Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

"Σκέψεις για το διαχρονικό δίκαιο στο πεδίο του σωφρονιστικού δικαίου" [Κώστας Κοσμάτος, Επίκ. Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ]

 


Ι. Όπως ήδη αναπτύχθηκε σε προηγούμενο σημείωμά μας [1], με τον Ν 4760/2020 τροποποιήθηκαν, επί το αυστηρότερο, οι προϋποθέσεις χορήγησης τακτικών αδειών των κρατουμένων που εκτίουν ποινές κάθειρξης άνω των 10 ετών.

Ενόψει των τροποποιήσεων αυτών, το ζήτημα που προκύπτει σήμερα στην πράξη είναι το καθεστώς που θα πρέπει να διέπει όσους ήταν ήδη (μέχρι τη θέσπιση του Ν 4760/2020) κρατούμενοι με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης άνω των 10 ετών. Η κατηγορία αυτή των κρατουμένων αριθμεί διαχρονικά τουλάχιστον το 40% επί του συνόλου των κρατουμένων στη χώρα μας. Σημειώνεται ότι ένα μεγάλο μέρος από την κατηγορία αυτή των κρατουμένων αυτών ήδη λάμβαναν τακτικές άδειες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55 ΣωφρΚ (πριν την τροποποίησή του με το Ν 4760/2020).

 

ΙΙ. Το παραπάνω ζήτημα δεν προκύπτει για πρώτη φορά στη χώρα μας. Χρήσιμο είναι να υπενθυμίσουμε ότι ανάλογη αυστηροποίηση των προϋποθέσεων για την χορήγηση τακτικής άδειας έχει προβλεφθεί και στο παρελθόν και ειδικότερα:

 

α) Σε περιπτώσεις καταδίκων για διακίνηση ναρκωτικών, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης, με πρόβλεψη για πραγματική έκτιση των δύο πέμπτων της ποινής ή είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών σε ισόβια κάθειρξη, με πρόβλεψη για πραγματική έκτιση τουλάχιστον δέκα ετών (με το άρθρο 2 Ν 2943/2001, ΦΕΚ Α’ 203). Η παραπάνω διαφοροποίηση, ωστόσο, περιορίστηκε στις περιπτώσεις της κάθειρξης, η οποία επιβλήθηκε για εγκλήματα που προβλέπονται μόνο στις επιβαρυντικές περιστάσεις των άρθρων 23 και 23Α του νόμου περί ναρκωτικών - Ν 3459/2006 (με το άρθρο  21 Ν 3727/2008, ΦΕΚ Α’ 257).

 

β) Σε περιπτώσεις καταδίκων για θανατηφόρα ληστεία (άρθρο 380 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα), με πρόβλεψη για πραγματική έκτιση των δύο πέμπτων της ποινής  (άρθρο 77 Ν 4139/2013). Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή είναι ακόμα σε ισχύ.

 

γ) Σε περιπτώσεις καταδίκων για τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135Α, 138, 187Α, 299, 380 παρ. 2 και 385 παρ. 1 περ. α΄ ΠΚ, εφόσον τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, με πρόβλεψη για χορήγηση τακτικής άδειας δύο έτη πριν τη συμπλήρωση είκοσι ετών πραγματικής έκτισης της ποινής, προκειμένου για ποινή ισόβιας κάθειρξης, και των 3/5 πραγματικής έκτισης της ποινής, προκειμένου για ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης (άρθρο 1 παρ. 12 Ν 4274/2014, ΦΕΚ Α’ 147). Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν 4322/2015 (ΦΕΚ Α’ 42).

 

III. Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει ασχοληθεί με το ζήτημα του διαχρονικού δικαίου που προέκυπτε από τις παραπάνω νομοθετικές μεταβολές στο πεδίο των αδειών των κρατουμένων. Ειδικότερα:

 

α) Αρχικά, με τις τροποποιήσεις του Ν 2943/2001, η  ΓνωμΕισΑΠ 5/2001 (Δ. Κατσιρέας) δέχθηκε ότι «οι προβλέπουσες την χορήγηση αδειών στους κρατούμενους διατάξεις των άρθρων 54 επ. του Σωφρονιστικού Κώδικα δεν αφορούν θέματα ουσιαστικού ποινικού δικαίου, αλλά ρυθμίζουν ζητήματα διοικήσεως των φυλακών, σχετικά με τη διαβίωση των κρατουμένων, αποσκοπούσες, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του έβδομου κεφαλαίου (άρθρο 51 επ.) του Σωφρονιστικού Κώδικα, στην επικοινωνία των κρατουμένων με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον». Ως εκ τούτου, οι διατάξεις για τις άδειες των κρατουμένων δεν υπάγονται στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ώστε να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 2 ΠΚ. Σημειώνεται ότι η τελική λύση για το ζήτημα δόθηκε νομοθετικά, με το άρθρο 14 παρ. 2 Ν 2993/2002, με το οποίο ορίστηκε ότι οι διατάξεις του Ν 2943/2001 εφαρμόζονται μόνο για πράξεις που τελέστηκαν μετά την έναρξη ισχύος του (12.9.2001).

 

β) Ακριβώς αντίθετη με την παραπάνω προσέγγιση είχε η ΓνωμοδΕισΑΠ 6/2013 (Γ. Παντελής), ενόψει της νομοθετικής μεταβολής του Ν 4139/2013 ( για το αδίκημα της θανατηφόρας ληστείας), στην οποία σημειώνεται ότι «και μετά την τροποποίηση του άρ. 55 Ν. 2776/1999 με το άρ. 77 Ν. 4139/2013, έχουν εφαρμογή οι ευμενέστερες για τους κρατούμενους διατάξεις, δηλαδή οι κρατούμενοι στους οποίους χορηγούντο άδειες εφ` όσον είχαν εκτίσει το 1/5 της ποινής τους, θα συνεχίσουν να παίρνουν με το ίδιο καθεστώς και μετά τον ισχύ του Ν. 4139/2013». Η θέση που εκφράστηκε στην εν λόγω Γνωμοδότηση, παρότι δεν έγινε ρητή μνεία ούτε στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την αναδρομική εφαρμογή δυσμενέστερης διάταξης, ούτε όμως και στο άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, το οποίο επιβάλλει τη σε κάθε περίπτωση εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου, υιοθέτησε την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων προκειμένου να οδηγηθεί στην κρίση περί εφαρμογής της προϊσχύουσας επιεικέστερης για τον κρατούμενο διάταξης.

 

γ) Για την παρούσα τροποποίηση του Ν 4760/2020 εκδόθηκε η ΓνωμΕισΑΠ 8/2021 (Λ. Σοφουλάκης), με την οποία υποστηρίζεται ότι «δεν υπάρχει έδαφος νομικής σκέψης περί εφαρμογής ευμενέστερων διατάξεων βάσει της γενικής αρχής του άρθρου 2 παρ. 1-2 ΠΚ, δεδομένου ότι οι θεσπιζόμενοι σωφρονιστικού και λοιποί ρυθμιστικού χαρακτήρα κανόνες διαβίωσης των κρατουμένων, ως και αυτές που πραγματεύονται τα περί χορήγησης άδειας τούτων, δεν συνιστούν επ’ ουδενί ουσιαστικούς ποινικούς νόμους, κατά την έννοια του άρθρου 1 ΠΚ, για να μπορεί να γίνει λόγος περί υπαγωγής αυτών στην άνω έννοια του άρθρου 2 παρ. 1-2 ΠΚ».

 

ΙV. Προκειμένου λοιπόν να απαντηθούν τα αναφύοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου, βασική προϋπόθεση αποτελεί ο προσδιορισμός της φύσης του θεσμού των αδειών των κρατουμένων. Για την ουσιαστική απάντηση του ερωτήματος αυτού θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τα εξής:

 

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

ΜονΕφΛαρίσης 387/2022 : "Ευθύνη τραπεζών από πλημμελείς επενδυτικές υπηρεσίες - Εταιρίες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών - Ευθύνη προστήσαντος - Ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας (perpetual bonds) - Προστασία καταναλωτή - Υποχρέωση ενημέρωσης - Αδικοπραξία - Παραγραφή αξιώσεων"

 


Προϋποθέσεις ευθύνης του προστήσαντος για τη ζημία που προκάλεσε ο προστηθείς σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Παράβαση αρχών του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ. Προστασία καταναλωτή. Ευθύνη παρέχοντος υπηρεσίες. Υποχρέωση οποιουδήποτε προμηθευτή για ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου καταναλωτή. Προστασία αποδεκτών των επενδυτικών υπηρεσιών. Σύμβαση εντολής. Λειτουργία δομημένων ομολόγων. Τα ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους. Ευθύνη τράπεζας και ΕΠΕΥ. Παραβίαση της κύριας υποχρέωσής της κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τους αδαείς επενδυτές η οποία συνίσταται στην παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών προς τους επενδυτές ώστε η ενημέρωση αυτών ως καταναλωτών να γίνεται με τρόπο κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια. Κάθε τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την ιδιαίτερη κατάσταση κ.λπ. του κάθε επενδυτή. Αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Υποχρέωση των εναγομένων τράπεζας, ΕΠΕΥ και προστηθέντων υπαλλήλων τους, να καταβάλουν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση στην ενάγουσα επενδύτρια προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της και της ηθικής της βλάβης. Πενταετής παραγραφή αξιώσεως του παθόντος αφότου αυτός έλαβε γνώση για τη ζημία και για τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Γνώση εκ μέρους του παθόντος ως προς το πρόσωπο του προστήσαντος.

Αριθμός 387/2022

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

Συγκροτήθηκε από τον δικαστή Περικλή Αλεξίου, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Λάρισας, και από τη γραμματέα Αλεξάνδρα Μπουραδάμου, Δικαστική υπάλληλο.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 08.11.2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων - εναγομένων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σταδίου αριθμός 40, φέρει Α.Φ.Μ. …, και εκπροσωπείται νόμιμα. 2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός Καρνεάδου αριθμός 25-29, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου (μετά από συγχώνευση με απορρόφηση) της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», ΑΦΜ …., 3) …, τραπεζικού υπαλλήλου, κατοίκου Λάρισας, οδός …., Α.Φ.Μ. …. Δ.Ο.Υ. Β' Λάρισας, 4) …, τραπεζικού υπαλλήλου, κατοίκου Σουτραλί Αγριας Βόλου, οδός …, ΑΦΜ …. Οι ανωτέρω διάδικοι παραστάθηκαν στη δίκη δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους ΖΠ, δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

Της εφεσίβλητης - ενάγουσας: …, αγρότισσας, κατοίκου Οιχαλίας Τρικάλων, Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. Τρικάλων. Η ανωτέρω διάδικος παραστάθηκε στη δίκη δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της ΑΤ, δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Τρικάλων, ο οποίος κατέθεσε δήλωση του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις.

Η ήδη εφεσίβλητη, …., κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων την από 30.01.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΤΜ…./30.01.2018 αγωγή αποζημίωσης εναντίον των αντιδίκων της, (ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο "ALPHA ΒΑΝΚ», ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» και το διακριτικό τίτλο "ALPHA ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ.», ως καθολικής διαδόχου μετά από συγχώνευση με απορρόφηση της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», ...), και ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ως προς την αγωγή αυτή, η οποία εκδικάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στη δικάσιμο της 19.09.2018, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η οριστική απόφαση τακτικής διαδικασίας με αριθμό 232/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή εν μέρει. Την απόφαση εκείνη εκκάλεσαν οι εναγόμενοι, ως διάδικοι, οι οποίοι ηττήθηκαν εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, με την ένδικη έφεση τους, (η οποία φέρει ημερομηνία 12.12.2018 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./13.12.2018), για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος η 08.11.2019, (με φροντίδα της πληρεξούσιας δικηγόρου των εκκαλούντων και με την υπ' αριθμόν …/07.01.2019 πράξη ορισμού δικασίμου της Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας).

Πριν από τη διεξαγωγή τούτης της δίκης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου (τούτου) δήλωση του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ και ζήτησε να εκδικαστεί η επίδικη υπόθεση, χωρίς να παραστεί αυτός κατά την εκφώνηση της. Στη διάρκεια της δίκης τούτης παραστάθηκαν οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου όπως εκτέθηκε ανωτέρω, έλαβαν χώρα όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με τούτη την απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

I. Η ένδικη έφεση με ημερομηνία 12.12.2018 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/13.12.2018, την οποία άσκησαν οι εναγόμενοι, (ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ.», ως καθολική διάδοχος μετά από συγχώνευση με απορρόφηση της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», ……..), ως διάδικοι που ηττήθηκαν εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη μετά την εν μέρει παραδοχή της ένδικης αγωγής της αντιδίκου τους, εναντίον της οριστικής απόφασης τακτικής διαδικασίας με αριθμό 232/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, μέσα στην προθεσμία των τριάντα ημερών από την ημέρα (14.11.2018), οπότε επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση στην πληρεξούσια δικηγόρο και νόμιμη αντίκλητο των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, Νίκη Παπαγεωργίου,   δικηγόρο του Δ.Σ. Τρικάλων, με παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου της αντιδίκου τους, η οποία λαμβάνεται υπόψη στην επίδικη υπόθεση ως προθεσμία της έφεσης, αφού επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία περατώθηκε η πρωτοβάθμια δίκη οριστικά, (βλ. άρθρο 51 S§ 1 ΚΠολΔ και την έκθεση επίδοσης με αριθμό …/ 14.11.2018 του δικαστικού επιμελητή Τρικάλων …), και φέρεται νόμιμα προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, υλικά και τοπικά αρμοδίου για την εκδίκαση της, (βλ. άρθρα 19, 495 § 1, 513 § 1, 516 § 1, 517 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του άρθρου του 19 από το άρθρο 4§2 Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό προς το άρθρο 72§§4-13 Ν. 3994/2011). Επίσης, κατά την κατάθεση της ένδικης έφεσης, η οποία διενεργήθηκε στις 13.12.2018, οι εκκαλούντες, διαμέσου της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, κατέθεσαν το νόμιμο παράβολο έφεσης. Επομένως, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς την παραδεκτή υποβολή και βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, (βλ. άρθρο 533 ΚΠολΔ), μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της, (βλ. άρθρο 522 ΚΠολΔ).

II. 1. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για να υπάρξει παρανομία, δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί να αντιβαίνει η συμπεριφορά στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, η οποία επιβάλλεται στο πλαίσιο της συναλλακτικής και, γενικότερα, της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης και απορρέουσας από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρέωσης για λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας, ώστε να αποφεύγεται η πρόκληση ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας, συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς προφύλαξη του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και προς αποτροπή του ζημιογόνου  αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, η οποία απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μία ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει, συγχρόνως, και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ' εαυτή θα ήταν παράνομη, ακόμη και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή στο γενικό καθήκον να μην προκαλεί κάποιος ζημία σε άλλον υπαίτια (βλ. ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα, (βλ. ΟλομΑΠ 18/2004). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 719/2012). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχτηκε, κυριαρχικά, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, διότι είναι κρίση νομική, η οποία ανάγεται στην ορθή ή μη υπαγωγή των διδαγμάτων της κοινής πείρας από το δικαστήριο της ουσίας στην αόριστη νομική έννοια , της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ. Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, αφορά τα πραγματικά περιστατικά και δεν ελέγχεται αναιρετικά, (βλ. ΟλομΑΠ 2/2019, ΑΠ 1228/2019).

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

ΜΠρΑθ 7152/2022 : Πλειστηριασμός. Ακύρωση πράξης δήλωσης και δήλωσης συνέχισης αναγκαστικής κατάσχεσης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων. Ακύρωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Εξουσία κατ' εξαίρεση νομιμοποίησης μη δικαιούχου διαδίκου δεν απονέμεται στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν με τον ν. 3156/2003. Διαφορετικά νομικά πλαίσια ν. 3156/2013 και ν. 4354/2015.

 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης: 7152/2022

Γενικός αριθμός κατάθεσης ανακοπής: ./2022

Ειδικός αριθμός κατάθεσης ανακοπής: ./2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΉΘΗΚΕ από το Δικαστή Μιχαήλ Φίλιππα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε μετά από κλήρωση που έγινε σύμφωνα με το ν. 3327/2005, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 27η Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: ... με Α.Φ.Μ. ... κατοίκου Αθηνών, οδ. ..., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Ε Κ με A.M. ...... του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», νόμιμα εκπροσωπούμενης, με Α.Φ.Μ. . και έδρα στην Αθήνα, Λεωφ. Μεσογείων αρ. 109, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», με έδρα το Δουβλίνο της Ιρλανδίας, 3 George's Dock, EFSC, 4ος όροφος, Dublin 1, της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», η οποία (καθ' ης η ανακοπή) παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου Δικηγόρου της ΠΣ με A.M. ........του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-10-2022 ανακοπή της, που κατατέθηκε την 21-10-2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της από το οικείο έκθεμα, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκου ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ανακύπτουσα ιστορεί στην υπό κρίση ανακοπή της ότι η καθ' ης η ανακοπή εταιρεία, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», επέσπευσε σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο ιδιοκτησία τη, και προσδιορίστηκε πλειστηριασμός για την 6-7-2022, ο οποίος ματαιώθηκε. Και ότι κατόπιν τούτου η καθ' ης προέβη σε δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού και όρισε ημερομηνία αυτού την 4-11-2022. Με βάση τα ανωτέρω ζητεί, για τους λόγους που ανάφερα στο δικόγραφο της ανακοπής της, να ακυρωθεί η υπ' αρ. ./30-9-2022 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αθηνών . και να καταδικαστεί η καθ' ης στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα η ανακοπή αυτή παραδεκτά κατατέθηκε και εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδίου (άρθρα 973 παρ. 1, 3, 6 ΚΠολΔ), για να δικασθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ. ΚΠολΔ), ασκηθείσα εμπροθέσμως, αφού η προσβαλλόμενη δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού αναρτήθηκε στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του ΕΦΚΑ την 3-10-2022 και δεν παρήλθαν οι 30 ημέρες της προθεσμίας της παρ. 6 του άρθρου 973 ΚΠολΔ μέχρι την έγερση της ανακοπής, η οποία περαιτέρω είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 973 παρ. 6 και 176 ΚΠολΔ και επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, τη νομική και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Κατά το άρθρο 919 ΚΠολΔ, τα πρόσωπα που μπορούν να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση είναι, εφόσον πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις αποφάσεις, τα πρόσωπα που δεσμεύονται από το δεδικασμένο, κατά τα άρθρα 325 - 329 ΚΙΊολΔ, και στις λοιπές περιπτώσεις οι δικαιούχοι που αναφέρονται στον εκτελεστό τίτλο, τα πρόσωπα των άρθρων 325 - 327 ΚΠολΔ και αυτοί που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου. Δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 325 περ. 1 ΚΠολΔ το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά των διαδίκων, καθίσταται σαφές ότι, αφού δεσμεύονται από το δεδικασμένο, αναγκαστική εκτέλεση μπορούν να επισπεύσουν και οι λεγόμενοι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι, ήτοι αυτοί που, χωρίς να είναι οι ίδιοι φορείς της αξίωσης δεν διεξάγουν τη δίκη απλώς αντιπροσωπεύοντας το δικαιούχο (οπότε δεσμεύεται μόνο ο αντιπροσωπευόμενος) αλλά στο δικό τους όνομα για λογαριασμό του, όπως ο σύνδικος της πτώχευσης, ο πλαγιαστικώς ενάγων, ο εκκαθαριστής της κληρονομιάς κλπ. Περαιτέρω, δικαίωμα να προβεί σε δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού κατ5 άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ έχει ο ίδιος ο επισπεύδων την αναγκαστική εκτέλεση ή άλλως κατά την παρ. 2 κάθε δανειστής που έχει απαίτηση στηριζόμενη σε εκτελεστό τίτλο. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι  η   μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξά του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνου, ομολογιών οποιοσδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγωγών χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την § 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο - ανώνυμη εταιρία - με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (§5). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μία άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των ευ λόγοι απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης κατά τα ανωτέρω επέρχεται η μεταβίβαση των τυποποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν 2841/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της § 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της § 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 - ΦΕΚ Β' 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 - ΦΕΚ 4944/09-11-2020 - απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείου. Συνοπτικά, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλόμενων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΚ), η §14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: «Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβαση τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή». Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Κατά την άποψη που το παρών Δικαστήριο θεωρεί ορθή, ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομα του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες.