Αριθμός 1591/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Μαρία Καραμανώφ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Βασιλική Κίντζιου, Χριστίνα Σιταρά, Σύμβουλοι, Χριστιάνα Μπολόφη, Ουρανία Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ιωάννα Παπαχαραλάμπους, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 10 Οκτωβρίου 2019 αίτηση:
tων: 1. Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, που εδρεύει στην Αθήνα (Πλουτάρχου 3), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ΕΚ, που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του και 2. Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, που εδρεύει στην Αθήνα (Σεβαστουπόλεως 113), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο ΕΠ, που τη διόρισε με εξουσιοδότηση Προέδρου και πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Υγείας, ο οποίος παρέστη με τη ΒΠ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
και κατά του παρεμβαίνοντος Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, που εδρεύει στην Αθήνα (Πειραιώς 134 και Αγαθημέρου), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: α. ΑΠ και β. ΗΔ, που τους διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες Σύλλογοι επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Γ5α/Γ.Π. οικ. 49734/2019 απόφαση του Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ Β΄ 2811) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Βασιλικής Κίντζιου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος συλλόγου που εμφανίσθηκε, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους του παρεμβαίνοντος Συλλόγου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε kατά τον Νόμο
.....
5. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 21 παρ. 3 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών...» και στο άρθρο 5 παρ. 5, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84), ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας…». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι με το άρθρο 21 παρ. 3 αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα και ιδρύεται ευθεία εκ του Συντάγματος υποχρέωση του κράτους για την προστασία της υγείας των πολιτών, προς πραγμάτωση της οποίας επιβάλλεται η λήψη θετικών μέτρων, ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου, ενόψει και της συνταγματικής κατοχύρωσης, με το άρθρο 5 παρ. 5, του ατομικού δικαιώματος των πολιτών στην προστασία της υγείας. Ειδικότερα, στα μέτρα αυτά εντάσσονται και τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών οι οποίες συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, όπως είναι ο εποχικός (αντιγριπικός) εμβολιασμός, ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία υπό την έννοια της πρόληψης νοσημάτων, της προφύλαξης από αυτά και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους, εξάλλου, παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του (Σ.τ.Ε. 201/2020 Ολ., 2137,2568/2019, 431/2018 Ολ., 1749/2016 Ολ., 3802/2014 Ολ., 1187/2009 Ολ., 400/1986 Ολ.). Περαιτέρω, σε εκπλήρωση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής, η άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας που συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών υγείας επιτρέπεται μόνο σε όσα πρόσωπα έχουν τα προσόντα εκείνα τα οποία ο τυπικός ή κανονιστικός νομοθέτης έχει κρίνει αναγκαία, προκειμένου να διασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υψηλού επιπέδου υπηρεσιών για την προστασία της δημόσιας υγείας (Σ.τ.Ε. 2568/2019 7μ., 431/2018 Ολ., 1804/2017 Ολ., 1790/2016, 1634/2009, 2267/2005 7μ.). Εξάλλου, προς αποτελεσματική διαφύλαξη του έννομου αυτού αγαθού κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε επικρατουσών συνθηκών, ο τυπικός ή κανονιστικός νομοθέτης δεν κωλύεται, παρεμβαίνοντας, στον αναγκαίο βαθμό, σε επαγγελματική ή άλλη δραστηριότητα, να τροποποιεί υφιστάμενες ρυθμίσεις ως προς το αντικείμενο ενασχόλησης, προκειμένου να καταστήσει δυνατή την άσκησή του από ευρύτερο κύκλο προσώπων που κρίνει ότι, σε συνδυασμό με την παράλληλη θέσπιση πρόσφορου συστήματος πρόσβασης, πληρούν τα αναγκαία επιστημονικά προσόντα για την ορθή και αποτελεσματική επιτέλεση της αποστολής τους, ώστε να διασφαλίζεται πλήρως το συνταγματικώς επιβαλλόμενο επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας. Κατά τον καθορισμό των σχετικών ρυθμίσεων, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς την καταλληλότητα και αναγκαιότητά τους και, συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο) περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είναι προδήλως απρόσφορη ή υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (Σ.τ.Ε. 201/2020 Ολ., 1789/2019 7μ., 2461/2018 7μ., 4569/2015 7μ., 3962/2014 Ολ., 1210/2010 Ολ.).
6. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ευρύτητα της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενο της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 43 προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον όμως πρόκειται περί «ειδικότερων» θεμάτων ή θεμάτων «με τοπικό ενδιαφέρον» ή «με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, το νομοθετικό κείμενο να περιέχει όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά, επιπλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Εξάλλου, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές και κατευθύνσεις στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών (Σ.τ.Ε. 283,1125,1529/2020, 509,1601/2019 7μ., 2307/2018 Ολ., 1804/2017 Ολ., 1749/2016 Ολ., 520/2015 Ολ., 2573/2015, 3404,3013/2014 Ολ., 2186/2013 Ολ., 2266/2013 7μ., 235/2012 Ολ., 1210/2010 Ολ., 2815/2004 Ολ., 2304/1995 Ολ.).