(...)"Φαινoμένη κατ` ιδέα συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 Π.Κ. περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει, όταν εμφανίζονται, κατ` αρχήν, για την ίδια ή περισσότερες αξιόποινες πράξεις, περισσότεροι ποινικοί νόμοι, ως εφαρμοστέοι, πλην όμως από τη λογική και... αξιολογική σχέση μεταξύ τους προκύπτει, ότι τελικά ένας από αυτούς είναι εφαρμοστέος, ο οποίος έτσι αποκλείει την εφαρμογή των λοιπών, που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Με την έννοια αυτή, φαινομένη κατ` ιδέα συρροή υπάρχει στην περίπτωση, κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση (αντικειμενική και υποκειμενική) της αξιόποινης πράξεως και τελούν μεταξύ τους σε σχέση γενικού και ειδικού, οπότε ισχύει η αρχή της ειδικότητας, κατά την οποία ο ειδικός νόμος αποκλείει την εφαρμογή του γενικού, με βάση τον κανόνα "τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα".
Ο ειδικός νόμος υπερισχύει του γενικού, εκτός αν διαλαμβάνεται σ` αυτόν (ειδικό) ρήτρα επικουρικότητας, γιατί τότε η εξακρίβωση της αξιολογικής σχέσεως των υπό σύγκριση ποινικών νόμων έγινε ήδη και μάλιστα κατά τρόπο αυθεντικό από το νομοθέτη. Έτσι, σε περίπτωση υπάρξεως ρήτρας επικουρικότητας στον ειδικό νόμο, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που προβλέπει τη βαρύτερη ποινή, η οποία προσδιορίζεται από το είδος αυτής και τα νομοθετικά πλαίσια του ανώτατου και κατώτατου ορίου, αλλιώς, σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιας ρήτρας, εφαρμοστέος είναι ο επιεικέστερος ειδικός ποινικός νόμος (Ολ.Α.Π. 179/1990, 643-644/1988). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 Π.Κ., όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους", ενώ σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει (όταν, δηλαδή, το εν λόγω αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου κλπ), απειλείται ποινή βαρύτερη και, μάλιστα, σε βαθμό κακουργήματος. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται, ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματούται, αντικειμενικώς μεν, με την από το δράστη παράνομη, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ` αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή αυτού, υποκειμενικώς δε με τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη, κατά την έννοια του Αστικού Κώδικα, και τη θέληση ή την αποδοχή αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, το έγκλημα της φοροδιαφυγής διαπράττει και όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς αυτόν, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιο φόρο. Η ειδική αυτή διάταξη, που αναφέρεται στην αξιόποινη φοροδιαφυγή, ενόψει των εκτεθέντων στην αρχή, επικρατεί και αποκλείει την εφαρμογή της πιο πάνω γενικής περί υπεξαιρέσεως διατάξεως του άρθρου 375 Π.Κ., έστω κι αν η τελευταία, λόγω του χαρακτήρα του κακουργήματος που προσλαμβάνει, ως εκ της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, απειλεί βαρύτερη ποινή, γιατί δεν διαλαμβάνει ρήτρα επικουρικότητάς της. Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 63 Ν. 1731/1987 ρητά ορίζει, ότι για τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 31 του Ν. 1591/1986, αντίστοιχο των άρθρων 17, 18 και 19 του ισχύσαντος στη συνέχεια για τη φοροδιαφυγή ως άνω Ν. 2523/1997, επιβάλλονται οι οριζόμενες σ` αυτό ποινές και αποκλείεται η εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης νόμου. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόστηκαν. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως ".
Ο ειδικός νόμος υπερισχύει του γενικού, εκτός αν διαλαμβάνεται σ` αυτόν (ειδικό) ρήτρα επικουρικότητας, γιατί τότε η εξακρίβωση της αξιολογικής σχέσεως των υπό σύγκριση ποινικών νόμων έγινε ήδη και μάλιστα κατά τρόπο αυθεντικό από το νομοθέτη. Έτσι, σε περίπτωση υπάρξεως ρήτρας επικουρικότητας στον ειδικό νόμο, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που προβλέπει τη βαρύτερη ποινή, η οποία προσδιορίζεται από το είδος αυτής και τα νομοθετικά πλαίσια του ανώτατου και κατώτατου ορίου, αλλιώς, σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιας ρήτρας, εφαρμοστέος είναι ο επιεικέστερος ειδικός ποινικός νόμος (Ολ.Α.Π. 179/1990, 643-644/1988). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 Π.Κ., όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους", ενώ σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει (όταν, δηλαδή, το εν λόγω αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου κλπ), απειλείται ποινή βαρύτερη και, μάλιστα, σε βαθμό κακουργήματος. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται, ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματούται, αντικειμενικώς μεν, με την από το δράστη παράνομη, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ` αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή αυτού, υποκειμενικώς δε με τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη, κατά την έννοια του Αστικού Κώδικα, και τη θέληση ή την αποδοχή αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, το έγκλημα της φοροδιαφυγής διαπράττει και όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς αυτόν, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιο φόρο. Η ειδική αυτή διάταξη, που αναφέρεται στην αξιόποινη φοροδιαφυγή, ενόψει των εκτεθέντων στην αρχή, επικρατεί και αποκλείει την εφαρμογή της πιο πάνω γενικής περί υπεξαιρέσεως διατάξεως του άρθρου 375 Π.Κ., έστω κι αν η τελευταία, λόγω του χαρακτήρα του κακουργήματος που προσλαμβάνει, ως εκ της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, απειλεί βαρύτερη ποινή, γιατί δεν διαλαμβάνει ρήτρα επικουρικότητάς της. Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 63 Ν. 1731/1987 ρητά ορίζει, ότι για τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 31 του Ν. 1591/1986, αντίστοιχο των άρθρων 17, 18 και 19 του ισχύσαντος στη συνέχεια για τη φοροδιαφυγή ως άνω Ν. 2523/1997, επιβάλλονται οι οριζόμενες σ` αυτό ποινές και αποκλείεται η εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης νόμου. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόστηκαν. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου