Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

ΜονΕφΘεσ 1289/2025: "Αδικοπρακτική ευθύνη μελών ΔΣ ανώνυμης εταιρίας για υπαίτια παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές"

 



Αριθμός Απόφασης 1289/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σουλτάνα Κρυστάλλη, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου και τη Γραμματέα Αναστασία Τσερτσόγλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 16.05.2025, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση, μεταξύ των:

......

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της με στοιχείο (α) έφεσης-εφεσίβλητη της με στοιχείο (β) έφεσης κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας την από 29.06.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020 αγωγή της κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων-εκκαλούντων. Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 52/2022 οριστική του απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία, αφού απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, δέχθηκε τη σωρευόμενη επικουρική αυτής βάση.

Την απόφαση αυτή του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσβάλλουν ήδη η εν μέρει ηττηθείσα πρωτοδίκως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 16.02.2024 και με στοιχείο (α) έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2024, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././2024 ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης και πράξη ορισμού δικασίμου, αρχική δικάσιμος η 20.09.2024 και μετά από αναβολή η παραπάνω αναφερόμενη και ενεγράφη στο πινάκιο, οι δε εν μέρει ηττηθέντες πρωτοδίκως εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 19.02.2024 και με στοιχείο (β) έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2024, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././2024 ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης και πράξη ορισμού δικασίμου, αρχική δικάσιμος η 20.09.2024 και μετά από αναβολή η παραπάνω αναφερόμενη και ενεγράφη στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν, από το οικείο πινάκιο, στη σειρά τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με σχετικές μονομερείς δηλώσεις τους, του άρθρου 242§2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της με στοιχείο (α) έφεσης-εφεσίβλητη της με στοιχείο (β) έφεσης, με την από 29.06.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, που απηύθυνε σε βάρος των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων-εφεσίβλητων, εξέθετε ότι η πρώτη εναγόμενη τυγχάνει ανώνυμη εταιρία και οι λοιποί των εναγομένων μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης. Ότι περαιτέρω τόσο αυτή (ενάγουσα) όσο και η πρώτη εναγόμενη δραστηριοποιούνται στον τομέα κονσερβοποίησης φρούτων, μία δε εκ των δραστηριοτήτων της τελευταίας είναι η παρασκευή του τελικού προϊόντος της κονσέρβας, κατόπιν προμήθειας των πρώτων υλών (μεταλλικά δοχεία, φρούτα, κ.λπ.), από τρίτες εταιρίες, βασικότερη εκ των οποίων είναι η ίδια (ενάγουσα). Ότι στα πλαίσια της παραπάνω εμπορικής τους συνεργασίας στη Σκύδρα τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2017 η πρώτη εναγόμενη πώλησε στην ίδια (ενάγουσα) έτοιμα προϊόντα (κονσέρβες με ροδάκινο), συνολικής αξίας 217.531,40 €, με συμφωνία παρακαταθήκης αυτών στις αποθήκες της ως θεματοφύλακας, και την αποστολή τους στην ίδια (ενάγουσα), όποτε της ζητηθεί και ότι το τίμημα από την αγορά των ως άνω εμπορευμάτων καταβλήθηκε από την ίδια (ενάγουσα), με την εξόφληση μέρους του υπολοίπου της πρώτης εναγόμενης από την αγορά των πρώτων υλών που είχε προηγηθεί.

Ότι η πρώτη εναγόμενη της παρέδωσε μέρος των ποσότητας των πωληθέντων τεμαχίων, αρνούμενη, παρά τις αλλεπάλληλες οχλήσεις της, να της παραδώσει την υπόλοιπη ποσότητα 254.448 τεμαχίων. Ότι για τον λόγο αυτόν αυτή (ενάγουσα) την 21.11.2018 επέδωσε στην πρώτη εναγόμενη την από 15.11.2018 εξώδικη όχληση-δήλωσή της, με την οποία προέβη στη λύση της σύμβασης παρακαταθήκης και την κάλεσε να παραδώσει εντός τριών (3) ημερών από την επίδοσή της, το σύνολο των ως άνω 254.448 τεμαχίων, ωστόσο η πρώτη εναγόμενη, ουδέν έπραξε, τελώντας αντιποίηση της νομής των εμπορευμάτων της. Ότι περαιτέρω όλοι ΟΙ εναγόμενοι παραβίασαν την κοινωνικώς επιβεβλημένη και εκ τη θεμελιώδους δικανικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσα υποχρέωση της συνετής φύλαξης εννόμων αγαθών τρίτων, συμπεριφορά, που αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτική ήθη, καθόσον, όπως περιήλθε σε γνώση της (ενάγουσας), η πρώτη εναγόμενη αλλά και οι λοιποί των εναγομένων υπό την παραπάνω ιδιότητά τους και ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης προέβησαν στην καταστροφή των επιδίκων και μη αποδοθέντων εμπορευμάτων, ενώ, παράλληλα με την ανωτέρω συμπεριφορά τους, οι λοιποί, πλην της πρώτης ανώνυμης εταιρίας, εναγόμενοι τέλεσαν σε βάρος της και το ποινικό αδίκημα της υπεξαίρεσης. Ότι η πρώτη εναγόμενη ευθύνεται και για την αθέτηση της συμβατικής της υποχρέωσης περί επιμελούς φύλαξης των παρακατατεθέντων εμπορευμάτων, καθώς και για την αδυναμία απόδοσής τους, ενεργώντας δολίως ή από βαριά αμέλεια. Ότι η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων είχε ως συνέπεια την πρόκληση σε αυτήν θετικής ζημίας, που ισούται με τη συνολική αξία των εμπορευμάτων, ποσού 217.531,40 €, που δεν της αποδόθηκαν από την πρώτη εναγόμενη. Ότι επιπλέον υπέστη και αποθετική ζημία, καθόσον απώλεσε διαφυγόντα κέρδη συνολικού ύψους 21.635,31 €, κατά τα εκτιθέμενα, κατά τρόπο ορισμένο και σαφή, στο δικόγραφο.

Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, κατά την κύρια βάση της αγωγής της, που θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη όλων των εναγόμενων: α. Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλλουν το ποσό των 217.531,40 €, για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας καθώς και το ποσό των 21.635,31 €, για την αποκατάσταση της αποθετικής της ζημίας (διαφυγόντα κέρδη), ήτοι το συνολικό ποσό των 239.166,71 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 22.11.2018, ήτοι από την επόμενη της επίδοσης της από 15.11.2018 εξώδικης όχλησης-δήλωσής της προς την πρώτη εναγόμενη, άλλως από την επίδοση της αγωγής, κατά δε τη σωρευόμενη επικουρική αυτής βάση, που θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης από τη σύμβαση παρακαταθήκης, να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλλει το ως άνω συνολικό ποσό των 239.166,71 €, εντόκως, κατά τα παραπάνω, β. να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου, της τρίτης και του τέταρτου των εναγόμενων λόγω της αδικοπρακτικής τους ευθύνης, γ. να κηρυχθεί η απόφασή του προσωρινά εκτελεστή και τέλος δ. να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα έτρεψε παραδεκτά το σύνολο του καταψηφιστικού αιτήματός της αγωγής της σε αναγνωριστικό, ενώ παραιτήθηκε από τα παρεπόμενα αιτήματα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των λοιπών, πλην της πρώτης εναγόμενων, κατ' άρθρα 223 εδ. β', 294, 295 §1 και 297 του ΚΠολΔ.

Επί της ανωτέρω αγωγής το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 52/2022 οριστική του απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία απέρριψε την κύρια βάση της, που θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων, ως αόριστη, αντίθετα έκρινε ορισμένη και νόμιμη τη σωρευόμενη επικουρική αυτής βάση, που θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 822 επ. 873, 340 και 346 του ΑΚ. Ακολούθως, αφού απέρριψε: α. τη θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 364 και 300 του ΑΚ ένσταση και β. τη θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, που προέβαλαν ΟΙ εναγόμενοι παραδεκτά στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως ουσία αβάσιμες, δέχθηκε κατ' ουσίαν την αγωγή, κατά την επικουρική αυτής βάση και-αν και απέρριψε την κύρια αδικοπρακτική βάση της αγωγής, που στρεφόταν κατά όλων των εναγομένων, σε αντίθεση με την επικουρική αυτής βάση, που στρεφόταν μόνο κατά της πρώτης εναγόμενης-, ωστόσο υποχρέωσε, πλην της πρώτης εναγόμενης και τους λοιπούς εναγόμενους να καταβάλλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 239.166,71 €, με τον νόμιμο τόκο από την 22.11.2018 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και β. καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των 7.170,00 €.

Την απόφαση αυτή προσβάλλει η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με τη με στοιχείο (α) έφεσή της, ζητεί δε, με τον πρώτο λόγο αυτής, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, η οποία θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη όλων των εναγόμενων ως αόριστη, και με τον δεύτερο λόγο αυτής, που ανάγεται στην ύπαρξη αντιφατικών αιτιολογιών της εκκαλούμενης, να εξαφανιστεί η τελευταία, κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, ως αόριστη, ώστε να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν η αγωγή, ως προς την αυτήν βάση της και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Εξάλλου, την ίδια ως άνω απόφαση προσβάλλουν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με τη με στοιχείο (β) έφεσή τους και ζητούν με τους λόγους της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή, κατά την επικουρική αυτής βάση και να καταδικαστεί η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 520§1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτούμενων κατά τα άρθρα 119 και 120 του ίδιου κώδικα, στοιχείων και τους λόγους έφεσης. Ως λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις, οι συνιστάμενες ως επί το πλείστον σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου. Οι παραδρομές του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 858/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, πρέπει οι λόγοι έφεσης να είναι και λυσιτελείς. Η λυσιτέλεια του λόγου της έφεσης συναρτάται με την ικανότητά του να επιφέρει, σε περίπτωση βασιμότητάς του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώσει έτσι τη νομική θέση του εκκαλούντος (Α. - Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σ. 108 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σ. 168 επ.) ανατρέποντας τη δυσμενή γι’ αυτόν πρωτοβάθμια κρίση. Κατά συνέπεια, λόγος έφεσης, που δεν προσδιορίζει την επίδραση, που ασκεί στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η αποδιδόμενη σ' αυτήν πλημμέλεια είναι αλυσιτελής και, συνεπώς, απαράδεκτος (ΑΠ 155/1996, ΕλλΔνη 1996.1346).

Στην προκειμένη περίπτωση το δικόγραφο της με στοιχείο (α) έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 520§1 του ΚΠολΔ, περιέχει, εκτός των απαιτούμενων, κατά τα άρθρα 119 και 120 του ίδιου κώδικα, στοιχείων και τους λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο πρώτος διατυπώνεται με σαφήνεια και είναι ορισμένος και λυσιτελής, καθόσον διαγράφεται επακριβώς το σφάλμα που αποδίδεται στην εκκαλουμένη και δικαιολογεί, κατά το αίτημα της έφεσης την εξαφάνισή της, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εφεσίβλητων. Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί, αναφορικά με τον πρώτο λόγο της με στοιχείο (α) έφεσης, ότι η εκκαλούσα έχει έννομο συμφέρον για την προβολή του, εφόσον η αγωγή της έγινε δεκτή κατά την επικουρική της αίτηση και απορρίφθηκε κατά την κύρια σωρευόμενη αίτηση, οι οποίες συνιστούν διάφορες οπωσδήποτε αξιώσεις και άρα αντικείμενο δίκης (219§1 του ΚΠολΔ). Και τούτο, διότι σε καθεμία περίπτωση, είναι διαφορετική η αντικειμενική ενέργεια του δεδικασμένου (ΕφΑθ 3370/1991, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Αντίθετα, ο δεύτερος λόγος της με στοιχείο (α) έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη της παρούσας, διότι δεν άγει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Και τούτο, διότι, από το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, παρέχεται η δυνατότητα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εάν το διατακτικό της εκκαλουμένης είναι ορθό, πλην, όμως, αυτή δεν έχει αιτιολογία ή έχει εσφαλμένη αιτιολογία ή αντιφατικές αιτιολογίες να παραθέσει την αιτιολογία, που στηρίζει το ορθό διατακτικό ή να αντικαταστήσει την εσφαλμένη αιτιολογία με την ορθή. Εάν δε διαπιστώσει ότι το διατακτικό της δεν είναι ορθό, θα εξαφανίσει ούτως ή άλλως την εκκαλουμένη (ΑΠ 1176/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο της με στοιχείο (β) έφεσης (κατ' εκτίμηση του περιεχόμενου του), οι εκκαλούντες προσάπτουν σφάλμα στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός μεν για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφετέρου δε διότι δεν έλαβε υπόψη του: α. τη με αριθμό ./06.02.2020 ένορκη βεβαίωση του .. του . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .. και β. τη με αριθμό ./06.02.2020 ένορκη βεβαίωση του .. του . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Βέροιας ..., οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, με συνέπεια να οδηγηθεί σε εσφαλμένη κρίση και να απορρίψει την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Ο λόγος αυτός έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, που αφορά τη μη λήψη υπόψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, ακόμη και αληθής υποτιθέμενος, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αλλά την υποχρέωση του παρόντος Δικαστηρίου στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) να λάβει υπόψη κατά την έρευνά του αυτού λόγου περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, που οι διάδικοι παραδεκτά προσκομίζουν και επικαλούνται. Η δε εξαφάνιση της εκκαλουμένης θα επέλθει μόνο εάν το Δικαστήριο, κατά την έρευνα του ιδίου λόγου, για κακή εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού αμφοτέρων των διαδίκων μερών αχθεί σε διαφορετική κρίση (ΑΠ 1183/1995, ΕλλΔνη 38.830, ΑΠ 1326/2012, NoB 2013.746).