυχόν καθυστέρηση που οφείλεται στους διορισθέντες από το δικαστήριο πραγματογνώμονες καταλογίζεται στο κράτος καθώς όταν οι πραγματογνώμονες διορίζονται από το δικαστήριο προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που ελέγχεται από το δικαστή, ο τελευταίος δε είναι επιφορτισμένος με την επίσπευση της διαδικασίας και την ταχεία διεξαγωγή της δίκης.

ΕΔΔΑ, Το διακύβευμα της υπόθεσης για τον προσφεύγοντα ως κριτήριο της εύλογης διάρκειας της ποινικής δίκης.

ΕΔΔΑ απόφαση Pailot κατά Γαλλίας της 22-04-1998, παρ. 68. ΕΔΔΑ απόφαση Richard κατά Γαλλίας της 22-04-1998, παρ. 64. ΕΔΔΑ απόφαση Karakaya κατά Γαλλίας της 26-08-1994, παρ. 43.

Υποθέσεις που αφορούσαν τη μετάγγιση αίματος μολυσμένου από τον ιό του AIDS σε δημόσια γαλλικά νοσοκομεία : το διακύβευμα της επίμαχης διαδικασίας ήταν ιδιαίτερης σημασίας για τον προσφεύγοντα, δεδομένης της κρίσιμης κατάστασης της υγείας του και ότι οι κρατικές αρχές έπρεπε να επιδείξουν εξαιρετική επιμέλεια, παρά τον όγκο των υποθέσεων, πολύ περισσότερο που τα πραγματικά περιστατικά είχαν αποτελέσει αντικείμενο δημόσιου διαλόγου για χρόνια και η βαρύτητά τους ήταν παγκοίνως γνωστή.

ΕΔΔΑ, Η έναρξη του χρονικού διαστήματος που λαμβάνεται υπόψη για τον έλεγχο της εύλογης ή μη διάρκειας της ποινικής δίκης.

ΕΔΔΑ απόφαση Διαμαντίδης κατά Ελλάδας Νο 1 της 23-10-2003, παρ. 20 επ.

Η επίμαχη διαδικασία άρχισε με την έρευνα των αρχών στην οικογενειακή κι επαγγελματική στέγη του προσφεύγοντος . Από τη στιγμή εκείνη ο τελευταίος ευρέθη ¨κατηγορούμενος¨ υπό την έννοια της Σύμβασης.

ΕΔΔΑ, Η διαπίστωση ¨συστημικού¨ προβλήματος ως προς τη διάρκεια απονομής της ποινικής δικαιοσύνης

ΕΔΔΑ απόφαση Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδας της 03-04-2012, παρ. 19,20,27.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει την ύπαρξη ¨συστημικού¨ προβλήματος ως προς τη διάρκεια απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και καλεί την Ελλάδα να υιοθετήσει ειδικό ένδικο βοήθημα για την ικανοποίηση των προσφευγόντων.

ΕΔΔΑ, Η αντιμετώπιση της προσπάθειας δικαιολόγησης της καθυστέρησης εκ μέρους των εθνικών κρατών

ΕΔΔΑ απόφαση Panek κατά Πολωνίας της 08-01-2004 (αριθμ. προσφ. 38663/1997), παρ. 30 και 35

Η ασθένεια του δικαστή απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως δικαιολογία της καθυστέρησης.

ΕΔΔΑ απόφαση Tumbarello και Titone κατά Ιταλίας της 04-07-2002 (αριθμ. προσφ. 42291/1998 και 42382/1998), παρ. 27. ΕΔΔΑ απόφαση Τερζής κατά Ελλάδας της 29-01-2004 (αριθμ. προσφ. 64417/2001), παρ. 27. ΕΔΔΑ απόφαση Παπαζαφείρης κατά Ελλάδας της 23-01-2003 (αριθμ. προσφ. 55753/2000), παρ. 25-28.

Η καθυστέρηση ορισμού δικασίμου μετά τη λήξη της απεργίας καταλογίζεται στις εθνικές αρχές.

ΕΔΔΑ απόφαση Αρβελάκης κατά Ελλάδας της 12-04-2001 (αριθμ. προσφ. 41354/1998), παρ. 25. ΕΔΔΑ απόφαση Ledonne κατά Ιταλίας Νο 2 της 12-05-1999 (αριθμ. προσφ. 38414/1997), παρ. 22. ΕΔΔΑ απόφαση Giannangeli κατά Ιταλίας της 05-07-2001 (αριθμ. προσφ. 41094/1998), παρ. 18. ΕΔΔΑ απόφαση Tommaso Palumbo κατά Ιταλίας της 26-04-2001 (αριθμ. προσφ. 45264/1999), παρ. 19.

Η απεργία των δικηγόρων γίνεται δεκτή ως δικαιολογία – όχι όμως και μη παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ - για την καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας.

ΕΔΔΑ απόφαση Αγά κατά Ελλάδας Νο 1 της 25-01-2000 (αριθμ. προσφ. 37439/1997), παρ. 25.

Υπάρχει ευθύνη του ελληνικού κράτους για την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, έστω και αν μεσολάβησαν απεργιακές κινητοποιήσεις δικηγόρων και δικαστικών υπαλλήλων.

ΕΔΔΑ απόφαση Foti και άλλοι κατά Ιταλίας της 21-11-1983 (αριθμ. προσφ. 7604/1976, 7719/1976, 7781/1977 και 7913/1977), παρ. 61. ΕΔΔΑ απόφαση Milasi κατά Ιταλίας της 25-06-1987 (αριθμ. προσφ. 10527/1983), παρ. 19.

Η δημόσια ανησυχία στην περιοχή όπου λάμβανε χώρα η δίκη γίνεται δεκτή ως δικαιολογία – όχι όμως και μη παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ - για την καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας.

ΕΔΔΑ απόφαση Zimmermann et Steiner κατά Ελβετίας της 13-07-1983 (αριθμ. προσφ. 8737/1979), παρ. 29, ΕΔΔΑ απόφαση Τσουκαλάς κατά Ελλάδας της 22-07-2010 παρ. 51, ΕΔΔΑ απόφαση Μυλλιώνης κατά Ελλάδας της 24-04-2008 παρ. 57,

Ο μεγάλος φόρτος των δικαστηρίων δεν αποτελεί βάσιμη δικαιολογία για τις καθυστερήσεις.

ΕΔΔΑ απόφαση Corigliano κατά Ιταλίας της 10-12-1982 (αριθμ. προσφ. 8304/1978), παρ. 39

Τυχόν αναβολή της συζήτησης για να ηρεμήσουν τα πνεύματα στην κοινή γνώμη δεν έχει βαρύτητα για τη δικαιολόγηση της διάρκειας της διαδικασίας.

ΕΔΔΑ απόφαση Eckle κατά Γερμανίας της 15-07-1982 (αριθμ. προσφ. 8130/1978), παρ. 85

Η έλλειψη εμπειρίας των αρχών σε σχέση με νέα μορφή εγκληματικότητας απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως δικαιολογία της καθυστέρησης.

ΕΔΔΑ απόφαση Neumeister κατά Αυστρίας της 27-06-1968 (αριθμ. προσφ. 1936/1963), παρ. 21

Η ανάγκη δικαστικής συνδρομής για να εξετασθούν μάρτυρες που κατοικούν στο εξωτερικό δικαιολογεί καθυστέρηση της διαδικασίας.

Β. ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

1. Το περιεχόμενο, η έκταση και ο τύπος της πληροφόρησης

ΕΔΔΑ απόφαση Mattoccia κατά Ιταλίας της 25-07-2000, (αριθμ. προσφ. 23969/1994) παρ. 60, 58-72

Η έκταση της πληροφόρησης πρέπει να είναι τέτοια ώστε ο κατηγορούμενος να κατανοεί πλήρως την εναντίον του κατηγορία προκειμένου να προετοιμάσει όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα την υπεράσπισή του.

Η συμπλήρωση ουσιωδών στοιχείων (τόπος, χρόνος) τέλεσης του εγκλήματος κατά τη διάρκεια της δίκης δεν θεραπεύει την αοριστία της πληροφόρησης και την παραβίαση του α. 6§3α ΕΣΔΑ.

Η μη παράσταση κατηγορούμενου σε ακρόαση όπου θα μπορούσαν να του παρασχεθούν περισσότερες πληροφορίες για την εναντίον του κατηγορία εκτιμάται αρνητικά από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αξιοποίησης των δυνατοτήτων ενημέρωσης για την κατηγορία.

ΕΔΔΑ απόφαση Kamasinski κατά Αυστρίας της 19-12-1989, (αριθμ. προσφ. 9783/1982) παρ. 78-81

Ο καθοριστικός ρόλος του κατηγορητήριου στην επίσημη ενημέρωση του κατηγορουμένου για την πραγματική και νομική βάση των εις βάρος του κατηγοριών.

Δεν αποκλείεται η δυνατότητα προφορικής ενημέρωσης του κατηγορουμένου σχετικά με την κατηγορία. Εδώ θεωρήθηκε ότι παρασχέθηκαν επαρκείς πληροφορίες προφορικά κατά την ανάκριση που ακολούθησε τη σύλληψη του κατηγορουμένου.

ΕΔΔΑ απόφαση Adrian Constantin κατά Ρουμανίας της 12-04-2011, παρ. 19

Δεν απαιτείται κάποιος συγκεκριμένος τύπος σχετικά με τον τρόπο της πληροφόρησης.

● ΕΕπιτροπήΔΑ, C. κατά Ιταλίας της 11-05-1988

Όταν η πληροφόρηση αποστέλλεται με επιστολή, απαιτείται κατά κανόνα απόδειξη παραλαβής.

ΕΔΔΑ απόφαση Erdogan κατά Τουρκίας της 09-07-1992

Εδώ ο κατηγορούμενος απέφυγε να παραλάβει το ένταλμα με τις αναγκαίες πληροφορίες και έτσι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμά του για πληροφόρηση.

ΕΔΔΑ απόφαση Vaudelle κατά Γαλλίας της 30-01-2001, παρ. 50-66

Εάν ο κατηγορούμενος είναι μειωμένης πνευματικής ικανότητας, θα πρέπει να καταβληθεί ιδιαίτερη επιμέλεια από τις αρχές προκειμένου να τον ενημερώσουν για τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας.

ΕΔΔΑ απόφαση Dallos κατά Ουγγαρίας της 01-03-2001 (αριθμ. προσφ. 29900/1996)

Δεν καταφάσκεται η παραβίαση του δικαιώματος πληροφόρησης εάν υπάρχει η δυνατότητα επανεξέτασης της υπόθεσης από άλλο δικαστήριο, π.χ. με την άσκηση ενδίκου μέσου, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι το δικαστήριο αυτό θα έχει τη δυνατότητα επανελέγχου της υπόθεσης τόσο από ουσιαστική όσι και από νομική άποψη, ώστε να μπορεί ο προσφεύγων να αναπτύξει έναντι του δικαστηρίου αυτού την υπεράσπισή του σχετικά με την μεταβληθείσα κατηγορία.

- ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

ΑΠ 28/2012

Απόσπασμα
«….Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43, 49 σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 57 επ., 246, 250, 321 του Κ.Ποιν.Δ. συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα ποινική δίωξη και όχι για κάποια άλλη συναφή αλλιώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ.β` Κ.Ποιν.Δ. λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας που υπάρχει και όταν η πράξη για την οποία διώχθηκε και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος είναι διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τελέσεως από εκείνη για την οποία καταδικάσθηκε αυτός. Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδάφ. β` και δ` Κ.Ποιν.Δ. επιφέρει και η παραδοχή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επιλαμβάνεται εφέσεως του κατηγορουμένου κατά της καταδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προσθέτων πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να θεμελιώσει το βάσιμο κατά το νόμο της κατηγορίας για την αξιόποινη πράξη για την οποία κηρύσσει και αυτό ένοχο τον κατηγορούμενο, παρά το ότι τα περιστατικά αυτά δεν περιέχονται στην κατηγορία για την οποία ασκήθηκε εναντίον του η ποινική δίωξη και για την οποία απολογήθηκε και καταδικάσθηκε πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος ή αφορούσαν στη θεμελίωση άλλης πράξεως για την οποία κηρύχθηκε πρωτοδίκως αθώος ο εκκαλών κατηγορούμενος διότι αυτή η διαφοροποίηση αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1α και παρ.3α`-β` της από 4/5/1950 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης και της μη προσβολής των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ήτοι της παροχής σ` αυτόν πληροφοριών για το είδος και το λόγος της εναντίον του κατηγορίας και της παροχής σ` αυτόν του χρόνου και των αναγκαίων ευκολιών για προετοιμασία της υπεράσπισής του….»

●ΣυμβΑΠ 1941/2010

ΠοινΧρ 12/2011
«…Εξάλλου, απόλυτη ακυρότητα που ιδρύει τον από το άρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα και την

υποχρεωτική του συμμετοχή στη διαδικασία στο ακροατήριο και τις πράξεις της προδικασίας (άρ. 171 παρ. 1 στοιχ. β΄ ΚΠΔ). Περίπτωση τέτοιας ακυρότητας συντρέχει και όταν το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως συμβούλιο προβαίνει σε μη επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, όταν δηλαδή παραπέμπει τον κατηγορούμενο για πράξη η οποία είναι διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, από εκείνη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και απολογήθηκε ο κατηγορούμενος, έτσι ώστε να αποτελεί αντικειμενικά διαφορετικό έγκλημα, και όχι απλώς όταν δίδει τον προσήκοντα χαρακτηρισμό στην πράξη ή απλώς διορθώνει και βελτιώνει κάποιο ιστορικό στοιχείο, το οποίο δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της πράξης. Τέτοια μεταβολή κατηγορίας δεν επέρχεται με την παραδοχή το πρώτον από το Συμβούλιο Εφετών επιβαρυντικών περιστάσεων της πράξης, ακόμη και όταν εισάγεται σ’ αυτό η υπόθεση μετά από έφεση του κατηγορουμένου, γιατί το Συμβούλιο Εφετών, όταν επιλαμβάνεται της υποθέσεως συνεπεία εφέσεως του κατηγορουμένου, μπορεί κατά το άρ. 318 του ΚΠΔ να διατάξει όσα και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρ. 470 παρ. 1 ΚΠΔ του αυτού Κώδικα, που καθιερώνει την αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσης του εκκαλούντος κατηγορουμένου. Αντίθετα επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, όταν η παραπομπή και καταδίκη, χωρεί για πράξη για την οποία δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, ούτε απολογήθηκε ο κατηγορούμενος. Στην περίπτωση εξάλλου παραπομπής του κατηγορούμενου από το Συμβούλιο για μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, για τις οποίες όμως δεν είχε προηγουμένως απολογηθεί, πέραν της ακυρότητας που λαμβάνει χώρα λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρ. 171 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ και λόγω παραβίασης της διατάξεως του άρ. 270 του ιδίου Κώδικα, αφού έτσι στερείται αυτός του δικαιώματος να ασκήσει τα εκ των άρ. 100-103 δικαιώματά του σε σχέση με τις μερικότερες πράξεις για τις οποίες κρίνεται παραπεμπτέος (ΑΠ 792/1986 ΠοινΧρ ΛΣΤ/748)..» […]

● ΑΠ 1640/2006

ΠοινΧρ 09/2007
«...μετά την από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τυπική παραδοχή της εφέσεως της κατηγορουμένης αναιρεσειούσης, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η απόφαση αυτή ατόνησε και η υπόθεση επανήλθε στο Εφετείο για την κατ’ ουσίαν επανεξέτασή της στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως στάση, οπότε το δικαστήριο εκείνο είχε εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μη δυνάμενο μόνο να καταστήσει χείρονα τη θέση της εκκαλούσης κατηγορουμένης. Επομένως, το επιτρεπτό της μεταβολής της κατηγορίας, στην οποία προέβη το Εφετείο, κηρύσσοντας αυτήν ένοχη της αξιόποινης πράξεως της κλοπής κατ’ εξακολούθηση στην απλή της μορφή, εξετάζεται εν σχέσει με την πράξη, για την οποία αυτή είχε παραπεμφθεί σε δίκη και όχι την αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε πρωτοδίκως. Έτσι, δεδομένου ότι, όπως έχει προαναφερθεί, η κατηγορουμένη είχε παραπεμφθεί σε δίκη για κακουργηματική κλοπή κατ’ εξακολούθηση, δεν έλαβε χώρα ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας διά της καταδίκης αυτής από το Εφετείο για κλοπή κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό πλημμελήματος, που συγκροτείται από τα ίδια με εκείνη πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του Εφετείου, καλύφθηκε κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως, άρα και η επικαλούμενη από την κατηγορουμένη αναιρεσείουσα ακυρότητα από την ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας από κακουργηματική κλοπή κατ’ εξακολούθηση σε αποδοχή προϊόντων εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση με την επιβαρυντική περίπτωση της τελέσεως τέτοιων πράξεων κατ’ επάγγελμα, για την οποία την καταδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο…»

● ΑΠ 1237/2006

ΠοινΧρ 05/2007
[...] Μεταβολή κατηγορίας που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρ. 171 παρ. Ι β΄ ΚΠΔ και συνιστά λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρ.510 παρ. Ι Α΄ ιδίου Κώδικος, υπάρχει όταν το δικαστήριο καταδικάζει τον κατηγορούμενο για πράξη ουσιωδώς διαφορετική κατά τα αντικειμενικά στοιχεία εκείνης για την οποία παραπέμφθηκε να δικασθεί. Δεν αποτελεί, όμως, τέτοια μεταβολή ο ορθός χαρακτηρισμός των περιστατικών που συνιστούν την πράξη. [...] δεν είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της κατηγορίας από «εισαγωγή» σε «κατοχή» αντικειμένου λαθρεμπορίας, όταν τα περιστατικά, για τα οποία ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη και του απαγγέλθηκε κατηγορία, στοιχειοθετούν, κατ’ ορθό χαρακτηρισμό το έγκλημα της κατοχής λαθρεμπορευμάτων.[…]

●ΑΠ 2003/2002

ΠοινΧρ 08/2003
[...] IV. Η μεταβολή της κατηγορίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν τηρούνται οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρ. 510 παρ. 1 εδ. Α΄ σε συνδυασμό με το άρ. 171 παρ. 1 στοιχ. β΄ του ΚΠΔ. Τέτοια όμως μεταβολή υπάρχει όταν η πράξη για την οποία επήλθε η καταδίκη του κατηγορουμένου είναι διάφορη από εκείνη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και έχει εισαχθεί αυτός σε δίκη, κατά χρόνο, τόπο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις ή τελέστηκαν κάτω από τις ίδιες περιστάσεις αλλά αποτελείται από γεγονότα άσχετα με εκείνα για τα οποία απαγγέλθηκε η κατηγορία. Δεν αποτελεί όμως τέτοια μεταβολή ο ακριβέστερος προσδιορισμός των περιστατικών που συνιστούν την πράξη, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, όπως είναι στην περίπτωση της παραβάσεως του άρ. 24 παρ. 2 του α.ν. 2344/1940, ο καθορισμός της θέσεως ένθα έλαβε χώραν η μεταβολή, όχι δηλαδή επί της παραλίας αλλά επί του αιγιαλού (ΑΠ 707/1980). Επομένως το Πενταμελές Εφετείο με το να κηρύξει ένοχο και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για παράνομο μεταβολή του στη θέση «Α.Ν.-Β.Π.» αιγιαλού, κατ’ ακριβέστερον προσδιορισμόν της κατηγορίας που του είχε απαγγελθεί και τον έφερε ως αυτουργόν παρανόμου μεταβολής της εις την ιδίαν θέση παραλίας και αιγιαλού δεν υπέπεσε σε ακυρότητα και ο αντίθετος πέμπτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως κατά το πρώτο μέρος του, στο οποίο περιέχεται η ανωτέρω αιτίαση, είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί. [...]

●ΣυμβΑΠ 859/1997

ΝΟΒ/1998 (384)
Περίληψη
Υπεξαίρεση χρημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων από υπάλληλο κατά το άρθρο 258 του ΠΚ. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος. Το έγκλημα τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος αν ο δράστης μεταχειρίστηκε τεχνάσματα, όπως είναι η μη καταχώρηση εισπραττομένων στα βιβλία, καθώς και η έκδοση και η χρήση ψευδών βεβαιώσεων. Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας ο ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα και δεν επέρχεται ακυρότητα. Δεν υφίσταται αντίθεση στην ΕΣΔΑ και στην αρχή της έντιμης δίκης.

ΕΔΔΑ απόφαση Juha Nuutinen κατά Φινλανδίας της 24-04-2007

Η τροποποίηση του βαθμού συμμετοχής του κατηγορουμένου συνιστά μεταβολή της κατηγορίας.

ΕΔΔΑ απόφαση De Salvador Torres κατά Ισπανίας της 27-10-1996

Η προσθήκη επιβαρυντικής περίστασης συνιστά μεταβολή της κατηγορίας.

ΕΔΔΑ απόφαση Dallos κατά Ουγγαρίας της 01-03-2001 (αριθμ. προσφ. 29900/1996), Sipavicious κατά Λιθουανίας της 21-02-2002 (αριθμ. προσφ. 49093/99)

Οι εν γένει ουσιαστικές αλλαγές στην υπαγωγή της πράξης στις διατάξεις του νόμου συνιστούν μεταβολή της κατηγορίας.

Ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας θα αξιολογηθεί σε σχέση με το σύνολο της τελευταίας.

Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο έχει πλήρη αρμοδιότητα για την εξέταση τόσο των νομικών ζητημάτων όσο και των πραγματικών περιστατικών, σε περίπτωση μεταβολής της κατηγορίας δε διαπιστώνεται παραβίαση του α. 6§3α.

ΕΔΔΑ απόφαση Abramyan κατά Ρωσίας της 09-10-2008, παρ. 35

Το επιτρεπτό ή μη της μεταβολής της κατηγορίας ερευνάται τόσο σε σχέση με το α’ εδάφιο όσο και με το β’ του α. 6§3α.

ΕΔΔΑ απόφαση D.M.T et D.K.I. κατά Βουλγαρίας της 24-07-2012, παρ. 75, Drassich κατά Ιταλίας της 11.12.2007, παρ. 34

Ο κατηγορούμενος πρέπει να πληροφορείται εγκαίρως και λεπτομερώς όχι μόνο τα πραγματικά γεγονότα στα οποία βασίζεται η κατηγορία, αλλά και το νομικό χαρακτηρισμό που έχει δοθεί σε αυτά.

ΕΔΔΑ απόφαση Pelissier and Sassi κατά Γαλλίας της 25-03-1999 (αριθμ. προσφ. 25444/1994), παρ. 56. 61

Ο κατηγορούμενος πρέπει να είναι ενήμερος για τη δυνατότητα μεταβολής της κατηγορίας.

Η βοήθεια σε δόλια χρεωκοπία δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο της αρχικής κατηγορίας για αυτουργίας στο ίδιο αδίκημα.

ΕΔΔΑ απόφαση De Salvador Torres κατά Ισπανίας της 27-10-1996, παρ. 33

Εάν η μεταβολή αφορά «εγγενή στοιχεία» της αρχικής κατηγορίας θεωρείται ότι ο κατηγορούμενος, κατά κανόνα, γνωρίζει την πιθανή μεταβολή και άρα δεν παραβιάζεται το δικαίωμα του α. 6§3α.

ΕΔΔΑ απόφαση Sadak κατά Τουρκίας της 17-07-2001, παρ. 56

Η συμμετοχή σε παράνομη ένοπλη οργάνωση δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο του αδικήματος της προδοσίας κατά της ακεραιότητας του κράτους. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι η συγκεκριμένη μεταβολή της κατηγορίας πραγματοποιήθηκε την τελευταία ημέρα της συζήτησης στο ακροατήριο.

ΕΔΔΑ απόφαση I.H. κ.ά. κατά Αυστρίας της 20-04-2006, παρ. 34

Ο κατηγορούμενος πρέπει να ενημερωθεί σχετικά με τη μεταβολή της κατηγορίας είτε πριν από τη δίκη με το κατηγορητήριο είτε στην πορεία της δίκης με άλλους τρόπους, όπως με επίσημη επέκταση της κατηγορίας. Μόνη η αναφορά στην αφηρημένη πιθανότητα ότι ένα δικαστήριο μπορεί να φτάσει σε διαφορετικό συμπέρασμα ως προς τον χαρακτηρισμό ενός αδικήματος από εκείνο της διωκτικής αρχής δεν αρκεί.

2. Η γλώσσα της πληροφόρησης

ΕΔΔΑ απόφαση Brozicek κατά Ιταλίας της 19-12-1989, παρ. 38-42

Οι αρχές πρέπει να πληροφορούν τον κατηγορούμενο σε γλώσσα την οποία καταλαβαίνει, εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι αυτός κατανοεί επαρκώς την γλώσσα της χώρας στην οποία κατηγορείται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν ήταν Ιταλός ούτε κατοικούσε στην Ιταλία, είχε ενημερώσει τις ιταλικές αρχές ότι δεν γνώριζε την ιταλική γλώσσα και γι’ αυτό το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι έπρεπε αυτές να μεταφράσουν τα σχετικά έγγραφα κατηγορίας, εφόσον δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι ο προσφεύγων γνώριζε επαρκώς τα ιταλικά.

ΕΔΔΑ απόφαση Kamasinski κατά Αυστρίας της 19-12-1989, (αριθμ. προσφ. 9783/1982) παρ. 79

Δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6§3α εάν το κατηγορητήριο δεν έχει μεταφραστεί γραπτώς, αλλά προφορικά, εφόσον το κείμενο ήταν απλό και ο κατηγορούμενος είχε ήδη ανακριθεί in extenso για τις κατηγορίες από αστυνομικούς και ανακριτή με την παρουσία διερμηνέα και ο προδφεύγων δεν είχε παραπονεθεί σχετικά στις εθνικές αρχές.

3. Η πληροφόρηση «εν τη βραχυτέρα προθεσμία»

● ΕΔΔΑ, Casse κατά Λουξεμβούργου της 27-04-2006, παρ. 74-75

Η δικαιολογία ότι ο προσφεύγων δεν θεωρείται, κατά το εθνικό δίκαιο, κατηγορούμενος δεν θεραπεύει την παραβίαση του α. 6§3α σχετικά με την πληροφόρηση στη συντομότερη προθεσμία, για μη προσήκουσα ενημέρωση για χρονικό διάστημα άνω των δέκα ετών όσον αφορά κατηγορίες για τραπεζική απάτη.

● ΕΔΔΑ απόφαση Mattoccia κατά Ιταλίας της 25-07-2000, (αριθμ. προσφ. 23969/1994) παρ. 65

Η πληροφόρηση αυτή μπορεί να γίνεται και αυτεπαγγέλτως.

● ΕΔΔΑ απόφαση Kamasinski κατά Αυστρίας της 19-12-1989, (αριθμ. προσφ. 9783/1982) παρ. 79

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ήταν άμεση και η ενημέρωση που έγινε έντεκα ημέρες μετά τη σύλληψη.

● ΕΔΔΑ απόφαση Kyprianou κατά Κύπρου της 27-01-2004 (αριθμ. προσφ. 73797), παρ. 66

Εδώ, μη έγκαιρη θεωρήθηκε η πληροφόρηση καταδικασθέντος δικηγόρου που έγινε για πρώτη φορά με την ίδια την καταδικαστική απόφαση για ασέβεια στο δικαστήριο.

4 σχόλια:

  1. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
    - ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
    ● Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, 2012, σελ. 31-34
    ● Θεοχάρης Δαλακούρας, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2012, σελ. 38-41, 82-83
    ● Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 2011, σελ. 32-36, 1042-1044
    ● Α. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Βασικές Έννοιες, 2014, σελ. 14-15
    ● Λ. Μαργαρίτης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία, 2006, σελ. 3-49
    ● Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Θεωρία-Πράξη-Νομολογία, 6η έκδοση, 2012, Σελ. 24-27
    ● Ι. Φαρσεδάκης, Χρ. Σατλάνης, Ποινική Δικονομία, Βασικές Έννοιες & Θεμελιώδεις Αρχές, 2014, σελ. 169-206
    Ειδική βιβλιογραφία
    ● Ιωάννης Ανδρουλάκης, «Κριτήρια της δίκαιης ποινικής δίκης», Δίκαιο και Οικονομία – Π.Ν. Σάκκουλας, 2000.
    ● Θεοχάρης Δαλακούρας, «Επανάληψη της διαδικασίας. Συστηματική θεώρηση του κατ' άρθρο 525 ΚΠΔ ένδικου βοηθήματος και των λόγων θεμελίωσής του», Δίκαιο και Οικονομία – Π.Ν. Σάκκουλας, 2007.
    ● Λεωνίδας Κοτσαλής, «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο. Ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ», Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 457 – 461 και 528 – 538.
    ● Αντώνης Μαγγανάς – Λίλα Καρατζά, ««Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αποφάσεις και πρακτική του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου», Νομική Βιβλιοθήκη, 2005, σελ. 117 – 118 και 140 – 144.
    ● Ιπποκράτης Μυλωνάς, «Η ποινική δίκαιη δίκη στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά την τριετία 2002 – 2004», Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 147 – 150, 233 – 249 και 272 - 274
    ● Λίνος – Αλέξανδρος Σισιλιάνος, «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ερμηνεία κατ’ άρθρο», Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 243 – 251 και 267 – 271.
    ● Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, «Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου», επιμέλεια : Ματθίας Στέφανος, Κτιστάκις Γιάννης, Σταυρίτη Λουκία, Στεφανάκη Καλλιόπη, 2006, σελ. 87 – 91.
    ● Donna Gomien, David Harris, Leo Zwaak (πρόλογος – επιμέλεια : Γαβριήλ Αμίτσης, επιμέλεια – μετάφραση στα ελληνικά : Έφη Τσατσαρέλη), «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης : Δίκαιο και Πρακτική», εκδόσεις Παπαζήση, 2001, σελ. 271 – 276 και 306 – 309.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αρθρογραφία
    ● Στέργιος Αλεξιάδης, «Το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ στην εθνική ποινική δίκη», ΕΕΕυρΔ 1997 σελ. 63 – 71.
    ● Στέργιος Αλεξιάδης, «Το δικαίωμα του κατηγορουμένου στο διαδικαστικό χρόνο» σε Στ. Αλεξιάδη «Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ποινική Καταστολή», Σάκκουλας, 1990, σελ. 49 – 57.
    ● Ηλίας Αναγνωστόπουλος, «Η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης», ΠοινΧρ 2004 σελ. 5 επ., επίσης σε Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Πενήντα χρόνια εφαρμογής», 3ο Συνέδριο (3 -4 Οκτωβρίου 2003), Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2004, σελ. 148 – 152
    ● Ηλίας Αναγνωστόπουλος, «Η μεταρρύθμιση της ενδιάμεσης ποινικής διαδικασίας», ΝοΒ 39 σελ. 319 – 328.
    ● Μαρία Γαλανού, «Το δικαίωμα του δικάζεσθαι εντός ευλόγου χρόνου (με αναφορές στη νομολογία του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου)» σε Λ. Κοτσαλή – Γ. Τριανταφύλλου (εκδ. επιμ.) «Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ποινικό Δίκαιο», ΠΟΙΝΙΚΑ 75, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 79 – 153 (116 επ.).
    ● Μαρί Δεργαζαριάν, «ΕΣΔΑ και Δίκαιη Ποινική Δίκη», Αρμ. 2005 σελ. 1917 – 1925.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ● Θ. Καρδίμης, «Kριτική ανάλυση της κατ’ άρθρο 525 παρ. 1 αρ. 5 επανάληψης της ποινικής διαδικασίας συνεπεία απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που να διαπιστώνει παραβίαση ενός συμβατικά κατοχυρωμένου δικαιώματος», ΠοινΔνη 2013, σελ. 445 επ.
    ● Σ. Καρατζά, «Η σημασία της ταχείας και ορθής δίκης και τα κριτήρια του ευλόγου χρόνου αυτής με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - Το ελληνικό συστημικό πρόβλημα», Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου, 2013, σελ. 331 επ.
    ● Κτιστάκις Γιάννης, «Η νομολογία ποινικού ενδιαφέροντος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ιανουάριος – Αύγουστος 1998), Μέρος ΙΙ : Οι δικονομικές εγγυήσεις», ΠοινΔνη 1998 σελ. 933 – 936.
    ● Κτιστάκις Γιάννης, «Οι αποφάσεις ποινικού ενδιαφέροντος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έτους 2000, Μέρος ΙΙ : Οι δικονομικές εγγυήσεις στην ποινική δίκη – Το δικαίωμα σε δίκαιη ποινική δίκη (άρθρο 6 ΕΣΔΑ)», ΠοινΔνη 2001 σελ. 773 – 783.
    ● Ο. Κυριακόπουλου, «Η υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας με βάση τη νεότερη νομολογία του Γερμανικού Ακυρωτικού (BGH 17.1.2008 – GSSt 1/07 – Landgericht Oldenburg)», ΠοινΔικ 11/2008, 1375 επ.
    ● Ιπποκράτης Μυλωνάς, «Η σημασία για την ελληνική ποινική δικονομία της νομολογίας σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατ΄ άρθρο 6 ΕΣΔΑ», 1999, ΠοινΧρ ΜΘ σελ. 789 - 809.
    ● Ιπποκράτης Μυλωνάς, «Η εύλογη διάρκεια μιας ποινικής δίκης», ΝοΒ 46 (1998) σελ. 1579 – 1583.
    ● Αδάμ Παπαδαμάκης, «Η νομολογία του Αρείου Πάγου στο χώρο της Ποινικής Δικονομίας υπό το φως των προβλέψεων της ΕΣΔΑ», ΠοινΔνη 2004 σελ. 582 επ.
    ● Φίλιππος Παπαδόπουλος, «Η παρέλκυση της ποινικής δίκης και η ΕΣΔΑ», Υπερ 1995 σελ. 183 – 197.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ● Ε. Σαλαμούρα, «Το δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης εντός ευλόγου χρόνου και η αποκατάσταση της «τεκμαιρόμενης» βλάβης του διαδίκου», ΝοΒ 2009, 2009 επ.
    ● Ιωάννης Σαρμάς, «Η δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης)» σε Εθνική Σχολή Δικαστών «Η επίδραση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην ερμηνεία και εφαρμογή του ελληνικού δικαίου», Αντ. Ν. Σάκκουλας 2002, σελ. 141 – 157 (ιδίως 151 – 152).
    ● Διονύσιος Σπινέλλης, «Πορίσματα από τη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό», ΠοινΧρ ΜΗ σελ. 5 – 17, επίσης σε Εθνική Σχολή Δικαστών «Η επίδραση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην ερμηνεία και εφαρμογή του ελληνικού δικαίου», Αντ. Ν. Σάκκουλας 2002, σελ. 159 – 200 (ιδίως 183 – 186 και 191 - 192).
    ● Κώστας Χρυσόγονος, «Η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας ύστερα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», ΝοΒ 49 σελ. 1110 επ.
    ● Andrew Grotian (1994), Article 6 of the European Convention on Human Rights – The Right to a Fair Trial, Strasbourg: Council of Europe, σελ. 38
    ● Jackson John, Johnston Jennifer and Shaplard Joanna, Delay, Human Rights and the Need for Statutory Time Limits in Youth Cases, Criminal Law Review 510-524
    Παρατηρήσεις - Σχόλια στη νομολογία
    ● Χρ. Αργυρόπουλος, Σχόλιο στην ΑΠ 1454/1997, ΝοΒ 46 (1998) σελ. 669 επ.
    ● Χρ. Αργυρόπουλος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 495/1997, ΝοΒ 46 (1998) σελ. 105.
    ● Χρ. Αργυρόπουλος, Σχόλιο στην ΑΠ 642/2004, ΝοΒ 2004 σελ. 1797.
    ● Ευ. Καρανίκα, Σχόλιο στην ΑΠ 1454/1997, ΕΕΕυρΔ 1999 σελ. 1004 – 1014.
    ● Θ. Σάμιος, Ενημερωτικό σημείωμα σε ΣυμβΑΠ 113/2014, ΠοινΧρ 2004 σελ. 981 – 983.
    ● Χριστόπουλος, Ενημερωτικό σημείωμα στην ΑΠ 717/2004, ΠοινΧρ 2005 σελ. 252.

    ΑπάντησηΔιαγραφή