Αριθμός 1591/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Μαρία Καραμανώφ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Βασιλική Κίντζιου, Χριστίνα Σιταρά, Σύμβουλοι, Χριστιάνα Μπολόφη, Ουρανία Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ιωάννα Παπαχαραλάμπους, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 10 Οκτωβρίου 2019 αίτηση:
tων: 1. Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, που εδρεύει στην Αθήνα (Πλουτάρχου 3), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ΕΚ, που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του και 2. Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, που εδρεύει στην Αθήνα (Σεβαστουπόλεως 113), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο ΕΠ, που τη διόρισε με εξουσιοδότηση Προέδρου και πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Υγείας, ο οποίος παρέστη με τη ΒΠ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
και κατά του παρεμβαίνοντος Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, που εδρεύει στην Αθήνα (Πειραιώς 134 και Αγαθημέρου), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: α. ΑΠ και β. ΗΔ, που τους διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες Σύλλογοι επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Γ5α/Γ.Π. οικ. 49734/2019 απόφαση του Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ Β΄ 2811) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Βασιλικής Κίντζιου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος συλλόγου που εμφανίσθηκε, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους του παρεμβαίνοντος Συλλόγου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε kατά τον Νόμο
.....
5. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 21 παρ. 3 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών...» και στο άρθρο 5 παρ. 5, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84), ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας…». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι με το άρθρο 21 παρ. 3 αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα και ιδρύεται ευθεία εκ του Συντάγματος υποχρέωση του κράτους για την προστασία της υγείας των πολιτών, προς πραγμάτωση της οποίας επιβάλλεται η λήψη θετικών μέτρων, ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου, ενόψει και της συνταγματικής κατοχύρωσης, με το άρθρο 5 παρ. 5, του ατομικού δικαιώματος των πολιτών στην προστασία της υγείας. Ειδικότερα, στα μέτρα αυτά εντάσσονται και τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών οι οποίες συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, όπως είναι ο εποχικός (αντιγριπικός) εμβολιασμός, ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία υπό την έννοια της πρόληψης νοσημάτων, της προφύλαξης από αυτά και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους, εξάλλου, παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του (Σ.τ.Ε. 201/2020 Ολ., 2137,2568/2019, 431/2018 Ολ., 1749/2016 Ολ., 3802/2014 Ολ., 1187/2009 Ολ., 400/1986 Ολ.). Περαιτέρω, σε εκπλήρωση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής, η άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας που συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών υγείας επιτρέπεται μόνο σε όσα πρόσωπα έχουν τα προσόντα εκείνα τα οποία ο τυπικός ή κανονιστικός νομοθέτης έχει κρίνει αναγκαία, προκειμένου να διασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υψηλού επιπέδου υπηρεσιών για την προστασία της δημόσιας υγείας (Σ.τ.Ε. 2568/2019 7μ., 431/2018 Ολ., 1804/2017 Ολ., 1790/2016, 1634/2009, 2267/2005 7μ.). Εξάλλου, προς αποτελεσματική διαφύλαξη του έννομου αυτού αγαθού κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε επικρατουσών συνθηκών, ο τυπικός ή κανονιστικός νομοθέτης δεν κωλύεται, παρεμβαίνοντας, στον αναγκαίο βαθμό, σε επαγγελματική ή άλλη δραστηριότητα, να τροποποιεί υφιστάμενες ρυθμίσεις ως προς το αντικείμενο ενασχόλησης, προκειμένου να καταστήσει δυνατή την άσκησή του από ευρύτερο κύκλο προσώπων που κρίνει ότι, σε συνδυασμό με την παράλληλη θέσπιση πρόσφορου συστήματος πρόσβασης, πληρούν τα αναγκαία επιστημονικά προσόντα για την ορθή και αποτελεσματική επιτέλεση της αποστολής τους, ώστε να διασφαλίζεται πλήρως το συνταγματικώς επιβαλλόμενο επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας. Κατά τον καθορισμό των σχετικών ρυθμίσεων, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς την καταλληλότητα και αναγκαιότητά τους και, συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο) περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είναι προδήλως απρόσφορη ή υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (Σ.τ.Ε. 201/2020 Ολ., 1789/2019 7μ., 2461/2018 7μ., 4569/2015 7μ., 3962/2014 Ολ., 1210/2010 Ολ.).
6. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ευρύτητα της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενο της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 43 προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον όμως πρόκειται περί «ειδικότερων» θεμάτων ή θεμάτων «με τοπικό ενδιαφέρον» ή «με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, το νομοθετικό κείμενο να περιέχει όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά, επιπλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Εξάλλου, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές και κατευθύνσεις στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών (Σ.τ.Ε. 283,1125,1529/2020, 509,1601/2019 7μ., 2307/2018 Ολ., 1804/2017 Ολ., 1749/2016 Ολ., 520/2015 Ολ., 2573/2015, 3404,3013/2014 Ολ., 2186/2013 Ολ., 2266/2013 7μ., 235/2012 Ολ., 1210/2010 Ολ., 2815/2004 Ολ., 2304/1995 Ολ.).
7. Επειδή, ο ισχύων κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης ν. 3370/2005 «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών δημόσιας υγείας...» (Α΄ 176) -πριν από την κατάργηση, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων άρθρων 1 και 3 με το άρθρο 16 του ν. 4675/2020 (Α΄ 54/11.3.2020)- ορίζει στο άρθρο 1 ότι «Η δημόσια υγεία είναι επένδυση για τη διατήρηση και βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας. Ως δημόσια υγεία ορίζεται το σύνολο των οργανωμένων δραστηριοτήτων της πολιτείας και της κοινωνίας, που είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες και αποβλέπουν στην πρόληψη νοσημάτων, στην προστασία και την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού, στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής...» και στο άρθρο 3 ότι «Η δημόσια υγεία περιλαμβάνει ευρύτατες λειτουργίες και δράσεις, οι κυριότερες των οποίων είναι: (α)...(β) Η προστασία και προαγωγή της υγείας και η πρόληψη των νοσημάτων. (γ) Ο έλεγχος και η αποτελεσματική διαχείριση των λοιμωδών νοσημάτων και των άλλων νοσημάτων υψηλού κινδύνου και επιπολασμού. (δ) Η προάσπιση των αναγκών υγείας των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού...(θ) Η ανάπτυξη πολιτικών που προάγουν την υγεία και τη βιωσιμότητα και η διατήρηση, βελτίωση και ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας».
8. Επειδή, ο ν. 4600/2019 «Εκσυγχρονισμός και Αναμόρφωση Θεσμικού Πλαισίου Ιδιωτικών Κλινικών, Σύσταση Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, Σύσταση Εθνικού Ινστιτούτου Νεοπλασιών και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 43) ορίζει στην παράγραφο 1 του τιτλοφορούμενου «Ρυθμίσεις Φαρμακείων και Ζητημάτων Δημόσιας Υγείας» άρθρου 160 τα εξής: «Επιτρέπεται στα ιδιωτικά φαρμακεία, στα πλαίσια της λειτουργίας τους ως Μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ο αδειούχος φαρμακοποιός να προβαίνει στη διενέργεια εποχικού εμβολιασμού και στη χορήγηση αντιτετανικού ορού στους πολίτες, ύστερα από σχετική πιστοποίηση. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, ύστερα από γνώμη του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, καθορίζονται ειδικότερα οι όροι, προϋποθέσεις και η διαδικασία της προαναφερόμενης πιστοποίησης».
9. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας-προσθήκης, που υιοθετήθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων ως το προαναφερόμενο άρθρο 160 του ν. 4600/2019, διαλαμβάνονται σχετικώς τα ακόλουθα: «Στην παρ. 1, ορίζεται ότι με σκοπό την απρόσκοπτη συνέχεια της φροντίδας του ασθενούς σε πρωτοβάθμιο επίπεδο και της επίτευξης αποτελεσματικής εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού της χώρας, οι αδειούχοι φαρμακοποιοί (ήτοι οι φαρμακοποιοί που έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος και εργάζονται νόμιμα σε αδειοδοτημένα φαρμακεία), μπορούν να προβαίνουν σε συγκεκριμένες πράξεις πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας». Σύμφωνα δε με τα παρατιθέμενα στην «έκθεση αξιολόγησης συνεπειών ρύθμισης», η οποία συνοδεύει την ως άνω τροπολογία-προσθήκη, «Με την παρ. 1, αποσαφηνίζεται η διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων στο πλαίσιο της παροχής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας από τα φαρμακεία, που διασφαλίζει την πρόληψη από μεταδοτικά νοσήματα και από ασθένειες των πολιτών».
10. Επειδή, βάσει της εξουσιοδοτικής διάταξης του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 160 του ν. 4600/2019 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη Γ5α/Γ.Π.οικ.49734/2.7.2019 απόφαση του Υπουργού Υγείας με τίτλο «Καθορισμός όρων, προϋποθέσεων και διαδικασίας πιστοποίησης φαρμακοποιών για την διενέργεια στα φαρμακεία εποχιακού εμβολιασμού και χορήγησης αντιτετανικού ορού στους πολίτες», η οποία ορίζει τα εξής: «1. Η Κλινική Κοινωνικής και Οικογενειακής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης ορίζεται ως Αρχή πιστοποίησης των φαρμακοποιών προκειμένου να διενεργούν στα φαρμακεία εποχιακό εμβολιασμό και να χορηγούν αντιτετανικό ορό στους πολίτες. 2. Η Κλινική Κοινωνικής και Οικογενειακής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης αναλαμβάνει τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος και του περιεχομένου της εκπαίδευσης, τη διαδικασία εκπαίδευσης, καθώς και τον τρόπο εξέτασης των φαρμακοποιών από κοινού με τον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο. 3. Η διαδικασία εκπαίδευσης καθώς και ο τρόπος εξέτασης των φαρμακοποιών που επιθυμούν να λάβουν τη σχετική πιστοποίηση θα λαμβάνει χώρα εξ αποστάσεως (e-learning) μέσω της ηλεκτρονικής πύλης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Επαγγελματική Εκπαίδευση και Ανάπτυξη Φαρμακοποιών Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία» (ΙΔΕΕΑΦ) του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου. Το ΙΔΕΕΑΦ θα αναρτά το εκπαιδευτικό υλικό και θα ενσωματώνει στη διαδικτυακή πλατφόρμα το ερωτηματολόγιο της εξέτασης. 4. Η πιστοποίηση της επιτυχούς παρακολούθησης της εκπαίδευσης πραγματοποιείται δια της εξετάσεως των φαρμακοποιών μέσω της ανωτέρω ηλεκτρονικής πύλης, με την επιτυχή συμπλήρωση του ερωτηματολογίου. 5. Οι επιτυχόντες στην εξέταση φαρμακοποιοί λαμβάνουν ηλεκτρονικώς βεβαίωση πιστοποίησης περί διενέργειας στα φαρμακεία εποχιακού εμβολιασμού και χορήγησης αντιτετανικού ορού στους πολίτες, από τον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο, μέσω της Κλινικής Κοινωνικής και Οικογενειακής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, η οποία είναι αρμόδια για την επικύρωση των αποτελεσμάτων. 6. Η ανωτέρω βεβαίωση πιστοποίησης αναρτάται σε εμφανές σημείο εντός του φαρμακείου. 7. Το περιεχόμενο και ο τύπος της πιστοποίησης είναι ο ακόλουθος: [παρατίθεται το σχετικό υπόδειγμα]».
11. Επειδή, σε ό,τι αφορά την προκείμενη υπόθεση, η άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος διέπεται κατά βάση από τις ακόλουθες νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης: Ο ν. 5607/1932 «Περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως της φαρμακευτικής νομοθεσίας» (Α΄ 300) ορίζει στο άρθρο 34 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 του α.ν. 751/1937 (Α΄ 239), ότι «Η εκτέλεσις των συνταγών…επιτρέπεται μόνον εις φαρμακοποιούς…και εντός των φαρμακείων…». Το ν.δ. 96/1973 «Περί της εμπορίας εν γένει των φαρμακευτικών, διαιτητικών και καλλυντικών προϊόντων» (Α΄ 172) ορίζει στο άρθρο 13 ότι «1...3. Οι φαρμακοποιοί υποχρεούνται όπως χορηγούν τα εν τη ιατρική συνταγή αναγραφόμενα προϊόντα απαγορευομένης αυστηρώς της αντικαταστάσεως αυτών δι’ ετέρων προϊόντων. 4. Άπαντα τα φάρμακα χορηγούνται κατόπιν ιατρικής συνταγής. Άνευ ιατρικής συνταγής χορηγούνται φάρμακα ων η άδεια κυκλοφορίας...ορίζει ούτω. 5...». Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 1963/1991 «Τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων της φαρμακευτικής νομοθεσίας...» (Α΄ 138), «Το φάρμακο είναι κοινωνικό αγαθό...». Περαιτέρω, το π.δ. 312/1992 «Οργάνωση και συγκρότηση φαρμακείων» (Α΄ 157), το οποίο εκδόθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 4 παρ. 5 του ν. 1963/ 1991, ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι «Στο φαρμακείο: α) Εκτελούνται οι πάσης φύσεως αναγραφόμενες από τους ιατρούς...συνταγές και β) Πωλούνται λιανικώς φάρμακα, φαρμακευτικά προϊόντα και φαρμακευτικές ουσίες...», στο άρθρο 4 ότι «Κάθε φαρμακείο υποχρεούται να είναι εφοδιασμένο με τα εξής: 1. Φάρμακα, α...β. Επαρκείς ποσότητες ιδιοσκευασμάτων και σκευασμάτων…κυκλοφορούντων φαρμάκων, για την κάλυψη των αναγκών του Κοινού...και γενικά την κίνηση εκτελέσεως συνταγών. γ...», στο άρθρο 8 παρ. 1 ότι «Οι συνταγές των ιατρών…εκτελούνται υποχρεωτικά, αποκλειστικά και μόνον στα λειτουργούντα φαρμακεία» και στο άρθρο 9 ότι «Οι συνταγές εκτελούνται από τον...φαρμακοποιό ή τον νόμιμο αντικαταστάτη του...[ο οποίος] υπογράφει και σφραγίζει [αυτές] με την προσωπική του σφραγίδα». Επίσης, ο «Κώδικας της Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας», τεθείς σε ισχύ με το άρθρο πρώτο του κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 52 παρ. 2 του ν. 3601/1928 (Α΄ 119) εκδοθέντος π.δ. 340/1993 (Α΄ 145), διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Άρθρο 2 «Το φάρμακο αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα στην πρόληψη και θεραπεία της ασθένειας και ο φαρμακοποιός είναι ο μόνος καθ’ ύλην ειδικός στον τομέα διακίνησης του φαρμάκου, λόγω της επιστημονικής του εκπαίδευσης». Άρθρο 3 «Για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και προς το συμφέρον του καταναλωτού, η ευθύνη και η συμμετοχή του φαρμακοποιού πρέπει να εκτείνεται σε όλα τα στάδια διαδικασίας από την παραγωγή ως την χορήγηση του φαρμάκου στο κοινό». Άρθρο 7 «Ο φαρμακοποιός...ασκεί λειτούργημα και οφείλει να το ασκεί σύμφωνα με τους ισχύοντας νόμους...και με τον όρκο που έδωσε ...». Άρθρο 8 «...οφείλει να έχει ανώτερη αντίληψη για την αποστολή και την ιερότητα του φαρμακευτικού λειτουργήματος και να απέχει από κάθε ενέργεια που δύναται να μειώσει την εκτίμηση του κοινωνικού συνόλου για το λειτούργημα του φαρμακοποιού ή αντιτίθεται στα χρηστά ήθη...». Άρθρο 9 «Ο φαρμακοποιός οφείλει την ίδια αφοσίωση σε όλους τους ασθενείς που τον επισκέπτονται και εντός των ορίων των γνώσεών του να παρέχει κάθε βοήθεια σε ασθενή που βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο και εφ’ όσον δεν δύναται εκείνη την στιγμή να υπάρξει ιατρική βοήθεια». Άρθρο 11 «...είναι υποχρεωμένος να παρέχει την συνδρομή του στο έργο της κοινωνικής υγιεινής και να συνεργάζεται με τις κρατικές αρχές για την προστασία και την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας». Άρθρο 14 «...οφείλει να ασκεί προσωπικώς την φαρμακευτική...». Άρθρο 20 «...οφείλει να δίδει σαφείς οδηγίες χρήσεως των χορηγουμένων φαρμάκων στους πελάτες του φαρμακείου…». Άρθρο 21 «Ο φαρμακοποιός όταν χορηγεί τα φάρμακα που αναγράφονται σε συνταγές, καθώς και τα άλλα διακινούμενα προϊόντα, οφείλει να ελέγχει αν τα χορηγούμενα είδη πληρούν τις νόμιμες προδιαγραφές». Άρθρο 23 «Απαγορεύεται στον φαρμακοποιό να αντικαθιστά με άλλα φάρμακα τα αναγραφόμενα σε ιατρική συνταγή...χωρίς την έγκριση του ιατρού που εξέδωσε την συνταγή...». Άρθρο 26 «...απαγορεύεται να παρέχει στους πελάτες του ιατρικές συμβουλές και οφείλει να προτρέπει τους ασθενείς πελάτες να επισκεφθούν το γιατρό για τα προβλήματα της υγείας τους». Άρθρο 27 «Οι φαρμακοποιοί οφείλουν να απαντούν με περίσκεψη στις ερωτήσεις ασθενών ή των οικείων τους αναφορικά με την φύση της νόσου του ασθενούς, την αποτελεσματικότητα των χορηγουμένων φαρμάκων από τον γιατρό και την πιθανή πορεία της νόσου» και άρθρο 28 «...οφείλουν να απέχουν από κάθε διατύπωση γνώμης για την διάγνωση του γιατρού, την πρόγνωση της πορείας και τη θεραπεία της ασθένειας. Ιδίως πρέπει να αποφεύγουν τον σχολιασμό ενώπιον των ασθενών ή των οικείων τους των αποτελεσμάτων παραϊατρικών εξετάσεων».
12. Επειδή, εξάλλου, όσον αφορά στα συμβεβλημένα με τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) φαρμακεία, ο ισχύων κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο ν. 4486/2017 «Μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, επείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας...» (Α΄ 115) ορίζει, στο άρθρο 4 παρ. 2, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 4238/2014 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ…» (Α΄ 38), ότι τα εν λόγω φαρμακεία «συνιστούν το Τοπικό Δίκτυο Π.Φ.Υ. [Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας]» από κοινού με τους λοιπούς αναφερόμενους φορείς (δημόσιες δομές παροχής υπηρεσιών Π.Φ.Υ., συμβεβλημένοι με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. πάροχοι υπηρεσιών Π.Φ.Υ. και δημοτικά ιατρεία) και ότι «μπορεί να συμμετέχουν σε δράσεις προαγωγής υγείας και πρόληψης, υπό την εποπτεία της οικείας Δ.Υ.Πε.[Διοίκησης Υγειονομικής Περιφέρειας]». Περαιτέρω, ο ανωτέρω ν. 4486/ 2017 ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Ως Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας...νοείται το σύνολο των ολοκληρωμένων υπηρεσιών εντός του Εθνικού Συστήματος Υγείας, οι οποίες έχουν σκοπό την παρακολούθηση, διατήρηση και βελτίωση της υγείας του ανθρώπου. Οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν την προαγωγή της υγείας, την πρόληψη της νόσου, τη διάγνωση, τη θεραπεία, την ολοκληρωμένη φροντίδα και τη συνέχεια αυτής...2. Οι υπηρεσίες Π.Φ.Υ. περιλαμβάνουν: α) τις υπηρεσίες υγείας για την παροχή των οποίων δεν απαιτείται εισαγωγή του ατόμου σε νοσηλευτική μονάδα, β)...ζ) την υλοποίηση προγραμμάτων εμβολιασμού, η)...» και στο άρθρο 3 παρ. 1 ότι «Οι υπηρεσίες Π.Φ.Υ. παρέχονται στο πλαίσιο ενός ενιαίου, ολοκληρωμένου και αποκεντρωμένου συστήματος που οργανώνεται, διοικείται και λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.) εντασσόμενο στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.), σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία…». Συναφώς, δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 1579/1985 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή και ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας...» (Α΄ 217), κατά το οποίο «Για τη μελέτη ειδικών θεμάτων ή προβλημάτων μπορούν να συγκροτούνται με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επιτροπές ή ομάδες εργασίας ή αξιολόγησης από ειδικούς επιστήμονες και στελέχη του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και από ιδιώτες...», συνιστάται ειδική επιτροπή εμβολιασμών, η οποία καταρτίζει τα οικεία εθνικά προγράμματα εμβολιασμών.
13. Επειδή, βασικό ενωσιακό νομοθέτημα που διέπει την παραγωγή και κυκλοφορία φαρμάκων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) αποτελεί η οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Νοεμβρίου 2001 «περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση» (L 311), όπως έχει ήδη τροποποιηθεί, η οποία αποσκοπεί πρωτίστως στην προστασία της δημόσιας υγείας, ενόψει και του ότι, κατά τα ρητώς αναφερόμενα στο προοίμιό της (2η αιτιολογική σκέψη), «Κάθε κανόνας που διέπει την παραγωγή, διανομή ή χρησιμοποίηση φαρμάκων πρέπει να έχει ως βασικό στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας». Για την εναρμόνιση «της ελληνικής νομοθεσίας προς την αντίστοιχη νομοθεσία της Ε.Ε. στον τομέα της παραγωγής και της κυκλοφορίας φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, σε συμμόρφωση με την υπ' αριθμ. 2001/83/ΕΚ Οδηγία..., όπως ισχύει και όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2011/62/ΕΕ... (L 174...)» εκδόθηκε, σύμφωνα με τον ως άνω ομώνυμο τίτλο της, η Δ.ΥΓ3α/Γ.Π.32221/2013 κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας (Β΄ 1049), κατ' επίκληση, μεταξύ άλλων, της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 1316/1983 «Ίδρυση, οργάνωση και αρμοδιότητες του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.)...τροποποίηση και συμπλήρωση της Φαρμακευτικής Νομοθεσίας...» (Α΄ 3). Η, ισχύουσα κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση ορίζει στο άρθρο 2 ότι «...νοείται ως: 1. Φάρμακο: «α) κάθε ουσία ή συνδυασμός ουσιών που εμφανίζεται να έχει θεραπευτικές ή προφυλακτικές ιδιότητες για τις ασθένειες ανθρώπων ή β) κάθε ουσία ή συνδυασμός ουσιών που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να χορηγηθεί σε ανθρώπους, με σκοπό είτε να αποκατασταθούν, να διορθωθούν ή να τροποποιηθούν φυσιολογικές λειτουργίες με την άσκηση φαρμακολογικής, ανοσολογικής ή μεταβολικής δράσης, είτε να γίνει ιατρική διάγνωση. 2...5. Ανοσολογικό φάρμακο: κάθε φάρμακο που συνίσταται σε εμβόλια, τοξίνες, ορούς ή αλλεργιογόνα προϊόντα: α)…22. Ιατρική συνταγή: κάθε συνταγή φαρμάκων που προέρχεται από ιατρό ή άλλο επαγγελματία του τομέα της υγείας εξουσιοδοτημένο να χορηγεί συνταγές, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. 23...». Παρεμφερούς περιεχομένου ρύθμιση περί της έννοιας του φαρμάκου και του ανοσολογικού φαρμάκου περιλαμβάνει και το άρθρο 2 παρ. 2 περ. β και γ του ανωτέρω ν. 1316/1983, όπως ισχύει. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της ως άνω κ.υ.α. Δ.ΥΓ3α/ Γ.Π.32221/2013, «Η παρούσα…εφαρμόζεται μόνο στα φάρμακα για ανθρώπινη χρήση που προορίζονται να κυκλοφορήσουν στην Ελληνική αγορά και παράγονται βιομηχανικώς ή για την παραγωγή των οποίων χρησιμοποιείται κάποια βιομηχανική μέθοδος». Σχετικά με τη θέση σε κυκλοφορία φαρμάκων στην αγορά (Μέρος ΙΙΙ, άρθρα 7-56), η ίδια κοινή υπουργική απόφαση προβλέπει στο άρθρο 7 παρ. 1 ότι «Κανένα φάρμακο δεν δύναται να διατεθεί στην ελληνική αγορά χωρίς άδεια κυκλοφορίας από τον Ε.Ο.Φ., που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις τις παρούσας Υπουργικής απόφασης, εκτός αν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας με την κεντρική διαδικασία, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ 726/2004)...». Επίσης, ως προς την κατάταξη των φαρμάκων (Μέρος VI, άρθρα 95-101), η αυτή κοινή υπουργική απόφαση ορίζει στο άρθρο 95 ότι «1. Όταν ο Ε.Ο.Φ. χορηγεί άδεια κυκλοφορίας φαρμάκου, το κατατάσσει ρητά στα: - φάρμακα που χορηγούνται με ιατρική συνταγή, - φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή. Για το σκοπό αυτό, ο Ε.Ο.Φ. εφαρμόζει τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 96 παράγραφος 1. 2. Ο Ε.Ο.Φ. μπορεί να καθορίζει υποκατηγορίες για τα φάρμακα που μπορούν να χορηγούνται μόνον με ιατρική συνταγή...», στο άρθρο 96 παρ. 1 ότι «Τα φάρμακα χορηγούνται μόνο με ιατρική συνταγή εφόσον: - ενδέχεται να θέσουν, αμέσως ή εμμέσως, την υγεία σε κίνδυνο ακόμη και όταν γίνεται κανονική χρήση αυτών, εάν χρησιμοποιούνται χωρίς ιατρική παρακολούθηση, ή - γίνεται συχνά και σε πολύ μεγάλο βαθμό μη ορθή χρήση αυτών με αποτέλεσμα να τίθεται, αμέσως ή εμμέσως, η υγεία των ανθρώπων σε κίνδυνο, ή -περιέχουν ουσίες ή παρασκευάσματα με βάση τις ουσίες αυτές, των οποίων η δράση ή/και οι παρενέργειες είναι αναγκαίο να μελετηθούν εκτενέστερα, ή -συνήθως συνταγογραφούνται για παρεντερική χορήγηση», στο άρθρο 97 ότι «Τα φάρμακα που χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή είναι εκείνα που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στο άρθρο 96» και στο άρθρο 98 ότι «Ο Ε.Ο.Φ. καταρτίζει κατάλογο των φαρμάκων των οποίων η χορήγηση στην Ελλάδα γίνεται μόνο με ιατρική συνταγή προσδιορίζοντας, όπου απαιτείται, την κατηγορία στην οποία κατατάσσονται. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται κάθε χρόνο».
14. Επειδή, εξάλλου, ο ν. 3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας» (Α΄ 287) ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Ιατρική πράξη είναι εκείνη που έχει ως σκοπό τη με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου. 2. … 3. Στην έννοια της ιατρικής πράξης περιλαμβάνονται και η συνταγογράφηση, η εντολή για διενέργεια πάσης φύσεως παρακλινικών εξετάσεων, η έκδοση ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων και η γενική συμβουλευτική υποστήριξη του ασθενή. 4. Κατά τον παρόντα Κώδικα: α) στην έννοια "ασθενής" περιλαμβάνεται κάθε χρήστης των υπηρεσιών υγείας, β) … 5. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος και την παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας φροντίδας υγείας στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα και ανεξάρτητα από τον τρόπο ή τη μορφή άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, ατομικά, ομαδικά ή με τη μορφή ιατρικής εταιρείας, ως ελεύθερο επάγγελμα ή όχι». Ο ίδιος νόμος προβλέπει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Η άσκηση της ιατρικής είναι λειτούργημα που αποσκοπεί στη διατήρηση, βελτίωση και αποκατάσταση της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής υγείας του ανθρώπου, καθώς και στην ανακούφισή του από τον πόνο» και στο άρθρο 3 ότι «1. Κάθε ιατρός απολαύει κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, επιστημονικής ελευθερίας και ελευθερίας της συνείδησής του, παρέχει δε τις ιατρικές του υπηρεσίες με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. 2…3. Ο ιατρός, κατά την άσκηση της ιατρικής, ενεργεί με πλήρη ελευθερία, στο πλαίσιο των γενικά αποδεκτών κανόνων και μεθόδων της ιατρικής επιστήμης...Έχει δικαίωμα για επιλογή μεθόδου θεραπείας, την οποία κρίνει ότι υπερτερεί σημαντικά έναντι άλλης, για τον συγκεκριμένο ασθενή, με βάση τους σύγχρονους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, και παραλείπει τη χρήση μεθόδων που δεν έχουν επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση». Περαιτέρω, ο ανωτέρω ν. 3418/2005 ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 3 ότι «Ο ιατρός οφείλει, χωρίς να περιορίζεται η ηθική και επιστημονική ανεξαρτησία του, και χωρίς να παραβλέπει το όφελος του συγκεκριμένου ασθενή, να συνταγογραφεί και να προχωρεί μόνο στις ιατρικές πράξεις οι οποίες είναι απαραίτητες για την εξασφάλιση της ποιότητας, της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της υγειονομικής φροντίδας ή της θεραπείας που παρέχεται» και στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι «...οι ιατρικές συνταγές που εκδίδονται κατά τους νόμιμους τύπους, έχουν το ίδιο κύρος και την ίδια νομική ισχύ ως προς τις νόμιμες χρήσεις και ενώπιον όλων των αρχών και υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το αν εκδίδονται από ιατρούς που υπηρετούν σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτες ιατρούς...». Σύμφωνα δε με το άρθρο 6 παρ. 3 του αυτού νόμου, «Δεν επιτρέπεται σε ιατρούς οι οποίοι έχουν δίπλωμα φαρμακοποιού ή οδοντιάτρου ή άλλου υγειονομικού επαγγέλματος να διατηρούν φαρμακεία, οδοντιατρεία ή άλλα παρεμφερή καταστήματα σε λειτουργία, εκτός εάν παύσουν την άσκηση της ιατρικής και τη χρησιμοποίηση του τίτλου του ιατρού».
15. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η εξουσιοδοτική διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 160 του ν. 4600/2019, επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, αντίκειται, ως μη ειδική, στις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, καθόσον τα θέματα στα οποία αφορά η παρεχόμενη εξουσιοδότηση δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο σε σχέση με το είδος και τη διάρκεια της εκπαίδευσης του φαρμακοποιού για την απόκτηση της πιστοποίησης, περαιτέρω δε ο τυπικός νομοθέτης δεν καθορίζει, έστω σε γενικό πλαίσιο, τη βασική ουσιαστική ρύθμιση του θέματος, ώστε αυτό να μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα δυνάμενο να ρυθμισθεί με υπουργική απόφαση και όχι με προεδρικό διάταγμα. Προβάλλεται, επίσης, ότι η ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη δεν είναι ειδική «κατά το μέρος που αναφέρεται στη ρύθμιση κάθε άλλου θέματος σχετικά με την πιστοποίηση».
16. Επειδή, η παρατιθέμενη στην όγδοη σκέψη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 160 του ν. 4600/2019 εισάγει ουσιαστική ρύθμιση, με την οποία ο εποχικός εμβολιασμός και η χορήγηση αντιτετανικού ορού στους πολίτες επιτρέπεται να διενεργούνται σε ιδιωτικά φαρμακεία στο πλαίσιο λειτουργίας τους ως μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ορίζει ότι οι πράξεις αυτές εκτελούνται από τον κάτοχο της σχετικής άδειας άσκησης του επαγγέλματος φαρμακοποιό, εφόσον έχει λάβει την προς τούτο πιστοποίηση. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της ίδιας παραγράφου 1 εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Υγείας να καθορίσει με κανονιστική απόφασή του, κατόπιν γνωμοδότησης του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, επιμέρους ζητήματα που αφορούν τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία της προαναφερόμενης πιστοποίησης. Με το περιεχόμενο αυτό η εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη είναι ειδική και ορισμένη κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι προσδιορίζει κατά τρόπο συγκεκριμένο τα ανωτέρω ζητήματα τα οποία μπορεί να ρυθμίσει ο κανονιστικός νομοθέτης. Τα ζητήματα δε αυτά αποτελούν ειδικότερα -με τεχνικού χαρακτήρα πτυχές- θέματα, κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος, σε σχέση με την προπεριγραφόμενη βασική ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 160, ως εξειδίκευση της εν λόγω ρύθμισης, η οποία δεν απαιτείται να προσδιορίζει το περιεχόμενο και τη διάρκεια του ακολουθητέου εκπαιδευτικού προγράμματος για την απόκτηση της μνησθείσας πιστοποίησης. Ενόψει τούτου, συμφώνως προς τη συνταγματική αυτή διάταξη παρεσχέθη η αρμοδιότητα της κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστικής ρύθμισης των σχετικών με τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία της πιστοποίησης θεμάτων στον Υπουργό Υγείας, ως όργανο της Διοίκησης άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου, χωρίς ειδικότερες αιτιάσεις, ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως. Περαιτέρω, ο αυτός λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως επί εσφαλμένης εκδοχής ερειδόμενος, κατά το μέρος που υπολαμβάνει ότι η εξουσιοδοτική διάταξη αναφέρεται «στη ρύθμιση κάθε άλλου θέματος σχετικού με την πιστοποίηση», διότι αυτή δεν έχει την αποδιδόμενη από τους αιτούντες εν λόγω διατύπωση.
17. Επειδή, προβάλλεται, επίσης, ότι η ρυθμίζουσα θέματα συναπτόμενα με την προστασία της δημόσιας υγείας προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση δεν είναι νόμιμη, διότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.), ενόψει των οριζόμενων στο σχετικό με τις αρμοδιότητές του άρθρο 3 παρ. 1 περ. α του ν. 1278/1982 «Για σύσταση Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας» (Α΄ 105), κατά το οποίο το ΚΕ.Σ.Υ. «[έ]χει ουσιαστική ευθύνη για το σχεδιασμό, τον προγραμματισμό, τον προσδιορισμό των γενικών στόχων και κατευθύνσεων και τη διαμόρφωση γενικά της εθνικής στρατηγικής στον τομέα υγείας και την υποβολή των σχετικών προτάσεων στον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας». Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Υγείας εκδόθηκε κατόπιν της προβλεπόμενης από την εξουσιοδοτική διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 160 του ν. 4600/2019 προηγούμενη γνώμη του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, η οποία περιέχεται στο αναφερόμενο στο προοίμιό της 4/21.6.2019 πρακτικό («απόφαση») του Διοικητικού Συμβουλίου του Π.Φ.Σ., συνοδευόμενο από όμοιο κατά βάση σχέδιο της εν λόγω υπουργικής απόφασης. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ερειδόμενη επί της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης κανονιστική υπουργική απόφαση παρίσταται νόμιμη από της εξεταζόμενης άποψης, εφόσον η ειδική αυτή διάταξη δεν επιβάλλει προηγούμενη γνωμοδότηση του ΚΕ.Σ.Υ. ως ουσιώδη τύπο της διαδικασίας έκδοσης της υπουργικής απόφασης, μη εφαρμοζόμενων στην προκείμενη περίπτωση των περί αρμοδιοτήτων του γενικών διατάξεων, σύμφωνα με τις οποίες το ΚΕ.Σ.Υ. έχει γενική συμβουλευτική αρμοδιότητα σε θέματα δομής και λειτουργίας του συστήματος υγείας, τόσο υπό την έννοια της διατύπωσης προτάσεων για τη διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής στον τομέα της υγείας, όσο και της γνωμοδότησης επί παντός θέματος τρέχουσας πολιτικής για το οποίο ζητείται η επιστημονική άποψή του από τον Υπουργό Υγείας (βλ. ιδίως άρθρα 1 και 3 παρ. 1 περ. α, β του ν. 1278/1982 και άρθρο 3 παρ. 2 του ίδιου ν. 1278/1982 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 3 περ. α-γ του α.ν. 200/1967, Α΄ 215). Επομένως, ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
18. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η διάταξη του άρθρου 160 παρ. 1 εδ. πρώτο του ν. 4600/2019 είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στα άρθρα 21 παρ. 3 και 5 παρ. 5 του Συντάγματος, διότι, επιτρέποντας τη διενέργεια εποχικού (αντιγριπικού) εμβολιασμού και αντιτετανικού ορού σε φαρμακοποιούς οι οποίοι είναι μεν επιστήμονες υγείας αλλά όχι ιατροί, θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία των πολιτών, εφόσον η νομοθετική αυτή μεταβολή στερείται των αναγκαίων εχέγγυων ασφάλειας και αποτελεσματικότητας προς επίτευξη του συνταγματικώς απαιτούμενου υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας. Προβάλλεται, επίσης, ότι η ίδια νομοθετική διάταξη, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τα άρθρα 21 παρ. 3, 5 παρ. 5 και 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος, «περιορίζει υπέρμετρα το δικαίωμα άσκησης προληπτικής ιατρικής, με γνώμονα την παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας από τους ιατρούς», «αναιρεί...την επιστημονική ελευθερία του ιατρού στην επιλογή του ενδεδειγμένου -ή όχι- εμβολιασμού για τον κάθε ασθενή του» και «καταργεί στην ουσία την κρίση του ιατρού». Συναφώς, προβάλλεται ότι οι εξειδικεύουσες την εν λόγω ρύθμιση διατάξεις της Γ5α/Γ.Π.οικ.49734/2019 απόφασης του Υπουργού Υγείας πάσχουν διότι, ερειδόμενες στην ανίσχυρη, ως αντικειμένη στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, εξουσιοδότηση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του ως άνω άρθρου 160, καθορίζουν, κατά παράβαση των αυτών συνταγματικών διατάξεων, τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία χορήγησης σε φαρμακοποιούς της σχετικής πιστοποίησης. Υποστηρίζεται, ειδικότερα, ότι η επιλεγόμενη από τον κανονιστικό νομοθέτη υποτυπώδης διαδικτυακή εκπαίδευση μη ιατρών για την εκτέλεση των προαναφερόμενων πράξεων κατόπιν πιστοποιημένης επιμόρφωσης θίγει τη δημόσια υγεία, χωρίς μάλιστα η θέσπιση της ρύθμισης αυτής να παρίσταται αναγκαία και πρόσφορη, «αφού θα μπορούσαν να θεσμοθετηθούν ασφαλέστερα μέσα για την υλοποίηση προληπτικών εμβολιασμών με στόχο την αποτελεσματική πολιτική δημόσιας υγείας».
19. Επειδή, η θέσπιση της ουσιαστικής διάταξης του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 160 του ν. 4600/2019, με την οποία οι φαρμακοποιοί εντάσσονται, κατόπιν σχετικής πιστοποίησης, στον κύκλο των επαγγελματιών υγείας που επιτρέπεται να παρέχουν στους πολίτες υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας συνιστάμενες στη διενέργεια εποχικού (αντιγριπικού) εμβολιασμού και αντιτετανικού ορού, υπαγορεύθηκε, όπως προκύπτει και από τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική έκθεση (βλ. σκέψη 9), από την ανάγκη εξυπηρέτησης επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος αναγόμενου στην αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας με τη βελτίωση και ενίσχυση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού έναντι της εποχικής γρίπης, όπως και με την άμεση και απρόσκοπτη χορήγηση αντιτετανικού ορού. Για την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης, κατά την πρόδηλη έννοιά της, προσδιοριζόμενη και από το ισχύον κατά τον χρόνο θέσπισής της προπαρατιθέμενο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο (βλ. σκέψεις 7 και 11-14), ο τυπικός νομοθέτης έλαβε υπόψη, ως παράγοντες ικανούς να συμβάλουν στη μείζονα προάσπιση της δημόσιας υγείας και, εντεύθεν, στην καλύτερη εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού δημοσίου συμφέροντος, αφενός ότι τα φαρμακεία έχουν ως βασική δραστηριότητα την εκτέλεση ιατρικών συνταγών και αποτελούν ιδιότυπα καταστήματα στα οποία συνδυάζεται η υπεύθυνη επιστημονική παροχή ευχερώς προσβάσιμων από το σύνολο του πληθυσμού υπηρεσιών που συνδέονται αρρήκτως με την προστασία της δημόσιας υγείας και η κοινωνική αποστολή με την εμπορική εκμετάλλευση και αφετέρου ότι το επάγγελμα του φαρμακοποιού ασκείται από πρόσωπα τα οποία, ως εκ της πανεπιστημιακής εκπαίδευσής τους, διαθέτουν εξειδικευμένη επιστημονική γνώση για τα φάρμακα -στα οποία εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, τα εμβόλια και οι οροί, σύμφωνα με τα μνησθέντα άρθρα 2 παρ. 1, 5 της κ.υ.α. Δ.ΥΓ3α/Γ.Π.32221/2013 και 2 παρ. 2 περ. β και γ του ν. 1316/ 1983- και υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς καθηκόντων και δεοντολογίας. Τούτα δε σε συνδυασμό με το ότι, σύμφωνα με τον τηρούμενο από τον Ε.Ο.Φ. οικείο κατάλογο και την άδεια κυκλοφορία τους καθώς και τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία (βλ. σκέψεις 11, 13 και τα σχετικώς αναφερόμενα στα έγγραφα ΔΒ4Α/23865/31.8.2020 του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και από 1.9.2020 του Υπουργείου Υγείας προς το Δικαστήριο) στην κατηγορία των συνταγογραφούμενων φαρμάκων που χορηγούνται, εντεύθεν, κατόπιν ιατρικής συνταγής ανήκουν τόσο το εμβόλιο γρίπης το οποίο εντάσσεται στα καταρτιζόμενα από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών Εθνικά Προγράμματα Εμβολιασμών ενηλίκων, παιδιών και εφήβων, όσο και ο αντιτετατινός ορός ο οποίος, διακρινόμενος από το εμβόλιο τετάνου, χορηγείται για προφύλαξη σε περίπτωση τραυματισμού. Περαιτέρω, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση αφορά αποκλειστικώς στη δυνατότητα των φαρμακοποιών να εκτελούν τις προαναφερόμενες πράξεις πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας δυνάμει συνταγογράφησης (η οποία αποτελεί ιατρική πράξη, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 και 3 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, βλ. σκέψη 14) των φαρμάκων του αντιγριπικού εμβολίου και του αντιτετανικού ορού και δεν συνιστά, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες Σύλλογοι, επέμβαση στην επαγγελματική ελευθερία των ιατρών, διότι η ρύθμιση αυτή δεν αναιρεί την επιβαλλόμενη επιστημονική ανεξαρτησία του ιατρού για επιλογή, κατόπιν διάγνωσης, της κατάλληλης μεθόδου πρόληψης και προφύλαξης προς προστασία της υγείας του ασθενούς, ούτε θίγει τη σύμφυτη με αυτήν υποχρέωση του ιατρού να επιλέγει και συνταγογραφεί το πλέον ενδεδειγμένο για κάθε περίπτωση φάρμακο. Επιπροσθέτως, με την ανωτέρω ρύθμιση οι δικαιούμενοι, βάσει του προϋφιστάμενου νομοθετικού καθεστώτος, ιατροί να διενεργούν εποχικό (αντιγριπικό) εμβολιασμό και αντιτετανικό ορό δεν αποστερούνται του εν λόγω δικαιώματος, αλλά, για την ικανοποίηση του μνησθέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στον κύκλο των δικαιούμενων προς τούτο επαγγελματιών υγείας εντάσσονται, υπό προϋποθέσεις, και οι φαρμακοποιοί οι οποίοι είχαν ήδη δυνατότητα συμμετοχής στην υλοποίηση των Εθνικών Προγραμμάτων Εμβολιασμών (βλ. στη σκέψη 12 τα άρθρα 4 παρ. 2 και 1 παρ. 1, 2 περ. ζ του ν. 4486/2017). Επίσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο π.δ. 351/1989 περί «Καθορισμ[ού] Επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων των τμημάτων α) Νοσηλευτικής,...γ) Επισκεπτών και Επισκεπτριών Υγείας της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας...των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» (Α΄ 159), οι μεν νοσηλευτές μπορούσαν, μετά από γνωμάτευση ιατρού, να προβούν στη χορήγηση φαρμάκων από όλες τις οδούς, οι δε επισκέπτες υγείας στη διενέργεια εμβολιασμών με δική τους ευθύνη, (βλ. άρθρα 1 παρ. 2.3. περ. 2.3.2. και 3 παρ. 3 περ. 3.7. του π.δ. 351/1989 και 13 παρ. 1 του ν. 4486/2017). Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, δεν κωλύεται η εκδηλωθείσα με τη διάταξη του άρθρου 160 παρ. 1 εδ. πρώτο του ν. 4600/2019 ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη με την οποία, προς πληρέστερη προστασία της δημόσιας υγείας κατ’ εκτίμηση των επικρατουσών συνθηκών, επιχειρείται η διεύρυνση του κύκλου των επαγγελματιών υγείας στους οποίους επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με αντικείμενο τη διενέργεια εποχικού (αντιγριπικού) εμβολιασμού και αντιτετανικού ορού στους πολίτες, με συμπερίληψη των φαρμακοποιών εφόσον, κατά ρητή πρόβλεψη της ίδιας διάταξης, λάβουν πιστοποιημένη σχετική επιμόρφωση («πιστοποίηση»), επαγγελματιών δηλαδή υγείας που κρίνει ο τυπικός νομοθέτης ότι, σε συνδυασμό με την πρόσθετη αυτή προϋπόθεση, πληρούν, σε εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών, τα αναγκαία επιστημονικά προσόντα για την ορθή και αποτελεσματική επιτέλεση της οικείας αποστολής τους, ώστε να διασφαλίζεται η παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών προς προστασία της δημόσιας υγείας. Δεν παρίσταται δε η εν λόγω ρύθμιση προδήλως απρόσφορη ή μη αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη ως άνω σκοπού δημοσίου συμφέροντος και δεν συνιστά περιορισμό στην άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος δυσανάλογο, μάλιστα δε προδήλως δυσανάλογο, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο με αυτήν σκοπό. Εξάλλου, η εξουσιοδοτική διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 160 του ν. 4600/2019, κατ’ εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Υγείας, επιτρέπει την εξειδίκευση της ως άνω απαιτούμενης πιστοποίησης των φαρμακοποιών με τον προσδιορισμό των επιμέρους όρων, προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησής της. Συναφώς, η διάταξη αυτή παρέχει, κατά την αληθή έννοιά της, εξουσιοδότηση για τον καθορισμό του κανονιστικού εκείνου πλαισίου που προσιδιάζει στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του φαρμακευτικού επαγγέλματος, το οποίο, ως εκ της φύσης των παρεχόμενων υπηρεσιών, διέπεται, όπως έχει ήδη εκτεθεί, από αυστηρό νομικό καθεστώς αποβλέπον, πρωτίστως, στην προστασία της δημόσιας υγείας, ώστε να μην τίθεται υπό διακινδύνευση η άρτια παροχή υπηρεσιών και να εξασφαλίζεται πλήρως και αποτελεσματικώς το συνταγματικώς επιβαλλόμενο επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 160 παρ. 1 εδ. πρώτο και δεύτερο του ν. 4600/2019 δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζουν τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι παρατιθέμενοι στην προηγούμενη σκέψη σχετικοί λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους, περαιτέρω, απαραδέκτως αμφισβητείται η ανέλεγκτη δικαστικώς σκοπιμότητα της θέσπισης των ρυθμίσεων αυτών.
20. Επειδή, συμφώνως προς το ανωτέρω εννοιολογικό περιεχόμενο της εξουσιοδοτικής διάταξης, ο κανονιστικός νομοθέτης, με τις πληττόμενες ρυθμίσεις της Γ5α/Γ.Π.οικ.49734/2019 απόφασης του Υπουργού Υγείας, θεσπίζει το, κατά την κρίση του, ενδεδειγμένο σύστημα πιστοποίησης των ενδιαφερόμενων φαρμακοποιών, κατόχων άδειας άσκησης του φαρμακευτικού επαγγέλματος, όσον αφορά στην εκ μέρους τους διενέργεια εποχικού (αντιγριπικού) εμβολιασμού και αντιτετανικού ορού. Συγκεκριμένα, ως κατάλληλα, κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, προσδιοριστικά στοιχεία του εισαγόμενου συστήματος πιστοποίησης καθορίζονται η εξ αποστάσεως διαδικτυακή εκμάθηση (μέθοδος e-learning) της διενέργειας των προαναφερόμενων πράξεων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, μέσω της ηλεκτρονικής πύλης του Ινστιτούτου Δια βίου Εκπαίδευσης και Επαγγελματικής Ανάπτυξης Φαρμακοποιών (Ι.Δ.Ε.Ε.Α.Φ., εταιρεία «Επαγγελματική Εκπαίδευση και Ανάπτυξη Φαρμακοποιών Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία») του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, στο πλαίσιο εκπαιδευτικού προγράμματος εκπονούμενου από την, οριζόμενη ως Αρχή πιστοποίησης, Κλινική Κοινωνικής και Οικογενειακής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης από κοινού με τον Π.Φ.Σ. Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι το ακολουθητέο πρόγραμμα εκπαίδευσης περιλαμβάνει σχετικό με το αντικείμενο εκπαιδευτικό υλικό αναρτώμενο από το Ι.Δ.Ε.Ε.Α.Φ. στην οικεία διαδικτυακή πλατφόρμα και διενέργεια, μέσω της ως άνω ηλεκτρονικής πύλης, εξετάσεων με τη μορφή ερωτηματολογίου ενσωματούμενου στην αυτή πλατφόρμα, προς διακρίβωση του ότι οι καταρτιζόμενοι έχουν αποκτήσει και διαθέτουν πράγματι τις απαιτούμενες γνώσεις για την εκτέλεση των ανωτέρω πράξεων. (Όπως δε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το εκπονηθέν εκπαιδευτικό πρόγραμμα περιέχει ενότητες θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης με οπτικοακουστικό και διαδραστικό υλικό που αφορά και σε τεχνική εμβολιασμού με αναλυτικές παρουσιάσεις και εφαρμογή εντός φαρμακείου σε περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας). Παραλλήλως, ορίζεται ότι η ορθή συμπλήρωση του ερωτηματολογίου πιστοποιεί την επιτυχή παρακολούθηση και ολοκλήρωση του εκπαιδευτικού προγράμματος, σε συνέχεια της οποίας χορηγείται ηλεκτρονικώς στους επιτυχόντες φαρμακοποιούς από τον Π.Φ.Σ., δια της μνησθείσας Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, η οποία είναι αρμόδια για την επικύρωση των αποτελεσμάτων, «βεβαίωση πιστοποίησης περί διενέργειας στα φαρμακεία εποχιακού εμβολιασμού και χορήγησης αντιτετανικού ορού στους πολίτες» που αναρτάται σε εμφανές σημείο εντός του φαρμακείου (παρ. 1-6). Στη θέσπιση, με την ήδη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, των προαναφερόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων προέβη ο νομοθέτης εκτιμώντας, όπως ευθέως συνάγεται από τις σχετικές διατάξεις, ότι οι κτηθείσες πανεπιστημιακού επιπέδου γνώσεις της φαρμακευτικής επιστήμης, συνδυαζόμενες με την αποκτώμενη στο πλαίσιο του ακολουθητέου εκπαιδευτικού προγράμματος συμπληρωματική κατάρτιση, διασφαλίζουν ότι οι πιστοποιούμενοι φαρμακοποιοί διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις και τα αναγκαία προσόντα για την παροχή στο κοινό των συγκεκριμένων υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με τις απαιτούμενες ποιοτικές εγγυήσεις, προς πραγμάτωση της κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος επιβαλλόμενης προστασίας της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό. Οι ανωτέρω δε ρυθμίσεις, υπαγορευόμενες από τις προαναφερόμενες εκτιμήσεις του κανονιστικού νομοθέτη, δεν παρίστανται καταφανώς εσφαλμένες και αυθαίρετες, ούτε είναι προδήλως απρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με τη θέσπισή τους σκοπού. Επιπροσθέτως, η καταλληλότητα του προπεριγραφόμενου συστήματος πιστοποίησης των ενδιαφερόμενων φαρμακοποιών δεν αναιρείται από την αόριστη, άλλωστε, αναφορά των αιτούντων Συλλόγων σε δυνατότητα θεσμοθέτησης άλλου συστήματος. Συνεπώς, ενόψει τούτων, σε στοίχιση προς την εξουσιοδοτική διάταξη, οι επίμαχες ρυθμίσεις της Γ5α/ Γ.Π.οικ.49734/2019 υπουργικής απόφασης έχουν τεθεί σε συμφωνία προς τα άρθρα 5 παρ. 1, 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος καθώς και τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο) και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου, χωρίς ειδικότερες αιτιάσεις, προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, όπως αυτός εκτίθεται στη δέκατη όγδοη σκέψη. Περαιτέρω, απαραδέκτως αμφισβητείται η σκοπιμότητα των ρυθμίσεων αυτών, η οποία εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου ως αναγόμενη στην ουσιαστική εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη.
21. Επειδή, προβάλλεται ότι οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις, με τις οποίες επιτρέπεται στους φαρμακοποιούς, δυνάμει σχετικής πιστοποίησης, ο εποχικός (αντιγριπικός) εμβολιασμός των πολιτών και η χορήγηση σε αυτούς αντιτετανικού ορού, αντιβαίνουν στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, καθόσον παραγνωρίζεται πλήρως η ειδική θέση του ιατρού ως εκ της εκπαίδευσης που έχει λάβει και του τίτλου σπουδών που κατέχει και «αναγνωρίζεται κατά τρόπο ισότιμο η θέση του φαρμακοποιού που δεν έχει αντίστοιχη εκπαίδευση και πρακτική άσκηση», χωρίς να υφίσταται «διάκριση μεταξύ των δύο αυτών υγειονομικών κλάδων, αφού τα χορηγούμενα πλέον δικαιώματα είναι ενιαία και κοινά για τους δύο επαγγελματικούς κλάδους».
22. Επειδή, για την παροχή της δυνατότητας εκτέλεσης των ανωτέρω πράξεων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας από φαρμακοποιούς, ο τυπικός νομοθέτης δεν αρκείται στην ήδη κτηθείσα από αυτούς επιστημονική κατάρτιση επιπέδου μάλιστα ανώτατης εκπαίδευσης σε αντικείμενα συναφή προς το ρυθμιζόμενο αντικείμενο, αλλά θεσπίζει την πρόσθετη προϋπόθεση της λήψης πιστοποίησης προς διενέργειά τους, η οποία εξειδικεύεται από τον κανονιστικό νομοθέτη με την εισαγωγή του προμνησθέντος συστήματος συμπληρωματικής κατάρτισης μέσω προγράμματος εκπαίδευσης που προσιδιάζει, κατά την ουσιαστική εκτίμησή του, στο συγκεκριμένο αντικείμενο εκμάθησης και του οποίου η επιτυχής ολοκλήρωση παρέχει τα εχέγγυα ποιοτικής και ασφαλούς παροχής των οικείων υπηρεσιών. Ενόψει των χαρακτηριστικών αυτών των θεσπιζόμενων ρυθμίσεων (αναλυτικώς παρατιθέμενων σε προηγούμενες σκέψεις) εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες Σύλλογοι ότι επέρχεται εξομοίωση των ιατρών με τους φαρμακοποιούς ένεκα της ένταξης των τελευταίων στον κύκλο των επαγγελματιών υγείας που επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας συνιστάμενες στη διενέργεια εποχικού (αντιγριπικού) εμβολιασμού και αντιτετανικού ορού, των οποίων η παροχή, όπως προεκτέθηκε, διέπεται από διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
23. Επειδή, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο οι επίδικες ρυθμίσεις αντίκεινται στη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου και τις απορρέουσες από αυτήν αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καθόσον ανατρέπουν ήδη διαμορφωμένες έννομες-προσωπικές σχέσεις μεταξύ ιατρού και ασθενούς, όπως και σχέσεις εμπιστοσύνης, ενόψει της εκτέλεσης από ιατρούς των κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3418/2005 ιατρικών πράξεων («Ιατρική πράξη είναι εκείνη που έχει ως σκοπό τη με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου»), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο διότι ο κοινός, τυπικός ή κανονιστικός, νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, από τις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου να εισάγει, κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε διαμορφούμενων, από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, επιταγών του δημοσίου συμφέροντος, ρυθμίσεις διαφορετικές από εκείνες που ίσχυαν στο παρελθόν και προς τις οποίες είχαν προσαρμοσθεί ή αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό (Σ.τ.Ε. 201/2020 Ολ., 2101,1757/2019 Ολ., 16,2151/2015 Ολ.). Εν προκειμένω, όπως έχει ήδη εκτεθεί, με τις θεσπιζόμενες ειδικές ρυθμίσεις ουδόλως παρεμποδίζεται ο ιατρός, κατά την άσκηση του επιστημονικού έργου του, να επιλέξει και συνταγογραφήσει, ως πλέον κατάλληλο, κατά περίπτωση, φάρμακο, το εποχικό (αντιγριπικό) εμβόλιο, όπως και τον αντιτετανικό ορό, ενώ παραλλήλως διατηρείται, και υπό το νέο καθεστώς, η δυνατότητα εκτέλεσης από ιατρό των πράξεων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με αντικείμενο τη διενέργεια εποχικού (αντιγριπικού) εμβολιασμού και τη χορήγηση αντιτετανικού ορού.
24. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.
Διά ταύτα
Aπορρίπτει την αίτηση.
Δέχεται την παρέμβαση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος»
Επιβάλλει συμμέτρως στα αιτούντα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με τις επωνυμίες «Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος» και «Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών» τη δικαστική δαπάνη του καθ’ ου Δημοσίου, ανερχόμενη στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ και του παρεμβαίνοντος, ανερχόμενη στο ποσό των εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2022
.,........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου