Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

"Μια αναδρομή στη μεθοδολογία του δικαίου" [Γράφει η Κρίκη Λυδία]


Η μεθοδολογία του δικαίου, τόσο ως αναλυτική διαδικασία και νομικό εργαλείο για τον εφαρμοστή του δικαίου, όσο και ως ερμηνευτική αντίληψη και προδιάθεση, έχει προσφέρει πολλά στη νομική επιστήμη του σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέγεται ότι η μεθοδολογική ερμηνεία είναι αυτή που μπορεί να αλλάξει ολικά το δί...καιο, χωρίς να αλλάξει ούτε μία διάταξή του – κι αυτό γιατί αλλάζει την οπτική γωνία που το αντικρύζουμε. Οι ρίζες της σύγχρονης μεθοδολογίας της Νομικής επιστήμης φτάνουν στη Γερμανία του 19ου αιώνα, όπου, με την αντίληψη ότι η Νομική ανήκει στις πνευματικές επιστήμες ως σημείο αφετηρίας και αφόρμηση της σκέψης τους, οι τρεις μεγάλοι νομικοί επιστήμονες της εποχής, ο Friedrich Carl von Savigny, o Georg Friedrich Puchta και ο Rudolf von Jhering ανέπτυξαν τη νομική ερμηνευτική και μετέστρεψαν την άποψη που είχαν οι σύγχρονοί τους για την ερμηνεία του δικαίου.

Πριν από την οιαδήποτε ανάλυση θα πρέπει να παρατεθεί μία βασική αντίρρηση που εκφράζεται σχετικά με τη σύλληψη της νομικής ως πνευματικής επιστήμης: αυτή που αποσαφηνίζει ότι ο στόχος του νομικού δεν είναι να εξετάσει και να εμβαθύνει απλά στα νομικά κείμενα ως συναρμογές λέξεων και νοημάτων, να λειτουργήσει, δηλαδή, ως φιλόλογος, και που παρεμβαίνει λέγοντας πως τα νομικά δεν έχουν να κάνουν απλά με την ερμηνεία κειμένων, αλλά έχουν μία απτή ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί το πραγματικό βάθος της νομικής επιστήμης διαφαίνεται στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει διότι στα νομικά είναι εγγενής η έννοια της διχογνωμίας- για κανένα, κατηγορηματικά, νομικό θέμα δεν μπορεί κανείς να εκφράσει παρά μόνο μία συλλογιστική πορεία ως πιθανή λύση. Το μόνο δόγμα που μπορεί να γίνει δεκτό είναι ότι δεν υπάρχει νομική αλήθεια χωρίς αντιδικία. Η αντιδικία αυτή, πάντως, δεν ομοιάζει σε καμία περίπτωση με τις αντιπαραθέσεις που βλέπουμε να εξελίσσονται σε επιστημονικά πεδία όπως η φιλολογία ή η θεολογία. Αντίθετα, παρουσιάζεται ομοιότητα μάλλον με τις διαφιλονικίες ως προς τα μεγάλα πολιτικά και ηθικά ζητήματα – μία αντιπαραβολή που διευκολύνει το συμπέρασμα ότι οι νομικοί τελικά δεν είναι κοινωνικοί επιστήμονες, γιατί πολύ απλά δεν ερευνούν τα αίτια. Το νομικά ενδιαφέρον είναι ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών, να δοθεί, δηλαδή, εν τέλει, μία γενική απάντηση στο συγκεκριμένο πρακτικό πρόβλημα. Η νομική επιστήμη δεν απασχολείται με αντικείμενα προδεδομένα στον ανθρώπινο λόγο, όπως θα ήταν η φύση, αλλά με αυτά που αφορούν το ίδιο το έλλογο ον. Γι’ αυτό ακριβώς και οι έννοιες που ο κοινός νους είχε κατατάξει στην έννοια γένους που επονομάζεται ” πρακτικός λόγος”, στην πραγματικότητα αντιστοιχούν στην ενάντια κατηγορία επιστημονικής σκέψης, η οποία επιγράφεται ” θεωρητικός λόγος”, κατ’ ακολουθίαν ουσιαστικά ενός λογικά χιαστού σχήματος. Με λίγα λόγια, η Νομική εντάσσεται στο σχήμα των πρακτικών επιστημών, οι οποίες και δομούν, μέσω των προϊόντων της σκέψης, ένα ”δεύτερο κόσμο”, επί του φυσικού, εν αντιθέσει με τις καθαρά θεωρητικές επιστήμες οι οποίες και συλλαμβάνουν και περιγράφουν τον ήδη υπάρχοντα φυσικό κόσμο. Ο νομοθέτης δε διαπιστώνει, αλλά θέτει κανονιστική ρύθμιση, θέλει, δηλαδή, να αλλάξει κάτι στον ήδη υπάρχοντα κόσμο. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις, συνεπώς, δεν είναι απεικάσματα της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά προστάγματα ή προτροπές υπέρ του δέοντος. Ακόμη ένα βήμα πιο πέρα, το ίδιο το εργαλείο για την επιφερόμενη αυτή αλλαγή στην πραγματικότητα, η νομική γλώσσα, δεν προϋποθέτει τη νομική πραγματικότητα, αλλά τη διαπλάθει.

Ο Savigny, λοιπόν, ο αρχαιότερος χρονικά της πνευματικής ”τριάδας” που εισήγαγε την παραδοσιακή μεθοδολογία στη Γερμανία γύρω στο 1800 και ύστερα, υπήρξε ο πρώτος που μίλησε για ερμηνεία του δικαίου και μεθοδολογία της νομικής επιστήμης εν γένει. Διέκρινε τις δυνατότητες ερμηνειών του νόμου στη γραμματική, την ιστορική, τη συστηματική, αλλά και την τελολογική ερμηνεία ( την τελευταία μάλλον την υπαινίχθηκε, παρά την ανέπτυξε ολοκληρωμένα), και θεώρησε το δίκαιο ως το προϊόν της Ιστορίας – μία προσέγγιση με χροιά ιστορική και φιλοσοφική. Μέσα, δηλαδή, από την ιστορική μεταλλαγή το δίκαιο μπορεί να παραμένει ίδιο από τη σκοπιά της ταυτότητάς του, ενώ το στοιχείο της φιλοσοφίας χρησιμεύει ως προς το ότι συνδέει τις διατάξεις μεταξύ τους και δημιουργεί ένα σύστημα – έναν κύκλο διατάξεων που είναι έλλογος , θεμελιωμένος και συστηματικός, με την έννοια του συναρμόττοντος. Είναι φανερό, φυσικά, ότι ο Savigny επηρεάστηκε άμεσα στη σκέψη του από το γενάρχη της γερμανικής φιλοσοφικής σκέψης, τον Immanuel Kant. Μέσα από το έργο του Savigny, τελικά αναδείχθηκαν δύο αντιπαράλληλες θεωρίες για το δίκαιο: η πρώτη απλά θεώρησε, με έναν πιο ”ρομαντικό” προσανατολισμό ότι πηγή του δικαίου είναι το πνεύμα του λαού – όπου ως λαός, για το Savigny, νοείται μάλλον η ευρύτερη πολιτισμική ομάδα με τις κοινές σταθερές, με λίγα λόγια, το έθνος. Η δεύτερη θεωρία, πάλι, μπορεί να τιτλοφορηθεί ως εκείνη της ορθολογικής μεθοδολογίας, αφού μέσω αυτής ο έγκριτος νομικός εξέφρασε την άποψη ότι η ύλη του δικαίου πρέπει να τιθασευθεί μέσω συγκεκριμένων εννοιών.

Κι αυτήν ακριβώς τη δεύτερη θεωρία την εξωθεί στο έσχατο σημείο της, στα άκρα όριά της, ο Puchta, μαθητής του Savigny και συνεχιστής του πνευματικού του έργου. Ο Puchta, λοιπόν, εκφράζει τη θεωρία της “πυραμίδας των δικαιικών εννοιών”, στην οποία πυραμίδα, σύμφωνα με το Γερμανό διανοητή, μπορεί να ενταχθεί ολόκληρη η πιθανή ύλη του δικαίου. Κάθε έννοια τοποθετείται στην πυραμίδα του δικαίου έτσι, ώστε τελικά η μία έννοια να προκύπτει από την άλλη κατά τρόπο λογικό. Με την αρχιτεκτονική αυτής της θεώρησης, όμως, φτάνουμε ολοφάνερα σ’ ένα αδιέξοδο: η έσχατη έννοια, η θεμελιώδης, από πού προκύπτει; Για τον Puchta, θεμελιώδης έννοια της πυραμίδας του είναι η ίση ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία σε συνθήκες ισότητας ( μία άποψη με προέλευση αναντίρρητα καντιανή), η οποία και γεννά για το άτομο και δικαιώματα και καθήκοντα. Εδώ, βέβαια, δε γίνεται παρά να παρατηρήσουμε ότι ο θεμέλιος λίθος της δόμησης των θεωριών του Savigny αλλά και του Puchta, είναι η έννοια “μηχανισμός” – εν αντιθέσει με το “κλειδί” για τις θεωρίες του Jhering, του νομικού επιστήμονα που ακολούθησε, το οποίο είναι η έννοια “οργανισμός”.

Ο Jhering υπήρξε ο τελευταίος της διανοητικής αυτής αλυσίδας, και ανέπτυξε τη θεωρία της νομικής κατασκευής. Υποστήριζε ότι ο νομικός έχει συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στο μη νομικό με το να κατέχει τη νομική τεχνική, και ουσιαστικά μιλούσε για μία “νομική γεωμετρία”. Εν τέλει, αυτό που κάνουμε, κατά το Jhering, είναι το να “απλοποιούμε” τη νομική επιστήμη με το να τη “διαλύουμε” στα συστατικά της εξαρτήματα – γι’ αυτό προαναφέραμε ότι ο Jhering συλλαμβάνει τη νομική κατασκευή ως οργανισμό. Ο νομοθέτης, παραδίδει ένα χάος – το χάος των διατάξεων του νόμου. Η νομική επιστήμη είναι αυτή που το βάζει σε τάξη και επιφέρει αρμονία, δημιουργεί, επομένως, θεσμούς, οι οποίοι είναι ατομικές λογικότητες, που μάλιστα αναπαράγονται. Ο νομικός τελικά δημιουργεί έναν ” περιοδικό πίνακα”, θα λέγαμε, διατάξεων, και μετά τις συνδυάζει, με οδηγό το φαντασιακό του. Ο Jhering λοιπόν, αναδεικνύεται στον πιο σκληρό υποστηρικτή της νομικής εννοικρατίας – όλα αυτά, όμως, πριν από τη διετία 1858-1860, οπότε και ο Γερμανός νομικός μεταστρέφεται άρδην. Αφορμή για την μεταστροφή του αυτή υπήρξε μία ρύθμιση του τότε ισχύοντος ρωμαϊκού δικαίου, που μπορεί να αισθητοποιηθεί μέσα από το παράδειγμα της πωλήσεως: ως προς την πώληση, την ευθύνη καταστροφής του πωληθέντος τη φέρει ο αγοραστής, ο οποίος οφείλει το τίμημα. Ο Jhering, λοιπόν, εδώ εντοπίζει ένα πρόβλημα πολλαπλής πώλησης, ενώ αντίθετα, πριν από την μεταστροφή του είχε δεχτεί τη ρύθμιση. Διαβλέπει ένα θεμελιώδες σφάλμα στο συλλογισμό αυτό, διότι αυτός αγνοεί τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων. Και κατά το Jhering, δεν επιτρέπεται κανείς να έχει τίτλο, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από κάποιο κοινωνικό συμφέρον ( “σχολή σταθμίσεως των συμφερόντων”). Ο Jhering καταλήγει, έτσι, ότι οι έννοιες είναι ξένες προς τη ζωή, η οποία ως δυναμικό άθροισμα κοινωνικών τάσεων έχει σκοπούς και συμφέροντα, με μείζον το κοινωνικό συμφέρον. Και τα ίδια τα δικαιώματα, για το Jhering είναι όχι παρεχόμενες από το δίκαιο εξουσίες, αλλά προστατευτέα συμφέροντα( άρα και σταθμίζονται, καθ΄ ότι έυπλαστη ύλη – αν λογίζονταν ως εξουσίες, άκαμπτες και απόλυτες, δε θα σταθμίζονταν).

Φυσικά, η στροφή αυτή του Jhering ήταν μοιραία – δεν είναι υπερβολή αυτό που λέγεται ότι άλλαξε το δίκαιο, χωρίς ν’ αλλάξει ούτε μία διάταξη, ακριβώς λόγω του ότι εισήχθη πλέον μία άλλη οπτική γωνία, αυτής της επίλυσης της σύγκρουσης συμφερόντων, χάριν του κοινωνικού συμφέροντος. Από τη στιγμή που ο Jhering εγκαταλείπει την εννοικρατία και το πνεύμα της καντιανής φιλοσοφίας που προϋπέθετε αυτή, η τελολογία εδώ αποκτά το νόημα της εξυπηρέτησης κοινωνικού συμφέροντος. Η Νομική επιστήμη, με λίγα λόγια, δεν μπορεί να μετατρέπεται σε Μαθηματικά, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή.

Παρ’ όλο, όμως, που ο Jhering όψιμα εγκατέλειψε την παραδοσιακή αντίληψη και τις βασικές αρχές της καντιανής σκέψης, που τις προϋπέθετε, άλλοι θεωρητικοί της φιλοσοφίας του δικαίου, δεν τις απεμπόλησαν – κάτι που δείχνει την ασυναγώνιστη επίδραση που ο ορθολογιστής φιλόσοφος είχε και στη φιλοσοφία και στην μεθοδολογία του δικαίου. Κατ’ αρχήν, ο Kant εισάγει τη βασική αρχή της αυτοτέλειας του προσώπου, από την οποία και απορρέει ως άμεσο επακόλουθο το να μην μετέρχεται κανείς άλλο άτομο ως μέσον, όπως επίσης και την αρχή ότι η μόνη αυθεντία που μπορεί να αναγνωρίσει το έλλογο ον είναι στο νόμο. Άρα, ο μόνος τρόπος να συμβιώσουν τα έλλογα όντα υπό συνθήκες αυτοτέλειας είναι να ζήσουν μέσα σε ελευθερία και ισότητα – ο,τιδήποτε άλλο θα ήταν προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς τους. Κατά τον Kant, θα πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει τους άλλους ως δυνητικό κίνδυνο για την αυτοτέλειά του. Ο μόνος παράγων που να μπορεί να εγγυηθεί ότι οι άνθρωποι θα ζήσουν με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας υπό αυτές τις ευκταίες συνθήκες είναι το δίκαιο. Αυτός είναι, λοιπόν, τελικά ο τρόπος να ορίσουμε τους άλλους. Κανένα άλλο προσδιοριστικό του ατόμου στοιχείο δεν μετράει- μόνο ότι είναι άνθρωπος. Οποιαδήποτε άλλη αντιμετώπιση του ατόμου συνεπάγεται χρησιμοποίησή του ως μέσου. Τέλος, ο Kant υποστηρίζει πως ο άνθρωπος έχει, ήδη με τη γέννησή του εγγενή δικαιώματα. Παρατηρούμε, λοιπόν, το θεμελιώδες πλέγμα των καντιανών αρχών να αποτίει φόρο τιμής στο άτομο και την προσωπική του αξιοπρέπεια – είναι το ίδιο πλέγμα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε όλη τη διάρκει εξέλιξης της σκέψης που τελικά οδήγησε στην ανάπτυξη της μεθοδολογίας όπως την ξέρουμε. Και μπορεί ο Jhering να τις εγκατέλειψε, ακόμη κι έτσι, όμως διαδραμάτισαν και πάλι κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της μεθοδολογίας – η αντίθεση σε αυτές σηματοδότησε μια στροφή, τη σημαντικότερη, ίσως, για το πώς βλέπει πλέον ο νομικός κόσμος το σύμπαν των ρυθμίσεων δικαίου.

Όλες οι προηγούμενες, λοιπόν, πνευματικές προσωπικότητες ήταν αυτές που έθεσαν τα θεμέλια και δόμησαν το πρώτο οικοδόμημα της μεθοδολογίας του δικαίου. Σήμερα, εμείς, μπορούμε να απολαμβάνουμε τους ερμηνευτικούς ”καρπούς” αυτών των αντιλήψεων και τα ευρήματα της μεθοδολογικής τεχνικής, παραμένοντας συνεπείς απέναντι στο καθήκον μας ως νομικοί επιστήμονες: να ανιχνεύσουμε την αλήθεια του νόμου.-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου