Τροποποιήσεις στην αναγκαστική εκτέλεση με τον ν. 4335/2015. Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δίκαιου θα πρέπει να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της ένδικης κύριας εκτελεστικής διαδικασίας διά της επιβολής κατασχέσεως. Διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Οι μη δικαιούχοι και υπόχρεοι διάδικοι νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά στην αναγκαστική εκτέλεση. Σε περίπτωση διαδοχής στη διαδικασία εκκρεμούς αναγκαστικής εκτέλεσης καθιερώνεται υποχρέωση κοινοποίησης στον οφειλέτη ή στον καθ’ ού, αφενός της επιταγής του άρθρου 924 παρ. 1 και αφετέρου των εγγράφων που αποδεικνύουν την διαδοχή του επισπεύδοντος. Προσβολή της (νέας) επιταγής με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης. Ο ειδικός εκκαθαριστής υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος αποτελεί όργανο της εκκαθάρισης.
Αριθμός 136/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αλπέντζου Κωνσταντούλα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Πατρών και από τη Γραμματέα Σοφία Κουτσογιαννοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα την 15ι Απριλίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Κάτω Αχαΐας (...), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Πατρών, ΑΔ.
Της καθ' ης η ανακοπή; Της εδρεύουσας στο Χαλάνδρι Αττικής (Λ. Κηφισίας 268) εταιρίας με την επωνυμία «PQH Ενιαία Ειδική Εκκαθάριση Ανώνυμη Εταιρία Ειδικός Εκκαθαριστής Πιστωτικών Ιδρυμάτων» και εκπροσωπείται νόμιμα, ως εκκαθαρίστριας εταιρίας της εδρεύουσας στην Πάτρα (...) Συνεταιριστικής Τράπεζας με την επωνυμία «ΑΧΑΪΚΗ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝ.ΠΕ», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Πατρών, ΚΠ.
Ο ανακόπτων με την από 6-7-2020 ανακοπή του, που απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό (αριθ. εκθ. καταθ. ./9-7-2020) ζητεί όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.
Με την υπό κρίση ανακοπή του, ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους α] η από 2-6-2020 επιταγή προς εκτέλεση (απόδοση ακινήτου) κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α' εκτελεστού της υπ' αριθμ. ./2008 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της Συμβολαιογράφου Δύμης ..., καθώς και να καταδικασθεί η καθ'ης η ανακοπή στη δικαστική του δαπάνη.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο, αφού ο μεν εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο, το δε κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πατρών (άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο Ν 4335/2015 και το άρθρο 207 παρ. 2 Ν 4512/2018). Νομίμως δε εισάγεται για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο Ν 4335/2015. Ειδικότερα, στο άρθρο 1.9 του Ν 4335/2015 (μεταβατικές διατάξεις), ορίζεται με γενική αφορώσα την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1 η. 1.2016. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της ένδικης κύριας εκτελεστικής διαδικασίας διά της επιβολής κατασχέσεως (βλ. ΜΠρΘεσ 299/2019, αδημ. ΜΠΛαμ 223/2016, ΜΠρΤρικ 249/2018 Nomos και σε θεωρία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν 4335/2015, Αρμ 2016,1 επ., 13-14, Β.Χατζηϊωάννου, Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ΕΠολΔ 2017,587 βλ. όμως και αντίθετη θέση σε ΜΠΑΘ 7189/2016 με σύμφωνες παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου σε ΕΠολΔ 2017,68 επ. και Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 12,2017, παρ. 4, αριθ. 8, σελ. 82). Περαιτέρω, η ανακοπή ασκήθηκε εντός της προθεσμίας των 45 ημερών (βλ. άρθρο 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο παρ. 2 Ν 4335/2015), αφού η κατάσχεση επιβλήθηκε την 2-6-2020, η δε ανακοπή επιδόθηκε στην καθ' ης η ανακοπή την 9-7-2020 (βλ. την υπ' αριθμ. ./9-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πατρών ...). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω η ανακοπή και ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της.
Ως ενεργητική νομιμοποίηση στην αναγκαστική εκτέλεση νοείται η εξουσία ορισμένου προσώπου να ενεργήσει αναγκαστική εκτέλεση και να την απευθύνει κατά συγκεκριμένου άλλου προσώπου. Σύμφωνα με το άρθρο 919 ΚΠολΔ, στο οποίο διαγράφονται τα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται 1) όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει δεδικασμένο και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επίδικου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της, 2) όταν πρόκειται για όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους, υπέρ των δικαιούχων και κατά των υπόχρεων που αναφέρονται σ' αυτούς υπέρ και κατά των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327, καθώς και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου. Ο συνδυασμός του άρθρου 919 ΚΠολΔ με τα άρθρα 325, 326, 327 και 329 ΚΠολΔ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αναφορικά με δικαστικές αποφάσεις ρυθμίζονται στο νόμο περιπτώσεις επεκτάσεως των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότηχας αντίστοιχες με εκείνες της επεκτάσεως των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου. Τα ενεργητικά και παθητικά νομιμοποιούμενα πρόσωπα στην αναγκαστική εκτέλεση λοιπόν ταυτίζονται κατ' αρχήν με τα πρόσωπα έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο και στηρίζουν την νομιμοποίηση τους επίσης κατ' αρχήν στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, ήτοι τον τίτλο από τον οποίο πηγάζουν η εκτελούμενη αξίωση και υποχρέωση και οι φορείς τους αντίστοιχα (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 380 επ.). Παρόλο δε που στις διατάξεις περί αναγκαστικής εκτελέσεως του ΚΠολΔ δεν γίνεται ειδική αναφορά σε περιπτώσεις μη δικαιούχων και μη υπόχρεων διαδίκων, η εξαιρετική νομιμοποίηση δεν λείπει βέβαια και σε αυτό το στάδιο της «τελικής πραγμάτωσης» του δικαίου (βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 919, αριθ. 93, σελ. 253.) Έτσι, οι μη δικαιούχοι και υπόχρεοι διάδικοι, όπως π.χ. ο σύνδικος της πτωχεύσεως, ο εκτελεστής διαθήκης και ο εκκαθαριστής της κληρονομιάς νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά στην αναγκαστική εκτέλεση. Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 919 και 925 ΚΠολΔ σε περίπτωση διαδοχής στη διαδικασία εκκρεμούς αναγκαστικής εκτέλεσης καθιερώνεται υποχρέωση κοινοποίησης στον οφειλέτη ή στον καθ’ ου, αφενός της κατ’ άρθρο 924 παρ. 1 ΚΠολΔ επιταγής και αφετέρου των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή (ειδική ή καθολική) του επισπεύδοντος. Η επιταγή αυτή δεν συνιστά την πρώτη πράξη της προδικασίας νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά περιέχει την επίσημη γνωστοποίηση ότι ενεργοποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας σε πρόσωπα που δεν αναφέρονται στον εκτελεστό τίτλο ως δικαιούχοι ή υπόχρεοι, προκειμένου είτε να γίνει εκούσια εκπλήρωση της παροχής είτε να αμφισβητηθεί, με ανακοπή, η υποχρέωση του καθου (Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα (-Νικολόπουλος), ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 925, αριθ. 1, Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τόμ. 1, 2η έκδ., 2017, σελ. 498). Παρά δε το γεγονός ότι η επίδοση της ως άνω (νέας) επιταγής δεν αποτελεί πράξη έναρξης νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, εντούτοις, ως πράξη της ήδη αρξαμένης εκτέλεσης, που είναι αναγκαία για την έγκυρη συνέχιση της κύριας διαδικασίας της, προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ (Νικολόπουλο, ό.π., αριθ. 4). Αδιάφορη δε παραμένει η άλλοθεν γνώση της διαδοχής από τον καθ’ ου, ενώ η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 345/2006 ΕλλΔνη 2006,807 και σε Μπρίνια Ι., Αναγκαστική Εκτέλεσις άρθρο 925 παρ. 124, σελ. 319). Η ratio Iegis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθού η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης απο το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης σε τρίτο - μη δικαιούχο διάδικο (βλ. Α. Πλεύρη, ό.π., σελ. 380 επ. με ειδική αναφορά στην περίπτωση που ο δικαιούχος της απαιτήσεως και επισπεύδων την αναγκαστική εκτέλεση κηρυχθεί σε πτώχευση μετά την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, οπότε ο σύνδικος θα συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, αφού προηγουμένως επιδώσει νέο αντίγραφο εξ απογράφου με νέα επιταγή προς εκτέλεση, όπου θα επισυνάπτεται ως νομιμοποιητικό έγγραφο η απόφαση που κήρυξε την πτώχευση).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ζητεί, την ακύρωση της από 2-6-2020 επιταγής προς εκτέλεση (απόδοση ακινήτου) κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α' εκτελεστού της υπ' αριθμ. 7892/2008 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της Συμβολαιογράφου Δύμης ... διότι η καθ’ ης δεν νομιμοποιείται να επισπεύσει σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή να συνεχίζει τέτοια διαδικασία καθότι, θα έπρεπε να επιδώσει προς τον ίδιο (ανακόπτοντα) τα έγγραφα που τη (καθ' ης) νομιμοποιούν να συνεχίζει αναγκαστική εκτέλεση με βάση τον εκτελεστό τίτλο. Από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων μετ' επικλήσεως εγγράφων αποδεικνύεται ότι η καθ' ης δυνάμει της υπ' αριθμ. 182/1/4-4-2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, εκπροσωπεί ως ειδικός εκκαθαριστής την υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης τελούσα Συνεταιριστική Τράπεζα που εδρεύει στην Πάτρα με την επωνυμία « ΑΧΑΪΚΗ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΥΝ. ΠΕ». Η καθ’ ής η ανακοπή εταιρία σύμφωνα με τα ανωτέρω έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται εν γένει την ανάκτηση των οφειλών και το δικαίωμα να προβαίνει σε κάθε δικαστική ενέργεια για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που διαχειρίζεται και επομένως, ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του αναθέσαντος πιστωτικού ιδρύματος και νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος να επισπεύδει σε βάρος του ανακόπτοντος αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη της απαίτησης ως φυσιολογική δικονομική συνέπεια της ύπαρξης εξουσίας για διενέργεια κάθε δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη της οφειλής. Εξάλλου, ο ειδικός εκκαθαριστής του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος δεν ταυτίζεται με το πιστωτικό ίδρυμα, αλλά αποτελεί όργανο της εκκαθάρισης, όπως ακριβώς και ο σύνδικος αποτελεί όργανο της πτώχευσης, το οποίο ως τρίτο πρόσωπο, που έχει διοριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, παρέχει τα εχέγγυα ότι θα ενεργήσει την εκκαθάριση προς το σκοπό της ανεύρεσης των αληθών πιστωτών του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, της προστασίας της περιουσίας του, της ρευστοποίησης και διανομής της, προς ικανοποίηση των επαληθευθέντων πιστωτών. Με την ιδιότητα αυτή, ο ειδικός εκκαθαριστής διεξάγει τις δίκες που αφορούν στο υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα στο δικό του όνομα, ως μη δικαιούχος διάδικος, και όχι στο όνομα του πιστωτικού ιδρύματος. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι παρόλο που η καθ' ης η ανακοπή εταιρία ανέλαβε την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης προς είσπραξη της ίδιας απαίτησης επισπεύδοντας την κατάσχεση, δεν γνωστοποίησε την αλλαγή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος στον καθ' ου η εκτέλεση ανακόπτοντα, ούτε κοινοποίησε τα έγγραφα που τη νομιμοποιούν, όπως προβλέπει το άρθρο 925 ΚΠολΔ με εκτενή αναφορά των στοιχείων νομιμοποίησης της καθ' ης στη θέση της αρχικής επισπεύδουσας, καθώς και των εγγράφων που την υποδεικνύουν ήτοι κυρίως την πράξη διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή. Η ratio Iegis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού των οφειλετών, ως προς τη διαδοχή (ειδική ή καθολική) στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή. Ο σκοπός της εν λόγω ειδικής πρόνοιας του νομοθέτη στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης συντρέχει εν προκειμένω και επί μετάθεσης της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή σε ειδικό εκκαθαριστή απαιτήσεων, η οποία δικαιούται, όπως προεκτέθηκε να συνεχίζει τη διαδικασία προς ικανοποίηση της απαίτησης. Με τον τρόπο αυτό ο καθ’ ου η εκτέλεση θα ήταν σε θέση να ελέγξει επαρκώς και με πληρότητα την ενεργητική νομιμοποίηση της επισπεύδουσας την εκτέλεση και ιδίως αν περιλαμβάνεται η επίδικη απαίτηση της δανείστριας τράπεζας. Επισημαίνεται δε ότι η καθ’ ής η ανακοπή εταιρία ενεργεί ως εξαιρετικά νομιμοποιούμενη διάδικος της αρχικής δανείστριας και αρχικής επισπεύδουσας την εκτέλεση τραπεζικής εταιρίας. Επομένως κατά διασταλτική και σύμφωνη με το σκοπό του νόμου ερμηνεία των άρθρων 919 και 925 ΚΠολΔ, ενόψει της ως άνω αναφερθείσας μεταβολής στην ενεργητική νομιμοποίηση στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η επισπεύδουσα την κατάσχεση εταιρία όφειλε να επιδώσει στον καθ' ου η εκτέλεση ανακόπτοντα νέα επιταγή προς εκτέλεση, με συγκοινοποίηση των εγγράφων που αποδεικνύουν την εξαιρετική νομιμοποίηση της νέας επισπεύδουσας την εκτέλεση. Αλλωστε, όπως αναπτύχθηκε σχετικά στη μείζονα σκέψη της παρούσης η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού της καθ' ης η ανακοπή περί έλλειψης δικονομικής βλάβης του ανακόπτοντος. Επομένως, ο λόγος της ανακοπής που αφορά τη μη τήρηση της προδικασίας του άρθρου 925 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι βάσιμος και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη από 2-6-2020 επιταγή προς εκτέλεση (απόδοση ακινήτου) κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α' εκτελεστού της υπ' αριθμ. ./2008 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της Συμβολαιογράφου Δύμης ...
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά παραδοχή του λόγου αυτής και να ακυρωθεί η από 2-6-2020 επιταγή προς εκτέλεση (απόδοση ακινήτου) κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α' εκτελεστού της υπ' αριθμ. ./2008 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της Συμβολαιογράφου Δύμης ... Τέλος, η καθ' ης η ανακοπή πρέπει, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος (αρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 65 και 66 Κώδικα Δικηγόρων], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ επί της ουσίας την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 2-6-2020 επιταγή προς εκτέλεση (απόδοση ακινήτου) κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α' εκτελεστού της υπ' αριθμ. ./2008 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της Συμβολαιογράφου Δύμης ...
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ' ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, στην Πάτρα, στη 1 Ιουνίου 2021, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου