Στοιχειοθέτηση εγκλήματος απάτης. Παρεμπίπτουσα εξέταση από το ποινικό δικαστήριο ζητημάτων που έχουν σχέση με την ποινική δίκη ακόμη και όταν υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια. Η κρίση του επί των προδικαστικών αυτών ζητημάτων αστικής φύσης δεν δημιουργεί δεδικασμένο και δεν το δεσμεύει και η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, την οποία εκτιμά ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Δεδικασμένο στις ποινικές υποθέσεις πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου, έστω και αν δίδεται κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη. Δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέως πλημμελειοδικών με την οποία κατ’ άρθρο 43 παρ. 3 αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας υπάρχει όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά είτε όταν δεν δικαιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα. Δεν απαιτείται όμως για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σε αυτήν περιστατικά από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Αβάσιμος αναιρετικός λόγος περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τις αποδείξεις (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠοινΔ). Απορρίπτει αναίρεση Εισαγγελέα.
Αριθμός 484/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Ιωάννη Μαγγίνα, Μαρία Κουβίδου – Εισηγήτρια, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 9 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 162,201,259/2018 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς (Τριμελούς Κακουργημάτων). Με κατηγορούμενο τον … του …, κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΙΗ και πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. … και 4…., εκ των οποίων οι 1η, 2ος και 3ος, παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ι Ζ και η 4η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο, ως άνω, πληρεξούσιο δικηγόρο.
Το Εφετείο Πειραιώς (Τριμελές Κακουργημάτων), με την ως άνω απόφαση του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία ./24-6-2019 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου . και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ./2019.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο πρώτο του ν.4620/2019 (ΦΕΚ Α'96/11-6-2019) κυρώθηκε ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 585 του νέου Κ.Ποιν.Δ.). Κατά το άρθρο 589 παρ. 3 του νέου Κ.Ποιν.Δ, «Αποφάσεις και βουλεύματα που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται στα ένδικα μέσα και τις διατυπώσεις άσκησης τους που προέβλεπε ο καταργούμενος κώδικας ποινικής δικονομίας και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα». Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 505 παρ. 2, 473 παρ. 3, 479, 483 παρ. 3 του Κ.Ποιν .Δ., όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους με τον ν. 4620/2019 και εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 589 παρ. 3 του νέου Κ.Ποιν.Δ, ως ορίζουσες το επιτρεπτό του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τις διατυπώσεις άσκησης του, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 9-3-2018, ήτοι πριν την 1-7-2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 4620/2019, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται, προς το σκοπό επανόρθωσης τυχόν σφαλμάτων της απόφασης, . να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης, που εκδίδεται από οποιοδήποτε Δικαστήριο, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 24-6-2019 (ημέρα Δευτέρα) και με αριθμό έκθεσης ./2019 αίτηση αναίρεσης, που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με δήλωση στο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, ζητείται η αναίρεση της με αριθμ. 162, 201, 259/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, με την οποία ο κατηγορούμενος … του … κηρύχθηκε αθώος για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, άνω των 15.000,των 30.000, των 73.000 και των 120.000 ευρώ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός ενός μηνός από την καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, η οποία έλαβε χώρα στις 23-5-2019. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της, που αφορά στην έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ' του Κ.Ποιν.Δ),αφού οι δικαιούμενοι να υποβάλουν έγκληση για την παρούσα πράξη, … χήρα … και … ως κληρονόμοι επ' ωφελεία απογραφής του … κληρονόμου της αρχικώς πολιτικώς ενάγουσας μητέρας του …, με την από 26-9-2019 δήλωση τους, κατ' άρθρο 464 ΚΠΔ, δηλώνουν ότι επιθυμούν την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του κατηγορουμένου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, με βάση την οποία διώχθηκε ο κατηγορούμενος, "Όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων του παρελθόντος ή του παρόντος σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις ή η μη τήρηση συμβατικών υποχρεώσεων. Έτσι, το έγκλημα της απάτης τελεί αυτός που εμφανίζεται στον συμβολαιογράφο και πωλεί ξένο ακίνητο παραπλανώντας, τόσο αυτόν, όσο και τον αγοραστή που καταβάλλει το σχετικό τίμημα. Ακόμη, κατά τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 Ν.2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 Ν.4055/2012, του οποίου η ισχύς άρχισε, κατ' άρθρ. 113 αυτού, από 2-4-2012, ήτοι πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 9-3-2018, το προβλεπόμενο στις διατάξεις της περ. α' και β' της παρ.3 του άρθρου 386 Π.Κ. ποσό των 15.000 και 73.000 ευρώ, αντίστοιχα, αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των 30.000 και 120.000 ευρώ, αντίστοιχα. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για να είναι η απάτη κακούργημα κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, έπρεπε α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ.