Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

"Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας" [του Δημητρίου Ζιγκολη, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ροδόπης]

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, η επικείμενη εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας σε συνδυασμό με την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία (180 ψήφοι), έφτασε στο σημείο να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της σταθερότητας η μη της Χώρας και να συναρτάται από αυτήν η οικονομική σταθερότητά της. Ήδη, πολλοί είναι αυτοί που προτείνουν στο πλαίσιο μιας αναθεώρησης του Συντάγματος, την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής (άρθρο 32 παρ. 4).
   Ι. Εισαγωγικά
   Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Συντάγματος, για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Αν δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία αυτή στην πρώτη ή την δεύτερη ψηφοφορία, ακολουθεί τρίτη ψηφοφορία όπου πλέον απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (ήτοι 180 θετικές ψήφοι). Μη επιτυγχανομένης αυτής της πλειοψηφίας, η Βουλή διαλύεται υποχρεωτικά και η νέα Βουλή εκλέγει τον πρόεδρο της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία.
   Ο δικαιολογητικός λόγος της αυξημένης αυτής πλειοψηφίας, έγκειται στο ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος (άρθρο 30 παρ. 1) και για το λόγο αυτό ενσαρκώνει τρόπον τινά την ευρύτερη εθνική ενότητα. Λησμονείται όμως το γεγονός ότι η αυξημένη αυτή πλειοψηφία δικαιολογούνταν ίσως λόγω των αυξημένων και ενισχυμένων αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975 όπως αυτό ψηφίσθηκε από την Ε' Αναθεωρητική Βουλή.
   Όμως μετά την αναθεώρηση του 1986 αποψιλώθηκαν οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, μεταφέροντας το κέντρο βάρους στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας στον Πρωθυπουργό. Όμως η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος παρέμεινε ως είχε. Μια ματιά στα Συντάγματα άλλων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πολίτευμα Προεδρεύομενης Δημοκρατίας, αποδεικνύει ότι η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αφού σε καμία άλλη χώρα δεν συνδυάζεται η αδυναμία εκλογής προέδρου με την διάλυση της βουλής.  

 ΙΙ. Τα ισχύοντα σε άλλες χώρες με Πολίτευμα Προεδρευόμενης Δημοκρατίας.
    Οι όροι "Προεδρευόμενη" ή "Βασιλευόμενη" Δημοκρατία είναι όροι καθαρά ελληνικής εμπνεύσεως. Αντιθέτως στην ξένη ορολογία έχουν παγιωθεί οι όροι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (parliamentary Republic) και της κοινοβουλευτικής Μοναρχίας (parliamentary Monarchy) αντίστοιχα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα συντάγματα άλλων χωρών αποφεύγουν να προσδιορίσουν επακριβώς το πολίτευμα της χώρας, αλλά περιορίζονται να τονίσουν τον βασιλευόμενο η αβασίλευτο χαρακτήρα του πολιτεύματος. Έτσι στο άρθρο 1 του Ιταλικού Συντάγματος αναφέρεται ότι "η Ιταλία είναι μια λαοκρατική δημοκρατία που θεμελιώνεται στην εργασία". Αντίστοιχα στο άρθρο 2 του γαλλικού συντάγματος αναφέρεται ότι "η Γαλλία είναι μια αδιαίρετη, κοσμική, λαοκρατική και κοινωνική δημοκρατία». Βλέπουμε ότι τα ξένα Συντάγματα δεν προσδιορίζουν επακριβώς το πολίτευμα της χώρας (προεδρική η προεδρευομενη δημοκρατία) αλλά διακηρύσσουν πανηγυρικά τον αβασίλευτο η βασιλευόμενο χαρακτήρα του πολιτεύματος.
   Στην Ιταλία, (άρθρο 83 παρ. 3) ο Πρόεδρος εκλέγεται από ειδικό εκλεκτορικό σώμα που αποτελείται από τα μέλη της Βουλής και της Γερουσίας και ίσο αριθμό εκλεκτόρων που ορίζονται από τις Περιφέρειες της Ιταλίας κατ' αναλογία πληθυσμού. Απαιτείται πλειοψηφία 2/3 μόνον έως την τρίτη ψηφοφορία. Σε κάθε επόμενη ψηφοφορία απαιτείται απλή πλειοψηφία. Σε καμία περίπτωση δεν διαλύεται η Βουλή ή η Γερουσία. Ορισμένες φορές, για την εκλογή Προέδρου της Ιταλίας έχουν απαιτηθεί έως και 20 ψηφοφορίες. Φυσικά η θητεία του υπηρετούντος προέδρου παρατείνεται μέχρι την εκλογή νέου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ιταλίας είναι εξοπλισμένος και με κάποιες "υπερεξουσίες". Έτσι, έχει την ανώτατη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων, προεδρεύει του ανώτατου συμβουλίου άμυνας και του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου (άρθρο 87) μπορεί να διαλύσει την Βουλή και την Γερουσία αφού ακούσει την γνώμη των προέδρων τους (άρθρο 88), και επιλέγει το ένα τρίτο των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου (άρθρο 135). Σύμφωνα δε με το άρθρο 89 παρ. 2 απαιτείται προσυπογραφή των πράξεων του από τον Πρωθυπουργό, μόνο όταν αυτές έχουν νομοθετική ισχύ.  
  Στην Γερμανία, ο Πρόεδρος εκλέγεται από ειδικό εκλεκτορικό σώμα που αποτελείται από τους Βουλευτές της Ομοσπονδιακής Βουλής και ίσο αριθμό εκλεκτόρων που ορίζουν κατ' αναλογία πληθυσμού οι Ομόσπονδες Χώρες. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία (το ήμισυ συν ένα). Στην επαναληπτική ψηφοφορία αρκεί και η απλή πλειοψηφία. Οι αρμοδιότητες του είναι καθαρά τελετουργικές. Παρόμοια ισχύουν σε Προεδρευόμενες Δημοκρατίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Εσθονία. Σε άλλες προεδρευόμενες Δημοκρατίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Αυστρία, η Φιλανδία, η Πολωνία, η Βουλγαρία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Κροατία, ο Πρόεδρος εκλέγεται με άμεση ψηφοφορία. Η γειτονική μας Μάλτα, πρωτοτυπεί, αφού ο πρόεδρος της Χώρας, δεν εκλέγεται, αλλά διορίζεται με απόφαση της βουλής για πενταετή θητεία, και μπορεί να παυθει ομοίως λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς (άρθρο 48 παρ. 3 εδ. Β’). Στην Λετονία, ο Προέδρος της Χώρας εκλέγεται από την βουλή με μυστική ψηφοφορία για περίοδο 4 ετών και για την εκλογή του απαιτούνται 51 βουλευτές επι συνόλου 100. Σε καμία περίπτωση δεν διαλύεται η Βουλή. Πάντως, υπάρχει η δυνατότητα καθαίρεσης του Προέδρου, μετα από πρόταση του ημίσεος του όλου αριθμού των βουλευτών και με πλειοψηφία 2/3.  
   Η σύγκριση με τα ισχύοντα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποδεικνύει ότι η συνταγματική επιταγή του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος αποτελεί νομικό παράδοξο και θα έλεγε κανείς, μια άστοχη επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη. Και τούτο διότι άλλη είναι η αποστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλη της Βουλής. Μετα την συνταγματική αναθεώρηση του 1986, η αποστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίζεται ουσιαστικά στην εκτέλεση τελετουργικών καθηκόντων και είναι μάλλον διακοσμητικό στοιχείο του πολιτεύματος, αφού οι όποιες ρυθμιστικές του αρμοδιότητες, έχουν περιπεσει σε αχρησία. Π.χ. από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος έως σήμερα κανένας Προέδρος δεν έχει κάνει χρήση του συνταγματικού προνομίου του, να αναπέμψει νόμο στη Βουλή για νέα συζήτηση (άρθρο 42 του Συντάγματος). Αντιθέτως, στην Γερμανία όπου ο πρόεδρος έχει ακόμη λιγότερες αρμοδιότητες, οι εκάστοτε Πρόεδροι έχουν αρνηθεί να υπογράψουν πάνω από 10 νομοσχέδια που είχε ψηφίσει η Βουλή.  

ΙΙΙ. Αναθεώρηση του Συντάγματος       
   Ενόψει της οικονομικής κρίσης αλλά και των θεσμικών στρεβλώσεων που έχουν διαπιστωθεί, έχουν ήδη κατατεθεί διάφορες προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Κάποιοι προτείνουν την άμεση εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας με άμεση ψηφοφορία με παράλληλη ενίσχυση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων. Σε άλλη πρόταση που κατατέθηκε πρόσφατα, προτείνεται η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την Βουλή και εφ' όσον η εκλογή αποβεί άκαρπη, τότε και μόνο τότε θα γίνεται προσφυγή στον λαό, ο οποίος θα εκλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με άμεση και καθολική ψηφοφορία.  
   Αν ενισχυθούν οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αναπόφευκτα θα δημιουργηθεί ένας πολιτειακός "διπολισμός". Θα έχουμε έναν μάλλον ισχυρό Πρόεδρο και έναν επίσης ισχυρό Πρωθυπουργό. Ποιες θα είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες σε περίπτωση "συγκατοίκησης", δηλ. Πρόεδρος από το κόμμα Α και Πρωθυπουργός από το κόμμα Β; Εάν υπάρξει διαφωνία σε καίρια ζητήματα μεταξύ Προέδρου και Πρωθυπουργού, πως θα επιλυθεί αυτή; Ποιος από τους δύο πολιτειακούς παράγοντες θα πρέπει να υποχωρήσει, ή πως θα επιτευχθεί συμβιβασμός; Πάντως, πολλές ταραγμένες περίοδοι της νεότερης ιστορίας μας είχαν ως απαρχή τους, καίριες διαφωνίες μεταξύ ανωτάτου άρχοντος και πρωθυπουργού (1915-1917 και το έτος 1965). Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι και στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ο πρόεδρος της Γερμανίας εκλεγόταν από τον λαό και είχε αρμοδιότητες αποφασιστικής σημασίας.
   Κατά την άποψή μας, ο συντακτικός νομοθέτης θα πρέπει να αναθεωρήσει την διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 του Συντάγματος κατά την οποία η βουλή διαλύεται υποχρεωτικά σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η απαραίτητη πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της βουλής. Θα μπορούσε κάλλιστα να καθιερώσει και τέταρτη ψηφοφορία όπου θα μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας και με απλή πλέον πλειοψηφία η να καθιερώσει την   εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από ειδικό εκλεκτορικό σώμα με απλή πλειοψηφία, λ.χ. από συνέλευση αποτελούμενη από τα μέλη της βουλής και ίσο αριθμό εκλεκτόρων που θα προτείνονται από τις Περιφέρειες. Βέβαια, ο αναθεωρητικός νομοθέτης θα μπορούσε να αναθεωρήσει και την διάταξη του άρθρου 110 του συντάγματος και να μεταβάλλει την  διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολη αφού,  απαιτείται διάλυση της βουλής και τήρηση χρονοδιαγραμμάτων. Θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι για την αναθεώρηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος απαιτείται πλειοψηφία 2/3 η 3/5 της βουλής χωρίς την προηγούμενη διάλυση της βουλής. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης θα μπορούσε να προβλέψει και την ολική αναθεώρηση του συντάγματος (revision totale, Totalrevision), συμπεριλαμβανομένων και των θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Ολική αναθεώρηση προβλέπεται στα Συντάγματα της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών. Στην Γερμανία (άρθρο 146), στην Αυστρία ( άρθρο 44) όπως και στην Ελβετία με δημοψήφισμα μπορεί ο λαός να ψηφίσει νέο Σύνταγμα. Στη Ισπανία, τα νομοθετικά σώματα μπορούν με πλειοψηφία δυο τρίτων να ψηφίσουν την αναθεώρηση και των θεμελιωδών διατάξεων. Τα νομοθετικά σώματα (Κορτες) διαλύονται αυτοδικαίως και τα νέα νομοθετικά σώματα αποφαίνονται με αυξημένη πλειοψηφία. Εξ ολοκλήρου νέο σύνταγμα απέκτησαν πρόσφατα η Ελβετία και η Φιλανδία το1999, το Λιχτενστάιν (2003) και πρόσφατα η Τουρκιά (2014), η οποία είναι πλέον Προεδρική Δημοκρατία. Πάντως, υπάρχουν και Συντάγματα χωρών τα οποία δεν έχουν αναθεωρηθεί ποτέ! Είναι το ιαπωνικό σύνταγμα του 1947 και το σύνταγμα της Δανίας του 1953. Αντιθέτως, η Ελβετία αν και απέκτησε εξ ολοκλήρου νέο σύνταγμα το 1999, το έχει ήδη αναθεωρήσει πάνω από 13 φορές.   
  
IV. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
   Ο συντακτικός νομοθέτης θα πρέπει να επιλύσει άμεσα και με απλό τρόπο το ζήτημα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις, αποσυνδέοντας την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την διάλυση της Βουλής και καθιερώνοντας απλή ή και σχετική πλειοψηφία. Μπορεί ακόμη να καθιερώσει ειδικό εκλεκτορικό σώμα. Αντιθέτως θα πρέπει να επικεντρωθεί στην δημιουργία εκείνων των ασφαλιστικών δικλείδων που θα αποτρέψουν τις θεσμικές στρεβλώσεις που οδήγησαν την χώρα στην κρίση. Έτσι μπορεί να καθιερώσει τον ουσιαστικό διαχωρισμό της εκτελεστικής από την νομοθετική εξουσία, να καθιερώνοντας το ασυμβίβαστο Υπουργού και Βουλευτή,  επαναπροσδιορίζοντας το περιεχόμενο της βουλευτικής ασυλίας καθώς και την ποινική ευθύνη των Υπουργών και να μεριμνήσει για την θωράκιση και της αληθινή πραγμάτωση της δικαστικής ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, καθιερώνοντας λ.χ. Συνταγματικό Δικαστήριο. Θα μπορούσε πάντως να επιδείξει περισσότερη τόλμη, προσδιορίζοντας και το λεγόμενο «οικονομικό» και «κοινωνικό» Σύνταγμα.            

 
Σημείωση: πληροφορίες λήφθηκαν από το Βιβλίο των Μαυρια-Παντελη «Συνταγματικά κείμενα ελληνικά και ξένα» εκδόσεις Αντ.Α Σακκουλα 1996, καθώς και από την Γερμανογλωσση ιστοσελίδα www.verfassungen.de, η οποία περιέχει τα συντάγματα (ισχύοντα και προισχυσαντα) όλων των χωρών του κόσμου, και ενημερώνεται διαρκως.Στην ιστοσελίδα http://www.verfassungsvergleich.de/, υπάρχουν τα συντάγματα όλων σχεδόν των χωρών και στην αγγλική γλώσσα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου