(Περίληψη) Σχέδιο διευθέτησης αναθεωρημένο από τον αιτούντα. Η άρνηση ορισμένων εκ των πιστωτών να συγκατατεθούν στο σχέδιο δεν κρίνεται καταχρηστική και η αιτούμενη υποκατάσταση των μη συναινούντων πιστωτών, δεν είναι επιτρεπτή κατ’ άρθρο 7 παρ. 3 εδ. β’ του Ν 3869/2010, διότι σε περίπτωση που το σχέδιο αυτό εφαρμοστεί, οι πιστωτές θα περιέλθουν σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα περιέλθουν, αν συνεχιστεί η διαδικασία της ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος επί τη βάσει της ρύθμισης του άρθρου 4 του Ν 3869/2010. Απόρριψη αιτήσεως.
Διατάξεις: άρθρα 7 [παρ. 3, εδ. β’], 4 Ν 3869/2010
[...] Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 43Γ’/10.3.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Μ. Κ., που προσκομίζει ο αιτών, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως του με πράξη ορισμού της ανωτέρω δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην 1η καθ’ ης. Επομένως, εφόσον αυτή δεν παραστάθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το πινάκιο, πρέπει vα δικαστεί ερήμην, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να είναι όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών, ο οποίος έχει ασκήσει την αίτηση του άρθρου 4 του Ν 3869/2010, επικαλούμενος σε αυτήν έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ζητάει την υποκατάσταση της έλλειψης συγκατάθεσης των πιστωτών του που αντιτίθενται στο προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο ρύθμισης των οφειλών του, όπως αυτό περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της αιτήσεως του.
Η κρινόμενη αίτηση, η οποία τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζονται η 2η και 3η των καθ’ ων απορρίπτονται ως αβάσιμα, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται για συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας του αιτούντος σύμφωνα με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 7 παρ. 2 Ν 3869/2010), είναι δε νόμιμη ερειδόμενη στην διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν 3869/2010, και επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία της.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και την ανωμοτί εξέταση του αιτούντος, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, δημόσια και ιδιωτικά, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, καθώς και από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, προέκυψαν τα ακόλουθα:
Ο αιτών, ηλικίας 43 ετών, είναι δικαστικός λειτουργός, υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών με τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών ασκώντας χρέη Ειδικού Ανακριτή, και οι μηνιαίες καθαρές απολαβές του από τον Δεκέμβριο του 2013, ανέρχονται πλέον στο ποσό των 2.600 ευρώ, όπως διευκρίνισε επ’ ακροατηρίου η πληρεξουσία του δικηγόρος. Είναι διαζευγμένος από τον Απρίλιο του 2013, με την πρώην δε σύζυγο του έχουν αποκτήσει ένα τέκνο, ηλικίας σήμερα 12 ετών, το οποίο μένει μαζί με την μητέρα του και για την διατροφή του οποίου ο αιτών καταβάλλει μηνιαίως μετά από σχετική συμφωνία με την πρώην σύζυγο του, το ποσό των 500 ευρώ, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας απόδειξης. Διαμένει μόνος του σε διαμέρισμα 2ου ορόφου, επιφάνειας 92,60 τ.μ., ευρισκόμενο επί της οδού … αριθμ. … στην Γλυφάδα Αττικής, το οποίο απέκτησε με αγορά το έτος 2011 δυνάμει του υπ’ αριθμ. 16.953/4.10.2011 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Π.Χ.-Τ., νόμιμα μεταγεγραμμένου, η αντικειμενική αξία του οποίου, δυνάμει του ανωτέρω τίτλου, ανέρχεται στο ποσό των 137.094,30 ευρώ. Επίσης, διαθέτει το 50% εξ αδιαίρετου της κυριότητας ενός αγροτεμαχίου, επιφάνειας 4.650 τ.μ., στην θέση … του δήμου … Τρικάλων, εμπορικής αξίας του ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστού – όπως προσδιορίζεται, από τον ίδιο τον αιτούντα – περίπου 2.500 ευρώ και το 0,83% εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ενός αγροτεμαχίου 107.800,88 στην θέση … – Κάτω Πευκιάς του δήμου Ελυμνίων του νομού Ευβοίας, εμπορικής αξίας του ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστού – όπως επίσης προσδιορίζεται από τον ίδιο τον αιτούντα – περίπου 2.000 ευρώ. Έχει επίσης και το 50%, εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ενός ΙΧΕ οχήματος 1.8.00 c.c. έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2002, ενώ διαθέτει και την κατοχή, κατά 50% εξ αδιαιρέτου – και όχι την κυριότητα, η οποία έχει παρακρατηθεί – ενός έτερου οχήματος 1.400 c.c. έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2009.
Ο αιτών, μετά από σημαντικές μειώσεις του εισοδήματος του τα τελευταία έτη, οι οποίες προκύπτουν και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων εκκαθαριστικών σημειωμάτων, έχει καταθέσει στο παρόν Δικαστήριο την από 17.10.2013 αίτηση του άρθρου 4 του Ν 3869/2010 και με αριθμ. κατάθεσης …, για την οποία ορίστηκε ημερομηνία συζήτησης η 14.5.2018 και ημερομηνία επικύρωσης τυχόν προδικαστικού συμβιβασμού ή συζήτησης προσωρινής διαταγής η 27.2.2014 και μετά από νόμιμες αναβολές η 28.3.2014. Με την ανωτέρω αίτηση του άρθρου 4 ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ζητάει την διευθέτηση των οφειλών του από το Δικαστήριο κατά το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο, ώστε να επέλθει η μερική απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών του έναντι των πιστωτών του που περιλαμβάνονται στην υποβληθείσα από αυτήν κατάσταση. Οι εν λόγω πιστωτές του αρχικώς δεν συναίνεσαν στο προτεινόμενο από τον αιτούντα σχέδιο διευθέτησης, πλην όμως, ο αιτών, τροποποιώντας το σχέδιο αυτό ως προς την 4η των καθ’ ων, η οποία έχει απαιτήσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ το 50% το συνολικού ποσού των απαιτήσεων και οι οποίες είναι και εμπραγμάτως εξασφαλισμένες, ήλθε σε συμφωνία με την τελευταία επί τη βάσει αναθεωρημένου σχεδίου. Ειδικότερα, με το σχέδιο αυτό ο αιτών προτείνει με μηνιαίες δόσεις πενταετίας να καταβάλει στην 1η καθ’ ης συνολικό ποσό 1.219,68 ευρώ επί συνολικής οφειλής 4.706,08 ευρώ, στην 2η καθ’ ης συνολικό ποσό 8.135,88 ευρώ επί συνολικής οφειλής 31.387,85 ευρώ, στην 3η καθ’ ης, 2.163,60 ευρώ επί συνολικής οφειλής 8.347,98 ευρώ και στην 4η καθ’ ης συνολικό ποσό στην πενταετία 4.920 ευρώ και συνολικό ποσό 159.120 ευρώ σε χρονικό διάστημα 26 ετών μετά την λήξη της πενταετίας (312 δόσεις x 510 ευρώ), ήτοι συνολικό ποσό 164.040 ευρώ επί συνολικής εμπραγμάτως εξασφαλισμένης απαίτησης 120.580,58 ευρώ, χωρίς στην ανωτέρω συνολική καταβολή να υπολογίζεται το έντοκο της καταβολής των 312 δόσεων, το οποίο εάν υπολογιστεί τότε το συνολικό ποσό κεφαλαίου και τόκων που θα καταβληθεί στην διάρκεια της ρύθμισης στην 4η καθ’ ης ανέρχεται στο ποσό των 177.277,80 ευρώ.
Με το ανωτέρω σχέδιο συγκατατίθεται η 4η καθ’ ης, ενώ δεν συγκατατίθενται η 2η και 3η καθ’ ης, ενώ δεν είναι σαφές, ποιά η στάση της 1ης καθ’ ης λόγω της ερημοδικίας της. Πλην όμως η άρνηση των προειρημένων πιστωτών να συγκατατεθούν στο ανωτέρω σχέδιο διευθέτησης δεν κρίνεται καταχρηστική. Και τούτο διότι οι εν λόγω πιστωτές με βάση το καθαρό μηνιαίο εισόδημα του αιτούντος – 2.600 ευρώ – και με βάση την σχετικά υψηλή αντικειμενική αξία της προς διάσωση της κύριας κατοικίας του – 137.094,30 ευρώ – ευλόγως προσδοκούν ότι σε περίπτωση που συνεχιστεί η διαδικασία απαλλαγής του οφειλέτη από τις οφειλές του με βάση την αίτηση του άρθρου 4 του Ν 3869/2010 το ποσοστό εξόφλησης των απαιτήσεων τους θα ανέλθει σε εμφανώς μεγαλύτερο ύψος σε σχέση με το ποσοστό εξόφλησης με βάση το προτεινόμενο σχέδιο της κρινόμενης αίτησης. Ειδικότερα, οι εν λόγω μη συναινούντες πιστωτές ευλόγως προσδοκούν και αναμένουν ότι η μηναία δόση που θα καθοριστεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν 389/2010, εφόσον τούτο προχωρήσει στην ρύθμιση των χρεών του αιτούντος, δεν μπορεί να απέχει ουσιωδώς από το σύνολο των τελευταίων ενήμερων δόσεων του (1.1001 περίπου ευρώ), λαμβάνοντας υπόψη τα καθαρά μηνιαία εισοδήματα του αιτούντος και σταθμίζοντας τα με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών του – συνεκτιμώντας και την διατροφή που ο αιτών καταβάλει μηνιαίως στην ανήλικη κόρη του αλλά και τις δόσεις ληξιπρόθεσμων χρεών του προς την ΔΟΥ, που αφορούν φόρο εισοδήματος παλαιότερων ετών και που ο αιτών, δυνάμει σχετικής ρύθμισης, υποχρεούται να καταβάλει για τα επόμενα 2 περίπου χρόνια – ήτοι προσδοκούν εύλογα και βάσιμα ότι η ανωτέρω μηνιαία δόση πενταετίας του άρθρου 8 παρ. 2 θα κυμανθεί από 700 έως 900 περίπου ευρώ, σύμμετρα διανεμόμενη σε όλους τους πιστωτές. Όπερ σημαίνει ότι σε διάστημα 5ετίας το σύνολο των καταβολών στους ανέγγυους πιστωτές θα ανέλθει περίπου στο ύψος των καταβολών που γίνονται συνολικά σε αυτούς και με το προτεινόμενο από τον αιτούντα σχέδιο. Ακολούθως όμως, ο αιτών θα πρέπει να καταβάλει και το 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του για την διάσωση της, ήτοι ποσό 109.675,44 ευρώ (137.094,30 ευρώ x 80%), από το οποίο η 4η καθ’ ης θα ικανοποιηθεί μεν προνομιακά, εφόσον η απαίτηση της είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη, πλην όμως μετά την ολοσχερή εξόφληση της απαίτησης της, η οποία εν τω μεταξύ θα έχει μειωθεί εμφανώς με τις δόσεις της πενταετίας, θα απομείνει και ποσό για την σύμμετρη ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών, το οποίο θα ανέρχεται περίπου στο όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του 50% του συνολικού χρέους των ανέγγυων πιστωτών. Αν στα ανωτέρω ληφθεί υπόψη ότι είναι πολύ πιθανόν το Δικαστήριο να προχωρήσει και στην ρευστοποίηση της λοιπής περιουσίας του αιτούντος κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν 3869/2010, όπερ σημαίνει ότι οι ανέγγυες απαιτήσεις να μειωθούν ακόμα περισσότερο με την σύμμετρη ικανοποίηση από το προϊόν της ρευστοποίησης, τότε καθίσταται σαφές ότι με βάση την αναμενόμενη ρύθμιση των χρεών του αιτούντος στα πλαίσια του Ν 3869/2010 τα ανέγγυα χρέη των πιστωτών θα αποπληρωθούν σε ποσοστό 70% έως 80% περίπου, ήτοι σε ποσοστό που εμφανώς απέχει από το 26% περίπου της αποπληρωμής τους που γίνεται με το προτεινόμενο σχέδιο του αιτούντος. Συνεπώς, η άρνηση των προειρημένων πιστωτών να συγκατατεθούν στο σχέδιο αυτό δεν είναι καταχρηστική και η αιτούμενη υποκατάσταση των πιστωτών που δεν συναινούν δεν είναι επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 7 παρ. 3 εδ. β’ του Ν 3869/2010, διότι σε περίπτωση που το σχέδιο αυτό εφαρμοστεί οι πιστωτές θα περιέλθουν σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα περιέλθουν, αν συνεχιστεί η διαδικασία της ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος επί τη βάση της ρύθμισης του άρθρου 4 του Ν 3869/2010, σύμφωνα με τα προειρημένα.
Σύμφωνα, επομένως, με τα ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, ενώ δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν 3869/2010, η οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου εφαρμόζεται και εν προκειμένω, εν όψει και της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 4 του Ν 3869/2010, ενώ, τέλος, εφόσον δεν προβλέπεται δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρο 14 του ιδίου νόμου) δεν ορίζεται και σχετικό παράβολο. [...]
Πηγή: EφΑΔ 5/2014, 426
Διατάξεις: άρθρα 7 [παρ. 3, εδ. β’], 4 Ν 3869/2010
[...] Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 43Γ’/10.3.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Μ. Κ., που προσκομίζει ο αιτών, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως του με πράξη ορισμού της ανωτέρω δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην 1η καθ’ ης. Επομένως, εφόσον αυτή δεν παραστάθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το πινάκιο, πρέπει vα δικαστεί ερήμην, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να είναι όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών, ο οποίος έχει ασκήσει την αίτηση του άρθρου 4 του Ν 3869/2010, επικαλούμενος σε αυτήν έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ζητάει την υποκατάσταση της έλλειψης συγκατάθεσης των πιστωτών του που αντιτίθενται στο προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο ρύθμισης των οφειλών του, όπως αυτό περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της αιτήσεως του.
Η κρινόμενη αίτηση, η οποία τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζονται η 2η και 3η των καθ’ ων απορρίπτονται ως αβάσιμα, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται για συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας του αιτούντος σύμφωνα με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 7 παρ. 2 Ν 3869/2010), είναι δε νόμιμη ερειδόμενη στην διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν 3869/2010, και επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία της.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και την ανωμοτί εξέταση του αιτούντος, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, δημόσια και ιδιωτικά, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, καθώς και από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, προέκυψαν τα ακόλουθα:
Ο αιτών, ηλικίας 43 ετών, είναι δικαστικός λειτουργός, υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών με τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών ασκώντας χρέη Ειδικού Ανακριτή, και οι μηνιαίες καθαρές απολαβές του από τον Δεκέμβριο του 2013, ανέρχονται πλέον στο ποσό των 2.600 ευρώ, όπως διευκρίνισε επ’ ακροατηρίου η πληρεξουσία του δικηγόρος. Είναι διαζευγμένος από τον Απρίλιο του 2013, με την πρώην δε σύζυγο του έχουν αποκτήσει ένα τέκνο, ηλικίας σήμερα 12 ετών, το οποίο μένει μαζί με την μητέρα του και για την διατροφή του οποίου ο αιτών καταβάλλει μηνιαίως μετά από σχετική συμφωνία με την πρώην σύζυγο του, το ποσό των 500 ευρώ, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας απόδειξης. Διαμένει μόνος του σε διαμέρισμα 2ου ορόφου, επιφάνειας 92,60 τ.μ., ευρισκόμενο επί της οδού … αριθμ. … στην Γλυφάδα Αττικής, το οποίο απέκτησε με αγορά το έτος 2011 δυνάμει του υπ’ αριθμ. 16.953/4.10.2011 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Π.Χ.-Τ., νόμιμα μεταγεγραμμένου, η αντικειμενική αξία του οποίου, δυνάμει του ανωτέρω τίτλου, ανέρχεται στο ποσό των 137.094,30 ευρώ. Επίσης, διαθέτει το 50% εξ αδιαίρετου της κυριότητας ενός αγροτεμαχίου, επιφάνειας 4.650 τ.μ., στην θέση … του δήμου … Τρικάλων, εμπορικής αξίας του ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστού – όπως προσδιορίζεται, από τον ίδιο τον αιτούντα – περίπου 2.500 ευρώ και το 0,83% εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ενός αγροτεμαχίου 107.800,88 στην θέση … – Κάτω Πευκιάς του δήμου Ελυμνίων του νομού Ευβοίας, εμπορικής αξίας του ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστού – όπως επίσης προσδιορίζεται από τον ίδιο τον αιτούντα – περίπου 2.000 ευρώ. Έχει επίσης και το 50%, εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ενός ΙΧΕ οχήματος 1.8.00 c.c. έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2002, ενώ διαθέτει και την κατοχή, κατά 50% εξ αδιαιρέτου – και όχι την κυριότητα, η οποία έχει παρακρατηθεί – ενός έτερου οχήματος 1.400 c.c. έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2009.
Ο αιτών, μετά από σημαντικές μειώσεις του εισοδήματος του τα τελευταία έτη, οι οποίες προκύπτουν και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων εκκαθαριστικών σημειωμάτων, έχει καταθέσει στο παρόν Δικαστήριο την από 17.10.2013 αίτηση του άρθρου 4 του Ν 3869/2010 και με αριθμ. κατάθεσης …, για την οποία ορίστηκε ημερομηνία συζήτησης η 14.5.2018 και ημερομηνία επικύρωσης τυχόν προδικαστικού συμβιβασμού ή συζήτησης προσωρινής διαταγής η 27.2.2014 και μετά από νόμιμες αναβολές η 28.3.2014. Με την ανωτέρω αίτηση του άρθρου 4 ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ζητάει την διευθέτηση των οφειλών του από το Δικαστήριο κατά το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο, ώστε να επέλθει η μερική απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών του έναντι των πιστωτών του που περιλαμβάνονται στην υποβληθείσα από αυτήν κατάσταση. Οι εν λόγω πιστωτές του αρχικώς δεν συναίνεσαν στο προτεινόμενο από τον αιτούντα σχέδιο διευθέτησης, πλην όμως, ο αιτών, τροποποιώντας το σχέδιο αυτό ως προς την 4η των καθ’ ων, η οποία έχει απαιτήσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ το 50% το συνολικού ποσού των απαιτήσεων και οι οποίες είναι και εμπραγμάτως εξασφαλισμένες, ήλθε σε συμφωνία με την τελευταία επί τη βάσει αναθεωρημένου σχεδίου. Ειδικότερα, με το σχέδιο αυτό ο αιτών προτείνει με μηνιαίες δόσεις πενταετίας να καταβάλει στην 1η καθ’ ης συνολικό ποσό 1.219,68 ευρώ επί συνολικής οφειλής 4.706,08 ευρώ, στην 2η καθ’ ης συνολικό ποσό 8.135,88 ευρώ επί συνολικής οφειλής 31.387,85 ευρώ, στην 3η καθ’ ης, 2.163,60 ευρώ επί συνολικής οφειλής 8.347,98 ευρώ και στην 4η καθ’ ης συνολικό ποσό στην πενταετία 4.920 ευρώ και συνολικό ποσό 159.120 ευρώ σε χρονικό διάστημα 26 ετών μετά την λήξη της πενταετίας (312 δόσεις x 510 ευρώ), ήτοι συνολικό ποσό 164.040 ευρώ επί συνολικής εμπραγμάτως εξασφαλισμένης απαίτησης 120.580,58 ευρώ, χωρίς στην ανωτέρω συνολική καταβολή να υπολογίζεται το έντοκο της καταβολής των 312 δόσεων, το οποίο εάν υπολογιστεί τότε το συνολικό ποσό κεφαλαίου και τόκων που θα καταβληθεί στην διάρκεια της ρύθμισης στην 4η καθ’ ης ανέρχεται στο ποσό των 177.277,80 ευρώ.
Με το ανωτέρω σχέδιο συγκατατίθεται η 4η καθ’ ης, ενώ δεν συγκατατίθενται η 2η και 3η καθ’ ης, ενώ δεν είναι σαφές, ποιά η στάση της 1ης καθ’ ης λόγω της ερημοδικίας της. Πλην όμως η άρνηση των προειρημένων πιστωτών να συγκατατεθούν στο ανωτέρω σχέδιο διευθέτησης δεν κρίνεται καταχρηστική. Και τούτο διότι οι εν λόγω πιστωτές με βάση το καθαρό μηνιαίο εισόδημα του αιτούντος – 2.600 ευρώ – και με βάση την σχετικά υψηλή αντικειμενική αξία της προς διάσωση της κύριας κατοικίας του – 137.094,30 ευρώ – ευλόγως προσδοκούν ότι σε περίπτωση που συνεχιστεί η διαδικασία απαλλαγής του οφειλέτη από τις οφειλές του με βάση την αίτηση του άρθρου 4 του Ν 3869/2010 το ποσοστό εξόφλησης των απαιτήσεων τους θα ανέλθει σε εμφανώς μεγαλύτερο ύψος σε σχέση με το ποσοστό εξόφλησης με βάση το προτεινόμενο σχέδιο της κρινόμενης αίτησης. Ειδικότερα, οι εν λόγω μη συναινούντες πιστωτές ευλόγως προσδοκούν και αναμένουν ότι η μηναία δόση που θα καθοριστεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν 389/2010, εφόσον τούτο προχωρήσει στην ρύθμιση των χρεών του αιτούντος, δεν μπορεί να απέχει ουσιωδώς από το σύνολο των τελευταίων ενήμερων δόσεων του (1.1001 περίπου ευρώ), λαμβάνοντας υπόψη τα καθαρά μηνιαία εισοδήματα του αιτούντος και σταθμίζοντας τα με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών του – συνεκτιμώντας και την διατροφή που ο αιτών καταβάλει μηνιαίως στην ανήλικη κόρη του αλλά και τις δόσεις ληξιπρόθεσμων χρεών του προς την ΔΟΥ, που αφορούν φόρο εισοδήματος παλαιότερων ετών και που ο αιτών, δυνάμει σχετικής ρύθμισης, υποχρεούται να καταβάλει για τα επόμενα 2 περίπου χρόνια – ήτοι προσδοκούν εύλογα και βάσιμα ότι η ανωτέρω μηνιαία δόση πενταετίας του άρθρου 8 παρ. 2 θα κυμανθεί από 700 έως 900 περίπου ευρώ, σύμμετρα διανεμόμενη σε όλους τους πιστωτές. Όπερ σημαίνει ότι σε διάστημα 5ετίας το σύνολο των καταβολών στους ανέγγυους πιστωτές θα ανέλθει περίπου στο ύψος των καταβολών που γίνονται συνολικά σε αυτούς και με το προτεινόμενο από τον αιτούντα σχέδιο. Ακολούθως όμως, ο αιτών θα πρέπει να καταβάλει και το 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του για την διάσωση της, ήτοι ποσό 109.675,44 ευρώ (137.094,30 ευρώ x 80%), από το οποίο η 4η καθ’ ης θα ικανοποιηθεί μεν προνομιακά, εφόσον η απαίτηση της είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη, πλην όμως μετά την ολοσχερή εξόφληση της απαίτησης της, η οποία εν τω μεταξύ θα έχει μειωθεί εμφανώς με τις δόσεις της πενταετίας, θα απομείνει και ποσό για την σύμμετρη ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών, το οποίο θα ανέρχεται περίπου στο όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του 50% του συνολικού χρέους των ανέγγυων πιστωτών. Αν στα ανωτέρω ληφθεί υπόψη ότι είναι πολύ πιθανόν το Δικαστήριο να προχωρήσει και στην ρευστοποίηση της λοιπής περιουσίας του αιτούντος κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν 3869/2010, όπερ σημαίνει ότι οι ανέγγυες απαιτήσεις να μειωθούν ακόμα περισσότερο με την σύμμετρη ικανοποίηση από το προϊόν της ρευστοποίησης, τότε καθίσταται σαφές ότι με βάση την αναμενόμενη ρύθμιση των χρεών του αιτούντος στα πλαίσια του Ν 3869/2010 τα ανέγγυα χρέη των πιστωτών θα αποπληρωθούν σε ποσοστό 70% έως 80% περίπου, ήτοι σε ποσοστό που εμφανώς απέχει από το 26% περίπου της αποπληρωμής τους που γίνεται με το προτεινόμενο σχέδιο του αιτούντος. Συνεπώς, η άρνηση των προειρημένων πιστωτών να συγκατατεθούν στο σχέδιο αυτό δεν είναι καταχρηστική και η αιτούμενη υποκατάσταση των πιστωτών που δεν συναινούν δεν είναι επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 7 παρ. 3 εδ. β’ του Ν 3869/2010, διότι σε περίπτωση που το σχέδιο αυτό εφαρμοστεί οι πιστωτές θα περιέλθουν σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα περιέλθουν, αν συνεχιστεί η διαδικασία της ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος επί τη βάση της ρύθμισης του άρθρου 4 του Ν 3869/2010, σύμφωνα με τα προειρημένα.
Σύμφωνα, επομένως, με τα ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, ενώ δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν 3869/2010, η οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου εφαρμόζεται και εν προκειμένω, εν όψει και της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 4 του Ν 3869/2010, ενώ, τέλος, εφόσον δεν προβλέπεται δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρο 14 του ιδίου νόμου) δεν ορίζεται και σχετικό παράβολο. [...]
Πηγή: EφΑΔ 5/2014, 426
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου