Οι εταίροι δεν δύνανται προς του πέρατος αυτής να ασκήσουν αξιώσεις τους που πηγάζουν από την εταιρική σχέση κατά της εταιρίας ή των συνέταιρων τους, εκτός εάν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ή έτερος αυτοτελής λόγος αξίωσης. Η αξίωση από την εταιρική σχέση πρέπει να αποτελέσει κονδύλιο στον τελικό λογαριασμό της εκκαθάρισης. Κατ’ εξαίρεση δύνανται να ασκηθούν και πριν από τη λήξη της εκκαθάρισης αξιώσεις από την εταιρική σχέση εάν με αυτές δεν παρεμποδίζεται ή διευκολύνεται ο σκοπός της εκκαθάρισης, ενώ παράλληλα η αγωγή δεν επιφέρει διατάραξη ή διάρρηξη της εσωτερικής τάξης της εταιρίας. Απαράδεκτη η αιτούμενη αναγνώριση απαιτήσεων του ενάγοντος ως προώρως ασκούμενη αναφορικά με την εταιρία, και ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης των εναγόμενων εταίρων, καθόσον κατά το στάδιο της εκκαθάρισης φορέας των δικαιωμάτων της εταιρίας είναι το νομικό πρόσωπο.
Αριθμός Απόφασης 7/2025
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
(Τακτική Διαδικασία)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Βασιλική Δημητριάδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Τσιμέρογλου, Πρωτόδικη Γενικής Επετηρίδας-Εισηγήτρια, Αθηνά Βασιλειάδου, Πρωτόδικη Γενικής Επετηρίδας, και τη Γραμματέα, Μαλαματή Τσιρκινίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στα Γιαννιτσά, τη 15η Οκτωβρίου 2024, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Γιαννιτσών ...
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΣΙΑ Ε.Ε», με έδρα στα Γιαννιτσά, νομίμως εκπροσωπουμένης ...
...
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 70 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: «Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, που είναι ουσιαστικού δικαίου, προκύπτει ότι, είναι δυνατή η αναγνώριση με αγωγή της υπάρξεως ή ανυπαρξίας έννομης σχέσεως ιδιωτικού δικαίου, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και τελεί σε κατάσταση αβεβαιότητας, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση του προσώπου που αναφέρεται σε έτερο πρόσωπο ή υλικό αγαθό και ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο. Έννομο, δε, συμφέρον υφίσταται όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι κατάλληλο μέσο άρσεως της υφισταμένης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλουμένου στο συμφέρον του ενάγοντας κινδύνου από αυτήν. Δεν αποτελούν έννομη σχέση, υπό την ως άνω έννοια, τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα δίχως τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση, της οποίας ζητείται μέσω της αγωγής η προστασία. Επίσης, δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων δίχως καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή όπου υπάγονται τα περιστατικά αυτά. Περαιτέρω, έννομο συμφέρον υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αναγνωριστική αγωγή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητουμένη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσεως, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές με αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικώς, με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία ή προδικαστικά ζητήματα αυτής, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και έτερα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως. Μεμονωμένα, δηλαδή, στοιχεία της έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν δύνανται να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, που πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο συζητήσεως της αναγνωριστικής αγωγής, και να είναι άμεσο, κατά την έννοια του άρθρου 68 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί νομική έννοια και η κρίση περί συνδρομής αυτού από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (βλ. ΑΠ 134/2015, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013, ΑΠ 941/1997 στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από τον Νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναιρετικό λόγο, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Συνεπώς, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν καταρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του Νόμου, δίχως αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής και αμφότερες ελέγχονται αναιρετικώς με τους οριζόμενους στους αριθμούς 8 ή 14 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγους (βλ. ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 1967/2006 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα «areiospagos.gr»).
II. Με τις διατάξεις του άρθρου 224 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, θεσπίζεται η αρχή της απαγόρευσης μεταβολής της βάσεως της αγωγής με ποινή απαραδέκτου. Η απαγόρευση αυτή αναφέρεται στη μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αγωγής, ήτοι των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το επικαλούμενο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου. Ιστορική, δε, βάση της αγωγής είναι, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α του ιδίου Κώδικα, το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, δίχως την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της ένδικης διαφοράς. Εξάλλου, η εν λόγω αρχή απαγόρευσης μεταβολής της βάσεως της αγωγής περιλαμβάνει ουχί μόνο τη γνήσια μεταβολή, ήτοι την αντικατάσταση της αρχικής ιστορικής βάσεως της αγωγής, αλλά και την προσθήκη με τις έγγραφες προτάσεις νέας αγωγικής βάσεως ή νέας επικουρικής βάσεως. Ωστόσο, ο Νόμος αμβλύνει τον άτεγκτο χαρακτήρα της προαναφερομένης αρχής και επιτρέπει στον ενάγοντα να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή διορθώσει τους αγωγικούς του ισχυρισμούς, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Οι επουσιώδεις, δε, αυτές επεμβάσεις δύνανται να λάβουν χώρα μόνο με τις έγγραφες προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του δικάζοντας δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση καταχωριζομένη στα πρακτικά της δημοσίας συνεδριάσεως του τελευταίου, ουχί, δε, με την έγγραφη προσθήκη-αντίκρουση (βλ. ΑΠ 309/2011, ΑΠ 78/2011, ΑΠ 220/2003, ΑΠ 523/2002, ΑΠ 76/2002, ΑΠ 483/2001, ΑΠ 749/1992, ΕφΠειρ 163/1990, ΠολΠρωτΘεσ 7891/2003 άπασες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, καθώς και Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία II, έκδοση 2005, παρ. 64, αριθ. 7-12). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 223 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία, είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση, ο ενάγων δύναται με τις έγγραφες προτάσεις ή με δήλωση στα πρακτικά, εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή να ζητήσει: 1) τα παρεπόμενα του κύριου αντικειμένου της αγωγής και 2) αντί γι’ αυτό που ζητήθηκε αρχικώς, έτερο αντικείμενο ή το διαφέρον, εξαιτίας μεταβολής που επήλθε. Η εν λόγω αυστηρή ρύθμιση έχει τους λόγους της στην ανάγκη, ιδίως, να παγιωθεί εγκαίρως το αντικείμενο της δικαστικής έρευνας, καθώς και να διασφαλισθούν τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου. Επί της ουσίας, η απαγόρευση της μεταβολής του αιτήματος της αγωγής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής της προδικασίας (άρθρο 111 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), η οποία υπηρετεί πρωτίστως το γενικότερο συμφέρον (βλ. ΑΠ 652/2003, ΑΠ 287/2002, ΑΠ 4118/1994, ΑΠ 6554/1992 στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, καθώς και Ε. Μπαλογιάννη σε X. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδοση 2011, άρθρο 223, αριθ. 1-2, Ν. Νίκα, όπ.π., παρ. 64, αριθ. 1-6).
III. Στα άρθρα 271 επ. του Ν.4072/2012 (ως ήδη ισχύουν) ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 271: «1. Ετερόρρυθμη εταιρεία είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ένας τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται περιορισμένα (ετερόρρυθμος εταίρος), ενώ ένας άλλος τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται απεριόριστα (ομόρρυθμος εταίρος). 2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο παρόν κεφάλαιο, στην ετερόρρυθμη εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία». Άρθρο 272: «1. Η επωνυμία της ετερόρρυθμης εταιρείας σχηματίζεται είτε από το όνομα ενός ή περισσότερων εταίρων είτε από το αντικείμενο της επιχείρησης είτε από άλλες λεκτικές ενδείξεις. Η επωνυμία της εταιρείας μπορεί να αποδίδεται ολόκληρη ή εν μέρει με λατινικούς χαρακτήρες. Στην επωνυμία της ετερόρρυθμης εταιρείας πρέπει να περιέχονται σε κάθε περίπτωση ολογράφως οι λέξεις «Ετερόρρυθμη Εταιρεία» ή το ακρωνύμιο «Ε.Ε». Για τις διεθνείς συναλλαγές, οι ανωτέρω λέξεις εκφράζονται ως «Limited Partneship» ή/και το ακρωνύμιο «L.Ρ». 2. Αν στην επωνυμία ετερόρρυθμης εταιρείας περιληφθεί το όνομα ετερόρρυθμου εταίρου, τούτο έχει ως συνέπεια την απεριόριστη ευθύνη του, εκτός αν ο τρίτος που συναλλάχθηκε με την εταιρεία γνώριζε ότι είναι ετερόρρυθμος εταίρος. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 250». Άρθρο 273: «Η ετερόρρυθμη εταιρεία εγγράφεται στο Γ.Ε.ΜΗ. Στοιχεία που καταχωρίζονται, εκτός από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1, του άρθρου 251, είναι κατ’ ελάχιστον το όνομα, η κατοικία και η αξία της εισφοράς των ετερόρρυθμων εταίρων. Στο Γ.Ε.ΜΗ καταχωρίζεται και κάθε μεταβολή των στοιχείων αυτών». Άρθρο 279: «1. Ο ετερόρρυθμος εταίρος, που έχει καταβάλει στην εταιρεία την εισφορά του, δεν ευθύνεται για τα χρέη της εταιρείας. Σε αντίθετη περίπτωση ευθύνεται προσωπικά μέχρι του ποσού της εισφοράς του. 2. Ο εισερχόμενος μετά τη σύσταση της εταιρείας ετερόρρυθμος εταίρος ευθύνεται και για τα προ της εισόδου του χρέη, σύμφωνα με την παράγραφο 1. 3. Αντίθετη συμφωνία όσον αφορά στην ευθύνη του ετερόρρυθμου εταίρου, όπως ορίζεται στο παρόν άρθρο, δεν ισχύει έναντι των τρίτων». Άρθρο 281: «1. Σε περίπτωση εξόδου, αποκλεισμού ή θανάτου του μοναδικού ομόρρυθμου εταίρου, η ετερόρρυθμη εταιρεία λύνεται, εκτός αν με τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης, που πρέπει να καταχωρισθεί μέσα σε τέσσερις (4) μήνες στο Γ.Ε.ΜΗ, ένας από τους ετερόρρυθμους εταίρους καταστεί ομόρρυθμος εταίρος ή αν εισέλθει στην εταιρεία νέος εταίρος ως ομόρρυθμος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 259. 2. Αν μετά τη λύση της ετερόρρυθμης εταιρείας ακολουθήσει εκκαθάριση, καθήκοντα εκκαθαριστή ασκεί και ο ετερόρρυθμος εταίρος, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση». Επιπλέον, στο άρθρο 268 του ίδιου ανωτέρω Νόμου προβλέπεται ότι: «1. Αν σε περίπτωση λύσης της εταιρείας οι εταίροι δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, τη λύση της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση. 2. Τα ονόματα και η κατοικία των εκκαθαριστών εγγράφονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Το ίδιο ισχύει και σε κάθε περίπτωση αντικατάστασης εκκαθαριστή. 3. Οι εκκαθαριστές υπογράφουν υπό την εταιρική επωνυμία με την προσθήκη των λέξεων «υπό εκκαθάριση». 4. Κατά την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης οι εκκαθαριστές συντάσσουν ισολογισμό. 5. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρεία διαγράφεται από το Γ.Ε.ΜΗ. Τα βιβλία και τα έγγραφα της εταιρείας παραδίδονται προς φύλαξη σε έναν από τους εταίρους ή σε τρίτο. Σε περίπτωση διαφωνίας ο εταίρος ή ο τρίτος ορίζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων». Περαιτέρω στα άρθρα 72 επ. και 777 επ. του Αστικού Κώδικα ορίζονται τα εξής: Άρθρο 72: «Μόλις το νομικό πρόσωπο διαλυθεί, βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση. Ωσότου περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες της, θεωρείται ότι υπάρχει». Άρθρο 73: «Αν ο νόμος ή η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζουν διαφορετικά ή το αρμόδιο όργανο δεν αποφάσισε διαφορετικά, η εκκαθάριση γίνεται από εκείνους που έχουν τη διοίκηση του νομικού προσώπου. Αν δεν υπάρχουν, (ο ειρηνοδίκης) το δικαστήριο διορίζει έναν ή περισσότερους εκκαθαριστές». Άρθρο 74: «Ο εκκαθαριστής ενεργεί ως διοικητής του νομικού προσώπου. Η εξουσία του περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης». Άρθρο 777: «Η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθεί και μετά τη λύση της, εφόσον το απαιτούν οι ανάγκες και ο σκοπός της εκκαθάρισης. Από τη λύση παύει η εξουσία των διαχειριστών εταίρων». Άρθρο 778: «Αφού λυθεί η εταιρεία, η εκκαθάριση, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, ενεργείται από όλους τους εταίρους μαζί, ή από εκκαθαριστή που έχει διοριστεί με ομόφωνη απόφαση όλων. Σε περίπτωση διαφωνίας ο εκκαθαριστής διορίζεται ή αντικαθίσταται από το δικαστήριο με αίτηση ενός από τους εταίρους και η αντικατάσταση γίνεται μόνο για σπουδαίους λόγους». Άρθρο 780: «Κατά την εκκαθάριση πρώτα εξοφλούνται τα κοινά χρέη των εταίρων απέναντι σε τρίτους, καθώς και όσα υπάρχουν μεταξύ των εταίρων, και κατόπιν επιστρέφονται οι εισφορές. Αν η εισφορά δεν συνίσταται σε χρήμα, καταβάλλεται η αξία του αντικειμένου της κατά τον χρόνο της πραγματοποίησής της. Αν η εισφορά συνίσταται σε εργασία ή σε χρήση πράγματος δεν αποδίδεται». Άρθρο 781: «Η εταιρική περιουσία μετατρέπεται σε χρήμα, εφόσον αυτό απαιτείται για την εξόφληση των εταιρικών χρεών και για την απόδοση των εισφορών. Η μετατροπή γίνεται κατά τις διατάξεις για την πώληση κοινού πράγματος». Άρθρο 782: «Ό,τι απομένει μετά την εξόφληση των χρεών και την απόδοση των εισφορών, διανέμεται στους εταίρους κατά τον λόγο της μερίδας που έχει ο καθένας στα κέρδη». Άρθρο 783: «Αν τα εταιρικά πράγματα δεν αρκούν για την εξόφληση των χρεών και την απόδοση των εισφορών, για ό,τι λείπει ενέχονται οι εταίροι κατά τον λόγο της συμμετοχής τους στις ζημίες. Αν δεν είναι δυνατόν να εισπραχθεί από έναν εταίρο το έλλειμμα που του αναλογεί, ενέχονται γι’ αυτό κατά την ίδια αναλογία οι λοιποί εταίροι».