Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

ΔιοικΠρωτΑθ 9828/24 : ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΟ ΣΥΜΒΑΝ - ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΩΝ - ΜΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ - ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΟΡΓΑΝΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΥ



Πλημμυρικό φαινόμενο που προκάλεσε το θανάσιμο τραυματισμό 25 ατόμων, καθώς και υλικές ζημιές και καταστροφές, μεταξύ άλλων, στο ακίνητο ιδιοκτησίας των εναγουσών - Αγωγή κατά του Δημοσίου, του Δήμου και της Περιφέρειας για αποζημιωτική ευθύνη κατ' αρ.105-106 του ΕισΝΑΚ. Εν προκειμένω, με την υπ'αρ. 5276/2023 προδικαστική απόφασή του, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά του Δημοσίου, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ακολούθως έκρινε ότι στοιχειοθετείται ευθύνη της εναγομένης Περιφέρειας κατά το άρθρο 106 του ΕισΝΑΚ, ως προς τη μη εκτέλεση έργων αντιπλημμμυρικής προστασίας - Αντίθετα, ως προς την αποδιδόμενη από τις ενάγουσες στην Περιφέρεια παρανομία της μη συντήρησης αστυνόμευσης των ρεμάτων, το Δικαστήριο, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται σχετική ευθύνη της εναγομένης. Περαιτέρω, με την ίδια προδικαστική απόφαση κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγομένου Δήμου, κατ’ άρθρα 105-106 του ΕισΝΑΚ, λόγω της παράνομης χρήσης ως αμαξοστάσιο γηπέδου σε έκταση, από την οποία διέρχεται το ρέμα και διενέργειας επιχώσεων - Η κρίση της υπ'αρ. 5276/2023 προδικαστικής απόφασης περί στοιχειοθέτησης αποζημιωτικής ευθύνης του Δήμου, έχει χαρακτήρα οριστικής διάταξης, έστω και αν στο διατακτικό της απόφασης δεν περιελήφθηκε διάταξη σχετική με την κρίση αυτή. Κονδύλια αποζημίωσης - Ειδικότερα, όσον αφορά τον ισχυρισμό των εναγουσών περί καταστροφής ενός αυτοκινήτου του γιου της δεύτερης, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγουσες στερούνται σχετικής ενεργητικής νομιμοποίησης. Επίσης, κρίνει ότι πέραν της καταγραφείσας ολοσχερούς καταστροφής της οικοσκευής των εναγουσών, επήλθε και καταστροφή του συνόλου των προσωπικών αντικειμένων, ειδών ένδυσης και υπόδησης τους, την αξία των οποίων προσδιορίζει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας.Τέλος, οι ενάγουσες δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η οποία ανέρχεται, για έκαστη, στο ποσό των 10.000 ευρώ. Δεκτή η αγωγή  εν μέρει - Πρέπει οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως, στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των 16.500 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 18.500 ευρώ, νομιμοτόκως.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 25ο Τριμελές

Αριθμός απόφασης: 9828/2024

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Μαρτίου 2024, με δικαστές τους Χρήστο Μουσούρο, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Νικόλαο Χαμάκο, Αναστασία Πούλου (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Κανέλλα Χατζηβλάστου, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α ν α δικάσει την αγωγή, με ημερομηνία κατάθεσης 18.03.2019,

τ ω ν: 1) Κ…………… και 2) Α……………, αμφότερων κατοίκων …………… (οδός ………., αριθμ. ……..), οι οποίες λογίζεται πως παραστάθηκαν με την κατατεθείσα δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, ΕΣ,

κ α τ ά: 1) του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), με την επωνυμία «Περιφέρεια …………», που εκπροσωπείται νομίμως από τον Περιφερειάρχη του, ο οποίος λογίζεται πως παραστάθηκε με την κατατεθείσα δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της πληρεξουσίας του δικηγόρου, ΚΠ και 2) του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Δήμος ……………..», που εκπροσωπείται νομίμως από το Δήμαρχό του, ο οποίος λογίζεται πως παραστάθηκε με την κατατεθείσα δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της πληρεξουσίας του δικηγόρου, ΔΒ.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το νόμο

1. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή νομίμως εισάγεται προς περαιτέρω συζήτηση μετά την έκδοση της 5276/2023 προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (Τμήμα 25ο, Τριμελές), με την οποία είχε ανασταλεί η πρόοδος της δίκης έως τη δημοσίευση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του εισαχθέντος ενώπιόν του, δυνάμει της από 21.11.2022 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, προδικαστικού ερωτήματος που διατυπώθηκε με την 207/2022 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων.

2. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, κατόπιν νόμιμης μετατροπής του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγουσών (βλ. τα πρακτικά της 11ης.11.2022 δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου), ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, νομιμοτόκως, το ποσό των 40.650 ευρώ, κατά το λόγο της συγκυριότητας της καθεμιάς των εναγουσών επί ακινήτου επί της οδού ….. αριθμ. …., στο Δήμο …………., προς αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας, καθώς και το ποσό των 50.000 ευρώ σε εκάστη των εναγουσών ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Α.Κ., της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν κατά τη διάρκεια πλημμύρας που έλαβε χώρα στην ευρύτερη περιοχή της ……………., η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, αποδίδεται σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων των εναγομένων.

3. Επειδή, κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ/μα 456/1984, Α΄ 164) ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων τους ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ.. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ. τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου τους παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ., χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (βλ. ΣτΕ 300/2020, σκ. 5, 1699/2019, σκ. 4). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου ή του οργάνου του Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ. και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη αυτής εκ μέρους του οργάνου του Δημοσίου ή των υπηρεσιών Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ. είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΣτΕ 252/2020, σκ. 6, 842/2019, σκ. 3, 1957/2018, σκ. 2). Ειδικώς, σε περίπτωση συνδρομής αλληλοδιαδόχων ζημιογόνων συμπεριφορών (πράξεων, παραλείψεων ή υλικών ενεργειών), οι οποίες χαρακτηρίζονται από συνεκτική ενότητα, τα Δικαστήρια της ουσίας πρέπει να εξετάζουν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, προκειμένου να κρίνουν την ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των συμπεριφορών αυτών και της επελθούσας ζημίας, κάθε παράνομη και ζημιογόνο συμπεριφορά όχι μόνο αυτοτελώς αλλά και σωρευτικώς, δηλαδή οφείλουν να εκτιμήσουν κατά πόσο οι διαπιστωθείσες από αυτά παράνομες και ζημιογόνες συμπεριφορές, λαμβανόμενες υπόωη ως ενιαίο σύνολο, ήταν ικανές και πρόσφορες να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα (βλ. ΣτΕ 2888/2020, 4410/2015 σκ. 5). Εξ ετέρου, με τη διάταξη του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ/μα 456/1984, Α΄ 164) παρέχεται στο Δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια να επιδικάσει στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση, εφόσον κρίνει ότι αυτός υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει το ύψος αυτής, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τους ειδικότερους ισχυρισμούς των διαδίκων που προβάλλονται ενώπιον του. Τέτοια πραγματικά περιστατικά είναι ιδίως η βαρύτητα του πταίσματος του ζημιώσαντος, οι συνθήκες της προσβολής, το είδος, η ένταση και οι συνέπειές της, η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση του ζημιωθέντος ή οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο στοιχείο που προβάλλει ο ενάγων ή προκύπτει από τις αποδείξεις και ασκεί επιρροή -αυξητικά ή μειωτικά στο ύψος του ποσού στη συγκεκριμένη περίπτωση και, επομένως, αποτελεί νόμιμο προσδιοριστικό παράγοντα του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία διαλαμβάνεται καθ’ ερμηνείαν της διάταξης του άρθρου 932 του Α.Κ. με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (βλ. ΣτΕ 1950/2020, σκ. 4, 155/2020, σκ. 4, 261/2018, σκ. 4).

4. Επειδή, εξ άλλου, στο άρθρο 298 του Α.Κ. ορίζεται ότι : «Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος». Περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος (βλ. ΣτΕ 1369/2018 σκ. 3, 2018/2017 σκ. 2, 624/2016 σκ. 4). Ειδικότερα, σύμφωνα με το 298 του Α.Κ. η θετική ζημία ισούται με τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος. Επί δε καταστροφής πράγματος, που δεν είναι καινούργιο, εφόσον η αποζημίωση παρέχεται σε χρήμα, η ζημία και το εις αυτήν αντιστοιχούν διαφέρον πρέπει να υπολογίζεται με βάση την εμπορική αξία του πράγματος σε τέτοια κατάσταση και όχι ανάλογα με την απαιτούμενη δαπάνη για την απόκτηση καινούργιου πράγματος. Τούτο δε διότι, στην τελευταία περίπτωση, ο ζημιωθείς θα απεκόμιζε και ωφέλεια, πράγμα που θα ήταν αντίθετο στην έννοια του διαφέροντος και τη διέπουσα αυτό γενική αρχή της αποκαταστάσεως του ζημιωθέντος στην προ του ζημιογόνου γεγονότος κατάσταση (βλ. ΔΕφΛαρ 273/2021 σκ. 3, ΔΕφΑθ 3394/2015 σκ. 2, ΑΠ 272/2020). Εξάλλου, δεν καταβάλλεται αποζημίωση εκ μόνου του λόγου ότι υφίσταται παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, χωρίς την απόδειξη συγκεκριμένης κατά νόμον ζημίας (βλ. ΣτΕ 2668/2019, 369, 6/2015, 898/2014, 2849/2011). Συναφώς, στο άρθρο 144 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «Αντικείμενο απόδειξης είναι αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης» και στο άρθρο 145 παρ. 1 ότι: «Κάθε διάδικος υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, εκτός αν ο νόμος που διέπει την σχέση ορίζει διαφορετικά. Οι άλλοι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ανταποδείξουν». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο διάδικος πρέπει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, τη συνδρομή των οποίων επικαλείται για να στηρίξει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του, διαφορετικά αυτοί απορρίπτονται ως αναπόδεικτοι (βλ. ΣτΕ 3244/2013 σκ. 2, 2776/2010 σκ. 7). Συνεπώς, ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει ότι συνέβη πράγματι το ζημιογόνο γεγονός, ότι υπέστη τη ζημία που επικαλείται, το ακριβές μέγεθός της, καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσης ζημίας (πρβλ. ΣτΕ 799/2021 Ολ. σκ. 6, 540/2021 7μ. σκ. 4, 980/2019 σκ. 12, 1320/2017 σκ. 2).