Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Ανήλικος θύμα και δράστης: Η «συστημική διασταύρωση» για τους ανηλίκους μέσα από τη μελέτη μιας ατομικής περίπτωσης (Case Study) [ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ν. ΖΑΓΟΥΡΑ / ΜΑΡΙΑ Π. ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ]

 


Ανήλικος θύμα και δράστης:

Η «συστημική διασταύρωση» για τους ανηλίκους μέσα από τη μελέτη μιας ατομικής περίπτωσης (Case Study)

[Παρασκευη Ν. Ζαγουρα* / Μαρια Π. Κρανιδιωτη]

 

Εισαγωγή: Κακομεταχείριση ανηλίκων και παραβατικότητα

Ο «φαύλος κύκλος της βίας», στην περίπτωση ενήλικων εγκληματιών που έχουν υπάρξει θύματα κακομεταχείρισης – δηλ. κακοποίησης ή (και) παραμέλησης – κατά την παιδική τους ηλικία, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών[1] και οι συνέπειες άλλωστε, της κακομεταχείρισης των παιδιών εκτείνονται και πέραν της εφηβικής ηλικίας. Στην εγκληματολογική, μεταξύ άλλων, γραμματεία έχει δοθεί ειδικότερη έμφαση στο φαινόμενο της συνύπαρξης των δύο καταστάσεων, της κακοποίησης – παραμέλησης και της παραβατικότητας, ενόσω το άτομο, θύμα και δράστης, διανύει την παιδική του ηλικία. Τα κακοποιημένα παιδιά εμφανίζουν πληθώρα προβλημάτων και κατά την αναπτυξιακή φάση της εφηβείας τους, όπως η χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών, η αποτυχία στο σχολείο, οι συναισθηματικές εντάσεις και η επιβαρυμένη υγεία, σε αυτά δε τα προβλήματα συγκαταλέγεται και η παραβατικότητα[2]. Από άλλη σκοπιά, τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν επίσης, ότι τα παιδιά που περιέρχονται στην ευθύνη του κράτους, στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαδικασίας, λόγω κακοποίησης ή (και) παραμέλησης (dependency status), βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο συγκριτικά με το μέσο παιδί, όσον αφορά τη σχολική τους εξέλιξη, την κοινωνικοποίηση, την ψυχική τους υγεία και τη χρήση ουσιών[3], αλλά και την είσοδό τους στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης[4].

 

Ωστόσο, μολονότι οι περισσότερες μελέτες αναδεικνύουν εν γένει μια θετική συσχέτιση ανάμεσα στην κακομεταχείριση και το έγκλημα, πολλά ερωτήματα γύρω από τη συσχέτιση αυτή παραμένουν αναπάντητα. Για παράδειγμα, λίγες μελέτες επικεντρώνονται στα βιώματα των παιδιών μέσα στο ίδιο το σύστημα παιδικής προστασίας[5], και ειδικότερα, στην «εκτός οικίας φροντίδα», εφόσον εμπλακούν με αυτό, ή στο ερώτημα κατά πόσον τα βιώματα αυτά ασκούν μεγαλύτερη ή μικρότερη επίδραση στη μεταγενέστερη συμπεριφορά τους, από ό, τι η κακομεταχείρισή τους μέσα στην οικογένεια[6]. Ένα άλλο, γενικότερο ερώτημα ανακύπτει από το γεγονός ότι οι έρευνες επικεντρώνονται, συνήθως, σε αδρές συσχετίσεις της παραβατικότητας με διάφορους παράγοντες που ενδέχεται να την προκαλούν, χωρίς να επιχειρούν να περιγράψουν την ακριβή σχέση της παραβατικότητας με την κακοποίηση ή την παραμέληση του ατόμου. Η σχέση αυτή δεν είναι δυνατόν να αναδειχθεί με πληρότητα μέσα από μια ποσοτική προσέγγιση της (ενδεχόμενης) διασύνδεσης των δύο φαινομένων, όπως συχνά γίνεται στην εγκληματολογική έρευνα[7]. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, αναζητήσαμε μεθόδους και εργαλεία της ποιοτικής κατεύθυνσης, που θα μας επιτρέψουν να διερευνήσουμε και να περιγράψουμε αυτή τη διασύνδεση (υπό 3). Στη συνέχεια, επιλέξαμε ένα πεδίο για την έρευνά μας, το οποίο να προσφέρεται για την ανάδειξη της σχέσης της κακοποίησης – παραμέλησης με την παραβατικότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση και βάθος, και με τη μέγιστη δυνατή λεπτομέρεια και ακρίβεια[8]. Το πεδίο αυτό είναι εκείνο της πολιτειακής αντίδρασης[9] απέναντι στα δύο φαινόμενα. Η εγκληματολογική γραμματεία μάλιστα αναφέρεται συχνά σε μια κατηγορία ανηλίκων των οποίων τόσο η κακοποίηση – παραμέληση όσο και η παραβατικότητα δεν ανήκουν στο σκοτεινό αριθμό των περιπτώσεων αυτών. Παρακάτω αναπτύσσουμε την προβληματική γύρω από αυτή την κατηγορία.

 

Οι νέοι «μεικτού ρεπερτορίου» και η «διασταύρωση» των συστημάτων παιδικής προστασίας και ποινικής δικαιοσύνης

Στη σύγχρονη γραμματεία των Κοινωνικών Επιστημών[10], με τον όρο «νέοι μεικτού ρεπερτορίου» (crossover youth) εννοούνται οι νέοι που έχουν  βιώσει κακοποίηση ή (και) παραμέληση και έχουν εμπλακεί με την παραβατικότητα. Στην ευρεία του θεώρηση ο ορισμός[11] αναφέρεται σε οποιονδήποτε νέο με τέτοιες εμπειρίες, ανεξαρτήτως του εάν η κακοποίηση – παραμέλησή του και η παραβατικότητά του έχουν εντοπισθεί αντιστοίχως, από το σύστημα παιδικής προστασίας ή από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων αντίστοιχα. Ο όρος μπορεί να περιλαμβάνει και άτομα που έχουν κακοποιηθεί -παραμεληθεί κατά την ανηλικότητα και έχουν εμπλακεί με την εγκληματικότητα ως νεαροί ενήλικες–  ενδεχομένως δε, αλλά όχι απαραίτητα, να έχουν εμπλακεί και με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για ενήλικες. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται δεκτό ότι για τον πληθυσμό των νέων «μεικτού ρεπερτορίου» απαιτείται ένα ισχυρότερο πλέγμα υπηρεσιών και υποστήριξης από ό,τι για τους άλλους νέους που απαντούν σε ένα από τα παραπάνω κριτήρια, είτε της κακοποίησης-παραμέλησης είτε της παραβατικότητας, τους οποίους, αντιστοίχως, διαχειρίζονται ξεχωριστά τα δύο συστήματα.

 

Υποκατηγορία[12] της ομάδας των νέων «μεικτού ρεπερτορίου» είναι οι «νέοι διττής εμπλοκής» (dually – involved youth), εκείνοι δηλαδή που σε κάποιο βαθμό είναι ταυτόχρονα εμπλεγμένοι τόσο με το σύστημα παιδικής προστασίας όσο και με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων. Η εμπλοκή τους μπορεί να έχει άτυπο (ειδικο)προληπτικό χαρακτήρα (π.χ. αυτόβουλη προσέλευση στο σύστημα παιδικής προστασίας ή/και άτυπη κατά παρέκκλιση διαδικασία στην ποινική δικαιοσύνη ανηλίκων), τυπικό (π.χ. να υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις περί κακοποίησης-παραμέλησης ή/και παραπομπή σε δικαστήριο ανηλίκων) ή να αποτελεί συνδυασμό των δύο. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται και οι «νέοι διττής ταυτότητας» (dually–identified youth), εκείνοι δηλαδή που έχουν μια τρέχουσα εμπλοκή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης των ανηλίκων και που είχαν κατά το παρελθόν (και όχι στο παρόν) εμπλοκή και με το σύστημα παιδικής προστασίας[13]. Ομοίως, στον ορισμό των «νέων διττής εμπλοκής» μπορεί να περιλαμβάνονται και άτομα που έχουν εμπλακεί με το σύστημα παιδικής προστασίας ανηλίκων ως κακοποιημένοι ή (και) παραμελημένοι ανήλικοι και έχουν, στη συνέχεια, εμπλακεί με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για ενήλικες, ως νεαροί ενήλικες.

 

Περαιτέρω υποκατηγορία[14] της πληθυσμιακής ομάδας των «νέων διττής εμπλοκής» είναι οι «νέοι διττής εκδίκασης» (dually – adjudicated youth), εκείνοι δηλ. που έχουν εμπλακεί, με τυπικό τρόπο και δη δικαστικά, και με τα δύο συστήματα και υπόκεινται στην επίσημη φροντίδα και τον έλεγχό τους. Όπως και παραπάνω, στον ορισμό μπορεί να περιλαμβάνονται και άτομα που έχουν εμπλακεί μέσω μιας δικαστικής διαδικασίας με το σύστημα παιδικής προστασίας ως κακοποιημένοι ή (και) παραμελημένοι ανήλικοι, και έχουν, στη συνέχεια, εμπλακεί και με το δικαστικό μέρος της ποινικής δικαιοσύνης για τους ενήλικες, ως νεαροί ενήλικες.

 

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

ΕφΠειρ 11/24 : ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ - ΔΙΑΚΟΠΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ - ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΜΙΣΘΩΤΗ - ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ - ΛΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ - ΑΝΑΚΟΠΗ - ΑΚΥΡΩΣΗ.

 


Διαφορά από σύμβαση εμπορικής μίσθωσης στο πλαίσιο της οποίας η μισθώτρια χρησιμοποίησε το μίσθιο για τη στέγαση της επιχείρησης εστίασης (εστιατορίου), την τήρηση των όρων της σύμβασης εγγυήθηκαν η δεύτερη και ο τρίτος των ανακοπτόντων - Έκδοση από τους συνεκμισθωτές διαταγής πληρωμής για απαιτήσεις από μισθώματα - Άσκηση ανακοπής. Προκύπτει ότι οι αντίδικοι είχαν έλθει σε διαπραγμάτευση για το ζήτημα του συμψηφισμού των ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων με την καταβληθείσα, κατά την έναρξη της μίσθωσης, εγγυοδοσία και στο πλαίσιο της συναινετικής διευθέτησης των μεταξύ τους εκκρεμοτήτων, η μισθώτρια διέκοψε τη λειτουργία της επιχείρησής της και αποχώρησε από το μίσθιο, παραδίδοντας τα κλειδιά του καταστήματος. Το ίδιο γεγονός της διακοπής λειτουργίας της επιχείρησης της μισθώτριας υποδηλώνει ότι δεν υπήρχε έκτοτε ανάγκη παραμονής της στο μίσθιο, αφού αυτή ως μόνη συνέπεια θα είχε την επιβάρυνσή της με την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης στους συνεκμισθωτές. Συνάγεται λοιπόν, η ανυπαρξία υποχρέωσης της μισθώτριας για την καταβολή των μισθωμάτων για την πληρωμή των οποίων εκδόθηκε η ένδικη διαταγή. Ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής. Απορρίπτει την έφεση.


MΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

ΑΡΙΘΜΟΣ 11/2024

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

..................

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

...

ΙΙ. Με την ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους οι τότε ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι ζήτησαν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……/21.2.2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν νομιμοτόκως στους τότε καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εκκαλούντες αντιδίκους τους το χρηματικό ποσόν των δεκατριών χιλιάδων εκατόν τριάντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών (13.137,50 €) για μισθώματα των μηνών Νοεμβρίου 2015 έως και Μαρτίου 2016, οφειλόμενα από τη μεταξύ τους σύμβαση εμπορικής μισθώσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παραδοχή ως βάσιμου λόγου της ανακοπής κατά τον οποίον η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη, εξοφλήθηκε κατά τη λύση της μίσθωσης που επήλθε, πριν τη συμβατική λήξη της, με άτυπη συμφωνία των μερών και η εξόφληση έγινε με συμψηφισμό των οφειλομένων μισθωμάτων, αφενός, με την καταβληθείσα κατά την έναρξη της μίσθωσης εγγυοδοσία και, αφετέρου, με την αξία κινητών πραγμάτων, που είχαν εισφερθεί στο μίσθιο και παρέμειναν σ’ αυτό μολονότι η απομάκρυνσή τους ήταν εφικτή, δέχθηκε την ανακοπή και με την εκκαλούμενη απόφασή του ακύρωσε την προσβληθείσα διαταγή πληρωμής και την συμπροσβληθείσα επιταγή προς εκτέλεση που είχε συνταχθεί κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφό της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούντες και για τους αναφερόμενους στην ένδικη έφεσή τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 533 § 1 και 534 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως και των λόγων της ερευνά την ουσιαστική βασιμότητα αυτών και, αν πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που προσκομίζεται ενώπιόν του στο σύνολό του, δηλαδή τόσον τα, παραδεκτά και νόμιμα, αποδεικτικά μέσα που είχαν με επίκληση προσκομισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσον και εκείνα που υπό τους όρους του άρθρου 529 ΚΠολΔ παραδεκτώς προσκομίζονται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1855/2006, ΔιΜΕΕ 2007/283 = ΔΕΕ 2007/1347, ΑΠ 1440/2005, Δνη 2006/155, ΜονΕφΠειρ. 533/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 115, αρ. 2, σελ. 273). Επομένως, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, ειδικότερος λόγος αυτής περί εσφαλμένης λήψεως ή μη λήψεως υπόψη εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή προσδόσεως από αυτό αυξημένης ή ελαττωμένης έναντι της προβλεπόμενης στο νόμο αποδεικτικής δύναμης σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και του οποίου γίνεται επανεπίκληση και επαναπροσκομιδή, αποβαίνει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού σε κάθε περίπτωση το εφετείο έχει και χωρίς ειδικό παράπονο την υποχρέωση καθολικής επανεκτιμήσεως των αποδείξεων, της οποίας η παραβίαση κατά την κατάστρωση της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού του συλλογισμού ιδρύει τον από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως της δικής του αποφάσεως (ΟλΑΠ 42/2002, ΕΕΔ 2003/425 = Δνη 2003/375).

Κατ’ ακολουθίαν, ο πρώτος από τους λόγους της ένδικης έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες, πέραν των αιτιάσεων που επί της ουσίας με τους λοιπούς προβάλλουν, μέμφονται την εκκαλουμένη, επειδή αξιολόγησε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα τις με αριθμούς …../2018 και …../2018 δύο [2] ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες θα γίνει αναφορά και πιο κάτω, μολονότι αυτές είχαν ληφθεί στο πλαίσιο άλλης δίκης και, επομένως, μπορούσαν να αποτελέσουν βάση συναγωγής δικαστικών τεκμηρίων και μόνον, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, τούτο δε ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται ότι ελήφθησαν υπόψη οι επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις, όπως και το σύνολο των εγγράφων που προσκομίστηκαν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και, δεύτερον, του ότι το αποδιδόμενο στην εκκαλουμένη σφάλμα, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι πράγματι εμφιλοχώρησε, δεν αρκεί για την ευδοκίμηση της εφέσεως και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθόσον το αποδεικτικό της πόρισμα δύναται να κριθεί, παρά ταύτα, ορθό, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο του ερευνώμενου λόγου να απορρέει και από την αλυσιτέλεια της προβολής του.