Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Εφαρμογή του λόγου αποκλεισμού του άρθρου 14 § 3 ΚΠΔ στην απόφανση επί προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος κατ’ άρθρον 322 ΚΠΔ – Μείζων δικαιοπολιτική ερμηνευτική αρχή επί ενδίκων μέσων η διάκριση Iudex a quo και Iudex ad quem , [του Βασιλείου Σταματόπουλου, δικηγόρου]

Δέον ευθύς εξαρχής να επισημανθεί ότι ο θεματικός πυρήνας του παρόντος μελετήματος παρουσιάζει ιδιαίτερο και, τρόπον τινά, πρωτογενές επιστημονικό ενδιαφέρον, καθόσον δεν έχει εισέτι αποτελέσει αντικείμενο πραγματεύσεως εκ μέρους του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Υπ΄ αυτό το πρίσμα, ούτως ειπείν, το εν θέματι μελέτημα επιχειρεί μία συμβολή στην τελολογική – δικαιοσυστηματική ερμηνεία των άρθρων 14 § 3, 322 και 171 § 1 περ. α΄ ΚΠΔ.
Έχει παγίως νομολογηθεί από τον Άρειο Πάγο ότι δεν συντρέχει λόγος απόλυτης ακυρότητος λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου (171 § 1 περ. α΄ ΚΠΔ) συνιστών εντεύθεν λόγο αναιρέσεως κατά βουλεύματος ή απόφασης (484 § 1 περ.α΄ και 510 § 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες i) ο εισαγγελέας του οποίου η πρόταση ενσωματώθηκε σε αναιρεθέν βούλευμα, συμμετάσχει στη μετ΄ αναίρεση δίκη (ή στο δικαστικό συμβούλιο που επελήφθη της υποθέσεως μετ΄ αναίρεση, βλ. σχετ. ΑΠ 2203/2006, με αντιθ. όμως προτ. Α. Ζύγουρα, ΠοινΔικ 2007, 969), ή ομοίως στις περιπτώσεις εκείνες ii) που ο εισαγγελέας της δευτεροβάθμιας δίκης είχε ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέως και στο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση (ΑΠ 954/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1690/2003 ΠοινΔικ 2004. 287), καθώς και ότι στις ως άνω περιπτώσεις δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Αντιπαρερχόμενος, χάριν συντομίας, τις ουκ ολίγες αντίθετες επί του ζητήματος (βλ., λόγου χάριν, ΑΠ 451/1982, ΠοινΧρ ΛΓ΄, 14 που τάσσεται υπέρ της αναλογικής εφαρμογής των λόγων αποκλεισμού του άρθρου 14 ΚΠΔ) θέσεις που διατυπώνουν τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία (ενδ. βλ. την υψίστης επιστημονικής πληρότητος πρόταση του αντεισαγγελέως του ΑΠ Α. Ζύγουρα, όπως αυτή διατυπώθηκε προσφυώς και ενσωματώθηκε στην ως άνω ΑΠ 2203/2006 και εις την οποίαν αιτιολογείται ενδελεχώς ο ενεργότατος ρόλος του εισαγγελέως στην ποινική δίκη και καταφάσκεται η εντεύθεν κακή σύνθεση ως λόγος απόλυτης ακυρότητος, όθεν και αναιρέσεως), αλλά και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υποθ. Huber κατά Ελβετίας), ουδείς δύναται να ισχυριστεί βασίμως ότι οι ανωτέρω αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού δεν απηχούν παγία νομολογία. Τουναντίον, ως τέτοια (παγία) την αναγνωρίζουμε άπαντες και στο πλαίσιο αυτό θα αναζητήσουμε την δικαιολογητική της βάση (ratio), ο πυρήν της οποίας άλλωστε επαναλαμβάνεται στη μείζονα όλων των ενδεικτικώς προαναφερθεισών (αλλά και πολλών άλλων) αποφάσεων του ΑΠ.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΑΠ 277/2014: "Επιτρέπεται η καταγραφή με τεχνικά μέσα δημόσιων λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους"

Παθητική δωροδοκία. 
Αμεση συνέργεια σ΄ αυτή. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης
 
(...) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Στο άρθρο 235 ΠΚ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 2802/2000 και πριν από την εκ νέου αντικατάσταση με το άρθρο δεύτερο παρ.1 του ν. 3666/2008, οριζόταν ότι "Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με την μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο ίσχυσε και το οποίο καταλαμβάνει τις πράξεις που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα Β. Μ. και φέρονται τελεσθείσες την 3-4-2006, 19-7-2006 και 26-7-2006, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) ήταν απαραίτητο, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263 α του ΠΚ,: α) τα δώρα ή τα ανταλλάγματα τα οποία ζητούσε ή λάμβανε ο δράστης ή των οποίων εξασφάλιζε την υπόσχεση καταβολής, που δεν αρμόζουν σ' αυτόν, να δίδοντο ή να υπήρχεν υπόσχεση τούτων για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε η μέλλουσα ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια και η ενέργεια ή παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή τις οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας (Ολ ΑΠ 6/1998, Ολ ΑΠ 1778/1993, ΑΠ 125/2013). Εάν επρόκειτο για ήδη τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη, η πράξη ήταν ανέγκλητη μη αξιόποινη (ΑΠ 1448/2011, 675/2007, 2282/2003, ενώ ήδη, μετά τη νέα αντικατάσταση του άρ. 235 ΠΚ δια του ν. 3666/2008, τα δώρα μπορεί να αποβλέπουν τόσο σε μελλοντική όσο και σε τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη).
Περαιτέρω, κατά το άρ. 46 παρ. 1β ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας σε έγκλημα άλλου, βάσει της αρχής του περιορισμένου, παρακολουθητικού χαρακτήρα της συμμετοχής, που καθιερώνει το άρ. 48 του ΠΚ, απαιτείται, α) αφενός μεν ο άλλος (ο αυτουργός) να διαπράξει ή να αποπειραθεί τουλάχιστον να διαπράξει την άδικη πράξη, η οποία δεν καλύπτεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, από κάποιο λόγο που να αίρει το άδικο αυτής, δηλαδή πράξη που συνιστά τέλεση ή απόπειρα τέλεσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφετέρου δε ο συνεργός να τελέσει πράξη υποστηρικτική της κύριας πράξης του αυτουργού, με άμεσα συνδεδεμένη με αυτή βοηθητική ενέργεια σε τρόπο, ώστε, χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η τέλεση του εγκλήματος. Απαιτείται η συμμετοχική αυτή δράση να μην ξεπερνά το χρονικό σημείο τελέσεως της κυρίας πράξεως και ειδική αιτιολόγηση του τρόπου και των μέσων δράσης του άμεσου συνεργού. Στην περίπτωση κατά την οποία, για την πραγμάτωση της άδικης πράξεως απαιτείται και υπερχειλής δόλος, πρέπει και ο άμεσος συνεργός τέτοιας πράξεως να πράττει με τον ίδιο δόλο (ΑΠ 1048/2011). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.


Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

"Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας" [του Δημητρίου Ζιγκολη, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ροδόπης]

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, η επικείμενη εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας σε συνδυασμό με την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία (180 ψήφοι), έφτασε στο σημείο να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της σταθερότητας η μη της Χώρας και να συναρτάται από αυτήν η οικονομική σταθερότητά της. Ήδη, πολλοί είναι αυτοί που προτείνουν στο πλαίσιο μιας αναθεώρησης του Συντάγματος, την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής (άρθρο 32 παρ. 4).
   Ι. Εισαγωγικά
   Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Συντάγματος, για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Αν δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία αυτή στην πρώτη ή την δεύτερη ψηφοφορία, ακολουθεί τρίτη ψηφοφορία όπου πλέον απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (ήτοι 180 θετικές ψήφοι). Μη επιτυγχανομένης αυτής της πλειοψηφίας, η Βουλή διαλύεται υποχρεωτικά και η νέα Βουλή εκλέγει τον πρόεδρο της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία.
   Ο δικαιολογητικός λόγος της αυξημένης αυτής πλειοψηφίας, έγκειται στο ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος (άρθρο 30 παρ. 1) και για το λόγο αυτό ενσαρκώνει τρόπον τινά την ευρύτερη εθνική ενότητα. Λησμονείται όμως το γεγονός ότι η αυξημένη αυτή πλειοψηφία δικαιολογούνταν ίσως λόγω των αυξημένων και ενισχυμένων αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975 όπως αυτό ψηφίσθηκε από την Ε' Αναθεωρητική Βουλή.
   Όμως μετά την αναθεώρηση του 1986 αποψιλώθηκαν οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, μεταφέροντας το κέντρο βάρους στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας στον Πρωθυπουργό. Όμως η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος παρέμεινε ως είχε. Μια ματιά στα Συντάγματα άλλων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πολίτευμα Προεδρεύομενης Δημοκρατίας, αποδεικνύει ότι η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αφού σε καμία άλλη χώρα δεν συνδυάζεται η αδυναμία εκλογής προέδρου με την διάλυση της βουλής.  

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΠΔ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ (ΑΡΘΡΑ 45Β ΚΑΙ 45Γ) [του Αριστομένη Τζανετή, Επ. Καθηγητή Πανεπ. Αθηνών, δικηγόρου]

       

Ι. Ορολογικά ζητήματα
Με τα άρθρα 45Β και 45Γ σχΚΠΔ εισάγεται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη ο αγγλοσαξωνικής προελεύσεως θεσμός του pleabargaining, στον οποίον ο κατηγορούμενος συνδιαλέγεται απευθείας με τις δικαστικές αρχές με αντικείμενο διαπραγμάτευσης την αποδοχή ή έστω τη μη εναντίωση στην σε βάρος του κατηγορία με αντάλλαγμα την επιβολή ηπιώτερης ποινής. Ακριβέστερη θα ήταν η απόδοση του pleabargaining με τον όρο “ποινική διαπραγμάτευση”, ο οποίος επιτρέπει την ορολογική διάκριση του νέου θεσμού από τον συγγενή, αλλά διαφορετικό θεσμό της «ποινικής συνδιαλλαγής», η οποία επέρχεται με συμφωνία του κατηγορουμένου με τον παθόντα (και όχι με τις δικαστικές αρχές) για άρση των συνεπειών του εγκλήματος. Βάσει των ανωτέρω ο χρησιμοποιούμενος στα άρθρα 45 Β και 45 Γ όρος “ποινική συνδιαλλαγή” δημιουργεί σύγχυση, αφού ο ίδιος ακριβώς χρησιμοποιείται στο ήδη ισχύον και διατηρούμενο στο σχΚΠΔ άρθρο 308Β ΚΠΔ, όπου όμως ρυθμίζεται το εντελώς διαφορετικό ζήτημα της επιεικούς ποινικής μεταχείρισης λόγω πλήρους αποκαταστάσεως της επελθούσας ζημίας.
ΙΙ. Η ποινική συνδιαλλαγή στα κακουργήματα (α. 45 Γ)
1. Πεδίο εφαρμογής
Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση δεκτικά συνδιαλλαγής είναι: α) τα προβλεπόμενα στον ΠΚ κακουργήματα, που τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και β) όλα τα κακουργήματα, που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους ακόμη και τα τιμωρούμενα με κάθειρξη μέχρι είκοσι έτη (αρμοδιότητας Μονομελούς Εφετείου Κακ/μάτων), όπως λ.χ. φορολογικά κακουργήματα, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών).
Ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του α. 45Γ σε συγκεκριμένες κατηγορίες κακουργημάτων θα δημιουργήσει πρακτικά προβλήματα εφαρμογής του νέου θεσμού σε περιπτώσεις συρροής εγκλημάτων, που δεν είναι στο σύνολό τους δεκτικά διαπραγμάτευσης. Παραδείγματα: Έγκλημα υπαγόμενο στο Ν. 1608/1950 (ανεπίδεκτο διαπραγμάτευσης) και νομιμοποίηση του προϊόντος του (δεκτικό διαπραγμάτευσης). Ή εγκληματική οργάνωση με την επιβαρυντική περίσταση του α. 187 παρ. 3 ή τρομοκρατική οργάνωση (187Α), τα μέλη της οποίας τελούν εγκλήματα, για τα οποία προβλέπεται πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Ο περιοροσμός της δυνατότητας διαπραγμάτευσης σε ένα μόνο από τα συρρέοντα εγκλήματα θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο για την υπαγωγή στο νέο θεσμό.
2. Το περιεχόμενο του πρακτικού συνδιαλλαγής: Απαιτείται ομολογία;
Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση στο συντασσόμενο πρακτικό διαπραγμάτευσης απλώς καταγράφεται η προτεινόμενη από τον Εισαγγελέα ποινή και ο τελικός χαρακτηρισμός της πράξης χωρίς ο κατηγορούμενος να λαμβάνει θέση επί της αποδιδόμενης σε αυτόν κατηγορίας. Αντιθέτως όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες έχει εισαχθεί το pleabargaining (με εξαίρεση την Ιταλία, η οποία όμως έχει υιοθετήσει σύστημα κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της δίκης), θέτουν ως προαπαιτούμενο για την έκπτωση της ποινής την ομολογία του κατηγορουμένου. Η απαίτηση να ομολογείται η πράξη στηρίζεται στη σκέψη ότι, όπου ισχύει εξεταστικό σύστημα, για την καταδίκη του κατηγορουμένου απαιτείται νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, η οποία λόγω του ακρωτηριασμού της αποδεικτικής διαδικασίας μόνο στην ομολογία μπορεί να στηριχθεί. Αν δεν αξιωθεί ομολογία, τότε η καταδίκη, που έπεται του pleabargaining, δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό μέσο με συνέπεια να παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας (βλ. α. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ).

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

ΑΠ 1751/2014 – Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης / αδικαιολόγητος πλουτισμός

Περίληψη: Οι συνήθεις παροχές του ενός από τον άλλο στο πλαίσιο της ελεύθερης συμβίωσης γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση ανταλλάγματος, διότι η νόμιμη αιτία μπορεί να είναι υπηρεσίες πάσης φύσεως. Όταν πρόκειται για παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας και υπάρχει πλουτισμός του ενός συντρόφου, επειδή δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης  και στον παρασχόντα δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι παρέχει τις υπηρεσίες υπό την προϋπόθεση ενός όχι ορισμένου αλλά οριστού περιουσιακού ανταλλάγματος, όπως η προοπτική μέλλοντος γάμου ή εξασφάλισης, η αθέτηση και γενικότερα λήξη του συνδέσμου εμπιστοσύνης ως νόμιμης αιτίας στηρίζει την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού για αιτία λήξασα ή μη επακολουθήσασα, που γεννάται τη χρονική στιγμή της διάρρηξης του συνδέσμου εμπιστοσύνης. Εάν η ελεύθερη συμβίωση λύνεται λόγω θανάτου του πλουτίσαντος συντρόφου, η αξίωση του άλλου συντρόφου απευθύνεται κατά των κληρονόμων του, γιατί η απαίτηση είναι κληρονομητή. Μειοψηφία ενός δικαστή, κατά τον οποίο, εάν η ελεύθερη συμβίωση λύνεται λόγω θανάτου του πλουτίσαντος συντρόφου, δεν γεννάται αξίωση του επιζώντος συντρόφου, διότι όσο ζούσε ο θανών είχε νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού και οι κληρονόμοι του υπεισέρχονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ως συνόλου και δεν έχουν υποχρέωση επιστροφής των παροχών, εφόσον κατέχουν με νόμιμη αιτία την κληρονομία του. Αναιρεί και παραπέμπει.

(...)
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 
Από το επικυρωμένο αντίγραφο της από 30-1-2013 αιτήσεως αναιρέσεως και την υπάρχουσα σ” αυτό βεβαίωση με ημερομηνία 26-6-2013 της δικαστικής επιμελήτριας Κοζάνης Α. Ζ. – Ν., που προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσίβλητη, προκύπτει ότι επιδόθηκε σ” αυτήν, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας νομότυπα και εμπρόθεσμα, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Αφού δε η αναιρεσείουσα δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικασθεί ερήμην, η συζήτηση όμως θα χωρήσει ως να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 2 εδ. γ” ΚΠολΔ.
 
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 68/2012 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 21-5-2009 έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της 163/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης. Με την απόφαση αυτή είχε γίνει μερικώς δεκτή η από 6-9-2007 αγωγή της αναιρεσείουσας με βάση τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διακράτησε την υπόθεση και δικάζοντας επί της αγωγής την απέρριψε ως μη νόμιμη. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της.
 

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

«H δυνατότητα επιβολής ποινής λιπομαρτυρίας από το Στρατοδικείο σε ιδιώτη Μάρτυρα», [του Γ. Κουτσαγγέλη, Δικηγόρου]

Η στερητική της ελευθερίας ποινή απείθειας που επιβάλλεται από το δικαστήριο στο λιπομάρτυρα δεν είναι ποινική κύρωση αλλά ποινή τάξης. Τούτο συνάγεται κυρίως από τη διαφοροποιημένη αντιμετώπιση του νόμου (άρθρα 229 εδ. γ΄ και 231 παρ. 3 ΚΠ*) όσων εμφανισθέντων μαρτύρων παραβαίνουν ...το καθήκον όρκισης ή κατάθεσης σε σχέση με αυτούς που δεν εμφανίστηκαν, από το ότι η ποινή απείθειας στο λιπομάρτυρα επιβάλλεται χωρίς την προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης (αρχή της νομιμότητας) και από το ότι η απόφαση που επιβάλλει ποινή απείθειας σε λιπομάρτυρα υπόκειται σε ανακοπή και όχι στα ένδικα μέσα στα οποία υπόκεινται οι καταδικαστικές αποφάσεις. Το στρατοδικείο έχει τη δυνατότητα επιβολής ποινής απείθειας σε ιδιώτη λιπομάρτυρα χωρίς αυτό να συνιστά υπέρβαση εξουσίας και χωρίς να προσκρούει στη συνταγματική επιταγή της απαγόρευσης υπαγωγής ιδιωτών στη δωσιδικία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων.

Στο άρθρο 209 ΚΠ* θεσμοποιείται το καθήκον μαρτυρίας, δηλαδή η υποχρέωση του οποιουδήποτε προσώπου να συμβάλει με τη μαρτυρία του στην απονομή της δικαιοσύνης, πάντοτε, βέβαια, υπό την αναγκαία προϋπόθεση της προηγούμενης νόμιμης κλήτευσής του. Παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία ως αποδεικτικό μέσο έχει αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό και έχει υποστεί έντονη αμφισβήτηση1, εν τούτοις, η αναγκαιότητά της την έχει καταστήσει δημόσια υποχρέωση2. Η υποχρέωση μαρτυρίας περιλαμβάνει πρώτιστα το καθήκον της αυτοπρόσωπης εμφάνισης, δηλαδή την υποχρέωση του μάρτυρα να εμφανιστεί έγκαιρα στον τόπο που κλήθηκε και να παραμείνει εκεί μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ή μέχρι την αποδέσμευσή του από τον διενεργούντα τη διαδικαστική πράξη ή από τον διευθύνοντα το δικαστήριο.
Περαιτέρω, στην υποχρέωση μαρτυρίας περιλαμβάνονται το καθήκον όρκισης, το καθήκον κατάθεσης όσων σχετικών με την εκκρεμή υπόθεση πραγματικών περιστατικών και άλλων στοιχείων γνωρίζει ο μάρτυρας και, τέλος, το καθήκον αλήθειας3. Η υποχρέωση μαρτυρίας υφίσταται για κάθε πρόσωπο και ως προς τα στρατοδικεία4, χωρίς να ενδιαφέρει αν ο μάρτυρας έχει ή όχι τη στρατιωτική ιδιότητα. Τούτο προκύπτει αβίαστα από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 209 ΚΠ* και του άρθρου 213 ΣΠΚ, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του ΚΠ* και οι υπόλοιπες διατάξεις που εφαρμόζονται στα κοινά ποινικά δικαστήρια εφαρμόζονται και στα στρατιωτικά ποινικά δικαστήρια. Εξ άλλου δεν υφίσταται διάταξη οποιουδήποτε νομοθετήματος που να εισάγει για τα στρατοδικεία εξαίρεση από την υποχρέωση μαρτυρίας των ιδιωτών.
Ο νόμος δεν αρκείται στην ελπίδα πως ο μάρτυρας θα ανταποκριθεί εκούσια στο καθήκον μαρτυρίας, αλλά με τις ρυθμίσεις των άρθρων 229 και 231 ΚΠ*
προβλέπονται κυρώσεις που σκοπό έχουν τον έμμεσο εξαναγκασμό του δυστροπούντος μάρτυρα να συνδράμει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και να διασφαλιστεί η εμφάνισή του5. Ανάλογες είναι οι διατάξεις των άρθρων 352 παρ. 1, 2, 353 παρ. 3 και 375 ΚΠ*.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Παρατηρήσεις-προτάσεις της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων για το σχέδιο νόμου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο παρακάτω συνημμένο έγγραφο παραθέτουμε τις παρατηρήσεις-προτάσεις που διατύπωσε η Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων επί του νομοσχεδίου του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Είναι μιά αναλυτική προσέγγιση των άρθρων και των διατάξεων του νομοσχεδίου με την οποία εγκαινιάζεται ουσιαστικά η ανοικτή διαβούλευση του νομικού κόσμου σχετικά με τα όσα προβλέπει το σχέδιο αυτό.
 
 

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΕλΣυν (Ολομ) 1807/2014: ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός μεν απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους, όσο και έναντι της πολιτείας, βάσει της διαφοράς του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών και στα δύο φύλα για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την ελεύθερη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Εάν θεσπιστεί με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την ειδική αυτή μεταχείριση ή εάν δεν υφίστανται ουσιώδεις μεταξύ των δύο κατηγοριών διαφορές, που δικαιολογούν την ευμενή υπέρ της μίας εξ αυτών μεταχείριση, η διάταξη αυτή είναι κατά το μέρος που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους εις βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίσθηκε η ειδική ρύθμιση (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 977/2000, 645/2005, 448α/2007, 44, 3126, 3434/2009, ΣτΕ 42/2013, ΑΠ 496/2011).
Περαιτέρω, η ομοιόμορφη μεταχείριση των δύο φύλων στο ειδικότερο ζήτημα των προϋποθέσεων θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος επιβάλλεται στον εθνικό νομοθέτη και από τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 141 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ήδη άρθρο 157 στην ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), σύμφωνα με το οποίο κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας στις αμοιβές ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας, εμπίπτει δε στο πεδίο εφαρμογής του και το συνταξιοδοτικό σύστημα που θεσπίζει ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, δοθέντος ότι η σύνταξη που χορηγείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα αυτού είναι «αμοιβή» κατά την έννοια του προαναφερόμενου άρθρου της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, κατά το άρθρο 141 της εν λόγω Συνθήκης απαγορεύεται κάθε διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την αμοιβή τους άρα και τη σύνταξή τους.



Αριθμός απόφασης 1807/2014 
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 
 
 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2013, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη και Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Αντιπρόεδροι, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία - Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Χριστίνα Ρασσιά, Θεολογία Γναρδέλλη, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Αγγελική Μαυρουδή (εισηγήτρια), Βασιλική Σοφιανού, Αγγελική Πανουτσακοπούλου και Δέσποινα Τζούμα, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Γεώργιος Κωνσταντάς και οι Σύμβουλοι Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και Αντώνιος Κατσαρόλης απουσίασαν δικαιολογημένα).
    ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Γενική Συντονίστρια, που ασκεί και καθήκοντα αναπληρώτριας Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
    Για να αποφανθεί, σύμφωνα με άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, επί του παραπεμφθέντος, με την 3583/2012 απόφαση του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων: α) του τρίτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 169/2007 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» και β) της υποπερίπτωσης στ΄ της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 56 του ως άνω Κώδικα, που ανέκυψε στο πλαίσιο εκδίκασης της από 14 Μαρτίου 2011 (με αριθμό κατάθεσης 76/14.3.2011) εφέσεως του…, κατοίκου Μαραθώνα Αττικής, ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και δήλωσε ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης.
    Το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, παραστάθηκε δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους….
    Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κλητεύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1α του ν. 2479/1997, παραστάθηκε επίσης δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους….
    Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε :
Το Νομικό Σύμβουλο του Κράτους που εκπροσώπησε το Ελληνικό Δημόσιο και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ζήτησε να κριθούν συνταγματικές οι επίμαχες διατάξεις.
    Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε να κηρυχθούν αντισυνταγματικές οι διατάξεις.
    Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Νικόλαο Αγγελάρα και τους Συμβούλους Ευάγγελο Νταή (ήδη Αντιπρόεδρο), ’ννα Λιγωμένου, Ευαγγελία - Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιο Πουλή, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα, Χριστίνα Ρασσιά και Θεολογία Γναρδέλλη που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Δέσποινα Τζούμα που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
    Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Με την 3583/2012 απόφασή του, το II Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δικάζοντας την από 14 Μαρτίου 2011 έφεση του…, πρώην τακτικού υπαλλήλου στο Σισμανόγλειο Γενικό Νοσοκομείο, κατά της 40967/16.12.2010 πράξης της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία κανονίστηκε στον ανωτέρω μηνιαία σύνταξη, πληρωτέα από την ημερομηνία που συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του, ήτοι από 6.4.2031, σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περ. β΄ της παρ. 1 και της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 και αγόμενο, κατά πλειοψηφία σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων: α) της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1902/1990, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1976/1991, το οποίο έχει κωδικοποιηθεί στο τρίτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 169/2007 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και β) της υποπερίπτωσης στ΄ της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 56 του ως άνω Κώδικα, με τη νομική παραδοχή ότι οι ρυθμίσεις που εισάγονται με αυτές τις διατάξεις αντίκεινται στην αρχή της ισότητας των φύλων, παρέπεμψε το ζήτημα τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου για να αποφανθεί οριστικά επ' αυτού. Κατόπιν των ανωτέρω και αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, νομίμως η Ολομέλεια επιλαμβάνεται επί του παραπεμφθέντος ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των ανωτέρω διατάξεων (Ολομ. Ελ. Συν. 1993, 2287/2005, 2820/2011).
    ΙΙ. Με το άρθρο 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, αλλά και η ίση μεταχείριση αυτών εκ μέρους του νομοθέτη. Έτσι δεσμεύεται ο κοινός νομοθέτης, ο οποίος, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, υποχρεούται να μη μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική μεταχείρισή τους δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος στον έλεγχο των δικαστηρίων. Περαιτέρω, με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός μεν απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους, όσο και έναντι της πολιτείας, βάσει της διαφοράς του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών και στα δύο φύλα για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την ελεύθερη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Άλλωστε, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 116 του ισχύοντος αναθεωρημένου Συντάγματος δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών ενώ το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών. Από αυτά παρέπεται ότι κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η ευνοϊκότερη μεταχείριση της γυναίκας, εφόσον όμως τούτο επιβάλλεται από λόγους που ανάγονται είτε στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της, ιδίως σε θέματα μητρότητας, γάμου και οικογένειας (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος), είτε σε καθαρά βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσης, πάντοτε όμως εντός των ακραίων ορίων, πέρα από τα οποία η σχετική ρύθμιση αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τέλος, εάν θεσπιστεί με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την ειδική αυτή μεταχείριση ή εάν δεν υφίστανται ουσιώδεις μεταξύ των δύο κατηγοριών διαφορές, που δικαιολογούν την ευμενή υπέρ της μίας εξ αυτών μεταχείριση, η διάταξη αυτή είναι κατά το μέρος που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους εις βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίσθηκε η ειδική ρύθμιση (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 977/2000, 645/2005, 448α/2007, 44, 3126, 3434/2009, ΣτΕ 42/2013, ΑΠ 496/2011).
    ΙΙΙ. Περαιτέρω, η ομοιόμορφη μεταχείριση των δύο φύλων στο ειδικότερο ζήτημα των προϋποθέσεων θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος επιβάλλεται στον εθνικό νομοθέτη και από τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 141 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ήδη άρθρο 157 στην ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), σύμφωνα με το οποίο κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας στις αμοιβές ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας, εμπίπτει δε στο πεδίο εφαρμογής του και το συνταξιοδοτικό σύστημα που θεσπίζει ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, δοθέντος ότι η σύνταξη που χορηγείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα αυτού είναι «αμοιβή» κατά την έννοια του προαναφερόμενου άρθρου της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, κατά το άρθρο 141 της εν λόγω Συνθήκης απαγορεύεται κάθε διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την αμοιβή τους άρα και τη σύνταξή τους. Η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και τον καθορισμό διαφορετικών προϋποθέσεων περί ηλικίας ή διαφορετικών κανόνων περί ελάχιστης προαπαιτούμενης υπηρεσίας -αναλόγως του φύλου- για τη χορήγηση συντάξεων σε δημοσίους πολιτικούς ή στρατιωτικούς υπαλλήλους που τελούν σε απολύτως όμοιες ή παρόμοιες καταστάσεις. Πάντως, κατά την παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην εργασία και τις αμοιβές δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν θετικά μέτρα για το φύλο που βρίσκεται σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση, αρκεί αυτά να αποβλέπουν στο να το διευκολύνουν να συνεχίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα ή στο να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζει στην επαγγελματική του σταδιοδρομία και όχι στο να θέτουν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις (σε σχέση με τις ισχύουσες για τους άνδρες υπαλλήλους) όσον αφορά το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία (βλ. ΔΕΕ C-559/07, της 26ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά Ελληνικής Δημοκρατίας).