πηγη: https://vimapoinikologwn.gr/
Η δραστική τροποποίηση του Ποινικού μας
Κώδικα με το Νόμο 4619/2019 φαίνεται πως «άνοιξε» για τα καλά την κερκόπορτα των συζητήσεων και των μεταρρυθμίσεων του ποινικού συστήματος δικαίου της χώρας μας. 70 χρόνια μετά, η διαβούλευση για τον ποινικό νόμο έχει διευρυνθεί ραγδαία, με τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα να διαδέχονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα η μία την άλλη, σε μία προσπάθεια εγκατάλειψης αχρηστευμένων και παλαιωμένων αρχών και συνάμα ικανοποίησης του σύγχρονου «περί δικαίου αισθήματος».
Μόλις δύο χρόνια μετά τη ριζική μεταρρύθμιση του ποινικού μας κώδικα, έτσι, βρισκόμαστε στο ίδιο έργο θεατές. Δύο χρόνια μετά τις κάλπες του 2019, η –νεοσυσταθείσα τότε- νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό το Λάμπρο Μαργαρίτη «φέρνει» επιτέλους σε διαβούλευση
το σχέδιο για το «Νέο» Νέο Ποινικό Κώδικα. Ένα σχέδιο που φαίνεται να στοχεύει στα ζητήματα του σύγχρονου δημόσιου διαλόγου και στρέφεται στις συμπεριφορές εκείνες που απασχολούν περισσότερο από ποτέ την ελληνική κοινωνία. Ένα σχέδιο που μάλλον φαίνεται, πάντως, να «γέρνει» περισσότερο προς την επιλογή της καταστολής, παρά της πρόληψης και αντιμετώπισης της εγκληματικής συμπεριφοράς.
Εξηγώντας αναλυτικότερα τις σκέψεις αυτές, στο εισαγόμενο σε διαβούλευση σχέδιο υιοθετείται αρχικά η ανελλαστική επιλογή της αποκλειστικώς ισόβιας κάθειρξης για μία σειρά εγκλημάτων. Και ασφαλώς κανείς δεν θα μπορούσε να υποτιμήσει τη βαρύτητα εγκλημάτων που προτείνεται να υπαχθούν στη λύση του «μόνο ισόβια» όπως ο ομαδικός βιασμός, η θανατηφόρα ληστεία ή η ανθρωποκτονία, εντούτοις στερείται με τον τρόπο αυτό από το δικαστή η δυνατότητα να μεταχειριστεί διαφορετικά, διαφορετικές μεταξύ πράξεις, υπαγωγής στον ίδιο ποινικό κανόνα. Δεν καθίσταται δυνατή η διαβάθμιση των διαφόρων –όμοιων- εγκλημάτων, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε έναν ενδεχόμενο υπέρμετρα αυστηρό τρόπο αντιμετώπισης, ανόμοιων περιπτώσεων. Μία καθολική ισοπέδωση στα «ισόβια» άνευ ετέρου.
Στην ίδια λογική του «καταστολή και όχι
πρόληψη» και στην τάση περισσότερης φυλακής, κινείται η αύξηση του εκτιώμενου χρόνου στα 4/5 από τα –σημερινά- 3/5 για βαριά αδικήματα, όπως και η οριοθέτηση των εκτιτέων ετών ισόβιας στα 18, από τα σημερινά 16 έτη. Εκείνο που προξενεί μεγάλη εντύπωση είναι οι προτάσεις για τις τροποποίησεις στο πεδίο της βαριάς σωματικής βλάβης (310 παρ. 1 ΠΚ) αλλά και της «απρόσφορης» απόπειρας. Φαίνεται πως οι δύο ποινικοί νομοθέτες, εκείνος του 2019 και εκείνος του 2021 επιδίδονται σε ένα τανγκό γύρω από τα ζητήματα αυτά. Τούτο αφού οι ρυθμίσεις που αφορούν τα θέματα αυτά τροποποιήθηκαν ριζικά το 2019, προκειμένου 2 μόλις χρόνια μετά να επανέλθουν στην προηγούμενη μορφή τους. Το γεγονός αυτό θα πρέπει ασφαλώς να εγείρει ανησυχία για την ανασφάλεια που ενδέχεται να προξενήσει μία αδιάκοπη σειρά αλλαγών του Ποινικού Κώδικα, όταν αυτή γίνεται σύμφωνα με τις επιλογές της εκάστοτε Διοίκησης.
Παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να δημιουργήσουν στον δικαστικό και δικηγορικό κόσμο οι νέες αυτές προτάσεις για τον Ποινικό Κώδικα, η αυτεπάγγελτη – ως προτείνεται- δίωξη των, ρηματικά, τιμωρούμενων μόνο με φυλάκιση περιπτώσεων σεξουαλικών παρενοχλήσεων, κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Δεν παύει ωστόσο να αποτελεί μία τροποποίηση που «έρχεται» σε χρόνο ύστερο, όπως ακριβώς και στην περίπτωση των «περιβαλλοντικών αδικημάτων».
Οι αυστηροποιήσεις του πλαισίου έρχονται σε μία στιγμή που η καταδίκη των συμπεριφορών αυτών έχει ήδη επέλθει από την κοινή γνώμη ως αναγκαία συνέπεια των πρόσφατων πυρκαγιών σε όλη τη χώρα, στην τελευταία περίπτωση και μια σωρείας «προβεβλημένων» υποθέσεων που έφτασαν στην πόρτα της Εισαγγελίας, στην άλλη.
Συν αυτοίς, η μέριμνα για την αυστηροποίηση του πλαισίου γύρω από τα αδικήματα κατά ανηλικών είναι πρόδηλη και δεν μπορεί παρά κατ’ αρχήν να δημιουργεί θετικά αισθήματα. Θα πρέπει, έτσι, να αναγνωρίσει κανείς δύο σημαντικές καινοτομίες της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής των Τσιάρα-Μαργαρίτη: Η έναρξη της παραγραφής σε ύστερο χρόνο και η αυτεπάγγελτη δίωξη των σεξουαλικών αδικημάτων.
Η έναρξη της παραγραφής από τα 19 έτη σε περίπτωση πλημμελήματος και από τα 21 έτη σε περίπτωση κακουργήματος, αποτελεί αναμφίβολα ένα μέτρο που θα διευκολύνει τη δίωξη εγκληματικών συμπεριφορών κατά ανηλίκων, ακόμη και σε ύστερο χρόνο, όταν το θύμα θα έχει πλέον την αυτοπεποίθηση και το σθένος να αντιμετωπίσει το δράστη ως ίσος προς ίσο και όχι από θέση που υστερεί. Θα πρέπει βέβαια να σταθμίσει κανείς στο μέτρο αυτό, την ενδεχόμενη δυσανάλογη βαρύτητα που μπορεί να έχει για τον φερόμενο δράστη.
Τηρουμένης, πάντως της αρχής της αναλογικότητας, η καταδίκη της οποιασδήποτε εγκληματικής συμπεριφοράς σε βάρος ανήλικου προσώπου θα πρέπει να υπερτερεί τυχόν ανασφάλειας για τα δικαιώματα του φερόμενου δράστη ακόμη και αν αυτό θα συνεπάγεται την καθυστερημένη απονομή δικαιοσύνης για τον τελευταίο.
Σε ό,τι αφορά την αυτεπάγγελτη δίωξη των σεξουαλικών αδικημάτων κατά ανηλικών, αυτή φαίνεται να σηματοδοτεί την ευκαιρία δίωξης πολλών ειδεχθών εγκλημάτων κατά παιδιών, που εξαιτίας του φόβου των θυμάτων δεν θα «έρχονταν» ποτέ στο φώς.
Όπως και στην προτεινόμενη λύση της παραγραφής, έτσι και η αυτεπαγγελτη δίωξη θα πρέπει να αποτελέσει ένα εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε Εισαγγελίας, που θα αξιοποιείται όμως με προσοχή, πρωτίστως με γνώμονα το σεβασμό των νεαρών θυμάτων. Η πρόταση αυτή, πάντως, θα μπορούσε να κριθεί καίρια για το ποινικό σύστημα προστασίας των ανηλίκων, εάν συνδυαστεί σωστά με την παραπάνω δυνατότητα της «καθυστερημένης» παραγραφής των αδικημάτων αυτών. Οι προτάσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης πρόκειται να αποτελέσουν νόμο του Κράτους, μέσα στον επόμενο μήνα. Δε θα πρέπει να κωφεύσουμε στις τυχόν αβελτηρίες που μπορεί να εντοπίζουμε, ούτε σε ενδεχόμενους κινδύνους που μπορεί να επαπειλούνται από μία ανελαστική πολιτική «περισσότερης φυλακής».
Από την άλλη βέβαια θα ήτο άδικο να μην αναγνωρίσουμε την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ποινικού μας συστήματος και την συμμόρφωση στις σύγχρονες επιταγές της κοινωνίας για την απονομή δικαιοσύνης, προκρίνοντας τους οικογενειακούς θεσμούς και την προστασία των ανηλίκων και των εργαζομένων.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, όταν η διαρκής μεταβολή των ποινικών διατάξεων, η ατέρμονη προσπάθεια αλλαγής του ποινικού συστήματος καθίσταται προϊόν της εκάστοτε κυβερνητικής «αντζέντας», κάθε άλλο παρά ασφάλεια για το δικαϊκό μας σύστημα και ικανοποίηση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» μπορεί να προσφέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου