πηγή : https://www.prevedourou.gr/
Η απόφαση ΣτΕ 400/2020 φαίνεται ότι επιλύει (έστω παραπέμποντας στην 7μελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος), ένα βασικό δικονομικό ζήτημα που αφορά το παραδεκτό πρόσθετου λόγου αναίρεσης αντλούμενου από την παραβίαση της αρχής ne bis in idem, στο πεδίο των φορολογικών/τελεωνειακών διαφορών, μολονότι δεν υπάρχει σφάλμα (και πιθανότατα ούτε καν κρίση) της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ερμηνεία ή/και την εφαρμογή της εν λόγω αρχής. Τούτο διότι η δημοσίευση της αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου πραγματοποιείται μετά τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, με συνέπεια την επιγενόμενη στοιχειοθέτηση παραβίασης της ως άνω αρχής σύμφωνα με τη σχετική νομολογία ΕΔΔΑ και ΣτΕ. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, υπάρχει οψιγενής (μεταγενέστερη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου) νομική πλημμέλεια της επίδικης καταλογιστικής πράξης της φορολογικής/τελωνειακής Διοίκησης και η αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συνιστά τη μόνη δικονομική δυνατότητα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο αναιρεσείων προκειμένου να αποτρέψει την παραβίαση των δικαιωμάτων που έλκει από την αρχή ne bis in idem. Περαιτέρω το Συμβούλιο της Επικρατείας, έστω και ως Αναιρετικό Δικαστήριο, αποτελεί το μοναδικό δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας που μπορεί να θεραπεύσει την παραβίαση της αρχής, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, κατά το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ. Δικονομική αδυναμία του Συμβουλίου της Επικρατείας να εξετάσει την παραβίαση αυτή θα κατέληγε σε προσβολή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και σε καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας από το Δικαστήριο του Στρασβούργο, εάν ο αναιρεσείων προσέφευγε σε αυτό.
ΣτΕ 400/2020
…
Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
2… με την υπό κρίση αίτηση, … ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1973/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της 776/06/2008 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Ζ΄ Τελωνείου Επίβλεψης Συγκροτημάτων Πειραιά, με την οποία καταλογίστηκαν σε βάρος του, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία “ΑΙΓΑΙΟΝ ΟΙΛ ΑΕΒΕ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ”, πολλαπλά τέλη 2.218.721,06 ευρώ και ισόποσοι διαφυγόντες φόροι για αποδοθείσες σ’ αυτόν τελωνειακές παραβάσεις, που χαρακτηρίστηκαν ως λαθρεμπορίες, κηρύχθηκε δε αυτός αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεος για την καταβολή πολλαπλών τελών ποσού 4.437.442,12 ευρώ, που καταλογίστηκαν με την ίδια πράξη εις βάρος των δύο άλλων συνυπαιτίων προσώπων, και επιβλήθηκαν εις βάρος του, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, πρόστιμα συνολικού ποσού 20.000 ευρώ για αποδοθείσες σ’ αυτούς απλές τελωνειακές παραβάσεις. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η προσφυγή του αναιρεσείοντος έγινε δεκτή μόνον όσον αφορά την κήρυξή του ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υποχρέου για την καταβολή προστίμων για απλές τελωνειακές παραβάσεις.
Παράθεση και ερμηνεία του άρθρο 53 του πδ 18/1989
3. … οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και η παράγραφος 3 και με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζουν τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως επί διαφοράς με χρηματικό αντικείμενο, πρέπει, σωρευτικώς, αφ’ ενός μεν το ποσό να υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ, αφ’ ετέρου δε με το εισαγωγικό δικόγραφο να προβάλλονται ισχυρισμοί με το περιεχόμενο της ανωτέρω παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Ειδικότερα, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο ίδιο το εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικου ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, ή, ελλείψει τέτοιας νομολογίας, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (ΣτΕ 1102, 1365, 2934/2017 κ.ά.).
Συμβατότητα προς το άρθρο 95 παρ. 1 περ. β΄του Συντάγματος
4….. οι ανωτέρω διατάξεις, κατά το μέρος που επιβάλλουν τους εν λόγω περιορισμούς, δεν αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ. 1 περ. β του Συντάγματος, όπως, μάλιστα, η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της (βλ. πρακτικό 6/2000 διοικητικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας), διότι, ενόψει της επιφύλαξης νόμου που περιέχεται σε αυτήν, αλλά και στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου, δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να θεσπίζει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Οι συγκεκριμένες, δε διατάξεις στοχεύουν στην ανάγκη αποσυμφόρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο όγκο αναιρετικών υποθέσεων που είτε είναι μικρού χρηματικού αντικειμένου, είτε θέτουν νομικά ζητήματα τα οποία έχουν ήδη επιλυθεί, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο προορισμός αυτού ως ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου και να επιτευχθεί μεγαλύτερη ταχύτητα στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, την στιγμή, άλλωστε, που υφίσταται τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και διαφυλάσσεται έτσι το κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας. Εξάλλου, οι διατάξεις αυτές, κατά το μέρος που για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτούν την προβολή ισχυρισμών περί ελλείψεως νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ή περί αντίθεσης της προσβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του εν λόγω Δικαστηρίου ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, θεσπισθείσες ενόψει του ότι, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, βασικός σκοπός του ανωτάτου δικαστηρίου είναι η ενότητα της νομολογίας και, εν τέλει, η ασφάλεια δικαίου, δεν αποκλείουν μελλοντική μεταβολή υπάρχουσας νομολογίας, όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας, επιλαμβανόμενο πάλι σχετικού ζητήματος που άγεται ενώπιόν του κατά νόμο, κρίνει ότι επιβάλλεται μία τέτοια μεταστροφή. Επομένως, τα προβαλλόμενα περί αντίθεσης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 προς τα άρθρα 26 (παρ. 1) και 20 (παρ. 1) του Συντάγματος, διότι η νομολογία ανάγεται σε πηγή δικαίου και αποκλείεται ο αναιρετικός έλεγχος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα (βλ. ΣτΕ 4474/2013 επταμ., 1924/2014 επταμ., 1987/2015 επταμ., 1880/2015, 3719/2015 κ.ά.).
Ιστορικό της διαφοράς
5…… Κατά της πράξεως της Τελωνειακής Αρχής, ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή, με την οποία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι δεν συντρέχει η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ενδίκων λαθρεμπορικών παραβάσεων, ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για καταλογισμό των φορολογικών επιβαρύνσεων για τις φορολογικές παραβάσεις έχει υποκύψει στην τριετή παραγραφή του άρθρου 86 παρ. 5 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, ότι ο προσδιορισμός του ύψους των ενδίκων πολλαπλών τελών του άρθρου 150 παρ. 1 του ν. 2960/2001, που προβλέπουν την επιβολή του τριπλάσιου των διαφυγόντων δασμών και φόρων πολλαπλού τέλους, αντίκειται στην αρχή αναλογικότητας. Η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή μόνο κατά το μέρος, που αφορούσε την επιβολή προστίμου για τις αποδοθείσες στον αναιρεσείοντα απλές τελωνειακές παραβάσεις, ενώ απερρίφθη για τα υπόλοιπα κεφάλαια και ως προς την μη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως της λαθρεμπορικής παραβάσεως, με την αιτιολογία ότι μετά από την εκτίμηση όλων των στοιχείων που παρατίθενται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, “…το Δικαστήριο πείθεται ότι σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις εφοδιασμών κατά τις οποίες διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ των ποσοτήτων καυσίμων που καταμετρήθηκαν από τον ογκομετρητή του δεξαμενόπλοιου και εκείνων που αναφέρονται στις οικείες Α.Ε.Π. ως πράγματι παραδοθείσες στα δικαιούχα ατελείας πλοία, οι μεν επί πλέον καταμετρηθείσες ποσότητες διοχετεύθηκαν παράνομα από το δεξαμενόπλοιο σε άλλη χρήση, οι δε ποσότητες που φαίνονταν ότι είχαν παραδοθεί ατελώς χωρίς να καταμετρηθούν δεν είχαν αγοραστεί ούτε κατέχονταν νόμιμα, με συνέπεια σε κάθε περίπτωση να υπήρχε κατά τρόπο που συνιστά παράβαση λαθρεμπορίας, διαφυγή των αναλογουσών φορολογικών επιβαρύνσεων. Το ίδιο ισχύει και για την ως άνω υπό στοιχ. ΣΤ περίπτωση της εγγραφής στο βιβλίο γέφυρας του δεξαμενόπλοιου ποσότητας 15.000 λίτρων πετρελαίου για παραλαβή από το πλοίο ΕΤΖΙΑΝ VI, που όμως δεν εμφανίζεται στα βιβλία φορολογικής αποθήκης και ΣΔΕ αυτού, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω ποσότητα παραλήφθηκε και διατέθηκε χωρίς την έγκριση της Υπηρεσίας και χωρίς την έκδοση των απαιτούμενων παραστατικών…”.
Απαράδεκτοι οι λόγοι αναίρεσης περί πλημμελούς ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 142, 150 και 155 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001)
6… η αναιρεσείουσα προβάλλει πλημμελή ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 142, 150 και 155 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001). Παράλληλα, διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι «[…] ο λόγος αυτός […] προβάλλεται παραδεκτώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, δεδομένου ότι η κρίση του δικάσαντος Δικαστηρίου βρίσκεται σε αντίθεση προς την πάγια νομολογία του [Συμβουλίου της Επικρατείας] ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα κατά τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της λαθρεμπορικής παράβασης (υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι δεν πρέπει να αποδειχθεί η θέση του προϊόντος στην κατανάλωση, αλλά ότι αρκεί η διαπίστωση εσφαλμένων και ασυνεπών ενδείξεων στο μετρητή καυσίμου του Δ/Ξ [… και υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι δεν απαιτείται να αποδειχθεί η πραγματική γνώση περί των ενεργειών και πράξεων που στοιχειοθετούν τη λαθρεμπορία, αλλά αρκεί η γενική και αόριστη δυνατότητα γνώσης – «ευθύνη» και «δυνατότητα ελέγχου] καθώς και του βάρους απόδειξης συνδρομής των στοιχείων που τη συγκροτούν (υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι αυτό βαρύνει τους εμπλεκομένους και όχι την τελωνειακή αρχή) [και πάντως] υπό τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν υφίσταται ad hoc νομολογία.». Ωστόσο, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν διατύπωσε, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, κρίση ότι «[…] δεν πρέπει να αποδειχθεί η θέση του προϊόντος στην κατανάλωση, αλλά […] αρκεί η διαπίστωση εσφαλμένων και ασυνεπών ενδείξεων στο μετρητή καυσίμου του Δ/Ξ», αλλά, εκτιμώντας διάφορα πραγματικά δεδομένα, πείσθηκε για το ότι, όπως ήδη εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, σε όλες τις επίδικες «[…] περιπτώσεις εφοδιασμών, κατά τις οποίες διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ των ποσοτήτων καυσίμων που καταμετρήθηκαν από τον ογκομετρητή του δεξαμενόπλοιου και εκείνων που αναφέρονται στις οικείες Α.Ε.Π. ως πράγματι παραδοθείσες στα δικαιούχα ατέλειας πλοία, οι μεν επιπλέον καταμετρηθείσες ποσότητες διοχετεύθηκαν παράνομα από το δεξαμενόπλοιο σε άλλη χρήση [δηλαδή, στην εσωτερική κατανάλωση], οι δε ποσότητες που φαίνονταν ότι είχαν παραδοθεί ατελώς χωρίς να καταμετρηθούν δεν είχαν αγοραστεί ούτε κατέχονταν νόμιμα, με συνέπεια σε κάθε περίπτωση να υπήρχε, κατά τρόπο που συνιστά παράβαση λαθρεμπορίας, διαφυγή των αναλογουσών φορολογικών επιβαρύνσεων […]». Επίσης, το Εφετείο δέχθηκε ότι, για τη στοιχειοθέτηση της λαθρεμπορίας απαιτείται, μεταξύ άλλων, γνώση του τελούντος την τελωνειακή παράβαση ή του συμμετέχοντος σε αυτήν ότι με τις ενέργειες ή παραλείψεις του και την εν γένει συμπεριφορά του το Δημόσιο θα αποστερηθεί από τους ανήκοντες σε αυτό δασμούς και φόρους και ουδόλως έκρινε ότι δεν απαιτείται να αποδειχθεί τέτοια γνώση ούτε, άλλωστε, μπορεί να συναχθεί τούτο από την κρίση του περί μη εσφαλμένης απόδοσης των παραβάσεων «[…] σε εκείνα τα φυσικά πρόσωπα που εκ των πραγμάτων είχαν την ευθύνη και τη δυνατότητα ελέγχου των εφοδιασμών που πραγματοποιούσε το δεξαμενόπλοιο, μεταξύ των οποίων στον προσφεύγοντα (ήδη αναιρεσείοντα), ως νόμιμο εκπρόσωπο της ναυλώτριας εταιρίας) […]». Εξάλλου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κρίση ότι ο ήδη αναιρεσείων έφερε το βάρος να αποδείξει ότι δεν στοιχειοθετούνται οι αποδοθείσες εις βάρος του παραβάσεις λαθρεμπορίας, αλλά το δικάσαν Εφετείο, κατ’ εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση για τη διάπραξή τους, χωρίς να προβεί συναφώς σε κατανομή του βάρους απόδειξης μεταξύ των διαδίκων, όπως την υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Συνεπώς, με τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως δεν τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά κατ’ ουσίαν αμφισβητούνται η πληρότητα της αιτιολογίας της και οι περί τα πράγματα κρίσεις του δικάσαντος Εφετείου. Με τα δεδομένα αυτά, ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, βάσει της προεκτεθείσας διάταξης του άρ. 53 παρ. 3 του π.δ 18/1989 (ΣτΕ 3719/2015).
Απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης περί πλημμελειών της αιτιολογίας της αναιρεσιβάλλομενης απόφασης
7…. ο αναιρεσείων προβάλλει περαιτέρω και διάφορες άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της ένδικης λαθρεμπορικής παραβάσεως. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου επί του ζητήματος κατά πόσον τα συγκεκριμένα στοιχεία που αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ήταν επαρκή και ικανά να τεκμηριώσουν την κρίση του Εφετείου περί στοιχειοθετήσεως λαθρεμπορίας. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ.3 του π.δ.18/1989, διότι δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο ζήτημα ερμηνείας κανόνα δικαίου που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, αλλά σε ζητήματα αιτιολογίας αυτής, συνδεόμενα με το πραγματικό της υποθέσεως (ΣτΕ 3719/2015).
Παραίτηση από τους λόγους αναίρεσης περί πλημμελούς ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος
8.… προβάλλεται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως πλημμελής ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των αρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος (αρχή αναλογικότητας) και με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεωςεσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του αρ. 86 παρ. 5 του ν. 2362/1996 (Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού) ως προς την παραγραφή του δικαιώματος επιβολής διαφυγόντων δασμών και φόρων. Από τους ως άνω, όμως, τρίτο και τέταρτο λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων παραιτήθηκε με το από 8.1.2020 υπόμνημα μετά την συζήτηση της υποθέσεως και εντός της χορηγηθείσης από το Δικαστήριο προθεσμίας υποβολής υπομνήματος.
Πρόσθετος λόγος αναίρεσης περί εφαρμογής της αρχής ne bis in idem από το αναιρετικό δικαστήριο, επειδή μετά την δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και την άσκηση της αίτησης αναίρεσης δημοσιεύθηκε αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου
9…. με το από …. δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται το πρώτον λόγος για εφαρμογή της αρχής ne bis in idem από το παρόν Δικαστήριο, για τον λόγο ότι, μετά την δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (29.11.2012) και την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως (10.4.2013), δημοσιεύθηκε την 24.5.2013 η υπ’ αριθμ. 305/2013 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 8.1.2014 καιμε την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε “…κατά πλειοψηφία αθώος της αποδιδόμενης σ’ [αυτόν] και στους συγκατηγορούμενούς μου … νόθευσης εγγράφου κατά την διάρκεια προκαταρκτικής εξετάσεως από τους ελεγκτές του Ζ΄ Τελωνείου Επίβλεψης Συγκροτημάτων Πειραιώς για τη διακρίβωση της σύννομης διακίνησης 6.046.500 λίτρων καυσίμων τα οποία προορίζονταν για εφοδιασμούς διακαιούχων ατελείας πλοίων και φέρονταν να μην είχαν παραδοθεί, με σκοπό την πρόκληση ζημίας στο Δημόσιο δια της αποφυγής καταβολής των αναλογουσών στην προαναφερομένη ποσότητα πετρελαίου δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων συνολικού ποσού 2.120.404,77 ευρώ…”. Για το παραδεκτό του προσθέτου λόγου ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι στηρίζεται σε όλως οψιγενή περιστατικά, τα οποία δεν ήταν γνωστά, ούτε μπορούσαν να προβληθούν με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, και ότι, συνεπώς, παραδεκτώς προβάλλεται, το πρώτον, με δικόγραφο προσθέτων λόγων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ακύρωση της επιβληθείσης σε βάρος του διοικητικής κύρωσης ότι, κατ΄ εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, σε περίπτωση, κατά την οποία έχει ολοκληρωθεί αμετακλήτως πρώτη η ποινική δίκη, η δεύτερη διαδικασία κατά του ίδιου προσώπου τερματίζεται με την έκδοση αποφάσεως, η οποία ακυρώνει την επιβληθείσα σε βάρος του διοικητική κύρωση. Προβάλλεται, τέλος, ότι ως προς το ζήτημα αυτό υφίσταται νομολογία τόσο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣΤΕ 3182/2010, 1992/2016 7μ., 167-9/2017 7μ., 680/2017 7μ., 2987/2017) όσο και του ΕΔΔΑ (Καπετάνιος κατά Ελλάδος του 2015, Α και Β κατά Νορβηγίας του 2016).
Ανάλυση της απόφασης ΣτΕ 1887/2018 και της αρχής ne bis in idem κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ και το άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
10… με τη σκέψη 4 της απόφασης 1887/2018 της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν τα ακόλουθα: “[T]ο άρθρο 4 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 1705/1987 (Α΄ 89) 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Π.Π.) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, κατ’ αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., 175/2018, 2987/2017 7μ., 680/2017 7μ., 167-169/2017 7μ., 1992/2016 7μ. κ.ά.). Ειδικότερα, η δεύτερη διαδικασία πρέπει να αφορά στο ίδιο ιστορικό γεγονός με την πρώτη (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., ΑΠ Ολομ. 1/2011), ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 10.2.2009, 14939/03, Zolotukhin κατά Ρωσίας, σκ. 84 – πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 34-38). Όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., 2987/2017 7μ., 680/2017 7μ., 167-169/2017 7μ., 1992/2016 7μ., 284/2018, 3174, 1778/2017, κ.ά.), ενόψει και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ Ruotsalainen κατά Φινλανδίας της 16.6.2009, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος της 30.4.2015, Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος της 9.6.2016 και Α και Β κατά Νορβηγίας της 15.11.2016, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Εξάλλου, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής, Χάρτης) ορίζει, στο άρθρο 50, ότι «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική [αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο» και, στο άρθρο 52 παρ. 1, ότι «1. Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων”. Οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη έχουν ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., 1102-1104/2018 7μ., ΔΕΕ μειζ. Συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 60-62), λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι (α) κατά το άρθρο 50 του Χάρτη, ο «ποινικός» χαρακτήρας των διοικητικών κυρώσεων εκτιμάται βάσει κριτηρίων παρόμοιων με τα κριτήρια Engel που έχει υιοθετήσει το ΕΔΔΑ και, κατ’ ακολουθίαν, έχουν «ποινική» φύση διοικητικά πρόστιμα (όπως το ένδικο πολλαπλό τέλος), σημαντικού ύψους, που επιβάλλονται για την καταστολή παραβάσεων της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας (βλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-514/15, Menci, σκ. 26-33) και (β) κατά τα ανωτέρω άρθρα του Χάρτη, η εξακολούθηση διαδικασίας ή δίκης για την επιβολή τέτοιου («ποινικής» φύσης) διοικητικού προστίμου βαίνει, καταρχήν, προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολέμησης της δασμοφοροδιαφυγής και της είσπραξης των οφειλόμενων φόρων ή/και δασμών, εφόσον υπάρχει είτε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η επίμαχη φορολογική παράβαση (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, EU:C:2018:192, σκ. 33-34 και 41-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52) είτε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή δυνάμενη να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA και άλλοι, EU:C:2018:193, σκ. 48 και 57-59, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52), λαμβανομένου υπόψη ότι ο αποκλεισμός της σώρευσης ποινικής και διοικητικής (δίωξης και) κύρωσης, δυνάμει της ενωσιακής αρχής ne bis in idem, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η κύρωση που επιβλήθηκε στο πλαίσιο της πρώτης αμετακλήτως περατωθείσας διαδικασίας (σε υπόθεση όπως η παρούσα, η ποινική) είναι αποτελεσματική, ανάλογη της παράβασης και αποτρεπτική (βλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson, σκέψη 36).”.
Ανάλυση της απόφασης ΣτΕ 2403/2015 και της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών κατά το ενωσιακό δίκαιο και κατά την ΕΣΔΑ – Σε περίπτωση αδυναμίας επίκλησης ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ΔΕφ της ύπαρξης αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης, προς στήριξη της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της αρχής της αποτελεσματικότητας και παραδεκτής προβολής αντίστοιχου λόγου αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής αυτής, το πρώτον ενώπιον του ΣτΕ
11… στις σκέψεις 7, 12 και 13 της απόφασης ΣτΕ 2403/2015 της πενταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου κρίθηκαν τα εξής: “7. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας και του άρθρου 5 (παρ. 2 και 4) του ΚΔΔ, το αμετάκλητο τυχόν προηγηθείσας σχετικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη από το διοικητικό δικαστήριο μόνον όταν του προβάλλεται προσηκόντως εκ μέρους ενός των διαδίκων, αυτεπαγγέλτως δε, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 4, μόνον «εφόσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας». Συνεπώς, όταν μεταξύ των στοιχείων υπόθεσης περιλαμβάνεται απόφαση πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου ποινικού δικαστηρίου και δεν προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι αυτή κατέστη αμετάκλητη, το διοικητικό δικαστήριο καμία υποχρέωση δεν έχει να εκδώσει προδικαστική απόφαση προκειμένου να διαπιστώσει μην τυχόν κατέστη αμετάκλητη (βλ. ΣτΕ 1522/2010 επταμ., 2951/2013, 4610/2013, 486/2014, 1879/2014, 421/2014 εν συμβ., 2375/2013 εν συμβ. κ.ά.). Συναφώς επισημαίνεται ότι δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από τις επιταγές της ΕΣΔΑ και του ενωσιακού δικαίου που μνημονεύονται στις σκέψεις 5 και 6, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αρχή αυτή, απόκειται καταρχήν σε κάθε κράτος μέλος να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες κατ’ εφαρμογή των οποίων παρέχεται έννομη προστασία των προβλεπόμενων από το ευρωπαϊκό δίκαιο ουσιαστικών δικαιωμάτων των ιδιωτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί, αφενός, δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες ένδικες προσφυγές βάσει του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί το ευρωπαϊκό δίκαιο (αρχή της αποτελεσματικότητας). Η εν λόγω αρχή όχι μόνο διακηρύσσεται παγίως στη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ήδη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΚ/ΔΕΕ – βλ. λ.χ. αποφάσεις Van Schijndel και van Veen, C-430/93 και C-431/93, EU:C:1995:441, σκέψη 17· Unibet, C-432/05, EU:C:2007:163, σκέψεις 39 και 43, καθώς και van der Weerd κ.λπ., C-222/05 έως C-225/05, EU:C:2007:318, σκέψη 28), αλλά συνάγεται με σαφήνεια και από την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ κατά την οποία ο αιτών υποχρεούται, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησής του (άρθρ. 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), να έχει διατυπώσει κατ’ ουσίαν το οικείο παράπονό του στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, τηρώντας τις προθεσμίες και λοιπές τυπικές απαιτήσεις του εθνικού δικαίου και, περαιτέρω, οφείλει να έχει χρησιμοποιήσει κάθε δικονομική δυνατότητα που του χορηγεί η εσωτερική έννομη τάξη και η οποία είναι ικανή να αποτρέψει την (προβαλλόμενη) παραβίαση των δικαιωμάτων του από την ΕΣΔΑ [βλ. λ.χ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ Cardot v. France, 19.3.1991, σκέψη 34· Akdivar and Others v. Turkey (μειζ. συνθ.), 16.9.1996 (21893/93), σκέψη 66· Vučković and Othersv. Serbia (μειζ. συνθ.), 25.3.2014 (17153/11 κ.λπ.), σκέψη 72 και Yurtsever and Others v. Turkey, 20.1.2015 (14946/08 κ.λπ.), σκέψη 85]. Ειδικότερα, η ανωτέρω αρχή, που ισχύει, μεταξύ άλλων, για τους κανόνες περί απόδειξης και περί βάρους απόδειξης στις τελωνειακές διαφορές (βλ. ΔΕΕ Unitrading, C-437/13, EU:C:2014:2318, σκέψεις 27 και 33· Direct ParcelDistribution Belgium, C-264/08, EU:C:2010:43, σκέψεις 33 και 34), καλύπτει και το ζήτημα της μη αυτεπάγγελτης εξέτασης από τον εθνικό δικαστή της συνδρομής ορισμένου πραγματικού ή νομικού στοιχείου, όπως ο αμετάκλητος χαρακτήρας σχετικής ποινικής απόφασης, που συνιστά προϋπόθεση για την εφαρμογή διατάξεων του ενωσιακού δικαίου ή της ΕΣΔΑ και την οποία δεν επικαλούνται ή/και δεν αποδεικνύουν οι διάδικοι που έχουν συμφέρον προς τούτο. Πράγματι, ενόψει των αναγκών προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας του αντιδίκου, διασφάλισης της ομαλής διεξαγωγής της δίκης και αποφυγής καθυστερήσεων συμφυών προς τη διερεύνηση τέτοιων στοιχείων, η προαναφερόμενη αρχή της αποτελεσματικότητας (του ευρωπαϊκού δικαίου) δεν επιβάλλει στον εθνικό δικαστή την υποχρέωση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή τους (πρβλ. τις προαναφερόμενες αποφάσεις του ΔΕΚ Van Schijndel και van Veen, σκέψεις 19-22, καθώς και van der Weerd, σκέψεις 33-42), τούτο δε ισχύει, ιδίως, στο πεδίο των φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, όπου η κατά το δυνατόν ταχεία επίλυσή τους από τον δικαστή, η οποία, άλλωστε, συνιστά επιταγή του αρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (βλ. λ.χ. ΕΔΔΑ 21.5.2015, 53723/13, Zavodnik v. Slovenia, σκέψη 72, στην οποία σημειώνεται ότι το άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ απαιτεί από τα κράτη μέλη τη θέσπιση δικονομικών ρυθμίσεων που να εξυπηρετούν την ανάγκη ταχείας και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης), έχει μεγάλη σημασία για τη δημοσιονομική διαχείριση και την εν γένει οικονομική ζωή της χώρας (πρβλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.). Συνεπώς, σε υπόθεση, όπως η παρούσα, όπου άλλωστε οι αιτούντες δεν προβάλλουν (και, δη, κατά τρόπο ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο) ότι ήταν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η επίκληση και η τεκμηρίωση ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου του αμετακλήτου της οικείας αθωωτικής ποινικής απόφασης, προς στήριξη της άσκησης των ως άνω θεμελιωδών δικαιωμάτων τους από το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της αρχής της αποτελεσματικότητας. Επιπλέον, δεν γεννάται αμφιβολία ως προς την τήρηση και της ανωτέρω αρχής της ισοδυναμίας, καθώς η επίμαχη ρύθμιση του ΚΔΔ εφαρμόζεται γενικά στα ένδικα βοηθήματα και μέσα, ανεξαρτήτως του εάν (τα προβαλλόμενα με αυτά παράπονα) στηρίζονται στο εσωτερικό ή στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Συνεπώς, ο προαναφερόμενος εθνικός δικονομικός κανόνας, κατά τον οποίο το διοικητικό δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το τυχόν αμετάκλητο της οικείας ποινικής απόφασης, είναι συμβατός με το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και με την ΕΣΔΑ. […]. 12. Επειδή, περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι, ακόμα κι αν το δικάσαν Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να εκδώσει προδικαστική απόφαση για το ανωτέρω ζήτημα του αμετακλήτου της οικείας αθωωτικής ποινικής απόφαση, πάντως, με βάση τα σχετικά στοιχεία που προσκομίζουν (με το από 2.2.2012 υπόμνημά τους) προς στήριξη της κρινόμενης αίτησής τους, το Συμβούλιο της Επικρατείας, «[…] ως αναιρετικό δικαστήριο, ενόψει της αποδεικνυόμενης ενώπιον αυτού αμετακλήτου αθωώσεως εμποδίζεται πλέον να επικυρώσει την απόφαση του ουσιαστικού δικαστηρίου, που αποδέχεται τη διάπραξη λαθρεμπορίας [διότι] η εφαρμογή της αποδεικνυόμενης οριστικοποίησης του τεκμηρίου αθωότητας […] επενεργεί αντικειμενικά απέναντι σε κάθε διοικητική ή δικαιοδοτική αρχή και στην περίπτωση της αναιρετικής διαδικασίας ανεξαρτήτως σφάλματος της ελεγχόμενης απόφασης [και συνεπώς] θα πρέπει να εξαφανισθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρωθεί η πληττόμενη δια της προσφυγής πράξη […]». Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί, αφενός, ως απαράδεκτος, διότι οι αναιρεσείοντες δεν αποδίδουν σφάλμα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά κατ’ ουσίαν επιχειρούν, δια της προσκόμισης απαραδέκτως το πρώτον κατ’ αναίρεση στοιχείων περί του προβαλλόμενου αμετακλήτου της επίμαχης ποινικής απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 4044/2013), να καλύψουν εκ των υστέρων την παράλειψή τους να επικαλεσθούν το αμετάκλητο και να υποβάλουν τα περί τούτου στοιχεία στο δικάσαν Εφετείο – παράλειψη την οποία, άλλωστε, ουδόλως δικαιολογούν, καθώς δεν προβάλλουν και, δη, τεκμηριωμένα ότι ήταν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η επίκληση και η προσκόμιση των σχετικών στοιχείων ενώπιον του Εφετείου […]. 13. Επειδή, προβάλλεται ότι το επίδικο πολλαπλό τέλος συνιστά κύρωση “ποινικής” φύσης και, συνεπώς, ενόψει της ως άνω (αθωωτικής) ποινικής απόφασης, η επιβολή του, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που το προβλέπουν, αντίκειται στο άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λόγος, καθ’ ερμηνεία του οποίου πλήσσεται η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί αυτοτέλειας της διοικητικής διαδικασίας και δίκης περί του πολλαπλού τέλους για παράβαση λαθρεμπορίας, σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στις σκέψεις 6 και 7, η κατοχυρωμένη στην ΕΣΔΑ και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει την παράλληλη διεξαγωγή “ποινικών” διαδικασιών κατά του ίδιου προσώπου και για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση και η εφαρμογή της από το διοικητικό δικαστήριο, λόγω σχετικής ποινικής δίκης, απαιτεί αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, στην προκείμενη δε περίπτωση το αμετάκλητο της οικείας 5970/2007 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (όπου μάλιστα σημειώνεται ότι δεν προέκυπτε καν ότι η ποινική απόφαση είχε καταστεί τελεσίδικη) ούτε οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν το αμετάκλητο και προσκόμισαν στοιχεία περί τούτου ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, το οποίο δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα (πρβλ. ΣτΕ 1879/2014, 421/2014 εν συμβ., 2375/2013 εν συμβ. κ.ά.) ούτε, άλλωστε, προβάλλεται (και, δη, τεκμηριωμένα) ότι ήταν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η επίκληση και η προσκόμιση στο Εφετείο των σχετικών στοιχείων, τα οποία απαραδέκτως προσκομίζονται το πρώτον κατ’ αναίρεση.”. Από τις παραπάνω κρίσεις της απόφασης ΣτΕ 2403/2015 συνάγεται ότι, εάν ο ασκών αίτηση αναίρεσης προβάλλει, κατά τρόπο ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο, ότι ήταν αδύνατη η επίκληση και η τεκμηρίωση ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου της ύπαρξης οικείας αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης, προς στήριξη της άσκησης του δικαιώματος που αντλεί από την αρχή ne bis in idem, κατάτο ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της αρχής της αποτελεσματικότητας και, περαιτέρω, ζήτημα παραδεκτής προβολής του ανωτέρω στοιχείου και αντίστοιχου λόγου αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Άρθρα 95 παρ. 1 στοιχ. β΄ Σ και άρθρο 56 πδ 18/1989
12…. στο άρθρο 95 του Συντάγματος ορίζεται ότι “1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Eπικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου. β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει.” […]. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 56 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), “1. Λόγοι αναιρέσεως είναι: α) Υπέρβαση καθηκόντων ή καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του διοικητικού δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. β) Μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεσή του. γ) Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. δ) Εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου που διέπει την επίδικη σχέση και ε) Ύπαρξη δύο ή περισσότερων τελεσίδικων αποφάσεων που είναι αντιφατικές μεταξύ τους στην ίδια υπόθεση και για τους ίδιους διαδίκους. 2. Λόγοι που αφορούν πλημμέλεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης επειδή δεν δόθηκε απάντηση σε ισχυρισμό που έχει προβληθεί απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, αν δεν τον περιγράφουν σαφώς και δεν παραπέμπουν συγκεκριμένως στο δικόγραφο με το οποίο έχει προβληθεί ο ισχυρισμός στο δικαστήριο της ουσίας.”.
Παραδεκτή προβολή λόγου αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου παρά την έλλειψη σφάλματος της απόφασης αυτής, εφόσον η σχετική ποινική απόφαση κατέστη αμετάκλητη μετά από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης
13. …. από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 95 (παρ. 1) του Συντάγματος και 56 του π.δ. 18/1989, προκύπτει ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως Αναιρετικό Δικαστήριο, ελέγχει νομικά σφάλματα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, οι εν λόγω βασικές διατάξεις του ημεδαπού δικονομικού συστήματος, ερμηνευόμενες, αφενός, κατά τρόπο “φιλικό” προς την ΕΣΔΑ (πρβλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ.) και, αφετέρου, σε αρμονία με τους προεκτεθέντες κανόνες του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και, ιδίως, με την αρχή της αποτελεσματικότητας (πρβλ. ΣτΕ Ολ 3470/2011), έχουν την έννοια ότι, εάν δεν ήταν δυνατή η λυσιτελής προβολή λόγου περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου, διότι η σχετική ποινική απόφαση κατέστη αμετάκλητη μετά από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης, ο αναιρεσείων μπορεί να προβάλει παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγο (αναίρεσης) περί παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem, μολονότι δεν υπάρχει σφάλμα (και πιθανότατα ούτε καν κρίση) της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ερμηνεία ή/και την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, διότι, σε τέτοια περίπτωση, πρόκειται για προβαλλόμενη οψιγενή (μεταγενέστερη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) νομική πλημμέλεια της επίδικης καταλογιστικής πράξης της φορολογικής/τελωνειακής Διοίκησης και η αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συνιστά την μόνη δικονομική δυνατότητα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο αναιρεσείων προκειμένου να αποτρέψει την (προβαλλόμενη) παραβίαση των δικαιωμάτων που έλκει από την αρχή ne bis in idem, το δε Συμβούλιο της Επικρατείας, έστω και ως Αναιρετικό Δικαστήριο, αποτελεί το μοναδικό δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας που μπορεί να θεραπεύσει την (προβαλλόμενη) παράβαση, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, κατά το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, στην προαναφερόμενη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της και ενόψει των παρατηρήσεων που προηγήθηκαν, (α) δεν έχει πεδίο εφαρμογής ratione materiae η παρατεθείσα στη σκέψη 3 διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, (β) ο λόγος αναιρέσεως περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem προβάλλεται παραδεκτώς με δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, έστω κι αν το εισαγωγικό δικόγραφο δεν περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, ενόψει της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, και (γ) εφόσον ο λόγος στηρίζεται σε πράγματα (αναγόμενα στο περιεχόμενο της οικείας αμετάκλητης ποινικής απόφασης, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει να αφορά στον ίδιο διάδικο και στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά με εκείνη για την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του η επίμαχη διοικητική κύρωση, που αποτελεί το αντικείμενο της διοικητικής δίκης) που δεν προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων βαρύνεται όχι μόνο να προσκομίσει στο Αναιρετικό Δικαστήριο αντίγραφο της οικείας ποινικής απόφασης και να τεκμηριώσει προσηκόντως το αμετάκλητο αυτής, αλλά και να επικαλεσθεί, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, προς υποστήριξη του λόγου (που προβάλλεται είτε με το εισαγωγικό δικόγραφο είτε με δικόγραφο προσθέτων λόγων) εκείνες τις κρίσεις της ποινικής απόφασης από τις οποίες προκύπτει, κατά την εκτίμησή του, η πλήρωση των αντίστοιχων προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, την οποία το αναιρεσίβλητο Δημόσιο μπορεί, πάντως, να αμφισβητήσει (με υπόμνημα που κατατίθεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση), αναφερόμενο, κατά τρόπο ειδικό, στο περιεχόμενο της οικείας ποινικής απόφασης. Εν προκειμένω, όμως, δεδομένου ότι ο τελευταίος (υπό στοιχ. γ) περιορισμός του δικαιώματος του αναιρεσείοντος για παροχή ένδικης προστασίας από το Αναιρετικό Δικαστήριο, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει του περιεχομένου της οικείας ποινικής απόφασης, δεν προέκυπτε μέχρι τούδε με σαφήνεια από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία γίνεται με την παρούσα απόφαση για πρώτη φορά δεκτή η δυνατότητα παραδεκτής προβολής λόγου αναιρέσεως περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, στην προαναφερόμενη περίπτωση, κρίνεται ότι είναι συγγνωστή η παράλειψη του αναιρεσείοντος (που, πάντως, προσκόμισε στο Δικαστήριο αντίγραφο της απόφασης 305/2013 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και στοιχεία περί του αμετάκλητου χαρακτήρα αυτής) να εκθέσει κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο τις κρίσεις της ποινικής απόφασης από τις οποίες προκύπτει η πλήρωση των αντίστοιχων προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής ne bis in idem και ότι, ενόψει του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, συντρέχει περίπτωση να του χορηγηθεί η δυνατότητα θεραπείας της εν λόγω παράλειψης, μέσω της κατάθεσης (και κοινοποίησης στο Δημόσιο) σχετικού δικογράφου προσθέτων λόγων [δηλαδή δικογράφου, στο οποίο, προς συμπλήρωση του ήδη κατατεθέντος από 15.10.2018 δικογράφου, θα εκτίθενται κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο οι κρίσεις της ποινικής απόφασης, από τις οποίες προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εν προκειμένω εφαρμογή της αρχής ne bis in idem], τουλάχιστον πλήρεις 15 ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης του Τμήματος.
14. … συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω, απορρίπτονται οι προβαλλόμενοι με το κύριο δικόγραφο λόγοι αναιρέσεως, αλλά το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεση, κρίνει ότι, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που αντιμετωπίσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη και ανέκυψαν ενόψει του … δικογράφου προσθέτων λόγων, η υπόθεση κατά τα λοιπά πρέπει, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989, να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση προς επίλυση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου