Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

ΜονΠρωτΑθ 150/23 : ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ - ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΡΜΟΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ



ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 150/2023

 

Πρωτοδίκης: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ

 

Από τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 5, 10 και 15 του Ν.1264/82, με τις οποίες θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι κατ’ αρχήν απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παράγραφο 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος σύμβασης εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού συνδικαλιστικού στελέχους, περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 390/2021, ΑΠ 455/2004,(παρ. 16) δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, κατά το άρθρο 14 παρ.4 του ως άνω νόμου «Είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση», στην οποία συμπεριλαμβάνεται η συμμετοχή σε νόμιμη απεργία, καθώς και κάθε νόμιμη δραστηριότητα που γίνεται με σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Για να είναι δε άκυρη κατά το ως άνω άρθρο η καταγγελία, δεν απαιτείται η συνδικαλιστική δράση να αποτελεί την αποκλειστική αιτία της απόλυσης, αλλά αρκεί ότι συνετέλεσε απλώς στην απόφαση για την απόλυση, με την έννοια ότι χωρίς αυτή ο εργοδότης δεν θα προέβαινε στην καταγγελία. Η για το λόγο αυτό, όπως και η αποκλειστικά από εμ-πάθεια ή για λόγους εκδίκησης ή μίσους προς το πρόσωπο του μισθωτού, καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, λόγω νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του μισθωτού, όπως στην περίπτωση που ο μισθωτός αξιώνει από τον εργοδότη την τήρηση των συμφωνημένων όρων εργασίας ή διεκδικεί νόμιμα δικαιώματα από την εργασιακή σχέση, προσφεύγοντας στην Επιθεώρηση Εργασίας ή στο Δικαστήριο, είναι άκυρη, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, διότι υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη καθώς και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του συναφούς δικαιώματος του εργοδότη (ΑΠ 641/2021,(παρ. 17) ΑΠ 1325/2020, ΑΠ 511 /2020, δημοσιευμένες σε www.areiospagos.gr., ΑΠ 713/2010,(παρ. 18) ΑΠ 701/2010, ΑΠ 282/2006, ΜΕφΑΘ 29/2020, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).

Πέραν, ωστόσο, της γενικής διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, προβλέπονται πλέον συγκεκριμένοι λόγοι που κατά τον νόμο καθιστούν την καταγγελία άνευ ετέρου παράνομη, όπως οι λόγοι ακυρότητας που καταγράφονται και ομαδοποιούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου 66 του Ν.4808/2021, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019. Μεταξύ δε των προβλεπόμενων από το άρθρο αυτό λόγων, περιλαμβάνεται η καταγγελία που γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου (άρθρο 66 παρ.1 περ.β’), η καταγγελία των συνδικαλιστικών στελεχών, όπως ορίζονται στο άρθρο 14 του Ν. 1264/1982 (άρθρο 66 παρ.1 περ.γι’) και η καταγγελία που οφείλεται σε νόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου, κατά την παρ.4 του άρθρου 14 του Ν.1264/1982 (άρθρο 66 παρ.1 περ.για’). Η ως άνω διάταξη τυγχάνει ειδικότερη της γενικής διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ (Παπαδημητρίου, Οι συνέπειες της παράνομης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατά το άρθρο 66 Ν.4808/2021, ΔΕΝ 2022 σελ.209), καθώς απαριθμεί ενδεικτικά περιπτώσεις στις οποίες η καταγγελία είναι άνευ ετέρου άκυρη, χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετα ο έλεγχος της υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 66, αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον του Δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 1 λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο. Ωστόσο, σε περίπτωση που η συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους μισθωτού εξέρχεται από τα όρια της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν.1264/82, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, και εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος σε βάρος του εργοδότη ή μέχρι σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεων του προστατευόμενου συνδικαλιστή, ή με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχείρησης ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται, τότε η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης ως συνδικαλιστικού στελέχους ή επειδή επέδειξε νόμιμη συνδικαλιστική δράση ή επειδή προέβη σε ενάσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του, στα πλαίσια της συνδικαλιστικής του δράσης, για απόληψη αποδοχών υπερημερίας και επαναπρόσληψή του, μπορεί να αποκρουστεί από τον εργοδότη ως καταχρηστική. Γιατί είναι αλήθεια ότι οι πιο πάνω προστατευτικές διατάξεις τέθηκαν για να διαφυλαχθεί το συνδικαλιστικό στέλεχος, το οποίο, λόγω της αναπτυσσόμενης συνδικαλιστικής του δράσης, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη, με αποτέλεσμα την όξυνση της σχέσης του με αυτόν. Όταν όμως επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στη εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Είναι αυτονόητο ότι την έλλειψη κλίματος συνεργασίας και την προαναφερόμενη αναταραχή στον εργασιακό χώρο μπορεί να επικαλεστεί ο εργοδότης όταν δεν είναι υπαίτιος της δημιουργίας τους. Η διαπίστωση της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 του Ν. 1264/82, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απόλυσης του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής, για καταβολή αποδοχών υπερημερίας και για επαναπρόσληψη του ακύρως απολυθέντος συνδικαλιστικού στελέχους (ΑΠ 390/2021, ΑΠ 443/2016,(παρ. 19) ΑΠ 860/2015,(παρ. 20) ΑΠ 1684/2010, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).(...)

Η εναγομένη με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της, αρνείται αιτιολογημένα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής, ισχυριζόμενη ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 66 παρ.1 περ.γι’ και για’ του Ν.4808/2021, για το λόγο ότι λόγω μη εγγραφής της συνδικαλιστικής οργάνωσης στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. έχει ανασταλεί η προστασία του ενάγοντος ως συνδικαλιστικού στελέχους, κατ’ άρθρο 83 παρ.6 περ.α’ του Ν.4808/2021. Ότι, σε κάθε περίπτωση συντρέχουν σοβαροί λόγοι ως προς την καταγγελία της σύμβασης, που συνίστανται μεταξύ άλλων στην αντισυμβατική και αντισυναδελφική συμπεριφορά του ενάγοντος, στην πλημμελή εκπλήρωση των εργασιακών του καθηκόντων και γενικότερα στην παραβίαση των θεμελιωδών υποχρεώσεών του ως προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους, καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 66 παρ.1 περ.γι’, παρ.2 του Ν.4808/2021 και 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. (...)


Αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων προσλήφθηκε στις 10.07.2019 από την εναγόμενη εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα ταχυμεταφοράς εγγράφων και δεμάτων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως διανομέας στο κατάστημα Courrier που αυτή διατηρεί στην Αττική, επί έξι ημέρες εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Σάββατο, από τις 09:30 έως τις 16:10 καθημερινά, με μικτές μηνιαίες αποδοχές ύψους 650,00 ευρώ. Στις 13.07.2020 η ανωτέρω σύμβαση εργασίας κατόπιν συμφωνίας των διάδικων μερών τροποποιήθηκε ως προς το εβδομαδιαίο και ημερήσιο ωράριο εργασίας, το οποίο πλέον μεταβλήθηκε σε πέντε ημέρες εβδομαδιαίως επί οκτώ ώρες από Δευτέρα έως Παρασκευή και ως προς τις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, οι οποίες διαμορφώθηκαν πλέον στο ποσό των 780,00 ευρώ (μικτά). Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η συνεργασία μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ήταν εξαρχής προβληματική, εξελισσόμενη μη ομαλά, με αποτέλεσμα η εναγομένη να προβεί στις 08.01.2020 στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, από την οποία, ωστόσο, υπαναχώρησε, προβαίνοντας στην επαναπρόσληψή του, όταν της γνωστοποιήθηκε με έγγραφο ηλεκτρονικό μήνυμα στις 09.01.2020 εκ μέρους του ενάγοντος η συνδικαλιστική του ιδιότητα. Ειδικότερα, ο ενάγων είναι ιδρυτικό μέλος της συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΩΝ ΤΑΧΥΔΡΟΜΩΝ ΣΕ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥΣ * (ΣΕΤΤΣΕ -*)», ενώ κατά τις πρώτες αρχαιρεσίες μετά την ίδρυση του σωματείου, εκλέχθηκε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, ιδιότητα την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Σημειώνεται δε ότι η μη καταχώριση της ως άνω συνδικαλιστικής οργάνωσης στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.), όπως ορίζει το άρθρο 83 του Ν.4808/2021 δεν επιφέρει την αναστολή της προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών, καθώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η εν λόγω διάταξη αντίκειται αφενός στο άρθρο 23 παρ.1 του Συντάγματος, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), τον συνδικαλιστικό νόμο και τον Ν.1876/90, αφετέρου είναι αντίθετη και με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 2175/2022,(παρ. 21) δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος) και ως εκ τούτου δεν τυγχάνει εφαρμογής, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Προσέτι, μετά την επαναπρόσληψή του, ο ενάγων εργάστηκε μέχρι και τις 18.03.2022, οπότε και καταγγέλθηκε για σπουδαίο λόγο, όπως αναφέρεται στο σχετικό έντυπο καταγγελίας, η σύμβαση εργασίας του. Αποδείχθηκε δε ότι αιτία της απόλυσής του ήταν η πλημμελής εκπλήρωση των εργασιακών του καθηκόντων, τα οποία συνίσταντο στην παράδοση και παραλαβή φακέλων και δεμάτων από και προς τους πελάτες της εναγομένης αλλά και η γενικότερη αντιεπαγγελματική συμπεριφορά που επεδείκνυε τόσο απέναντι στους εκπροσώπους της τελευταίας, όσο και στους συναδέλφους του. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν οι μάρτυρες ανταπόδειξης (...) στις ένορκες βεβαιώσεις τους, ο ενάγων αρνείτο να τηρήσει τη διαδικασία διανομής των παραδοτέων, δεν καταχωρούσε τις παραλαβές, ώστε να εμφαίνεται στο ηλεκτρονικό σύστημα της εναγομένης η διεκπεραίωση της παραλαβής, δεν τηρούσε το ωράριο εργασίας, καθυστερώντας να ξεκινήσει τις παραδόσεις του αλλά και να επιστρέψει, με αποτέλεσμα να αναχωρεί το φορτηγό περισυλλογής από το κατάστημα της εταιρίας χωρίς τις παραλαβές του, είχε ενίοτε επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε συναδέλφους και γενικά εκδήλωνε μία ανάρμοστη συμπεριφορά, προκαλώντας σοβαρό πρόβλημα στην εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά επιβεβαιώνονται και από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του Ζ, υπεύθυνου διακίνησης της εναγόμενης, του οποίου η μαρτυρία κρίνεται πειστική, καθώς ήταν αυτός που ήλεγχε τις παραλαβές των διανομέων, προέβαινε στην ανάθεση αυτών (των παραλαβών) και γενικότερα ήταν σε άμεση και συχνή επαφή με τους διανομείς, προκειμένου να τους παρέχει οιαδήποτε βοήθεια και ως εκ τούτου έχει άμεση αντίληψη περί των όσων κατέθεσε. Ενισχύονται δε τα ανωτέρω κατατιθέμενα και από τα από 03.07.2020 και 18.08.2020 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ως άνω αναφερόμενου εργαζομένου προς την εναγομένη, όπου καταγράφονται οι δυσχέρειες που δημιουργούντο στην ορθή λειτουργία της επιχείρησης λόγω των λανθασμένων χειρισμών του ενάγοντος ως προς τη διαδικασία των παραλαβών, αλλά και το φραστικό επεισόδιο που ακολούθησε με τον ίδιο, ένεκα της καθυστερήσεως που προκλήθηκε από τη μη έγκαιρη διανομή των παραλαβών από τον ενάγοντα. (...)

Χαρακτηριστικά δε περιστατικά πλημμελούς ασκήσεως των καθηκόντων και ταυτόχρονα αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς εκ μέρους του ενάγοντος συνιστούν η προσπάθεια παράδοσης δέματος την 01.10.2020 στο Κτηματολογικό Γραφείο Ηλιούπολης στις 15:29 μ.μ., ήτοι σε ώρα εκτός λειτουργίας της Υπηρεσίας και συνακόλουθα η περί ώρα 16:36 μ.μ. ψευδής καταχώριση από τον ίδιο σχετικά με την αλλαγή ώρας παράδοσης δέματος, κατ’ αίτημα του Κτηματολογικού Γραφείου, το οποίο την ώρα εκείνη δεν ήταν καν ανοικτό, αλλά και η προσπάθεια παράδοσης αποστολής στον Δήμο Ηλιούπολης στις 16.06.2021 και περί 17:30 μ.μ., με τη σχετική ειδοποίηση ότι δεν ανευρέθηκε ο παραλήπτης, σε ώρα, όμως, που το Δημαρχείο ήταν κλειστό. Πέραν δε αυτών, από την ανταλλασσόμενη μεταξύ των διαδίκων ηλεκτρονική αλληλογραφία και ειδικότερα τα από 24.09.2020, 01.10.2020 και 03.08.2021 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προκύπτει ότι ο ενάγων δεν ενημέρωνε εγκαίρως την εναγόμενη για την απουσία του, μολονότι του είχε ζητηθεί κατ’ επανάληψη να τηρεί την προβλεπόμενη διαδικασία χορήγησης άδειας, ώστε να αποφεύγονται κατά το δυνατόν καταστάσεις, δυσχερείς για τη λειτουργία της επιχείρησης και επιβαρυντικές για τους λοιπούς εργαζομένους της εναγομένης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν ήταν εξίσου παραγωγικός στην εργασία του, όπως άλλοι διανομείς - συνάδελφοί του, παρουσιάζοντας σταθερά μειωμένη απόδοση. (...)

Για όλη δε την ως άνω εκτιθέμενη συμπεριφορά του είχαν γίνει επανειλημμένα γραπτές συστάσεις και επιπλήξεις, ενώ με τις από 04.11.2020, 21.12.2020 και 21.02.2021 εξώδικες διαμαρτυρίες - δηλώσεις - προσκλήσεις τού υποδείχθηκε από την εναγόμενη εταιρία να βελτιώσει τη συμπεριφορά του και να είναι συνεπής στις συμβατικές του υποχρεώσεις, δηλώνοντάς του παράλληλα ότι σε περίπτωση που δεν το πράξει, θα ασκήσουν εναντίον του κάθε νόμιμο δικαίωμα. Ακολούθως, στις 18.03.2022 η εναγόμενη εργοδότρια του ενάγοντος κατήγγειλε για σπουδαίο λόγο, εγγράφως με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτού. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της σύμβασής του είναι άκυρη, καθώς συνέχεται άμεσα με τη συνδικαλιστική του ιδιότητα και δράση καθώς και τη συστηματική εκ μέρους του διεκδίκηση των εργασιακών του δικαιωμάτων, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της εναγομένης, η οποία εμφορούμενη από κίνητρα εμπάθειας και εκδικητικότητας προς το πρόσωπό του προέβη στην απόλυσή του. Πλην, όμως, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προέβη σε συνδικαλιστικές ενέργειες, κατά τη διάρκεια της εργασίας του, δημιουργώντας δυσλειτουργία στην επιχείρηση της εναγομένης. (...)

Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός περί καταγγελίας της σύμβασης για εκδικητικούς λόγους εξαιτίας της επιδειχθείσας συνδικαλιστικής του δράσης, καθώς, ως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, καμία συνδικαλιστική δραστηριότητα του ενάγοντος δεν προέκυψε, που αποσκοπούσε στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργαζομένων στους χώρους εργασίας, ικανή να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία της εναγόμενης επιχείρησης, οι όποιες δε ενέργειες που επιχείρησε ο ενάγων, δεν απέβλεπαν στην εκπλήρωση του συλλογικού αλλά του ατομικού του και μόνο συμφέροντος. Αντιθέτως, από όλα όσα διαλαμβάνονται ανωτέρω καθώς και από τη συνεκτίμηση των αναφερόμενων στην αρχή της παρούσας σκέψης αποδεικτικών μέσων προέκυψε, σε βαθμό δυνάμενο να δημιουργήσει πλήρη δικανική πεποίθηση, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα, διότι αυτός ασκούσε πλημμελώς τα καθήκοντά του και είχε αντιεπαγγελματική συμπεριφορά απέναντι στους εκπροσώπους της εναγομένης και τους λοιπούς συναδέλφους του, γεγονός εκ του οποίου κλονίστηκε σε τέτοιο βαθμό το κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία της σχέσης εργασίας για το μέλλον. Επομένως, η επίμαχη καταγγελία ουδόλως συνδέεται αιτιωδώς με τη συνδικαλιστική ιδιότητα του ενάγοντος, αλλά είναι απόρροια της κακόβουλης συμπεριφοράς που επέδειξε ο τελευταίος, καθ’ όλη τη διάρκεια απασχόλησής του στην εναγόμενη, συνεπεία της οποίας διαταράχθηκε, κατ’ αντικειμενική κρίση, το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας, που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των διαδίκων μερών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αναταραχή στον εργασιακό χώρο και κλονισμός της εμπιστοσύνης της εναγομένης - εργοδότριας, χωρίς υπαιτιότητα της τελευταίας, προς το πρόσωπό του (ενάγοντος). Αυτή δε η αντισυμβατική και ανάρμοστη συμπεριφορά του ενάγοντος, ως εξερχόμενη των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ και μη συνεχόμενη με τη συνδικαλιστική ιδιότητα του τελευταίου, έθεσε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της εναγομένης, καθότι εκτέθηκε στους πελάτες της, ενώ παράλληλα κλονίστηκε η έννομη τάξη στον εργασιακό της χώρο σε τέτοιο βαθμό ώστε, η εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης μαζί του να καθίσταται δυσβάσταχτη, συνιστά δε σπουδαίο λόγο καταγγελίας της επίμαχης σύμβασης εργασίας, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού που προέβαλε η εναγομένη ως ουσιαστικά βάσιμου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι στην επίδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος δεν συνετέλεσε η συνδικαλιστική του ιδιότητα ή δράση ή η διεκδίκηση των εργασιακών του δικαιωμάτων, ούτε ήταν αποτέλεσμα αντιπάθειας ή εκδίκησης προς αυτόν, αλλά οφειλόταν αποκλειστικά στην ως άνω περιγραφείσα αντισυμβατική και ανάρμοστη συμπεριφορά του, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. (...)

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου