Αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης από τον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής του αρ. 933 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κρίση του δικαστηρίου ότι η υπό κρίση αίτηση ήταν νόμιμη, διότι καθίσταται αναγκαία η συστηματική – τελολογική ερμηνεία του αρ. 937 παρ. 1γ’ ΚΠολΔ, ώστε να ισχύει σε κάθε περίπτωση κύριας εκτέλεσης, άμεσης και έμμεσης, υπό τον περιορισμό ότι επί επίκειμενου πλειστηριασμού η αίτηση ασκείται μόνο όταν δεν είναι δυνατή η εμπρόθεσμη εκδίκαση της ανακοπής του αρ. 933 ΚΠολΔ. Απαραίτητη η συνδρομή αμφότερων των προϋποθέσεων του καταργηθέντος αρ. 938 ΚΠολΔ και στην αίτηση αναστολής του αρ. 937 παρ. 1γ’ ΚΠολΔ, έστω και αν δε γίνεται σχετική αναφορά στην τελευταία διάταξη. Προϋποθέσεις αναστολής της εκτέλεσης από τον καθ’ου με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης. Δέχεται τις αιτήσεις αναστολής
ΑΡΙΘΜΟΣ: 58/2017
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΑΛΙΑΔΑΣ
Συγκροτήθηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Αμαλιάδας Δημήτριο Νέγκα, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του σας 16 Φεβρουάριου 2017 για να δικάσει την υπόθεση που εισάγεται ενώπιον του με τις εξής, απευθυνόμενες στο Δικαστήριο αυτό, αιτήσεις :
1. Από 1/2/2017 (υπ` αρ. έκθεσης κατάθεσης …./../17) :
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ εδρεύουσας στην …. (…) … (..), τελούσας υπό εκκαθάριση και εκπροσωπούμενης νόμιμα από την εκκαθαρίστριά της …, Δικηγόρο Αμαλιάδας, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
ΚΑΤΑ ΤΗΣ …, κατοίκου Αμαλιάδας (…), η οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου της ΕΜ.
2. Από 1/2/2017 (υπ` αρ. έκθεσης κατάθεσης …/../17) :
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ εδρεύουσας στην Αμαλιάδα (…) .. (..), τελούσας υπό εκκαθάριση και εκπροσωπούμενης νόμιμα από την εκκαθαρίστριά της .., Δικηγόρο Αμαλιάδας, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
ΚΑΤΑ ΤΗΣ …, κατοίκου Αμαλιάδας (…), η οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου της ΕΜ.
Οι αιτήσεις, με αντικείμενο την αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης, κατατέθηκαν νομότυπα στη γραμματεία του Δικαστηρίου από την ως άνω εκκαθαρίστρια της αιτούσας στις 1/2/2017 και 2/2/2017 αντιστοίχως και προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.
Αφού άκουσε την εκκαθαρίστρια και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της καθής.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015 επήλθαν εκτεταμένες τροποποιήσεις σε αρκετά κεφάλαια του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μεταξύ των οποίων και σε εκείνο της Αναγκαστικής Εκτέλεσης. Οι νέες διατάξεις, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθ. 1 άρθρου ένατου §3 του ίδιου νόμου, εφαρμόζονται στις περιπτώσεις των αναγκαστικών εκτελέσεων επί των οποίων η σχετική επιταγή προς πληρωμή ή προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1/1/2016. Εάν αντιθέτως η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε πριν από τις 2/1/2016, η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από όλες οι διατάξεις του ΚΠολΔ που ίσχυαν έως την 1/1/2016, περιλαμβανομένου ασφαλώς και του άρθ. 938 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή, που καταργήθηκε με την § 1 του άρθρου όγδοου του άρθ. 1 Ν 4335/2015, προέβλεπε ότι “με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής”, αφορούσε δηλαδή κάθε είδος αναγκαστικής εκτέλεσης.
2. Ο νομοθέτης προέβη στην κατάργηση έχοντας προφανώς υπόψιν ότι, για το βασικότερο μέσο εκτέλεσης, δηλ. την κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη με επακόλουθο πλειστηριασμό, δεν έχει πλέον έννοια η ύπαρξη αίτησης αναστολής, αφού κατ` άρθ. 933 συνδ. 954 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκαν με την §2 του όγδοου άρθρου του άρθ. 1 Ν 4335/2015), η απόφαση επί της ανακοπής κατά της εκτέλεσης εκδίδεται πριν από τον πλειστηριασμό, ο οποίος διενεργείται τον όγδοο μήνα από την κατάσχεση, χωρίς η άσκηση ενδίκου μέσου να αναστέλλει την εκτέλεσή της (ΚΠολΔ 937 §1 περ.β εδ.γ, όπως η §1 αντικαταστάθηκε με την § 2 του όγδοου άρθρου του άρθ. 1 Ν 4335/2015). Περαιτέρω στο άρθρο 937 §1 ΚΠολΔ, όπως κατά τα άνω ισχύει, προβλέπεται ότι: α) σε περίπτωση άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απόφασης επί της ανακοπής, μπορεί το δικαστήριο που θα δικάσει το ένδικο μέσο, αν πιθανολογεί την ευδοκίμησή του, να διατάξει (με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα (περ.β εδ.γ) και β) σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί ανακοπή, μπορεί μετά από αίτηση του ανακόπτοντος που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης (περ.γ). Για τα λοιπά όμως μέσα έμμεσης εκτέλεσης δεν προβλέπεται αντίστοιχη καθυστέρηση, όπως επί πλειστηριασμού, και είναι δυνατό αυτά να επισπευσθούν εντός των χρονικών ορίων του άρθ. 926 ΚΠολΔ, δηλ. από την πάροδο της τρίτης εργάσιμης ημέρας από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και μέχρι την πάροδο έτους από αυτή, η δε ολοκλήρωση της εκτέλεσης να συντελεστεί εντός μικρού χρονικού διαστήματος. Στην περίπτωση π.χ. της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, η οποία σαφώς αποτελεί έμμεση εκτέλεση, εάν δεν υπάρξει δικονομική επιπλοκή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 985 επ. ΚΠολΔ, ή διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί σε χρόνο μικρότερο του ενός μηνός. Εάν δε παράλληλα υπολογιστεί ο χρόνος κατά τον οποίο ενδεχομένως μπορεί να εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής, αυτός πρακτικά (και ενόιμει των προθεσμιών του άρθ. 933 ΚΠολΔ) θα είναι μεγαλύτερος των τριών μηνών – συνήθως μάλιστα θα είναι αρκετά μεγαλύτερος.
3. Τίθεται επομένως το ερώτημα εάν σας περιπτώσεις της έμμεσης εκτέλεσης (πλην εκείνης της επίσπευσης πλειστηριασμού) υπάρχει πράγματι απαγόρευση αναστολής της εκτέλεσης. Το ενδεχόμενο αυτό θα πρέπει να αποκλειστεί για τους εξής λόγους: Α) Η αναγκαστική εκτέλεση ανέκαθεν γινόταν αντιληπτή ως δραστική παρέμβαση στην προσωπική ή περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη και, για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης του ΚΠολΔ παγίως θεωρούσε ότι δεν πρέπει να επιτρέπει την έναρξη ή τη συνέχισή της, όταν ο οφειλέτης προβάλλει λόγους οι οποίοι, μετά τη διάγνωσή τους ως βάσιμων κατά την προσήκουσα διαδικασία, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ακύρωση της εκτέλεσης (Γέσιου – Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως τΙ. §43 αρ.1). Β) Όμως ο εξαναγκασμός του οφειλέτη να υποστεί εκτέλεση χωρίς να μπορεί να αμυνθεί έγκαιρα, του στερεί το δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που δικαιούται κατ` άρθ. 20 Συντ. (έτσι, και όχι με προσφυγή στην αρχή της αναλογικότητας, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση άρθ. 938 αρ.2). Στέρηση που ορισμένες φορές μπορεί να λάβει το χαρακτήρα έντονης αδικίας, αν π.χ. ο οφειλέτης επικαλείται εξόφληση ή την υπαγωγή του σε καθεστώς που ενέχει απαγόρευση λήψης διωκτικών μέτρων εναντίον του κλπ (μάλιστα η κατάργηση του άρθ. 938 ΚΠολΔ έχει χαρακτηριστεί αδικαιολόγητη – βλ. Μακρίδου – Απαλλαγάκη – Διαμαντόπουλου Πολιτική Δικονομία – Θεωρία υπό το ν. 4335/2015 σ. 39). Γ) Υπό το πρίσμα αυτό, δύσκολα θα μπορούσε να ευσταθεί συνταγματικά η ανωτέρω εκδοχή, καθόσον επιπλέον, ως έχει η γραμματική διατύπωση του νόμου, η προσωρινή προστασία του οφειλέτη δεν εξαρτάται από το νομικό και ουσιαστικό βάρος των αντιρρήσεών του και την έκταση της βλάβης που θα υποστεί, αλλά από τυχαίο γεγονός: ποιο δηλαδή μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύδει κάθε φορά ο δανειστής ως πιο πρόσφορο για την ικανοποίησή του. Δ) Την ανάγκη ύπαρξης σταδίου αναστολής εκτέλεσης, υπό τις ως άνω νέες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση, έχει ήδη αναγνωρίσει και η αρεοπαγητική νομολογία: με την υπ` αρ. Συμβ.ΑΠ 11/2017 (δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Ισοκράτης του ΔΣΑ), που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναστολής για εκτέλεση που ναι μεν αφορούσε πλειστηριασμό, αλλά η ανακοπή δεν κατέστη δυνατό να εκδικαστεί πριν από αυτόν, δέχθηκε τα εξής: “Αν ωστόσο δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι προθεσμίες αυτές, ο καθ` ου η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει την αναστολή με τη μορφή της προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια υπάρχει βάσιμος κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγος ανακοπής κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και πιθανολογείται έτσι η ευδοκίμηση της ανακοπής και η ανατροπή του εκτελεστού τίτλου. Τα ίδια ισχύουν και επί κατασχέσεως χέρια τρίτου (άρθρα 982επ.ΚΠολΔ), η οποία συνιστά είδος έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης και επομένως για τη δυνατότητα αναστολής μετά από ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις (Συμβ.ΑΠ 142/2016)”. Όμοια λύση προτείνεται και σε Μακρίδου – Απαλλαγάκη – Διαμαντόπουλου ό.π. (όπου και εξηγείται ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης έχει εκφραστεί εν προκειμένω εσφαλμένα).
4. Το παρόν Δικαστήριο έχει όμως την άποψη ότι δεν χρειάζεται καν η προσφυγή στο θεσμό της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, διότι (πέραν των δογματικών προβλημάτων περί τον χαρακτηρισμό της αναστολής εκτέλεσης ως γνήσιου ασφαλιστικού μέτρου και της δυνατότητας εφαρμογής του άρθ. 731 ΚΠολΔ – βλ. τη σχετική προβληματική σε Γέσιου – Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως τΙ. §43 αρ. 12 – 15), ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, καθίσταται ανα
γκαία η συστηματική – τελολογική ερμηνεία του άρθ. 937 §1 περ.γ ΚΠολΔ, ώστε να ισχύει σε κάθε περίπτωση κύριας εκτέλεσης, δηλαδή τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση, υπό τον περιορισμό ότι, επί επικειμένου πλειστηριασμού, η αίτηση ασκείται μόνο όταν δεν είναι δυνατή η εμπρόθεσμη εκδίκαση της ανακοπής του άρθ. 933 ΚΠολΔ.
5. Περαιτέρω αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ το καταργηθέν άρθ. 938 ΚΠολΔ όριζε ως προϋποθέσεις αναστολής της εκτέλεσης ότι α) η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και β) ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής, ήδη το άρθ. 937 §1 ΚΠολΔ στη μεν περ. β, όταν δηλαδή η αίτηση αναστολής κρίνεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, έχει επαναλάβει τις ίδιες προϋποθέσεις, στη δε περ.γ, δηλ. τις αιτήσεις αναστολής που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, δεν γίνεται αναφορά προϋποθέσεων. Πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι ισχύουν αμφότερες για την ταυτότητα του νομικού λόγου, καθόσον υπάρχει νοηματική συνέχεια μεταξύ των δύο διατάξεων (εξάλλου η αναγκαιότητα των προϋποθέσεων αυτών έχει παγιωθεί νομολογιακά σε όλο το δίκαιο της αναστολής, είτε αφορά αναγκαστική εκτέλεση είτε διαταγή πληρωμής, όπου και εκεί δεν υπάρχει ρητή διατύπωση).
6. Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα, επικαλούμενη ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητά με τις υπό κρίση ταυτόσημου περιεχομένου αιτήσεις να ανασταλεί η εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος της από την καθής δυνάμει εκτελεστού απογράφου της υπ` αρ. 152/2013 (ειδικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, επί του οποίου δόθηκαν δύο εντολές προς εκτέλεση, στις 5/2/2014 για ποσό € 15.093,75 και στις 25/11/2016 για ποσό € 62.350,10, βάσει των οποίων εν συνεχεία η καθής, με δύο κατασχετήρια από 26/1/2017, προέβη σε δύο κατασχέσεις απα χέρια τρίτων, ήτοι στα χέρια του εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (…) “Αγροτικού Συνεταιρισμού Εμπορίας Διακίνησης Αγροτικών Προϊόντων Δήμου ….” (την οποία αφορά η 1η αίτηση) και στα χέρια του εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (..) “Αγροτικού Συνεταιρισμού Καλλιεργητών Δημητριακών Κηπευτικών Ζωοτροφών Αμαλιάδας – Περιχόρων «….»” (την οποία αφορά η 2η αίτηση), μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί των αντίστοιχων ανακοπών που έχει ασκήσει κατ` άρθ. 933 §1 ΚΠολΔ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτές.
7. Με τέτοιο περιεχόμενο οι αιτήσεις παραδεκτός και αρμοδίως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 686 επ.) και είναι νομικά βάσιμες. Ειδικότερα, ενόψει των χρόνων επίδοσης των εντολών προς εκτέλεση, στην πρώτη περίπτωση πριν και τη δεύτερη μετά την 1/1/2016, βάσει όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη (ανωτέρω υπό 1), η αρμοδιότητα και το νομικά βάσιμο στηρί
ζονται το μεν στο άρθ. 938 §1 συνδ. 933 §§1,2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργηση του άρθ. 938 και την αντικατάσταση του άρθ. 938 με το Ν 4335/2015, το δε στο άρθ. 937 §1 περ.γ συνδ. 933 §§1,3 ΚΠολΔ όπως ήδη ισχύουν, απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθής ότι δεν προβλέπεται εν προκειμένω αίτηση αναστολής εκτέλεσης, για τους λόγους που αναφέρθηκαν αναλυτικά ανωτέρω (σκέψεις 2 – 4). Πρέπει επομένως οι αιτήσεις να εξεταστούν περαιτέρω στην ουσία τους, συνεκδικαζόμενες, κατ’ άρθ. 246 ΚΠολΔ, διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.
8. Στο σημείο αυτό, ενόψει των ισχυρισμών των διαδίκων που θα εξεταστούν, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Έως το έτος 2011 ίσχυε ο νόμος 2810/2000 “Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις”, ο οποίος θεωρήθηκε μεν λειτουργικός, αλλά ο ιστορικός νομοθέτης (βλ. εισηγητική έκθεση του νόμου 4015/2011) διαπίστωσε για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς ότι “ο κρατικισμός, η πελατειακή λογική και ο κομματισμός τους κράτησε καθηλωμένους και ο τρόπος της διαχείρισης των πόρων, εθνικών και ευρωπαϊκών, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαπενταετία δημιούργησαν αξεπέραστα προβλήματα”. Η μεταρρύθμιση όμως της αγροτικής συνεταιριστικής δράσης, που επιχειρήθηκε με το Ν. 4015/2011, δεν κρίθηκε και πάλι ικανοποιητική από το νομοθέτη, που διαπίστωσε πλέον (βλ. εισηγητική έκθεση του νόμου 4384/2016) ότι “η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας καθιστά αναγκαία την επιχειρηματική αποτελεσματικότητα ως όπλο για την επιβίωση και την ανάπτυξη. Η συντήρηση, με επιδοτήσεις και προνόμια, μπορεί να ανακουφίζει προσωρινά, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί αναπτυξιακή στρατηγική”. Κατόπιν τούτων ισχύει ήδη ο Ν 4384/2016 “Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, μορφές συλλογικής οργάνωσης του αγροτικού χώρου και άλλες διατάξεις”. Εξ αυτών, κομβικό σημείο υπήρξε ο ενδιάμεσος νόμος 4015/2011, που προέβλεψε απλοποίηση των συνεταιριστικών οργανώσεων σε μία κατά βάση βαθμίδα και ευνόησε τη συγχώνευσή τους, ενώ παράλληλα πολλές από αυτές οδηγήθηκαν σε εκκαθάριση. Με το άρθ. 4 §5 Ν 4015/2011 ορίστηκε ότι η διαδικασία εκκαθάρισης θα διενεργείται σύμφωνα με το άρθ. 25 Ν 2810/2000 και πρέπει να ολοκληρώνεται το αργότερο εντός δύο (2) ετών. Είναι σαφές ότι η προθεσμία αυτή, ιδίως όσον αφορά τις Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΑΣ), ήταν ανεπαρκής λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών τους δοσοληψιών και των συναφών εκκρεμών δικών. Η εν λόγω παράγραφος καταργήθηκε με το άρθ. 34α Ν 4282/2014, πλην όμως με το άρθ. 27 §18 Ν 4384/2016 ορίζεται ότι “οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για τις εκκαθαρίσεις των ΑΣ, ΕΑΣ, ΚΕΣΕ, ΚΑΣΟ και ΣΕ που βρίσκονται σε εκκαθάριση κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου”.
9. Κατ` αρχάς επομένως, ως προς την εκκαθάριση και κατά το μέρος που ενδιαφέρει εδώ, ίσχυσαν οι εξής διατάξεις του άρθ. 25 Ν 2810/2000: (§1) “Οι εκκαθαριστές έχουν υποχρέωση, μόλις αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να κάνουν απογραφή της περιουσίας της εκκαθαριζόμενης οργάνωσης και να συντάξουν ισολογισμό, αντίγραφο του οποίου, υποβάλλουν στην εποπτεύουσα αρχή … Οι εκκαθαριστές γνωστοποιούν τη λύση της οργάνωσης με τη δημοσίευσή της σε μία ημερήσια εφημερίδα και αν δεν εκδίδεται τέτοια σε περιοδική εφημερίδα, του νομού της έδρας της και καλούν τους πιστωτές να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους”. (§2) “Απαιτήσεις πιστωτών κατά της υπό εκκαθάριση οργάνωσης παραγράφονται μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την ημερομηνία της δημοσίευσης της λύσεώς της”. (§3) “Από το προϊόν της εκκαθάρισης εξοφλούνται τα ληξιπρόθεσμα χρέη της εκκαθαριζόμενης οργάνωσης … Στη συνέχεια εξοφλούνται οι προαιρετικές μερίδες. Το υπόλοιπο του ενεργητικού που απομένει διατίθεται, με απόφαση της γενικής συνέλευσης, αποκλειστικά για σκοπούς συνεταιριστικούς ή κοινωνικούς. Ουδέποτε διανέμεται στα μέλη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομιάς”. Οι συγκεκριμένες διατάξεις ταυτίζονται (με ελάχιστες λεκτικές διαφοροποιήσεις) με αντίστοιχες του άρθ. 27 Ν 4384/2016 και συνεπώς η εκκαθάριση ομαλώς συνεχίζεται με βάση το άρθρο αυτό.
10.Όμως το άρθ. 27 Ν 4384/2016, που όπως προαναφέρθηκε ρυθμίζει πλέον κατά τα λοιπά την εκκαθάριση, πέραν του ότι αναφέρεται σε περισσότερες λεπτομέρειες, εισάγει δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις: Α) Με την §12 ορίζεται ότι τα ληξιπρόθεσμα χρέη εξοφλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι δε προαιρετικές μερίδες εξοφλούνται μετά την ικανοποίηση των Τραπεζικών Ιδρυμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, των Ασφαλιστικών Ταμείων και των εργαζομένων, ενώ το άρθ. 25 §3 Ν 2810/2000 όριζε αυτοτελώς τη σειρά ως εξής: προηγείται η εξόφληση των οφειλών προς τους εργαζόμενους και ακολουθεί η εξόφληση των λοιπών δανειστών – βέβαια και με τις δύο εκδοχές οι εργαζόμενοι έχουν προνόμιο. Β) Με την §13 καταργεί σιωπηρά την προθεσμία προς ολοκλήρωση της εκκαθάρισης και απλά υποχρεώνει τον εκκαθαριστή, σε περίπτωση που το στάδιο αυτό υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, να καταρτίσει σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης και να ακολουθήσει τη διαδικασία που ορίζεται εκεί. Εν ολίγοις, οι διαδικασίες εκκαθάρισης, που δεν είχαν ολοκληρωθεί πριν την εισαγωγή του Ν 4384/2016, συνεχίζονται κανονικά μέχρι την πραγματική τους λήξη.
11. Ειδικά όσον αφορά την ικανοποίηση των δανειστών, αμφότεροι οι νόμοι, με τις διατάξεις των άρθ. 25 §3 Ν 2810/2000 και 27 §12 Ν 4384/2016, ορίζουν ότι “από το προϊόν της εκκαθάρισης εξοφλούνται τα ληξιπρόθεσμα χρέη”. Συνεπώς οι δανειστές της συνεταιριστικής οργάνωσης χάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά τους μέτρα και οφείλουν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης, από το προϊόν της οποίας και θα ικανοποιηθούν, είτε πλήρως είτε σε ποσοστό της αξίωσης, αναλόγως της φύσης της και του ενεργητικού που θα επιτευχθεί. Σημειωτέον ότι το ίδιο θα ίσχυε ακόμη και εάν δεν υπήρχε η ρητή διατύπωση των άνω νόμων, καθόσον αμφότεροι (με τα άρθ. 25 §3 και 27 §15 αντιστοίχως) παρα
πέμπουν, για τα θέματα που οι ίδιοι δεν ρυθμίζουν, στις διατάξεις για τη δικαστική εκκαθάριση της κληρονομιάς (ΑΚ 1913 – 1922), όπου και εκεί γίνεται παγίως δεκτό ότι, από τη δημοσίευση της α
πόφασης που διατάζει την εκκαθάριση, αναστέλλονται τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των δανειστών (με εξαίρεση τους ήδη ενυπόθηκους ή ενεχυρούχους). Δηλαδή παύει κάθε μέτρο εκτέλεσης, κάθε ασφαλιστικό μέτρο και δεν μπορεί να αρχίσει αναγκαστική εκτέλεση, ενώ όποια είχε αρχίσει δεν μπορεί να συνεχιστεί, όσο διαρκεί η εκκαθάριση (Παπαντωνίου Κληρονομικό Δίκαιο Δ έκδ. § 134-IV, Γεωργιάδης Κληρονομικό Δίκαιο § 44 αρ. 52 επ., Φίλιος Κληρονομικό Δίκαιο τ.Ι. § 93-Α, Νικάς σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ άρθ. 1914 αρ. 25 επ.), πράγμα άλλωστε που ανταποκρίνεται και στην κοινή λογική, αφού, εάν επιτρέπονταν οι ατομικές διώξεις, η διαδικασία της εκκαθάρισης θα έχανε το σκοπό της για δίκαιη – σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών (Νικάς ό.π. αρ. 25) – δηλαδή θα λειτουργούσε και πάλι η αρχή της πρόληψης, που είναι φύσει αντίθετη προς τη διαδικασία εκκαθάρισης.
12. Από την ένορκη κατάθεση του προταθέντος από την καθής μάρτυρα… του ……, κατοίκου Αμαλιάδας, στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς και από τα έγγραφα και τα τεκμήρια που προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογούνται τα εξής: Η αιτούσα ΕΑΣ τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης δυνάμει της υπ` αρ. …./16-4-2014 πράξης – απόφασης της Γενικής της Συνέλευσης, που λήφθηκε ομόφωνα. Η καθής που υπήρξε υπάλληλός της και είχε απολυθεί από το έτος 2012, πέτυχε την έκδοση της υπ` αρ. 152/2013 (ειδικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμα- λιάδας, με την οποία η αιτούσα υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των € 43.977,82 ως οφειλόμενο υπόλοιπο της αποζημίωσης απόλυσης. Η καθής επέσπευσε σε βάρος της απούσας αναγκαστική εκτέλεση αρχικά δυνάμει της από 5/2/2014 εντολής προς εκτέλεση για ποσό κεφαλαίου € 15.000 πλέον εξόδων (συνολικά € 15.093,75), το οποίο ήταν το κηρυχθέν ως προσωρινά εκτελεστό κεφάλαιο, μετά δε την τελεσιδικία, δυνάμει της από 25/11/2016 εντολής προς εκτέλεση για όλο το ποσό κεφαλαίου € 43.977,82 πλέον των τόκων για όλο το επιδικασθέν ποσό και εξόδων (συνολικά € 62.350,10). Κατόπιν, τον Ιανουάριο του 2017, με δύο κατασχετήρια από 18/1/2017, προέβη σε δύο κατασχέσεις στα χέρια τρίτων για ποσό € 62.350: α) στις 25/1/2017 στα χέρια του εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (….) “Αγροτικού Συνεταιρισμού Εμπορίας Διακίνησης Αγροτικών Προϊόντων Δήμου…..” και β) στις 26/1/2017 στα χέρια του εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (….) “Αγροτικού Συνεταιρισμού Καλλιεργητών Δημητριακών Κηπευτικών Ζωοτροφών Αμαλιάδας – Περιχόρων «…»”, οι δε τρίτοι υπέβαλαν θετική δήλωση για ποσό € 1.176,89 και € 750 αντιστοίχως και ομοίως συνετάγησαν οι υπ` αρ. 12/2-2-2017 και 16/3-2-2017 δηλώσεις τους ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αμαλιάδας. Πιθανολογείται δηλαδή (βάσει των υπαρχόντων εγγράφων, σε συνδυασμό με το ότι τα στοιχεία της διαδικασίας εκτέλεσης δεν αμφισβητούνται, διότι οι διάδικοι δεν θεώρησαν σκόπιμο να προσκομίσουν αντίγραφο του απογράφου της εκτελούμενης απόφασης, η οποία αναζητήθηκε αυτεπάγγελτα στο αρχείο του Δικαστηρίου) ότι τελικά, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, η καθής εγκατέλειψε την πρώτη διαδικασία εκτέλεσης που αφορούσε το προσωρινά εκτελεστό ποσό και συνέχισε τη δεύτερη για το σύνολο που επιδικάστηκε με την άνω υπ` αρ. 152/2013 απόφαση.
13. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, και ενόψει όσων αναφέρθηκαν στην 11η σκέψη, η διαδικασία αυτή εκτέλεσης, που άρχισε το έτος 2016, είναι άκυρη εξ αρχής, λόγω της αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των δανειστών της απούσας, της οποίας η εκκαθάριση είχε αρχίσει από το έτος 2014, ακυρότητα που ισχύει ούτως ή άλλως και για κάθε μεταγενέστερη πράξη εκτέλεσης. Η καθής βέβαια επικαλείται ότι η εκκαθάριση θα πρέπει να θεωρηθεί πως έληξε από τον Απρίλιο του έτους 2016, λόγω της παρόδου της διετίας που αναφέρει ο Ν 2810/2000. Πέραν όμως του ότι στο νόμο αυτό δεν προβλεπόταν αυτοδίκαιη παύση των εργασιών της εκκαθάρισης, αυτή έχει ήδη καταστεί ουσιαστικά απρόθεομη δυνάμει του άρθ. 27 Ν 4384/2016, όπως αναφέρθηκε στη 10η σκέψη. Υπενθυμίζεται πως ούτε η πρώτη διαδικασία εκτέλεσης (για το προσωρινώς επιδικασθέν ποσό) θα μπορούσε να συνεχιστεί για όσο διαρκεί η εκκαθάριση. Οι λοιποί ισχυρισμοί της καθής, περί του τρόπου που διεξάγεται η εκκαθάριση, καθίστανται έτσι άνευ αντικειμένου και γενικά δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση (ενδεχομένως, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να προβληθούν σε διαδικασία που θα αφορούσε την εκκαθάριση καθεαυτή), παρότι βέβαια είναι δικαιολογημένοι, τόσο η καθής όσο και άλλοι δανειστές, να επιθυμούν την όσο το δυνατόν σύντομη ολοκλήρωση της εκκαθάρισης. Επομένως πιθανολογείται ότι θα γίνουν δεκτές οι από 1/2/1017 ανακοπές κατά της εκτέλεσης που έχει ασκήσει η αιτούσα (υπ` αρ. έκθ. κατ. …./17 και …17 αντιστοίχως με τη σειρά που αναφέρθηκαν οι ανωτέρω κατασχέσεις), μεταξύ των λόγων των οποίων περιλαμβάνει την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων, και η εκτέλεση θα ακυρωθεί.
14. Δεδομένου και του ότι εν προκειμένω η βλάβη της απούσας είναι αυταπόδεικτα ανεπανόρθωτη, όχι λόγω του ύψους του ποσού (που είναι μικρό), αλλά λόγου του ότι, εάν η εκτέλεση προχωρήσει, το ποσό αυτό δεν θα είναι δυνατό να εισαχθεί στο ενεργητικό της εκκα
θάρισης, όπου ανήκει, πρέπει οι αιτήσεις να γίνουν δεκτές, ως βάσιμες και στην ουσία τους, και να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την επιβολή δικαστικών εξόδων κατά της καθής (άρθ. 84 § 2 του Κώδικα Δικηγόρων), ελλείψει αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ` αντιμωλία.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις αιτήσεις.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της υπ` αρ. 152/2013 (ειδικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, μέχρι την έκδοση οριστικών αποφάσεων επί των από 1/2/1017 (υπ` αρ. έκθ. κατ. ….17 και …/17) ανακοπών που έχει ασκήσει η αιτούσα κατά της καθής ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοί τους, στο ακροατήριό του στην Αμαλιάδα στις 10 Ιουλίου 2017 παρουσία και του Γραμματέα Θεοδώρου Λέντζου.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου