Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

ΤρΕφΑθ 4842/2025 : Ειδική ευθύνη της τράπεζας. «Eπενδυτικό προϊόν – παγίδα». Παραβίαση υποχρεώσεων πρόνοιας και ασφάλειας - καλή πίστη - κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Κατάφαση αδικοπραξίας.

 



Ειδική ευθύνη της τράπεζας αν δεν εφιστά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ανεξάρτητα από αν συμπεριλήφθηκε ρητά συμβατικός όρος περί ευθύνης της, ή αν εγγυήθηκε ή όχι ένα επωφελές αποτέλεσμα – στοιχεία που δεν επιδρούν νομικώς στην ίδρυση της ευθύνης της. Παράλειψη διαφώτισης σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών για τη φύση και την λειτουργία ομολόγου, που δεν συμβάδιζε με το μετριοπαθές επενδυτικό προφίλ του πελάτη της. Παρά την εμπιστοσύνη που επέδειξε ο πελάτης της τράπεζας ως καταναλωτής, η τελευταία παραβίασε τις υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που όφειλε κατά τον νόμο και την καλή πίστη ή τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής της, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες. Κατάφαση αδικοπραξίας.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 

14ο ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

Αριθμός απόφασης 4842/2025

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεωργία Λαμπροπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Ελευθερία Κώνστα, Εφέτη, και Αλεξάνδρα Κ Μητσοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια, τις οποίες όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ερασμία Κανατά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 6η Μαρτίου 2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος ενάγοντος: ………. του ......., κατοίκου ……. (επί της οδού .........) με ΑΦΜ ........, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου` του ΔΑ, με AM ......0 ΔΣΑ, ο οποίος κατέθεσε κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ την από 5-3-2024 δήλωση.

Της εφεσιβλήτου εναγομένης: Της ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ .......» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός .......), με ΑΦΜ ........ Δ.Ό.Υ. Φ.Α.Ε. ...... όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα ........» με ΑΦΜ ......., λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16Ν 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του Ν 4601/2019-Ανακοινώσεις για καταχώριση στο ΓΕΜΗ με αριθμό ..... και ...../20-3-2020), η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΙΜ με AM ./.... ΔΣΑ ο οποίος κατέθεσε κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ την από 5-3-2024 δήλωση.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15-7-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ......./17-7-2013 αγωγή του, με την οποία αιτείτο τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών επιλαμβανόμενο επί της αγωγής αυτής εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 4734/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία έκρινε εαυτό καθ ύλην αναρμόδιο παραπέμποντας κατ` άρθρο 46 ΚΠολΔ προς εκδίκαση την υπόθεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στο οποίο επαναφέρθηκε η υπόθεση με την από 8-10-2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ....../9-10-2018 κλήση του ενάγοντος-καλούντος, αφού δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 1419/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 9-5-2024 έφεσή του που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό εκθέσεως καταθέσεως και προσδιορισμού ......./10-5-2024 και για την οποία ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και, αφού εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, συζητήθηκε

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο εκκαλών και η εφεσίβλητη που παραστάθηκαν κατά τα ανωτέρω ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ι. Επί της εφέσεως

Η κρινόμενη από 9-5-2024 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως και προσδιορισμού ……./10-5-2024 έφεση του πρωτοδίκως εν όλω ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αριθμόν 1419/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο εφαρμόζοντας την τακτική διαδικασία δίκασε, κατόπιν παραπομπής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμόν 4734/2018 οριστική παραπεμπτική απόφασή του την από 15-7-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013 αγωγή, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/2011 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 72 παρ. 13 του ιδίου νόμου), έχει, δε, ασκηθεί νομοτύπως, με την κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 9-5-2024 (άρθρ. 495 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ….../9-5-2024 έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και είναι εμπρόθεσμη, διότι κατατέθηκε την 9η-5-2024, ημέρα Πέμπτη (βλ. την προαναφερόμενη πράξη καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών), ήτοι εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εκκίνησε από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ήδη ισχύει, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015, 144, 145 ΚΠολΔ), που έλαβε χώρα στις 25-5-2022 ημέρα Τετάρτη ήτοι εκκίνησε την 26η-5-2022, ημέρα Πέμπτη και θα έληγε την αντίστοιχη ημεροχρονολογία μετά πάροδο 2 ετών (144 παρ. 1, 145 παρ. 2 ΚΠολΔ) ήτοι την 26η-5-2024, η οποία όμως ήταν Κυριακή δηλαδή ημέρα εξαιρετέα (άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ) και επομένως θα έληγε την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα της 27ης-5-2024. Κατόπιν τούτου η κατάθεση του εφετηρίου στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 9η-5-2024 ως προελέχθη καθιστά αυτήν (έφεση) εμπρόθεσμη. Μετά ταύτα δέον όπως γίνει τυπικά δεκτή προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια παραπάνω τακτική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού σημειωθεί ότι: α) για το παραδεκτό της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο παράβολο κατά το άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, ποσού 150 ευρώ (όπως η παρ. 3 προστέθηκε με το ισχύον από την 2-4-2012, άρθρο 12 του Ν. 4055/2012, αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν 4139/2013, και ακολούθως με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015, όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε και πάλι από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν 4446/2016, - βλ έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου όπου γίνεται αναφορά στο υπ’ αριθμόν …... e παράβολο, το οποίο και προσκομίζεται σε συνδυασμό με την από 9-5-2024 απόδειξη καταβολής του της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ...….», β) για το παραδεκτό της κατάθεσης ενδίκου μέσου και της παράστασης των διαδίκων στο ακροατήριο προσκομίζεται το υπ’ αριθμόν Ε 26921 1 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΑΣ Αθηνών (για την κατάθεση) και το υπ’ αριθμόν Π ….. (για την παράσταση) γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣ Αθηνών για τον εκκαλούντα και το υπ’ αριθμόν Π ….. (για την παράσταση) γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣ Αθηνών για την εφεσίβλητη κατ’ άρθρο 61 παρ. 4, 69 παρ. 1, Ν. 4194/2013 Κώδικα περί Δικηγόρων.

 

II. Επί της αγωγής

Με την υπό κρίση από 15-7-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../2013 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε τα ακόλουθα: ’Ότι τυγχάνει πελάτης της εναγομένης τράπεζας επί σειρά ετών διατηρώντας προθεσμιακή κατάθεση, την οποία ανανέωνε κάθε 3 έως 6 μήνες. Ότι τον Ιανουάριο του έτους 2007 υπάλληλος του τμήματος «Private Banking» της εναγομένης στην Πάτρα επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του προτείνοντας του να τοποθετήσει ένα μεγάλο μέρος της προθεσμιακής του κατάθεσης που ήδη διατηρούσε σε τραπεζικό λογαριασμό στην εναγόμενη σε ομόλογο της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου. Ότι ειδικότερα ο υπάλληλος της εναγομένης ……. την 11η-1-2007 σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του (με τον ενάγοντα) του πρότεινε να επενδύσει τα χρήματά του στην αγορά ενός ομολόγου «ιδιαίτερα προνομιακού». Ότι το ομόλογο αυτό ήταν εκδόσεως της τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «....….» με ημερομηνία εκδόσεως την 26η-5-2006 και με ημερομηνία λήξεως την 26η-5-2016 (δεκαετούς δηλαδή διάρκειας) με κωδικό ISIN XSO255675794, ονομαστικής αξίας 200.000 ευρώ και τιμή αγοράς του ίση με 201.513.,33 ευρώ. Ότι το ως άνω τίμημα του αγοράς του ένδικου ομολόγου θα γινόταν με απευθείας χρέωση του με αριθμό ……... τραπεζικού λογαριασμού του ενάγοντος που τηρείτο στην εναγόμενη κατόπιν εντολής του. Ότι το ομόλογο αυτό κατά τις διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της εναγομένης θα επέφερε τοκομερίδιο που θα υπολογιζόταν επί του δείκτη Euribor τριμήνου συν 1,75 % ήτοι ποσοστό 4,5% ετησίως αποδίδοντας δηλαδή κατ’ ελάχιστο ετήσιο όριο περί τα 9.000 ευρώ ετησίως. Ότι ο ενάγων παραπεισθείς από τις παραπλανητικές και φορτικές προτροπές των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης τράπεζας αποφάσισε τελικώς να προβεί στην αγορά του ως άνω ομολόγου, θεωρώντας ότι πρόκειται για εξασφαλισμένη επένδυση καταβάλλοντας σε χρέωση του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού του ως τίμημα το ποσό των 201.513,33 ευρώ. `Ότι η πραγματική βούληση του ενάγοντος ήταν να επενδύει τα χρήματά του που προέρχονταν από τις αποταμιεύσεις του σε ασφαλή επενδυτικά προϊόντα με μηδενικό ρίσκο και με επιτόκιο μεγαλύτερο των προθεσμιακών καταθέσεων που ήδη διατηρούσε στην εναγόμενη. Ότι στερούμενος τραπεζικών γνώσεων και παρασυρόμενος από την εμπιστοσύνη που επέδειξε στην εναγόμενη τραπεζική εταιρεία δέχθηκε να αγοράσει το ένδικο ομόλογο. Ότι το έτος 2011 (τρία έτη μετά την αγορά του ομολόγου) επικοινώνησε με την εναγόμενη τράπεζα επιθυμώντας να διαθέσει το ομόλογο αυτό, η δε εναγόμενη τον ενημέρωσε ότι η εκδότρια τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «.......» θα αγόραζε το ομόλογο στην μισή όμως τιμή των 100.000 ευρώ, αν και ήταν διπλάσιας ονομαστικής αξίας εκ 200.000 ευρώ όταν το απέκτησε ο ενάγων. Ότι το ομόλογο αυτό του παρουσιάστηκε ως άκρως δελεαστικό επενδυτικό προϊόν ως αποφέρον τραπεζικές αποδόσεις καλύτερες από αυτές μιας προθεσμιακής κατάθεσης. Ότι πριν την αγορά του ομολόγου η εναγόμενη τράπεζα ως όφειλε δεν τον ενημέρωσε για το ρίσκο που ενείχε η αγορά του (σημειούται ότι στην αγωγή δεν γίνεται κανένας λόγος για τα χαρακτηριστικά του ομολόγου αυτού) εξαπατώντας τον ενάγοντα να προβεί τελικώς σε αυτή (αγορά). Ότι η εναγόμενη τράπεζα κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών παρέβη τις γενικές υποχρεώσεις πρόνοιας που επιβάλλονται από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αφού παρέλειψε, αν και είχε νόμιμη προς τούτο υποχρέωση από τις ανωτέρω διατάξεις να τον διαφωτίσει για τη φύση και τον επενδυτικό χαρακτήρα του ομολόγου αυτού, (χωρίς πάντως να εξειδικεύεται στην αγωγή αν το συγκεκριμένο ομόλογο συνιστά σύνθετο και πολύπλοκο χρηματοπιστωτικό μέσο), ενώ επίσης τον διαβεβαίωνε ψευδώς ότι το χαρτοφυλάκιο του δεν έχει υποστεί ζημία, και είναι ευχερώς ρευστοποιήσιμο στον οικείο κύκλο επενδυτικών συναλλαγών και ότι το ένδικο ομόλογο ενέχει μηδενικό ρίσκο με εγγυημένη απόδοση κεφαλαίου 100% . "Ότι σε γενικές γραμμές η εναγόμενη ενεργώντας δια των προστηθέντων υπαλλήλων της προς βλάβη των περιουσιακών συμφερόντων του, παρέλειψε να τον ενημερώσει αλλά και να παρέχει στον εντολέα της ενάγοντα κάθε πληροφορία για τον επενδυτικό κίνδυνο που αναλάμβανε αγοράζοντας το ομόλογο αυτό παρά το ότι είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αλλά και από τα άρθρα 718, 719 ΑΚ ως εντολοδόχος από την σύμβαση εντολής που τους συνέδεε (σελ. 1 έως 12 της αγωγής). Ότι η ως άνω συμπεριφορά των οργάνων της τράπεζας, πέραν από παράνομη (αντιτιθέμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις) είναι και υπαίτια, αφού οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης τράπεζας επέδειξαν βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους αγνοώντας τις εντολές και του βούληση του ενάγοντος που επιθυμούσε να επενδύσει σε συντηρητικά προϊόντα αντίστοιχα προς το επίσης συντηρητικό επενδυτικό του προφίλ Ότι εξαιτίας της ως άνω της αντισυμβατικής και εν ταυτώ αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, η οποία δεν τον ενημέρωσε, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, κατά τον χρόνο της αγοράς του προαναφερόμενου ομολόγου, αλλά ούτε και αργότερα για την φύση αυτού, ο ίδιος υπέστη περιουσιακή ζημία, ισόποση με την απομείωση της αξίας του αυτού (ομολόγου) που κατέστη εν τέλει μηδενική, της ζημίας του ανερχόμενης μετά ταύτα στο ποσό των 201.513,33 ευρώ (όση και η αρχική αγοραστική του αξία η οποία εν τέλει εξανεμίστηκε). Ότι πέραν τούτου η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των 13.500 ευρώ που αντιστοιχεί στους εγγυημένους τόκους που σε κάθε περίπτωση θα απέφερε το ως άνω ομόλογο αναλυόμενο σε ποσό 4.500 ευρώ που θα πιστωνόταν την 26η-11-2012, σε 4.500 ευρώ που θα πιστωνόταν την 26η-2-2013, σε 4.500 ευρώ που θα πιστωνόταν την 26-5-2013 στον τραπεζικό του λογαριασμό, ο οποίος τηρείτο στην εναγόμενη. Ότι πλέον τούτων σε κάθε περίπτωση ο ενάγων τυγχάνει καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν 2251/1994 (που ίσχυε κατά το επίδικο χρόνο) ως τελικός αποδέκτης προϊόντων, και υπηρεσιών της εναγομένης τράπεζας (σελ. 12 και 13 της αγωγής), ιδιότητα που του απονέμει την προστασία των άρθρων 8 και 9του ιδίου Ν 2251/1994. Ότι η ζημία του τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την συμπεριφορά της εναγομένης. Ότι τέλος η ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης του προκάλεσε ηθική βλάβη, μη δυνάμενη να αποκατασταθεί άλλως, δικαιουμένου μετά ταύτα εύλογης χρηματικής ικανοποίησης ύψους 20.151,33 ευρώ (ήτοι 201.513,33 ευρώ η περιουσιακή του ζημία X 10%-σελ. 14 της αγωγής). Υπό το ως άνω εν συνάψει προπαρατεθέν ιστορικό και υπό την επίκληση των προαναφερομένων διατάξεων ο ενάγων αιτείτο, μετά από επιτρεπτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος αγωγής σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 223, 294 εδ. α`, 295 παρ.1 και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 235.120,66 ευρώ αναλυόμενο ως ακολούθως :