Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΑΠ 484/2020 : "Αναίρεση Εισαγγελέα - Απάτη - Προδικαστικά ζητήματα αστικής φύσης - Τεκμήριο αθωότητας - Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία"




Στοιχειοθέτηση εγκλήματος απάτης. Παρεμπίπτουσα εξέταση από το ποινικό δικαστήριο ζητημάτων που έχουν σχέση με την ποινική δίκη ακόμη και όταν υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια. Η κρίση του επί των προδικαστικών αυτών ζητημάτων αστικής φύσης δεν δημιουργεί δεδικασμένο και δεν το δεσμεύει και η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, την οποία εκτιμά ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Δεδικασμένο στις ποινικές υποθέσεις πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου, έστω και αν δίδεται κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη. Δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέως πλημμελειοδικών με την οποία κατ’ άρθρο 43 παρ. 3 αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας υπάρχει όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά είτε όταν δεν δικαιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα. Δεν απαιτείται όμως για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σε αυτήν περιστατικά από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Αβάσιμος αναιρετικός λόγος περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τις αποδείξεις (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχδ΄ ΚΠοινΔ). Απορρίπτει αναίρεση Εισαγγελέα.

 

 Αριθμός 484/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

  

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Ιωάννη Μαγγίνα, Μαρία Κουβίδου – Εισηγήτρια, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 9 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 162,201,259/2018 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς (Τριμελούς Κακουργημάτων). Με κατηγορούμενο τον … του …, κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΙΗ και πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. … και 4…., εκ των οποίων οι 1η, 2ος και 3ος, παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ι Ζ και η 4η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο, ως άνω, πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Το Εφετείο Πειραιώς (Τριμελές Κακουργημάτων), με την ως άνω απόφαση του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία ./24-6-2019 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου . και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ./2019.

 

Αφού άκουσε

 

Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με το άρθρο πρώτο του ν.4620/2019 (ΦΕΚ Α'96/11-6-2019) κυρώθηκε ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 585 του νέου Κ.Ποιν.Δ.). Κατά το άρθρο 589 παρ. 3 του νέου Κ.Ποιν.Δ, «Αποφάσεις και βουλεύματα που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται στα ένδικα μέσα και τις διατυπώσεις άσκησης τους που προέβλεπε ο καταργούμενος κώδικας ποινικής δικονομίας και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα». Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 505 παρ. 2, 473 παρ. 3, 479, 483 παρ. 3 του Κ.Ποιν .Δ., όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους με τον ν. 4620/2019 και εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 589 παρ. 3 του νέου Κ.Ποιν.Δ, ως ορίζουσες το επιτρεπτό του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τις διατυπώσεις άσκησης του, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 9-3-2018, ήτοι πριν την 1-7-2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 4620/2019, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται, προς το σκοπό επανόρθωσης τυχόν σφαλμάτων της απόφασης, . να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης, που εκδίδεται από οποιοδήποτε Δικαστήριο, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 24-6-2019 (ημέρα Δευτέρα) και με αριθμό έκθεσης ./2019 αίτηση αναίρεσης, που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με δήλωση στο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, ζητείται η αναίρεση της με αριθμ. 162, 201, 259/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, με την οποία ο κατηγορούμενος … του … κηρύχθηκε αθώος για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, άνω των 15.000,των 30.000, των 73.000 και των 120.000 ευρώ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός ενός μηνός από την καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, η οποία έλαβε χώρα στις 23-5-2019. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της, που αφορά στην έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ' του Κ.Ποιν.Δ),αφού οι δικαιούμενοι να υποβάλουν έγκληση για την παρούσα πράξη, … χήρα … και … ως κληρονόμοι επ' ωφελεία απογραφής του … κληρονόμου της αρχικώς πολιτικώς ενάγουσας μητέρας του …, με την από 26-9-2019 δήλωση τους, κατ' άρθρο 464 ΚΠΔ, δηλώνουν ότι επιθυμούν την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του κατηγορουμένου.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, με βάση την οποία διώχθηκε ο κατηγορούμενος, "Όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων του παρελθόντος ή του παρόντος σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις ή η μη τήρηση συμβατικών υποχρεώσεων. Έτσι, το έγκλημα της απάτης τελεί αυτός που εμφανίζεται στον συμβολαιογράφο και πωλεί ξένο ακίνητο παραπλανώντας, τόσο αυτόν, όσο και τον αγοραστή που καταβάλλει το σχετικό τίμημα. Ακόμη, κατά τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 Ν.2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 Ν.4055/2012, του οποίου η ισχύς άρχισε, κατ' άρθρ. 113 αυτού, από 2-4-2012, ήτοι πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 9-3-2018, το προβλεπόμενο στις διατάξεις της περ. α' και β' της παρ.3 του άρθρου 386 Π.Κ. ποσό των 15.000 και 73.000 ευρώ, αντίστοιχα, αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των 30.000 και 120.000 ευρώ, αντίστοιχα. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για να είναι η απάτη κακούργημα κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, έπρεπε α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ.

 

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

ΜονΠρωτΑΘ 94/20 : ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΡΗΤΡΑ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 94/2020 : ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΡΗΤΡΑ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. Περίπτωση εργαζομένου σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής και διακίνησης προϊόντων λογισμικού, ο οποίος μετά την παραίτησή του από την ως άνω επιχείρηση προσελήφθη από επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον ίδιο τομέα, παραβιάζοντας τη ρήτρα που είχε συμφωνήσει με την προηγούμενη εργοδότριά του, ήτοι να μην απασχοληθεί σε ανταγωνιστική επιχείρηση για ένα έτος από τη λύση της σύμβασης εργασίας του. Κρίθηκε ότι η εν λόγω ρήτρα είναι ισχυρή και δεν αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ. Κατάπτωση ποινικής ρήτρας -  Το Δικαστήριο κρίνει ότι η ποινική ρήτρα που συμφωνήθηκε στην προκείμενη περίπτωση είναι υπέρμετρη και για το λόγο αυτό πρέπει να μειωθεί αυτή στο προσήκον μέτρο. Εν μέρει δεκτή η αγωγή


Δικαστής : Ηλίας Γιολλάκης Πρωτοδίκης

Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 ν. 146/1914, «Απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικός ή γεωργικός συναλλαγάς πάσα προς το σκοπόν ανταγωνισμού γινομένη πράξις, αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη», ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου «ο παραβάτης δύναται να εναχθή προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας».
Από τη διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει τη γενική αρχή της απαγόρευσης στις παραπάνω συναλλαγές, εκτός των ειδικών περιπτώσεων που αναφέρονται στο νόμο περί αθέμιτου ανταγωνισμού, πράξης αντίθετης στα χρηστά ήθη, προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι, πρώτον, μία πράξη η οποία γίνεται στα πλαίσια των εμπορικών, βιομηχανικών ή γεωργικών συναλλαγών, δεύτερον η πράξη αυτή να γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και, τρίτον, η πράξη αυτή να αντίκειται στα χρηστά ήθη. Η δεύτερη από τις παραπάνω προϋποθέσεις ερμηνεύεται ευρέως, γίνεται μάλιστα δεκτό ότι ένας επαγγελματίας λειτουργεί ανταγωνιστικά όχι μόνον όταν ενεργεί με πρόθεση να διευρύνει τη δική του πελατεία, αλλά και όταν ενεργεί με πρόθεση να διευρύνει την πελατεία ενός τρίτου. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι η πρόθεση ανταγωνισμού δεν είναι αναγκαίο να αποτελεί και τον αποκλειστικό σκοπό τέλεσης μίας πράξης.
Η ενεργεία που γίνεται για την επίτευξη του ανταγωνιστικού σκοπού αποτελεί την «πράξη ανταγωνισμού». Η τελευταία προϋποθέτει την ύπαρξη «σχέσης ανταγωνισμού». Πρόκειται για την κατάσταση έντασης που υφίσταται μεταξύ δύο τουλάχιστον ανταγωνιζομένων, οι οποίοι επιδιώκουν να προτιμηθούν τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες τους από έναν πελάτη. Ουσιώδης προϋπόθεση δηλαδή για να υπάρχει σχέση ανταγωνισμού είναι η ύπαρξη του αυτού κύκλου πελατών. Αντίθεση της πράξης στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν αυτή προσκρούει στο αίσθημα και στην αντίληψη κάθε ορθά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου, μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο εκδηλώνεται η αθέμιτη πράξη, δηλαδή όταν χρησιμοποιούνται τρόποι και μέσα αντίθετα προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η σχετικότητα των ενοχικών σχέσεων δεν επιτρέπει την προστασία του συμβαλλομένου έναντι προσβολών των δικαιωμάτων του από τρίτους παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η παράβαση συμβατικών δεσμεύσεων, ενόψει ανταγωνιστικών σκοπών, δεν είναι χωρίς άλλο αθέμιτη. Για να χαρακτηρισθεί αθέμιτη, πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις που να στοιχειοθετούν τον αθέμιτο χαρακτήρα της συμβατικής παράβασης. Η απόσπαση πελατείας, που αποτελεί πολύτιμο αγαθό της επιχείρησης, και η εκμετάλλευση ξένης φήμης και οργάνωσης μπορεί, με τη συνδρομή ειδικών συνθηκών, να είναι αθέμιτες (βλ. Α.Π. 613/2009 «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 1123/2002 ΕλλΔνη 45, 85, Α.Π. 79/2001 ΕλλΔνη 42, 904, Εφ.Αθ. 5131/2011 ΔΕΕ 2012, 24, Εφ.Αθ. 969/2011 ΔΕΕ 2011, 789, Εφ.Αθ. 193/2009 ΔΕΕ 2010, 554, Εφ.Αθ. 3594/2608 ΔΕΕ 2009, 50, Τσιμπανούλης, σε: Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Νικ. Ρόκα, άρθρο 1, Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, έκδ. 1986, Μιχ.-Θεόδ. Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Καραβά-Δελούκα, ΝοΒ 10, επ., Αλεξανδρίδου, Αθέμιτος Ανταγωνισμός και προστασία του καταναλωτή, 1978).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 652 Α.Κ., ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση πίστης, η οποία αποτελεί εξειδίκευση του γενικού κανόνα της καλής πίστης (άρθρο 288 Α.Κ.) και καλύπτει και τις παρεπόμενες υποχρεώσεις, που απορρέουν από την όλη δομή της εργασιακής σχέσης. Η υποχρέωση πίστης αποτελεί υποχρέωση του εργαζόμενου να αποφεύγει κάθε βλαπτική ενέργεια σε βάρος του εργοδότη (αρνητικός ορισμός), επιβάλλει επιμελή και καλόπιστη εκπλήρωση της σύμβασης εργασίας και περιλαμβάνει δέσμη επί μέρους υποχρεώσεων, που ποικίλλουν αναλόγως του αντικειμένου της σύμβασης εργασίας. Τέτοιες ειδικότερες υποχρεώσεις είναι κυρίως η υποχρέωση εχεμύθειας, η υποχρέωση μη παράλληλης απασχόλησης σε άλλον εργοδότη και η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού. Ειδικότερα δε, υποχρεούται να μην προβαίνει σε ενέργειες που φέρουν χαρακτήρα αθέμιτου ανταγωνισμού κατά του εργοδότη, όπως είναι και η για δικό του λογαριασμό, εν αγνοία του εργοδότη, άσκηση εμπορικών εργασιών όμοιων με τις εργασίες της επιχείρησης όπου εργάζεται, γιατί ισχύει και εδώ η διάταξη του άρθρου 1 εδ. ια του ν. 146/1914.
Η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού μπορεί να γίνει και αντικείμενο ρητού όρου (: κοινώς, ρήτρα) της εργασιακής σχέσης. Η ρήτρα αυτή θεωρείται καταρχήν έγκυρη. Όταν όμως περιορίζει τη μελλοντική επαγγελματική δραστηριότητα του εργαζομένου, το κύρος της ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού εξαρτάται από τη διάρκεια της ισχύος της, την έκτασή της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύτηκε, και την παροχή από τον εργοδότη ανάλογης αντιπαροχής προς τη συμβατική δέσμευση του εργαζομένου. Με την έννοια αυτή, μπορεί να συμφωνηθεί ότι απαγορεύεται η ανταγωνιστική δραστηριότητα του εργαζομένου είτε με τη μορφή ανταγωνιστικών πράξεων από αυτόν, είτε με τη μορφή της πρόσληψής του σε άλλον ανταγωνιστή εργοδότη, είτε με τη μορφή της άσκησης από αυτόν όμοιας, ανταγωνιστικής δραστηριότητας προς εκείνη του πρώην εργοδότη του. Πάντως, οι όροι της σύμβασης εργασίας (απαγόρευση μελλοντικού ανταγωνισμού, μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας) είναι έγκυροι και δεσμευτικοί για τον εργαζόμενο εάν και εφόσον, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης, αφενός δεν καταλύουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της εργασίας και το εξίσου κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής ή επαγγελματικής δράσης του εργαζομένου, αφετέρου δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 Α.Κ., δηλαδή δεν περιέχουν υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του εργαζομένου και δεν αντίκεινται γενικώς στα χρηστά ήθη. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, στην περίπτωση αυτή, κρίνεται από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, ενόψει και του συνόλου των περιστάσεων, που τη συνοδεύουν. Η κρίση για το εάν η συγκεκριμένη κάθε φορά ρήτρα συνιστά υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας του εργαζομένου εναπόκειται στο δικαστή, ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες, θα αξιολογήσει και θα σταθμίσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα των μερών. Κριτήρια που θα ληφθούν υπόψη είναι: α) η χρονική διάρκεια και ο τοπικός χαρακτήρας της απαγόρευσης, β) το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και γ) η ύπαρξη δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη (βλ. Α.Π. 1285/1984 ΕΕργΔ 1985, 575 επ., Χριστοφορίδη, ό.π.). Ειδικότερα, η ύπαρξη ειδικού οικονομικού ανταλλάγματος δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής ρήτρας, αλλά συνεκτιμάται ως κριτήριο τότε μόνο, όταν κρίνεται ότι οι λοιποί όροι της δέσμευσης, δηλαδή η χρονική διάρκεια, η χωρική έκταση και το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτουν στην ιδιωτική αυτονομία τα χρηστά ήθη (Δ. Ζερδελής, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, Αθήνα, 1999, I. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, 1995).

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

ΣτΕ (Δ') 1009/20 : ΑΕΠΙ - ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ - ΑΝΑΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΟΠΙ - ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Αίτηση ακύρωσης κατά της ΥΑ, με την οποία ανατέθηκε εκτάκτως και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, η διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των δικαιούχων της ΑΕΠΙ ΑΕ, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε.


ΣτΕ (Δ') 1009/20 ΑΕΠΙ - ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ - ΑΝΑΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΟΠΙ - ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Αίτηση ακύρωσης κατά της ΥΑ, με την οποία ανατέθηκε εκτάκτως και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, η διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των δικαιούχων της ΑΕΠΙ ΑΕ, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε. Κρίθηκε ότι η ανάθεση στον ΟΠΙ, ως αρμόδιο φορέα επιφορτισμένο με την άσκηση της κρατικής εποπτείας επί των φορέων συλλογικής διαχείρισης, των εξαιρετικών αρμοδιοτήτων του άρθρου 45 του ν. 4531/18, δεν μετέτρεψε αυτόν σε επιχειρηματικό φορέα ανταγωνιστικό των λειτουργούντων φορέων συλλογικής διαχείρισης  και, ως εκ τούτου, οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως δεν αντίκειται και στη ΣΛΕΕ.  Αβάσιμοι και ο λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η ανάθεση της επίδικης δραστηριότητας στον ΟΠΙ οδηγεί σε κίνδυνο κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης και νόθευσης της δομής της αγοράς. Απορρίπτει την αίτηση - Δέχεται τις παρεμβάσεις. Δες και την υπ' αρ. ΓνωμΝΣΚ 47/20 ]


ΑΡΙΘΜΟΣ 1009/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Μ. Καραμανώφ, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Χ. Μπολόφη, Δ. Μαυροπόδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους.
Για να δικάσει την από 22 Οκτωβρίου 2018 αίτηση:του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης με την επωνυμία «..................................», που εδρεύει στην Αθήνα (Κοραή 3), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: 1) ΔΤ (Α.Μ. ), β) ΝΚ (Α.Μ. ) και γ) ΑΠ (Α.Μ. ), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο οποίος παρέστη με τον ΕΗ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά των παρεμβαινόντων: Α. 1) «.........................»,......................., 74) ....................... ΕΠΕ, που εδρεύει στο .............................. Αττικής (...........................), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, και ....................., 2) ......................., 3) ...................., 4) ....................., οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο ................................, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 5) .........................., ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2019 για τη νομιμοποίησή του, 6) .........................., ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών Οργανισμός επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 262844/18408/13772/689/4.6/2018 (ΦΕΚ Β΄ 2085/7.6.2018) απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου .........................
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους του αιτούντος Οργανισμού, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του ΟΠΙ, τον δικηγόρο των παρεμβαινόντων που παρέστησαν και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει κατατεθεί το κατά νόμον παράβολο (υπ’ αριθ. ........., ......../2018 και ......../2018 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α´).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ' αρ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΔΥΗΔ/ΔΔΑΔ/ΤΔΥΕΦ 262844/18408/13772/689/4.6.2018 αποφάσεως της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (Β΄ 2085/7.6.2018), με την οποία ανατέθηκε, σύμφωνα με το άρθρου 51Α του ν. 4481/2017, εκτάκτως και για χρονικό διάστημα δύο ετών στο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας” (Ο.Π.Ι.) η διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των δικαιούχων-μελών της ανεξάρτητης οντότητας διαχείρισης του άρθρου 50 του ν. 4481/2017 ««ΑΕΠΙ – Ελληνική Εταιρεία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας ΑΕ», η άδεια λειτουργίας της οποίας είχε ανακληθεί με την από 15.5.2018 απόφαση της αυτής Υπουργού.
3. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης ο εν λόγω «Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας» (Ο.Π.Ι). Εξάλλου, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, παρεμβαίνουν με αυτοτελή δικόγραφα: α) ο ................. και 72 λοιπά φυσικά πρόσωπα, ως και η εταιρεία «.......................... ΕΠΕ» και β) ο ........................ και 5 λοιπά φυσικά πρόσωπα, φερόμενοι όλοι ως δικαιούχοι πνευματικών δικαιωμάτων επί μουσικών έργων, την εκπροσώπηση, διαχείριση και προστασία των οποίων είχαν αναθέσει στην ανώνυμη εταιρεία ΑΕΠΙ Α.Ε. και δεν αντιτάχθηκαν να ανατεθεί στη συνέχεια στον Ο.Π.Ι..
4. Επειδή, ο αιτών Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης ο οποίος δυνάμει διοικητικής αδείας (υπ’ αρ. 2170/6.3.2003 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, Β΄ 323/18.3.2003), δραστηριοποιείται στον τομέα συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μουσικών έργων στην Ελλάδα, με έννομο συμφέρον, και εν γένει παραδεκτώς, ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, προκειμένου κατά τους ισχυρισμούς του, να αποτρέψει την άσκηση ανταγωνιστικής δραστηριότητας από τον παρεμβαίνοντα Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας στην ίδια κατ’ αντικείμενο αγορά που δραστηριοποιείται και ο ίδιος. Η ιδιότητα δε του ανταγωνιστή που δραστηριοποιείται, έστω και εν μέρει και με μικρό ποσοστό, στην ίδια αγορά παροχής υπηρεσιών, αρκεί για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος για την προσβολή επί ακυρώσει κανονιστικής πράξεως που κατατείνει, κατά τα προβαλλόμενα, στη λειτουργία του ανταγωνιστικού οργανισμού υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους (πρβλ. ΣτΕ 632/2019 επτ., 1333/2019, 2952/1983). Είναι, συνεπώς, απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος ΟΠΙ περί ελλείψεως άμεσου, προσωπικού και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος του αιτούντος οργανισμού λόγω αόριστης επικλήσεως του περιορισμού του ανταγωνισμού που επέρχεται δια της προσβαλλόμενης πράξεως στην επίδικη αγορά.
5. Επειδή, με τον ν. 2121/1993 “Πνευματική Ιδιοκτησία, Συγγενικά Δικαιώματα και Πολιτιστικά Θέματα” (Α΄ 25) προβλέφθηκε, το πρώτον συστηματικά, καθεστώς συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, στο δε άρθρο 54 του νόμου αυτού ορίστηκε (παρ.1) ότι οι δημιουργοί μπορούν να αναθέτουν σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και προστασίας τη συλλογική διαχείριση και /ή προστασία των πνευματικών του δικαιωμάτων, και ότι η σχετική ανάθεση (παρ. 3) μπορεί να γίνει είτε με μεταβίβαση του δικαιώματος προς το σκοπό της διαχείρισης είτε με παροχή πληρεξουσιότητας, εγγράφως για χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τα τρία έτη. Στην παρ.4 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι: “Κάθε οργανισμός, που έχει ή πρόκειται να αναλάβει τη συλλογική διαχείριση ή προστασία των εξουσιών, που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα των δημιουργών, υποχρεούται, πριν αρχίσει τη λειτουργία του,να καταθέσει στο Υπουργείο Πολιτισμού σχετική δήλωση συνοδευόμενη από τον Κανονισμό που συντάσσεται από τον οργανισμό και πρέπει πάντως να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία: α) το ύψος του Κεφαλαίου του οργανισμού β) το Καταστατικό ή το εταιρικό σύμφωνο αν πρόκειται για εταιρεία γ)τον υπεύθυνο εκπρόσωπο του οργανισμού, όπως επίσης και τα πρόσωπα που διοικούν τον οργανισμό, τα οποία πρέπει να μην έχουν καταδικαστεί για κακούργημα ή για πλημμέλημα κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας και να παρέχουν τα εχέγγυα επαγγελματικού ήθους δ) τον αριθμό των δημιουργών, που έχουν αναθέσει στον οργανισμό τη διαχείριση εξουσιών, που απορρέουν από το περιουσιακό τους δικαίωμα ε) τη νομική μορφή της ανάθεσης της διαχείρισης στ) τη διάρκεια της ανάθεσης ζ) το χρόνο,τις αρχές και τον τρόπο διανομής των αμοιβών στους δικαιούχους και η)το ύψος των εξόδων διαχείρισης, όπως επίσης και κάθε στοιχείο που είναι απαραίτητο για να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του οργανισμού. Το Υπουργείο Πολιτισμού ελέγχει τη δήλωση και τον Κανονισμό του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος νόμου, χορηγεί την έγκριση για τη λειτουργία του οργανισμού αυτού. Κάθε μεταβολή των παραπάνω στοιχείων του Κανονισμού πρέπει να ανακοινώνεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και να εγκρίνεται από αυτό. Σε αντίθετη περίπτωση εξακολουθεί να ισχύει ο αρχικός Κανονισμός του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, όπως είχε εγκριθεί από το Υπουργείο κατά την έναρξη λειτουργίας του Οργανισμού.”. Στην παρ. 5 προβλέπεται ότι το Υπουργείο Πολιτισμού ελέγχει την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου, ενώ στην παρ. 6 προβλέπεται σύστημα κυρώσεων για την περίπτωση παραβάσεων. Περαιτέρω, στην παρ. 9 του ίδιου άρθρου (όπως προστέθηκε με την παρ. 16 άρθρ. 8 Ν. 2557/1997), ορίζεται ότι: “Σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρής παράβασης ή επανειλημμένων παραβάσεων του νόμου ή του κανονισμού και ειδικότερα εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 54 παράγραφος 4 με βάση τις οποίες χορηγήθηκε η έγκριση λειτουργίας ενός οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, ο Υπουργός Πολιτισμού μπορεί με εισήγηση του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας να άρει προσωρινά ή οριστικά την έγκριση λειτουργίας του συγκεκριμένου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 10 του ανωτέρω άρθρου 54 (η οποία προστέθηκε με το άρθρ. 15 του ν. 4463/2017, Α΄ 42, όπως αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρ. 54 παρ. 15Α του ν. 4481/2017-Α 100 και το άρθρ. 127 του ν. 4514/2018, Α΄ 14), “Ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού δύναται, μετά από γνώμη του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, και εφόσον συντρέχει σοβαρή πιθανολόγηση ότι ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να εισπράξει και να διασφαλίσει την απόδοση στους δικαιούχους των ποσών που εισπράττει για λογαριασμό τους, λόγω ενδεικτικά αρνητικών ιδίων κεφαλαίων, να λάβει ως προληπτικό διοικητικό μέτρο το διορισμό προσωρινού επιτρόπου με θητεία έξι μηνών και δυνατότητα ανανέωσης μέχρι δύο φορές και με συνολική διάρκεια ανανέωσης έως και έξι μήνες». Εξάλλου, με το άρθρο 69 του εν λόγω ν. 2121/93 προβλέπεται η «Σύσταση Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας», και ορίζεται ότι: «1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Αθήνα και επωνυμία Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.) που εποπτεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό την προστασία των πνευματικών δημιουργών και δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, την εποπτεία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, την εφαρμογή του παρόντος νόμου και των συναφών διεθνών συμβάσεων, τη νομοπαρασκευαστική εργασία σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και γενικά την εκπροσώπηση της Ελλάδας σε όλους τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και στα Όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.... Ο Ο.Π.Ι. σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ως σκοπό τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 54 έως 58 του παρόντος νόμου. 2. [όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 2819/2000, Α΄ 84 και το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2557/1997] Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας επιχορηγείται με εισφορά ύψους 1% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων εκάστου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης.... Οι ετήσιοι ισολογισμοί των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης κατατίθενται στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας και στο Υπουργείο Πολιτισμού. ... Επιχορηγείται επίσης από διεθνείς οργανισμούς, από Όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, από δωρεές, κληροδοτήματα και κάθε άλλη επιχορήγηση από τρίτους, όπως επίσης και από τα έσοδα που προκύπτουν από παροχή υπηρεσιών.... 4. Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας αποτελεί κοινωφελές νομικό πρόσωπο…. 5. Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των δικονομικών και ουσιαστικών προνομίων του Δημοσίου” [όπως οι παρ. 4 και 5 προστέθηκαν με την παρ. 13 του άρθρου 8 του ν. 2557/1997 (Α΄ 271)]. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Καταστατικού του Ο.Π.Ι. (π.δ. 311/1994, Α΄ 165), στους σκοπούς αυτού περιλαμβάνονται: α) η προστασία των πνευματικών δημιουργών και των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, β) η μέριμνα για την εφαρμογή του ν. 2121/1993 και των συναφών θεμάτων.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

ΓΝΜΔ ΕΙΣ ΑΠ 3/2020: Πανδημία COVID - 19. Κρατούμενοι. Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας των Καταστημάτων Κράτησης. Ευεργετικός υπολογισμός ημερών εκτιόμενης ποινής κρατουμένων εκπαιδευόμενων στα ως άνω σχολεία.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Αθήνα, 18 Μαΐου 2020

Αριθ. Πρωτ.: 3169

Αριθ. Γνωμοδότησης: 3

Προς
την κα Γενική Γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής
του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη


ΘΕΜΑ: ευεργετικός υπολογισμός ημερών εκτιόμενης ποινής εκπαιδευόμενων κρατουμένων κατά την αναστολή λειτουργίας των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας λόγω πανδημίας COVID-19



Επί του ερωτήματος, το οποίο μας υποβάλατε με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4727 οικ./14-4-2020 έγγραφό σας, αναφορικά με τον ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής των κρατουμένων-
εκπαιδευόμενων στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας των Καταστημάτων Κράτησης της Χώρας, στα οποία έχει ανασταλεί προσωρινά η εκπαιδευτική λειτουργία στο πλαίσιο λήψης μέτρων για την αποφυγή διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19, η κατά το άρθρο 25 §2 Ν. 1756/1988 (Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών) γνώμη μας είναι η ακόλουθη:

Τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας των Καταστημάτων Κράτησης έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν βάσει του Ν.2525/1997 (άρθρο 5 §§ 1,3,5, όπως ισχύει μετά το Ν.4610/2019) και σ’ αυτά εφαρμόζονται ειδικά προγράμματα ταχύρρυθμης δημοτικής και γυμνασιακής εκπαίδευσης, στους δε αποφοίτους χορηγείται απολυτήριος τίτλος ισότιμος προς το απολυτήριο του Δημοτικού ή του Γυμνασίου, κατά περίπτωση. Παράλληλα, ο Σωφρονιστικός Κώδικας (Ν.2776/1999) προνοεί για τη στοιχειώδη εκπαίδευση στη φυλακή και για τη λειτουργία μονοθέσιου δημοτικού σχολείου, υπαγομένου στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και ρυθμιζομένου από τις κείμενες διατάξεις περί δημοσίων σχολείων (άρθρο 35 §2). Η «ανταμοιβή» του εκπαιδευόμενου στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας κρατουμένου προβλέπεται στο άρθρο 35 §8 του Σωφρονιστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «σε περίπτωση επιτυχούς αποπεράτωσης ολοκληρωμένου κύκλου σπουδών τρίμηνης τουλάχιστον διάρκειας, ο κρατούμενος δικαιούται να τύχει ευεργετικού υπολογισμού ημερών ποινής». Δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (άρθρο 46 §2 Σωφρ.Κωδ.), το ΠΔ 107/2001 («ευεργετικός υπολογισμός ημερών ποινής καταδίκων-υποδίκων»), όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με τα ΠΔ 75/2005 και 126/2014, ορίζει (στο άρθρο 1 §1 στοιχ.θ) ότι «κάθε ημέρα απασχόλησης υπολογίζεται ως δύο (2) ημέρες εκτιομένης ποινής στις περιπτώσεις ... θ) φοίτησης, καθ’ όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους, μη εξαιρουμένων των αργιών και σχολικών ή άλλων διακοπών, σε σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, για απόκτηση τίτλου υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή σε δημόσια Ι.Ε.Κ. και Σ.Ε.Κ. ή σε πιστοποιημένες σχολές μαθητείας, που λειτουργούν σε οποιοδήποτε Σωφρονιστικό Κατάστημα Κράτησης Ενηλίκων ή Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων». Το νομοθετικό αυτό πλαίσιο σημαίνει ότι, και στην περίπτωση της φοίτησης του κρατουμένου σε Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, η ευεργετική μέτρηση των ελάχιστων μορίων (ημερών) υλοποιημένης ποινής λειτουργεί ως θεσμός που εκφράζει την ελαστικότητα της ποινής στη σωφρονιστική υλοποίησή της, αφού τέτοια ελαστικότητα συνιστά η δυνατότητα αριθμητικής μεταβολής της ποινής στο στάδιο της έκτισής της (βλ. Ι.Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, β', σελ.257-259, Λ.Μαργαρίτη-Ν.Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, στ' έκδ., 2000, σελ.553 επ., Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι - Ν.Μττιτζιλέκη - Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, σελ.475 και ΓνωμΕισΑΠ 5/2019, ΠοινΧρ 2019,546 και ΠοινΔικ 2019,991). Ωστόσο, κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο, η ελληνική έννομη τάξη διέπεται από το «Δίκαιο της Ανάγκης» λόγω των άμεσων κινδύνων από την πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19). Ειδικότερα, με το άρθρο 1 Ν.4682/2020 κυρώθηκε η από 25-2-2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (άρθρο 44 §1 του Συντάγματος), η οποία προέβλεψε την προσωρινή αναστολή λειτουργίας σχολικών μονάδων, ως μέτρο πρόληψης και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού, με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας. Πράγματι, εκδόθηκε η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) Δ1α/ΓΠ.οικ.20021/21-3-2020, με την οποία (άρθρο 1) αποφασίστηκε η προσωρινή απαγόρευση λειτουργίας σχολικών μονάδων από 21-3-2020 μέχρι 10-4-2020, ενώ με την επακολουθήσασα ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.24343/10-4-2020 η απαγόρευση επεκτάθηκε χρονικά μέχρι 10-5-2020 και τελικά, με την ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.28237/5-5-2020, μέχρι 31-5-2020 για τα Δημοτικά Σχολεία και 17- 5-2020 για τα Γυμνάσια.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΣτΕ 252/2020 (Α΄ Τμ.): "Θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου προς χρηματική ικανοποίηση κατ' άρθρο 932 ΑΚ, εξαιτίας της παράλειψης ιατρού να ενημερώσει τον ασθενή ως προς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της εφαρμοσθείσας θεραπευτικής μεθόδου σε σχέση με άλλες, ώστε ο τελευταίος να παράσχει την έγκυρη συναίνεσή του"


ΣτΕ 252/2020, Α΄ Τμ.
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
 
Αστική ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση (άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ). Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (άρθρ. 932). Υποχρέωση του θεράποντος ιατρού να λαμβάνει τη συναίνεση του ασθενούς πριν από την διενέργεια ιατρικών πράξεων σ’ αυτόν. Έγκυρη η συναίνεση μόνο αν έχει προηγηθεί πλήρης ενημέρωσή του από τον θεράποντα ιατρό για την κατάσταση της υγείας του και την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή. Νομικό ζήτημα, για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ, το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρ. 5 της Σύμβασης του Οβιέδο και της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράλειψης ενημέρωσης ασθενούς για τα πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα και τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών καθεμιάς από τις προτεινόμενες θεραπευτικές μεθόδους. Παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 ν.3900/2010. Αιτιολογημένη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου ότι στοιχειοθετείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των αναιρεσιβλήτων για τον θάνατο του συγγενούς τους κατά τη νοσηλεία του σε στρατιωτικό νοσοκομείο λόγω επιπλοκών θεραπευτικής μεθόδου που εφαρμόστηκε στον ασθενή από τον θεράποντα ιατρό του.
 
Με τους λόγους αναίρεσης τίθεται το ζήτημα ερμηνείας των διατάξεων του άρθρ. 5 της Διεθνούς Σύμβασης του Οβιέδο και το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράλειψης ενημέρωσης του ασθενούς για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα καθώς και τις πιθανές επιπλοκές καθεμιάς από τις περισσότερες θεραπευτικές μεθόδους που μπορεί να εφαρμοστούν για την αντιμετώπιση της ασθένειάς του, και του θανάτου του ασθενούς που επέρχεται κατόπιν εμφάνισης επιπλοκών της μεθόδου που τελικώς εφαρμόζεται από τον ιατρό. Για τα ανωτέρω νομικά ζητήματα δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ. Βασίμως προβάλλεται ο σχετικός ισχυρισμός του άρθρ. 12 παρ. 1 ν.3900/2010 και η αίτηση αναίρεσης ασκείται παραδεκτώς.
 
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 της υπερνομοθετικής ισχύος Διεθνούς Σύμβασης της 4ης Απριλίου 1997 του Συμβουλίου της Ευρώπης (Σύμβαση του Οβιέδο), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2619/1998, 13 και 24 α.ν. 1565/1939 και 47 ν. 2071/1992, ο ιατρός υποχρεούται να λαμβάνει τη συναίνεση του ασθενούς πριν από τη διενέργεια ιατρικών πράξεων σ’ αυτόν.Η συναίνεση του ασθενούς είναι έγκυρη και ισχυρή μόνο εφόσον έχει προηγηθεί πλήρης ενημέρωση αυτού από τον θεράποντα ιατρό για την κατάσταση της υγείας του και την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή. Ο ιατρός υποχρεούται να ενημερώνει τον ασθενή για το είδος, την εξέλιξη και τη σοβαρότητα της ασθένειας, καθώς και τις μεθόδους αντιμετώπισης και θεραπείας της, κατά τρόπο εξατομικευμένο, με βάση τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες βρίσκεται ο συγκεκριμένος ασθενής (ιατρικό ιστορικό κ.λπ.), ενώ δεν αρκούν γενικές αναφορές στην ασθένεια, στην πρόγνωση ή στη θεραπεία της. Στο πλαίσιο της υποχρέωσης ενημέρωσης, ο ιατρός υποχρεούται ιδίως να πληροφορεί τον ασθενή για τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών, τις παρενέργειες, το επώδυνο ή μη και τις πιθανότητες αποτυχίας της προτεινόμενης θεραπευτικής μεθόδου. Επίσης, υφίσταται υποχρέωσή του να ενημερώνει για την ύπαρξη άλλων θεραπευτικών μεθόδων, καθώς και για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτών σε σχέση με την προτεινόμενη θεραπευτική μέθοδο, μεταξύ άλλων, και ως προς τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών (βλ. ΣτΕ 717/2018, πρβ. ΑΠ 424/2012, 687/2013). Αν η ενημέρωση του ασθενούς δεν είναι πλήρης δεν παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να διαμορφώσει ελευθέρως τη βούλησή του και να συναινέσει εγκύρως στην εφαρμογή συγκεκριμένης θεραπευτικής μεθόδου, σταθμίζοντας, μεταξύ άλλων, και τους κινδύνους από τις επιπλοκές που συνδέονται με τις διαφορετικές μεθόδους θεραπείας. Η έλλειψη έγκυρης συναίνεσης καθιστά παράνομη αυτή καθεαυτήν την επιλογή της συγκεκριμένης θεραπευτικής μεθόδου εκ μέρους του ιατρού. Αν οι επιπλοκές της παρανόμως επιλεγείσας θεραπευτικής μεθόδου, οι οποίες δεν θα εμφανίζονταν αν είχε επιλεγεί άλλη μέθοδος θεραπείας, επιφέρουν βλάβη της υγείας ή τον θάνατο του ασθενούς, δηλαδή αν οι επιπλοκές αυτές συνδέονται αιτιωδώς με την  πιο πάνω βλάβη ή τον θάνατο, στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση και εύλογη χρηματική ικανοποίηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 του ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ. Τούτο δε, ακόμη και αν ο ιατρός κατά την εφαρμογή της αυθαιρέτως και άρα παρανόμως επιλεγείσας θεραπείας διενήργησε τις επιμέρους ιατρικές πράξεις που προβλέπονται σε αυτή σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου, τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες και θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης (πρβ. ΑΠ 687/2013).
 
Με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία έκρινε το Διοικητικό Εφετείο ότι ο ιατρός κατά παράβαση νόμιμης υποχρέωσής του, παρέλειψε να ενημερώσει τον ασθενή ως προς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της θεραπευτικής μεθόδου που εφαρμόστηκε τελικώς σε σχέση με άλλες θεραπευτικές μεθόδους που υφίστανται για την ίδια ασθένεια, ώστε ο τελευταίος να παράσχει την έγκυρη συναίνεσή του για την επιλογή της, και ότι η παράνομη αυτή παράλειψη συνδεόταν αιτιωδώς με τον θάνατο του ανωτέρω, που επήλθε λόγω επιπλοκών της παρανόμως επιλεγείσας θεραπευτικής μεθόδου, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι οι επιμέρους ιατρικές πράξεις του ιατρού στο πλαίσιο της εφαρμοσθείσας θεραπευτικής μεθόδου διενεργήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.