Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2013, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη και Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Αντιπρόεδροι, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία - Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Χριστίνα Ρασσιά, Θεολογία Γναρδέλλη, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Αγγελική Μαυρουδή (εισηγήτρια), Βασιλική Σοφιανού, Αγγελική Πανουτσακοπούλου και Δέσποινα Τζούμα, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Γεώργιος Κωνσταντάς και οι Σύμβουλοι Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και Αντώνιος Κατσαρόλης απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Γενική Συντονίστρια, που ασκεί και καθήκοντα αναπληρώτριας Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να αποφανθεί, σύμφωνα με άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, επί του παραπεμφθέντος, με την 3583/2012 απόφαση του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων: α) του τρίτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 169/2007 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» και β) της υποπερίπτωσης στ΄ της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 56 του ως άνω Κώδικα, που ανέκυψε στο πλαίσιο εκδίκασης της από 14 Μαρτίου 2011 (με αριθμό κατάθεσης 76/14.3.2011) εφέσεως του…, κατοίκου Μαραθώνα Αττικής, ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και δήλωσε ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης.
Το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, παραστάθηκε δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους….
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κλητεύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1α του ν. 2479/1997, παραστάθηκε επίσης δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους….
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε :
Το Νομικό Σύμβουλο του Κράτους που εκπροσώπησε το Ελληνικό Δημόσιο και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ζήτησε να κριθούν συνταγματικές οι επίμαχες διατάξεις.
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε να κηρυχθούν αντισυνταγματικές οι διατάξεις.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Νικόλαο Αγγελάρα και τους Συμβούλους Ευάγγελο Νταή (ήδη Αντιπρόεδρο), ’ννα Λιγωμένου, Ευαγγελία - Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιο Πουλή, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα, Χριστίνα Ρασσιά και Θεολογία Γναρδέλλη που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Δέσποινα Τζούμα που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Με την 3583/2012 απόφασή του, το II Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δικάζοντας την από 14 Μαρτίου 2011 έφεση του…, πρώην τακτικού υπαλλήλου στο Σισμανόγλειο Γενικό Νοσοκομείο, κατά της 40967/16.12.2010 πράξης της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία κανονίστηκε στον ανωτέρω μηνιαία σύνταξη, πληρωτέα από την ημερομηνία που συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του, ήτοι από 6.4.2031, σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περ. β΄ της παρ. 1 και της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 και αγόμενο, κατά πλειοψηφία σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων: α) της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1902/1990, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1976/1991, το οποίο έχει κωδικοποιηθεί στο τρίτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 169/2007 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και β) της υποπερίπτωσης στ΄ της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 56 του ως άνω Κώδικα, με τη νομική παραδοχή ότι οι ρυθμίσεις που εισάγονται με αυτές τις διατάξεις αντίκεινται στην αρχή της ισότητας των φύλων, παρέπεμψε το ζήτημα τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου για να αποφανθεί οριστικά επ' αυτού. Κατόπιν των ανωτέρω και αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, νομίμως η Ολομέλεια επιλαμβάνεται επί του παραπεμφθέντος ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των ανωτέρω διατάξεων (Ολομ. Ελ. Συν. 1993, 2287/2005, 2820/2011).
ΙΙ. Με το άρθρο 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, αλλά και η ίση μεταχείριση αυτών εκ μέρους του νομοθέτη. Έτσι δεσμεύεται ο κοινός νομοθέτης, ο οποίος, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, υποχρεούται να μη μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική μεταχείρισή τους δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος στον έλεγχο των δικαστηρίων. Περαιτέρω, με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός μεν απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους, όσο και έναντι της πολιτείας, βάσει της διαφοράς του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών και στα δύο φύλα για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την ελεύθερη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Άλλωστε, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 116 του ισχύοντος αναθεωρημένου Συντάγματος δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών ενώ το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών. Από αυτά παρέπεται ότι κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η ευνοϊκότερη μεταχείριση της γυναίκας, εφόσον όμως τούτο επιβάλλεται από λόγους που ανάγονται είτε στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της, ιδίως σε θέματα μητρότητας, γάμου και οικογένειας (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος), είτε σε καθαρά βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσης, πάντοτε όμως εντός των ακραίων ορίων, πέρα από τα οποία η σχετική ρύθμιση αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τέλος, εάν θεσπιστεί με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την ειδική αυτή μεταχείριση ή εάν δεν υφίστανται ουσιώδεις μεταξύ των δύο κατηγοριών διαφορές, που δικαιολογούν την ευμενή υπέρ της μίας εξ αυτών μεταχείριση, η διάταξη αυτή είναι κατά το μέρος που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους εις βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίσθηκε η ειδική ρύθμιση (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 977/2000, 645/2005, 448α/2007, 44, 3126, 3434/2009, ΣτΕ 42/2013, ΑΠ 496/2011).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, η ομοιόμορφη μεταχείριση των δύο φύλων στο ειδικότερο ζήτημα των προϋποθέσεων θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος επιβάλλεται στον εθνικό νομοθέτη και από τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 141 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ήδη άρθρο 157 στην ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), σύμφωνα με το οποίο κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας στις αμοιβές ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας, εμπίπτει δε στο πεδίο εφαρμογής του και το συνταξιοδοτικό σύστημα που θεσπίζει ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, δοθέντος ότι η σύνταξη που χορηγείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα αυτού είναι «αμοιβή» κατά την έννοια του προαναφερόμενου άρθρου της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, κατά το άρθρο 141 της εν λόγω Συνθήκης απαγορεύεται κάθε διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την αμοιβή τους άρα και τη σύνταξή τους. Η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και τον καθορισμό διαφορετικών προϋποθέσεων περί ηλικίας ή διαφορετικών κανόνων περί ελάχιστης προαπαιτούμενης υπηρεσίας -αναλόγως του φύλου- για τη χορήγηση συντάξεων σε δημοσίους πολιτικούς ή στρατιωτικούς υπαλλήλους που τελούν σε απολύτως όμοιες ή παρόμοιες καταστάσεις. Πάντως, κατά την παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην εργασία και τις αμοιβές δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν θετικά μέτρα για το φύλο που βρίσκεται σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση, αρκεί αυτά να αποβλέπουν στο να το διευκολύνουν να συνεχίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα ή στο να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζει στην επαγγελματική του σταδιοδρομία και όχι στο να θέτουν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις (σε σχέση με τις ισχύουσες για τους άνδρες υπαλλήλους) όσον αφορά το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία (βλ. ΔΕΕ C-559/07, της 26ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά Ελληνικής Δημοκρατίας).