Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

ΜονΠρωτΑθ 150/23 : ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ - ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΡΜΟΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ



ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 150/2023

 

Πρωτοδίκης: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ

 

Από τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 5, 10 και 15 του Ν.1264/82, με τις οποίες θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι κατ’ αρχήν απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παράγραφο 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος σύμβασης εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού συνδικαλιστικού στελέχους, περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 390/2021, ΑΠ 455/2004,(παρ. 16) δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, κατά το άρθρο 14 παρ.4 του ως άνω νόμου «Είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση», στην οποία συμπεριλαμβάνεται η συμμετοχή σε νόμιμη απεργία, καθώς και κάθε νόμιμη δραστηριότητα που γίνεται με σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Για να είναι δε άκυρη κατά το ως άνω άρθρο η καταγγελία, δεν απαιτείται η συνδικαλιστική δράση να αποτελεί την αποκλειστική αιτία της απόλυσης, αλλά αρκεί ότι συνετέλεσε απλώς στην απόφαση για την απόλυση, με την έννοια ότι χωρίς αυτή ο εργοδότης δεν θα προέβαινε στην καταγγελία. Η για το λόγο αυτό, όπως και η αποκλειστικά από εμ-πάθεια ή για λόγους εκδίκησης ή μίσους προς το πρόσωπο του μισθωτού, καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, λόγω νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του μισθωτού, όπως στην περίπτωση που ο μισθωτός αξιώνει από τον εργοδότη την τήρηση των συμφωνημένων όρων εργασίας ή διεκδικεί νόμιμα δικαιώματα από την εργασιακή σχέση, προσφεύγοντας στην Επιθεώρηση Εργασίας ή στο Δικαστήριο, είναι άκυρη, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, διότι υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη καθώς και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του συναφούς δικαιώματος του εργοδότη (ΑΠ 641/2021,(παρ. 17) ΑΠ 1325/2020, ΑΠ 511 /2020, δημοσιευμένες σε www.areiospagos.gr., ΑΠ 713/2010,(παρ. 18) ΑΠ 701/2010, ΑΠ 282/2006, ΜΕφΑΘ 29/2020, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).

Πέραν, ωστόσο, της γενικής διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, προβλέπονται πλέον συγκεκριμένοι λόγοι που κατά τον νόμο καθιστούν την καταγγελία άνευ ετέρου παράνομη, όπως οι λόγοι ακυρότητας που καταγράφονται και ομαδοποιούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου 66 του Ν.4808/2021, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019. Μεταξύ δε των προβλεπόμενων από το άρθρο αυτό λόγων, περιλαμβάνεται η καταγγελία που γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου (άρθρο 66 παρ.1 περ.β’), η καταγγελία των συνδικαλιστικών στελεχών, όπως ορίζονται στο άρθρο 14 του Ν. 1264/1982 (άρθρο 66 παρ.1 περ.γι’) και η καταγγελία που οφείλεται σε νόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου, κατά την παρ.4 του άρθρου 14 του Ν.1264/1982 (άρθρο 66 παρ.1 περ.για’). Η ως άνω διάταξη τυγχάνει ειδικότερη της γενικής διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ (Παπαδημητρίου, Οι συνέπειες της παράνομης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατά το άρθρο 66 Ν.4808/2021, ΔΕΝ 2022 σελ.209), καθώς απαριθμεί ενδεικτικά περιπτώσεις στις οποίες η καταγγελία είναι άνευ ετέρου άκυρη, χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετα ο έλεγχος της υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 66, αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον του Δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 1 λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο. Ωστόσο, σε περίπτωση που η συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους μισθωτού εξέρχεται από τα όρια της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν.1264/82, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, και εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος σε βάρος του εργοδότη ή μέχρι σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεων του προστατευόμενου συνδικαλιστή, ή με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχείρησης ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται, τότε η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης ως συνδικαλιστικού στελέχους ή επειδή επέδειξε νόμιμη συνδικαλιστική δράση ή επειδή προέβη σε ενάσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του, στα πλαίσια της συνδικαλιστικής του δράσης, για απόληψη αποδοχών υπερημερίας και επαναπρόσληψή του, μπορεί να αποκρουστεί από τον εργοδότη ως καταχρηστική. Γιατί είναι αλήθεια ότι οι πιο πάνω προστατευτικές διατάξεις τέθηκαν για να διαφυλαχθεί το συνδικαλιστικό στέλεχος, το οποίο, λόγω της αναπτυσσόμενης συνδικαλιστικής του δράσης, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη, με αποτέλεσμα την όξυνση της σχέσης του με αυτόν. Όταν όμως επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στη εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Είναι αυτονόητο ότι την έλλειψη κλίματος συνεργασίας και την προαναφερόμενη αναταραχή στον εργασιακό χώρο μπορεί να επικαλεστεί ο εργοδότης όταν δεν είναι υπαίτιος της δημιουργίας τους. Η διαπίστωση της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 του Ν. 1264/82, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απόλυσης του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής, για καταβολή αποδοχών υπερημερίας και για επαναπρόσληψη του ακύρως απολυθέντος συνδικαλιστικού στελέχους (ΑΠ 390/2021, ΑΠ 443/2016,(παρ. 19) ΑΠ 860/2015,(παρ. 20) ΑΠ 1684/2010, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).(...)

Η εναγομένη με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της, αρνείται αιτιολογημένα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής, ισχυριζόμενη ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 66 παρ.1 περ.γι’ και για’ του Ν.4808/2021, για το λόγο ότι λόγω μη εγγραφής της συνδικαλιστικής οργάνωσης στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. έχει ανασταλεί η προστασία του ενάγοντος ως συνδικαλιστικού στελέχους, κατ’ άρθρο 83 παρ.6 περ.α’ του Ν.4808/2021. Ότι, σε κάθε περίπτωση συντρέχουν σοβαροί λόγοι ως προς την καταγγελία της σύμβασης, που συνίστανται μεταξύ άλλων στην αντισυμβατική και αντισυναδελφική συμπεριφορά του ενάγοντος, στην πλημμελή εκπλήρωση των εργασιακών του καθηκόντων και γενικότερα στην παραβίαση των θεμελιωδών υποχρεώσεών του ως προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους, καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 66 παρ.1 περ.γι’, παρ.2 του Ν.4808/2021 και 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. (...)

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

ΠολΠρωτΑθ 67/23 : ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ - ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ - ΓΟΣ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΓΩΓΗ. Συλλογική αγωγή από τα ενάγοντα σωματεία που ζητούν να αναγνωριστεί η ακυρότητα των Γενικών Όρων Συναλλαγών και ειδικότερα της Ρήτρας Αναπροσαρμογής στις συμβάσεις πελατών με την εναγόμενη ''ΔΕΗ ΑΕ''.

 


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ 67/2023

 

Προέδρος: Ευθ. Κούσβα, Πρόεδρος Πρωτοδικών.

Εισηγήτρια: Χαρ. Παπαδοπούλου.

.

 

[…] Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν Α) η από 4.5.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης..../4.5.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης..../2022 αγωγή 1) του δευτεροβαθμίου καταναλωτικού σωματείου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)» και 2) του πρωτοβάθμιου σωματείου ένωση καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» κατά της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «ΔΕΗ ΑΕ», και οι κάτωθι αναφερόμενες πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ των εναγόντων σωματείων και κατά της εναγομένης και ειδικότερα Β) η από 20.5.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης .../20.5.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης...../2022 πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ», Γ) η από 27.5.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ..../27.5.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ..../2022 πρόσθετη παρέμβαση των αναφερόμενων στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας τετρακοσίων είκοσι τριών (423) φυσικών προσώπων, Δ) η από 31.5.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ..../31.5.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ..../2022 πρόσθετη παρέμβαση του επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «ΠΟΕΣΕ», Ε) η από 6.6.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ..../6.6.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης .../2022 πρόσθετη παρέμβαση των αναφερόμενων στο, προεισαγωγικό μέρος της παρούσας εκατόν εβδομήντα τεσσάρων (174) φυσικών προσώπων, ΣΤ) η από 5.7.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ....5.7.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ....2022 πρόσθετη παρέμβαση 1) του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος για τα Δικαιώματα του Καταναλωτή και του Πολίτη» (ΔΙΚΑΠ), 2) του σωματείου με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών Δωδεκανήσου», 3) του σωματείου με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ) Κορινθίας» και των αναφερόμενων στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας εκατόν ενός (101) φυσικών προσώπων, Ζ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του Σωματείου Αρτοποιών Θεσσαλονίκης με την επωνυμία «Ο Προφήτης Ηλίας», Η) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της τριτοβάθμιας σωματειακής οργάνωσης με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ» (ΕΣΑμεΑ), Θ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση 1) του πρωτοβάθμιου σωματείου ένωση καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ» (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ) και 2) … του …., I) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ», ΙΑ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της πρωτοβάθμιας επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΒΙΟΤΕΧΝΩΝ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ», IB) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της ένωσης προσώπων με την επωνυμία «ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ», ΙΓ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ», ΙΔ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Καταστηματαρχών Εστίασης και Αναψυχής Νομού Αχαΐας» και τον διακριτικό τίτλο «ΣΚΕΑΝΑ» και ΙΕ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της τριτοβάθμιας επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία «Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος» (ΓΣΕΒΕΕ), οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν (άρθρα 31 παρ. 1, 80, 246, 741, 752 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού οι ανωτέρω παρεμβάσεις δεν έχουν αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αίτησης αλλά εξαρτώνται από την κύρια δίκη που άρχισε με την υπό κρίση αγωγή από την οποία δεν μπορούν να χωρισθούν (ΑΠ 1206/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1426/2013 ΧρΙΔ 2014, 215).

(I) Στο άρθρο 10 παρ. 16 περ. α΄ του ν. 2251/1994, προβλέπεται η «εν στενή εννοία «stricto sensu» αγωγή, η οποία έχει διαφορετική δομή. Ειδικότερα, με την αγωγή αυτή, η ένωση καταναλωτών δικαιούται να ζητεί «… την παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή… (περ. α΄), ιδίως όταν αυτή συνίσταται στη διατύπωση και χρήση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών χωρίς να αποκλείεται και η σώρευση αιτήματος για την καταβολή ποσού ως «… χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης» (περ. β΄). Η ένωση νομιμοποιείται να ασκήσει την προκειμένη αγωγή όχι για λογαριασμό συγκεκριμένου καταναλωτή, αλλά για την προστασία των «… γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού… Η συλλογική αγωγή δεν έχει ως αντικείμενο τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσεως ή ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση ή και τη ρύθμιση κατάστασης υπέρ του γενικού συμφέροντος, με τον εξαναγκασμό του προμηθευτή σε συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, με την οποία θα αίρεται η αθέμιτη πρακτική, αλλά και θα ανατρέπεται η επανάληψή της στο μέλλον. Οι συλλογικές αξιώσεις παραλείψεως και άρσεως παράνομης συμπεριφοράς, αποτελούν τις αδικοπρακτικές αξιώσεις των ενώσεων καταναλωτών. Η αξίωση έχει προληπτικό και κυρωτικό χαρακτήρα. Η αγωγή αυτή, όπως αναφέρθηκε, αποβλέπει στη διαφύλαξη του «διάχυτου καταναλωτικού συμφέροντος», στη διασφάλιση, δηλαδή, της ολότητας των καταναλωτών και δεν αναφέρεται σε ατομικά θιγόμενους καταναλωτές, όπως η «εν ευρεία έννοια» συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 15 ν. 2251/1994. Εξάλλου, επειδή δεν απαιτείται να έχει επέλθει βλάβη σε κάποιον καταναλωτή, η εν λόγω αγωγή μπορεί να ασκηθεί και προληπτικά, πριν ακόμα προσβληθεί δικαίωμα ορισμένου καταναλωτή, εφόσον έχει εξωτερικευθεί συμπεριφορά, που μπορεί να οδηγήσει στην προσβολή προστατευόμενών αγαθών του. Επομένως, εφόσον η αγωγή αυτή έχει στόχο την προστασία των συλλογικών συμφερόντων, δεν μπορούν με αυτή να επιδιώκονται ατομικά συμφέροντα, ακόμα κι αν αυτή αφορά ευρύτερη ομάδα προσώπων είτε των μελών των ενώσεων είτε τρίτων καταναλωτών. Η δικαστική απόφαση, που δέχεται τη συλλογική αγωγή είναι διαπλαστική, και παράγει μία ιδιότυπη δεσμευτικότητα που ισχύει έναντι πάντων, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επίκλησης, από μεμονωμένους καταναλωτές σε ενδεχόμενες ατομικές διαφορές με τον ίδιο προμηθευτή. Κάθε αίτημα, όμως, που δεν κατατείνει στη διαφύλαξη του γενικού αλλά στη διασφάλιση του ατομικού καταναλωτικού συμφέροντος μέσω κριτηρίων ατομικών, αναγομένων σε προσωπικές καταστάσεις, εκτιμήσεις, ικανότητες, προβλέψεις, επιδιώξεις και διακινδυνεύσεις των αντισυμβαλλομένων μερών, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο - βάση της συλλογικής αγωγής, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο καλείται να διατάξει ρυθμιστικά μέτρα υπερατομικού χαρακτήρα, ικανά να ανατρέψουν ή να αποτρέψουν την έκνομη αυτή κατάσταση χάριν της προστασίας του γενικού συμφέροντος του καταναλωτικού κοινού. Επομένως, τόσο το αίτημα της συλλογικής αγωγής, όσο και η απόφαση επ' αυτής, θα πρέπει να τείνουν στην προστασία των γενικότερων συμφερόντων με την αναγνώριση της αντί καταναλωτικής συμπεριφοράς του προμηθευτή και τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων σε βάρος του τελευταίου και δη την απαγόρευση της συνομολόγησης ή της μελλοντικής χρήσης του συγκεκριμένου συμβατικού όρου. Συνεπώς, τα κριτήρια δικαστικού ελέγχου, που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της παροχής συλλογικής ή της ατομικής ένδικης προστασίας διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Στην πρώτη, παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα ενός αντικειμενικού ελέγχου, αφηρημένου (in abstracto) της νομιμότητας της συμπεριφοράς του προμηθευτή, ανεξάρτητα από την ύπαρξη οιασδήποτε συμβατικής σχέσης, ο δε έλεγχος έγκειται στην παράβαση βασικών γενικών δικαιϊκών αρχών είτε στο πλαίσιο απροσδιορίστου αριθμού ήδη καταρτισμένων συμβάσεων, είτε διότι διενεργείται για το μέλλον (ex ante), στη βάση απλής διακινδύνευσης του γενικού καταναλωτικού συμφέροντος από τη φερόμενη ως παράνομη ή καταχρηστική συμπεριφορά του προμηθευτή. Τα κριτήρια ελέγχου της καταχρηστικότητας του όρου είναι αυστηρότερα σε βάρος του προμηθευτή από τα αντίστοιχα κριτήρια που εφαρμόζονται στη δίκη επί ατομικής αγωγής. Τούτο διότι το κύρος ενός ΓΟΣ δεν κρίνεται με βάση τις συντρέχουσες περιστάσεις της εκάστοτε ατομικής σύμβασης, που συνομολογήθηκε στο χρόνο πριν από την άσκηση της (ατομικής) αγωγής, δηλαδή στο παρελθόν, αλλά αντιθέτως, κρίνεται με βάση την αφηρημένη επικινδυνότητα του όρου για το χρόνο που ακολουθεί του χρόνου άσκησης της (συλλογικής) αγωγής. Ο δικαστής, δηλαδή, που αποφαίνεται επί συλλογικής αγωγής οφείλει να προβλέψει για το μέλλον και να - εκτιμήσει όσο το δυνατό περισσότερους από τους πιθανούς κινδύνους, που μπορεί να κρύβει η επίμαχη ρήτρα για τον καταναλωτή ή κατ' άλλη διατύπωση, οφείλει να αναζητήσει με καχυποψία και αφηρημένες υποθέσεις, όλους τους πιθανούς επιλήψιμους τρόπους χρήσης της ρήτρας, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν η επίμαχη ρήτρα χρησιμοποιήθηκε πράγματι καταχρηστικά σε συγκεκριμένες συμβάσεις, που έχουν ήδη συνομολογηθεί. Αντίθετα, στο πλαίσιο της ατομικής ένδικης προστασίας ο έλεγχος είναι υποκειμενικός και προσανατολισμένος στα δεδομένα υφιστάμενης συμβατικής σχέσης, ήτοι συγκεκριμένος (in concreto) και διενεργείται, εκ των υστέρων, αφού έχει διαταραχθεί ο υφιστάμενος συμβατικός δεσμός προμηθευτή και καταναλωτή. Εξετάζονται τόσο η συγκεκριμένη βλάβη, που προκλήθηκε ή δύναται να προκληθεί στα συμφέροντα του καταναλωτή, όσο και οι ειδικές συνθήκες, που οδήγησαν στη σύναψη συγκεκριμένης σύμβασης, εκ μέρους του καταναλωτή. Σχετικώς το ΔΕΕ στις αποφάσεις της 9.9.2014, υπόθεση C-70/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 16), της 26.4.2012, υπόθεση C-472/10, Nemzeti/invitel (σκέψη 37), της 24.1.2002, υπόθεση C-372/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 15), της 27.6.2000, υπόθεση C-240/98, Oceano Grupo/Salvat Ed Tores (σκέψη 27) αναφέρει ότι στην ατομική αγωγή τα αρμόδια κρατικά όργανα καλούνται να αποφανθούν «in concreto» επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη συλλογική εξέταση τα όργανα αυτά αποφαίνονται «in abstracto» επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, που ενδέχεται να ενσωματωθεί ακόμη και σε συμβάσεις, που δεν έχουν ακόμη συναφθεί. Στην περίπτωση της «εν στενή εννοία» συλλογικής αγωγής του άρθρου 10 παρ. 16 εδ. α΄ ν. 2251/1994, το δικαστήριο διαπιστώνει γενικά και αντικειμενικά την ύπαρξη κατάστασης, που ενέχει αντικαταναλωτική συμπεριφορά, διατάσσει τα κατά την κρίση του ενδεδειγμένα ρυθμιστικά μέτρα για την προστασία του συνόλου των καταναλωτών και εξαλείφει παράνομες πρακτικές του προμηθευτή. Εφόσον, επομένως, με τη συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 16 εδ. α΄ του ν. 2251/1994, δεν εισάγεται προς διάγνωση διαφορά ιδιωτικού δικαίου και το ένδικο αυτό βοήθημα δεν εντάσσεται στον κύκλο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, το δικαστήριο κατά την παροχή συλλογικής έννομης προστασίας, δεν λειτουργεί αποκαταστατικώς. Η απόφαση επί συλλογικής αγωγής, που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω, και αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης, που άσκησε την αγωγή. Η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους. Εξάλλου, ο ίδιος ο ν. 2251/1994 προβλέπει διαφορετική νομική αντιμετώπιση των πραγματικών περιστατικών στη συλλογική αγωγή, σε σχέση με την ατομική αγωγή και όσον αφορά την ερμηνεία του καταχρηστικού ΓΟΣ, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 σύμφωνα με τις οποίες «Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτο για λογαριασμό του σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή» (άρθρο 2 παρ. 4), «Ειδικώς όταν ελέγχεται το περιεχόμενο ΓΟΣ κατά την εφαρμογή των άρθρων 10 παρ. 16 α΄ και 13 α΄ παρ. 23 επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου» (άρθρο και 2 παρ. 5). Στη συλλογική αγωγή, επομένως, προέχει η απομάκρυνση από τις συναλλαγές των ΓΟΣ, που θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα των καταναλωτών (ΑΠ 948/2021 ΕΕμπΔ 2022, 803). Ως αίτημα, τέλος, μπορεί να συμπεριλαμβάνεται στη συλλογική αγωγή και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 10 § 16 περ. β΄ ΚΠολΔ), η οποία πάντως επιδικάζεται μόνο μία φορά. Για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, σύμφωνα με την περ. β΄ της παραγράφου 16 του άρθρου 10 ν. 2251/1994, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, ιδίως, την ένταση της προσβολής της έννομης τάξης, που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης του προμηθευτή και κυρίως τον ετήσιο κύκλο εργασιών της, καθώς και τις ανάγκες της γενικής και της ειδικής πρόληψης. Παρά τον ατυχή χαρακτηρισμό ως χρηματικής ικανοποίησης, πρόκειται κατ’ ουσίαν περί αστικής κυρώσεως κατά το πρότυπο των punitive damages του αγγλοσαξωνικού δικαίου, ώστε να μην απαιτείται ούτε υπαιτιότητα ούτε ζημία, αποβλέπει, δε, στην προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού, με παράλληλη αποκατάσταση της τρωθείσης κοινωνικής ισορροπίας με την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη ηθική και κοινωνική τους ισορροπία (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 652/2010, ΔΕΕ 2010, 943 και παρατηρήσεις Γ. Δέλλιος, Ατομική και συλλογική προστασία, σελ. 54, ο οποίος επισημαίνει ότι στην παραπάνω νομολογία διαφαίνεται η προσπάθεια συγκερασμού των δύο αντιθέτων απόψεων περί του κυρωτικού αφενός και του αποκαταστατικού αφετέρου χαρακτήρα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης).

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

ΜΠΡΑΘ 2453/2023 (ασφ): Προσβολή προσωπικότητας & τεκμηρίου αθωότητας δια τηλεοπτικών εκπομπών. Δημοσιοποίηση στοιχείων από εκκρεμή ποινική δικογραφία. Διατάσσει ως ασφαλιστικό μέτρο την διαγραφή οκτώ εκπομπών από την ιστοσελίδα του σταθμού.

 


Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Γεώργιο Βώττη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν νόμιμης κλήρωσης.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2023, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας: …….. του …., προσωρινά κρατούμενης στο Κατάστημα Κράτησης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΚΣ.

Των καθών η αίτηση: (1) ……. του ….., κατοίκου ….. Αττικής […….], ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του ΜΓ, (2) ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της ΜΓ, (3) …….., κατοίκου …… Αττικής [οδ. ……], η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΔΓ, και (4) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……», η οποία εδρεύει στην …Αττικής [οδ], εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΔΓ.

...............................................................................................................................

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

................................................................................................................................ 

13. Ι. Η έκθεση ενός «παραβάτη» στη δημοσιότητα στο στάδιο που δεν έχει υπεισέλθει ακόμη η δικαστική απόφαση εγείρει ζητήματα ως προς τις επιπτώσεις της έκθεσης αυτής για την κρίση της υπόθεσης και για την απόλαυση του δικαιώματος ενός προσώπου σε «δίκαιη δίκη». Το τεκμήριο αθωότητας συνίσταται στην αξίωση του προσώπου και αντίστοιχα στη δέσμευση των αποδεκτών της να μην αντιμετωπίζεται ως «ένοχο», εφόσον η ενοχή του δεν έχει απαγγελθεί από την αρμόδια προς τούτο κρατική αρχή, δηλαδή τον ποινικό δικαστή. Το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο συνιστά έκφραση και έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου, συνιστά ύψιστη διαδικαστική επιταγή, σύμφωνα με την οποία οι επιπτώσεις της δίωξης που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια και μειώνουν κοινωνικά και ηθικά τον κατηγορούμενο δεν πρέπει να επιβαρύνουν τη θέση του στη διαδικασία. Σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου που διακηρύσσεται στο άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ ένας άνθρωπος θεωρείται αθώος [ακριβέστερα: απλά ύποπτος] εφόσον η ενοχή του δεν έχει ακόμη απαγγελθεί με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση τακτικού ποινικού δικαστηρίου. Αρχικά γινόταν δεκτό ότι το τεκμήριο αθωότητας συνιστούσε ένα διαδικαστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου [στις αγγλοσαξονικές έννομες τάξεις το τεκμήριο αθωότητας συνιστά κανόνα απόδειξης που δεν αναπτύσσει ενέργεια πριν από τη δίκη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι στη γαλλική έννομη τάξη το τεκμήριο της αθωότητας βρίσκει ρητή νομοθετική αναγνώριση (με τροποποίηση του 2000) στο Πρώτο Βιβλίο του Αστικού Κώδικα (Juissance des droits civils) στο άρθρο 9-1: Chacun a droit an respect de la presomption d’ innocence. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι ο Γαλλικός Αστικός Κώδικας αντιμετωπίζει το τεκμήριο αθωότητας ως ένα δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα βλ. F. Quintard-Morenas, σελ.132 επίσης Ρ. Duparc Portier, Media Reporting on Trials in France and Ireland, σελ.198επ.], το οποίο αφορούσε κυρίως το βάρος της απόδειξης στην ποινική διαδικασία και δέσμευε μόνο τους φορείς απονομής της δικαιοσύνης [δικαστές]. Ωστόσο σταδιακά έγινε δεκτό ότι και τα άλλα κρατικά όργανά έχουν υπο χρέωση σεβασμού του τεκμηρίου. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι η Σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να κατοχυρώνει δικαιώματα πραγματικά και όχι θεωρητικά ή ξένα στην πραγματικότητα. Στην υπόθεση …….[2008] το ΕΔΔΑ ανέδειξε και τη σχέση μεταξύ προστασίας της πληροφοριακής ιδιωτικότητας και τεκμηρίου αθωότητας. Το Δικαστήριο [παρ.122] αναγνώρισε ότι η συλλογή και τήρηση προσωπικών δεδομένων από δημόσιες αρχές δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την απαγγελία υπονοιών αλλά επεσήμανε τον κίνδυνο στιγματισμού των προσώπων τα δεδομένα των οποίων χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο με τα δεδομένα ατόμων που έχουν καταδικαστεί και εγείρουν το αίσθημα ότι τα πρόσωπα αυτά δεν αντιμετωπίζονται ως αθώα. Το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί ότι η παραβίαση του δικαιώματος του άρθρου 6 παρ.2 μπορεί να στοιχειοθετηθεί από ενέργειες δημόσιων οργάνων και όχι απαραίτητα δικαστών. Το τεκμήριο της αθωότητας δεσμεύει κατ’ αρχήν όλα τα πρόσωπα, τα οποία εμπλέκονται στην ποινική διαδικασία που κινείται εναντίον ενός προσώπου υπό οποιαδήποτε ιδιότητα [δικαστές, εισαγγελείς, ανακριτικοί υπάλληλοι και γραμματείς].

Εξάλλου, η δίκαιη απονομή δικαιοσύνης επιτάσσει να μη διακυβεύεται έστω και έμμεσα αυτό το δικαίωμα μέσω της διάδοσης απόψεων και πληροφοριών που αναφέρονται σε εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες. Το τεκμήριο της αθωότητας σε κάθε περίπτωση επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως γνώμονας για την αξιολόγηση των δημοσιευμάτων για τις ποινικές υποθέσεις. Η θέση αυτή ενισχύεται ακριβώς από το γεγονός ότι το τεκμήριο αθωότητας προβλέπεται ρητά ως περιορισμός-παράμετρος της άσκησης του δικαιώματος πληροφόρησης στον Κώδικα Δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Από το τεκμήριο αθωότητας συνάγεται, σύμφωνα με τη θεωρία, υποχρέωση της Πολιτείας και ειδικότερα του εθνικού νομοθέτη για τη λήψη θετικών μέτρων για την αποτροπή της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας. Τέτοια θετικά μέτρα μπορεί να συνίστανται στην εισαγωγή ρητών και νομικά δεσμευτικών ρυθμίσεων αναφορικά με τις συνέπειες της παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας.

Παράλληλα, στο επίκεντρο της ελευθερίας πληροφόρησης βρίσκεται η ακώλυτη κυκλοφορία και χρήση των πληροφοριών, καθώς η ενημέρωση του κοινού και η διαφάνεια της δημόσιας δράσης αποτελούν όρους συγκρότησης μιας δημοκρατικής Πολιτείας. Η δημοσιότητα εξάλλου μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση της Ιστορικής μνήμης και στην έρευνά της. Ταυτόχρονα, προφανώς η εκπλήρωση του δικαιώματος πληροφόρησης και ενημέρωσης βρίσκεται, αν μη τι άλλο, σε σχέση έντασης με τα δικαιώματα των προσώπων στην προσωπικότητα, στον ιδιωτικό βίο, στην προστασία προσωπικών δεδομένων και-τελευταίο αλλά όχι ύστερο-στη διαφύλαξη του τεκμηρίου αθωότητας. Η εκπλήρωση των σκοπών της ενημέρωσης και συνακόλουθα και της άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος-επαγγέλματος προϋποθέτει και συνεπάγεται συλλογή [Η συλλογή των πληροφοριών γίνεται συνήθως με τους ακόλουθους τρόπους: συγκέντρωση ήδη δημοσιευμένου πληροφοριακού υλικού, συλλογή πρωτογενούς υλικού με τις συνήθεις δημοσιογραφικές μεθόδους (π.χ. προσωπικές συνεντεύξεις), ερευνητική δημοσιογραφία, αξιοποίηση τυπικής ή άτυπης ενημέρωσης που προέρχεται από υπηρεσίες και εν γένει «πηγές» του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα] και περαιτέρω επεξεργασία προσωπικών πληροφοριών. Προφανώς ο προσδιορισμός και η θέση των προσώπων που αφορά η δια δημοσιεύματος ή εκπομπής δημοσιοποίηση προσδιορίζουν το «δικαιολογημένο ενδιαφέρον» ή τις «θεμιτές ανάγκες του κοινού για πληροφόρηση» αλλά και την επίλυση των σχετικών συγκρούσεων μεταξύ των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων. Ως θεμελιώδης ή, αν μη τι άλλο χρηστική, μέθοδος διερεύνησης της ύπαρξης δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και στάθμισης συγκρουόμενων δικαιωμάτων διαγράφεται η κατάταξη των προσώπων σε πρόσωπα απόλυτης και σχετικής επικαιρότητας.

Σύμφωνα με τη θεωρία που διαμορφώθηκε - κυρίως στη γερμανική επιστήμη [Η θεωρία αναπτύχθηκε στην Γερμανία από τον καθηγητή ……. και έγινε γνωστή με τον όρο Personen der Zeitgeschichte, δηλαδή ως θεωρία των «προσώπων της σύγχρονης ιστορίας» που αποδόθηκε εν τέλει στα Ελληνικά με τον όρο «επικαιρότητα» βλ. σχετικά Γ. Μιχαηλίδη-Νουάρο, Το απαραβίαστο του ιδιωτικού βίου και η ελευθερία του τύπου σελ.385επ., Κ. Μαυριά, Το δικαίωμα του ιδιωτικού βίου, σελ.97 επ., L Καράκωστα, Όροι και προϋποθέσεις δημοσίευσης προσωπικών δεδομένων που αφορούν πρόσωπο της επικαιρότητας (γνωμ.) σελ.27επ.] και νομολογία-τα πρόσωπα που απασχολούν τα μέσα ενημέρωσης διακρίνονται καταρχήν σε «πρόσωπα απόλυτης επικαιρότητας» και σε «πρόσωπα σχετικής επικαιρότητας». Στην κατηγορία των προσώπων απόλυτης επικαιρότητας ανήκουν εκείνα, τα οποία κατέχουν εςέχουσα θέση στο δημόσιο βίο [π.χ. αρχηγοί κρατών, υπουργοί, κάτοχοι δημόσιων αξιωμάτων και θέσεων], καθώς και όσα ασκούν μια σημαντική κοινωνική δραστηριότητα ή απασχολούν την επικαιρότητα σε τακτική βάση [οικονομικοί παράγοντες, ηθοποιοϊ αθλητές]. Στην δεύτερη κατηγορία, δηλαδή αυτή των προσώπων σχετικής επικαιρότητας ανήκουν πρόσωπα που προκαλούν το ενδιαφέρον του κοινού λόγω κάποιου μεμονωμένου, εξαιρετικού και έκτακτου γεγονότος, το οποίο μπορεί να είναι περιορισμένης ή εκτεταμένης διάρκειας, θετικό ή αρνητικό. Στα πρόσωπα αυτά συγκαταλέγονται ο κατηγορούμενος ή το θύμα ενός σοβαρού εγκλήματος, ο αυτόπτης μάρτυρας ενός σοβαρού γεγονότος, ο επιστήμονας που τιμήθηκε με ένα σημαντικό βραβείο, ο εφευρέτης μιας νέας θεραπείας ή ακόμη και ο νικητής ενός τυχερού παιχνιδιού. Η ιδιότητα ενός προσώπου ως προσώπου απόλυτης ή σχετικής επικαιρότητας συμπροσδιορίζει τα όρια ανοχής των προσβολών των δικαιωμάτων μέσω της δημοσιοποίησης πτυχών της δραστηριότητας και της ζωής τους.

Κρατούσα φαίνεται να είναι ή άποψη ότι «όσο ψηλότερη θέση κατέχουν στο δημόσιο βίο τα πρόσωπα της απόλυτης επικαιρότητας, τόσο πιο περιορισμένη είναι η σφαίρα του απορρήτου τους, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένα να ανέχονται προσβολές της ιδιωτικής τους ζωής». Η προσέγγιση αυτή υιοθετείται χωρίς αμφιβολία και από τη νομολογία: Ο Άρειος Πάγος [ΑΠ 854/2002] αναγνωρίζει ότι υφίσταται ευλόγως «δικαιολογημένο ενδιαφέρον» ενημέρωσης «του κοινωνικού συνόλου» για ό,τι αφορά ιδίως τα πρόσωπα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή κατέχουν δημόσιο αξίωμα [Μέσα στο πλαίσιο αυτό επιτρέπεται η δια του τύπου δημοσίευση προς πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού, δυσμενών κρίσεων ή μειωτικών αξιολογήσεων, ακόμη και με οξεία κριτική, των προσώπων που κατέχουν δημόσιο αξίωμα ή ασκούν δημόσιο λειτούργημα]. Η διάκριση δημόσιων και μη προσώπων συνιστά «κεντρικό διακύβευμα» και ταυτόχρονα χρήσιμο γνώμονα για την αξιολόγηση/στάθμιση του ανεκτού της προσβολής. Γίνεται δεκτό ότι υφίσταται δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης να σχηματίσει κατά το δυνατό πληρέστερη εικόνα της προσωπικότητας των προσώπων της απόλυτης επικαιρότητας και να πληροφορηθεί ακόμη και λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής τους. Η ανάγκη ή το ενδιαφέρον πληροφόρησης ωστόσο δεν φθάνει μέχρι του σημείου γνώσης στοιχείων της σφαίρας του απορρήτου τους που ανάγονται στον απαραβίαστο πυρήνα της αξίας του ανθρώπου [Ετσι υφίσταται δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης να γνωρίζει π.χ. την κατάσταση της υγείας των προσώπων που ασκούν εξουσία, ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί εξίσου δικαιολογημένο το ενδιαφέρον για γνώση αυστηρά ιδιωτικών δραστηριοτήτων τους. Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση …… απεφάνθη ότι το κοινό έχει δικαίωμα να ενημερωθεί υπό συγκεκριμένες ειδικές συνθήκες ακόμη και για στοιχεία της ιδιωτικής ζωής δημόσιων προσώπων, ιδίως εάν πρόκειται για πολιτικούς]. Όσο περισσότερο η προσβολή προσεγγίζει το πεδίο που γίνεται αντιληπτό ως στενά ιδιωτική σφαίρα ενός προσώπου, τόσο πιο δύσκολο είναι να εξισορροπηθεί από το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης που εγείρει με τη συμπεριφορά του ο δράστης. Σε καμία λοιπόν περίπτωση δεν νοείται στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας η πλήρης δημοσιοποίηση της ιδιωτικής ζωής ενός ατόμου ακόμα και αν αυτό είναι «δημόσιο πρόσωπο» [Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση του ΕΔΔΑ για την …… του …… Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο εκκινούσε από την αφετηρία του λειτουργικού και τοπικού κριτηρίου κρίνοντας ότι η ….. του …. ως πρόσωπο της επικαιρότητας απολάμβανε προστασίας της ιδιωτικής ζωής ακόμη και έξω από το σπίτι της αλλά μόνο εφόσον ήταν αποσυρμένη σε χώρο μη προσιτό στο κοινό. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το κοινό δεν έχει γενικό ενδιαφέρον να γνωρίζει πώς συμπεριφέρεται ένα δημόσιο πρόσωπο στην ιδιωτική ζωή του, ακόμη και εάν αυτή λαμβάνει χώρα σε δημόσιους χώρους. Υπενθυμίζεται ότι και σε άλλες αποφάσεις του το Δικαστήριο έχει κρίνει πως ιδιωτικότητα μπορεί να υπάρχει και στο επίπεδο της δημόσιας σφαίρας βλ. ΕΔΔΑ, …. and …….. (2001), και …… (2003)].

Στην περίπτωση των λεγάμενων «δημόσιων προσώπων» η ασαφής [εννοιολογική] οριοθέτηση του ιδιωτικού βίου θέτει σοβαρά ζητήματα ως προς τη θεμελίωση του παράνομου χαρακτήρα της προσβολής του, καθώς στην περίπτωση αυτή γίνεται γενικά αποδεκτό ότι το λεγόμενο «υποκειμενικό κριτήριο» λειτουργεί περιοριστικά. Κατά κανόνα το πεδίο προστασίας του ιδιωτικού βίου συρρικνώνεται επειδή το ίδιο το «δημόσιο πρόσωπο», μέσω της επιλογής του για έκθεση στη δημοσιότητα, περιορίζει τα όρια προστασίας του [Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση ΑΠ 854/2002: για την κρίση του Δικαστηρίου κρίσιμος παράγοντας υπήρξε το γεγονός ότι Πρύτανης ΑΕΙ, ο οποίος προσδιορίστηκε ως «δημόσιο πρόσωπο», παρουσιαζόταν συχνά στα μέσα ενημέρωσης και χρησιμοποιούσε παραδείγματα από την ιδιωτική του ζωή για να στηρίξει τις απόψεις του περί του πρακτέου στον καθ’ ημέρα βίο βλ. αντίστοιχα την απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου που αφορά τη δημοσίευση πληροφοριών για παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας από πρόσωπο γνωστό στην κοινή γνώμη, όπου το επιχείρημα ότι το άτομο αυτό προκαλούσε το ίδιο τη δημοσιότητα σε άλλες εκφάνσεις της ζωής του ήταν καθοριστικό για τη στάθμιση των συμφερόντων. ……., …. 13.6.2006, δημοσιευμένη σε NJW 39/2006, σελ.2835επ.]. Στην ελληνική νομοθεσία δεν συναντάται αναφορά σε πρόσωπα απόλυτης επικαιρότητας αλλά σε «δημόσια πρόσωπα». Ως άσκηση δημόσιου λειτουργήματος νοείται ο διορισμός ή η εκλογή ενός προσώπου σε θέση, η οποία συνδέεται με την εκτελεστική ή τη δικαστική ή τη νομοθετική εξουσία [οργανικό κριτήριο]. Η έννοια του δημόσιου προσώπου περιλαμβάνει επιπλέον και εκείνα τα πρόσωπα που διαχειρίζονται συμφέροντα τρίτων, είτε η διαχείριση γίνεται από μία θέση δημόσιου τομέα [λειτουργικό κριτήριο διοικητικής δράσης (Διευθυντής μιας κρατικής ΔΕΚΟ)] είτε η διαχείριση γίνεται από μία θέση ιδιωτικού τομέα [Διευθυντής μιας ιδιωτικής επιχείρησης μη υπαγόμενης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα]. Πιο σύνθετα εμφανίζονται τα ζητήματα προσβολών των δικαιωμάτων των προσώπων της σχετικής επικαιρότητας. Καταρχήν το κρίσιμο στοιχείο είναι το γεγονός και η σύνδεση ενός προσώπου με αυτό κι όχι το πρόσωπο καθ’ εαυτό. Η επέλευση ενός γεγονότος που-πιθανολογείται ότι-στοιχειοθετεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για ενημέρωση επ’ αυτού καθιστά ένα άτομο «πρόσωπο σχετικής επικαιρότητας». Υποστηρίζεται συνεπώς ότι η δημοσίευση σχετικών πληροφοριών αναφορικά με τέτοια πρόσωπα είναι θεμιτή, μόνο σε σχέση με τα γεγονότα εξαιτίας των οποίων έγιναν γνωστά και μόνο εντός ορισμένων χρονικών πλαισίων, όσο δηλαδή το γεγονός είναι όντως «επίκαιρο». Ωστόσο τίθεται το ζήτημα της χρονικής διάρκειας κατά την οποία, η διατήρηση στην επικαιρότητα ενός «γεγονότος» είναι δικαιολογημένη ακριβώς με το κριτήριο του δημόσιου ενδιαφέροντος. Το ερώτημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, εάν σκεφτεί κανείς ότι τα μέσα συνήθως μπορούν να συντηρήσουν ή να επαναφέρουν στην επικαιρότητα ένα γεγονός για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο, κατά το οποίο είναι πραγματικά επίκαιρο ή ενδέχεται να του προσδίδουν διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από τις πραγματικές. Υφίσταται, δηλαδή, ο κίνδυνος η αναφορά στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης [ΜΜΕ] να διατηρεί, να επαναφέρει ή να ανασύρει ένα θέμα ως «επίκαιρο». Στην περίπτωση αυτή οι όροι περιορισμού των δικαιωμάτων των προσώπων της σχετικής επικαιρότητας θα προσδιοριζόταν ακριβώς και απολύτως από αυτούς που ελέγχονται ως προς την παραβίασή τους. Το κριτήριο της «κοινωνικής μνήμης» δεν είναι ωστόσο αρκούντως ασφαλές λόγω της αοριστίας του και της δυσχέρειας της διαπίστωσης. Ο προσδιορισμός της έννοιας του προσώπου σχετικής επικαιρότητας και η αντίληψη για την έννοια της «επικαιρότητας» καθ’ εαυτή είναι ιδιαίτερης σημασίας. Η δημοσίευση στοιχείων για παρελθούσες υποθέσεις και η αξιολόγηση του επιτρεπτού της παρουσίασης συναρτάται άμεσα με τη θέση ως προς το εάν ένα πρόσωπο που έχει εμπλακεί σε ένα αδίκημα κι ως τέτοιο καθίσταται πρόσωπο σχετικής επικαιρότητας διατηρεί δυνάμει και κατ’ αποτέλεσμα την ιδιότητα αυτή εις το διηνεκές [βλ. για τα προαναφερόμενα Λ. Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας, 2012, σελ.45-79]. Π. Κατά το άρθρο 14 παρ.1 του Συντάγματος: «καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους», ενώ, κατά την παρ.2 του ιδίου άρθρου «ο τύπος είναι ελεύθερος, η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται». Ο τύπος επιτελεί κοινωνικό λειτούργημα, ασκώντας καθήκοντα τα οποία ο ίδιος επιλέγει, βάσει της αποστολής του, που συνίσταται στην πληροφόρηση και τη σύμπραξη για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η ελευθερία του τύπου δεν αποτελεί όμως αυτοσκοπό και συνακόλουθα δεν πρέπει να συνεπάγεται, χωρίς άλλο, τη θυσία άλλων έννομων αγαθών και για το λόγο αυτό υπάγεται, κατά τα προαναφερόμενα, στο γενικό περιορισμό της τήρησης των νόμων του Κράτους, οι οποίοι και αποτελούν το γενικό νομικό πλαίσιο, εντός του οποίου κινείται και αναπτύσσεται ελευθέρως ο τύπος. Με νόμο, επομένως, μπορεί να περιοριστεί η ελευθερία διάδοσης των στοχασμών και η αντίστοιχη ελευθερία πληροφόρησης, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να είναι γενικής (ρύσης, να αποτελούν μόνο κατασταλτικά μέτρα και να μη θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ελευθερίας του τύπου. Επίσης, κατά το άρθρο 10 παρ.1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών περί Ανθρώπινων Δικαιωμάτων «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών άνευ επεμβάσεως των δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων». Το δικαίωμα, όμως, τούτο υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 της ΕΣΛΑ [και 19 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα], σε περιορισμούς και κυρώσεις που προβλέπονται από το νόμο και αποσκοπούν, εκτός άλλων, στην προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων τρίτων και με σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου. Εξάλλου με το π.δ.77/2003 [Κώδικας Δεοντολογίας ειδησεογραφικών-δημοσιογραφικών-πολιτικών εκπομπών] ορίζονται και τα εξής: «Η μετάδοση των γεγονότων πρέπει να είναι αληθής, ακριβής και όσο είναι δυνατό πλήρης… [άρθρο 5 παρ.1]. Η ιδιωτική ζωή όλων…είναι σεβαστή και απαραβίαστη…[άρθρο 6]. Δεν πρέπει να μεταδίδονται πληροφορίες χωρίς να έχουν ελεγχθεί.