Προϋποθέσεις ευθύνης του προστήσαντος για τη ζημία που προκάλεσε ο προστηθείς σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Παράβαση αρχών του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ. Προστασία καταναλωτή. Ευθύνη παρέχοντος υπηρεσίες. Υποχρέωση οποιουδήποτε προμηθευτή για ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου καταναλωτή. Προστασία αποδεκτών των επενδυτικών υπηρεσιών. Σύμβαση εντολής. Λειτουργία δομημένων ομολόγων. Τα ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους. Ευθύνη τράπεζας και ΕΠΕΥ. Παραβίαση της κύριας υποχρέωσής της κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τους αδαείς επενδυτές η οποία συνίσταται στην παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών προς τους επενδυτές ώστε η ενημέρωση αυτών ως καταναλωτών να γίνεται με τρόπο κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια. Κάθε τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την ιδιαίτερη κατάσταση κ.λπ. του κάθε επενδυτή. Αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Υποχρέωση των εναγομένων τράπεζας, ΕΠΕΥ και προστηθέντων υπαλλήλων τους, να καταβάλουν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση στην ενάγουσα επενδύτρια προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της και της ηθικής της βλάβης. Πενταετής παραγραφή αξιώσεως του παθόντος αφότου αυτός έλαβε γνώση για τη ζημία και για τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Γνώση εκ μέρους του παθόντος ως προς το πρόσωπο του προστήσαντος.
Αριθμός 387/2022
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
Συγκροτήθηκε από τον δικαστή Περικλή Αλεξίου, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Λάρισας, και από τη γραμματέα Αλεξάνδρα Μπουραδάμου, Δικαστική υπάλληλο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 08.11.2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων - εναγομένων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σταδίου αριθμός 40, φέρει Α.Φ.Μ. …, και εκπροσωπείται νόμιμα. 2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός Καρνεάδου αριθμός 25-29, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου (μετά από συγχώνευση με απορρόφηση) της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», ΑΦΜ …., 3) …, τραπεζικού υπαλλήλου, κατοίκου Λάρισας, οδός …., Α.Φ.Μ. …. Δ.Ο.Υ. Β' Λάρισας, 4) …, τραπεζικού υπαλλήλου, κατοίκου Σουτραλί Αγριας Βόλου, οδός …, ΑΦΜ …. Οι ανωτέρω διάδικοι παραστάθηκαν στη δίκη δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους ΖΠ, δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Της εφεσίβλητης - ενάγουσας: …, αγρότισσας, κατοίκου Οιχαλίας Τρικάλων, Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. Τρικάλων. Η ανωτέρω διάδικος παραστάθηκε στη δίκη δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της ΑΤ, δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Τρικάλων, ο οποίος κατέθεσε δήλωση του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις.
Η ήδη εφεσίβλητη, …., κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων την από 30.01.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΤΜ…./30.01.2018 αγωγή αποζημίωσης εναντίον των αντιδίκων της, (ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο "ALPHA ΒΑΝΚ», ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» και το διακριτικό τίτλο "ALPHA ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ.», ως καθολικής διαδόχου μετά από συγχώνευση με απορρόφηση της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», ...), και ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ως προς την αγωγή αυτή, η οποία εκδικάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στη δικάσιμο της 19.09.2018, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η οριστική απόφαση τακτικής διαδικασίας με αριθμό 232/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή εν μέρει. Την απόφαση εκείνη εκκάλεσαν οι εναγόμενοι, ως διάδικοι, οι οποίοι ηττήθηκαν εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, με την ένδικη έφεση τους, (η οποία φέρει ημερομηνία 12.12.2018 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./13.12.2018), για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος η 08.11.2019, (με φροντίδα της πληρεξούσιας δικηγόρου των εκκαλούντων και με την υπ' αριθμόν …/07.01.2019 πράξη ορισμού δικασίμου της Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας).
Πριν από τη διεξαγωγή τούτης της δίκης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου (τούτου) δήλωση του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ και ζήτησε να εκδικαστεί η επίδικη υπόθεση, χωρίς να παραστεί αυτός κατά την εκφώνηση της. Στη διάρκεια της δίκης τούτης παραστάθηκαν οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου όπως εκτέθηκε ανωτέρω, έλαβαν χώρα όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με τούτη την απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
I. Η ένδικη έφεση με ημερομηνία 12.12.2018 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/13.12.2018, την οποία άσκησαν οι εναγόμενοι, (ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ.», ως καθολική διάδοχος μετά από συγχώνευση με απορρόφηση της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», ……..), ως διάδικοι που ηττήθηκαν εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη μετά την εν μέρει παραδοχή της ένδικης αγωγής της αντιδίκου τους, εναντίον της οριστικής απόφασης τακτικής διαδικασίας με αριθμό 232/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, μέσα στην προθεσμία των τριάντα ημερών από την ημέρα (14.11.2018), οπότε επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση στην πληρεξούσια δικηγόρο και νόμιμη αντίκλητο των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, Νίκη Παπαγεωργίου, δικηγόρο του Δ.Σ. Τρικάλων, με παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου της αντιδίκου τους, η οποία λαμβάνεται υπόψη στην επίδικη υπόθεση ως προθεσμία της έφεσης, αφού επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία περατώθηκε η πρωτοβάθμια δίκη οριστικά, (βλ. άρθρο 51 S§ 1 ΚΠολΔ και την έκθεση επίδοσης με αριθμό …/ 14.11.2018 του δικαστικού επιμελητή Τρικάλων …), και φέρεται νόμιμα προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, υλικά και τοπικά αρμοδίου για την εκδίκαση της, (βλ. άρθρα 19, 495 § 1, 513 § 1, 516 § 1, 517 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του άρθρου του 19 από το άρθρο 4§2 Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό προς το άρθρο 72§§4-13 Ν. 3994/2011). Επίσης, κατά την κατάθεση της ένδικης έφεσης, η οποία διενεργήθηκε στις 13.12.2018, οι εκκαλούντες, διαμέσου της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, κατέθεσαν το νόμιμο παράβολο έφεσης. Επομένως, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς την παραδεκτή υποβολή και βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, (βλ. άρθρο 533 ΚΠολΔ), μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της, (βλ. άρθρο 522 ΚΠολΔ).
II. 1. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για να υπάρξει παρανομία, δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί να αντιβαίνει η συμπεριφορά στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, η οποία επιβάλλεται στο πλαίσιο της συναλλακτικής και, γενικότερα, της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης και απορρέουσας από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρέωσης για λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας, ώστε να αποφεύγεται η πρόκληση ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας, συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς προφύλαξη του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και προς αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, η οποία απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μία ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει, συγχρόνως, και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ' εαυτή θα ήταν παράνομη, ακόμη και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή στο γενικό καθήκον να μην προκαλεί κάποιος ζημία σε άλλον υπαίτια (βλ. ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα, (βλ. ΟλομΑΠ 18/2004). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 719/2012). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχτηκε, κυριαρχικά, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, διότι είναι κρίση νομική, η οποία ανάγεται στην ορθή ή μη υπαγωγή των διδαγμάτων της κοινής πείρας από το δικαστήριο της ουσίας στην αόριστη νομική έννοια , της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ. Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, αφορά τα πραγματικά περιστατικά και δεν ελέγχεται αναιρετικά, (βλ. ΟλομΑΠ 2/2019, ΑΠ 1228/2019).
2. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία, ευθύνεται για τη ζημία, την οποία προξένησε ο υπηρέτης ή ο προστηθείς σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή επί προστήσαντος φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δεν συνδέεται συμβατικά με τον ζημιωθέντα τρίτο. Η εφαρμογή της διάταξης προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης. Αυτή η σχέση υπάρχει, όταν, στο πλαίσιο υφιστάμενης βιοτικής σχέσης μεταξύ δύο προσώπων, (φυσικών ή νομικών), δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο πρόσωπο (προστηθέντα), με αμοιβή ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και, γενικότερα, στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου προσώπου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή, έστω, στις γενικές οδηγίες και εντολές ή, μόνο, στην επίβλεψη του πρώτου, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία του πρώτου στον δεύτερο. Η σχέση πρόστησης έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλων προσώπων, και μπορεί να στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας, έργου, εντολής ή και σε μη δικαιοπρακτική σχέση, όπως σε de facto συμβατική σχέση, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία η τυχόν ιδιότητα του προστηθέντος ως αντιπροσώπου του προστήσαντος. Η ανάπτυξη πρωτοβουλίας από τον προστηθέντα και δικής του σφαίρας δράσης μέσα στα πλαίσια του πεδίου δράσης του προστήσαντος δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του προστήσαντος, (βλ. ΟλομΑΠ 20/2009, ΑΠ 487/2020, ΑΠ 1325/2007, ΑΠ 22/2004, ΑΠ 411/2003), β) ενέργεια του προοτηθέντος παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπραξία, η οποία συμπληρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ή με ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία του ή, ακόμη, και με κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Η κατάχρηση υπηρεσίας υφίσταται, όταν η ζημιογόνα πράξη τελέσθηκε μέσα στα όρια των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή με ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών, οι οποίες δόθηκαν σ' αυτόν, ή με υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνας ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας, η οποία ανατέθηκε σ' αυτόν, υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η πρόστηση υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 1462/2013, ΑΠ 1396/2011, ΑΠ 331/2010). Δηλαδή, πρέπει να κατέστη δυνατή η τέλεση της αδικοπραξίας εξαιτίας, ακριβώς, της σχέσης, των μέσων και των ευκαιριών που ανέθεσε ο προστήσας, στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης τους, προς τον προστηθέντα, και της χρησιμοποίησης τους για άλλο σκοπό από εκείνο, για τον οποίο του ανατέθηκαν, (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 1856/2013, ΑΠ 1888/2013, ΑΠ 337/2010), και ο ζημιωθείς τρίτος δεν γνώριζε την κατάχρηση της υπηρεσίας ούτε όφειλε να τη γνωρίζει, (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 552/2013, ΑΠ 959/2004, ΑΠ 799/2001). Αντίθετα, ο προστήσας δεν ενέχεται έναντι του ζημιωθέντος προς αποζημίωση αυτού, όταν η αδικοπραξία είναι άσχετη ή ξένη με την υπηρεσία που είχε ανατεθεί στον προστηθέντα, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική συμπεριφορά του προστηθέντος και στην άσκηση ή κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση, όπου υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος ανάμεσα στη βλαπτική συμπεριφορά του προστηθέντος και στην υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, πλην όμως οφείλεται σε αίτια ανεξάρτητα από αυτή και, συγκεκριμένα, οφείλεται σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (βλ. ΑΠ 9/2011). Η εν λόγω αστική ευθύνη του προστήσαντος είναι γνήσια αντικειμενική, εφόσον αυτός, χωρίς δικό του πταίσμα, ευθύνεται για το πταίσμα του προστηθέντος από αυτόν, (βλ. ΑΠ 844/2008). Δικαιολογητικό λόγο της ευθύνης αυτής (του προστήσαντος) αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διότι διευρύνει το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και καρπούται τα οφέλη της. Ως εκ τούτου, είναι εύλογο να φέρει αυτός την ευθύνη για τους κινδύνους, οι οποίοι προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος. Άλλωστε με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος εξυπηρετείται και η ασφάλεια των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από τον προστηθέντα. Το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τη συνδρομή της ανωτέρω προϋπόθεσης ευθύνης που απορρέει από το άρθρο 922 ΑΚ, φέρει εκείνος που ζημιώθηκε από τη συμπεριφορά του προστηθέντος, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμα του προς αποζημίωση, (ΑΠ 555/2000). Η έννοια της πρόστησης είναι νομική έννοια και η ύπαρξη ή μη ευθύνης του προστήσαντος, με βάση τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, ελέγχεται αναιρετικά σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 959/2004).
3. Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ. (Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθμόν 12263/β.500/11.4.1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24.4.1997), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2396/1996, (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1.11.2007 με το άρθρο 85 του Ν. 3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς." ... Τρίτη αρχή: "Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές". Τέταρτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεών τους με αυτούς". ... Έβδομη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς". Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, πλέον. Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, κύρια υποχρέωση της τράπεζας (και κάθε ΕΠΕΥ) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών είναι, καταρχήν, (εκτός από όσα προαναφέρθηκαν), η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών στους επενδυτές. Η ενημέρωση των επενδυτών (ως καταναλωτών) πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, γεγονός που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του κάθε επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης, (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του επενδυτή (πελάτη) όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης, (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ).
Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα (και κάθε ΕΠΕΥ) οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του επενδυτή (πελάτη) κατάλληλες συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζεται, εκτός των άλλων, και από τα προσωπικό στοιχεία του πελάτη επενδυτή και πρέπει, στο πλαίσιο παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία του επενδυτή (πελάτη) προς διακινδύνευση, (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης και για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των τίτλων που προτείνονται προς αγορά (επένδυση). Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα (και κάθε ΕΠΕΥ) οφείλει να λαμβάνει τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της επένδυσης που προτείνεται στον πελάτη (επενδυτή). Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας (και κάθε ΕΠΕΥ) για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος αυτών των υποχρεώσεων, οι οποίες βαραίνουν τις τράπεζες (και κάθε ΕΠΕΥ), δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, ώστε να εκπληρωθεί η υποχρέωση ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του πιο πάνω νομοθετήματος δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης της τράπεζας (και κάθε ΕΠΕΥ), αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους που ανακύπτουν από συγκεκριμένες επενδυτικές επιλογές του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει τον επενδυτή με απολύτως σαφή τρόπο ως προς τις αποδόσεις των τίτλων που προτείνονται προς επένδυση, (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, συνιστά παρανομία υπό την έννοια του όρου στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Επομένως, εφόσον η παρανομία αυτή θα διαπραχθεί με υπαιτιότητα και θα επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, δημιουργείται υποχρέωση της τράπεζας (και κάθε ΕΠΕΥ) που ενήργησε παράνομα, να καταβάλει αποζημίωση στον επενδυτή. Συναφές περιεχόμενο έχει και ο Ν. 3606/2007, ο οποίος εκδόθηκε μεταγενέστερα και τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/ 39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ ΕΟΚ, (βλ. ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 536/2019, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/ 2013).
4. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, (ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα), έναντι του πελάτη του ή άλλου προσώπου που συμβάλλεται μαζί του, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, (βλ. ΑΠ 1028/2015). Με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη προς αποζημίωση εξαιτίας αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις, όπου ανακύπτει ευθύνη από παροχή τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας (και κάθε ΕΠΕΥ) χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, οι οποίες επιβάλλουν σε οποιονδήποτε "προμηθευτή" (και, συνεπώς, στις τράπεζες και σε κάθε ΕΠΕΥ) την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου "καταναλωτή" (και, συνεπώς, του ιδιώτη επενδυτή), ώστε να λαμβάνει αυτός, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση ως προς την πράγματι ηθελημένη συναλλαγή και να μην παραπλανάται, όταν αποφασίζει να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά. δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του "προμηθευτή" προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του πιο πάνω νόμου και αναφέρονται στην "απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών". Ωστόσο προκύπτουν έμμεσα και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε "εμπορία υπηρεσιών από απόσταση", αφορούν όμως αυτονόητα (με τελολογική ερμηνεία τους) κάθε συναλλαγή, η οποία διενεργείται με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η κύρωση που προβλέπεται στο νόμο, όταν παραβιάζεται η εν λόγω υποχρέωση εκ μέρους του "προμηθευτή", συνίσταται, κυρίως, σε καταβολή αποζημίωσης προς τον καταναλωτή, (άρθρο 9Θ του πιο πάνω νόμου). Το έννομο αγαθό που προστατεύεται με τη διάταξη του άρθρου 8 του πιο πάνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, άμεσα ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης, (βλ. ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).
5. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 713 και 714 ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος οφείλει να διεξαγάγει την υπόθεση που ανατέθηκε σε αυτόν, (δηλαδή να πράξει για λογαριασμό του εντολέα του), καθετί που υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υπόθεσης, και ευθύνεται έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα. Έτσι, αν δεν εκπληρωθεί η σύμβαση ή εκπληρωθεί η σύμβαση πλημμελώς ή παραβιαστούν οι νόμιμες υποχρεώσεις, αξιώνεται όχι ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια), αλλά, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη και ο εντολοδόχος υποχρεούται να ανορθώσει τη θετική ή αποθετική ζημία του εντολέα, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του εντολοδόχου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 335 ΑΚ. Η σύμβαση εντολής μπορεί να συναφθεί και σιωπηρά, (βλ. άρθρα 158, 713 ΑΚ), και, εξαιτίας του προσωπικού εμπιστευτικού χαρακτήρα της, ο εντολοδόχος μπορεί να αναλάβει τη διεξαγωγή της υπόθεσης του εντολέα είτε ύστερα από παράκληση του είτε ακόμη και από δική του πρωτοβουλία, εφόσον ο εντολέας γνωρίζει τούτο και δεν αντιλέγει, (βλ. ΕφΑΘ 3526/2019 ΤΝΠ Νόμος).
6. Περαιτέρω, ως προς τη φύση των ομολόγων, τα ομόλογα είναι ένα είδος δανείου. Με το ομόλογο ο δανειζόμενος «ομολογεί» ότι οφείλει στον δανειστή, (δηλαδή στον αγοραστή του ομολόγου), το κεφάλαιο, το οποίο δανείστηκε με την πώληση του ομολόγου, και ο καταβαλλόμενος τόκος, (είτε καταβάλλεται περιοδικά είτε στη λήξη του ομολόγου, δηλαδή στη λήξη της περιόδου δανεισμού), αποτελεί το κόστος του δανείου για τον οφειλέτη. Το ομόλογο με κυμαινόμενο τοκομερίδιο είναι ένα ομόλογο με τοκομερίδιο, το οποίο κυμαίνεται σύμφωνα με το καθορισμένο επιτόκιο αναφοράς. Το επιτόκιο ενός ομολόγου με κυμαινόμενο τοκομερίδιο καθορίζεται ως ένα ποσοστό επί ενός δείκτη της διατραπεζικής αγοράς. Τα δομημένα ομόλογα (structured bonds) αποτελούν μία ειδική παραλλαγή των ομολόγων κυμαινόμενου εισοδήματος. Το δομημένο ομόλογο αποτελεί στην ουσία μία διασταύρωση μεταξύ του παραδοσιακού χρηματοοικονομικού προϊόντος, το οποίο καλείται «ομόλογο», και ενός ενσωματωμένου στοιχείου παραγώγου, του οποίου η εξέλιξη εξαρτάται από το προφίλ της απόδοσης και του κινδύνου του (συνήθως υψηλής απόδοσης) χρηματοοικονομικού προϊόντος. Η απόδοση ενός δομημένου ομολόγου ακολουθεί την απόδοση του υποκείμενου ομολόγου χρέους και του ενσωματωμένου παραγώγου. Συνεπώς, πρόκειται για ένα υβριδικό χρηματοοικονομικό προϊόν, το οποίο συνδυάζει στοιχεία άλλων προϊόντων, δηλαδή ομολόγων και «παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων», (βλ. ΕφΑθ 3253/2016 Τ.Ν.Π. Νόμος).
7. Περαιτέρω, κατά την αντίληψη που επικρατεί, τα λεγόμενα «perpetual bonds», δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας» ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεώγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή από ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία στον εκδότη, δικαίωμα απόληψης των τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιον απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται να διενεργήσει παράδοση και επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του, με σκοπό να εισπράξει την ονομαστική του αξία μετά τη λήξη μιας συμφωνημένης χρονικής διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντίθετα, διατηρεί το δικαίωμα να προβεί σε μονομερή ανάκληση του ομολόγου, όποτε αυτός θα θελήσει. Έτσι, η αναφερόμενη στους τίτλους αυτούς «ημερομηνία ανάκλησης» νοείται η ημερομηνία, κατά την οποία ο εκδότης προσφέρεται, ενδεικτικά, να ζητήσει από τον κομιστή την επιστροφή του ομολόγου έναντι καταβολής της ονομαστικής του αξίας, χωρίς όμως να υποχρεούται να προβεί σε αυτή την ενέργεια. Ανάλογα με το οικονομικό συμφέρον του, ο εκδότης μπορεί να επαναπροσδιορίσει την ημερομηνία ανάκλησης του ομολόγου σε απώτερο χρόνο και, μάλιστα, επανειλημμένα, χωρίς τέλος (από αυτό το γεγονός προέρχεται η ονομασία των ομολόγων αυτών ως ατελεύτητης διάρκειας). Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, διότι παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα από αυτούς τους δύο τίτλους. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαίτερα αυξημένη υποχρέωση προς ενημέρωση του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των ομολόγων ατελεύτητης διάρκειας ως ομολόγων (ομολογιακού δανείου) αποδίδει μία ψευδή εικόνα ως προς τη φύση αυτών των ομολόγων, ικανή να παραπλανήσει οποιονδήποτε επενδυτή, ακόμη και τον πολύ ενήμερο επενδυτή, ως προς την νομική φύση τους και τη λειτουργία τους, (βλ. ΑΠ 536/2019, ΑΠ 1350/2018, ΕφΑθ 4370/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος).
III. 1. Στην πιο πάνω αγωγή της (για αποζημίωση), η οποία φέρει ημερομηνία 30.01.2018 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΤΜ…/30.01.2018, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, …, ιστόρησε τα εξής: Ότι είναι αγρότισσα και οι γραμματικές γνώσεις της περιορίζονται στις γνώσεις του δημοτικού σχολείου. Ότι τόσο η ίδια όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της είναι ανέκαθεν σταθεροί πελάτες της 1ης εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας και τηρούν στο κατάστημα Τρικάλων αυτής καταθετικούς και προθεσμιακούς λογαριασμούς. Ότι το συναλλακτικό της προφίλ ήταν πάντοτε το συντηρητικό προφίλ ενός κοινού καταθέτη. Ότι οι υπάλληλοι του καταστήματος Τρικάλων της 1ης εναγομένης προσέγγισαν την ενάγουσα κατά το έτος 2004 και της ανέφεραν ότι ανήκει στο εκλεκτό πελατολόγιο της τράπεζας εξαιτίας του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων της και ότι έπρεπε να μεταφερθεί στο πελατολόγιο του τμήματος ιδιωτικής τραπεζικής, το οποίο έχει έδρα στη Λάρισα. Ότι περί τα τέλη Νοεμβρίου του έτους 2004 οι υπάλληλοι της 1ης εναγομένης συνέστησαν στη θυγατέρα της ενάγουσας, η οποία ενεργούσε κατ' εντολή και για λογαριασμό της ενάγουσας, τους 3ο και 4ο εναγόμενους, οι οποίοι ήταν προστηθέντες υπάλληλοι της 1ης και της 2ης εναγόμενης εταιρείας. Ότι με βάση όσα εξέθεσαν οι 3ος και 4ος εναγόμενοι στην ενάγουσα (διαμέσου της θυγατέρας της), η ενάγουσα πείσθηκε ότι πρέπει να ενταχθεί στο πελατολόγιο του τμήματος ιδιωτικής τραπεζικής της 1ης εναγομένης και στις 7.12.2004 υπέγραψε την υπ' αριθμόν …/ 7.12.2004 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Ότι η ενάγουσα έφερε την ιδιότητα του καταναλωτή τραπεζικών προϊόντων και οι εναγόμενοι, οι οποίοι γνώριζαν τα τραπεζικά προϊόντα, υποδείκνυαν στην ενάγουσα να προβεί σε τοποθέτηση των αποταμιεύσεων της σε συγκεκριμένα τραπεζικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και τα επίδικα ομόλογα, ήτοι το ομόλογο με τίτλο Ομόλογο Alpha Group Jersey Ltd, με ημερομηνία απόκτησης 9.12.2004 και με κατατεθέν κεφάλαιο ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ, και το ομόλογο με τίτλο Ομόλογο Aspis Finance Plc, με ημερομηνία απόκτησης 2.11.2005 και με κατατεθέν κεφάλαιο ονομαστικής αξίας 20.000 ευρώ, των οποίων οι εκδότες είχαν την έδρα τους στο εξωτερικό. Ότι οι εναγόμενοι απέκρυψαν από την ενάγουσα το γεγονός ότι τα επίδικα ομόλογα ήταν εταιρικά ομόλογα χωρίς εγγύηση επενδυμένου κεφαλαίου και ότι δεν ήταν τραπεζικά προϊόντα, εφάμιλλα των προθεσμιακών καταθέσεων εγγυημένου κεφαλαίου. Ότι κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης των χρημάτων της στα επίδικα ομόλογα, η ενάγουσα λάμβανε μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου της, στο οποίο αναγράφονταν στην κατηγορία (στήλη) της επένδυσης οι λέξεις «σταθερό εισόδημα» και εξαιτίας αυτού του γεγονότος η ενάγουσα διατηρούσε την πεπλανημένη άποψη ότι η τοποθέτηση των χρημάτων της στα επίδικα ομόλογα ήταν απολύτως ασφαλής. Ότι από επιστολές της 1ης εναγομένης η ενάγουσα πληροφορήθηκε .ότι η επένδυση της στο πρώτο επίδικο ομόλογο υπέστη ζημία, ποσοστού 65%, επειδή διενεργήθηκε υποχρεωτική εξαγορά του συγκεκριμένου ομολόγου από την 1η εναγομένη έναντι ποσοστού 35% της ονομαστικής αξίας του ομολόγου, (μετά την πώληση ομολόγων, αξίας 50.000 ευρώ, από το σύνολο των ομολόγων, αξίας 100.000 ευρώ, τα οποία είχε αγοράσει η ενάγουσα αρχικά), και ότι η επένδυση της στο δεύτερο επίδικο ομόλογο υπέστη ολική ζημία, δηλαδή ζημία ισόποση με το σύνολο της επένδυσης, διότι κηρύχθηκαν σε πτώχευση τόσο η εκδότρια του ομολόγου όσο και η εγγυήτρια αυτού. Ότι τα επίδικα ομόλογα είχαν χαμηλότατη επενδυτική ποιότητα, μειωμένη εξασφάλιση και ανύπαρκτη εγγύηση κεφαλαίου. Ότι αμφότερα τα επίδικα ομόλογα δεν διαθέτονταν νόμιμα στο επενδυτικό κοινό της Ελλάδας, διότι κυρίως δεν τηρήθηκε η διαδικασία έγκρισης της διάθεσης και δημοσίευσης σχετικού ενημερωτικού δελτίου, και ότι ο αντίστοιχος επενδυτικός κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος. Ότι οι εναγόμενοι απέκρυψαν από την ενάγουσα τις παραπάνω αρνητικές ιδιότητες των επίδικων ομολόγων κατά παράβαση των κανονισμών, της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, και ότι, εάν η ενάγουσα γνώριζε τα ανωτέρω περιστατικά, δεν θα επένδυε τα χρήματα της σε αυτά τα ομόλογα. Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, η οποία περιγράφεται στην ένδικη αγωγή εκτενώς και λεπτομερώς, η ενάγουσα υπέστη θετική ζημία, ποσού 52.500 ευρώ, (ήτοι: 32.500 + 20.000 = 52.500 ευρώ), αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος), ποσού τριών χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (3.600) από την αγορά των επίδικων ομολόγων Aspis Finance Plc και ποσού τριών χιλιάδων εννιακοσίων (3.900) ευρώ από την αγορά των επίδικων ομολόγων Alpha Group Jersey Ltd, και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας αξιώνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Για τους λόγους αυτούς (και με τη ρητή επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματός της) η ενάγουσα ζήτησε: 1. Να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή της στο σύνολο της και ως προς όλα τα αιτήματα της, 2. Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με την απόφαση που θα εκδοθεί, να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρο έκαστος ως αποζημίωση της ενάγουσας για τους λόγους που αναφέρονται στο ιστορικό της ένδικης, αγωγής, τα κάτωθι ποσά: (α) το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ , για το εκ των ζημιογόνων επίδικων τίτλων ομόλογο Aspis Finance Plc, για την περιουσιακή βλάβη, την οποία της προκάλεσαν σύμφωνα με τα ανωτέρω και η οποία ισούται με την απώλεια του αρχικού κεφαλαίου της που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των επίδικων άυλων τίτλων που αγόρασε και κατέχει και των οποίων η αξία έχει μηδενιστεί, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, υπολογιζόμενο από την ημερομηνία της οφειλόμενης πληρωμής των τόκων σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω ομολογιακής έκδοσης, ήτοι από 28.2.2012, (β) το ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων (32.500) ευρώ για το εκ των ζημιογόνων επίδικων τίτλων ομόλογο Alpha Group Jersey Ltd, με το νόμιμο τόκο επιδικίας κατ' άρθρο 346 ΚΠολΔ από την ημερομηνία της αναγκαστικής εξαγοράς, ήτοι 30.9.2013, ως προς όλους τους εναγόμενους με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, 3. Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με την απόφαση που θα εκδοθεί, να καταβάλουν στην ενάγουσα, σύμφωνα με τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, αλληλεγγύως έκαστος και εις ολόκληρο, ως αποθετική ζημία της ενάγουσας (διαφυγόν κέρδος) το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (3.600) σε ό,τι αφορά το εκ των επιδίκων ομολόγων Aspis Finance Plc και το ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων (3.900) ευρώ σε ό,τι αφορά το των επιδίκων ομολόγων Alpha Group Jersey Ltd, με το νόμιμο τόκο επιδικίας κατ' άρθρο 346 ΚΠολΔ ως προς όλους τους εναγόμενους από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, 4. Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με την απόφαση που θα εκδοθεί, να καταβάλουν στην ενάγουσα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο έκαστος, το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, με το νόμιμο τόκο επιδικίας κατ' άρθρο 346 ΚΠολΔ ως προς όλους τους εναγόμενους από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. 5. Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί, ως προσωρινά εκτελεστή σε όλο το διατακτικό της για τους λόγους που αναφέρονται στο ιστορικό της ένδικης αγωγής και 6. Να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και στην αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της. Στη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης η ενάγουσα έτρεψε νόμιμα τα κύρια καταψηφιστικά αιτήματα της ένδικης αγωγής της σε αναγνωριστικά αιτήματα.
2. Ως προς την ανωτέρω αγωγή, η οποία εκδικάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων) στη δικάσιμο της 19.09.2018 αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η απόφαση τακτικής διαδικασίας με αριθμό 232/2018 του δικαστηρίου εκείνου, με την οποία το δικαστήριο εκείνο αποφάνθηκε ως εξής: 1) Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων, 2) Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε (ως) απορριπτέο στο σκεπτικό (της απόφασης), 3) Δέχεται εν μέρει την αγωγή, 4) Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρο στην ενάγουσα: α) το ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων (52.500) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, και β) το ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι (3.956) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, 5) Καταδικάζει τους εναγόμενους στην εις ολόκληρο καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ. Εναντίον της ανωτέρω οριστικής πρωτοβάθμιας απόφασης (με αριθμό 232/2018) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων οι εναγόμενοι άσκησαν την ένδικη έφεσή τους, με την οποία παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και, ειδικότερα, ότι υπέπεσε στις πλημμέλειες που αναφέρονται στην ένδικη έφεση λεπτομερώς, και ζητούν: 1) Να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση (τακτικής διαδικασίας) με αριθμό 232/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η από 30.01.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΤΜ …/30.01.2018/αγωγή της αντιδίκου τους, 2) Να καταδικαστεί η εφεσίβλητη να·καταβάλει τη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
IV. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νόμιμα με επίκληση, ήτοι, ειδικότερα, από την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα απόδειξης, …, δικαστικής πραγματογνώμονα επί τραπεζικών συμβάσεων, κατοίκου Θεσσαλονίκης, η οποία λήφθηκε νόμιμα, μετά από αίτηση της ενάγουσας και προηγούμενη νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων της, (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης με αριθμό …/02.05.2018 και …./02.05.2018 του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …, την έκθεση επίδοσης με αριθμό …/02.05.2018 του δικαστικού επιμελητή Λάρισας … και την έκθεση επίδοσης με αριθμό …./02.05.2018 του δικαστικού επιμελητή Βόλου …), και περιέχεται στο ομώνυμο συμβολαιογραφικό έγγραφο με αριθμό …/09.05.2018 της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης, …., συνταξιούχου, κατοίκου Τρικάλων, και …, δικηγόρου, κατοίκου Τρικάλων, οι οποίες λήφθηκαν νόμιμα, μετά από αίτηση της ενάγουσας και προηγούμενη νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων της, (βλ. τις ανωτέρω εκθέσεις επίδοσης με αριθμό …/02.05.2018 και …/02.05.2018 του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …, την έκθεση επίδοσης με αριθμό …/02.05.2018 του δικαστικού επιμελητή Λάρισας … και την έκθεση επίδοσης με αριθμό …/02.05.2018 του δικαστικού επιμελητή Βόλου …), και περιέχονται στο ομώνυμο έγγραφο με αριθμό 291/08.05.2018 του Ειρηνοδικείου Τρικάλων, από την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα απόδειξης, …, κατοίκου Οιχαλίας Τρικάλων, η οποία λήφθηκε νόμιμα, μετά από αίτηση της ενάγουσας και προηγούμενη νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων της, (βλ. την έκθεση επίδοσης με αριθμό …/17.05.2018 του δικαστικού επιμελητή Τρικάλων …), και περιέχεται στο ομώνυμο έγγραφο με αριθμό …/22.05.2018 του Ειρηνοδικείου Τρικάλων, από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, …, τραπεζικού υπαλλήλου, κατοίκου Φαρσάλων Λάρισας, (υπαλλήλου της 1ης εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας), η οποία λήφθηκε νόμιμα, μετά από αίτηση των εναγομένων και προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου τους, (βλ. την έκθεση επίδοσης με αριθμό …/03.05.2018 του δικαστικού επιμελητή Τρικάλων …), και περιέχεται στο ομώνυμο συμβολαιογραφικό έγγραφο με αριθμό …/08.05.2018 του συμβολαιογράφου Φαρσάλων …, και από το περιεχόμενο όλων των εγγράφων, τα οποία προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νόμιμα, με επίκληση του περιεχομένου τους, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο τούτο αυτεπάγγελτα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 336§4 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικό περιστατικά:
1. Η ενάγουσα, …, είναι αγρότισσα, συνταξιούχος ΟΓΑ, διάνυε (κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής) την ηλικία των 70 ετών και οι γραμματικές γνώσεις της είναι πολύ περιορισμένες, αφού αυτή είναι απόφοιτη δημοτικού σχολείου, και δεν διαθέτει γνώσεις ως προς τα δυσνόητα χρηματοοικονομικά ζητήματα. Ανήκει στην κατηγορία των βιοπαλαιστών και με πολλή εργασία κατάφερε να αποταμιεύσει μερικά χρήματα, για να καλύπτει τις βιοτικές ανάγκες της οικογένειάς της. Επί πολλά έτη (η ενάγουσα) ήταν σταθερή πελάτης της 1ης εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, στην οποία πραγματοποιούσε ανέκαθεν τις καθημερινές συναλλακτικές εργασίες της και στο κατάστημα αυτής, το οποίο κείται στην πόλη των Τρικάλων (και φέρει κωδικό αριθμό καταστήματος .), διατηρούσε το σύνολο σχεδόν των οικογενειακών αποταμιευμένων χρημάτων της. Σε όλη τη χρονική διάρκεια της συνεργασίας της με την 1η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, στην οποία τηρούσε καταθετικούς προθεσμιακούς λογαριασμούς, η ενάγουσα επέδειξε ακράδαντη εμπιστοσύνη προς τους υπαλλήλους αυτής (της 1ης εναγομένης), ανάλογη προς τη φήμη της τράπεζας και την εξαίρετη συμπεριφορά των υπαλλήλων της, στη συνέχεια όμως οι υπάλληλοι της 1ης εναγομένης έπεισαν την ενάγουοα να τοποθετήσει τα αποταμιευμένα χρήματά της σε επισφαλή τραπεζικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει (η ενάγουσα) να χάσει το σύνολο των οικογενειακών αποταμιεύσεων της. Τελικά, η ενάγουσα απώλεσε ένα σημαντικό μέρος αυτών των αποταμιεύσεων της, ποσού πενήντα δύο χιλιάδων και πεντακοσίων (52.500) ευρώ. Κατά την περίοδο εκείνη η ενάγουσα είχε τοποθετημένα τα αποταμιευμένα χρήματα της σε λογαριασμό ταμιευτηρίου, αλλά μερικές φορές, ακολουθώντας τις υποδείξεις των υπαλλήλων της 1ης εναγομένης, τοποθετούσε τα χρήματα της σε προθεσμιακές καταθέσεις, προκειμένου να επιτύχει μεγαλύτερη απόδοση τόκων σε σύγκριση με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου. Στη διάρκεια της συνεργασίας της με την 1η εναγομένη η ενάγουσα ακολουθούσε πρόθυμα τις υποδείξεις των υπαλλήλων της, οι οποίοι εργάζονταν στο τραπεζικό κατάστημα Τρικάλων, διότι τους θεωρούσε ως επαγγελματικά καταρτισμένους υπαλλήλους και ως ανθρώπους με ειλικρινές ενδιαφέρον για το πρόσωπα της και για τα αποταμιευμένα χρήματα της. Για τούτο κάθε φορά που οι υπάλληλοι της 1ης εναγομένης την καλούσαν να ανανεώσει την προθεσμιακή κατάθεση της κατά τη λήξη της, η ενάγουσα συναινούσε πρόθυμα. Αντίθετα, η ενάγουσα δεν ήταν καθόλου πρόθυμη να διακινδυνεύσει, τοποθετώντας τα χρήματα της σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα αμφίβολης ασφάλειας. Οι υπάλληλοι του καταστήματος Τρικάλων της 1ης εναγομένης γνώριζαν ότι η ενάγουσα" ήταν μία συντηρητική καταθέτρια, η οποία είχε αποκτήσει τα χρήματα της με σκληρή εργασία και με κόπους πολλών ετών.
2. Στη διάρκεια του έτους 2004 οι υπάλληλοι της 1ης εναγομένης ανέφεραν στην ενάγουσα ότι αυτή ανήκει πλέον στο «εκλεκτό πελατολόγιο» της τράπεζας εξαιτίας του ποσού των καταθέσεων της και ότι, σύμφωνα με την πάγια εσωτερική πολιτική της τράπεζας, έπρεπε να μεταφερθεί στο πελατολόγιο του Τμήματος Ιδιωτικής Τραπεζικής (Private Banking) της τράπεζας, το οποίο είχε έδρα στην πόλη της Λάρισας. Επίσης, βεβαίωσαν την ενάγουσα ότι η μεταφορά των χρημάτων της στο Τμήμα Ιδιωτικής Τραπεζικής (Private Banking) θα απέφερε μεγαλύτερες αποδόσεις τόκων σε σύγκριση με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου ή τις προθεσμιακές καταθέσεις. Προκειμένου να εκλείψουν οι δισταγμοί της ενάγουσας, οι υπάλληλοι της 1ης εναγομένης τη βεβαίωσαν ότι η μεταφορά των χρημάτων της στο Τμήμα Ιδιωτικής Τραπεζικής (Private Banking) αποτελούσε μία τυπική διαδικασία, ότι η εξυπηρέτηση της ενάγουσας θα συνέχιζε να γίνεται από το κατάστημα Τρικάλων της 1ης εναγομένης και ότι η ενάγουσα θα απολάμβανε, επιπλέον, τα προνόμια του Τμήματος Private Banking. Περί τα τέλη Νοεμβρίου του έτους 2004 οι υπάλληλοι του καταστήματος Τρικάλων της 1ης εναγομένης συνέστησαν στην ενάγουσα τον 4ο εναγόμενο, .. προστηθέντα υπάλληλο των δύο πρώτων εναγόμενων εταιρειών και υφιστάμενο του 3ου εναγομένου, …, διευθυντή του Τμήματος Private Banking Λάρισας. Μάλιστα, ο 4ος εναγόμενος επισκέφθηκε το κατάστημα Τρικάλων της 1ης εναγομένης, προκειμένου να συναντήσει την ενάγουσα και να συνομιλήσει μαζί της, όπως είχαν κανονίσει οι υπάλληλοι του ανωτέρω καταστήματος και ο διευθυντής αυτού. Στη συνάντηση εκείνη η ενάγουσα αντιπροσωπεύθηκε από την κόρη της, …, ιδιωτική υπάλληλο, και διαμέσου αυτής ο 4ος εναγόμενος πρότεινε στην ενάγουσα να τοποθετήσει τα χρήματα της σε άλλου είδους αποταμιευτικά προϊόντα, τα οποία όμως, όπως είπε, λειτουργούσαν όπως οι προθεσμιακές καταθέσεις και, ειδικότερα, παρείχαν τρίμηνο εκτοκισμό, καλύτερη απόδοση τόκων από τις προθεσμιακές καταθέσεις, δυνατότητα πρόωρης ρευστοποίησης και εγγύηση κεφαλαίου. Κατά την ανωτέρω συνάντηση του 4ου εναγομένου και της … ήταν παρών ο διευθυντής του καταστήματος Τρικάλων της 1ης εναγομένης, …, τον οποίο γνώριζε και 4ου εναγομένου και των λοιπών αρμόδιων υπαλλήλων της 1ης εναγομένης, αποφάσισε να επενδύσει τα χρήματα της σε τραπεζικά προϊόντα (ομόλογα), τα οποία όμως, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν προϊόντα μειωμένης εξασφάλισης και ζημιογόνα, με συνέπεια να προκληθεί οικονομική ζημία στην ενάγουσα. Για να πραγματοποιηθεί η ανωτέρω επένδυση, η ενάγουσα, ακολουθώντας τις οδηγίες του 4ου εναγομένου και των λοιπών αρμόδιων υπαλλήλων της 1ης εναγομένης, υπέγραψε στις 7.12.2004 την υπ' αριθμόν …/7.12.2004 Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, έχοντας την πεποίθηση ότι η υπογραφή της σύμβασης αυτής ήταν μία τυπική ενέργεια, παρόμοια προς το άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού ή προς την πραγματοποίηση μίας προθεσμιακής κατάθεσης χρημάτων. Στη συνέχεια ο 3ος εναγόμενος, ως διευθυντής του Τμήματος Private Banking Λάρισας και προστηθείς υπάλληλος δύο πρώτων εναγόμενων εταιρειών, …, ενεργώντας από κοινού με τον 4ο εναγόμενο, …, υπέδειξαν στην ενάγουσα, (διαμέσου της θυγατέρας της, …), να τοποθετήσει τα χρήματα της σε αποταμιευτικά προϊόντα, τα οποία παρουσίασαν (στην ενάγουσα) ως παρόμοια προς τις προθεσμιακές καταθέσεις και για τα οποία βεβαίωσαν την ενάγουσα ότι παρείχε εγγύηση κεφαλαίου η τράπεζα (Alpha Bank), όπως αντιλήφθηκε η ενάγουσα. Μεταξύ των επενδυτικών προϊόντων, τα οποία πρότειναν οι 3ος και 4ος εναγόμενοι στην ενάγουσα προς αγορά (και επένδυση) και τα οποία αποκαλούσαν «τραπεζικά» προϊόντα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν «εταιρικά» ομόλογα, ήταν και τα επίδικα ομόλογα, ήτοι: α) το ομόλογο Aspis Finance Plc με ISIN: … και β) το ομόλογο εμπιστευόταν η ενάγουσα. Η ενάγουσα, ακολουθώντας τις οδηγίες του Alpha Group Jersey Ltd με ISIN: …. Ειδικότερα, τα στοιχεία αυτών των ομολόγων ήταν τα εξής: Α) Ομόλογο Alpha Group Jersey Ltd, με ημερομηνία απόκτησης 09.12.2004 και κατατεθέν κεφάλαιο ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ. “ΕΚΔΟΤΗΣ: ALPHA CREDIT GROUP PLC, ΟΜΟΛΟΓΟ: ALPHA GROUP JERSEY LTD 5/12/2012 EUR, ISIN: …, ΤΡΕΧΟΝ ΚΟΥΠΟΝΙ: 4,822, VALEUR: 09/12/04, ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ: 100.000,00. ΚΑΘΑΡΗ ΤΙΜΗ: 111,15. ΠΟΣΟ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ: 111.190,18. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Τρέχον Κουπόνι 4,822% προ φόρου πληρωτέο 07.03.2005, επόμενο κουπόνι, 3Μ Euribor+2,65”. Για την αγορά του ανωτέρω προϊόντος η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των 111.190,18 ευρώ. Στις 23.4.2007 από τους αρχικούς τίτλους, ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ, του ανωτέρω ομολόγου, τους οποίους είχε στην κατοχή της έως τότε, η ενάγουσα, ακολουθώντας τις οδηγίες των ανωτέρω 3ου και 4ου εναγομένων, πώλησε τίτλους ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ και απέμειναν στην κατοχή της οι υπόλοιποι τίτλοι αυτού του προϊόντος, ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ. Β) Ομόλογο Aspis Finance Plc, με ημερομηνία απόκτησης 02.11.2005 και κατατεθέν κεφάλαιο ονομαστικής αξίας 20.000 ευρώ. «ΕΚΔΟΤΗΣ: CORPORATE, ΟΜΟΛΟΓΟ: ASPIS FINANCE PLC 10/02/2015 EUR, ISIN: XS0211271597, ΤΡΕΧΟΝ ΚΟΥΠΟΝΙ: 3,483, VALEUR: 02/11/2005, ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ: 20.000,00. ΚΑΘΑΡΗ ΤΙΜΗ: 101,05. ΠΟΣΟ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ: 20.372,54». Για την αγορά του ανωτέρω προϊόντος η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των 20.372,54 ευρώ. Τα ανωτέρω στοιχεία (του ομολόγου Aspis Finance Pic) ήταν τα μοναδικά στοιχεία αυτού του ομολόγου, τα οποία γνωστοποιήθηκαν στην ενάγουσα, (διατυπωμένα στην αγγλική γλώσσα, την οποία δεν γνωρίζει ούτε η ενάγουσα ούτε η θυγατέρα της, …, η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της κατά τις τραπεζικές συναλλαγές της). Στις έντυπες Μηνιαίες Αποτιμήσεις Χαρτοφυλακίου, τις οποίες απέστελλαν οι δύο πρώτες εναγόμενες εταιρείες στην ενάγουσα, τα επίδικα ομόλογα χαρακτηρίζονταν ως εξής: «ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ: ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ» και το γεγονός αυτό συντελούσε, ώστε να σχηματίσει η ενάγουσα και να διατηρεί την εσφαλμένη άποψη όχι τα επίδικα ομόλογα ήταν αοφαλή επενδυχικά προϊόντα, χα οποία θα εξασφάλιζαν σε αυτή «σταθερό εισόδημα» με τις αποδόσεις τους για όσο χρονικό διάστημα θα τα είχε στην κατοχή της.
3. Περί το θέρος του έτους 2008 η ενάγουσα διαπίστωσε ότι σας έντυπες Μηνιαίες Αποτιμήσεις Χαρτοφυλακίου σημειώνονταν αρνητικές αποδόσεις των ανωτέρω ομολόγων και το γεγονός αυτό της προκάλεσε ανησυχία. Στη συνέχεια η ενάγουσα απευθύνθηκε στους υπαλλήλους των δύο πρώτων εναγόμενων εταιρειών και ζήτησε διευκρινίσεις για το ανωτέρω ζήτημα (ίων αρνητικών αποδόσεων των ομολόγων), αλλά τόσο ο διευθυντής του Τμήματος Private Banking Λάρισας, ήδη 3ος εναγόμενος, .., όσο και ο 4ος εναγόμενος, …, τη βεβαίωσαν όχι πρόκειται για μία πρόσκαιρη οικονομική αναστάτωση των αγορών, για την οποία δεν έπρεπε να ανησυχεί, διότι το επενδυμένο κεφάλαιο ήταν εγγυημένο στη λήξη των ομολόγων. Κατά τον Ιανουάριο του έτους 2012 η ενάγουσα έλαβε την από 28.12.2011 και με αριθμό 231 επιστολή της 2ης εναγομένης, υπογεγραμμένη από υπαλλήλους της Κεντρικής Διεύθυνσης του Τμήματος Private Banking, με την οποία ενημέρωσαν την ενάγουσα ότι με την υπ' αριθμόν 25/1/ 17.12.2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της τράπεζας με την επωνυμία «Τ-ΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», δηλαδή της τραπεζικής εταιρείας, η οποία ήταν εγγυήτρια του ως άνω ομολόγου με τίτλο «Ομόλογο Aspis Finance Plc», (μολονότι η ενάγουσα, αξιολογώντας εσφαλμένα τις πληροφορίες των 3ου και 4ου εναγομένων, είχε σχηματίσει την εσφαλμένη πεποίθηση ότι εγγυήτρια του ανωτέρω ομολόγου ήταν η 1η εναγομένη, τραπεζική εταιρεία Alpha Bank), και ότι η τράπεζα αυτή τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Επίσης, ενημέρωσαν την ενάγουσα ότι με την υπ' αριθμόν 26/2/17.12.2011 απόφαση της ως άνω Επιτροπής είχε αποφασιστεί ότι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της Τ-ΒΑΝΚ Α.Τ.Ε. από το Ομόλογο Aspis Finance Plc θα παρέμεναν στην υπό εκκαθάριση τράπεζα με την επωνυμία Τ-ΒΑΝΚ Α.Τ.Ε. Στη συνέχεια, στις 10.11.2012, η ενάγουσα έλαβε την υπ' αριθμόν 243/2.11.2012 επιστολή της 1ης εναγομένης, με την οποία την ενημέρωσαν (οι αρμόδιοι υπάλληλοι της 1ης εναγομένης) ότι η εκδότρια των πιο πάνω ομολόγων (Aspis Finance Plc), αγγλική εταιρεία με την επωνυμία «Aspis Finance Plc», τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση στις 20.09.2012. Με τον τρόπο αυτό η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι τα χρήματα που είχε επενδύσει στα ανωτέρω ομόλογα (με τίτλο Ομόλογα Aspis Finance Plc), ενδεχομένως υπήρχε κίνδυνος να χαθούν. Ακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία της ενάγουσας με τον 3ο εναγόμενο ως προς τα ομόλογα Aspis Finance Plc, και αυτός ανακοίνωσε στην ενάγουσα ότι υπήρχε κίνδυνος να χαθούν τα χρήματα της, τα οποία είχε επενδύσει σε αυτά τα ομόλογα. Στη συνέχεια οι αρμόδιοι υπάλληλοι των δύο εναγόμενων εταιρειών ενημέρωσαν την ενάγουσα ότι τόσο ο εκδότης όσο και ο πληρωτής αυτών των ομολόγων (Aspis Finance Plc) είχαν περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής των τόκων και του κεφαλαίου των ομολόγων και προέτρεψαν την ενάγουσα να απευθυνθεί στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, με το οποίο θα συγχωνευόταν η Τράπεζα Τ-ΒΑΝΚ, για να λάβει περισσότερες και ακριβέστερες πληροφορίες. Στη συνέχεια η ενάγουσα επικοινώνησε με υπαλλήλους του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και έλαβε την πληροφορία ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είχε αποφασίσει να μη μεταβιβαστούν στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της τράπεζας Τ-ΒΑΝΚ Α.Τ.Ε., (πρώην ASPIS BANK), από δάνεια χαμηλής εξασφάλισης και υβριδικούς τίτλους, όπως το ανωτέρω ομόλογο, και από συμμετοχές της Τ-ΒΑΝΚ στις θυγατρικές εταιρείες της, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η εταιρεία Aspis Finance Plc, η οποία είχε έδρα στο Λονδίνο της Αγγλίας. Κατόπιν, η ενάγουσα άρχισε να ζητεί πληροφορίες για τα ανωτέρω ομόλογα και πληροφορήθηκε ότι το ομόλογο με τίτλο Ομόλογο Aspis Finance Plc, το οποίο είχε στην κατοχή της, ήταν ένα ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης, (το οποίο σήμαινε ότι σε περίπτωση αδυναμίας του εκδότη προς πληρωμή κατατασσόταν τελευταίο στη σειρά προς ικανοποίηση των δανειστών του εκδότη του ομολόγου). Επίσης, η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις των 3ου και 4ου εναγομένων, το ανωτέρω ομόλογο ήταν από την έκδοσή του ένα προϊόν υψηλού επενδυτικού κινδύνου και καθόλου ασφαλές, όπως ήταν οι προθεσμιακές καταθέσεις της τράπεζας. Αν οι ανωτέρω (3ος και 4ος) εναγόμενοι και, επίσης, οι λοιποί αρμόδιοι υπάλληλοι των δύο πρώτων εναγόμενων εταιρειών είχαν ενημερώσει την ενάγουσα ως προς τις ανωτέρω ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, τα οποία ήταν αντίθετα προς το μετριοπαθές επενδυτικό προφίλ της ενάγουσας, είναι απολύτως βέβαιο ότι η ενάγουσα δεν θα επένδυε τα χρήματα της σε αυτό το προϊόν (Ομόλογο Aspis Finance Plc). Ακολούθως, στις 20.06.2013 η ενάγουσα έλαβε την υπ' αριθμόν ./01.06.2013 επιστολή της 1ης εναγομένης, τραπεζικής εταιρείας ALPHA BANK, η οποία περιείχε ανακοίνωση επαναγοράς του ομολόγου με τον τίτλο Ομόλογο Alpha Group Jersey Ltd στο ποσοστό 35% της ονομαστικής αξίας του. Ειδικότερα, όπως αναφερόταν στην επιστολή, η Τράπεζα ALPHA BANK, διαμέσου της θυγατρικής εταιρείας της με την επωνυμία «ALPHA Group Limited», ανακοίνωσε προς τους κατόχους του συγκεκριμένου προϊόντος (με τον τίτλο Ομόλογο Alpha Group Jersey Ltd), το οποίο είχε εκδοθεί από άλλη θυγατρική εταιρεία της Τράπεζας ALPHA BANK, την εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA Group Jersey Limited», «ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΠΑΝΑΓΟΡΑΣ ΤΩΝ ΤΙΤΛΩΝ» με την καταβολή (τοις μετρητοίς) της τιμής επαναγοράς, η οποία ανερχόταν στο ποσοστό 35% της ονομαστικής αξίας του ομολόγου, και με καταληκτική ημερομηνία αποδοχής ή μη της πρότασης επαναγοράς μερικές ημέρες αργότερα. Ενόψει αυτού του γεγονότος η ενάγουσα αναγκάστηκε στις 20.6.2013 να δεχτεί την ανωτέρω πρόταση επαναγοράς των ομολόγων Alpha Group Jersey Ltd, τα οποία είχε στην κατοχή της, έναντι ποσοστομ^35% της ονομαστικής αξίας τους και της αρχικής τιμής κτήσης τους. Η εκ μέρους της ενάγουσας (αναγκαστική) αποδοχή της πιο πάνω πρότασης επαναγοράς των ομολόγων Alpha Group Jersey Ltd είχε ως συνέπεια να υποστεί (η ενάγουσα) σημαντική οικονομική ζημία, ποσού τριάντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (32.500) ευρώ, (ήτοι: ποσό επένδυσης 50.000 € χ 35% = τίμημα επαναγοράς 17.500 €, 50.000 € -17.500 € - ζημία 32.500 €).
4. Στη συνέχεια, η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διεξάγει έρευνα σχετικά με τον τρόπο προώθησης των ομολόγων Aspis Finance Plc από τις δύο πρώτες εναγόμενες εταιρείες και παρενέβη στην έρευνα αυτή, αποστέλλοντας στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την από 29.06.2015 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία-άσκηση παρέμβασης και καταγγελία των πεπραγμένων από τις ήδη εναγόμενες εταιρίες. Η εξώδικη αυτή δήλωση-διαμαρτυρία-άσκηση παρέμβασης και καταγγελία έχει (μεταξύ άλλων) το εξής περιεχόμενο: «... ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΡΧΗΣ ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ - ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ - ΑΣΚΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ …, αγρότισσας, κατοίκου Οιχαλίας Τρικάλων. ΠΡΟΣ Το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς», νομίμως εκπροσωπούμενη στα πλαίσια διενεργούμενου ελέγχου για τον τρόπο διάθεσης του ομολόγου Aspis Finance Pic από την Τράπεζα ALPHA BANK. Τρίκαλα, 29.6.2015. Είμαι ΑΓΡΟΤΙΣΣΑ, υπό συνταξιοδότηση ΟΓΑ, και κατοικώ στο χωριό Οιχαλία του νομού Τρικάλων. Είμαι 67 ετών και οι γραμματικές μου γνώσεις είναι επιπέδου Δημοτικού σχολείου. Πληροφορήθηκα μόλις σήμερα, 29.6.2015, ότι στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων σας ως εποπτικού-ελεγκτικού οργάνου της κεφαλαιαγοράς διενεργείτε έλεγχο σχετικά με την προώθηση από την Τράπεζα ALPHA BANK του ομολόγου "Aspis Finance PLC". Θα ήθελα με την παρούσα επιστολή μου να σας δηλώσω την επιθυμία μου και την πρόθεση μου να θέσω στη διάθεση σας στοιχεία απαραίτητα για τις ανάγκες της έρευνάς σας καθώς και ν' αποτελέσω και εγώ μέρος της διαδικασίας, διότι είμαι θύμα υπαίτιας παραπλάνησης των υπαλλήλων της ALPHA BANK και της θυγατρικής εταιρίας της ΑΕΠΕΥ με την επωνυμία ALPHA ASSET MANAGEMENT, οι οποίοι με αποκλειστικά δική τους πρωτοβουλία, στα πλαίσια προσέλκυσης πελατείας, επίμονα και επανειλημμένα προσέγγισαν με οργανωμένο, πολύ επιθετικό, μεθοδευμένο και συστηματικό τρόπο, εμένα και εκατοντάδες άλλους αποταμιευτές, έχοντας στη διάθεση τους διαμέσου του υποκαταστήματος. ..· Τρικάλων τα προσωπικό μου στοιχεία και το ύψος της καταθέσεως μου, και, αν και γνώριζαν ότι ήμουν άνθρωπος «του μεροκάματου» και ότι τα χρήματα που είχα κατατεθειμένα στην Τράπεζα τους ήταν προϊόν του μόχθου ολόκληρης της ζωής μου, εντούτοις δίνοντας μου παραπλανητικές πληροφορίες και διαβεβαιώνοντας με ότι τα χρήματα μου ήταν εγγυημένα και ότι δεν κινδύνευαν με κανένα τρόπο, τα τοποθέτησαν στα ομόλογα, για τα οποία ασκείτε την έρευνα σας, όχι μόνον αποκρύπτοντας από εμένα τις αληθείς ιδιότητες τους, αλλά παρουσιάζοντας τα ο' εμένα ως εφάμιλλα των προθεσμιακών καταθέσεων. Η προώθηση των προϊόντων αυτών, εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω και από τα στοιχεία που διαθέτω και τα οποία προτίθεμαι να σας αποστείλω, γινόταν σε όλους με πρωτοβουλία των οργάνων της ALPHA BANK οργανωμένα, μεθοδικά, με συγκεκριμένο παραπλανητικό τρόπο, για μεγάλο χρονικό διάστημα και προς εκατοντάδες ανυποψίαστους αποταμιευτές. Αναφορικά με τον τρόπο προώθησης του ομολόγου : Ουδέποτε ενδιαφέρθηκα για κανενός είδους «επενδύσεις». Οι γραμματικές μου γνώσεις είναι αυτές του δημοτικού σχολείου. Το μόνον που με ενδιέφερε και γνώριζαν καλά οι υπάλληλοι της ALPHA BANK στα Τρίκαλα, ήταν ότι τα χρήματα μου, που ήταν οι οικονομίες μιας ζωής και τα προόριζα για τις ανάγκες των γηρατειών μου, να είναι απολύτως εξασφαλισμένα. Οι υπάλληλοι της alpha bank ήταν εκείνοι που με προσέγγισαν και μου πρότειναν επιτακτικά την συγκεκριμένη τοποθέτηση, διαβεβαιώνοντας με πάντοτε προφορικά ότι αυτό το είδος τοποθέτησης είναι «παρόμοιο» με τις προθεσμιακές καταθέσεις, δηλαδή και θα μπορούσα να έχω διαθέσιμα τα χρήματα μου ανά πάσα στιγμή, ότι ήταν απολύτως εγγυημένα και δεν υπήρχε καμία πιθανότητα ν' απωλεσθούν. Δεν μου έδωσαν ποτέ κανένα ενημερωτικό έντυπο πριν την μετακίνηση των χρημάτων μου από τις εγγυημένες προθεσμιακές καταθέσεις που διέθετα στα «τοξικά» αυτά προϊόντα μειωμένης εξασφάλισης. Η τοποθέτηση αυτή έγινε στις 2.11.2005, οπότε αγόρασα μέσω του τμήματος private banking της Alpha bank ομόλογα Aspis Finance Pic ονομαστικής αξίας 20.000 ευρώ, χωρίς ασφαλώς να γνωρίζω ότι αγόραζα «τοξικά» επενδυτικά προϊόντα μιας εταιρίας-φάντασμα με έδρα την Αγγλία, αλλά έχοντας λάβει τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις, χωρίς καμία απολύτως άλλη ενημέρωση, ότι επρόκειτο για ένα είδος τοποθέτησης ακριβώς όπως οι προθεσμιακές καταθέσεις. Οι υπάλληλοι της Alpha bank και ιδίως ο ..., Διευθυντής του κέντρου Private Banking Κεντρικής Ελλάδος δεν μου έδωσαν καμία πληροφορία για το συγκεκριμένο προϊόν ούτε καν εκ των υστέρων. Σημειωτέον ότι ο ., υπάλληλος της ALPHA BANK και της εταιρείας με την επωνυμία ALPHA ASSET MANAGEMENT που μου πούλησε τα τοξικά προϊόντα, παρείχε συμβουλές και εκτελούσε και τις σχετικές εντολές, δεν ήταν για καμία από τις ανωτέρω υπηρεσίες πιστοποιημένος προς τούτο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΝΟΜΟΥ. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε, ο τρόπος προώθησης των ομολόγων αυτών ήταν αντίθετος στις διατάξεις του νόμου και στα συναλλακτικά ήθη, παραβίαζε δε κατάφωρα τη νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτή και οφείλεται στην κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, στην οποία βρισκόταν η ALPHA BANK, ερειδόμενη στο γεγονός ότι ήταν η ίδια κύρια ανάδοχος της συγκεκριμένης ομολογιακής έκδοσης και αντλούσε τεράστια οικονομικά συμφέροντα (εισέπραττε διπλές προμήθειες), τα οποία καθιστούσαν αναγκαία την πάση θυσία προώθηση του (ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ΟΤΙ Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΟΜΟΛΟΓΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΎΡΙΟ ΑΝΑΔΟΧΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΤΥΠΙΚΟΤΕΡΗ ΙΣΩΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ). Αν και η ALPHA BANK προόριζε τα ομόλογα αυτά για πώληση σε αόριστο αριθμό καταναλωτών, εντούτοις παρέβη σωρεία διατάξεων της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς, όπως τη μη υποβολή προς έγκριση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Ενημερωτικού Δελτίου, την οποία έχετε και εσείς βεβαιώσει με αφορμή αίτημα άλλου ζημιωθέντος από τα όργανα της ALPHA BANK και συγκεκριμένα παρέβη τις διατάξεις του ν. 3401/2005 (ΦΕΚ 257/Α/17.10. 2005), αφού τα τοξικά αυτά ομόλογα αγοράστηκαν στις 2.11.2005. Για το λόγο αυτό με την παρούσα ασκώ παρέμβαση στη διαδικασία διεξαγωγής ελέγχου, ώστε ν' αποτελέσω και εγώ μέρος της, ζητώ την παράταση της προθεσμίας για την παροχή στοιχείων που έχετε θέσει με επιστολή σας σε ορισμένους κατόχους του συγκεκριμένου ομολόγου, η οποία είναι ομολογουμένως εντυπωσιακά βραχεία αναλογικά με την πληθώρα και τη σοβαρότητα των παραβάσεων της νομοθεσίας αλλά και των κοινωνικών προεκτάσεων του ζητήματος, (μόλις πενθήμερη και στην ουσία τριήμερη, αφού οι δυο ημέρες είναι Σαββατοκύριακο, δεδομένου ότι τη σχετική επιστολή την αποστείλατε σε κάποιους από αυτούς την 24η ή την 25η Ιουνίου 2015 και λήγει την 30ή Ιουνίου 2015) έως την 30η Ιουλίου 2015, ώστε να μου δώσετε τη δυνατότητα να συνδράμω ουσιωδώς με την παροχή στοιχείων απαραίτητων στην άσκηση της -ελεγκτικής σας αρμοδιότητας, καταγγέλλω την συμπεριφορά των οργάνων της ALPHA BANK ως παράνομη και αντίθετη στο νόμο και ζητώ να διερευνήσετε ως εποπτική-ελεγκτική Αρχή της Κεφαλαιαγοράς τις παραβάσεις του νόμου, στις οποίες προέβησαν και να επιβάλλετε αυστηρές κυρώσεις. Σας παρακαλώ να με ενημερώνετε σε κάθε στάδιο για την πορεία του ελέγχου σας σχετικά με την προώθηση του ομολόγου Aspis Finance Plc και την εξέταση της παρούσας καταγγελίας μου. Συνημμένα: 1/ Η παραπλανητική και ελλιπής από 2-11-2005 εντολή αγοράς ομολόγων, 2/ Η Έκθεση επαλήθευσης αναγγελθεισών απαιτήσεων κατά του τραπεζικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση «Τ BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ», από την οποία αποδεικνύεται ότι η ALPHA BANK προώθησε το συγκεκριμένο ομόλογο σε τουλάχιστον 435 άτομα συστηματικά και οργανωμένα. Αρμόδιος Δικαστικός Επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νόμιμα την παρούσα προς αυτόν που απευθύνεται, για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες. Τρίκαλα, 29.6.2015. Η εξωδίκως δηλούσα-καταγγέλλουσα-παραγγέλλουσα ....» 5. Μετά τη λήψη των πιο πάνω επιστολών της 1ης εναγομένης η ενάγουσα διαπίστωσε για τα ομόλογα με την ονομασία Aspis Finance Plc, ότι η 1η εναγομένη, η οποία ήταν κύρια ανάδοχος των ομολόγων που εξέδωσε η εταιρεία Aspis Finance Plc στο Λονδίνο, διέθεσε και κυκλοφόρησε τους τίτλους αυτούς στο ευρύ επενδυτικό κοινό, χωρίς να έχει τηρήσει προηγουμένως, όπως όφειλε σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 52/1992 και του Ν. 3401/2005 (ΦΕΚ Α 257/17.10.2005), τη διαδικασία υποβολής (ενημερωτικού δελτίου) στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προς έγκριση και δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου των ομολόγων, τα οποία προωθούσε στο επενδυτικό κοινό ως κυρία ανάδοχος αυτών. Η ίδια παράλειψη είχε λάβει χώρα και για τον ομολογιακό τίτλο Alpha Group Jersey Ltd. Με αυτές τις παραλείψεις της η 1η εναγομένη ελαχιστοποίησε τη δυνατότητα των υποψήφιων επενδυτών να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες, σχετικές με τα πραγματικά χαρακτηριστικά των πιο πάνω τίτλων, με αποτέλεσμα να θεωρείται αδιαμφισβήτητη η πληροφόρηση, την οποία παρείχαν οι δύο εναγόμενες εταιρείες (διαμέσου των αρμόδιων και προστηθέντων υπαλλήλων τους) προς τους επενδυτές ως προς τα χαρακτηριστικά αυτών των τίτλων. Με τον τρόπο αυτό οι εναγόμενες εταιρείες (και οι αρμόδιοι, προστηθέντες υπάλληλοι τους, 3ος και 4ος εναγόμενοι) απέκρυψαν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των ανωτέρω ομολόγων και απέκλεισαν τη δυνατότητα των επενδυτών (και, μεταξύ αυτών, της ενάγουσας και της αντιπροσώπου της, …) να αντιληφθούν τον πραγματικό κίνδυνο, τον οποίο αναλάμβαναν, επενδύοντας χρήματα σε αυτά τα ομόλογα, και την προοπτική τοκοφορίας των ομολόγων αυτών σε βάθος χρόνου, (διότι τα ομόλογα αυτά ήταν επενδυτικά προϊόντα μακρόχρονης διάρκειας αλλά και ατελεύτητης διάρκειας όσον αφορά το Ομόλογο Alpha Group Jersey). Ολοκληρωμένη εικόνα ως προς τη δεινή οικονομική θέση, στην οποία είχε περιέλθει, η ενάγουσα σχημάτισε, όταν πληροφορήθηκε ότι το ομόλογο Aspis Finance Plc εξαιρέθηκε από τις υπό μεταβίβαση υποχρεώσεις της τράπεζας Τ-ΒΑΝΚ (πρώην ASPIS Τράπεζα) προς το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περί τις 10 Νοεμβρίου 2012, οπότε οι δύο εναγόμενες εταιρείες την ενημέρωσαν για την πτώχευση της εκδότριας εταιρείας του ομολόγου, ήτοι της εταιρείας Aspis Finance Plc. Τότε η ενάγουσα αντιλήφθηκε ότι τα χρήματα, τα οποία είχε επενδύσει στα επίδικα ομόλογα Aspis Finance Plc, δεν ήταν καθόλου ασφαλή, όπως ήταν στις τραπεζικές καταθέσεις προθεσμίας, και ότι τα ανωτέρω ομόλογα δεν είχαν τα στοιχεία (ασφάλειας και απόδοσης), τα οποία παρέστησαν οι 3ος και 4ος εναγόμενοι προς αυτή (την ενάγουσα) ότι είχαν. Στη συνέχεια η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι: α) Τα επίδικα ομόλογα ήταν τραπεζικά προϊόντα χαμηλής επενδυτικής ποιότητας και υψηλού κινδύνου (ρίσκου), τα οποία οι πιστοληπτικοί οίκοι αξιολόγησης είχαν κατατάξει από τη στιγμή της έκδοσης τους στην κατηγορία «Junk bonds», δηλαδή «ομόλογα σκουπίδια», β) Όχι μόνο δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την ασφάλεια του κεφαλαίου που είχε επενδύσει (η ενάγουσα) σε αυτά τα ομόλογα, και για τη σταδιακή απόκτηση υπεραξίας, αλλά, αντίθετα, από την αρχή της επένδυσης υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να απολεσθεί ακόμη και ολόκληρο του επενδυμένο κεφάλαιο της. Μάλιστα, τα ομόλογα αυτά τιτλοφορούνταν ως ομόλογα χαμηλής εξασφάλισης (subordinated bond) και σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη και του εγγυητή τους οι οφειλές (του εκδότη και του εγγυητή) έναντι των ομολογιούχων θα εξοφλούνταν μετά την εξόφληση όλων των άλλων οφειλών έναντι των λοιπών πιστωτών της εγγυήτριας τράπεζας, οι οποίοι διέθεταν εξασφαλίσεις. Εξαιτίας αυτών των λόγων δεν υπήρχε τρόπος να ανακτήσει η ενάγουσα τα κεφάλαια, τα οποία είχε επενδύσει στα ανωτέρω δύο ομόλογα, και, τελικά, απώλεσε το συνολικό χρηματικό ποσό των 52.500 ευρώ, (ήτοι: απώλεια 32.500 € από την αναγκαστική εξαγορά των ομολόγων Alpha Group Jersey Ltd με μειωμένη τιμή + απώλεια 20.000 € από την εκμηδένιση της αγοραίας αξίας των ομολόγων Aspis Finance Plc = 52.500 €). γ) Η εκδότρια εταιρεία των ανωτέρω ομολόγων Aspis Finance Plc, η οποία έφερε την επωνυμία «Aspis Finance Plc», ήταν παντελώς άγνωστη και αφερέγγυα επενδυτική εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία είχε έδρα στο Λονδίνο της Αγγλίας και ιδρύθηκε ειδικά και μόνο, για να εκδώσει το πιο πάνω ομόλογο (Aspis Finance Plc), το οποίο ήταν επενδυτικό προϊόν χαμηλής εξασφάλισης. Η εταιρεία αυτή δεν είχε ποτέ κανένα περιουσιακό στοιχείο στην κατοχή της. δ) Η εγγύηση της τράπεζας, την οποία ανέφεραν οι 3ος και 4ος εναγόμενοι προστηθέντες υπάλληλοι των εναγόμενων εταιρειών, για να πείσουν την ενάγουσα (διαμέσου της αντιπροσώπου της, …) να προβεί στις επίδικες επενδύσεις, δεν παρεχόταν από την 1η εναγομένη, ALPHA Τράπεζα, όπως εννόησε η ενάγουσα, παρερμηνεύοντας τις ασαφείς (ως προς αυτό το ζήτημα) πληροφορίες των ανωτέρω υπαλλήλων των εναγόμενων εταιρειών, αλλά παρεχόταν από άλλη τράπεζα, ήτοι την τράπεζα ASPIS BANK, η οποία ήταν ήδη αφερέγγυα κατά το χρόνο έκδοσης του πιο πάνω ομολόγου (με τίτλο Aspis Finance Plc), ε) Οι 3ος και 4ος εναγόμενοι, ως εντεταλμένοι και προστηθέντες υπάλληλοι των εναγόμενων εταιρειών, δεν ενημέρωσαν την ενάγουσα για την κακή αξιολόγηση των επίδικων ομολόγων από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, (οι οποίοι τα κατέτασσαν από την αρχή της έκδοσης τους στην κατηγορία «Junk bonds», δηλαδή «ομόλογα σκουπίδια»), ούτε την ενημέρωσαν ως προς τα χαρακτηριστικά των ομολόγων αυτών και τους κινδύνους που διέτρεχε η ενάγουσα, ως επενδύτρια, αλλά, αντίθετα, της παρέστησαν τα ομόλογα αυτά ως ασφαλή και αποδοτικά επενδυτικά προϊόντα, παρόμοια προς τις τραπεζικές προθεσμιακές καταθέσεις, με συνέπεια να πεισθεί η ενάγουσα, η οποία ήταν μία συντηρητική και αδαής επενδύτρια, να επενδύσει τα χρήματα της στα επίδικα ομόλογα, αγνοώντας τους κινδύνους που διέτρεχε, στ) Τα ομόλογα Alpha Group Jersey Ltd περιλαμβάνονται στα λεγόμενα perpetual bonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας» ομόλογα, και συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) για τη σύναψη ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή από ένα κράτος ή από μία τράπεζα και αποκτώνται από τον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική αξία τους στον εκδότη, δηλαδή το αρχικό ποσό έκδοσης του χρεογράφου, παρέχουν στον ομολογιούχο δανειστή το δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων τόκων, αλλά δεν παρέχουν στον κομιστή το δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη τους την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιον απώτερο χρόνο λήξης τους και ο κομιστής δεν δικαιούται να επιστρέψει τα ομόλογα αυτά στον εκδότη τους, για να εισπράξει την ονομαστική αξία τους μετά τη λήξη μιας συμφωνημένης διάρκειας, με αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα ομόλογα να μην έχουν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης. Αντίθετα, ο εκδότης τέτοιων ομολόγων διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης των ομολόγων, κατά την ελεύθερη βούληση του, οπότε ανακύπτει υποχρέωση του να τα αποπληρώσει, καταβάλλοντος την ονομαστική αξία ; που κατέβαλε ο κάτοχος των ομολόγων κατά την απόκτησή τους. Επίσης, η πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη τους επηρεάζει την τιμή αγοράς και πώλησης αυτών των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά αλλά και τη δυνατότητα του εκδότη να καταβάλει τις ετήσιες αποδόσεις των ομολόγων, (δηλαδή τους τόκους). Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, διότι παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές, αλλά δεν ταυτίζονται με κανένα από τους δύο αυτούς τίτλους. Ανάλογα με τους όρους της έκδοσης, είναι δυνατό να δίδεται στον εκδότη τέτοιων ομολόγων το δικαίωμα να παραλείψει την πληρωμή των αποδόσεων (τόκων), αν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, και, γενικά, οι επενδύσεις σε υβριδικούς τίτλους ενέχουν σημαντικούς κινδύνους απώλειας των αποδόσεων (τόκων) αλλά και του επενδυμένου κεφαλαίου. 6. Ενόψει όσων αναφέρθηκαν και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα επίδικα ομόλογα δεν απέφεραν αποδόσεις τόκων πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων, τεκμαίρεται βάσιμα ότι, αν οι 3ος και 4ος εναγόμενοι και οι λοιποί αρμόδιοι υπάλληλοι των δύο εναγόμενων εταιρειών προέβαιναν σε ορθή και εμπεριστατωμένη ενημέρωση της ενάγουσας και σε αντικειμενική πληροφόρηση αυτής σχετικά με τις συνέπειες κάθε επενδυτικής επιλογής, δεν θα ήταν πιθανό να προχωρήσει η ενάγουσα στις επίδικες επενδύσεις, (δηλαδή στην αγορά των επίδικων ομολόγων), και να αναλάβει τον κίνδυνο της ολοσχερούς απώλειας του κεφαλαίου της, (δηλαδή των αποταμιεύσεων της), προκειμένου να καρπωθεί μία μικρή διαφορά επιτοκίου (μεταξύ προθεσμιακών καταθέσεων και ομολόγων), η οποία τελικά δεν ανέκυψε, αφού τα επίδικα ομόλογα έχασαν την αγοραία αξία τους και έπαψαν να αποδίδουν τόκους. Επιπλέον, οι δύο εναγόμενες εταιρείες και οι αρμόδιοι, προστηθέντες υπάλληλοί τους, (στους οποίους περιλαμβάνονταν οι 3ος και 4ος εναγόμενοι), γνώριζαν, αναμφίβολα, ότι τα επίδικα ομόλογα (Alpha Group Jersey Ltd και Aspis Finance Plc) είχαν χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα και ότι είχαν βαθμολογηθεί κατά την έκδοση τους με χαμηλή βαθμολογία της κλίμακας αξιολόγησης από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, γεγονός που σήμαινε ότι η επένδυση χρημάτων σε αυτά τα ομόλογα ήταν πολύ ριψοκίνδυνη και, συνεπώς, εντελώς αντίθετη προς τον χαρακτήρα και τους επενδυτικούς στόχους της ενάγουσας. Επίσης, οι δύο εναγόμενες εταιρείες και οι αρμόδιοι, προστηθέντες υπάλληλοι τους, (στους οποίους περιλαμβάνονταν οι 3ος και 4ος εναγόμενοι), γνώριζαν, αναμφίβολα, ότι το σύνολο του ανωτέρω ομολογιακού δανείου, το οποίο θα απέφερε η διάθεση του ομολόγου Aspis Finance Plc, επρόκειτο να διατεθεί στην τράπεζα «Aspis Bank», για να ενισχυθεί η κεφαλαιακή επάρκεια της, η οποία ήταν μειωμένη εξαιτίας της κακής χρηματοοικονομικής κατάστασης, οτην οποία βρισκόταν η συγκεκριμένη τράπεζα κατά την έκδοση και διάθεση των επίδικων ομολόγων, (δηλαδή κατά τον Οκτώβριο του έτους 2005). Ενόψει αυτών των πραγματικών περιστατικών οι 3ος και 4ος εναγόμενοι και οι λοιποί αρμόδιοι υπάλληλοι των δύο εναγόμενων εταιρειών όφειλαν να μην εξωθήσουν την ενάγουσα στην αγορά των επίδικων ομολόγων ή, τουλάχιστον, όφειλαν να ενημερώσουν την ενάγουσα με ειλικρίνεια ως προς τα ανωτέρω γνωρίσματα των επίδικων ομολόγων και να επισημάνουν τους κινδύνους, τους οποίους θα διέτρεχε η ενάγουσα, αν επένδυε χρήματα της σε αυτά τα ομόλογα. Ειδικότερα, από όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, συνάγεται με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι στην επίδικη υπόθεση οι εναγόμενοι παραβίασαν την κύρια υποχρέωση, η οποία βαρύνει κάθε τράπεζα (και κάθε ΕΠΕΥ) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τους αδαείς επενδυτές και είναι, καταρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών προς τους επενδυτές, ώστε η ενημέρωση αυτών (ως καταναλωτών) να γίνεται με τρόπο κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, γεγονός που σημαίνει ότι η τράπεζα (και κάθε ΕΠΕΥ) οφείλει να λαμβάνει υπόψη της tην οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του κάθε επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης, ότι οι συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του επενδυτή και στο αντικείμενο της επένδυσης, ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή - κατάσταση, η επενδυτική εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία του επενδυτή προς διακινδύνευση, και να παρέχονται σαφείς και επαρκείς πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης και για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη (και του εγγυητή) των τίτλων που προτείνονται προς αγορά (επένδυση), και ότι οι συμβουλές (του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες) πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα ως προς την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της επένδυσης που προτείνεται στον επενδυτή. Η εκ μέρους των εναγομένων παραβίαση των υποχρεώσεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω και προβλέπονται στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, συνιστά παρανομία (υπό την έννοια του όρου στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ), η οποία διαπράχθηκε με υπαιτιότητα (των εναγομένων) και επέφερε περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη στην ενάγουσα επενδύτρια, και, συνεπώς, δημιουργείται υποχρέωση των εναγομένων (τράπεζας, ΕΠΕΥ και προστηθέντων υπαλλήλων τους), να καταβάλουν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση στην ενάγουσα επενδύτρια προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ανωτέρω ζήτημα, (ήτοι, ότι: «.... Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες αλλά και οι προστηθέντες από αυτές τρίτος και τέταρτος των εναγόμενων δεν εκπλήρωσαν την απορρέουσα από την καταρτισθείσα με την ενάγουσα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών υποχρέωσή τους να προβούν σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση αυτής για τη φύση και λειτουργία των υποδειχθέντων επενδυτικών προϊόντων, τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου της, το οποίο γνώριζαν ότι ήθελε να εξασφαλίσει, δεδομένης και της έλλειψης σχετικής εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης αυτής περί τις οικονομικές επενδύσεις. Η υποχρέωση τους αυτή απορρέουσα, όπως προεκτέθηκε, από τη καταρτισθείσα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εγγράφως καταρτισθείσα σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αποτελεί σύμβαση εντολής προς εκτέλεση συναλλαγών χρηματοπιστωτικών μέσων και περιέχει απαλλακτικές της ευθύνης τους ρήτρες ... στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι δεν περιορίσθηκαν στην εκτέλεση της εντολής για αγορά των εν θέματι ομολόγων, αλλά προηγουμένως, δια των προστηθέντων αυτών, τρίτου και τέταρτου των εναγόμενων, υπέδειξαν στην ενάγουσα ως επωφελείς και ασφαλείς τις εν λόγω επενδύσεις και με τις σχετικές διαβεβαιώσεις τους την έπεισαν να τις επιλέξει. ... Έτσι, οι εναγόμενοι όχι μόνο παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα ενημέρωση της ενάγουσας για την επισφάλεια των συγκεκριμένων επενδύσεων, αλλά αντιθέτως την διαβεβαίωσαν ανακριβώς ότι δεν υφίσταται κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου της. Με την ανωτέρω συμπεριφορά τους οι δύο πρώτες εναγόμενες αλλά και οι προστηθέντες από αυτές τρίτος και τέταρτος των εναγόμενων, οι οποίοι ενεργούσαν κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ' αυτούς υπηρεσίας υπό τις εντολές και οδηγίες τους, που συνίσταται (η συμπεριφορά τους) στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης της ενάγουσας καθώς και παροχής σ' εκείνη σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και ασφάλεια του κεφαλαίου της, παρέβησαν τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους, όπως το περιεχόμενο αυτών προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, ταυτοχρόνως δε παρέβησαν υπαιτίως, επιδεικνύοντας αμέλεια, τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, καθώς και τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, ενόψει της ιδιότητας της ενάγουσας ως καταναλωτή. Η υπαίτια δε παράβαση των ανωτέρω διατάξεων συνιστά παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, συμπεριφορά. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά των εναγόμενων προκάλεσε τη ζημία που υπέστη η ενάγουσα, καθόσον εκείνη προέβη στην εν λόγω επένδυση, αγνοώντας τα ανωτέρω χαρακτηριστικά των ομολόγων, για την οποία δεν ενημερώθηκε, με την πεποίθηση που της δημιούργησε ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγόμενων ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου της. Επομένως, η ανωτέρω ζημία, που υπέστη η ενάγουσα, συνδέεται αιτιωδώς με την προεκτεθείσα συμπεριφορά των εναγόμενων, οι οποίοι υποχρεούνται να της καταβάλουν ισόποση αποζημίωση για την αποκατάσταση της. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, απορριπτόμενων ως ουσία αβασίμων απάντων των ισχυρισμών των εναγομένων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως κατ' ουσία βάσιμη και πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρο στην ενάγουσα το ποσό των (32.500 + 20.000) 52.500 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, ως αποζημίωση για τη θετική της ζημία. Επίσης, πρέπει να επιδικασθεί το ποσό των 4.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη εξαιτίας της προπεριγραφεiσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, νομιμοτόκως επίσης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Όμως, κατόπιν σχετικού αιτήματος της ενάγουσας, πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικασθέν ως άνω ποσό των 4.000 ευρώ το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, με το τελικό ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της να περιορίζεται στο ποσό των 3.956 ευρώ ...»), δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως παραπονούνται οι εναγόμενοι, ως εκκαλούντες, με την ένδικη έφεση τους.
V. Ειδικότερα:
1.1.) Με τον 1ο λόγο της ένδικης έφεσης οι εναγόμενοι ισχυρίζονται και παραπονούνται, ως εκκαλούντες, ότι: «Α' λόγος έφεσης: Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου ως προς τον χαρακτηρισμό της μεταξύ μας σύμβασης. Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα δέχθηκε ότι: «... Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι στην πραγματικότητα μεταξύ της ενάγουσας και των αντισυμβαλλομένων της εναγομένων εταιριών καταρτίστηκε σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, δεδομένου ότι οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, προστηθέντες υπάλληλοι των δύο πρώτων εναγομένων, ήταν αυτοί που διαμόρφωσαν το περιεχόμενο της επιλογής της ενάγουσας, απορριπτόμενου ως ουσία αβάσιμου του αντίστοιχου ισχυρισμού των εναγομένων οτι η σχέση που τους συνέδεε με την ενάγουσα ήταν αυτή της απλής λήψης και διαβίβασης των εντολών της, χωρίς καμία συμβουλή και ανάμειξη τους στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης απόφασης της. ...», και έσφαλε, κρίνοντας ότι μεταξύ των εκκαλούντων και της εφεσίβλητης-ενάγουσας υφίστατο συμβατική σχέση-σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, και προέβη σε εσφαλμένη νομική υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, διότι στις 7 Δεκεμβρίου 2004 υπογράφηκε μεταξύ αφενός: α) της τράπεζας Άλφα Τράπεζα Ανώνυμος Εταιρεία και β) της εταιρείας Άλφα Επενδυτικές Υπηρεσίες Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία πλέον συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων», οι οποίες εκπροσωπήθηκαν κατά την υπογραφή της σύμβασης από τον …, και αφετέρου: α) της … και β) του …, καλούμενων εφεξής «Επενδυτές», Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία έλαβε κωδικό αριθμό Ρ. ., και στο πλαίσιο αυτής της σύμβασης συμφωνήθηκαν οι ειδικότεροι όροι και οι συμφωνίες συνεργασίας, οι οποίοι (και οι οποίες) αναφέρονται στην ένδυχη έφεση εκτενώς και λεπτομερώς, και, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκαν τα κάτωθι: «... Οι Εταιρίες αναλαμβάνουν την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου του Επενδυτή σύμφωνα με τις εντολές που λαμβάνουν από τον Επενδυτή επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο Ια (I) του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 ...» και οι επενδυτές ενημερώθηκαν με πληρότητα και σαφήνεια ως προς τους κινδύνους, τους οποίους αναλάμβαναν με την απόφαση τους να συμμετάσχουν στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, ενώ, αντίθετα: α) από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι καταρτίστηκε αυτοτελής κύρια σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, β) από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι 1η και 2η των εκκαλούντων έλαβαν οιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια για την εκτέλεση των εντολών, τις οποίες λάμβαναν από την αντίδικο τους, γ) η εκκαλούμενη παρέλειψε να λάβει υπόψη της τη ρητή αναφορά του στελέχους της Τράπεζας … ότι για τη συμβουλευτική διαχείριση του χαρτοφυλακίου εκάστου επενδυτή απαιτείται η συνομολόγηση αμοιβής, προκειμένου να παρέχονται συμβουλευτικές υπηρεσίες προς τον επενδυτή, και δ) η εκκαλούμενη προέβη σε ερμηνεία της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, χωρίς να υφίσταται κενό στην ερμηνευόμενη σύμβαση ή αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βούλησης των συμβληθέντων, επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε και, ερειδόμενη σε γενικόλογες αναφορές, απέτυχε να αποδείξει ότι για την αγορά των επίδικων επενδυτικών προϊόντων υπήρξε εμμονή από τους 3ο και 4ο των εκκαλούντων προς την εφεσίβλητη για την αγορά αυτών, απέτυχε να αποδείξει ότι η (εναγόμενη) Τράπεζα είχε αναλάβει την ολική διαχείριση του χαρτοφυλακίου της εφεσίβλητης, τουναντίον, με το σκεπτικό της η εκκαλούμενη απόφαση οδηγεί τους εκκαλούντες να αναλάβουν περισσότερες υποχρεώσεις από αυτές που συμφώνησαν οι διάδικοι συμβατικά, κατά παράβαση του συμβατικού όρου 16.6 της από 7.12.2004 σύμβασης, με τον οποίο ορίστηκε ότι: «... Οι Εταιρίες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε υποχρέωση πλέον των προβλεπόμενων στη σύμβαση, με την επιφύλαξη διαφορετικής έγγραφης ειδικής συμφωνίας με τον Επενδυτή ...».
1.2.) Ο ανωτέρω λόγος έφεσης αξιολογείται ως αλυσιτελής για την έκβαση τούτης της δίκης, διότι το γεγονός όχι η ενάγουσα επέλεξε να καταρτίσει με τις δύο πρώτες εναγόμενες (και ήδη εκκαλούσες) εταιρείες απλή σύμβαση λήψης και διαβίβασης εντολών, (και όχι σύμβαση εν λευκώ διαχείρισης των κεφαλαίων της ούτε σύμβαση συμβουλευτικής διαχείρισης), δεν αίρει την υποχρέωση των εναγομένων προς αποκατάσταση της επίδικης περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, την οποία υπέστη η ενάγουσα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω αναλυτικά, ακολουθώντας τις άτυπες επενδυτικές συμβουλές του 3ου και του 4ου εναγομένων και των λοιπών αρμόδιων και προστηθέντων υπαλλήλων των δύο πρώτων εναγόμενων εταιρειών, οι οποίοι παρέστησαν τις επίδικες επενδύσεις, (ήτοι την αγορά των επίδικων ομολόγων εκ μέρους της ενάγουσας), ως ασφαλείς και προσοδοφόρες επενδύσεις, διότι (δήθεν) τα επίδικα ομόλογα ήταν απολύτως ασφαλή τραπεζικά αποταμιευτικά προϊόντα, τα οποία δεν διέτρεχαν κανενός είδους επενδυτικό κίνδυνο, ότι τα κεφάλαια των επενδύσεων ήταν απολύτως εγγυημένα, (αφήνοντας, εσκεμμένα, να εννοήσει η ενάγουσα και η ανττπρόσωπός της ότι τα κεφάλαια των επενδύσεων ήταν δήθεν εγγυημένα από την 1η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία), και ότι η ενάγουσα είχε τη δυνατότητα να προβεί οποτεδήποτε σε άμεση ρευστοποίηση των ομολόγων, ενώ η αλήθεια ήταν: α) ότι η εκδότρια των επίδικων ομολόγων Aspis Finance Plc, (η εταιρεία Aspis Finance Plc), και, επίσης, η εγγυήτρια αυτών (τράπεζα «Aspis Bank»), ήταν νομικά πρόσωπα με κακή οικονομική κατάσταση και, συνεπώς, με μειωμένη φερεγγυότητα, και, επίσης, β) ότι τόσο τα επίδικα ομόλογα Aspis Finance Plc όσο τα επίδικα ομόλογα Alpha Group Jersey Ltd είχαν χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα και είχαν βαθμολογηθεί κατά την έκδοση τους με χαμηλή βαθμολογία της κλίμακας αξιολόγησης από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, γεγονός που σήμαινε ότι η επένδυση χρημάτων σε αυτά τα ομόλογα ήταν πολύ ριψοκίνδυνη και, συνεπώς, εντελώς αντίθετη προς τον χαρακτήρα και τους επενδυτικούς στόχους της ενάγουσας, και τα περιστατικά αυτά, τα οποία ήταν γνωστά στις δύο πρώτες εναγόμενες εταιρείες και στους 3ο και 4ο εναγόμενους και προστηθέντες υπαλλήλους τους, (αλλά δεν αποκαλύφθηκαν στην ενάγουσα ούτε στη θυγατέρα της και αντιπρόσωπο της, …), καθιστούσαν πολύ πιθανή, ευθύς εξαρχής, την κακή έκβαση των επίδικων επενδύσεων της ενάγουσας και την οριστική απώλεια ενός μέρους ή ακόμη και όλου του επενδυμένου κεφαλαίου της. 2.1.) Με τον 2ο λόγο της ένδικης έφεσης οι εναγόμενοι ισχυρίζονται και παραπονούνται, ως εκκαλούντες, ότι: «Β' λόγος έφεσης: Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Εσφαλμένη συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε, κρίνοντας ότι στην επίδικη περίπτωση συρρέει ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη των εκκαλούντων. Ειδικότερα, η εκκαλούμενη κρίνει ότι: «... Η ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, ορθής παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης της ενάγουσας, αναφορικά κυρίως με την ασφάλεια του κεφαλαίου της, το οποίο κατόπιν προτροπών τους επέλεξε να τοποθετήσει σε επενδυτικά προϊόντα με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά της προθεσμιακής κατάθεσης, στα οποία προσέβλεπε η ενάγουσα, και εξεταζόμενη (η συμπεριφορά) υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το Ν. 2396/1996, συνιστά υπαίτια εκ μέρους των εναγομένων πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, που απορρέουν από τη σιωπηρά συναφθείσα, μεταξύ αυτών και της ενάγουσας, σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Παράλληλα, η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά ταυτόχρονα και παράβαση του τότε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο (I) νομική σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τις οποίες (αρχές) δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης της εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών καθώς και πιστωτικών ιδρυμάτων, που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, ενδεικτικά, εάν δεν εφιστούν εγγράφως αλλά και προφορικά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για ένα προϊόν πιο περίπλοκο ή πιο επικίνδυνο από αυτά που μέχρι τότε επέλεγε, εάν δεν πραγματοποιούν, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνονται στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, εάν δεν ενημερώνουν τον επενδυτή, κατά τρόπο απολύτως σαφή και ακριβή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων, το σύνολο, δε, των ανωτέρω, αφού ληφθούν υπόψη και αξιολογηθούν ορθά προς το συμφέρον του επενδυτή, η οικονομική του κατάσταση, οι στόχοι που επιδιώκει, η εμπειρία και οι γνώσεις του, δεδομένου ότι οι συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη και στο αντικείμενο της επένδυσης. ...», και είναι μεν αληθές ότι οι διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών στο μέτρο που θέτουν αρχές ή υποχρεώσεις των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, αποτελούν κατ' αρχήν προστατευτικό κανόνα δικαίου για την θεμελίωση του παρανόμου στα πλαίσια αδικοπρακτικής ευθύνης κατ' άρθρο 914 ΑΚ, δέον όμως να παρατηρηθεί ότι, γενομένης δεκτής της σιωπηρός κατάρτισης σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, η ευθύνη της επιχειρήσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών είναι κατ' αρχήν ενδοσυμβατική, όπως όμως γίνεται δεκτό, συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης παρουσιάζεται, όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, ακόμη και αν έλειπε η προϋπάρχουσα ενοχική σχέση μεταξύ των μερών, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη στην επιβαλλόμενη από το σύνολο του θετικού δικαίου και τους σκοπούς του υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των άλλων, αλλά τούτο, εν προκειμένω, δεν μπορεί να υποστηριχθεί κατ' αρχήν, αφού ελλείψει σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών δεν θα συνέτρεχε παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν ή προβλέπονται από τον Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για την περίπτωση κατάρτισης της, κατ' εξαίρεση θα συνέτρεχε ενόψει του άρθρου 729 ΑΚ συρροή και αδικοπρακτικής ευθύνης σε περίπτωση δόλου του παρέχοντος την επενδυτική συμβουλή, αλλά, εν προκειμένω, η εκκαλούμενη σε κανένα σημείο δεν κάνει λόγο για δόλο των εκκαλούντων, τουναντίον, γίνεται μνεία για πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων, συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος έφεσης δέον να γίνει δεκτός και το Δικαστήριο σας να κρίνει ότι μεταξύ των α' και β' εκκαλουσών και της εφεσίβλητης καταρτίστηκε σύμβαση επενδυτικών υπηρεσιών διαβίβασης, λήψης και εκτέλεσης εντολών.
2.2.) Ο ανωτέρω λόγος έφεσης αξιολογείται ως αλυσιτελής για την μεταξύ της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγόμενων (ήδη εκκαλουσών) εταιρειών καταρτίστηκε απλή σύμβαση λήψης και διαβίβασης εντολών, (και όχι σύμβαση εν λευκώ διαχείρισης των κεφαλαίων της ούτε σύμβαση συμβουλευτικής διαχείρισης), και οι εναγόμενοι δεν παραβίασαν (κατά κυριολεξία) τους όρους αυτής της σύμβασης, δεν αίρει την υποχρέωση των εναγομένων προς αποκατάσταση της επίδικης περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, την οποία υπέστη η ενάγουσα, ακολουθώντας τις άτυπες επενδυτικές συμβουλές του 3ου και του 4ου εναγομένων και των λοιπών αρμόδιων και προστηθέντων υπαλλήλων των δύο πρώτων εναγόμενων εταιρειών, οι οποίοι παρέστησαν τις επίδικες επενδύσεις, (ήτοι την αγορά των επίδικων ομολόγων εκ μέρους της ενάγουσας), ως ασφαλείς και προσοδοφόρες επενδύσεις, ενώ γνώριζαν ότι: α) ότι η εκδότρια των επίδικων ομολόγων Aspis Finance Plc, (εταιρεία Aspis Finance PLC), και, επίσης, η εγγυήτρια αυτών, (τράπεζα «Aspis Bank»), ήταν νομικά πρόσωπα με κακή οικονομική κατάσταση και, συνεπώς, με μειωμένη φερεγγυότητα, και, επίσης, β) ότι τόσο τα επίδικα ομόλογα Aspis Finance Plc όσο τα επίδικα ομόλογα Alpha Group Jersey Ltd είχαν χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα και είχαν βαθμολογηθεί κατά την έκδοση τους με χαμηλή βαθμολογία της κλίμακας αξιολόγησης από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, γεγονός που σήμαινε ότι η επένδυση χρημάτων σε αυτά τα ομόλογα ήταν πολύ ριψοκίνδυνη και, συνεπώς, εντελώς αντίθετη προς τον χαρακτήρα και τους επενδυτικούς στόχους της ενάγουσας, αλλά δεν αποκάλυψαν τα περιστατικά αυτά στην ενάγουσα ούτε στη θυγατέρα της και αντιπρόσωπό της, …, μολονότι τα περιστατικά αυτά καθιστούσαν πολύ πιθανή, ευθύς εξαρχής, την κακή έκβαση των επίδικων επενδύσεων της ενάγουσας και την οριστική απώλεια ενός μέρους ή ακόμη και όλου του επενδυμένου κεφαλαίου της.
3.1.) Με τον 3ο λόγο της ένδικης έφεσης οι εναγόμενοι ισχυρίζονται και παραπονούνται, ως εκκαλούντες, ότι: «Γ' λόγος έφεσης: Εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού ως προς την εκτίμηση του επενδυτικού προφίλ της αντιδίκου. Η εκκαλούμενη αγνόησε πλήρως τους ισχυρισμούς των εναγομένων αναφορικά με την εν γένει επενδυτική δραστηριότητα και εμπειρία της αντιδίκου τους και ενέταξε αυτή, εσφαλμένα, στην έννοια του καταναλωτή, διότι έκρινε ότι:«... ενδιαφερόταν για ένα ασφαλές επενδυτικό προϊόν, που θα προσομοίαζε σε αυτά των προθεσμιακών καταθέσεων, το οποίο θα διασφάλιζε, πρωτίστως, την ύπαρξη και σταθερότητα του κεφαλαίου της και μακροπρόθεσμα θα της απέφερε κέρδη από τόκους, τούτο καθίσταται σαφές από τις προηγούμενες επενδυτικές επιλογές και εμπειρία της, οι οποίες περιορίζονταν σε τοποθέτηση αποταμιεύσεων της σε προθεσμιακούς ή απλούς καταθετικούς λογαριασμούς της πρώτης εναγομένης, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η τοποθέτηση των χρημάτων της σε έτερα τραπεζικά προϊόντα ενείχε υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο, προκειμένου να καταταγεί σε αντίστοιχης κατηγορίας επενδυτή...», αλλά (η εκκαλούμενη) προβαίνει σε σύγχυση αναφορικά με την διάκριση προθεσμιακών καταθέσεων και επενδυτικών προϊόντων, διότι δεν νοείται επενδυτικό προϊόν που να προσομοιάζει σε προθεσμιακή κατάθεση, και στην αγορά των επενδυτικών προϊόντων κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι το επενδυθέν κεφάλαιο είναι εγγυημένο 100%, μάλιστα, η εκκαλούμενη αγνόησε τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, με τα οποία ανέδειξαν οι εναγόμενοι το εν λόγω ζήτημα, ειδικότερα, (αγνόησε) την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα (ανταπόδειξης) και λειτουργού της Τράπεζας ότι η αντίδικος είχε ενημερωθεί προφορικά και εγγράφως για τους κινδύνους που ενέχει η συμμετοχή της στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, ότι είχαν επισημανθεί (από τους υπαλλήλους στην ενάγουσα) οι κίνδυνοι, τους οποίους ενέχει η συμμετοχή στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου και οι οποίοι αναφέρονται σε ειδικό παράρτημα της επίδικης σύμβασης και, επίσης, Στην ένδικη έφεση λεπτομερώς και εκτενώς (αγνόησε) την επενδυτική δραστηριότητα της ενάγουσας και το γεγονός ότι η ενάγουσα προέβη σε μία σειρά επενδυτικών επιλογών, οι οποίες δεν περιορίστηκαν στα επίδικα επενδυτικά προϊόντα, τα οποία εκτίθενται στην ένδικη αγωγή, αλλά πραγματοποίησε τις αγορές των ομολογιακών τίτλων, οι οποίοι αναφέρονται στην ένδικη έφεση λεπτομερώς και εκτενώς, επομένως, είναι οξύμωρο να κρίνει η εκκαλούμενη ότι η εφεσίβλητη στόχευε σε επενδυτικό προϊόντα παρόμοιας φύσης με τις προθεσμιακές καταθέσεις, διότι, εάν πραγματικά στόχευε σε προθεσμιακές καταθέσεις, κατά το διάστημα της επενδυτικής της δραστηριότητας από το έτος 2004 έως και το έτος 2013 δεν θα προέβαινε σε 38 εντολές αγοραπωλησιών επενδυτικών προϊόντων, αλλά θα περιοριζόταν στην αγορά των δύο επίδικων ομολογιακών προϊόντων, οπότε όντως θα προσιδίαζε στο συντηρητικό προφίλ που αποδίδεται από την εκκαλούμενη απόφαση στην εφεσίβλητη, αλλά η κρίση της εκκαλούμενης είναι εσφαλμένη και δεν λαμβάνει υπόψη της την προηγούμενη επενδυτική δραστηριότητα της εφεσίβλητης, η οποία αναφέρεται στην ένδικη έφεση εκτενώς και λεπτομερώς, ανά έτος, από το έτος 2004 έως το έτος 2013, και από τα ανωτέρω καταρρίπτεται ο ισχυρισμός της αντιδίκου να διαμορφώσει ένα συντηρητικό επενδυτικό προφίλ, τουναντίον αποδεικνύεται ότι οι πρώτες επενδύσεις της (της ενάγουσας) στόχευαν σε μακροπρόθεσμα επενδυτικά προϊόντα, έκδοσης επιφανών χρηματοοικονομικών οίκων και εταιρειών του εξωτερικού, (Royal Bank of Scotland, AIB, Agrokor), τα οποία θα της απόφεραν σε τακτά χρονικά διαστήματα τοκομερίδια, υπολογιζόμενα με επιτόκιο ανερχόμενο σχεδόν στο 5%, ενδεικτικά, παρατίθεται ότι το μέσο επιτόκιο για τα τέσσερα επενδυτικό προϊόντα, τα οποία είχε αγοράσει η ενάγουσα κατά την έναρξη της μεταξύ τους συνεργασίας, ανήλθε σε ποσοστό 5,14%, (4,822% + 4,781% + 6,06% + 4,92%), το οποίο υπολογιζόμενο επί του συνολικού επενδυθέντος κεφαλαίου 248.699,15 ευρώ, θα απέφερε στην ενάγουσα τόκους, συνολικού ποσού 12.783,13 ευρώ, (248.699,15 + 5,14%), αλλά παρά τα ανωτέρα) η εκκαλούμενη έκρινε εσφαλμένα ότι η εφεσίβλητη: «... δεν διαθέτει καμία εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία επί των επενδυτικών προϊόντων και συναλλαγών που αφορούν αυτά και δεν παρουσιάζει συστηματική ενασχόληση με προϊόντα ούτε συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας. Εξάλλου, όλη η επενδυτική δραστηριότητα της ενάγουσας δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως έντονη, καθόσον οι αναφερόμενες από τους εναγόμενους αγοραπωλησίες επενδυτικών προϊόντων διενεργήθηκαν σε βάθος δεκαετίας, (ήτοι από το 2004 έως και το 2013) ...», αλλά η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη, διότι ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλόμενου ως καταναλωτή πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, και η αντίδικος δεν δύναται να θεωρηθεί ότι βρισκόταν υπό ερασιτεχνική ιδιότητα ως προς την αγορά των επίδικων ομολογιακών προϊόντων, αλλά τούτο θα συνέβαινε μόνο στην περίπτωση που το χαρτοφυλάκιο της ενάγουσας θα αποτελούνταν αποκλειστικά και μόνο από τα δύο επίδικα επενδυτικά προϊόντα, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν προέβαινε σε ορθή ανάγνωση του προσκομισθέντος εγγράφου υπό τον τίτλο «ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΙΝΗΣΕΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΟΥ», θα διαπίστωνε ότι η αντίδικος κατά την δεκαετή επενδυτική της δραστηριότητα: α) προέβη σε αγοραπωλησίες ομολογιακών προϊόντων διάφορων εκδοτών (χρηματοοικονομικών οργανισμών και εταιρειών), β) προέβη σε αγοραπωλησίες αμοιβαίων κεφαλαίων, (λ.χ. Alpha Διαχειρίσεως Διαθεσίμων Plus, Alpha Διαθεσίμων Εξωτερικού), συνεπώς, από τις επενδυτικές κινήσεις της αντιδίκου, οι οποίες αναφέρονται στην ένδικη έφεση εκτενώς και λεπτομερώς, προκύπτει ότι η σχέση της ενάγουσας με τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου δεν ήταν περιστασιακή και ερασιτεχνική, όπως επιθυμεί να παρουσιαστεί στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής της, μάλιστα σε συνέχεια της παρουσίασης-ενημέρωσης που τέθηκε (από τους υπαλλήλους) ενώπιον της ενάγουσας, αυτή αιτήθηκε την αγορά ποσού 20.000 ευρώ από το αμοιβαίο κεφάλαιο ALPHA BEST OF STRATEGIES σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που περιγράφονται στο επισυναπτόμενο ενημερωτικό σημείωμα, μάλιστα, η αντίδικος (δια της αντιπρόσωπου της, …) δήλωσε αυτολεξεί τα εξής: «Έλαβα γνώση, κατενόησα και αποδέχομαι πλήρως τους όρους και προϋποθέσεις που διέπουν τον Κανονισμού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου και ειδικότερα γνωρίζω πλήρως και αποδέχομαι του συνεπαγόμενους κινδύνους», και, ειδικότερα, από το ενημερωτικό σημείωμα, το οποίο επισυνάπτεται στην αίτηση, προκύπτει ότι σκοπός του εν λόγω αμοιβαίου κεφαλαίου ήταν να προσφέρει στον μεριδούχο ικανοποιητική απόδοση από την υπεραξία των επενδύσεων που πραγματοποιεί, και των προσόδων που θα εισέπραττε, ενώ απευθυνόταν σε επενδυτές με μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, προσδοκώντας ικανοποιητικές αποδόσεις και αποδεχόμενοι τυχόν διακυμάνσεις της τιμής του αμοιβαίου κεφαλαίου», για τους ανωτέρω λόγους εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε: α) ότι τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα δεν ανταποκρίνονταν στο επενδυτικό προφίλ της εφεσίβλητης-ενάγουσας και β) ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα τυγχάνει καταναλωτής. 3.2.) Ο ανωτέρω λόγος έφεσης αξιολογείται ως ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι από όσα αναφέρθηκαν στο αιτιολογικό τούτης της απόφασης, το Δικαστήριο (τούτο) σχημάτισε τη δικανική πεποίθηση ότι η ενασχόληση της ενάγουσας, (ανθρώπου μεγάλης ηλικίας και μηδαμινής επιστημονικής κατάρτισης και, επίσης, πολύ μικρής εμπειρίας ως προς τις τραπεζικές και χρηματιστηριακές συναλλαγές), με τις επίδικες επενδύσεις (των αποταμιευμένων χρημάτων της στα επίδικα ομόλογα της εταιρείας Aspis Finance Plc και της εταιρείας Alpha Group Jersey Ltd) ήταν απολύτως ερασιτεχνική και προκλήθηκε από τις παραινέσεις (συμβουλές και οδηγίες) των 3ου και 4ου εναγομένων και των λοιπών προστηθέντων υπαλλήλων των εναγόμενων εταιρειών, προς τους οποίους η ενάγουσα (και η αντιπρόσωπός της, ….) είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Την ίδια δικανική πεποίθηση σχημάτισε το Δικαστήριο τούτο και ως προς την ενασχόληση της …, (θυγατέρας και αντιπροσώπου της ενάγουσας κατά τη διενέργεια των επίδικων επενδύσεων και των λοιπών αγορών και πωλήσεων επενδυτικών προϊόντων, οι οποίες αναφέρονται στην ένδικη έφεση εκτενώς και λεπτομερώς), με τις επίδικες επενδύσεις (των αποταμιευμένων χρημάτων της ενάγουσας στα επίδικα ομόλογα της εταιρείας Aspis Finance Plc και της εταιρείας Alpha Group Jersey Ltd). Συνεπώς, στην επίδικη υπόθεση συντρέχει νόμιμη περίπτωση να αντιμετωπιστεί η ενάγουσα ως καταναλωτής, η οποία εμπίπτει στην προστασία του νόμου 2251/1994, και όχι ως έμπορος, διότι στην επίδικη υπόθεση η ενάγουσα συναλλάχθηκε για μη επαγγελματικούς σκοπούς και στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών (και των λοιπών παρόμοιων συναλλαγών, οι οποίες αναφέρονται στην ένδικη έφεση εκτενώς και λεπτομερώς), η ενάγουσα δεν απέκτησε τις γνώσεις, την εμπειρία και την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που είχε ο προμηθευτής, (δηλαδή οι δύο εναγόμενες εταιρείες και οι προστηθέντες υπάλληλοί τους), γεγονός που δικαιολογεί την προστασία της από τον ανωτέρω νόμο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ανωτέρω ζήτημα, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή υπό το πρίσμα του νόμου 2251/1994, ούτε έσφαλε ως προς την κρίση του ότι η ενάγουσα είναι καταναλωτής και πρέπει να προστατευτεί ως καταναλωτής. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος έφεσης αποβαίνει ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
4.1.) Από το άρθρο 937 παρ. 1 εδ. α ΑΚ συνάγεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έλαβε γνώση για τη ζημία και για τον υπόχρεο σε αποζημίωση προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας ή σε χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας (του παθόντος). Από την πιο πάνω διάταξη νόμου, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 481, 486, 922 και 926 ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρο με τον προστηθέντα, ο οποίος, ενεργώντας έναντι του καθενός υπόχρεου υποκειμενικά. Η εκ μέρους του παθόντος γνώση για τον υπόχρεο σε αποζημίωση ή σε χρηματική ικανοποίηση, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ, υπάρχει, ως προς το πρόσωπο του προστήσαντος, και όταν δεν είναι μεν γνωστό το πρόσωπο εκείνου που προκάλεσε τη ζημία, είναι όμως γνωστό ότι η ζημία προκλήθηκε αϊτό ένα από τα πρόσωπα που είχαν προστηθεί ως υπάλληλοι εκ μέρους του προστήσαντος. Τούτο, διότι η ευθύνη του προοτήσαντος υφίσταται ανεξάρτητα από το ποιος συγκεκριμένα από τους υπαλλήλους αυτού τέλεσε την άδικη πράξη ή παράλειψη που προξένησε τη ζημία του παθόντος, (βλ. ΑΠ 659/2018, ΑΠ 72/2007, ΑΠ 160/2001).
4.2.) Με τον 4ο λόγο της ένδικης έφεσης οι εναγόμενοι ισχυρίζονται και παραπονούνται, ως εκκαλούντες, ότι: «Δ' λόγος έφεσης: Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και (εσφαλμένη εκτίμηση) των αποδείξεων αναφορικά με την ένσταση παραγραφής της δεύτερης κύριας αξίωσης περί αδικοπραξίας κατ' άρθρο 937 ΑΚ. Η εκκαλούμενη εσφαλμένα απέρριψε την προβληθείσα ένσταση παραγραφής, κρίνοντας αυτολεξεί ότι: «... Όσον αφορά στον ισχυρισμό των εναγομένων ότι η ως άνω αξίωση της ενάγουσας, ύψους 20.000 ευρώ, έχει υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, κατ' άρθρο 937 του ΑΚ, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την υπ' αριθμόν 204/27.9.2013 επιστολή της πρώτης εναγομένης, οι εκκαθαριστές του σε ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Τ-ΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» ειδοποίησαν ότι τελικά θα διανεμηθεί στους κατόχους των τίτλων της ως άνω έκδοσης το ποσό των 30.000 ευρώ, ήτοι 0,60 ευρώ ανά 1.000 ευρώ ονομαστικής αξίας, και ότι το ποσό αυτό συνιστά την τελική πληρωμή για τα ομόλογα στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Δηλαδή, η ενάγουσα δεν έμαθε το ύψος της ζημίας της τον μήνα Ιανουάριο του 2012, όταν με την υπ' αριθμόν ./23.1.2012 επιστολή της πρώτης εναγομένης ενημερώθηκε ότι το επίδικο επενδυτικό προϊόν, εκδόσεως της Aspis Finance Plc, τελούσε σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της και ότι εκείνη έπρεπε να συμμετάσχει στη διαδικασία αναγγελίας δανειστών, αλλά έμαθε με βεβαιότητα ότι εν τέλει θα επέλθει ζημία και το ύψος αυτής με την ως άνω επιστολή, όταν και πήρε δηλαδή την τελική της μορφή η ζημία της, με συνέπεια από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2013 (που έλαβε την υπ' αριθμόν 204 επιστολή της πρώτης εναγομένης) μέχρι και τον μήνα Ιανουάριο του 2018, που ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, να μην έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μείζον της πενταετίας. Ως εκ τούτου, η ως άνω αξίωση δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, απορριπτόμενης έτσι ως κατ' ουσία αβάσιμης της προειρημένης ένστασης των εναγόμενων. ...», αλλά με την ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή η εκκαλούμενη έσφαλε και αξίωσε περισσότερα (στοιχεία) για την εφαρμογή της ΑΚ 937, διότι κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ «Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη», συνεπώς, το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας, δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούμενη προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της ΑΚ 937 παρ. 1, κρίνοντας ότι η παραγραφή άρχισε από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο η εφεσίβλητη έμαθε το ακριβές ποσό της ζημίας, αλλά η εν λόγω κρίση είναι εσφαλμένη, αφού η παραγραφή κατ' άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ αρχίζει, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση και ως γνώση της ζημίας για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξης, όχι όμως και η γνώση της έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης, επομένως, η εκκαλούμενη προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης, διότι η εφεσίβλητη έλαβε γνώση της ζημιάς της ήδη από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2012, δυνάμει της υπ' αριθμόν ./23.1.2012 επιστολής, την οποία απέστειλαν (οι εκκαλούντες) στην εφεσίβλητη και με την οποία ενημέρωναν ότι το επίδικο επενδυτικό προϊόν, έκδοσης της Aspis Finance Plc, τελούσε σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της και ότι εκείνη έπρεπε να συμμετάσχει στη διαδικασία αναγγελίας δανειστών, συνεπώς, η εκκαλούμενη, απαιτώντας ως στοιχείο έναρξης της παραγραφής την έκταση της ζημιάς, αξίωσε περισσότερα (στοιχεία) από αυτά που απαιτούνται από τον νόμο, άλλωστε, η ενημέρωση διαμέσου της υπ' αριθμόν ./23.1.2012 επιστολής, προκειμένου να προβεί (η ενάγουσα) σε ενέργειες, για να συμμετάσχει στη διαδικασία αναγγελίας δανειστών, συνιστούσε γεγονός, εκ του οποίου μπορεί να γίνει κατ' ελάχιστο ο προσδιορισμός της ζημιάς της εφεσίβλητης-ενάγουσας, ο οποίος μπορούσε να προσδιοριστεί στο επενδυθέν κεφάλαιο για την αγορά των επίδικων ομολογιακών τίτλων της Aspis Finance Plc. Σε κάθε περίπτωση με το παρόν δικόγραφο οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον προβληθέντα με τις πρωτόδικες προτάσεις τους ισχυρισμό, (ένσταση παραγραφής της δεύτερης κύριας αξίωσης περί αδικοπραξίας κατ' άρθρο 937 ΑΚ), ο οποίος έχει αυτολεξεί, όπως αναφέρεται στην ένδικη έφεση. Εν προκειμένω, με την υπ' αριθμόν 13/23.1.2012 επιστολή τους, την οποία προσκομίζουν (οι εκκαλούντες) με επίκληση ως σχετικό 33, προκύπτει ότι η ενάγουσα ήδη από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2012 γνώριζε ότι το επίδικο επενδυτικό προϊόν, έκδοσης της Aspis Finance Plc. τελούσε σε αδυναμία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, με αποτέλεσμα να καλέσουν (οι εκκαλούντες) την αντίδικο τους να συμμετάσχει στη διαδικασία αναγγελίας των απαιτήσεων της που απέρρεαν από το ως είρηται ομολογιακό προϊόν, ωστόσο, η ένδικη αγωγή, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης δικογράφου, κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων την 30ή Ιανουαρίου 2018 και επιδόθηκε στην (εναγόμενη) Τράπεζα την 31η Ιανουαρίου 2018, ήτοι μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2012, χρονικό σημείο γνώσης (εκ μέρους) της αντιδίκου του γεγονότος ότι οι αρχικοί κτηθέντες από αυτή ομολογιακοί τίτλοι, έκδοσης της εταιρείας Aspis Finance Plc, παύουν να πληρώνουν τοκομερίδια και την αξία αυτών (των ομολογιακών τίτλων). Συνεπώς, η εν λόγω αγωγή δέον να απορριφθεί ένεκα παραγραφής του δικαιώματος αποζημίωσης της ενάγουσας, το οποίο έπρεπε να ασκηθεί μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2017 στα της καταθέσεως αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου. 4.3.) Ο ανωτέρω λόγος έφεσης αξιολογείται από το Δικαστήριο τούτο ως ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στο αιτιολογικό τούτης της απόφασης και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ένδικη έφεση εκτενώς, με την υπ' αριθμόν 13/ 23.1.2012 επιστολή της η 1η εναγομένη ενημέρωσε (διαμέσου των αρμόδιων υπαλλήλων της) την ενάγουσα κατά τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2012 ότι η εταιρεία Aspis Finance Plc, η οποία είχε εκδώσει το επίδικο επενδυτικό προϊόν Aspis Finance Plc, τελούσε σε αδυναμία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και κάλεσε (η 1η εναγομένη) την αντίδικο της να συμμετάσχει στη διαδικασία αναγγελίας των απαιτήσεων της που απέρρεαν από το πιο πάνω ομολογιακό προϊόν. Από το περιεχόμενο αυτής της επιστολής δεν είναι δυνατό (σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου) να αντιληφθεί ένας απλοϊκός και ηλικιωμένος άνθρωπος, όπως ήταν η ενάγουσα, ήτοι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με γνώσεις δημοτικού σχολείου και με ελάχιστη εμπειρία ως προς τις τραπεζικές και οικονομικές συναλλαγές, ότι τα ανωτέρω επενδυτικά προϊόντα έχασαν ολοσχερώς την αγοραία αξία τους και ότι αυτός υπέστη οικονομική ζημία, ίση με το χρηματικό ποσό, το οποίο κατέβαλε για την απόκτηση αυτών των επενδυτικών προϊόντων. Αντίθετα, από το περιεχόμενο της ανωτέρω επιστολής ένας ηλικιωμένος και απλοϊκός άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι θα ακολουθήσει κάποια διαδικασία, η διαδικασία αναγγελίας των απαιτήσεων, οι οποίες απορρέουν από το πιο πάνω ομολογιακό προϊόν, και ότι αυτός δικαιούται να συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία και να λάβει τα χρήματα, τα οποία κατέβαλε για την απόκτηση αυτού του ομολογιακού προϊόντος. Μάλιστα, όπως αναφέρθηκε στο αιτιολογικό τούτης της απόφασης, μετά τη λήψη των επιστολών της 1ης εναγομένης η ενάγουσα επικοινώνησε με τους 3ο και 4o εναγόμενους (και με άλλους αρμόδιους υπαλλήλους του καταστήματος Τρικάλων της 1ης εναγομένης) και αυτοί της πρότειναν να απευθυνθεί στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, για να λάβει πληροφορίες σχετικά με τα χρήματα που είχε διαθέσει για την αγορά του ανωτέρω ομολογιακού προϊόντος. Τελικά, μετά παρέλευση αρκετών μηνών και μετά τη λήψη της υπ' αριθμόν ./27.9.2013 επιστολής της 1ης εναγομένης η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι οι εκκαθαριστές του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Τ-ΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», το οποίο είχε τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, ανακοίνωσαν ότι, τελικά, θα διανεμηθεί στους κατόχους των τίτλων Aspis Finance Plc το ποσό των 30.000 ευρώ (συνολικά), ήτοι το ποσό των 0,60 ευρώ ανά 1.000 ευρώ ονομαστικής αξίας, και ότι το ποσό αυτό συνιστά την τελική πληρωμή για τα ομόλογα Aspis Finance Plc στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Τότε η ενάγουσα αντιλήφθηκε ότι αυτή, ως κάτοχος ομολόγων Aspis Finance Plc, ονομαστικής αξίας 20.000 ευρώ, θα λάβει από το προϊόν της εκκαθάρισης του πιο πάνω πιστωτικού ιδρύματος το ποσό των 12 ευρώ, (ήτοι: 20.000 € χ 0,60 € : 1.000 € - 12 €), και συνειδητοποίησε ότι η αγοραία αξία των ομολόγων Aspis Finance Plc είχε εκμηδενιστεί και ότι τα χρήματα, (ήτοι το ποσό των 20.000 ευρώ), τα οποία είχε διαθέσει για την αγορά των επίδικων ομολόγων Aspis Finance Plc, είχαν χαθεί οριστικά. Συνεπώς, η γνώση της ενάγουσας ως προς την οικονομική ζημία της, ποσού 20.000 ευρώ, η οποία είχε προκληθεί από την εκμηδένιση της αγοραίας αξίας των επίδικων ομολόγων Aspis Finance Plc, επήλθε μετά τη λήψη της πιο πάνω επιστολής της 1ης εναγομένης (υπ' αριθμόν 204/27.9.2013). Αλλά, και πάλι, η ενάγουσα δεν πληροφορήθηκε, συγχρόνως, ότι κάποιος είχε υποχρέωση να της καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της πιο πάνω ζημίας της ούτε ποιος είχε τέτοια υποχρέωση. Την ταυτότητα του προσώπου που είχε υποχρέωση να της καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της πιο πάνω ζημίας της, πληροφορήθηκε η ενάγουσα στη διάρκεια του έτους 2015, οπότε πληροφορήθηκε ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διενεργούσε έλεγχο ως προς τον τρόπο διάθεσης του ομολόγου Aspis Finance Plc από την τράπεζα ALPHA BANK, ήδη 1η εναγομένη. Συνεπώς, η πλήρης γνώση της ενάγουσας ως προς την οικονομική ζημία, την οποία είχε υποστεί από την εκμηδένιση της αγοραίας αξίας των ομολόγων Aspis Finance Plc, τα οποία είχε στην κατοχή της, και ως προς τον υπόχρεο να της καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση αυτής της οικονομικής ζημίας της, επήλθε, αντίστοιχα, στη διάρκεια του έτους 2013, (ακριβέστερα, στις 27.09.2013), και στη διάρκεια του έτους 2015, (ακριβέστερα, στη διάρκεια του μήνα Ιουνίου του έτους 2015). Ενόψει όσων αναφέρθηκαν, το Δικαστήριο τούτο σχημάτισε τη δικανική πεποίθηση ότι η επίδικη δεύτερη κύρια αξίωση της ενάγουσας, με την οποία αξιώνει αποζημίωση, ποσού 20.000 ευρώ, για την οικονομική ζημία που υπέστη, επειδή εκμηδενίστηκε η αγοραία αξία των ομολόγων Aspis Finance Plc, ονομαστικής αξίας ποσού 20.000 ευρώ, τα οποία είχε στην κατοχή της, δεν υπέπεσε στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όπως ισχυρίστηκαν οι εναγόμενοι στη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης, και το γεγονός αυτό πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της ανωτέρω ένστασης των εναγομένων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ζήτημα αυτό, (ήτοι ότι: «... η ενάγουσα δεν έμαθε το ύφος της ζημίας της τον μήνα Ιανουάριο του 2012, όταν με την υπ' αριθμόν 13/23.1.2012 επιστολή της πρώτης εναγομένης ενημερώθηκε ότι το επίδικο επενδυτικό προϊόν, εκδόσεως της Aspis Finance Plc, τελούσε σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της και ότι εκείνη έπρεπε να συμμετάσχει στη διαδικασία αναγγελίας δανειστών, αλλά έμαθε με βεβαιότητα ότι εν τέλει θα επέλθει ζημία και το ύφος αυτής με την ως άνω επιστολή, όταν και πήρε την τελική της μορφή η ζημία της, με συνέπεια από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2013 που έλαβε την υπ' αριθμόν 204 επιστολή της πρώτης εναγομένης, μέχρι και τον μήνα Ιανουάριο του 2018 που ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, να μην έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μείζον της πενταετίας. Ως εκ τούτου, η ως άνω αξίωση δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, απορριπτόμενης έτσι ως κατ' ουσία αβάσιμης της προειρημένης ένστασης των εναγόμενων ...»), μολονότι χρησιμοποίησε διαφορετική (εν μέρει) αιτιολογία από την αιτιολογία τούτης της απόφασης, δεν έσφαλε (κατ' αποτέλεσμα), αλλά απέρριψε ορθά την ανωτέρω ένσταση των εναγομένων, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος έφεσης αποβαίνει ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
5.1.) Όπως εκτέθηκε πιο πάνω εκτενέστερα, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα. Για να υπάρξει παρανομία, δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί να αντιβαίνει η συμπεριφορά στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, η οποία επιβάλλεται στο πλαίσιο της συναλλακτικής και της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης και απορρέουσας από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρέωσης για λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας, ώστε να αποφεύγεται η πρόκληση ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, (βλ. ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/ 2005). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα, (βλ. ΟλομΑΠ 18/2004, ΑΠ 1228/2019). Περαιτέρω, η παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, συνιστά παρανομία υπό την έννοια του όρου στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Επομένως, εφόσον η παρανομία αυτή θα διαπραχθεί με υπαιτιότητα και θα επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, δημιουργείται υποχρέωση της τράπεζας (και κάθε ΕΠΕΥ) που ενήργησε παράνομα, να καταβάλει αποζημίωση στον επενδυτή (βλ. ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013).
5.2.) Με τον 5ο λόγο της ένδικης έφεσης οι εναγόμενοι ισχυρίζονται και παραπονούνται, ως εκκαλούντες, ότι: «Ε' λόγος έφεσης: Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικά με τις ΑΚ 914-932. Η εκκαλούμενη εσφαλμένα έκρινε ότι στην επίδικη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η ΑΚ 914 και ΑΚ 932, αναφέροντας αυτολεξεί ότι: «... Με την ανωτέρω συμπεριφορά τους οι δύο πρώτες εναγόμενες αλλά και οι προστηθέντες από αυτές τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, οι οποίοι ενεργούσαν κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ' αυτούς υπηρεσίας, υπό τις εντολές και οδηγίες τους, που συνίσταται (η συμπεριφορά τους) στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης της ενάγουσας καθώς και παροχής σ' εκείνη σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και ασφάλεια του κεφαλαίου της, παρέβησαν τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους, όπως το περιεχόμενο αυτών προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, ταυτοχρόνως, δε, παρέβησαν υπαιτίως, επιδεικνύοντας αμέλεια, τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, καθώς και τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, ενόψει της ιδιότητας της ενάγουσας ως καταναλωτή. Η υπαίτια, δε, παράβαση των ανωτέρω διατάξεων συνιστά παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ συμπεριφορά. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων προκάλεσε τη ζημία, που υπέστη η ενάγουσα, καθόσον εκείνη προέβη στην εν λόγω επένδυση, αγνοώντας τα ανωτέρω χαρακτηριστικά των ομολόγων, για τα οποία δεν ενημερώθηκε, με την πεποίθηση, που της δημιούργησε ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγομένων, ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου της. Αν, δε, είχε ενημερωθεί και γνώριζε τούτο, ότι δηλαδή τα επίδικα ομόλογα ήταν μειωμένης εξασφάλισης και με μέτριες προοπτικές επιβίωσης και ότι υπήρχε ο εν λόγω κίνδυνος, ήτοι απώλειας του κεφαλαίου της, δεν θα είχε αποδεχθεί τις συγκεκριμένες επενδύσεις. Επομένως, η ανωτέρω ζημία, που υπέστη η ενάγουσα, συνδέεται αιτιωδώς με την προεκτεθείσα συμπεριφορά των εναγομένων, οι οποίοι υποχρεούνται να της καταβάλουν ισόποση αποζημίωση για την αποκατάσταση της...», αλλά (η εκκαλούμενη) με εσφαλμένη εκτίμηση έκρινε ότι οι εναγόμενοι, με μία σειρά παραλείψεων και ενεργειών, οι οποίες συνιστούσαν παράνομη συμπεριφορά, προκάλεσαν περιουσιακή ζημία στην αντίδικό τους, αγνοεί όμως (η εκκαλούμενη) ότι από την αρχή της συνεργασίας τους οι εναγόμενοι ενημέρωσαν την ενάγουσα ότι η συμμετοχή της στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου δεν εγγυάται την ακεραιότητα του κεφαλαίου της, όπως αναφέρεται στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, …, και ότι κάθε επενδυτής ενημερωνόταν αναλυτικά για τους κίνδυνους, τους οποίους διέτρεχε, συμμετέχοντας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, (οι οποίοι κίνδυνοι αποτυπώνονταν στο παράρτημα της επίδικης σύμβασης και αναφέρονται στην ένδικη έφεση εκτενώς και λεπτομερώς), ότι, παράλληλα, δυνάμει της από 7.12.2004 σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών συνομολογήθηκε (ως όρος 8.1) ότι: «... Ρητά συμφωνείται ότι, λόγω των μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, οι Εταιρείες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής του Επενδυτή, δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημιά του Επενδυτή ...» και (ως όρος 8.2) ότι: «Οι Εταιρίες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημιά, που τυχόν υποστεί ο Επενδυτής, από συναλλαγή που καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του, ο δε Επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται προς τις Εταιρίες, είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των εταιρειών ...», συνεπώς, είναι εσφαλμένη η συλλογιστική της εκκαλούμενης ότι οι εναγόμενοι δεν ενημέρωσαν την αντίδικο τους αναφορικά με τα επίδικα προϊόντα, και, σε κάθε περίπτωση, οι εναγόμενοι, ως εκκαλούντες, επαναφέρουν με την ένδικη έφεση τους πρωτόδικους ισχυρισμούς τους για έλλειψη παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς τους, (οι οποίοι ισχυρισμοί εκτίθενται αυτολεξεί στην ένδικη έφεση), ότι, αν κριθεί ότι η αναφερόμενη στην ένδικη αγωγή ζημία προήλθε από ενέργειες των εναγομένων, τότε θέτουν ενώπιον του δικαστηρίου την απουσία αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της ζημίας, την οποία υπέστη η ενάγουσα ανά είδος επενδυτικού προϊόντος, ήτοι, ειδικότερα: α) Ως προς το επενδυτικό προϊόν Alpha Group Jersey Ltd: Στις 9.12.2004, δύο ημέρες μετά την υπογραφή της μεταξύ τους σύμβασης, η αντίδικος αγόρασε ομολογιακούς τίτλους, ονομαστικής αξίας εκατό χιλιάδων ευρώ, από το ομολογιακό προϊόν της ανωτέρω εταιρείας, και μέχρι το τέλος του έτους 2014 είχε διαμορφώσει το χαρτοφυλάκιο, το οποίο αναφέρεται στην ένδικη έφεση εκτενώς και λεπτομερώς, και, προφανώς, βάσει οργανωμένου επενδυτικού πλάνου συνέχισε την ανάπτυξη της επενδυτικής της δραστηριότητας, προβαίνοντας στην αγορά των ομολογιακών τίτλων, οι οποίοι αναφέρονται στην ένδικη έφεση λεπτομερώς, ότι η .., (ως αντιπρόσωπος της ενάγουσας), επιθυμούσε αυξημένο επιτόκιο, παρά το γεγονός ότι η στρατηγική της ενείχε επενδυτικό κίνδυνο, ότι από την επισκόπηση της κίνησης χαρτοφυλακίου της ενάγουσας προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2004 έως και το έτος 2013 δόθηκαν συνολικά τριάντα οχτώ (38) εντολές για αγοραπωλησίες επενδυτικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονταν ομολογιακά προϊόντα αλλοδαπών χρηματοοικονομικών οίκων και ευρωπαϊκών εταιρειών, όπως της Royal Bank of Scotland, της European Investment Bank, της Egnatia Finance Plc και της εταιρείας Agrokor και αμοιβαία κεφάλαια, μάλιστα, οι τοποθετήσεις των κεφαλαίων (της ενάγουσας) στα ομολογιακά προϊόντα της Agrokor και της Royal Bank of Scotland απέδιδαν τόκο 11% και 5% αντίστοιχα, ωστόσο, αν το δικαστήριο κρίνει αντίθετα, ελλείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς (των εναγομένων) και της ζημίας που επήλθε στην ενάγουσα, και το σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης είναι εσφαλμένο, διότι θέτει το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας στο χρονικό σημείο της αγοράς του επενδυτικού προϊόντος, αλλά τούτο είναι εσφαλμένο, διότι είναι αδύνατο να γνωρίζουν (οι εναγόμενοι) την πορεία του επενδυτικού προϊόντος, αφού δεν είναι εκδότες αυτού, συνεπώς, το κριτήριο της αιτιώδους συνάφειας έπρεπε να αξιολογηθεί κατά το χρονικό σημείο λήξης της επένδυσης, οπότε θα αξιολογούνταν εάν οι πράξεις ή παραλείψεις οδήγησαν αιτιωδώς στη ζημιά της αντιδίκου, σε κάθε περίπτωση η απώλεια των επενδυθέντων κεφαλαίων της εφεσίβλητης οφείλεται σε εξωτερικό παράγοντα, δηλαδή στην πτώχευση της εκδότριας εταιρείας για το επενδυτικό προϊόν της Aspis Finance Plc και για το επενδυτικό προϊόν Alpha Jersey Group Ltd σε γεγονός, το οποίο δεν μπορούσαν να προβλέψουν (οι εναγόμενοι) με κάθε μέτρο επιμέλειας του μέσου συναλλασσομένου, συνεπώς, η ζημία, την οποία υπέστη η ενάγουσα από το επίδικο επενδυτικό προϊόν Alpha Group Jersey Ltd, δεν ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς ενημέρωσης ή παραπλανητικής συμπεριφοράς των εναγομένων, αλλά εντασσόταν στο πλαίσιο διαμόρφωσης ενός δυναμικού επενδυτικού χαρτοφυλακίου, το οποίο επιδίωκε αυξημένες αποδόσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα και υψηλά τοκομερίδια ανά τρίμηνο. Ειδικότερα, η περιουσιακή απώλεια της αντίδικου από αυτό το επενδυτικό προϊόν οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1) Στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο τα ομολογιακά προϊόντα ιδιωτών εκδοτών αλλά και κρατικών εκδοτών, (λ.χ. της Ελληνικής Δημοκρατίας), να απολέσουν σημαντικό μέρος της αξίας τους, στην περίπτωση δε του επίδικου προϊόντος η πρόταση εξαγοράς αυτού ήταν απόρροια των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος κατόπιν επιταγής του δεύτερου προγράμματος οικονομικής υποστήριξης της Ελληνικής Οικονομίας, 2) Σε πταίσμα της αντιδίκου, η οποία, ενώ είχε αντιληφθεί την πτώση της αξίας του επίδικου ομολογιακού προϊόντος, παρέλειψε να προβεί στη ρευστοποίηση του, όπως έκανε με έτερα επενδυτικά προϊόντα, όπως αναφέρεται στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Σωτηρίου Ταμπάκου, β) Ως προς το επενδυτικό προϊόν Aspis Finance Plc, Στις 2 Νοεμβρίου 2005 η αντίδικος, διαμέσου της θυγατέρας της, …., αντιπροσώπου της, κατόπιν δικής της επενδυτικής απόφασης και εντολής προέβη σε αγορά ομολογιακών τίτλων έκδοσης της εταιρείας με την επωνυμία «Aspis Finance Plc», με ημερομηνία έκδοσης 10.2.2005 και ημερομηνία λήξης 10.2.2015, ειδικότερα, αγόρασε ομολογιακούς τίτλους, ονομαστικής αξίας 20.000 ευρώ με καθαρή τιμή αγοράς κάθε ομολογιακού τίτλου, ανερχόμενη στο ποσό των 101,05 ευρώ και συνολική αξία αγοράς, ανερχόμενη στο ποσό των 20.372,54 ευρώ, και επιτόκιο κατά την στιγμή της αγοράς να διαμορφώνεται στο 3,483% και αριθμό ISIN ., όπως τα ανωτέρω (στοιχεία) αποτυπώνονται στο με ημερομηνία 2.11.2005 αποδεικτικό εντολής συναλλαγής, και την απόφαση για την αγορά αυτού του επενδυτικού προϊόντος έλαβε μετά από ενημέρωση που έλαβε από τον ., ο οποίος είχε προβεί στην αγορά επενδυτικών προϊόντων - ομολογιακών τίτλων της Aspis Finance Plc, ωστόσο, εάν κριθεί ότι η ζημία (της ενάγουσας) προήλθε από επενδυτική απόφαση, η οποία βασίστηκε σε ελαττωματική πληροφόρηση αναφορικά με το επίδικο προϊόν, η περιουσιακή απώλεια της αντιδίκου από αυτό το επενδυτικό προϊόν ήταν αποτέλεσμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία επηρέασε όχι μόνο τα ομολογιακά προϊόντα ιδιωτών εκδοτών αλλά και κρατικών εκδοτών, (λ.χ. της Ελληνικής Δημοκρατίας), και, ειδικότερα, στο γεγονός ότι κατά τον Σεπτέμβριο του έτους 2008 ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, ως απόρροια της κατάρρευσης της αμερικανικής τράπεζας LEHMAN BROTHERS, η οποία επηρέασε αρνητικά τις διεθνείς τιμές των ομολόγων, επομένως, ακόμη και αν θεωρηθούν αληθείς οι ισχυρισμοί της ενάγουσας περί παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων αναφορικά με την περιουσιακή ζημία της από τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα, ελλείπει η απαραίτητη προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας.
5.3.) Ο ανωτέρω λόγος έφεσης αξιολογείται από το Δικαστήριο τούτο ως ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στο αιτιολογικό τούτης της απόφασης, στη διάρκεια του έτους 2004 οι υπάλληλοι της 1ης εναγομένης ανέφεραν στην ενάγουσα ότι αυτή ανήκει πλέον στο «εκλεκτό πελατολόγιο» της τράπεζας εξαιτίας του ποσού των καταθέσεων της και ότι, σύμφωνα με την πάγια εσωτερική πολιτική της τράπεζας, έπρεπε να μεταφερθεί στο πελατολόγιο του Τμήματος Ιδιωτικής Τραπεζικής (Private Banking) της τράπεζας, το οποίο είχε έδρα στην πόλη της Λάρισας. Επίσης, βεβαίωσαν την ενάγουσα ότι η μεταφορά των χρημάτων της στο Τμήμα Ιδιωτικής Τραπεζικής (Private Banking) θα απέφερε μεγαλύτερες αποδόσεις τόκων σε σύγκριση με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου ή τις προθεσμιακές καταθέσεις και, προκειμένου να εκλείψουν οι δισταγμοί της ενάγουσας, οι υπάλληλοι της 1ης εναγομένης τη βεβαίωσαν ότι η μεταφορά των χρημάτων της στο Τμήμα Ιδιωτικής Τραπεζικής (Private Banking) αποτελούσε μία τυπική διαδικασία, ότι η εξυπηρέτηση αυτής (της ενάγουσας) θα συνέχιζε να γίνεται από το κατάστημα Τρικάλων της 1ης εναγομένης και ότι η ενάγουσα θα απολάμβανε, επιπλέον, τα προνόμια του Τμήματος Private Banking. Στη συνέχεια ο 3ος εναγόμενος, …, ενεργώντας από κοινού με τον 4ο εναγόμενο, .., υπέδειξαν στην ενάγουσα, (διαμέσου της θυγατέρας της, ..), να τοποθετήσει τα χρήματα της σε αποταμιευτικά προϊόντα, τα οποία παρουσίασαν (στην ενάγουσα) ως παρόμοια προς τις προθεσμιακές καταθέσεις και, ειδικότερα, ότι παρείχαν τρίμηνο εκτοκισμό, καλύτερη απόδοση τόκων από τις προθεσμιακές καταθέσεις, δυνατότητα πρόωρης ρευστοποίησης και εγγύηση κεφαλαίου, και για τα οποία βεβαίωσαν την ενάγουσα ότι παρείχε εγγύηση κεφαλαίου η τράπεζα (Alpha Bank, όπως αντιλήφθηκε η ενάγουσα). Μεταξύ των επενδυτικών προϊόντων, τα οποία πρότειναν οι 3ος και 4ος εναγόμενοι στην ενάγουσα προς αγορά (και επένδυση) και τα οποία αποκαλούσαν «τραπεζικά» προϊόντα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν «εταιρικά» ομόλογα, ήταν και τα επίδικα ομόλογα, ήτοι: α) το ομόλογο Aspis Finance Plc με ISIN: … και β) το ομόλογο Alpha Group Jersey Ltd με ISIN:…. Κατόπιν, η ενάγουσα, ακολουθώντας τις οδηγίες του 3ου και του 4ου εναγομένων και των λοιπών αρμόδιων υπαλλήλων της 1ης εναγομένης, αποφάσισε να επενδύσει τα χρήματα της σε τραπεζικά προϊόντα (ομόλογα), στα οποία περιλαμβάνονται και τα ανωτέρω δύο ομόλογα, ήτοι: α) το ομόλογο Aspis Finance Plc και β) το ομόλογο Alpha Group Jersey Ltd, τα οποία όμως, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν προϊόντα μειωμένης εξασφάλισης και ζημιογόνα, γεγονός που είχε ως συνέπεια να προκληθεί οικονομική ζημία στην ενάγουσα, συνολικού ποσού 52.500 ευρώ, όπως εκτέθηκε πιο πάνω εκτενέστερα. Ενόψει όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω και, επίσης, ενόψει όσων αναφέρθηκαν στο αιτιολογικό τούτης της απόφασης εκτενέστερα, στην επίδικη υπόθεση μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του Αστικού Κώδικα, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ζήτημα αυτό, (με την αιτιολογία, η οποία αναφέρθηκε πιο πάνω εκτενώς), δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως παραπονούνται οι εναγόμενοι με τον ανωτέρω λόγο έφεσης, και το γεγονός αυτό πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη αυτού του λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. 6.1.) Ο εναγόμενος ή ο προστήσας, όταν ενάγεται από τον ζημιωθέντα τρίτο, για να αποκαταστήσει τη ζημία του, μπορεί να προτείνει τον ισχυρισμό ότι εκείνος που ζημιώθηκε, συνετέλεσε από δικό του πταίσμα την πρόκληση της ζημίας του ή στην έκταση της και να ζητήσει να μην επιδικαστεί αποζημίωση ή να μειωθεί το ποσό αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός για μείωση ή άρση της υποχρέωσης προς αποζημίωση, προβάλλεται με τη μορφή ένστασης, (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 810/2017, ΑΠ 263/2013). Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης, η οποία διέπει το δίκαιο, προκύπτει ότι, όταν στη γένεση ή στην έκταση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, αφήνεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστή, ο οποίος σταθμίζει τις περιστάσεις και τον βαθμό πταίσματος του ζημιώσαντος καν του ζημιωθέντος, είτε να μειώσει το ποσό της αποζημίωσης είτε, ανάλογα με την επιρροή που άσκησε η υπαιτιότητα του ζημιωθέντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή αυτής της διάταξης είναι οι εξής: α) Να υφίσταται συμβατική ή εξωσυμβατική υποχρέωση προς αποζημίωση, β) Συμπεριφορά του ζημιωθέντος θετική ή αποθετική, η οποία συνέβαλε στην πρόκληση ή στην έκταση της ζημίας, γ) Πταίσμα του ζημιωθέντος από δόλο ή αμέλεια, η οποία (αμέλεια) συνίσταται στην παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας για περιφρούρηση των ιδίων συμφερόντων, με συμπεριφορά αντίθετη προς τον τρόπο που επιβάλλεται κοινωνικά από τις περιστάσεις, και δ) Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς του ζημιωθέντος και του ζημιογόνου γεγονότος ή της ζημίας του, (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 1630/2010). Συνεπώς, για να εφαρμοστεί η παραπάνω διάταξη, πρέπει, πλην άλλων, να έχει συμβάλει ο ζημιωθείς με τη συμπεριφορά του στην επέλευση ή στην έκταση της ζημίας, (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 1673/2013, ΑΠ 766/2007, ΑΠ 945/2002). Αμέλεια του ζημιωθέντος συντρέχει, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν αυτός δεν κατέβαλε την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, ήτοι την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του επαγγελματικού και λοιπού κύκλου (από άποψη μόρφωσης, περιβάλλοντος, ηλικίας, τόπου διαμονής κλπ) της δραστηριότητας του (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 2144/2013, ΑΠ 2252/2013). Δεν αποτελούν κριτήριο οι ατομικές ιδιότητες των προσώπων, οι ειδικές γνώσεις ή οι εξαιρετικές ικανότητες αυτών. Έτσι, για να διαπιστωθεί αν ο ζημιωθείς επέδειξε την επιμέλεια που όφειλε, εξετάζεται πρώτα αν ο κατά τα άνω τυπικός εκπρόσωπος του κύκλου του μπορούσε με κατάλληλη ενέργεια ή παράλειψη να αποφύγει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη ζημία ή να την περιορίσει και ύστερα, αν εκείνος που ζημιώθηκε, όφειλε, ως έντιμος και επιμελής κοινωνικός άνθρωπος, να προβεί στη δυνατή αυτή ενέργεια ή παράλειψη, την οποία όφειλε, από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστης, να επιχειρήσει και η οποία ήταν ικανή, κατ' αιτιώδη συνάφεια, να αποτρέψει τη ζημία. Εάν όφειλε να ενεργήσει ή να παραλείψει, πλην όμως, συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον που επιβάλλεται από τις περιστάσεις, είτε γιατί δεν προέβλεψε, αδικαιολόγητα, την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο να επέλθει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, έλπιζε όμως, ανεπίτρεπτα, ότι θα το αποφύγει και έτσι παρέλειψε να πάρει τα κατάλληλα μέτρα που υπάρχουν και συνηθίζεται να παίρνονται, και εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς του δεν αποτράπηκε η ζημία του, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό της (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 337/2010, ΑΠ 1084/2008, ΑΠ 708/2004), με την προϋπόθεση ότι η πράξη ή παράλειψη του ζημιωθέντος πρέπει να συνδέεται όχι γενικά, αλλά με όλα τα στοιχεία που αποτελούν το νόμιμο λόγο της ευθύνης του, (βλ. ΑΠ 686/2013, ΑΠ 368/2011). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι συντρέχει ή όχι πταίσμα του ζημιωθέντος, η οποία είναι κρίση σχετική με νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, (βλ. ΑΠ 487/2020, ΑΠ 363/2012).
6.2.) Με τον 6ο λόγο της ένδικης έφεσης οι εναγόμενοι ισχυρίζονται και παραπονούνται, ως εκκαλούντες, ότι: «ΣΤ' λόγος έφεσης: Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος. Η εκκαλούμενη έσφαλε, απορρίπτοντας της ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, αναφέροντας αυτολεξεί ότι: «... Περαιτέρω, ως ουσία αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η προβαλλόμενη ένσταση των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας σε ποσοστό 95% στη ζημία που υπέστη, για το λόγο ότι δεν πώλησε τα επίδικα ομόλογα, αμέσως μόλις αντελήφθη την πτώση τους κατά το έτος 2008 συνεπεία της γενικότερης οικονομικής κρίσης, που ξέσπασε στις Η.Π.Α. το καλοκαίρι του ίδιου ως άνω έτους, καθόσον η ενάγουσα λόγω έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων δεν θα μπορούσε να κρίνει την μελλοντική πορεία της επένδυσης της, την οποία όμως γνώση διέθεταν επαρκώς οι εναγόμενοι. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα δεν συντέλεσε με οποιοδήποτε τρόπο στην πρόκληση της ζημίας της ή στην έκταση αυτής, ούτε η ζημία της ήταν απόρροια γενικότερης χρηματοπιστωτικής κρίσης ή απρόοπτης μεταβολής των οικονομικών συνθηκών, καθόσον από το 2008 μέχρι και το 2012-2013 μεσολάβησε ικανό χρονικό διάστημα, προκειμένου οι εναγόμενοι να βρουν έναν τρόπο προστασίας των κεφαλαίων της ενάγουσας, πλην όμως δεν το έπραξαν, απορριπτόμενου ως ουσία αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων, οι οποίοι είναι αποκλειστικά υπαίτιοι της ζημίας της ενάγουσας. ...», αλλά (η εκκαλούμενη) έσφαλε, απορρίπτοντας ' ως ουσία αβάσιμη την προβληθείσα ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, η οποία εκτίθεται αυτολεξεί στην ένδικη έφεση, διότι στην προκειμένη περίπτωση, η ζημία, την οποία υπέστη η αντίδικος, επήλθε σε ποσοστό 95% από πταίσμα της αντιδίκου, η οποία, ενώ είχε αντιληφθεί την πτώση της αξίας των επίδικων ομολογιακών προϊόντων, παρέλειψε να προβεί στη ρευστοποίηση τους, όπως έκανε με έτερα επενδυτικά προϊόντα, όπως ομολογεί στη σελίδα 11 της ένδικης αγωγής, συνεπώς, η εκκαλούμενη εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, άλλως συνυπαιτιότητας της εφεσίβλητης-ενάγουσας, διότι ως επενδυτής όφειλε να περιορίσει τη ζημία της, επιδιώκοντας την εκποίηση των επίδικων επενδυτικών προϊόντων Alpha Jersey Group Ltd και Aspis Finance Plc, από την στιγμή που περί το θέρος του έτους 2008 (η αντίδικος) παρατήρησε στις μηνιαίες αποτιμήσεις χαρτοφυλακίου της αρνητικές αποδόσεις των επίδικων ομολόγων, μάλιστα η εκκαλούμενη προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της ΑΚ 330 σε δύο επίπεδα: α) αγνοεί την ομολογία της εφεσίβλητης-ενάγουσας περί γνώσης των αρνητικών επιδόσεων των επίδικων ομολογιακών τίτλων ήδη από το καλοκαίρι του έτους 2008, γνώση η οποία επήλθε διαμέσου των μηνιαίων statements, β) αγνόησε την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, …, περί επιλεκτικής ρευστοποίησης έτερων επενδυτικών προϊόντων, τα οποία διέθετε (η αντίδικος) στο χαρτοφυλάκιο της κατά την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ήτοι, ειδικότερα, η εφεσίβλητη στις 10 Ιουλίου 2008 προέβη στην πώληση του ομολογιακού προϊόντος Alpha Credit Group Plc, στις 11 Ιουλίου 2008 προέβη στην πώληση του ομολογιακού προϊόντος Egnatia Finance Plc και στις 2 Οκτωβρίου 2008 προέβη στην πώληση του ομολογιακού προϊόντος της European Investment Bank, όπως προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση κίνησης αξιόγραφων, η οποία προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αντίδικος, πληροφορούμενη διαμέσου των μηνιαίων αποτιμήσεων χαρτοφυλακίου κατά το θέρος του έτους 2008, ξεκίνησε άμεσα τις ρευστοποιήσεις έτερων επενδυτικών προϊόντων, τα οποία διέθετε στο χαρτοφυλάκιο της, η εκκαλούμενη, όμως, αγνόησε τις ανωτέρω ρευστοποιήσεις και απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, συνεπώς, δέον να γίνει δεκτός ο ανωτέρω λόγος έφεσης και να αναγνωριστεί συνυπαιτιότητα της εφεσίβλητης κατά ποσοστό 95%.
6.3.) Ο ανωτέρω λόγος έφεσης αξιολογείται από το Δικαστήριο τούτο ως ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στο αιτιολογικό τούτης της απόφασης, περί το θέρος του έτους 2008 η ενάγουσα διαπίστωσε ότι στις έντυπες Μηνιαίες Αποτιμήσεις Χαρτοφυλακίου αναγράφονταν αρνητικές αποδόσεις των ανωτέρω δύο (επίδικων) ομολόγων και το γεγονός αυτό της προκάλεσε ανησυχία, γι’ αυτό απευθύνθηκε στους υπαλλήλους των δύο πρώτων εναγόμενων εταιρειών και ζήτησε διευκρινίσεις για το ανωτέρω ζήτημα (των αρνητικών αποδόσεων των ομολόγων), αλλά τόσο ο διευθυντής του Τμήματος Private Banking Λάρισας, ήδη 3ος εναγόμενος, …, όσο και ο 4ος εναγόμενος, …, τη βεβαίωσαν ότι πρόκειται για μία πρόσκαιρη οικονομική αναστάτωση των αγορών, για την οποία δεν έπρεπε να ανησυχεί, διότι το επενδυμένο κεφάλαιο ήταν εγγυημένο στη λήξη των ομολόγων. Εξαιτίας αυτής της διαβεβαίωσης η ενάγουσα εφησύχασε, θεώρησε ότι οι αρνητικές αποδόσεις των δύο επίδικων ομολόγων ήταν πρόσκαιρο γεγονός, το οποίο οφειλόταν σε πρόσκαιρη αναστάτωση των αγορών, και ότι, σε κάθε περίπτωση το επενδυμένο στα δύο επίδικα ομόλογα κεφάλαιο της ήταν εγγυημένο και θα το λάμβανε ακέραιο κατά τη λήξη των ομολόγων, και δεν αποφάσισε να προβεί σε ρευστοποίηση των τίτλων των δύο επίδικων ομολόγων, τους οποίους είχε στην κατοχή της. Μάλιστα, στη διάρκεια της δίκης αυτής δεν αποδείχθηκε ότι μετά το θέρος του έτους 2008 ήταν δυνατή η εκποίηση (ρευστοποίηση) των τίτλων των δύο επίδικων ομολόγων, τους οποίους είχε η ενάγουσα στην κατοχή της, και σε ποια τιμή ήταν δυνατό να επιτευχθεί η εκποίηση τους και αν η εκποίηση τους ήταν δυνατό να αποφέρει ένα αξιόλογο ποσό (λ.χ. το ήμισυ της ονομαστικής αξίας τους και όχι ένα πολύ μικρό ποσοστό αυτής). Ενόψει όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω και, επίσης, ενόψει όσων αναφέρθηκαν στο αιτιολογικό τούτης της απόφασης εκτενέστερα, στην επίδικη υπόθεση δεν μπορεί να καταλογιστεί συνυπαιτιότητα στην ενάγουσα (σε ποσοστό 95% ή σε άλλο, μικρότερο ποσοστό) ως προς τη ζημία που υπέστη, επειδή δεν πώλησε τα επίδικα ομόλογα, αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την πτώση της αγοραίας αξίας τους κατά το έτος 2008, εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής κρίσης, η οποία ξέσπασε στις Η.Π.Α. κατά το καλοκαίρι του ίδιου έτους, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ζήτημα αυτό, (με την αιτιολογία, η οποία αναφέρθηκε πιο πάνω εκτενώς), μολονότι χρησιμοποίησε διαφορετική αιτιολογία από την αιτιολογία τούτης της απόφασης, δεν έσφαλε (κατ' αποτέλεσμα) ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως παραπονούνται οι εναγόμενοι με τον ανωτέρω λόγο έφεσης, και το γεγονός αυτό πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη αυτού του λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου.
7.1.) Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει αυτός που αντίθετα προς το νόμο ζημίωσε άλλον υπαίτια, περιλαμβάνει τη διαφορά ανάμεσα στην περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος, όπως διαμορφώθηκε μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, και σε εκείνη, στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς, αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός αυτό ήταν πρόσφορο να παραγάγει την ωφέλεια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, (βλ. άρθρο 298 ΑΚ), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Όταν, επομένως, προκύπτει ωφέλεια από το ζημιογόνο γεγονός, επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση από τον εναγόμενο), να συνυπολογιστεί η ωφέλεια που προέκυψε, για να προσδιοριστεί η ζημία επακριβώς, εκτός αν ο συνυπολογισμός αυτός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατό να μη δικαιολογείται (από τις γενικές διατάξεις του δικαίου) στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία. Επίσης, είναι δυνατό να μην ανέχεται η καλή πίστη να αποβεί το κέρδος, το οποίο ανέκυψε από το ζημιογόνο γεγονός, σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (βλ. ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Ήδη έχει κριθεί (από τα δικαστήρια) ότι οι τόκοι, τους οποίους έλαβε ο ενάγων επενδυτής ως απόδοση των ομολογιών, είναι μεν κέρδος του, το οποίο προήλθε από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προήλθε από τη ζημία, την οποία υπέστη ο επενδυτής από την απώλεια του κεφαλαίου του, αλλά προήλθε από την παραχώρηση του κεφαλαίου του στην εκδότρια των τίτλων τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με όποιο τρόπο μπορούσε, και απέδωσε τους συμφωνημένους (με τους σχετικούς όρους έκδοσης των ομολογιών) καρπούς (τόκους) του κεφαλαίου στον επενδυτή. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στη ζημία και στην ωφέλεια, αφού η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική αιτία. Έτσι, ο ενάγων επενδυτής δικαιούται να κρατήσει το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. Άλλωστε, η απόδοση των τόκων, με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία του επενδυτή, θα αντέβαινε στις αρχές της καλής πίστης, η οποία δεν ανέχεται να αποβεί το κέρδος, (το οποίο προήλθε από το ζημιογόνο γεγονός), σε ωφέλεια του ζημιώσαντος, αφού ο επενδυτής έχει ήδη εισπράξει τους τόκους και με τον συνυπολογισμό τους (στη ζημία του) θα μειωνόταν κατά πολύ η αποζημίωση, την οποία δικαιούται για την απώλεια του κεφαλαίου του (βλ. ΑΠ 1350/2018, ΕφΑΘ 4870/2015).
7.2.) Με τον 7ο λόγο της ένδικης έφεσης, (ο οποίος αριθμείται ως Η' λόγος έφεσης), οι εναγόμενοι ισχυρίζονται και παραπονούνται, ως εκκαλούντες, ότι: «Η' λόγος έφεσης: Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και των αποδείξεων αναφορικά με την ένσταση συνυπολογισμού ζημίας-κέρδους, ένσταση συμψηφισμού. Η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε την προβληθείσα ένσταση συνυπολογισμού ζημίας-κέρδους, ένσταση συμψηφισμού, κρίνοντας αυτολεξεί ότι: «... Όμως ο ισχυρισμός των εναγόμενων, που επιχειρούν να θεμελιώσουν στα άρθρα 298 εδ. α' και 930 παρ. 3 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 440 επ. του ΑΚ, ως ένσταση συνυπολογισμού ζημίας-κέρδους και συμψηφισμού, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Και τούτο, διότι ο τόκος που έλαβε η ενάγουσα ως απόδοση των χρεογράφων, είναι μεν κέρδος από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην, όμως, το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από τη ζημία, που υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς στην ενάγουσα...», ωστόσο η εν λόγω αιτιολογία είναι εσφαλμένη, διότι το επενδυθέν από την εφεσίβλητη κεφάλαιο για την αγορά των επίδικων ομολογιακών τίτλων Aspis Finance Pic και Alpha Jersey Group Ltd δεν παραχωρήθηκε στην (εναγόμενη) Τράπεζα ούτε το εκμεταλλεύθηκε αυτή, αλλά παραχωρήθηκε από την αντίδικο προς τις εταιρείες που είχαν εκδώσει τους επίδικους ομολογιακούς τίτλους Alpha Jersey Group Ltd και Aspis Finance Plc, ήτοι η αντίδικος αγόρασε τους επίδικους ομολογιακούς τίτλους από τις ανωτέρω εταιρείες, οι οποίες της μεταβίβασαν την κυριότητα των επίδικων ομολογιακών τίτλων, περαιτέρω, η εκκαλούμενη αγνόησε τους ισχυρισμούς των εναγομένων, οι οποίοι προβλήθηκαν με την ένσταση συνυπολογισμού ζημίας-κέρδους και ένσταση συμψηφισμού, τους οποίους επαναφέρουν (οι εναγόμενοι) με την ένδικη έφεση και έχουν αυτολεξεί όπως αναφέρεται στην ένδικη έφεση (ως ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, ένσταση συμψηφισμού). Ειδικότερα, μετά την αγορά του επίδικου ομολογιακού τίτλου έκδοσης της Alpha Group Jersey Ltd, η αντίδικος έλαβε, σύμφωνα με την αναλυτική κατάσταση κινήσεων τα κάτωθι τοκομερίδια και το κάτωθι ποσό από την πώληση μέρους των ομολογιών του ανωτέρω έκδοτη: 07.03.2005: 1.218,89 ευρώ, 06.06.2005: 1.210,00 ευρώ, 05.09.2005: 1.204,49 ευρώ, 05.12.2005: 1.209,04 ευρώ, 07.03.2006: 1.309,47 ευρώ, 05.06.2006: 1.333,50 ευρώ, 05.09.2006: 1.429,58 ευρώ, 05.12.2006: 1.495,69 ευρώ, 05.03.2007: 1.492,75 ευρώ, 23.04.2007: Μετά από πώληση μέρους των ομολογιακών τίτλων του εν λόγω προϊόντος έλαβε ως τίμημα της πώλησης το ποσό των 54.605,99 ευρώ, 30.6.2007: 68,23 ευρώ, (η μείωση των τόκων οφείλεται στη μείωση των ομολογιακών τίτλων που κατείχε η ενάγουσα κατόπιν της από 23.4.2007 πώλησης), 05.09.2007: 779,01 ευρώ, 05.12.2007: 840,73 ευρώ, 05.03.2008: 851,88 ευρώ, 05.06.2008: 808,79 ευρώ, 05.09.2008: 864,11 ευρώ, 05.12.2008: 865, 64 ευρώ, 05.03.2009: 719,22 ευρώ, 05.06.2009: 511,63 ευρώ, 07.09.2009: 459,42 ευρώ, 07.12.2009: 593,46 ευρώ, 05.03.2010: 370,70 ευρώ, 07.06.2010: 388,24 ευρώ, 06.09.2010: 381,74 ευρώ, 06.12.2010: 401,99 ευρώ, 08.03.2011: 422,86 ευρώ, 06.06.2011: 428,85 ευρώ, 05.09.2011: 464,67 ευρώ, 05.12.2011: 476,95 ευρώ, 25.09.2013: 17.500 ευρώ, (υποχρεωτική, εξαγορά εκ μέρους της Άλφα Τράπεζας Α.Ε.). Σύνολο πιστώσεων από ίο εν λόγω προϊόν (ποσό τοκομεριδίων + πώληση μέρους των ομολογιακών τίτλων + ποσό από την υποχρεωτική εξαγορά): 94.030,57 ευρώ. Συνεπώς, το ποσό των 94.030,57 ευρώ δέον να συμψηφιστεί με το αξιούμενο από την αντίδικο ποσό αποζημίωσης για το επενδυτικό προϊόν έκδοσης της Alpha Group Jersey Ltd, ανερχόμενη στο ποσό των 32.500 ευρώ, και, εφόσον γίνει δεκτό το αίτημα συμψηφισμού, τότε οι εναγόμενοι δεν οφείλουν οιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα, άλλως, (οι εναγόμενοι) προτείνουν σε συμψηφισμό το ποσό των 39.424,58 ευρώ, το οποίο απορρέει από το συνολικό ποσό των τοκομεριδίων που έλαβε η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα κατοχής των ομολογιακών τίτλων του επενδυτικού προϊόντος Alpha Group Jersey Ltd, πλέον του ποσού, το οποίο έλαβε η αντίδικος ένεκα της υποχρεωτικής εξαγοράς των ομολογιών που είχε στην κατοχή της κατά την 20ή Ιουνίου 2013, (δηλαδή αφαιρείται το τίμημα της πώλησης που εισέπραξε η ενάγουσα στις 23 Απριλίου 2007 λόγω της πώλησης μέρους των ομολογιακών τίτλων που κατείχε), συνεπώς, το ποσό των 39.424,58 ευρώ δέον να συμψηφιστεί με το αξιούμενο από την ενάγουσα ποσό των 32.500 ευρώ, με αποτέλεσμα, αφού γίνει ο εν λόγω συμψηφισμός, να μην οφείλουν οι εναγόμενοι οιοδήποτε ποσό αποζημίωσης στην αντίδικο τους, και, όλως επικουρικά, δέον να συμψηφιστεί το συνολικό ποσό των τοκομεριδίων, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 21.924,58 ευρώ, (94.030,57 ευρώ -17.500 ευρώ - 54.605,99 ευρώ), με το αξιούμενο από την ενάγουσα ποσό των 32.500 ευρώ με αποτέλεσμα, αφού γίνει ο εν λόγω συμψηφισμός, το ποσό, το οποίο δικαιούται η ενάγουσα από τους εναγόμενους, είναι το ποσό των 10.575,42 ευρώ, (32.500 - 21.924,58 ευρώ). Αναφορικά με το επίδικο ομολογιακό τίτλο έκδοσης της Aspis Finance Plc, η αντίδικος άρχισε να λαμβάνει τα πρώτα ποσά των τοκομεριδίων αυτού του προϊόντος, τα οποία έχουν ως εξής, σύμφωνα με την αναλυτική κατάσταση κινήσεων χρηματικών υπολοίπων, ήτοι: 10.11.2005: 178,02 ευρώ, 10.02.2006: 186,04 ευρώ, 10.05.2006: 194.07 ευρώ, 10.08.2006: 215,48 ευρώ, 10.11.2006: 232,91 ευρώ, 12.02.2007: 231,57 ευρώ, 10.05.2007: 224,15 ευρώ, 10.08.2007: 248.08 ευρώ, 12.11.2007: 267,99 ευρώ, 11.02.2008: 269,77 ευρώ, 12.05.2008: 259,49 ευρώ, 11.08.2008: 282,33 ευρώ, 10.11.2008: 287,47 ευρώ, 10.02.2009: 273,33 ευρώ, 11.05.2009: 151,74 ευρώ, 10.08.2009: 121,81 ευρώ, 10.11.2009: 102,72 ευρώ, 10.02.2010: 95,04 ευρώ, 10.05.2010: 147,34 ευρώ, 10.08.2010: 153,04 ευρώ, 10.11.2010: 163,53 ευρώ, 10.02.2011: 170,20 ευρώ, 10.05.2011: 165,94 ευρώ, 10.08.2011: 187,17 ευρώ, 10.11.2011: 193,66 ευρώ. Σύνολο πιστώσεων από το εν λόγω προϊόν (ποσό τοκομεριδίων): 5.002,89 ευρώ. Συνεπώς, δέον να συμψηφιστεί το συνολικό ποσό των τοκομεριδίων, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 5.002,89 ευρώ, με το αξιούμενο από την ενάγουσα ποσό των 20.000 ευρώ αναφορικά με το επενδυτικό προϊόν Aspis Finance Plc, με αποτέλεσμα, αφού γίνει ο εν λόγω συμψηφισμός, το ποσό, το οποίο δικαιούται η ενάγουσα από τους εναγόμενους, ανέρχεται σε 14.997,11 ευρώ, (20.000 - 5.002,89 ευρώ), αλλά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την ανωτέρω ένσταση, διότι προέκυψε ότι από την επένδυση στα επίδικα ομόλογα η εφεσίβλητη αποκόμισε ως κέρδη τα ποσά των ληφθέντων τοκομεριδίων κατά το χρόνο διακράτησης των ομολογιακών τίτλων Alpha Jersey Group Ltd και Aspis Finance Plc, με εκταμιεύσεις για το μεν ομολογιακό προϊόν Alpha Jersey Group ltd, από 7 Μαρτίου 2005 μέχρι 25 Σεπτεμβρίου 2013, συνολικού ποσού 94.030,57 ευρώ και για το ομολογιακό προϊόν έκδοσης της Aspis Finance Plc, από 10.11.2005 μέχρι 10.11.2011, συνολικού ποσού 5.002,89 ευρώ. Τα συγκεκριμένα ποσά αποτελούν, ωφέλεια, η οποία δεν έχει αυτοτέλεια κτήσης σε σχέση με την ως άνω αποζημιωτική παροχή, αλλά απορρέει από τις επενδύσεις στα επίδικα ομολογιακά προϊόντα, ιδωμένη σφαιρικά, με αποτέλεσμα να υπόκειται σε συνυπολογισμό στην οικεία ζημία από την απώλεια του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τούτη (η ωφέλεια) να διαμορφώνεται για το Alpha Group Jersey Ltd στο ποσό των 39.424,58 ευρώ και για το Aspis Finance Plc στο ποσό των 5.002,89 ευρώ, άλλωστε, συνάγεται ότι, αν η αντίδικος δεν είχε επενδύσει το ως άνω απολεσθέν κεφάλαιο (των 52.500 €) στα επίδικα ομόλογα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, σύμφωνα με την οικεία κεντρική επενδυτική στρατηγική της, θα το είχε επενδύσει σε άλλα ομολογιακά προϊόντα και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ενώπιον του δικαστηρίου δεν άγεται ένα φυσικό πρόσωπο, το οποίο προέβη στην αγορά μόνο των δύο επίδικων επενδυτικών ομολογιακών προϊόντων, αλλά μιας σειράς επενδυτικών προϊόντων διάφορων εκδοτών (χρηματοοικονομικών οργανισμών και εταιρειών), όπως λ.χ. της European Investment Bank, της Agkrokor και της Egnatia Finance Plc, συνεπώς, η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε την ανωτέρω ένσταση και γι' αυτό το λόγο δέον να γίνει δεκτός ο παρών λόγος έφεσης.
7.3.) Ο ανωτέρω λόγος έφεσης αξιολογείται από το Δικαστήριο τούτο ως ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι οι τόκοι, τους οποίους έλαβε η ενάγουσα επενδύτρια ως απόδοση των επίδικων ομολόγων (Alpha Group Jersey Ltd, ποσού 50.000 ευρώ, και Aspis Finance Plc, ποσού 20.000 ευρώ), τα οποία είχε στην κατοχή της, όταν επήλθε η επίδικη ζημία της, είναι μεν κέρδος της, το οποίο προήλθε από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προήλθε από τη ζημία, την οποία υπέστη η ενάγουσα από την απώλεια του κεφαλαίου της, το οποίο διέθεσε για την αγορά των επίδικων ομολόγων, αλλά προήλθε από την παραχώρηση αυτού του κεφαλαίου της στην εκδότρια των τίτλων τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο τρόπο μπορούσε, και απέδωσε τους συμφωνημένους τόκους του κεφαλαίου στην ενάγουσα επενδύτρια. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στη ζημία, την οποία υπέστη η ενάγουσα από την απώλεια του επενδυμένου κεφαλαίου της, και στην ωφέλεια, την οποία αποκόμισε η ενάγουσα από την είσπραξη των συμφωνημένων τόκων, αφού η καθεμία από τις ανωτέρω συνέπειες, (δηλαδή η απώλεια του κεφαλαίου και η είσπραξη των τόκων), στηρίζεται σε διαφορετική αιτία. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται να κρατήσει τους τόκους που εισέπραξε από έκαστη εκδότρια των επίδικων ομολόγων. Αλλωστε, η απόδοση των τόκων αυτών, με τη μορφή του συνυπολογισμού τους στην επίδικη ζημία, την οποία υπέστη η ενάγουσα, θα αντέβαινε (στην επίδικη υπόθεση) στις αρχές της καλής πίστης, η οποία δεν ανέχεται να αποβεί το κέρδος, (το οποίο προήλθε από το ζημιογόνο γεγονός), προς όφελος του ζημιώσαντος. (Ως προς την ωφέλεια, την οποία αποκόμισε η ενάγουσα από τα επίδικα ζημιογόνα ομόλογα Alpha Group Jersey Ltd, ποσού 50.000 ευρώ, πρέπει να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις: α) Οι τόκοι, τους οποίους απέφεραν αυτά τα ομόλογα, (και όχι όλα τα ομόλογα Alpha Group Jersey Ltd, αξίας 100.000 ευρώ, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο αυτής της δίκης), ανέρχονται στα εξής ποσά: 07.03.2005: 1.218,89 ευρώ χ ½, 06.06.2005: 1.210,00 ευρώ χ 1/2 05.09.2005: 1.204,49 ευρώ χ ½, 05.12.2005: 1.209,04 ευρώ χ 1/2, 07.03.2006: 1.309,47 x ½,05.06.2006: 1.333,50 ευρώ χ 1/2, 05.09.2006: 1.429,58 x ½ 05.12.2006: 1.495,69 ευρώ χ 1/2, 05.03.2007: 1.492,75 ευρώ χ ½, 30.6.2007: 68,23 ευρώ, 05.09.2007: 779,01 ευρώ, 05.12.2007: 840,73 ευρώ, 05.03.2008: 851,88 ευρώ, 05.06.2008: 808,79 ευρώ, 05.09.2008: 864,11 ευρώ, 05.12.2008: 865,64 ευρώ, 05.03.2009: 719,22 ευρώ, 05.06.2009: 511,63 ευρώ, 07.09.2009: 459,42 ευρώ, 07.12.2009: 393,46 ευρώ, 05.03.2010: 370,70 ευρώ, 07.06.2010: 388,24 ευρώ, 06.09.2010: 381,74 ευρώ, 06.12.2010: 401,99 ευρώ, 08.03.2011: 422,86 ευρώ, 06.06.2011: 428,85 ευρώ, 05.09.2011: 464,67 ευρώ, 05.12.2011: 476,95 ευρώ, β) Το τίμημα, το οποίο εισέπραξε η ενάγουσα στις 23.04.2007, μετά την πώληση μέρους των ομολογιακών τίτλων του εν λόγω προϊόντος, αρχικής αξίας 100.000 ευρώ, ήτοι το ποσό των 54.605,99 ευρώ, δεν αποτελεί ωφέλεια της ενάγουσας, η οποία ανέκυψε από τα επίδικα ζημιογόνα ομόλογα, Alpha Group Jersey Ltd, αξίας 50.000 ευρώ, γ) Το τίμημα, ποσού 17.500 ευρώ, το οποίο εισέπραξε η ενάγουσα στις 25.09.2013 από την 1η εναγομένη μετά την εξαγορά των επίδικων ζημιογόνων ομολόγων Alpha Group Jersey Ltd, αξίας 50.000 ευρώ, εκ μέρους της 1ης εναγόμενης Τράπεζας, το αφαίρεσε ήδη η ενάγουσα (με την ένδικη αγωγή της) από την αξία των ζημιογόνων ομολόγων Alpha Group Jersey Ltd, ποσού 50.000 ευρώ, και δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί και δεύτερη φορά). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ζήτημα του συνυπολογισμού ζημίας και ωφέλειας, (με την αιτιολογία, η οποία αναφέρθηκε πιο πάνω), μολονότι χρησιμοποίησε διαφορετική (εν μέρει) αιτιολογία από την αιτιολογία τούτης της απόφασης, δεν έσφαλε (κατ' αποτέλεσμα) ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως παραπονούνται οι εναγόμενοι με τον ανωτέρω λόγο έφεσης, και το γεγονός αυτό πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη αυτού του λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου.
VI. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, το Δικαστήριο τούτο άγεται στα εξής συμπεράσματα: 1) Η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, αλλά να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη για όσους λόγους αναφέρθηκαν ανωτέρω λεπτομερώς, ήτοι (συνοπτικά) διότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν παρουσιάζει τις πλημμέλειες, οι οποίες αποδίδονται σε αυτή με τους λόγους της ένδικης έφεσης. 2) Το παράβολο έφεσης, το οποίο κατέθεσαν οι εναγόμενοι, ως εκκαλούντες, διαμέσου της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, κατά την κατάθεση της ένδικης έφεσης τους, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, αφού αποφασίστηκε η απόρριψη της ένδικης έφεσης, (βλ. άρθρο 495§3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την ισχύ του Ν. 4335/ 2015). 3) Ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τη διεξαγωγή τούτης της (δευτεροβάθμιας) δίκης πρέπει να επιβληθεί ισομερώς σε βάρος των εκκαλούντων, ως διαδίκων, οι οποίοι ηττήθηκαν σε τούτη τη δίκη. Το υπόλοιπο μέρος των δικαστικών εξόδων των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, διότι η σύμφωνη προς την κρίση του Δικαστηρίου ερμηνεία των νομικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν σε τούτη τη δίκη, υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής για τους εκκαλούντες, (βλ. άρθρα: 176, 179, 180§1, 183 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την ένδικη έφεση, (η οποία φέρει ημερομηνία 12.12.2018 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./13.12.2018 και στρέφεται εναντίον της οριστικής απόφασης τακτικής διαδικασίας με αριθμό 232/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων).
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το παράβολο έφεσης, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες κατά την κατάθεση της ένδικης έφεσης.
Επιβάλλει ισομερώς σε βάρος των εκκαλούντων, (ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» … και …), ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου τους, (…), για τη διεξαγωγή τούτης της (δευτεροβάθμιας) δίκης, το οποίο καθορίζεται στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Λάρισα, στις 12 Σεπτεμβρίου 2022.
Δημοσιεύτηκε στο ίδιο μέρος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 12 Σεπτεμβρίου 2022, από τη Διευθύνουσα το Εφετείο Λάρισας, Ευαγγελία Καρδάση, Πρόεδρο Εφετών, επειδή ο δικαστής που εξέδωσε την απόφαση μετατέθηκε σε άλλη δικαστική υπηρεσία.
Η ΔΙΕΥΘΥΝΟΥΣΑ ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ευαγγελία Καρδάση
Πρόεδρος Εφετών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου