Pόλος διαμεσολαβητή και νομικών παραστατών στον έλεγχο της αληθούς συναίνεσης και του βαθμού κατανόησης των όρων της συμφωνίας από τα μέρη, προϋποθέσεις για την αναγνώριση άκυρης σύμβασης ως αισχροκερδούς.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΝΟΧΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Αποφάσεως 2929/2024
(Αρ. εκθ. καταθ. αγωγής: ./28-07-2023)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Σερετίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Παρασκευά Λασκαρίδη, Πρωτόδικη, Ευθαλία Τσιρόγλου, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Βασιλική Βασιλοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Απριλίου 2024, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ... κατοίκου . Ζακύνθου, με ΑΦΜ ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις πριν τη συζήτηση, υπογεγραμμένες από τη νομίμως εξουσιοδοτημένη πληρεξούσια δικηγόρο του ΓΚ (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ......), δυνάμει του από 15-12-2023 πληρεξουσίου εκπροσώπησης, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του (αρ. 96 ΚΠολΔ), η οποία δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ..., κατοίκου Αθηνών, επί της οδού ...και προσωρινά διαμένουσας στις Η.Π.Α. Καλιφόρνιας (...), με ΑΦΜ ., η οποία κατέθεσε προτάσεις πριν τη συζήτηση, υπογεγραμμένες από τη νομίμως εξουσιοδοτημένη πληρεξούσια δικηγόρο της ΣΠ (Α.Μ. Δ.Σ.Α. .....), δυνάμει του από 11-12-2013 πληρεξουσίου εκπροσώπησης, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής της (αρ. 96 ΚΠολΔ), το οποίο προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, η οποία δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
......................
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
4 I. Το πρακτικό διαμεσολάβησης του άρθρου 8 του Ν. 4640/2019 επιδρά και διαμορφώνει έννομες σχέσεις του ουσιαστικού δικαίου, μπορεί επομένως να συνιστά και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, εκτός από εκτελεστό τίτλο. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ενοχική, υποσχετική και αμφοτεροβαρή σύμβαση, η οποία ενσωματώνει συμφωνία των μερών που έχει το χαρακτήρα εξώδικου συμβιβασμού και ρυθμίζει οριστικά και δεσμευτικά την έννομη σχέση. Μέσω της εν λόγω συμφωνίας, τα μέρη διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις τη φιλονικία ή την αβεβαιότητα, αναφορικά με τη διαφορά τους, ενώ μπορούν να περιλάβουν στη συμφωνία τους και διάφορους όρους όπως την παροχή ορισμένης ασφάλειας για την εκπλήρωση απαίτησης, ποινική ρήτρα κ.α.. Επιπλέον, αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης, το πρακτικό συνιστά και εκτελεστό τίτλο, κατά το άρθρο 904 παρ. 2 περιπτ. ζ’ ΚΠολΔ. Το αναγκαίο περιεχόμενο του πρακτικού εκούσιας διαμεσολάβησης, το οποίο συντάσσεται από το διαμεσολαβητή, στην πράξη με τη συνδρομή των νομικών παραστατών των μερών αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 8. Σε αυτό εντάσσονται τα εξής στοιχεία: α) το ονοματεπώνυμο και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του διαμεσολαβητή, β) η ημερομηνία και ο τόπος που έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση, γ) τα πλήρη στοιχεία των μερών που προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση και τα ονόματα των νομικών παραστατών τους, δ) η συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση ή ο ειδικότερος τρόπος με τον οποίο τα μέρη προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 4640/2019, ε) τα πλήρη στοιχεία τυχόν άλλων προσώπων που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπως π.χ. διερμηνείς, σύμβουλοι κ.λπ., και στ) η συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή η διαπίστωση περί μη επίτευξης συμφωνίας. Το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας μέσω διαμεσολάβησης, κατά το άρθρο 8 παρ. 1 στ’ συνιστά πράξη που περιέχει συμφωνία ή/και δικαιοπραξίες σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4. Η συμβατότητα της εν λόγω συμφωνίας με το νόμο, τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη πρέπει να ελέγχεται από το διαμεσολαβητή (και πάλι με τη συνδρομή των νομικών παραστατών των μερών) πριν την υπογραφή του πρακτικού. Ο όρος «δημόσια τάξη» καταλαμβάνει όλους τους κανόνες, η εφαρμογή των οποίων δεν μπορεί να αποκλειστεί από την ιδιωτική βούληση. Η περίπτωση αυτή εξειδικεύει το γενικό κανόνα της απαγορευμένης δικαιοπραξίας, κατά τον οποίο η αντίθεση μίας συμφωνίας με κάποιον απαγορευτικό κανόνα δικαίου επιφέρει την ακυρότητά της (αρ. 174 ΑΚ). Η συμφωνία, λοιπόν, η οποία περιέχεται στο πρακτικό δεν πρέπει να είναι άκυρη ως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, ούτε να καταστρατηγούνται μέσω αυτής απαγορευτικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Ως απαγορευτική, νοείται κάθε διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία αποδοκιμάζει το περιεχόμενο μίας δικαιοπραξίας, τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκονται με αυτή ή τις συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρείται. Η διαφαινόμενη αντίθεση της συμφωνίας διαμεσολάβησης επιβάλλει, μάλιστα, την περάτωση αυτής με απόφαση του διαμεσολαβητή. Στην Πέμπτη παράγραφο του άρθρου 15 του Ν. 4640/2019, άλλωστε, προβλέπεται ότι ο διαμεσολαβητής λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέσο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα μέρη κατανοούν τους όρους της συμφωνίας, στην οποία καταλήγουν. Επομένως, τα μέρη, τα οποία υπογράφουν το πρακτικό διαμεσολάβησης δεν πρέπει απλώς να γνωρίζουν και να συμφωνούν με το περιεχόμενό του, αλλά και να το κατανοούν πλήρως (και) ως προς τις έννομες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλουν καθοριστικά οι υποχρεωτικά παριστάμενοι νομικοί παραστάτες των μερών, οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στον έλεγχο τόσο της αληθούς συναίνεσης όσο και του βαθμού κατανόησης των όρων της συμφωνίας από τα υπογράφοντα αυτή μέρη. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 15 παρ. 6 του Ν. 4640/2019, ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώνει τα μέρη για τη δυνατότητά τους να καταστήσουν εκτελεστή τη συμφωνία τους, όπου αυτό είναι εφικτό. Με την πρόβλεψη αυτή, ο διαμεσολαβητής καλείται να γνωστοποιήσει και να εκθέσει στα μέρη τη διαδικασία της δεύτερης και τρίτης παραγράφου του άρθρου 8, ώστε αυτά να γνωρίζουν τόσο ότι μπορούν να καταστήσουν τη συμφωνία τους εκτελεστή στο βαθμό βεβαίως, που αυτή περιέχει εκτελεστέες διατάξεις όσο και την οδό και τις διαδικαστικές ενέργειες που πρέπει να ακολουθήσουν για να το επιτύχουν. Για τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συμφερόντων των μερών, ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να ενημερώσει σχετικά τα μέρη και τους νομικούς τους παραστάτες ήδη από την εναρκτήρια συνεδρία της διαδικασίας διαμεσολάβησης και σε περίπτωση αίσιας έκβασης της διαδικασίας, ο διαμεσολαβητής οφείλει στο καταληκτικό στάδιο της σύνταξης του πρακτικού διαμεσολάβησης να επισημάνει εκ νέου στα μέρη τη δυνατότητά τους να καταστήσουν εκτελεστή τη συμφωνία τους με την κατά νόμο κατάθεση του πρακτικού στη γραμματεία του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παρ. 2 εδ. γ’. Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από το διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους νομικούς παραστάτες τους. Η υπογραφή των τελευταίων δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή των μερών, εφόσον τα μέρη παρίστανται μαζί με τους νομικούς τους παραστάτες (αρ. 5 παρ. 1 του Ν. 4640/2019) και όχι δια αυτών. Ο νόμος απαιτεί, λοιπόν, όχι απλώς έγγραφο τύπο του πρακτικού, αλλά αυτό να έχει υπογράφει από όλα τα πρόσωπα που αποτελούν βασικούς παράγοντες στη διαμεσολάβηση, όχι, πάντως και από τυχόν τρίτα πρόσωπα που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Τα πλήρη στοιχεία αυτών αποτελούν, άλλωστε, μέρος του αναγκαίου περιεχομένου του πρακτικού κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 8 στοιχείο γ’. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται (χωρίς να είναι υποχρεωτικό) μόνο από το διαμεσολαβητή (άρθρο 8 παρ. 2 εδ. α’ και β’), όπως μπορεί να συμβεί και όταν κάποιο μέρος αποχωρήσει από τη διαδικασία. Το πρακτικό συνιστά ιδιωτικό έγγραφο, που ενσωματώνει τη βούληση των μερών και παράγει δεσμευτικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι φέρει ιδιόχειρες υπογραφές και είναι γνήσιο (αρ. 443, 445 και 457 ΚΠολΔ). Επιπρόσθετα, το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας συνιστά εκ του νόμου αναγνωρισμένο τρόπο κατάργησης δίκης αναφορικά με το αντικείμενο αυτής, το οποίο καλύπτεται από την επιτευχθείσα συμφωνία. Συνιστά, λοιπόν, το πρακτικό διαμεσολάβησης μία sui generis μέθοδο εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, με ισχύ, πάντως, δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 293 ΚΠολΔ) σε ό,τι αφορά την κατάργηση εκκρεμούς δίκης. Περαιτέρω, το πρακτικό διαμεσολάβησης μπορεί να προσβληθεί είτε από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαμεσολάβηση μόνο για ελαττώματα της βούλησης, όπως πλάνη στη δήλωση και στη βούληση (εφόσον η πλάνη αυτή αφορά σε περιστατικά, τα οποία τα μέρη θεώρησαν ως αληθή και επί των οποίων βασίστηκαν για να προβούν στη συμφωνία που κατήρτισαν), απάτη, απειλή είτε από τυχόν τρίτο πρόσωπο, στο οποίο προκαλείται βλάβη ή τίθενται σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του με την ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ. Ζήτημα ακυρότητας του πρακτικού λόγω έλλειψης στοιχείων εγείρεται μόνο σε περίπτωση που ελλείπουν από το περιεχόμενό του τα αναγκαία σύμφωνα με το νόμο στοιχεία. Περαιτέρω, το πρακτικό διαμεσολάβησης δεν παράγει κανένα δικονομικό ή ουσιαστικό έννομο αποτέλεσμα αν είναι άκυρο, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου π.χ. διότι υπάρχει έλλειψη εξουσίας διάθεσης της διαφοράς. Η συνέπεια της εν λόγω ακυρότητας γίνεται δεκτή στη θεωρία και στη νομολογία σε σχέση με το πρακτικό συμβιβασμού. Περίπτωση ακυρότητας είναι δυνατόν να συντρέχει, μεταξύ άλλων, και όταν η εμπεριεχόμενη σε αυτό δικαιοπραξία δεν είναι σύμφωνη με την ισχύουσα νομοθεσία, σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενό του (αρ. 175 ΑΚ), λόγω εικονικότητας (αρ. 138-139 ΑΚ), λόγω ανηθικότητας, λόγω αισχροκέρδειας και λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη (αρ. 178-179 ΑΚ). Πρακτικό συμβιβασμού, δε, το οποίο έχει λάβει χώρα κατά παράβαση διάταξης δημόσιας τάξης (αρ. 3 και 174 ΑΚ) μπορεί να προσβληθεί όχι μέσω άσκησης ενδίκου μέσου, καθώς δεν πρόκειται για δικαστική απόφαση, αλλά από τρίτο που έχει έννομο συμφέρον προς τούτο μέσω άσκησης ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ. Η ακυρότητα και ακυρωσία του πρακτικού απαγγέλλονται μετά την προβολή σχετικής ένστασης ή με την άσκηση αγωγής. Επιπλέον, η εγκυρότητα του πρακτικού διαμεσολάβησης μπορεί να προβληθεί μέσω ανακοπής και κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν αυτή επισπεύδεται με πρακτικό διαμεσολάβησης, ως εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 4640/2019, σε συνδυασμό με το άρθρο 904 παρ. 2 περ. ζ’ ΚΠολΔ (Α. Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2021, sakkoylas - Οnline.gr).