Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

«Ο θεσμός του Οικονομικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2§1 του ν. 3943/31-3-2011, που πρόσθεσε στο ν. 2523/1997 το άρθρο 17Α και η αντιμετώπιση των φορολογικών αδικημάτων». [Ελένη Μιχαλοπούλου, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Επίκουρη Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος].

1. Το οικονομικό έγκλημα, χωρίς να συνιστά ένα νέο εγκληματικό φαινόμενο, τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μία ποσοτική... αύξηση και ποιοτική βελτίωση στη δομή και στη λειτουργία του. Διαχέεται προς όλες τις κατευθύνσεις, καταλαμβάνει όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης, μεταμορφώνεται, ενδύεται νομιμοφανείς διαδικασίες και επιβιώνει διαρκώς παραλλασσόμενο. Εκτυλίσσεται αστραπιαία, με στόχο την εξαργύρωση της πολιτικής δύναμης σε χρήμα και την εκμετάλλευσης της πολιτισμικής υπεροχής με οικονομικό αντίκρισμα ∙ γιατί τελικά τα πάντα σήμερα μετρώνται με το χρήμα. Στην καθημερινή πρακτική συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, στο οργανωμένο έγκλημα και στο οικονομικό έγκλημα.
Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση, που κατέστησε αναγκαία την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Νομοθέτης με το άρθρο 2§1 του ν. 3943/2011 εισήγαγε στην ελληνική έννομη τάξη το θεσμό του Οικονομικού Εισαγγελέα.

2. Α. Στο άρθρο 17Α του ν. 2523/1997, αναφέρεται ότι « … Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος ορίζεται με τον αναπληρωτή του, εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό αντεισαγγελέα εφετών… και συνεπικουρείται από τρεις, τουλάχιστον, εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών … Το έργο των αρμοδίων για τα οικονομικά εγκλήματα εισαγγελέων εποπτεύει και συντονίζει Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου…».
Β. Η τοπική αρμοδιότητά του επεκτείνεται σε όλη την Επικράτεια. Στα καθήκοντά του ανήκει η εποπτεία , η καθοδήγηση και ο συντονισμός των ενεργειών των γενικών προανακριτικών υπαλλήλων (άρθρο 33 § 1 α’ του Κ.Π.Δ.) και των ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, του Σ.Δ.Ο.Ε., των Τελωνείων, της Ε.Λ.Υ.Τ. και των φοροελεγκτικών υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, για τη διερεύνηση της τέλεσης ή μη των φορολογικών και οικονομικών αδικημάτων, κατά τη διενέργεια τόσο της προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, όσο και σε διοικητικό επίπεδο. Σημειώνουμε ότι το επιστημονικό προσωπικό της υπηρεσίας του, από το Νοέμβριο του 2013 διαθέτει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ανακριτικών υπαλλήλων.
Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος ενημερώνεται για όλες τις καταγγελίες και τις πληροφορίες που περιέχονται στις υπηρεσίες, που εποπτεύει και μπορεί να παραγγέλλει προς αυτές τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης. Η δικογραφία που σχηματίζεται διαβιβάζεται στους κατά τόπο αρμόδιους για την ποινική δίωξη εισαγγελείς πρωτοδικών, με την παραγγελία άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης.
Έχει πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο ή αρχείο προσωπικών δεδομένων, μη υποκείμενος στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου είδους απορρήτου. Η άρση του τραπεζικού απορρήτου λαμβάνει χώρα μόνο με Διάταξη των Εισαγγελικών Λειτουργών, χωρίς να χρειάζεται εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Από τη σύσταση του θεσμού, στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ανήκαν κάθε είδους φορολογικά και οικονομικά εγκλήματα και οποιαδήποτε άλλα συναφή, εφόσον διαπράττονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή που βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Μετά την ισχύ του Ν.4022/2011, όπως ισχύει σήμερα, αφαιρέθηκαν από την αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος: τα κακουργήματα αρμοδιότητας του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων των υπουργών, υφυπουργών, βουλευτών, των δημοσίων λειτουργών και των υπαλλήλων κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263Α του Ποινικού Κώδικα και τα κακουργήματα ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος αρμοδιότητας του τριμελούς εφετείου, που χαρακτηρίζονται ως τέτοια με πράξη του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ανήκουν πλέον στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Διαφθοράς. Πλην όμως με το άρθρο 8 §1.δ. του Ν.4205/2013, για τις εκκρεμούσες δικογραφίες μπορεί ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, ο ίδιος, να ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση.



3. Στην ελληνική έννομη τάξη υπάρχουν εγκλήματα, που έχουν οικονομική σημασία, όπως τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας. Ήδη όμως από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 ο όρος «οικονομικό» έγκλημα αναφέρεται σε κάτι διαφορετικό:
Το φάσμα του «οικονομικού» εγκλήματος δεν εξαντλείται σε μία λίστα συγκεκριμένων αδικημάτων. Ως οικονομικό έγκλημα τυποποιείται η αξιόποινη πράξη, που τελείται με εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του οικονομικού συστήματος, προσβάλλοντας την καλή λειτουργία της οικονομίας ή λειτουργικά σημαντικών κλάδων της • που αποσκοπεί στην επαύξηση της περιουσίας του δράστη ή άλλου και κατά κανόνα βλάπτει την περιουσία του Δημοσίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων ή πιστωτών τους ή του καταναλωτικού κοινού. Συνίσταται: α) σε υλική βλάβη μεγάλης έκτασης της καλής λειτουργίας της οικονομίας και β) σε ηθική, με την έννοια της διασάλευσης της εμπιστοσύνης των κοινωνών προς την ομαλή λειτουργία των οικονομικών θεσμών. Η δράση του υπαιτίου δεν είναι πάντα ευθέως αντίθετη στο νόμο, αλλά πολλές φορές λειτουργεί μεθοδευμένα καταστρατηγώντας τις νόμιμες διαδικασίες επιδιώκοντας δραστηριότητες με αθέμιτα αποτελέσματα.

4. Τα φορολογικά αδικήματα συνιστούν «οικονομικό» έγκλημα. Παράλληλα με τη διοικητική διαδικασία, λειτουργεί και η ποινική διαδικασία τιμώρησης των παραβατών των ποινικών φορολογικών διατάξεων. Η τέλεσή τους έχει ως συνέπεια την έλλειψη πόρων του κράτους, περιορίζοντας έτσι την κοινωνική πολιτική του και στερώντας στους οικονομικά ασθενέστερους τη δυνατότητα της ελάχιστης αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η φοροδιαφυγή, όμως, αποτελεί σύμπτωμα και άλλων οικονομικών εγκλημάτων.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις απιστίας, που λαμβάνει χώρα με την έκδοση εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων, κυρίως παροχής υπηρεσιών, οι οποίες βέβαια δεν είναι εύκολο να διαπιστωθούν σε μεταγενέστερο έλεγχο των φορολογικών αρχών.
Από την άρση του τραπεζικού απορρήτου κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων, συχνά παρατηρούμε τακτικές καταβολές χρηματικών ποσών, που δεν αιτιολογούνται. Ενώ πιθανολογείται ότι πρόκειται για προϊόν παθητικής δωροδοκίας, πολλές φορές δεν καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ειδική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 235Π.Κ.. Σε κάθε περίπτωση τα παρανόμως αποκτηθέντα χρήματα συνιστούν αποκρυβέν εισόδημα, προερχόμενο από οποιαδήποτε πηγή, και όχι μόνο φορολογείται, αλλά διώκεται και ποινικά.
Στο ν. 3691/2008 «περί Πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες», ως βασικά εγκλήματα ορίζονται, και όλα τα φορολογικά αδικήματα, με τις εξαιρέσεις που ορίζει ο νόμος και η λαθρεμπορία. Η φοροδιαφυγή, λοιπόν, συνιστά σοβαρή ένδειξη και για το αδίκημα του «ξεπλύματος βρώμικου χρήματος».
Η φοροδιαφυγή συνδέεται άμεσα και με τα αδικήματα που προβλέπονται στο ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών κ.λ.π.», καθ’ όσον η μη δήλωση ή η ανακριβής δήλωση τραπεζικών λογαριασμών ή εισοδημάτων, υποκρύπτει πολλές φορές μη δηλωθέν ή αποκρυβέν εισόδημα ανεξαρτήτως της προέλευσής του, και εμπίπτει και στη ειδική υπόσταση του άρθρου 17 του ν. 2523/1997.
Τέλος, η διερεύνηση όλων σχεδόν των οικονομικών αδικημάτων είτε σε ποινικό είτε σε διοικητικό επίπεδο από τις οικονομικές ελεγκτικές υπηρεσίες ξεκινά από το φορολογικό έλεγχο των υπόπτων ή σε κάθε περίπτωση περιλαμβάνει και τον φορολογικό έλεγχό τους. Για παράδειγμα η Ε.Δ.Ε.Υ.Α. σε κάθε έλεγχό της, προβαίνει ως πρώτη προανακριτική της ενέργεια σε έλεγχο «πόθεν έσχες» τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας. Τα στοιχεία της έρευνάς της συνήθως επιβεβαιώνουν σε αρχικό στάδιο ή διαψεύδουν τις υπόνοιες τέλεσης των διερευνώμενων αδικημάτων.

5. Μερικές παρατηρήσεις σε επίκαιρα ζητήματα από την καθημερινή πρακτική στο Γραφείο του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
α) Η ποινική δίωξη για τα φορολογικά αδικήματα ασκείται αυτεπάγγελτα μετά από μηνυτήρια αναφορά ή αίτηση ποινική δίωξης των αναφερόμενων στο άρθρο 21 §2 του ν. 2523/1997 και 25§1 ν. του 1882/1990 διοικητικών οργάνων (σ’ αυτά δεν περιλαμβάνεται η Οικονομική Αστυνομία). Η μηνυτήρια αναφορά ή η αίτηση αποτελεί αναγκαίο εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, η έλλειψη του οποίου καθιστά την πράξη ατιμώρητη. Τούτο έχει ως δικονομική συνέπεια την αδυναμία του Εισαγγελέα να κινήσει την ποινική δίωξη, ενώ στην περίπτωση που έχει ασκηθεί τέτοια δίωξη, τυγχάνει απαράδεκτη.
Στον ιδρυτικό νόμο της Οικονομικής Αστυνομίας (ΠΔ 9/2011) δεν γίνεται μνεία περί αρμοδιότητας για την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς ή αίτησης ποινικής δίωξης. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα στερούσε από το Δημόσιο τη δυνατότητα της διοικητικής δίωξης και είσπραξης των χρεών, αλλά και από τον διοικούμενο τις ευεργετικές διατάξεις του διοικητικού συμβιβασμού και της ρύθμισης των οφειλών του. Παρατηρείται ότι τα αστυνομικά όργανα διαπιστώνοντας παραβάσεις φορολογικών διατάξεων και εφαρμόζοντας την αυτόφωρη διαδικασία, υποβάλουν άμεσα τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, προσάγοντας ενώπιον του τους δράστες. Έτσι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος των δραστών και έχουν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη, χωρίς να υπάρχει προηγούμενη μηνυτήρια αναφορά ή αίτηση ποινικής δίωξης των ειδικώς και περιοριστικώς αναφερομένων στο νόμο οργάνων.
Θα πρέπει, λοιπόν, είτε να λάβει χώρα νομοθετική ρύθμιση που να επιλύει το συγκεκριμένο ζήτημα, είτε η αστυνομική αρχή αμέσως με τη σύλληψη του δράστη να υποβάλει τη δικογραφία προς τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ,προκειμένου άμεσα να συντάσσεται η μηνυτήρια αναφορά ή η αίτηση ποινικής δίωξης και στη συνέχεια να υποβάλλεται η δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα.
Σήμερα, ως έχουν τα πράγματα, σε περίπτωση που η ποινική δίωξη κριθεί απαράδεκτη για το λόγο αυτό, δεν κωλύεται η εκ νέου άσκησή της, όταν αρθεί η όποια παρατυπία ή έλλειψη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 58 Κ.Π.Δ.
β) Με τις αλλαγές που έφερε στα φορολογικά αδικήματα ο ν. 3943/2011 καθιστώντας τα διαρκή εγκλήματα, σε συνδυασμό και με την άμεση υποβολή των μηνυτήριων αναφορών και των αιτήσεων ποινικής δίωξης προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, το μεγαλύτερο ποσοστό των φορολογικών υποθέσεων που υποβάλλονται σήμερα στις Εισαγγελίες της χώρας είναι αυτόφωρα αδικήματα.
Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις της θεωρίας σχετικά με το χαρακτηρισμό των φορολογικών αδικημάτων ως διαρκών εγκλημάτων - ζήτημα που τελικά θα κριθεί από το φυσικό δικαστή – η τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας δεν δημιουργεί ζητήματα αντι-συνταγματικότητας, καθ’ όσον πρόκειται για δικονομικής φύσης διάταξη.
Και εξηγούμαι: Το άρθρο 6§1 του Συντ. καθορίζει μόνο τα άκρα όρια περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας. Ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως αυτόφωρης ή μη δεν προσδιορίζεται από το συνταγματικό νομοθέτη. Ήδη στην §2 του άρθρου 242 ΚΠΔ τα όρια του γνησίου αυτοφώρου επεκτάθηκαν, και σε εκείνη την πράξη που τελέσθηκε πρόσφατα, ορίζοντας την έννοια του «προσφάτου» με το πέρας ολόκληρης της επόμενη ημέρας από την τέλεση της πράξης, ώστε να καθίσταται εφικτή η σύλληψη του δράστη. Ο Νομοθέτης, κρίνοντας ότι συντρέχουν σοβαροί δικαιοπολιτικοί λόγοι, δύναται να ορίζει ειδικές περιπτώσεις αυτοφώρων αδικημάτων, όπως τα δια του τύπου τελούμενα εγκλήματα και το αδίκημα της §1 του άρθρου μόνο του α.ν. 650/1945.
Από τα στατιστικά στοιχεία του Γραφείου του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προκύπτει ότι για το έτος 2013 επί συνόλου 4.712 παραγγελιών μας για την τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας ανακλήθηκε η παραγγελία μας σε 779 περιπτώσεις εκ των οποίων οι 520, λόγω ρύθμισης ή εξόφλησης. Παρατηρείται ένας μεγάλος αριθμός οφειλετών (104 περιπτώσεις) να έχει αποχωρήσει για το εξωτερικό, ενώ οι οικείοι τους είτε δεν γνωρίζουν είτε αποφεύγουν να δηλώνουν τη διεύθυνσή τους εκεί. Όσοι γνωρίζουν τη δικαστηριακή πρακτική κατανοούν τα ζητήματα που θα προκύψουν κατά την εκδίκαση των υποθέσεων. Μέσω της τήρησης της αυτόφωρης διαδικασίας και της άμεσης εποπτείας μας προς τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες, μπορούμε ευπροσώπως να υποστηρίξουμε, ότι σε όλη την επικράτεια σήμερα διώκεται η τρέχουσα φοροδιαφυγή.
γ) Στην §2 του άρθρου 24 ν. 2523/1997
ορίζεται ότι «…στις περιπτώσεις του συνολικού για κάθε φορολογία διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού ή της με άλλο τρόπο ολικής διοικητικής περαίωσης της διαφοράς δεν εφαρμόζονται οι ποινικές διατάξεις του παρόντος…». Στην πράξη έχουν διαμορφωθεί δύο τάσεις: Εκείνη που υποστηρίζει ότι, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο επερχόμενος διοικητικός συμβιβασμός δεν εξαλείφει το αξιόποινο.
Και η άποψη, που θεωρεί ότι ο φορολογικός συμβιβασμός είναι ιδιόμορφος αντικειμενικός λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου, λειτουργεί σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και οδηγεί στην απαλλαγή του υπαιτίου. Σε περίπτωση δε μη καταβολής των δόσεων που έχουν ορισθεί, μπορεί να υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 25 ν. 1882/1990. Η τελευταία, χωρίς να συνιστά πάγια νομολογία, είναι η επικρατούσα σήμερα. Τη διάταξη αυτή διέπει αμφισημία και απόκειται και πάλι στο φυσικό δικαστή να δώσει λύση στο ζήτημα.

6. 11 έως 13 Δεκεμβρίου 2013 έλαβε χώρα σεμινάριο με τίτλο «Εμβάθυνση σε περιπτώσεις ξεπλύματος βρώμικου χρήματος». Οι ολλανδοί εισηγητές, μία εκ των οποίων ήταν εισαγγελική λειτουργός στο Γραφείο του Εισαγγελέα κατά της Απάτης, παρουσίασαν την πρακτική της χώρας τους. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενσωματώνοντας στα δίκαιά τους την σχετική οδηγία (2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), έχουν σχεδόν όμοιες διατάξεις σχετικά με την αντιμετώπιση της «νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες». Η καινοτομία της Ολλανδίας συνίσταται στην εφαρμογή τους. Η Ολλανδική Εισαγγελία ακολουθεί τη διεθνή πρακτική καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος, που δεν εστιάζει πλέον στη διαλεύκανση εγκλημάτων, αλλά στην αποτροπή των εγκληματιών με την κατάσχεση των προϊόντων του εγκλήματος. Χρησιμοποιεί τους διεθνείς δείκτες της FATF και του ΟΟΣΑ, όχι μόνο ως ενδείξεις του «ξεπλύματος βρώμικου χρήματος», αλλά και ως αποδεικτικά στοιχεία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Για παράδειγμα: Εμφανίζεται ένα άτομο, το οποίο είναι γνωστό στις αρχές για την δράση του στο χώρο των ναρκωτικών, με μηδενικό ή χαμηλό εισόδημα, να κατέχει ή να χρησιμοποιεί ένα πολύ ακριβό αυτοκίνητο ή ένα σκάφος. Τα στοιχεία αυτά με βάση τους δείκτες είναι ενδείξεις «ξεπλύματος βρώμικου χρήματος». Κατά την προκαταρκτική εξέταση καλούμενος σε εξηγήσεις, εάν δεν δικαιολογήσει την κατοχή του αυτοκινήτου ή του σκάφους ή η αιτιολογία που δίδεται δεν είναι πειστική με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τότε τα χρήματα θεωρούνται αυτομάτως προϊόν παράνομης δραστηριότητας και η εισαγγελία – πέραν της κατάσχεσης που επιβάλει – εισάγει την υπόθεση στο Δικαστήριο με την κατηγορία του «ξεπλύματος», χωρίς να χρειάζεται να κάνει χρήση του βασικού εγκλήματος. Η νομολογία των ολλανδικών δικαστηρίων μετά από μία δεκαετία λειτουργίας του νομικού πλαισίου για το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», αποδέχεται ως αποδεικτικό στοιχείο τους διεθνείς δείκτες της FATF και του ΟΟΣΑ.
Ειδικότερα στην περίπτωση που προκύψει μη δηλωθέν ή αποκρυβέν εισόδημα, η ολλανδική εισαγγελία λειτουργεί ως εξής:
α) Σε περίπτωση που το εισόδημα προέρχεται από νόμιμη δραστηριότητα, αλλά δεν έχει φορολογηθεί, η καταβολή του επιβληθέντος φόρου, οδηγεί σε απαλλαγή του δράστη και για τη φορολογική παράβαση και για το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος».
β) Σε περίπτωση που το εισόδημα δεν αποδειχθεί ότι προέρχεται από νόμιμη δραστηριότητα, η καταβολή από το δράστη του επιβληθέντος φόρου, ακόμη και αν οδηγεί σε απαλλαγή από το φορολογικό αδίκημα, δεν τον απαλλάσσει για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.
Στην χώρα μας η εφαρμογή του ν. 3691/2008, όταν το βασικό έγκλημα συνίσταται σε φορολογικά αδικήματα, αντιμετωπίζει πολλά και ιδιαίτερης νομικής φύσης ζητήματα, τα οποία καλείται σήμερα να επιλύσει η νομολογία των ποινικών δικαστηρίων.

7. Σε μια εποχή που το οικονομικό έγκλημα βρίσκεται στο επίκεντρο της «βιοπολιτικής», το ποινικό δίκαιο, αλλά κυρίως οι εφαρμοστές του, καλούνται για άλλη μια φορά να φέρουν σε πέρας, όσα δεν κατέστη δυνατόν να γίνουν μέσω της διοικητικής οδού. Η δράση του ποινικού δικαίου λειτουργεί τόσο σε επίπεδο ειδικής πρόληψης, όσο και σε επίπεδο γενικής πρόληψης• και είναι κυρίως η τελευταία που μας ενδιαφέρει, γιατί το οικονομικό έγκλημα με όποια μορφή και αν παρουσιάζεται, δεν είναι ζήτημα ατομικό, γιατί «οξειδώνει» τους ιστούς της κοινωνίας και διαφθείρει τις συνειδήσεις. Στη σκέψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη η διαφθορά σήμαινε έκπτωση και αποσύνθεση της πόλης, ποιοτική υποβάθμιση ηθική και λειτουργική, που οδηγεί στην αλλοίωση του είδους.

(Ενωση Ελλήνων Νομικών e- Θέμις ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ 17 και 18/01/2014 , με θέμα: "Επίκαιρα ζητήματα Φορολογικού Δικαίου")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου