Συγκρότηση-ένταξη σε εγκληματική οργάνωση που επιδιώκει την διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών - Διακίνηση-μεταφορά ναρκωτικών από κοινού, κατ’ επάγγελμα, κατ’ εξακολούθηση με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης - Αναίρεση κατηγορουμένων και αναίρεση ΕισΑΠ - Λόγοι αναίρεσης - 211 ΚΠΔ Μαρτυρία συγκατηγορουμένου - Αιτιολογία απόφασης - Τεκμήριο αθωότητας - Ελαφρυντικές περιστάσεις - Αυτοτελείς ισχυρισμοί
Το αρ. 211 ΚΠΔ δεν εισάγει ευθεία αποδεικτική απαγόρευση, αλλά αποτελεί κανόνα αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων. Δεν παραβιάζεται η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένου, αλλά συνδυαστικά τόσο σ’ αυτή όσο και στις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, καθώς και στα αναγνωστέα έγγραφα. Παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης προκύπτει όταν στο πόρισμα της απόφασης που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του διατακτικού και του σκεπτικού της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου. Δεν συνιστά παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου η απουσία μάρτυρα και η ανάγνωση των εγγράφων που προσκόμισε ο τελευταίος, όταν δεν διατυπώνεται αντίρρηση ή εναντίωση και δεν υποβάλλεται αίτημα σχετικό με την εμφάνιση του μάρτυρα και όταν δεν υποβάλλεται αντίρρηση κατά την ανάγνωση των εγγράφων από το δικαστήριο. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει το δικαστήριο, εν αμφιβολία, να αποφανθεί υπέρ αυτού. Για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης πρέπει να αναφέρεται ή να συνάγεται από ολόκληρο το περιεχόμενο του σκεπτικού της, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τη διαμόρφωση της αθωωτικής κρίσης του το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων όπου μνημονεύονται στα πρακτικά, και όχι μόνο το περιεχόμενο μερικών από αυτά. Απόρριψη αναιρετικών λόγων του ΕισΑΠ. Η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιων ισχυρισμών πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Απόρριψη ελαφρυντικής περίστασης αρ. 84 παρ. 2 περ. γ' ΠΚ (ειλικρινή μεταμέλεια), καθώς οι πληροφορίες προς τις διωκτικές και δικαστικές αρχές έλαβαν χώρα, όχι λόγω μεταμέλειας του κατηγορουμένου, αλλά για συγκάλυψη των δικών του αξιόποινων πράξεων. Απόρριψη ελαφρυντικής περίστασης αρ. 84 παρ. 3 ΠΚ περί μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου καθώς εν προκειμένω η χρονική διάρκεια των έξι (6) ετών και τεσσάρων μηνών ορθά κρίθηκε εύλογη δεδομένων των συντρεχουσών περιστάσεων. Δέχεται αναιρετικό λόγο του Εισαγγελέα ΑΠ περί ελλιπούς αιτιολογίας της αναγνώρισης ελαφρυντικής περίστασης του αρ. 84 παρ. 2 περ. ε’ ΠΚ (μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά), καθώς μόνο η συμμόρφωση του κρατουμένου στους σωφρονιστικούς κανόνες, η πραγματοποίηση ημερομισθίων και η επιμόρφωση στις φυλακές δεν αρκούν για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού χωρίς τη συνδρομή και άλλων στοιχείων που να καταδεικνύουν ουσιαστική μεταστροφή στο χαρακτήρα του υπαιτίου. Κατά τα λοιπά απορρίπτει τις αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων και του ΕισΑΠ.
Αριθμός 447/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε'
Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέττα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη-Εισηγήτρια, Σοφία Οικονόμου και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.
................
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
.........
Στον ισχύοντα από 20-3-2013 Ν. 4139/2013 "Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α' 74/20/03/2013), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου τέλεσης της πράξης και το άρθρο 20 αυτού (διακίνηση ναρκωτικών) ορίζεται, ότι 1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2Α και 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών...3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία» . Στο άρθρο 22 του νόμου αυτού προβλέπεται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή από 50.000 έως 500.000 ευρώ σε διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών μεταξύ των οποίων κατά την παρ. 2β αυτού και για εκείνον που ενεργεί κάποια από τις πράξεις των άρθρων 20 και 21 παρ. 1α στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά τα άρθρα 187 και 187 Α ΠΚ. Κατά το αναφερόμενο σε ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις άρθρο 23 του ίδιου ως άνω νόμου, στην παρ. 2 εδ. α, ορίζεται ότι με ισόβια κάθειρξη, καθώς και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α) όταν κατ' επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ' επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ.
Gια την υποκειμενική θεμελίωσή των ως άνω εγκλημάτων απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει τη πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση (ΑΠ 750/2020, ΑΠ 884/2019, ΑΠ 950/2019).
Σύμφωνα με το άρθρο 211 ΚΠοινΔ, ως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η παροχή εξηγήσεων ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Αναλόγου περιεχομένου παραμένει η διάταξη του άρθρου αυτού όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 117 Ν. 4855/2021,σύμφωνα με την οποία «η μαρτυρική κατάθεση ή η παροχή εξηγήσεων ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου, αν δεν υπάρχει και άλλο, ρητά κατονομαζόμενο στην απόφαση, αποδεικτικό μέσο». Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠοινΔ), κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι αποκλείεται η στήριξη της καταδίκης κατηγορουμένου σε μόνη τη μαρτυρική κατάθεση ή παροχή εξηγήσεων ή την απολογία συγκατηγορουμένου, αλλά δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση της μαρτυρικής κατάθεσης ή της απολογίας συγκατηγορουμένου μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Ειδικότερα, το ανωτέρω άρθρο 211 ΚΠοινΔ δεν εισάγει ευθεία αποδεικτική απαγόρευση, αλλά στην πραγματικότητα είναι κανόνας αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων, ο οποίος λειτουργεί διευκρινιστικά και συμπληρωματικά στη βασική αρχή του άρθρου 177 ΚΠοινΔ, την οποία δεν καταλύει, ούτε άλλωστε απαγορεύει την αξιοποίηση της απολογίας ή της μαρτυρικής κατάθεσης του συγκατηγορουμένου, η οποία δεν παύει να αποτελεί αποδεικτικό μέσο, απλώς παρέχεται οδηγία στο δικαστήριο να μην αρκείται στη μαρτυρία ή απολογία του συγκατηγορουμένου για την αναζήτηση της αληθείας, αλλά να επεκτείνει την αναζήτηση του και σε άλλα στοιχεία και να προσπαθεί να τεκμηριώσει όσο το δυνατό καλύτερα τη δικανική του πεποίθηση. Δεν παραβιάζεται η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή την απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά συνδυαστικά τόσο σ’ αυτή όσο και στις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, καθώς και στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Η κατά παραβίαση της άνω διάταξης του άρθρου 211 του ΚΠοινΔ, κρίση του δικαστηρίου που στηρίζεται σε μη επιτρεπόμενο κατά νόμο αποδεικτικό μέσο οδηγεί επίσης σε ελλιπή αιτιολογία της απόφασης και την ίδρυση λόγου αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ), καθόσον με τον άνω λόγο αναίρεσης ελέγχεται αναιρετικώς το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Εάν όμως η περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου στηρίζεται, εκτός από τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία, και σε άλλες αποδείξεις, η συνεκτίμηση απλώς μαρτυρικής κατάθεσης ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν δημιουργεί έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης (ΑΠ 767/2019, ΑΠ 25/2020, ΑΠ 718/2020).