Ι. Όπως ήδη αναπτύχθηκε σε
προηγούμενο σημείωμά μας [1], με τον Ν 4760/2020 τροποποιήθηκαν, επί το
αυστηρότερο, οι προϋποθέσεις χορήγησης τακτικών αδειών των κρατουμένων που
εκτίουν ποινές κάθειρξης άνω των 10 ετών.
Ενόψει των τροποποιήσεων αυτών, το ζήτημα που προκύπτει σήμερα στην πράξη είναι το καθεστώς που θα πρέπει να διέπει όσους ήταν ήδη (μέχρι τη θέσπιση του Ν 4760/2020) κρατούμενοι με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης άνω των 10 ετών. Η κατηγορία αυτή των κρατουμένων αριθμεί διαχρονικά τουλάχιστον το 40% επί του συνόλου των κρατουμένων στη χώρα μας. Σημειώνεται ότι ένα μεγάλο μέρος από την κατηγορία αυτή των κρατουμένων αυτών ήδη λάμβαναν τακτικές άδειες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55 ΣωφρΚ (πριν την τροποποίησή του με το Ν 4760/2020).
ΙΙ. Το παραπάνω ζήτημα δεν
προκύπτει για πρώτη φορά στη χώρα μας. Χρήσιμο είναι να υπενθυμίσουμε ότι
ανάλογη αυστηροποίηση των προϋποθέσεων για την χορήγηση τακτικής άδειας έχει
προβλεφθεί και στο παρελθόν και ειδικότερα:
α) Σε περιπτώσεις καταδίκων για
διακίνηση ναρκωτικών, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ποινές πρόσκαιρης
κάθειρξης, με πρόβλεψη για πραγματική έκτιση των δύο πέμπτων της ποινής ή είχαν
καταδικαστεί για εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών σε ισόβια κάθειρξη, με πρόβλεψη
για πραγματική έκτιση τουλάχιστον δέκα ετών (με το άρθρο 2 Ν 2943/2001, ΦΕΚ Α’
203). Η παραπάνω διαφοροποίηση, ωστόσο, περιορίστηκε στις περιπτώσεις της
κάθειρξης, η οποία επιβλήθηκε για εγκλήματα που προβλέπονται μόνο στις
επιβαρυντικές περιστάσεις των άρθρων 23 και 23Α του νόμου περί ναρκωτικών - Ν
3459/2006 (με το άρθρο 21 Ν 3727/2008,
ΦΕΚ Α’ 257).
β) Σε περιπτώσεις καταδίκων για
θανατηφόρα ληστεία (άρθρο 380 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα), με πρόβλεψη για
πραγματική έκτιση των δύο πέμπτων της ποινής
(άρθρο 77 Ν 4139/2013). Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή είναι ακόμα σε
ισχύ.
γ) Σε περιπτώσεις καταδίκων για
τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135Α, 138, 187Α, 299, 380 παρ. 2 και 385 παρ.
1 περ. α΄ ΠΚ, εφόσον τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, με πρόβλεψη
για χορήγηση τακτικής άδειας δύο έτη πριν τη συμπλήρωση είκοσι ετών πραγματικής
έκτισης της ποινής, προκειμένου για ποινή ισόβιας κάθειρξης, και των 3/5
πραγματικής έκτισης της ποινής, προκειμένου για ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης
(άρθρο 1 παρ. 12 Ν 4274/2014, ΦΕΚ Α’ 147). Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με το
άρθρο 1 παρ. 1 Ν 4322/2015 (ΦΕΚ Α’ 42).
III. Η Εισαγγελία του Αρείου
Πάγου έχει ασχοληθεί με το ζήτημα του διαχρονικού δικαίου που προέκυπτε από τις
παραπάνω νομοθετικές μεταβολές στο πεδίο των αδειών των κρατουμένων.
Ειδικότερα:
α) Αρχικά, με τις τροποποιήσεις
του Ν 2943/2001, η ΓνωμΕισΑΠ 5/2001 (Δ.
Κατσιρέας) δέχθηκε ότι «οι προβλέπουσες την χορήγηση αδειών στους κρατούμενους
διατάξεις των άρθρων 54 επ. του Σωφρονιστικού Κώδικα δεν αφορούν θέματα
ουσιαστικού ποινικού δικαίου, αλλά ρυθμίζουν ζητήματα διοικήσεως των φυλακών,
σχετικά με τη διαβίωση των κρατουμένων, αποσκοπούσες, όπως προκύπτει και από
τον τίτλο του έβδομου κεφαλαίου (άρθρο 51 επ.) του Σωφρονιστικού Κώδικα, στην
επικοινωνία των κρατουμένων με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον». Ως εκ τούτου,
οι διατάξεις για τις άδειες των κρατουμένων δεν υπάγονται στο πεδίο του
ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ώστε να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 2 ΠΚ.
Σημειώνεται ότι η τελική λύση για το ζήτημα δόθηκε νομοθετικά, με το άρθρο 14
παρ. 2 Ν 2993/2002, με το οποίο ορίστηκε ότι οι διατάξεις του Ν 2943/2001
εφαρμόζονται μόνο για πράξεις που τελέστηκαν μετά την έναρξη ισχύος του
(12.9.2001).
β) Ακριβώς αντίθετη με την
παραπάνω προσέγγιση είχε η ΓνωμοδΕισΑΠ 6/2013 (Γ. Παντελής), ενόψει της
νομοθετικής μεταβολής του Ν 4139/2013 ( για το αδίκημα της θανατηφόρας
ληστείας), στην οποία σημειώνεται ότι «και μετά την τροποποίηση του άρ. 55 Ν.
2776/1999 με το άρ. 77 Ν. 4139/2013, έχουν εφαρμογή οι ευμενέστερες για τους
κρατούμενους διατάξεις, δηλαδή οι κρατούμενοι στους οποίους χορηγούντο άδειες
εφ` όσον είχαν εκτίσει το 1/5 της ποινής τους, θα συνεχίσουν να παίρνουν με το
ίδιο καθεστώς και μετά τον ισχύ του Ν. 4139/2013». Η θέση που εκφράστηκε στην
εν λόγω Γνωμοδότηση, παρότι δεν έγινε ρητή μνεία ούτε στο άρθρο 7 παρ. 1 του
Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την αναδρομική εφαρμογή δυσμενέστερης
διάταξης, ούτε όμως και στο άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, το οποίο επιβάλλει τη σε κάθε
περίπτωση εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου, υιοθέτησε την εφαρμογή των ανωτέρω
διατάξεων προκειμένου να οδηγηθεί στην κρίση περί εφαρμογής της προϊσχύουσας
επιεικέστερης για τον κρατούμενο διάταξης.
γ) Για την παρούσα τροποποίηση
του Ν 4760/2020 εκδόθηκε η ΓνωμΕισΑΠ 8/2021 (Λ. Σοφουλάκης), με την οποία
υποστηρίζεται ότι «δεν υπάρχει έδαφος νομικής σκέψης περί εφαρμογής
ευμενέστερων διατάξεων βάσει της γενικής αρχής του άρθρου 2 παρ. 1-2 ΠΚ,
δεδομένου ότι οι θεσπιζόμενοι σωφρονιστικού και λοιποί ρυθμιστικού χαρακτήρα
κανόνες διαβίωσης των κρατουμένων, ως και αυτές που πραγματεύονται τα περί
χορήγησης άδειας τούτων, δεν συνιστούν επ’ ουδενί ουσιαστικούς ποινικούς
νόμους, κατά την έννοια του άρθρου 1 ΠΚ, για να μπορεί να γίνει λόγος περί
υπαγωγής αυτών στην άνω έννοια του άρθρου 2 παρ. 1-2 ΠΚ».
ΙV. Προκειμένου λοιπόν να
απαντηθούν τα αναφύοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου, βασική προϋπόθεση
αποτελεί ο προσδιορισμός της φύσης του θεσμού των αδειών των κρατουμένων. Για
την ουσιαστική απάντηση του ερωτήματος αυτού θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τα
εξής: