Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Απόφ.521/2015 Διοικ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης (τμήμα Α τριμ.) Αγωγή αποζημίωσης – Αποδιδόμενες παραλείψεις αστυνομικών οργάνων σε σχέση με απαγωγή ενάγοντος


Η απόδραση του Β. Π. από τις φυλακές δεν τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την απαγωγή του ενάγοντος, διότι μεταξύ των συμβάντων αυτών δεν υφίσταται χρονική και τοπική εγγύτητα.
Ως προς τις αναφερόμενες από τον ενάγοντα ως παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της Αστυνομίας κατά τη διάρκεια της ιστορούμενης απαγωγής και μετά από αυτήν:
α. Ανεξαρτήτως του εάν θα μπορούσε να θεωρηθεί βέβαιη ή όχι η διαμονή και δράση του Β. Π. και των συνεργών του στην περιοχή της Θεσσαλονίκης κατά την κρίσιμη περίοδο, αυτό δεν έχει ως συνέπεια την ανάγκη επαύξησης των μέτρων αστυνόμευσης στην πόλη - η οποία ούτως ή άλλως λόγω του πληθυσμού της έχει ικανή αστυνομική δύναμη - και ειδικότερα των μέτρων σε σχέση με την προσωπική ασφάλεια του ενάγοντος. Επιπλέον, η απαγωγή δεν έγινε σε κεντρικό σημείο κατοικημένης περιοχής, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν υποχρεωτική η εκεί παρουσία αστυνομικών οργάνων κατά την ώρα της απαγωγής.
β. Η Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης αμέσως μετά την διαπίστωση της απαγωγής του ενάγοντος, εκπόνησε συγκεκριμένο και εξειδικευμένο για την περίπτωση επιχειρησιακό σχέδιο, με πρωταρχικό στόχο τη διασφάλιση της σωματικής ακεραιότητας και υγείας του απαχθέντος και  την  παράλειψη  οιασδήποτε  ενέργειας,  που  θα μπορούσε  να  θέσει σε κίνδυνο την ζωή του, γεγονός που αναγνωρίζεται  από τον ενάγοντα.
γ. Μάλιστα, σύμφωνα με το εκπονηθέν σχέδιο και το μνημόνιο ενεργειών, που ακολουθείται  πάντα σε περιπτώσεις απαγωγών, τόσο από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Αστυνομίας, όσο και από τις διωκτικές αρχές των χωρών της Ευρώπης,  καμία απολύτως ενέργεια δεν επιχειρείται, η οποία θα μπορούσε, έστω και κατ' ελάχιστον, να θέσει υπό διακινδύνευση τη σωματική ακεραιότητα, πολλώ δε μάλλον την ζωή του απαχθέντος προσώπου. Προτεραιότητα έχει πάντα η επιτυχής απελευθέρωση του απαχθέντος και όχι η μεταγενέστερη - μετά την παράδοση των λύτρων -  παρακολούθηση των δραστών προκειμένου να αναληφθούν τα παραδοθέντα χρήματα,  εφόσον κάτι τέτοιο θα  σήμαινε διακινδύνευση του απαχθέντος, δεδομένου ότι πάντα ο  απαράβατος όρος που τίθεται από τους απαγωγείς για την ασφαλή  παράδοση του απαχθέντος είναι η μη εμπλοκή της αστυνομίας,  προκειμένου να  αποφευχθεί ο εντοπισμός τους. Και προφανώς, στην προκειμένη περίπτωση οι οικείοι του ενάγοντος προς απελευθέρωσή του ενάγοντος δεν θα επιθυμούσαν επέμβαση της Αστυνομίας, κατά την οποία θα ετίθετο σε κίνδυνο η ζωή και η σωματική ακεραιότητα αυτού.  Άλλωστε, μέχρι το χρονικό σημείο της παράδοσης των λύτρων και της μετέπειτα απελευθέρωσης του ενάγοντος, τα αρμόδια όργανα δεν είχαν με πληρότητα  εξακριβώσει τη δομή της εγκληματικής οργάνωσης, ούτε είχαν  εντοπίσει το κρησφύγετο όπου εκρατείτο ο ενάγων, προκειμένου να πραγματοποιηθεί επιχείρηση εντοπισμού και σύλληψης των δραστών,


δ. Επιπροσθέτως, εν όψει των δεδομένων, που είχε υπόψη της η Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, μέχρι το χρονικό σημείο της παράδοσης των λύτρων ότι, δηλαδή, οι δράστες της απαγωγής αποτελούσαν μέλη δομημένης εγκληματικής οργάνωσης που εκτέλεσε την απαγωγή κατόπιν οργανωμένου σχεδίου, δεν τέθηκαν σε επιτήρηση οι δράστες κατά την παραλαβή των λύτρων, το μεν διότι λόγω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της περιοχής - αγροτική περιοχή - σε συνδυασμό με σκοτάδι δεν θα ήταν δυνατή η  «διακριτική»  επιτήρηση αλλά θα ήταν εμφανής, το δε διότι, προφανώς, οι δράστες που θα παραλάμβαναν  τα λύτρα δεν  θα τα μετέφεραν,  προκειμένου να προβούν στην καταμέτρηση αυτών, στο χώρο κράτησης του απαχθέντος αλλά σε έτερο σημείο, λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα,
ε. Η διαφυγή των απαγωγέων μετά την απελευθέρωση του ενάγοντος δεν μπορεί, χωρίς άλλο, να αποδοθεί σε συγκεκριμένη παράλειψη των αστυνομικών αρχών, δεδομένου και ότι, λόγω των σχετικών αντικειμενικών δυσχερειών που διαφοροποιούνται σε κάθε εγκληματική ενέργεια, δεν υφίσταται γενικό τεκμήριο ευθύνης των αρχών αυτών σε κάθε περίπτωση τέτοιας διαφυγής, δεν είναι δηλαδή αντικειμενικά δυνατή η σύλληψη κάθε εγκληματία, ακόμα και για την καλύτερα οργανωμένη αστυνομική υπηρεσία, και, πάντως, ακόμα κι αν είχε επιτευχθεί η σύλληψη των απαγωγέων, ήταν αμφίβολη η ανεύρεση και των λύτρων, τα οποία, κατά τα αναφερόμενα στο ιστορικό, είχαν αποκρυβεί ή παραδοθεί σε συνεργούς, λαμβανομένου υπόψη ότι η καταβολή των λύτρων είχε προηγηθεί της απελευθέρωσης. Σε κάθε δε περίπτωση η εύρεση μέρους των λύτρων μετά από την απελευθέρωση του ενάγοντος οφείλεται σε ενέργειες της αστυνομίας, ήτοι στη διασπορά των αριθμών των προσημειωμένων χαρτονομισμάτων στα τραπεζικά ιδρύματα και στον εντοπισμό υπόπτου που ταυτοποιήθηκε μέσω σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας και στην παρακολούθηση αυτού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω του πρωτοφανούς για τα μέχρι τότε δεδομένα, όπως αναφέρει το Δημόσιο και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, ύψους χρηματικού ποσού που απαιτήθηκε από τους απαγωγείς ως λύτρα και προκειμένου να εξοικονομηθεί χρόνος από την καταγραφή του ποσού, η σύζυγος του ενάγοντος, η οποία ήταν ενήμερη της όλης διαδικασίας, προσφέρθηκε οικειοθελώς να καλύψει το κόστος της καταγραφής των χαρτονομισμάτων από την συγκεκριμένη εταιρία. Ωστόσο, η όλη διαδικασία καταγραφής των χαρτονομισμάτων θα πραγματοποιείτο σε κάθε περίπτωση από τις αστυνομικές αρχές, ακόμα και με δαπάνη του δημοσίου για την προμήθεια ειδικού τεχνικού προς τούτο εξοπλισμού, καθόσον αποτελεί πάγια τακτική που ακολουθείται σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις απαγωγών, ανεξαρτήτως της βούλησης για ενδεχόμενη συνεισφορά από πλευράς των οικείων του απαχθέντος προσώπου. Η κάλυψη δε του κόστους καταγραφής δεν αποτέλεσε σε καμία περίπτωση  προϊόν συζήτησης ή διαπραγμάτευσης με την οικογένεια του ενάγοντος αλλά ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης και πρωτοβουλίας της συζύγου του ενάγοντος. Επομένως, η δαπάνη καταμετρήσεως και ψηφιοποιήσεως των λύτρων, παρά το ότι αναλήφθηκε από τους οικείους του ενάγοντος, αποτελεί παγίως ακολουθούμενη διαδικασία στις περιπτώσεις απαγωγής και ως τέτοια θα αναλαμβάνονταν σε κάθε περίπτωση από τα όργανα του εναγόμενου.
στ. Άλλωστε, ο εντοπισμός των δραστών δεν κατέστη δυνατός, διότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της κράτησης του ενάγοντος, αυτοί επικοινώνησαν τηλεφωνικά συνολικά επτά (7) φορές. Για εκάστη των υπόψη τηλεφωνικών επικοινωνιών, χρησιμοποίησαν διαφορετική τηλεφωνική σύνδεση, η οποία δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί, για να καταστεί αδύνατος ο εντοπισμός τους. Επιπλέον, κάθε τηλεφωνική επικοινωνία των δραστών πραγματοποιήθηκε από ξεχωριστή γεωγραφική περιοχή δυσχεραίνοντας τον εντοπισμό, τόσο των ιδίων όσο και του κρησφύγετου, όπου κρατείτο ο ενάγων. Εξαιτίας όλων των ανωτέρω τεχνικών δυσχερειών δεν κατέστη δυνατό να εντοπισθεί άμεσα το κρησφύγετο των απαγωγέων, κάτι  που επιτεύχθηκε σχεδόν δύο μήνες μετά την απελευθέρωση του ενάγοντος, οπότε  με  αξιοποίηση όλων των σύγχρονων αστυνομικών δεδομένων και της διενεργηθείσης έρευνας από τη Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, εντοπίστηκε το κρησφύγετο και στη συνέχεια  συνελήφθησαν τα 8 μέλη της εγκληματικής οργάνωσης - μεταξύ αυτών και ο Β.Π. που είχε αποδράσει - και παραπέμφθησαν αρμοδίως.
ζ. Ως προς την άρνηση της ομάδας των διαπραγματευτών της Ελληνικής Αστυνομίας που εγκαταστάθηκε στην οικία του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα της κράτησής του να λάβει  θέση στα δύο ερωτήματα που έθεσαν οι συγγενείς του προς αυτούς, ήτοι εάν έπρεπε να ενδώσουν στην καταβολή των λύτρων και ποιό ήταν το όριο των λύτρων που θα ήταν αποδεκτό από τους απαγωγείς, όπως το εναγόμενο Δημόσιο προβάλλει και δεν αντικρούει ο ενάγων, οι διαπραγματευτές συμβούλευσαν τη σύζυγό του επί των ακολουθητέων, βάσει της επί διεθνούς επιπέδου εφαρμοζόμενης αστυνομικής και επικοινωνιακής τακτικής με τους απαγωγείς, ώστε να επιτευχθεί η επίλυση του περιστατικού με αίσια έκβαση, όπως και επιτεύχθηκε, δηλαδή η απελευθέρωση του ενάγοντος, μάλιστα  με τις λιγότερες δυνατές οικονομικές συνέπειες, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του αρχικά αιτηθέντος από τους απαγωγείς ποσού. Άλλωστε, η Αστυνομία κατόπιν συντονισμένων κινήσεων κατέληξε στην ανάκτηση σημαντικού μέρους των καταβληθέντων λύτρων.
Επομένως, από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι τα αρμόδια όργανα της Αστυνομίας κινήθηκαν εντός των ορίων της αποστολής τους που συνίσταται, σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη, προεχόντως στην προστασία της ζωής και δευτερευόντως της περιουσίας των πολιτών εν όψει της σημασίας του πρώτου από τα ως άνω έννομα αγαθά. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει περίπτωση παρανομίας των αστυνομικών οργάνων και, συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται η κατ’ άρθρον 105 Εισ.Ν.Α.Κ. ευθύνη του Δημοσίου.
(πηγή : www.ddikastes.gr )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου