Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

ΑρΠάγος (Γ') 453/16 : Απαλλοτρίωση τμήματος ακινήτου - Συγκυριότητα - Αποβολή από τη νομή - Κοινόχρηστοι χώροι. Απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας τμήματος - μόνο - ακινήτου συγκυριότητας των αναιρεσιβλήτων - αποβολή και κατάληψη ενός άλλου τμήματος του ίδιου ακινήτου απο το Δημόσιο για την εγκατάσταση των τεχνικών εταιριών κατασκευής του έργου.


Απαλλοτρίωση τμήματος ακινήτου - Συγκυριότητα  - Αποβολή από τη νομή -  Κοινόχρηστοι χώροι. Απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας τμήματος - μόνο - ακινήτου συγκυριότητας των αναιρεσιβλήτων - αποβολή και κατάληψη ενός άλλου τμήματος του ίδιου ακινήτου απο το Δημόσιο για την εγκατάσταση των τεχνικών εταιριών κατασκευής του έργου. Αγωγή απόδοσης της νομής από τους συγκυρίους - ισχυρισμός Δημοσίου περί κοινόχρηστου χώρου - Ν.1337/83 αρ.36 παρ. 4 - περιορισμός της κυριότητας συνιστάμενος στη μη δυνατότητα οικοδομήσης και όχι στη δυνατότητα φυσικής εξουσίασης του κυρίου. Απορρίπτει τους αναιρετικούς λόγους. Ζητήματα έννομου συμφέροντος. Απαράδεκτη η συζήτηση ως προς τον α' αναιρεσίβλητο. Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους β' και γ' αναιρεσιβλήτου


Αριθμός 453/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Παννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Νικήτα Χριστόπουλο και Ιωάννη Φιοράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 20 Απριλίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος : Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Α., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσίβλητων: 1) Γ., κατοίκου Κηφισιάς, 2) Κ. χας Α. και 3) Ε. συζ. Ε. το γένος Α. κατοίκων Κηφισιάς, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσια δικηγόρο τους ΘΖ, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-10-2002 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. 
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1377/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 1375/2006 του Εφετείου Αθηνών. 
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον, με την από 10-5-2006 αίτηση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Φιοράκης, ανέγνωσε την από 12-4-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγείται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του μεν άρθρου 94 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, του δε άρθρου 96 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και στο πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόματα των πληρεξουσίων. 
Εξάλλου, κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. 
Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβαση της. Περαιτέρω στο άρθρο 576 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. 
Με το άρθρο 62 του ν. 4139/12-3-2013 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παρ.3, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων και την καθιερούμενη από την τελευταία απ" αυτές αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο πρέπει να έχουν κλητευθεί από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι, συνάγεται ότι: α) στην περίπτωση που η επίσπευση της συζήτησης είχε γίνει από τον απολειπόμενο διάδικο, από κοινού με άλλους που εμφανίσθηκαν, αυτή δεν είναι έγκυρη ως προς αυτόν (απολειπόμενο), εάν κατά τη γενόμενη αυτεπαγγέλτως προς τούτο από το δικαστήριο έρευνα διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας ως προς εκείνον (απολειπόμενο) προς τον δικηγόρο, που και για λογαριασμό του επέσπευσε τη συζήτηση, β) στην περίπτωση που ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση εμφανίζεται στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, την οποία πλέον αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο αναιρεσειων θεωρείται ότι δεν παρίσταται και κηρύσσεται άκυρη η κλήση, με βάση την οποία αυτός εμφανίζεται ότι επισπεύδει με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εφαρμογή της παραπάνω αναφερόμενης διάταξης του άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι (ΟλΑΠ 7/2008, ΟλΑΠ 39/2005, ΟλΑΠ 9/2003) και γ) εφόσον οι αναιρεσείοντες ή οι αναιρεσίβλητοι είναι περισσότεροι και ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση και εμφανίζεται γι' αυτούς δεν έχει την πληρεξουσιότητα μερικών ή και ενός έστω από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση, είτε αυτοί παρίστανται είτε δεν παρίστανται κατ' αυτήν, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, ως προς όλους, αν οι διάδικοι αυτοί δεν έχουν κλητευθεί από τον αντίδικο τους ή από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση τυχόν ομοδίκους τους. 
Αντιθέτως, σε περίπτωση απλής ομοδικίας ισχύει η ως άνω ρύθμιση της διάταξης του β' εδαφίου της παραγράφου 3, που καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις (άρθρο 98 του ν. 4139/2013) και κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση μόνον ως προς τον διάδικο, για τον οποίο δεν προσκομίσθηκε σχετικό πληρεξούσιο (ΑΠ 33/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης προκύπτει ότι, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων Γ. παραστάθηκε δια του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ζέρβα, ο οποίος κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την από 30-3-2016 δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλώνοντας ότι, εκτός των υπολοίπων δυο αναιρεσιβλήτων, εκπροσωπεί και εκείνον, πλην όμως δεν προσκόμισε πληρεξούσιο έγγραφο του τελευταίου παρέχον σ' αυτόν την εξουσία εκπροσωπήσεως, εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας και δη της υπ' αριθ. ………. έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ………., μετά από γραπτή παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου και των τριών, επισπευδόντων τη συζήτηση, αναιρεσιβλήτων Θεοδώρου Ζέρβα, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου με πράξη κατάθεσης και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προκειμένου να παραστεί κατ' αυτήν τούτο επιδόθηκε νομοτύπως στον Υπουργό Οικονομικών. Συνεπώς, πρέπει κατά τα προαναφερόμενα να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση ως προς τον πρώτο αναιρεσίβλητο και να προχωρήσει η συζήτηση ως προς την δεύτερη και την τρίτη των αναιρεσιβλήτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός»: «Ορισμοί: 1. Εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο οικισμού ή σχέδιο πόλης ή πολεοδομικό σχέδιο ή πολεοδομική μελέτη είναι το διάγραμμα με τον τυχόν ειδικό πολεοδομικό κανονισμό που έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και καθορίζει τους ειδικούς όρους δόμησης, τους κοινόχρηστους και δομήσιμους χώρους και τις επιτρεπόμενες χρήσεις σε κάθε τμήμα ή ζώνη του οικισμού. 2. Κοινόχρηστοι χώροι είναι οι κάθε είδους δρόμοι, πλατείες, άλση και γενικά οι προοριζόμενοι για κοινή χρήση ελεύθεροι χώροι, που καθορίζονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο του οικισμού ή έχουν τεθεί σε κοινή χρήση με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο. 3....7. Οικοδομικό τετράγωνο (Ο.Τ.) είναι κάθε δομήσιμη ενιαία έκταση, που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού και περιβάλλεται από κοινόχρηστους χώρους. 8. Όρια οικοδομικού τετραγώνου είναι οι οριακές γραμμές που το χωρίζουν από τους κοινόχρηστους χώρους. 9. Ρυμοτομική γραμμή είναι εκείνη που ορίζεται από το ρυμοτομικό σχέδιο και χωρίζει οικοδομικό τετράγωνο ή γήπεδο από κοινόχρηστο χώρο του οικισμού». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 4 του ν. 1337/1983 ορίζεται: «Ανάκληση αναγκαστικών απαλλοτριώσεων 4. Στις επεκτάσεις και εντάξεις με τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 5269/1931 "περί αδειών οικοδομής, κλπ. επί ρυμοτομουμένων ακινήτων" όπως ισχύει σήμερα. Για τα ήδη υπάρχοντα εγκεκριμένα σχέδια πόλεων οι διατάξεις των άρθρων 1 μέχρι και 5 του Ν. 5269/1931 εφαρμόζονται μόνο για επισκευές κτιρίων που βρίσκονται σε ρυμοτομούμενα οικόπεδα και όχι για προσθήκες σε υπάρχοντα κτίρια ή ανέγερση νέων στα οικόπεδα αυτά». Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 1-5 του ν. 5269 της 10/14 Αυγ. 1931 «περί αδειών οικοδομής επί των ρυμοτομουμένων ακινήτων» τίθενται οι κανόνες που διέπουν την ανέγερση και την επισκευή των ρυμοτομουμένων υπό των σχεδίων πόλεων κτιρίων, των οποίων δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη η απαλλοτρίωση, τις επί τούτων προσθήκες, την προθεσμία έναρξης και τη διακοπή των εργασιών αυτών κατόπιν σχετικής αδείας και τις προϋποθέσεις αναθεώρησης της τελευταίας, την κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών εφαρμογή των περιορισμών υγιεινής, ασφαλείας και αισθητικής και την χορήγηση αδείας οικοδομής στον ιδιοκτήτη του ρυμοτομούμενου οικοπέδου που υποχρεούται να αποζημιώσει τον εαυτό του για μέρος του υπό των κοινοχρήστων χώρων καταλαμβανόμενου οικοπέδου του, μόνον για το υπολειπόμενο, μετά την αφαίρεση του ως άνω μέρους, οικόπεδο και μόνον εάν τούτο είναι οικοδομήσιμο, χωρίς να διαλαμβάνεται οποιαδήποτε ρύθμιση για θέματα διατήρησης ή απώλειας της νομής σε όμορη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου εδαφική λωρίδα ανήκουσα στον ίδιο ιδιοκτήτη και μη απαλλοτριωθείσα. 
Άλλωστε, από το συνδυασμό των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος προκύπτει ότι κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, η οποία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριούμενου, ενώ πριν καταβληθεί η αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, υπό τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. 

Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε σε σχέση αφενός με την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, με την οποία εκείνοι, αφού ιστορούσαν ότι το έτος 1973 κατέστησαν παραγώγως, εξ αδιαιρέτου, κατά τα αναφερόμενα ποσοστά, συγκύριοι του περιγραφόμενου ακινήτου έκτοτε δε ασκούσαν επ' αυτού διάνοια κυρίου όλες τις προσιδιάζουσες στην αστική του φύση πράξεις νομής και ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στις 17.11.2001, ενώ είχε προβεί στη για λόγους δημόσιας ωφέλειας απαλλοτρίωση δύο μόνο τμημάτων του ακινήτου τους, τους απέβαλε παρανόμως και αυθαιρέτως από τη νομή ενός άλλου, εκτός απαλλοτριώσεως, τμήματος τούτου εμβαδού 272 τ.μ. και εγκατέστησε σ' αυτό τεχνικές εταιρείες, τις οποίες είχε προστήσει για την κατασκευή του Ολυμπιακού Έργου «Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης», ζητούσαν να αναγνωριστούν συννομείς του καταληφθέντος τμήματος και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους αποδώσει τη νομή τους, και αφετέρου με τον προβληθέντα από το αναιρεσείον-εναγόμενο ισχυρισμό περί του ότι η επίδικη έκταση αποτελεί κοινόχρηστο χώρο βάσει των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 2 του ν. 1577/1985 και 36 παρ. 4 του ν. 1337/1983, ότι «...το άρθρο 2 του ν. 1557/1985 περιορίζεται στον προσδιορισμό του ποιοι είναι οι κοινόχρηστοι χώροι και δεν διαγράφει τρόπο με τον οποίο ιδιωτικός χώρος καθίσταται κοινόχρηστος. 
Με το προαναφερόμενο άρθρο 36 (και όχι 26) παρ.4 του ν.1337/1983 τίθεται απλώς περιορισμός του δικαιώματος κυριότητας (άρθρο 1000 ΑΚ) συνιστάμενος στη μη δυνατότητα οικοδόμησης του χαρακτηρισθέντος ως ρυμοτομικού ακινήτου και όχι βεβαίως στη δυνατότητα φυσικής εξoυσίασης του κυρίου. Διαφορετική ερμηνεία των προαναφερομένων διατάξεων του ΓΟΚ και του οικιστικού νόμου ευθέως θα προσέκρουε στις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος». Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 2 του ν. 1577/1985 και 36 παρ. 4 του ν. 1337/1983, ο δε τ' αντίθετα υποστηρίζων πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της διάταξης αυτής είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που, υπό την προϋπόθεση νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, καθώς και ο λόγος έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ισχυρισμός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισμός του εφεσίβλητου. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν «πράγματα» με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 14/2004, ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1603/2008, ΑΠ 1586/2008). Με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο προσάπτεται η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα με λόγο της έφεσης του αναιρεσιβλήτου ισχυρισμό ότι η εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση, «εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι συντρέχει το στοιχείο της αποστέρησης της νομής των αναιρεσιβλήτων-εναγόντων, ήτοι η βασική υποχρέωση κατ' άρθρο 987 ΑΚ προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους αποβολής από τη νομή, καθόσον αποδείχθηκε από τα προσκομιζόμενα έγγραφα ότι οι όποιες διακατοχικές πράξεις του Δημοσίου στην επίδικη έκταση είχαν σταματήσει από τον Ιούνιο του 2003, έκτοτε δε η επίδικη έκταση ήταν ελεύθερη και ως εκ τούτου δεν υφίστατο έννομο συμφέρον τούτων (αναιρεσιβλήτων) προς συζήτηση της αγωγής τους». Όπως όμως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης ο ισχυρισμός τους αυτός ερευνήθηκε από το Εφετείο και απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Συνεπώς, ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των δεύτερης και τρίτης των αναιρεσιβλητων, κατά το νόμιμο αίτημα αυτών (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 ν. 3693/1957).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 10-5-2006 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1375/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς τον πρώτο αναιρεσίβλητο.
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως προς τη δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της δεύτερης και της τρίτης των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2016.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου