ΔιοικΠρωτΑΘ 3684/22 : ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ - ΕΛ.ΑΣ - ΑΠΟΔΟΧΕΣ- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ - Ν.3845/10, 4093/12, 4472/17. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣτΕ. ΑΓΩΓΗ. Με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες, στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Δημοσίου να καταβάλει επίδομα Χριστουγέννων έτους 2016 και επιδόματα εορτών και άδειας ετών 2017 και 2018, όπως αυτά είχαν καθοριστεί με τις διατάξεις του ν. 3845/2010 και τα οποία καταργήθηκαν με το Ν. 4093/2012. Έχει ήδη κριθεί ότι η διάταξη της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα άδειας, δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων και συνεπώς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, ούτε και την Ε.Σ.Δ.Α. Απορριπτέα η αγωγή καθ’ ο μέρος ασκείται ως ευθεία ως νόμω αβάσιμη, αλλά και ως προς την επικουρική της βάση που ερείδεται στο άρθρο 155 του ν. 4472/2017 περί προσωπικής διαφοράς, διότι στις 31.12.2016 τα επιδόματα ήταν ήδη καταργημένα, δυνάμει της διάταξης του ν. 4093/2012.
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 33ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ Α3684/2022
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2022, με δικαστή τον Δημήτριο Παυλόπουλο, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα τη Γιασεμή Δουκέλη, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 13.12.2018,
των: 1. ..., 48. ...., οι οποίοι παρέστησαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), του δικηγόρου ΧΜ
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), του Δικαστικού Πληρεξούσιου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ΑΠ.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφτηκε κατά τον νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες, στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.), ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 2.500 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο επίδομα Χριστουγέννων έτους 2016 και στα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και άδειας ετών 2017 και 2018, όπως αυτά είχαν καθοριστεί με τις διατάξεις του ν. 3845/2010 (Α’ 65), και τα οποία, κατά παράβαση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων και αρχών, καταργήθηκαν με τη διάταξη της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) και παρέμειναν καταργημένα με βάση τις διατάξεις του ν. 4472/2017 (Α’ 74). Το ανωτέρω ποσό ζητείται από τους ενάγοντες ευθέως, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω ν. 3845/2010, άλλως, ως προσωπική διαφορά, σύμφωνα με το άρθρο 155 του ως άνω ν. 4472/2017, άλλως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα [(ΕισΝΑΚ) π.δ. 456/1984 (Α’ 164)], άλλως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
2. Επειδή, το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής υπογράφεται μόνο από τον δικηγόρο ...., στον οποίο επιδόθηκε νομίμως κλήση για τη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο της 19.1.2022 (βλ. το από 3.9.2021 αποδεικτικό επίδοσης κλήσης της επιμελήτριας δικαστηρίων ....). Κατά τη συζήτηση όμως της υπόθεσης στη δικάσιμο αυτή, ο 13ος ενάγων (...) δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως προκειμένου να εγκρίνει με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο την άσκηση της αγωγής (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 19.1.2022), ούτε, εξάλλου, προσκομίστηκαν από αυτόν στο Δικαστήριο νομιμοποιητικά στοιχεία (συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής) από τα οποία να προκύπτει η παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας προς τον ως άνω δικηγόρο, ο οποίος υπογράφει την αγωγή και κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97), Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), για την παράσταση των εναγόντων στην ανωτέρω δικάσιμο. Κατόπιν αυτού, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς 13ο ενάγοντα ως απαράδεκτη, κατά το άρθρο 28 παρ. 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 30 παρ. 1, 2 και 3 του Κ.Δ.Δ., ελλείψει νομιμοποίησης του ως άνω δικηγόρου. Οι δε λοιποί ενάγοντες, οι οποίοι νομιμοποίησαν τον εν λόγω δικηγόρο με ιδιωτικά έγγραφα, που φέρουν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής τους από δημόσια αρχή, ομοδικούν παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 115 του Κ.Δ.Δ., καθώς οι απαιτήσεις τους ερείδονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, νομική και πραγματική βάση.
3. Επειδή, παροχές επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα χορηγήθηκαν αρχικώς στον ιδιωτικό τομέα από τους εργοδότες, οικειοθελώς και ως έθιμο, σε είδος ή σε χρήμα (εξ ου και η ονομασία «δώρα»), στη συνέχεια με επαναλαμβανόμενες, κατ’ έτος, υπουργικές αποφάσεις και μετά το ν.δ. 3239/1955 (Α’ 125) με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις. Στο Δημόσιο, τα επιδόματα εορτών αναγνωρίσθηκαν υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων με τον α.ν. 1502/1950 (Α’ 216), στο άρθρο 9 παρ. 1 του οποίου οριζόταν ότι «εις τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους και υπηρέτας, τους στρατιωτικούς και τα όργανα ασφαλείας παρέχεται: α) ο μισθός ενός μηνός επί ταις εορταίς των Χριστουγέννων. β) ο μισθός ενός δεκαπενθημέρου επί ταις εορταίς του Πάσχα». Με το άρθρο 74 παρ. 1 του ν. 1811/1951 (Α’ 141) επαναλήφθηκε η ως άνω παρ. 1 του άρθρου 9 του α.ν. 1502/1950, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου καθιερώθηκε και το επίδομα άδειας, με τη χορήγηση κανονικής άδειας ή την έναρξη των θερινών διακοπών. Αντίστοιχες ρυθμίσεις περιέλαβε το ν.δ. 4548/1966 (Α’ 188), ο Υπαλληλικός Κώδικας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 611/1977, Α’ 198) και ο ν. 1505/1984 περί του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης (Α’ 194), ενώ, χορήγηση των ως άνω επιδομάτων εορτών και άδειας, προβλέφθηκε και στον ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης» (Α’ 40). Ειδικά όσον αφορά τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, η χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων προβλέφθηκε στο άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 1643/1986 (Α’ 126), με τον οποίο καθορίσθηκε το μισθολογικό καθεστώς των στελεχών αυτών, και, ακολούθως, με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2448/1996 (Α’ 279), ο οποίος επέφερε αλλαγές στο μισθολόγιό τους. Σε συνέχεια των ανωτέρω ρυθμίσεων, με τον ν. 3205/2003 (Α’ 297), περί του μισθολογίου των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ο.Τ.Α. και των μόνιμων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, επίσης, προβλέφθηκε, η χορήγηση επιδομάτων εορτών και άδειας. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 9 του εν λόγω νόμου το επίδομα Χριστουγέννων καθορίσθηκε ίσο με τον μηνιαίο βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου του υπαλλήλου, τα δε επιδόματα Πάσχα και άδειας καθορίσθηκαν, καθένα εξ αυτών, ίσα προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού του εκάστοτε μισθολογικού κλιμακίου του υπαλλήλου. Αντίστοιχη ρύθμιση υπήρξε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 51 παρ. Β5 του νόμου αυτού, και αναφορικά με τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, καθώς το επίδομα Χριστουγέννων καθορίσθηκε ίσο με τον μηνιαίο βασικό μισθό, μετά των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης, και τα επιδόματα Πάσχα και άδειας καθορίσθηκαν, καθένα εξ αυτών, ίσα προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού και των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης.