ΣυμβΠλημΑθηνών 2165/20 : ΑΠΙΣΤΙΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ - Νέος ΠΚ. Κακουργηματική απιστία σε βάρος Τραπεζικών Ιδρυμάτων - Αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ νΠΚ, ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας και ως περιορίζουσα αδικαιολόγητα το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην εξαλείφεται το αξιόποινο για το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων από μόνη τη μη υποβολή έγκλησης ή δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας κατ’ αρ. 6 παρ. 2 Ν. 4637/19.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 2165/2020
Πρόεδρος: Χαράλαμπος Σεβαστίδης (Πρόεδρος Πλημμελειοδικών)
Δικαστής: Χρυσούλα Γκούμα (Πλημμελειοδίκης)
Δικαστής: Ε. Αγγελίδης (Πλημμελειοδίκης)
Εισαγγελεύς: Στυλιανή Γιαϊλόγλου (Εισαγγελεύς Πλημμελειοδικών)
[…] Από τις διατάξεις των άρ. 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντ. προκύπτει η δέσμευση του νομοθέτη, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην προβαίνει σε ανόμοια αντιμετώπιση τους, εισάγοντας εξαιρέσεις, και διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (για την καθιέρωση και λειτουργία της αναλογικής ισότητας βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1/2012 Νόμος, ΑΕΔ 4/2007 Νόμος, ΑΕΔ 3/2007 Νόμος). Ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας συνιστά η ισότητα των διαδίκων, που επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους σε σχέση με τους όρους και τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, που αναγνωρίζεται στο άρ. 20 παρ. 1 Συντ.
Έτσι, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας όταν ο κοινός νομοθέτης μεταχειρίζεται, αυθαίρετα και χωρίς τη συνδρομή σοβαρού λόγου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, ορισμένους πολίτες ή μία ορισμένη κατηγορία πολιτών ευνοϊκότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες (βλ. έτσι ενδεικτικά και ΣυμβΑΠ 315/1998 ΠοινΧρ 1996, 1669 = ΝοΒ 1997, 96). Αυτό για παράδειγμα συμβαίνει όταν εξαλείφεται το αξιόποινο (ιδίως σοβαρών κακουργηματικών πράξεων) μόνο για μία κατηγορία πολιτών ή όταν καθίσταται στην πράξη αδύνατη η δίωξη ή η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας μόνο για ορισμένη κατηγορία πολιτών. Παράλληλα, αντισυνταγματική, ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας, πρέπει να θεωρείται και η διάταξη που δυσχεραίνει τη δικονομική θέση του παθόντος από ορισμένο έγκλημα και συγκεκριμένα όταν στην πράξη για ορισμένη κατηγορία παθόντων σε αντίθεση με την εν γένει ισχύουσα ρύθμιση καθίσταται αδύνατη η κίνηση της ποινικής δίωξης ή η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας λόγω νομοθετικής πρόβλεψης προϋπόθεσης, η οποία στην πράξη είναι αδύνατον, ή πολύ δύσκολο, να συντρέξει, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο παθών από το έγκλημα να πετύχει αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της ισότητας και του δικαιώματος για παροχή δικαστικής προστασίας, πρέπει να παραμερίσει την αντισυνταγματική διάταξη, που εισάγει αδικαιολόγητα ευνοϊκότερη μεταχείριση για μία μόνο κατηγορία πολιτών ή που καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή τη δικονομική θέση του παθόντος από το έγκλημα και στη συνέχεια να αντιμετωπίσει την υπόθεση με βάση τις ισχύουσες για κάθε άλλη περίπτωση και κάθε άλλο πολίτη διατάξεις. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση του πιο πάνω ζητήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσκρούσει στις διατάξεις των άρ. 7 παρ. 1 Συντ. και 15 ΔΣΑΠΔ, που αφενός απαγορεύουν την αναδρομική εφαρμογή αυστηρότερου ουσιαστικού ποινικού νόμου αφετέρου επιβάλλουν την εφαρμογή του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου, καθώς οι διατάξεις αυτές προϋποθέτουν αυτονόητα το ισχυρό και σύμφωνο με το Σύνταγμα δύο ή περισσότερων νόμων· όταν η ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο διάταξη είναι ανεφάρμοστη (π.χ. λόγω αντισυνταγματικότητάς της) τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να μην την παραμερίσουν.
II. Με τις διατάξεις του άρ. 26 του Συντ. εισάγεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών και ορίζεται ότι: «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Περαιτέρω, κατά το άρ. 47 παρ. 3 και 4 του Συντ. «3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο». Με τις διατάξεις αυτές καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνηστίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης, την οποία αφορά και ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέστηκε. Με την αμνηστία ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γι’ αυτό η αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ένα από τα αποτελέσματα της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση. Με την αμνηστία παρέχεται νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών. Συνεπώς, με βάση τα προαναφερόμενα μπορεί να λεχθεί ότι αμνηστία αποτελεί η αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων τελεσθέντων ήδη εγκλημάτων, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της δίωξής τους, την οριστική παύση των ασκηθεισών ποινικών διώξεων και την εξαφάνιση τυχόν εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων, χωρίς να επηρεάζεται, η ποινική πρόβλεψη και ο άδικος χαρακτήρας των εγκλημάτων καθεαυτών (βλ. έτσι ενδεικτικά ΟλΑΠ 3/2016 ΠοινΧρ 2016, 734, Αρμ. 2016, 1930, ΟλΑΠ 11/2001 ΠοινΧρ 2001, 792, ΕλλΔνη 2001, 1451, ΝοΒ 2002, 168.
Από τα προαναφερόμενα γίνεται σαφές ότι η αμνηστία αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο είτε ατομικό είτε αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσει μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματα τους, αφαιρώντας, την επ’ αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί. Για τους λόγους αυτούς η αμνηστία είναι ασυμβίβαστη προς τη διάκριση των εξουσιών και απαγορεύεται για τα κοινά εγκλήματα, ενώ η κατ’ άρ. 47 παρ. 3 του Συντάγματος επιτρεπόμενη αμνηστία περιορίζεται μόνο στα πολιτικά εγκλήματα. Εξάλλου, κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία αντικειμενική θεωρία, πολιτικό έγκλημα είναι εκείνο που απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της νόμιμης κατά το πολίτευμα της κοινωνικοοικονομικής τάξης, ενώ κάθε άλλο έγκλημα που δεν έχει τον χαρακτήρα αυτόν δεν υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, έστω και αν τελέστηκε από τον δράστη με αφορμή τα πολιτικά του φρονήματα ή αρχές ή προς τον σκοπό τέτοιων επιδιώξεων (βλ. ενδεικτικά ΣυμβΑΠ 140/2017 Νόμος, ΣυμβΑΠ 1289/2016 Νόμος, ΣυμβΑΠ 920/2016 Νόμος, ΣυμβΑΠ 1593/2007 ΕλλΔνη 2007, 1580, ΣυμβΑΠ 1137/1998, ΠοινΧρ 1999, 655, ΣυμβΑΠ 1576/1995 ΠοινΧρ 1996, 914, ΑΠ 362/1995 ΠοινΧρ 1995, 736, Υπερ. 1996, 487, ΝοΒ 1996, 83, ΣυμβΑΠ 820/1989, ΠοινΧρ 1990, 183, ΑΠ 1260/1987 ΠοινΧρ 1988, 73, ΕλλΔνη 1988, 804, ΝοΒ 1987, 1452, ΑΠ 890/1976 ΠοινΧρ 1977, 319, ΑΠ 424/1965 ΠοινΧρ 1966, 92, ΤριμΕφΑθ 699,780,809,3244/2003 ΠοινΧρ 2004, 993, Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό δίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, ζ΄ έκδ. 2005, παρ. 534, σελ. 313-314).
Το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης ή τον τρόπο που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης για τη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου (βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 3/2016, ό.π.).
Είναι προφανές από τα προαναφερόμενα ότι η πραγματική νομική φύση του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου μπορεί να προκύψει από περισσότερες διατάξεις και γι’ αυτό ο δικαστικός έλεγχος για τυχόν υποκρυπτόμενη («συγκεκαλυμμένη») αμνηστία πρέπει να επεκτείνεται στο σύνολο της νομοθεσίας, αφού ο απαγορευμένος σκοπός αμνήστευσης κοινού εγκλήματος μπορεί να επιτυγχάνεται με τον συνδυασμό περισσότερων νομοθετικών διατάξεων.
III. Το έγκλημα της απιστίας προβλέπεται σήμερα στο άρ. 390 του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019) και ειδικότερα στην παρ. 1 αυτού προβλέπεται τόσο η πλημμεληματική μορφή απιστίας (εδ. α΄) όσο και η κακουργηματική της μορφή (εδ. β΄), ενώ στην παρ. 2 ρυθμίζεται ειδικότερα η απιστία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, όταν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Για το έγκλημα αυτό η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή Σύνταξης του νέου ΠΚ πρότεινε στο Σχέδιο που δόθηκε σε διαβούλευση στις 6.3.2019, την κατ’ έγκληση δίωξή του, «λόγω του ατομικού χαρακτήρα των πληττομένων εννόμων αγαθών» (κατά τις παραδοχές της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΠΚ). Ωστόσο, μετά από τις έντονες επιφυλάξεις, που διατυπώθηκαν κατά τη διαβούλευση του Σχεδίου νέου Ποινικού Κώδικα, «σε σχέση με το ενδεχόμενο καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεως για την πράξη αυτή, ιδίως σε επιχειρηματικούς φορείς μεγάλου μεγέθους εκ μέρους των οργάνων της διοίκησης των ιδίων» (βλ. έτσι επί λέξει και την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ), η Νομοπαρασκευαστική αυτή Επιτροπή στο τελικό Σχέδιο, που κατέθεσε και το οποίο τελικά ψηφίστηκε ως νέος Ποινικός Κώδικας με τον Ν. 4619/2019, προέβη σε διορθωτικές αλλαγές και ειδικότερα επέλεξε να καθιερώσει την κατ’ έγκληση δίωξη του εγκλήματος αυτού μόνο στην πλημμεληματική του μορφή, ήτοι μόνο στην περίπτωση του άρ. 390 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ (βλ. έτσι την πρόβλεψη του άρ. 405 παρ. 1 νέου ΠΚ, πριν την τροποποίηση του με το άρ. 12 παρ. 3 Ν. 4637/2019).
Ακολούθως, στις 14.10.2019 το Υπουργείο Δικαιοσύνης έθεσε σε δημόσια διαβούλευση Σχέδιο Νόμου για την τροποποίηση διατάξεων των νέων ποινικών κωδίκων (ΠΚ και ΚΠΔ). Μεταξύ των προτεινόμενων τροποποιήσεων ήταν (με το άρ. 5 παρ. 2 του Σχεδίου Νόμου) η προσθήκη νέου εδ. γ΄ στην παρ. 1 του άρ. 390 ΠΚ, που θα προέβλεπε ότι «αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά τραπεζικού ιδρύματος η δίωξη ασκείται μόνο κατ’ έγκληση». Η Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Νόμου για την δικαιολόγηση της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας διατύπωσε τη θέση ότι με την προτεινόμενη αυτή διάταξη «ενισχύεται ουσιωδώς το νομικό πλαίσιο, ώστε να προστατεύεται η ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας στην άμεση και καθημερινή οικονομική δραστηριότητα του». Τελικά, το Σχέδιο αυτό Νόμου ψηφίστηκε από την Βουλή και έτσι ο νέος Ν. 4637/2019, τροποποίησε την παρ. 1 του άρ. 405 ΠΚ ορίζοντας πλέον στο εδ. β΄ ότι «για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 390 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται έγκληση». Παρατηρείται εδώ μόνο ότι τελικά ο Ν. 4637/2019 επέλεξε, προφανώς για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας, να ρυθμίσει το ζήτημα της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζών στο άρ. 405 ΠΚ και όχι στο άρ. 390 ΠΚ· κατά τα λοιπά η διάταξη που τελικά ψηφίστηκε ήταν ίδια (κατά το ρυθμιστικό της πεδίο και κατά τα αποτελέσματα της) με εκείνη που προτάθηκε στο προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου και συνεπώς ισχύουν και γι’ αυτήν την νομοθετική επιλογή οι ίδιοι λόγοι που μνημονεύτηκαν στην Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω Σχεδίου Νόμου (εφεξής η αναφορά σε έγκλημα που στρέφεται κατά τράπεζας ή πιστωτικού ιδρύματος αφορά και τα στρεφόμενα κατά χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα εγκλήματα).
Η Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω Σχεδίου Νόμου (που αποτέλεσε στη συνέχεια το κείμενο του Ν. 4637/2019), αν και δεν χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, φαίνεται να επικαλείται ως δικαιολογητικό λόγο της πιο πάνω νομοθετικής μεταβολής την διευκόλυνση των τραπεζικών στελεχών στη ρύθμιση και στη διαγραφή των λεγόμενων «κόκκινων δανείων», κατ’ εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας και των σχετικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων των αρμόδιων αρχών και συγκεκριμένα φαίνεται να έχει στόχο την αποδέσμευση των τραπεζικών στελεχών από τον κίνδυνο ποινικής ευθύνης για ρύθμιση και διαγραφή των δανείων αυτών, εφόσον τηρούν την προβλεπόμενη νομοθεσία. Αυτό, εξάλλου, προκύπτει και από τις διευκρινίσεις που έδωσε ο Υπουργός της Δικαιοσύνης στις 6.11.2019 στη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, πριν την ψήφιση του νόμου αυτού, αναφέροντας ότι στόχος της καθιέρωσης της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας στις Τράπεζες είναι «οι τραπεζίτες να καταφέρνουν να διαγράψουν δάνεια και να διαχειριστούν κόκκινα δάνεια…, διότι πρέπει να μην επικρέμεται η δαμόκλειος σπάθη της ποινικοποίησης της όποιας απόφασης του τραπεζικού συστήματος» και τις οποίες επανέλαβε και στην Ολομέλεια της Βουλής κατά την ημέρα ψήφισης του Νομοσχεδίου εκείνου.