Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

ΜΠρ (Ασφ.Μ.)Πατρών 430/2024 : Ματαίωση πλειστηριασμού λόγω μη εμφάνισης πλειοδοτών - Ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού



Ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού σε περίπτωση ματαίωσης του προηγούμενου λόγω μη εμφάνιση πλειοδοτών. Αίτημα της οικείας ανακοπής είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ήτοι μόνον η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας. Εκ νέου επίσπευση πλειστηριασμού από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του δανειστή αφού η επίδικη απαίτηση έχει εξοφληθεί πλήρως.


Απόφαση 430/2024 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Μποσιώλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 13 Μαρτίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ : ., κατοίκου Αγίου Βασιλείου Πατρών (ΑΦΜ .), που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ΘΠ του Δ.Σ.Αθηνών, ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.

 ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : 1. αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «VEGA II NPL FINANCE DAC», που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και 2. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Intrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «Intrum Hellas Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχος διάδοχος ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «VEGA II NPL FINANCE DAC» με έδρα του Δουβλίνο Ιρλανδίας όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας τους δικηγόρου ΟΣ του Δ.Σ. Πατρών, η οποία κατέθεσε σημείωμα.

Ο ανακόπτων με την από 19.2.2024 (αριθ.εκθ.καταθ. ./20.2.2024) ανακοπή του, ζητά να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατ' άρθρο 973 παρ.1 ΚΠολΔ, εάν για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται πάλι με δήλωση που κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού δυο μήνες από την ημέρα της δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ημέρα αυτή. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου κάθε δανειστής, εφ' όσον έχει απαίτηση που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και κοινοποίησε στον καθ' ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση, μπορεί να επισπεύσει τον πλειστηριασμό. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, εάν ένας δανειστής, άλλος από τον επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει τον πλειστηριασμό κατά την παράγραφο 2, πρέπει να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συνταχθεί σχετική πράξη. Εάν ο δανειστής αυτός έχει και ο ίδιος επιβάλει κατάσχεση, η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης. Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται μέσα σε τρεις ημέρες από τη δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου υπαλλήλου. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, αντιρρήσεις για οποιοδήποτε λόγο που αφορά το κύρος της δήλωσης συνέχισης και υποκατάστασης, ασκούνται με ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της κατά την παράγραφο 1 ανάρτησης. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεσή της και γίνεται με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.. Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων. Η τελευταία αυτή ειδική ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης άλλου δανειστή εισήχθη το πρώτον με το ν. 4335/2015. Και αυτό γιατί μέχρι τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού η σχετική ανακοπή κατά των δηλώσεων αυτών ασκούνταν στην προθεσμία του άρθρου 934 περ. β ΚΠοΛΔ, όπως ίσχυε προ του ν. 4335/2015, ήτοι μέχρι τον πλειστηριασμό, πρώτη δε πράξη εκτελέσεως θεωρούνταν ανάλογα η δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης (ΑΠ 610/2002ΤΝΠ Νόμος). Ωστόσο, μετά την αναμόρφωση του άρθρου 934 με το ν. 4335/2015 και τη συγχώνευση των περιπτώσεων α και β του προϊσχύσαντος άρθρου 934 στην περίπτωση α του νέου άρθρου 934 με προθεσμία άσκησης της ανακοπής ενιαία 45 ημερών απ' την ημέρα της κατάσχεσης και διατήρηση της ανακοπής κατά του πλειστηριασμού ως περίπτωση β (τέως γ), η εν λόγω ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία απ' τις προβλεπόμενες πλέον περιπτώσεις του άρθρου 934, έτσι ώστε να επιλεγεί απ' το νομοθέτη να εισαχθεί γι' αυτές μία ιδιαίτερη ανακοπή, που ρυθμίστηκε αυτοτελώς στο νέο άρθρο 973 παρ. 6 (Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη ό.π., υπό το άρθρο 973, σελ. 481-483, αρ. 15, Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σελ. 425, αρ. 39). Είναι δε προφανές ότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής κατά της δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού σε περίπτωση ματαίωσης του προηγούμενου λόγω μη εμφάνισης πλειοδοτών του άρθρου 966 παρ. 1 ΚΠολΔ, που αποτελεί μία ειδική μορφή δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ, έτσι ώστε και η τελευταία αυτή ανακοπή να προβλέπεται και να ρυθμίζεται απ' το άρθρο 973 παρ. 6ΚΠολΔ (ΜονΠρωτΧαλκ 24/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 8145/2020 ΤΝΠ Νόμος). Με την ανακοπή αυτή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ δύνανται να προβάλλονται λόγοι, οι οποίοι αφορούν το κύρος της δήλωσης αυτής (βλ. ΜονΠρωτΧαλκ 24/2022 ο.π.). Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, οι αντιρρήσεις που μπορούν να προβληθούν με το σχετικό ένδικο βοήθημα, πρέπει πρώτιστα να αφορούν είτε πρωτογενείς πλημμέλειες της επίδικης πράξης εκτέλεσης (δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης) καθώς και συνεπακόλουθα στις πράξεις που ακολούθησαν αυτής (άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ) είτε δευτερογενείς ακυρότητες της δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης που προκύπτουν από δικονομικά ανίσχυρες προγενέστερες πράξεις εκτέλεσης στις οποίες στηρίζεται η επίδικη πράξη εκτέλεσης (πχ. την κατάσχεση). Η δεύτερη όμως ως άνω περίπτωση (δευτερογενούς ακυρότητας) τελεί υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η (μετέπειτα προσβαλλόμενη) δήλωση συνέχισης, οι εν λόγω (προγενέστερες ανίσχυρες) πράξεις είτε έχουν ακυρωθεί με δικαστική απόφαση είτε έστω έχουν παύσει να υφίστανται και να παράγουν έννομες συνέπειες με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο (π.χ. απόφαση για ανατροπή κατάσχεσης, δήλωση παραίτησης από κατάσχεση κ.α.). Σε κάθε περίπτωση -ανεξάρτητα από τον λόγο που προτείνεται με την ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ και το ποια πράξη εκτέλεσης αφορά αυτός (ο λόγος)- το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ (όπως ανάλογα ισχύει και για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) είναι η ακύρωση της προσβαλόμενης πράξης εκτέλεσης η οποία στην συγκεκριμένη ανακοπή μπορεί και πρέπει να είναι μόνο η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. αναλυτικά ΜΠρΡοδ 224/2022 και εκεί παραπομπές).

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

ΕφΘεσ 643/25: "ΠΛΑΓΙΑΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ – ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ – ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ. ΕΝΝΟΙΑ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ "



ΠΛΑΓΙΑΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ – ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΛΟΓΩ ΜΗ  ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ – ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ. ΕΝΝΟΙΑ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ – ΜΗ ΝΟΜΙΜΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ – ΑΠΟΡΡΙΨΗ. ΕΦΕΣΗ. Ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών) ισχυρίστηκε, με το μοναδικό λόγο της ανακοπής του, ότι κατέθεσε πλαγιαστική αγωγή κατά των καθ’ ων η ανακοπή-εναγόμενων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αρ.10.152/22 απόφαση του  ΠολΠρωτΘεσ, η οποία δίκασε τον ενάγοντα-ανακόπτοντα ερήμην, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου – Ότι αυτός παρότι κλήθηκε από το Δικαστήριο να προσκομίσει,  το νόμιμο παραστατικό καταβολής, αδυνατούσε να το καταβάλει, διότι, αφενός, μεν, ο πρώτος εναγόμενος – καθ’ ου η ανακοπή ήταν διαχειριστής της εταιρείας και δεν του επέτρεψε να αναλάβει χρήματα, για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, αφετέρου, δε, ο ίδιος αδυνατούσε οικονομικά να καταβάλει, από ίδιους οικονομικούς πόρους, καθόσον η εταιρεία είχε υποστεί σοβαρές οικονομικές ζημίες συνεπεία της συμπεριφοράς των εναγομένων-καθ’ων και ότι ασκεί την κρινόμενη ανακοπή, προκειμένου να καταβάλει το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, ώστε να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη απόφαση και να δικαστεί η αγωγή του στην ουσία της. Η έννοια της ανωτέρας βίας, ως λόγου ανακοπής ερημοδικίας (αρ.501 ΚΠολΔ) συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 152 ΚΠολΔ και περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο δικαστήριο, που ήταν απρόβλεπτο. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι συγχωρείται ανακοπή ερημοδικίας όταν η μη καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου οφείλεται σε λόγο ανωτέρας βίας ο προβληθείς λόγος ανακοπής θα έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος κατά το σκέλος του αυτό, διότι η οικονομική αδυναμία, που επικαλέστηκε ο ανακόπτων-εκκαλών, δεν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας ήτοι γεγονός απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί από τον ερημοδικασθέντα διάδικο, ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης δεδομένου ότι ο ανακόπτων, όπως ο ίδιος συνομολογεί, γνώριζε την οικονομική αδυναμία καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, πριν από την συζήτηση της αγωγής του. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ομοίως. Απορρίπτει την έφεση. [ Αρ. 224,501, 503 παρ. 1, 513 παρ.1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρ. 3 παρ.15,18,19 Ν.2207/94, αρ. 2 Ν. ΓΠΟΗ/12, αρ.7 παρ. 1,3 Ν.Δ.1544/42, αρ. 70 , 72 παρ.14, 77 Ν. 3994/11, αρ.21 παρ. 1-2 Ν. 4055/12, αρ. 33 Ν.4446/16, αρ. 8 παρ.3, 42 Ν. 4640/19,  αρ. 41 παρ. 1 Ν. 4689/20, αρ. 9 παρ. 1 Ν. 2145/93, αρ. 20 Συντ., αρ. 6 ΕΣΔΑ ]


ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Α' ΕΝΟΧΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός 643/2025

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χρήστο Δημητριάδη, Πρόεδρο Εφετών, Αλεξάνδρα Λιόλιου, Δέσποινα Σχοινοποιού - Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Φωτεινή Μποροδήμου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

....

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 §1 εδαφ. β του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 25.04.1994, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3§18 του ν.2207/1994, κατά των αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευση τους, εάν, δε, ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης η οποία περατώνει τη δίκη. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 503 §1 και 518§1 ΚΠολΔ, αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην, διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει ότι η προθεσμία της εφέσεως γιο την ερήμην απόφαση αρχίζει από την επίδοσή της και τρέχει συγχρόνως με την προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας. Μετά, δε, την κατάργηση των άρθρων 506 και 515 του ΚΠολΔ, με το άρθρο 3§§ 15 και 19 του ν. 2207/1994, η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά οποιοσδήποτε ερήμην αποφάσεως δεν αναστέλλει την προθεσμία της εφέσεως σε περίπτωση, δε, απορρίψεως της ανακοπής ερημοδικίας η κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως έφεση δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα απόφαση, κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή (ΑΠ 709/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 890/2003, Ελλ. Δικ. 45.94).

Εν προκειμένω, ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, αιτείται την εξαφάνιση: α) της με αριθμ. 10.152/2022, εκδοθείσης ερήμην του ενάγοντας, οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την αγωγή κατ’ουσίαν, λόγω πλασματικής ερημοδικίας και β) της με αριθμ. 8093/2023, εκδοθείσης κατ' αντιμωλία, οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά την ίδια τακτική διαδικασία και απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ανακοπή ερημοδικίας, που άσκησε ο εκκαλών-ενάγων, κατά της πρώτης παραπάνω αποφάσεως. Όπως προκύπτει από την, κατ' αντιμωλία εκδοθείσα, οριστική απόφαση (8093/2023), επί της ασκηθείσης ανακοπής ερημοδικίας, αυτή δημοσιεύθηκε σπς 15-06-2023 και δεν επιδόθηκε στον εκκαλούντα-ανακόπτοντα. Αντιθέτως στην περίπτωση της ερήμην του ενάγοντας εκδοθείσας οριστικής απόφασης (με αριθμ. 10.152/2022), προκύπτει, από την με αριθμ. ………./14-9-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Α………., που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, ότι η προσβαλλόμενη, εκδοθείσα πρώτη, ερήμην απόφαση, επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 14-09- 2022, ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 09-04-2024 (όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), δηλαδή μετά την πάροδο της τριακονθήμερης προθεσμίας της έφεσης. Συνεπώς κατά τα αναφερόμενα και στην μείζονα πρόταση της παρούσας η υπό κρίση έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της με αριθμ. 10.152/2022 οριστικής απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφενός, διότι, επί απορρίψεως της ανακοπής ερημοδικίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως έφεση δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα απόφαση, κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή, αφετέρου, διότι, σε κάθε περίπτωση, η ένδικη έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ως άνω, ερήμην εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως (με αριθμ. 10.152/2022) ασκήθηκε εκπρόθεσμα.

Περαιτέρω, η έφεση, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμ. 8093/2023 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ερημοδικίας του ενάγοντας, ασκήθηκε εμπροθέσμως (άρθρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης (15-6-2023), δεδομένου ότι από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη, κατατέθηκε, δε, το νόμιμο για την άσκησή της παράβολο, κατ’άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή από τυπική άποψη και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, (άρθρ. 246, 524 παρ. 1 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), και κατά το μέρος, που μεταβιβάζεται η υπόθεση, με την έφεση, στο δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών) ισχυρίζεται, με τον μοναδικό λόγο της με αριθμ. κατάθεσης δικογράφου ......../29-9-2022, ανακοπής του ότι κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την, με αριθμό κατάθεσης ........./02.06.2021, (πλαγιαστική) αγωγή κατά των καθ' ων η ανακοπή-εναγόμενων (ήδη εφεσίβλητων), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 10.152/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία δίκασε τον ενάγοντα-ανακόπτοντα ερήμην, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου. Ότι αυτός παρότι κλήθηκε από το Δικαστήριο να προσκομίσει, κατ' άρθρ. 227 ΚΠολΔ, το νόμιμο παραστατικό καταβολής, αδυνατούσε να το καταβάλει, διότι, αφενός, μεν, ο πρώτος εναγόμενος - καθ' ου η ανακοπή ήταν διαχειριστής της εταιρείας και δεν του επέτρεψε να αναλάβει χρήματα, για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, αφετέρου, δε, ο ίδιος αδυνατούσε οικονομικά να καταβάλει, από ίδιους οικονομικούς πόρους το ποσό του δικαστικού ενσήμου, καθόσον η εταιρεία είχε υποστεί σοβαρές οικονομικές ζημίες συνεπεία της συμπεριφοράς των εναγομένων-καθ’ων η ανακοπή. Ότι, ασκεί την κρινόμενη ανακοπή, προκειμένου, κατά τη συζήτησή της, να καταβάλει το ανάλογο, για το καταψηφιστικό αίτημα της ανωτέρω αγωγής του, τέλος δικαστικού ενσήμου, ώστε να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη απόφαση και να δικαστεί η αγωγή του στην ουσία της, προκειμένου να γίνει εν όλω δεκτή, ως βάσιμη κατ’ουσίαν, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι-καθ’ων η ανακοπή στα δικαστικά του έξοδα.

Επί της ανακοπής αυτής, εκδόθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά την τακτική διαδικασία, η εκκαλουμένη, με αριθμ.8093/2023, οριστική απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτήν, και καταδίκασε τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα των καθ'ων η ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται με την έφεσή του ο εκκαλών-ενάγων, για τους αναφερόμενους σ' αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή καθ' ολοκληρίαν η ανακοπή του, να δικαστεί η αγωγή του στην ουσία της, προκειμένου να γίνει εν όλω δεκτή, ως βάσιμη κατ'ουσίαν, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι-εφεσΐβλητοι στα δικαστικά του έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην. Δεν επέρχεται, δηλαδή, απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησης αυτής, αλλά η αγωγή απορρίπτεται κατ' ουσίαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, λόγω πλασματικής ερημοδικίας (βλ. ενδ. ΑΠ 5/2020, ΑΠ 538/2019, ΑΠ 367/2018, ΑΠ 1293/2018, ΑΠ 1485/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2031/2017 ΕλλΔνη 3/2018 σελ. 733). Σύμφωνα δε με την αρχική διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942: «η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓΠΟΗ' είναι ότι εις το δι αυτού επιβαλλόμενον τέλος δεν υπόκεινται οι απλώς αναγνωριστικοί αγωγοί ως και αι περΐ εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η ανωτέρω διότι-τροποποιήθηκε με τους ν.3994/2011, 4055/2012, 4446/2016 και 4640/2019. Ειδικότερα: Α) Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, οριζόταν ότι «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η δε παράγραφος 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 όριζε ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου», ενώ, στο άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 3994/2011 οριζόταν ότι «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός αν ορίζεται ειδικότερα στις επιμέρους διατάξεις του». Ο νόμος 3994/2011 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 25.7.2011 στο υπ' αριθ. 165 φύλλο στο πρώτο τεύχος (βλ. ΦΕΚ Α' 165/25.7.2011). Β) Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012, η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, αντικαταστάθηκε ως εξής: «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681 Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Κατά, δε, το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012 οριζόταν ότι «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α' 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφισπκές πριν την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά Την έναρξη ισχύος αυτού». Τέλος κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 προβλέπεται ότι «Τα εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις 1, 2 και 3 του άρθρου τούτου οριζόμενα εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών». Από τον συνδυασμό δε των ως άνω διατάξεων έγινε δεκτό ότι προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά τις 25.7.2011, οι αναγνωριστικές αγωγές που δικάζονται κατά την τακτική διαδικασία υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, β) Με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011 εισήχθη εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 7 παρ. 4 του ν. δ/τος 1544/1942, δηλαδή από τον κανόνα ότι η διάταξη της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, η οποία προβλέπει ποιες αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών. Ειδικότερα, με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, ο νομοθέτης όρισε ότι η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. δ/τος 1544/1942, η οποία πλέον προέβλεπε ότι σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται και οι αναγνωριστικές αγωγές, θα εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά τις 25.7.2011. Με την τελευταία αυτή διάταξη, ο νομοθέτης επέλεξε να μην υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ήδη ασκηθεί κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ασκηθεί μέχρι τις 25.7.2011 και γ) με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ο νομοθέτης όρισε ότι η ως άνω εξαίρεση, ήτοι η εξαίρεση του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, δεν εφαρμόζεται σε όσες αγωγές είχαν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, αλλά «μετατράπηκον» σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου. Κατά συνέπεια, αφού για όσες αγωγές ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και περιορίστηκαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση από την καταβολή δικαστικού ενσήμου που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, οι εν λόγω αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ν.δ/τος 1544/1942, η οποία προβλέπει ότι η διάταξη περί δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται αφενός οι αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και αφετέρου οι αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου και περιορίστηκαν (μετατράπηκαν) σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, ήτοι μετά τις 25.7.2011. Γ) Η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου καταργήθηκε, εν συνεχεία, για το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών δυνάμει του άρθρου 33 ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α' 240/22.12.2016), σύμφωγα με το οποίο: «1. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α' 189), όπως ανηκαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α' 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α' 51), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφισπκές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του». Δ) Ενώ, τέλος σύμφωνα με το άρθρο 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α' 190/30.11.2019): «1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α* 189), όπως ανηκαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α' 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α' 240), ανπκαθίσταται ως εξής: 3. Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού. 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιατηκές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφισπκές που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η. 1.2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ' άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912. Σημειωτέον ότι η εν λόγω διάταξη δεν αντίκεται στις διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (κυρ. ν.δ. 53/1974), οι οποίες δεν αποκλείουν παράλληλα στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να 3 μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστοτευόμενου από τις εν λόγω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, στα πλαίσια αυτά επιτρεπτώς επιβάλλεται από το ν. ΓΠΟΗ/1912 η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου επί των αποτιμητών σε χρήμα καταψηφισπκών αγωγών, χωρίς από αυτό το λόγο να αναιρείται ή περιορίζεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης του διαδΐκου από τη δικονομική συνέπεια της ερημοδικίας του, σε περίπτωση παράλειψής του να ανταποκριθεί στην εν λόγω υποχρέωσή του (άρθρα 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 και 7 παρ. 1 του ν.δ. 1544/1942), λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής και παράλληλα αποτελεί δαπάνη που περιλαμβάνεται στα δικαστικά έξοδα που επιδικάζονται στο διάδικο που νίκησε (ΑΠ 675/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, και μόνη η επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης στο νικητή διάδικο δεν επιτρέπει την κρίση ότι η καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4640/2019, ο λόγος εισαγωγής της διάταξης του άρθρου 42 έγκειται στα εξής: «Με την άσκηση και συζήτηση μίας αγωγής, ο πολίτης κινητοποιεί έναν πολυπρόσωπο και πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό. Οφείλει, συνεπώς να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Κατά τη συζήτηση των αγωγών τα καταψηφιστικά αιτήματα τούτων, ως επί τω πλείστον τρέπονται σε αναγνωριστικά, με συνέπεια να αποφεύγεται η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί του αντικειμένου της (αιτούμενου κεφαλαίου και των επ' αυτού τόκων). Η πρακτική αυτή οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων, που έχουν ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη επιβάρυνση της δικαιοσύνης ενώ στερεί το Ελληνικό Δημόσιο και άλλους φορείς (ΤΑΧΔΙΚ και άλλα ασφαλιστικά ταμεία) από σημαντικά έσοδα. Η επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, στις οποίες περιλαμβάνονται αυτονοήτως και οι καταψηφισπκές μετά τη μετατροπή τους σε αναγνωριστικές θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της δικομανίας και στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών, αλλά και στην ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης που είναι τόσο σημαντική για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλει και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων». Όμως και πριν την άνω τροποποίηση η πλήρης παροχή έννομης προστασίας υπόκειτο σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι τελικό στάδιο της δικαστικής προστασίας αποτελεί η αναγκαστική εκτέλεση και προκειμένου μια αναγνωριστική απόφαση να κατέληγε σε εκτελεστό τίτλο ήταν αναγκαία η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση αυτή (απόφαση), στάδιο κατά το οποίο ήταν απαραίτητη η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Πρακτικά, λοιπόν, με τις ανωτέρω πρόσφατες ρυθμίσεις μετατίθεται το στάδιο κατά το οποίο επιβάλλεται νομικά η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί δικαστικής προστασίας με αναγνωριστικό αίτημα και αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία, από άποψη δικαστικού ενσήμου, η διαγνωστική δίκη. Σε κάθε περίπτωση, διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 3226/2004 με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3226/2004). Ο δε προσδιορισμός των δικαιούχων αυτής κατ' άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου αυτού (ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν. 4689/2020, ΦΕΚ Α' 103/27.5.2020-ενσωμάτωση ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2016/1919), ως εκείνων των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους. Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών, πληρούν τα κριτήρια που κατά τη νομολογία του ΕΛΛΑ απαιτούνται προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και ειδικότερα πληρούν τόσο το κριτήριο ότι με τον περιορισμό αυτό πρέπει να επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός, όσο και το κριτήριο ότι πρέπει να τηρείται ένας εύλογος (reasonable) βαθμός αναλογικότητας ανάμεσα στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό [βλ. τη σκέψη υπ' αριθ. 36 της από 24.5.2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση κατά Ρουμανίας (63945/00)]. Και τούτο διότι με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται προεχόντως ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντας με τέλος, το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1% επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς (δεδομένου ότι με συνυπολογισμό των κατά νόμο προσαυξήσεων το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό δικαστικού ενσήμου δεν είναι 8%ο, αλλά 11,0304%ο, ήτοι 1,10304%). Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στην δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο που με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντας σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε εκ του αποτελέσματος η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω και «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη, αφού άλλωστε αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως «τέλος». Υπό το φως, επομένως, των ανωτέρω, ο επιδιωκόμενος από τον νόμο 4640/2019 σκοπήςτθπως αυτός περιγράφεται στην αιτιολογική έκθεσή του, δηλαδή αφενός η καταπολέμηση της δικομανίας και ο εξορθολογισμός και η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών και αφετέρου η ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης κρΐνεται θεμιτός. Ας επισημανθεΐ, δε, τέλος ότι η επαναφορά του δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών (η οποία έκτοτε ουδέποτε καταργήθηκε) σαφώς συνδέεται με την καθιέρωση της υποχρεωτικότητας προσφυγής στον θεσμό της διαμεσολάβησης ενώ, εφαρμοζόμενη συνδυαστικά με την τελευταία, ουσιωδώς συμβάλλει, μέσω της αποσυμφόρησης της δικαστηριακής ύλης στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Και τούτο διότι, επί επιτυχούς έκβασης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς τα μέρη θα απαλλάσσονται από τα έξοδα της δίκης τα οποία είναι ασυγκρΐτως υψηλότερα, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι σε αυτά συμπεριλαμβάνονται, πέρα από την δικηγορική αμοιβή για τις εργασίες του δικηγόρου σε όλα τα στάδια της δίκης και της διαδικασίας της εκτέλεσης της τελειωτικής απόφασης που επακολουθεί, τα έξοδα του δικαστικού ενσήμου, των τελών έκδοσης απογράφου και εκείνων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από τα οποία η διαμεσολάβηση είναι, κατ' άρθρο 8 παρ. 3 ν. 4640/2019, πλήρως απαλλαγμένη [ΑΠ 538/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 882/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα εκτέθηκαν, οι νέες ρυθμίσεις ενταγμένες στο όλο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την απονομή δικαιοσύνης δεν εΐναι αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

ΑΠ 487/2024 : "Ανάγνωση των πρακτικών στον κατηγορούμενο κατόπιν απομάκρυνσης και επανόδου του στο ακροατήριο"

 


Η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής περί ανάγνωσης των πρακτικών δημιουργεί τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ.Α' ΚΠΔ, δηλαδή της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ανάγεται στην παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Απόφαση 487/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 2 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Κοντακτσή, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Α. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο ΧΔ ο οποίος διορίστηκε με την υπ' αρ. 652/2023 απόφαση του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, για αναίρεση α) της υπ' αριθμ. 418/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας και β) της 309/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση των αποφάσεων αυτών για τους λόγους που αναφέρονται στις από ... και ... αιτήσεις του, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό ....
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα η οποία πρότεινε: α) να γίνει δεκτή η από ... αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αρ. 309/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, να αναιρεθεί η υπ' αρ. 309/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για τις πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τις 17.11.2015 και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα εκδίκαση στο αυτό Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, για τις λοιπές πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και β) να απορριφθεί η από ... αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αρ. 418/2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, α) η από ... αίτηση του Δ. Α. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμό 418/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας και β) η από ... αίτηση του Δ. Α. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμό 309/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους..
1). Επί της από ... αίτησης, για αναίρεση της με αριθμό 418/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας :
Κατά το άρθρ. 504 § 1 Κ.Π.Δ., όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρ. 368). Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι κατά της απόφασης του δικαστηρίου, με την οποία αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία είναι προπαρασκευαστική, δυνάμενη να ανακληθεί από το ίδιο δικαστήριο, δεν επιτρέπεται αναίρεση, διότι με την απόφαση αυτή το δικάσαν δικαστήριο δεν αποφαίνεται τελειωτικά για την κατηγορία. Εξάλλου, κατά το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή δεν έχει έννομο συμφέρον ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή....... .... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας ή του συμβουλίου με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά η τηλεφωνικά), η οποία αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωσή του που επισυνάπτεται στην δικογραφία". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Τριμελές Πλημ/κειο Χαλκίδας , με την υπ' αριθμ. 418/2020 απόφαση του, αφού απέρριψε την αίτηση για εξαίρεση όλων των μελών του Δικαστηρίου και της Εισαγγελέως, ανέβαλε στην συνέχεια την εκδίκαση της υποθέσεως, ήτοι την εξέταση της με αρ. ... εφέσεως του εκκαλούντος-αναιρεσείοντος, κατά της υπ'αρ. 2386/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας , με την οποία ο τελευταίος καταδικάστηκε για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8)μηνών. Κατά της παραπάνω απόφασης ο αναιρεσείων, άσκησε, με δήλωση του στην γραμματεία του εκδόντος την ανωτέρω 418/2020 απόφαση δικαστηρίου την από ... αίτηση αναίρεσης. Η ανωτέρω απόφαση όμως, κατά τα εκτεθέντα, δεν υπόκειται σε αναίρεση καθόσον με την προσβαλλομένη απόφαση το δικάσαν δικαστήριο δεν αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και αφού το Δικαστήριο άκουσε τις απόψεις του αναιρεσείοντος που εκπροσωπήθηκε ενώπιον του με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 578 παρ. 1 ΚΠΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα.
2)'Επί της από ... αίτησης, για αναίρεση της με αριθμό 309/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας :

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΠΠρΓιαννιτσών 7/2025: Εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρίας

 


Οι εταίροι δεν δύνανται προς του πέρατος αυτής να ασκήσουν αξιώσεις τους που πηγάζουν από την εταιρική σχέση κατά της εταιρίας ή των συνέταιρων τους, εκτός εάν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ή έτερος αυτοτελής λόγος αξίωσης. Η αξίωση από την εταιρική σχέση πρέπει να αποτελέσει κονδύλιο στον τελικό λογαριασμό της εκκαθάρισης. Κατ’ εξαίρεση δύνανται να ασκηθούν και πριν από τη λήξη της εκκαθάρισης αξιώσεις από την εταιρική σχέση εάν με αυτές δεν παρεμποδίζεται ή διευκολύνεται ο σκοπός της εκκαθάρισης, ενώ παράλληλα η αγωγή δεν επιφέρει διατάραξη ή διάρρηξη της εσωτερικής τάξης της εταιρίας. Απαράδεκτη η αιτούμενη αναγνώριση απαιτήσεων του ενάγοντος ως προώρως ασκούμενη αναφορικά με την εταιρία, και ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης των εναγόμενων εταίρων, καθόσον κατά το στάδιο της εκκαθάρισης φορέας των δικαιωμάτων της εταιρίας είναι το νομικό πρόσωπο.


Αριθμός Απόφασης 7/2025

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

(Τακτική Διαδικασία)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Βασιλική Δημητριάδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Τσιμέρογλου, Πρωτόδικη Γενικής Επετηρίδας-Εισηγήτρια, Αθηνά Βασιλειάδου, Πρωτόδικη Γενικής Επετηρίδας, και τη Γραμματέα, Μαλαματή Τσιρκινίδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στα Γιαννιτσά, τη 15η Οκτωβρίου 2024, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Γιαννιτσών ...

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «...    ΣΙΑ Ε.Ε», με έδρα στα Γιαννιτσά, νομίμως εκπροσωπουμένης ...

 ...

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

I. Κατά το άρθρο 70 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: «Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, που είναι ουσιαστικού δικαίου, προκύπτει ότι, είναι δυνατή η αναγνώριση με αγωγή της υπάρξεως ή ανυπαρξίας έννομης σχέσεως ιδιωτικού δικαίου, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και τελεί σε κατάσταση αβεβαιότητας, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση του προσώπου που αναφέρεται σε έτερο πρόσωπο ή υλικό αγαθό και ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο. Έννομο, δε, συμφέρον υφίσταται όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι κατάλληλο μέσο άρσεως της υφισταμένης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλουμένου στο συμφέρον του ενάγοντας κινδύνου από αυτήν. Δεν αποτελούν έννομη σχέση, υπό την ως άνω έννοια, τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα δίχως τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση, της οποίας ζητείται μέσω της αγωγής η προστασία. Επίσης, δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων δίχως καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή όπου υπάγονται τα περιστατικά αυτά. Περαιτέρω, έννομο συμφέρον υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αναγνωριστική αγωγή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητουμένη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσεως, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές με αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικώς, με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία ή προδικαστικά ζητήματα αυτής, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και έτερα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως. Μεμονωμένα, δηλαδή, στοιχεία της έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν δύνανται να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, που πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο συζητήσεως της αναγνωριστικής αγωγής, και να είναι άμεσο, κατά την έννοια του άρθρου 68 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί νομική έννοια και η κρίση περί συνδρομής αυτού από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (βλ. ΑΠ 134/2015, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013, ΑΠ 941/1997 στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από τον Νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναιρετικό λόγο, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Συνεπώς, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν καταρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του Νόμου, δίχως αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής και αμφότερες ελέγχονται αναιρετικώς με τους οριζόμενους στους αριθμούς 8 ή 14 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγους (βλ. ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 1967/2006 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα «areiospagos.gr»).

II.         Με τις διατάξεις του άρθρου 224 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, θεσπίζεται η αρχή της απαγόρευσης μεταβολής της βάσεως της αγωγής με ποινή απαραδέκτου. Η απαγόρευση αυτή αναφέρεται στη μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αγωγής, ήτοι των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το επικαλούμενο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου. Ιστορική, δε, βάση της αγωγής είναι, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α του ιδίου Κώδικα, το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, δίχως την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της ένδικης διαφοράς. Εξάλλου, η εν λόγω αρχή απαγόρευσης μεταβολής της βάσεως της αγωγής περιλαμβάνει ουχί μόνο τη γνήσια μεταβολή, ήτοι την αντικατάσταση της αρχικής ιστορικής βάσεως της αγωγής, αλλά και την προσθήκη με τις έγγραφες προτάσεις νέας αγωγικής βάσεως ή νέας επικουρικής βάσεως. Ωστόσο, ο Νόμος αμβλύνει τον άτεγκτο χαρακτήρα της προαναφερομένης αρχής και επιτρέπει στον ενάγοντα να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή διορθώσει τους αγωγικούς του ισχυρισμούς, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Οι επουσιώδεις, δε, αυτές επεμβάσεις δύνανται να λάβουν χώρα μόνο με τις έγγραφες προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του δικάζοντας δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση καταχωριζομένη στα πρακτικά της δημοσίας συνεδριάσεως του τελευταίου, ουχί, δε, με την έγγραφη προσθήκη-αντίκρουση (βλ. ΑΠ 309/2011, ΑΠ 78/2011, ΑΠ 220/2003, ΑΠ 523/2002, ΑΠ 76/2002, ΑΠ 483/2001, ΑΠ 749/1992, ΕφΠειρ 163/1990, ΠολΠρωτΘεσ 7891/2003 άπασες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, καθώς και Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία II, έκδοση 2005, παρ. 64, αριθ. 7-12). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 223 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία, είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση, ο ενάγων δύναται με τις έγγραφες προτάσεις ή με δήλωση στα πρακτικά, εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή να ζητήσει: 1) τα παρεπόμενα του κύριου αντικειμένου της αγωγής και 2) αντί γι’ αυτό που ζητήθηκε αρχικώς, έτερο αντικείμενο ή το διαφέρον, εξαιτίας μεταβολής που επήλθε. Η εν λόγω αυστηρή ρύθμιση έχει τους λόγους της στην ανάγκη, ιδίως, να παγιωθεί εγκαίρως το αντικείμενο της δικαστικής έρευνας, καθώς και να διασφαλισθούν τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου. Επί της ουσίας, η απαγόρευση της μεταβολής του αιτήματος της αγωγής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής της προδικασίας (άρθρο 111 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), η οποία υπηρετεί πρωτίστως το γενικότερο συμφέρον (βλ. ΑΠ 652/2003, ΑΠ 287/2002, ΑΠ 4118/1994, ΑΠ 6554/1992 στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, καθώς και Ε. Μπαλογιάννη σε X. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδοση 2011, άρθρο 223, αριθ. 1-2, Ν. Νίκα, όπ.π., παρ. 64, αριθ. 1-6).

III.       Στα άρθρα 271 επ. του Ν.4072/2012 (ως ήδη ισχύουν) ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 271: «1. Ετερόρρυθμη εταιρεία είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ένας τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται περιορισμένα (ετερόρρυθμος εταίρος), ενώ ένας άλλος τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται απεριόριστα (ομόρρυθμος εταίρος). 2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο παρόν κεφάλαιο, στην ετερόρρυθμη εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία». Άρθρο 272: «1. Η επωνυμία της ετερόρρυθμης εταιρείας σχηματίζεται είτε από το όνομα ενός ή περισσότερων εταίρων είτε από το αντικείμενο της επιχείρησης είτε από άλλες λεκτικές ενδείξεις. Η επωνυμία της εταιρείας μπορεί να αποδίδεται ολόκληρη ή εν μέρει με λατινικούς χαρακτήρες. Στην επωνυμία της ετερόρρυθμης εταιρείας πρέπει να περιέχονται σε κάθε περίπτωση ολογράφως οι λέξεις «Ετερόρρυθμη Εταιρεία» ή το ακρωνύμιο «Ε.Ε». Για τις διεθνείς συναλλαγές, οι ανωτέρω λέξεις εκφράζονται ως «Limited Partneship» ή/και το ακρωνύμιο «L.Ρ». 2. Αν στην επωνυμία ετερόρρυθμης εταιρείας περιληφθεί το όνομα ετερόρρυθμου εταίρου, τούτο έχει ως συνέπεια την απεριόριστη ευθύνη του, εκτός αν ο τρίτος που συναλλάχθηκε με την εταιρεία γνώριζε ότι είναι ετερόρρυθμος εταίρος. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 250». Άρθρο 273: «Η ετερόρρυθμη εταιρεία εγγράφεται στο Γ.Ε.ΜΗ. Στοιχεία που καταχωρίζονται, εκτός από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1, του άρθρου 251, είναι κατ’ ελάχιστον το όνομα, η κατοικία και η αξία της εισφοράς των ετερόρρυθμων εταίρων. Στο Γ.Ε.ΜΗ καταχωρίζεται και κάθε μεταβολή των στοιχείων αυτών». Άρθρο 279: «1. Ο ετερόρρυθμος εταίρος, που έχει καταβάλει στην εταιρεία την εισφορά του, δεν ευθύνεται για τα χρέη της εταιρείας. Σε αντίθετη περίπτωση ευθύνεται προσωπικά μέχρι του ποσού της εισφοράς του. 2. Ο εισερχόμενος μετά τη σύσταση της εταιρείας ετερόρρυθμος εταίρος ευθύνεται και για τα προ της εισόδου του χρέη, σύμφωνα με την παράγραφο 1. 3. Αντίθετη συμφωνία όσον αφορά στην ευθύνη του ετερόρρυθμου εταίρου, όπως ορίζεται στο παρόν άρθρο, δεν ισχύει έναντι των τρίτων». Άρθρο 281: «1. Σε περίπτωση εξόδου, αποκλεισμού ή θανάτου του μοναδικού ομόρρυθμου εταίρου, η ετερόρρυθμη εταιρεία λύνεται, εκτός αν με τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης, που πρέπει να καταχωρισθεί μέσα σε τέσσερις (4) μήνες στο Γ.Ε.ΜΗ, ένας από τους ετερόρρυθμους εταίρους καταστεί ομόρρυθμος εταίρος ή αν εισέλθει στην εταιρεία νέος εταίρος ως ομόρρυθμος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 259. 2. Αν μετά τη λύση της ετερόρρυθμης εταιρείας ακολουθήσει εκκαθάριση, καθήκοντα εκκαθαριστή ασκεί και ο ετερόρρυθμος εταίρος, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση». Επιπλέον, στο άρθρο 268 του ίδιου ανωτέρω Νόμου προβλέπεται ότι: «1. Αν σε περίπτωση λύσης της εταιρείας οι εταίροι δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, τη λύση της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση. 2. Τα ονόματα και η κατοικία των εκκαθαριστών εγγράφονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Το ίδιο ισχύει και σε κάθε περίπτωση αντικατάστασης εκκαθαριστή. 3. Οι εκκαθαριστές υπογράφουν υπό την εταιρική επωνυμία με την προσθήκη των λέξεων «υπό εκκαθάριση». 4. Κατά την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης οι εκκαθαριστές συντάσσουν ισολογισμό. 5. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρεία διαγράφεται από το Γ.Ε.ΜΗ. Τα βιβλία και τα έγγραφα της εταιρείας παραδίδονται προς φύλαξη σε έναν από τους εταίρους ή σε τρίτο. Σε περίπτωση διαφωνίας ο εταίρος ή ο τρίτος ορίζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων». Περαιτέρω στα άρθρα 72 επ. και 777 επ. του Αστικού Κώδικα ορίζονται τα εξής: Άρθρο 72: «Μόλις το νομικό πρόσωπο διαλυθεί, βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση. Ωσότου περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες της, θεωρείται ότι υπάρχει». Άρθρο 73: «Αν ο νόμος ή η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζουν διαφορετικά ή το αρμόδιο όργανο δεν αποφάσισε διαφορετικά, η εκκαθάριση γίνεται από εκείνους που έχουν τη διοίκηση του νομικού προσώπου. Αν δεν υπάρχουν, (ο ειρηνοδίκης) το δικαστήριο διορίζει έναν ή περισσότερους εκκαθαριστές». Άρθρο 74: «Ο εκκαθαριστής ενεργεί ως διοικητής του νομικού προσώπου. Η εξουσία του περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης». Άρθρο 777: «Η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθεί και μετά τη λύση της, εφόσον το απαιτούν οι ανάγκες και ο σκοπός της εκκαθάρισης. Από τη λύση παύει η εξουσία των διαχειριστών εταίρων». Άρθρο 778: «Αφού λυθεί η εταιρεία, η εκκαθάριση, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, ενεργείται από όλους τους εταίρους μαζί, ή από εκκαθαριστή που έχει διοριστεί με ομόφωνη απόφαση όλων. Σε περίπτωση διαφωνίας ο εκκαθαριστής διορίζεται ή αντικαθίσταται από το δικαστήριο με αίτηση ενός από τους εταίρους και η αντικατάσταση γίνεται μόνο για σπουδαίους λόγους». Άρθρο 780: «Κατά την εκκαθάριση πρώτα εξοφλούνται τα κοινά χρέη των εταίρων απέναντι σε τρίτους, καθώς και όσα υπάρχουν μεταξύ των εταίρων, και κατόπιν επιστρέφονται οι εισφορές. Αν η εισφορά δεν συνίσταται σε χρήμα, καταβάλλεται η αξία του αντικειμένου της κατά τον χρόνο της πραγματοποίησής της. Αν η εισφορά συνίσταται σε εργασία ή σε χρήση πράγματος δεν αποδίδεται». Άρθρο 781: «Η εταιρική περιουσία μετατρέπεται σε χρήμα, εφόσον αυτό απαιτείται για την εξόφληση των εταιρικών χρεών και για την απόδοση των εισφορών. Η μετατροπή γίνεται κατά τις διατάξεις για την πώληση κοινού πράγματος». Άρθρο 782: «Ό,τι απομένει μετά την εξόφληση των χρεών και την απόδοση των εισφορών, διανέμεται στους εταίρους κατά τον λόγο της μερίδας που έχει ο καθένας στα κέρδη». Άρθρο 783: «Αν τα εταιρικά πράγματα δεν αρκούν για την εξόφληση των χρεών και την απόδοση των εισφορών, για ό,τι λείπει ενέχονται οι εταίροι κατά τον λόγο της συμμετοχής τους στις ζημίες. Αν δεν είναι δυνατόν να εισπραχθεί από έναν εταίρο το έλλειμμα που του αναλογεί, ενέχονται γι’ αυτό κατά την ίδια αναλογία οι λοιποί εταίροι».

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΕλΣυν (Ελασ.Ολ.) 97/25: ΗΜΟΙ – ΔΑΠΑΝΕΣ – ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ – ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ/ΥΠΟΛΟΓΟΥ- ΕΦΕΣΗ – ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΘΕΝΤΟΣ ΠΟΣΟΥ. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ – ΑΠΟΡΡΙΨΗ

 


ΔΗΜΟΙ – ΔΑΠΑΝΕΣ – ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ – ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ/ΥΠΟΛΟΓΟΥ- ΕΦΕΣΗ – ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΘΕΝΤΟΣ ΠΟΣΟΥ. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ – ΑΠΟΡΡΙΨΗ.  Με την ένδικη αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ’αρ. 579/19 απόφασης του VIΙ Τμ. του ΕλΣυν, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος κατά απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Εκτάκτων και Ειδικών Ελέγχων του Υπ. Οικονομικών, με την οποία  αυτός καταλογίστηκε ως υπόλογος, υπό την ιδιότητα του Προϊσταμένου Τμήματος Εξόδων Δήμου, αλληλεγγύως με άλλα πρόσωπα,  για ποσό το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε έλλειμμα στη διαχείριση του Δήμου, κατά το οικονομικό έτος 1998 – Με την προσβαλλόμενη δε, απόφαση, περιορίστηκε το καταλογισθέν με αυτήν σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσό. Το δικάσαν Τμήμα, κινούμενο εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό συγγνωστής πλάνης, ικανής να επιφέρει κατ’ άρθρο 37 του ν. 3801/2009 την πλήρη απαλλαγή του από τον επίδικο καταλογισμό, καθόσον πράγματι ως εκ της θέσεώς του δεν δικαιολογείται ο αναιρεσείων να έχει πεπλανημένη αντίληψη. Ομοίως απορριπτέοι παρίστανται και οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος περί μη άσκησης σε βάρος του ποινικής δίωξης και μη ιδιοποίησης των σχετικών ποσών. Τέλος, στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα ως προς τις μη νόμιμες δαπάνες συνεκτίμησε στο πλαίσιο του άρθρου 37 του ν. 3801/2009 τις ειδικότερες περιστάσεις πρόκλησης του ελλείμματος. Με τα δεδομένα αυτά, εν προκειμένω δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, ούτε διατάραξης της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της αποκατάστασης της δημόσιας διαχείρισης και των περιουσιακών δικαιωμάτων του καταλογιζομένου. Συνεπώς, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. [ Π.Δ. 172/97, Β.Δ. 17.5/15.6.1959, αρ. 26 παρ. 1 Ν. 3274/04, αρ. 37 παρ. 1 Ν. 3801/09, αρ. 38,39,46,48-49,60-61,63-64 Β.Δ.17.5/15.6.1959, αρ. 67 Ν. 4735/20, αρ. 93 Ν. 4745/20, αρ. 25 παρ. 1 Συντ. ]


ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΣΕ Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 97/2025

 

Συνεδρίασε δημόσια, στις 3 Μαρτίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Πρόεδρος, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης, Σταμάτιος Πουλής, Ασημίνα Σακελλαρίου, Γεωργία Παπαναγοπούλου, Νεκταρία Δουλιανάκη, Νικολέτα Ρένεση, Αικατερίνη Μποκώρου, Αντιγόνη Στίνη, Βασιλική Πέππα και Γρηγόριος Βαλληνδράς, Σύμβουλοι, εκτός από την Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Σύμβουλο, που είχε κώλυμα. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.

Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος Επικρατείας, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Χρυσούλας Καραμαδούκη.

Για να δικάσει την από 21 Ιουνίου 2019 αίτηση (ΑΒΔ …..2019, αριθμ. πρωτ. κατάθεσης στην Υπηρεσία Επιτρόπου του ΕλΣυν στο Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης: ….2019) του … (...) του …, κατοίκου … ... (οδός ….), με ΑΦΜ …., ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως του άρθρου 231 παρ. 1 της Δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ν. 4700/2020, Α΄ 127) του πληρεξούσιου δικηγόρου του ΙΜ (ΑΜ/….).

Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους ΝΚ. Και Κατά του Δήμου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναίρεση της 579/2019 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος ανέπτυξε την από 3.3.2021 γνώμη του και πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε στις 26 Ιουνίου 2024 σε τηλεδιάσκεψη, με τη χρήση της επίσημης κρατικής πλατφόρμας e-Presence.gov.gr, σύμφωνα με το άρθρο 295 παρ. 2 του ν. 4700/2020, με Προεδρεύοντα τον Αντιπρόεδρο Κωνσταντίνο Κωστόπουλο και παρόντες τους Δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Πρόεδρο Ιωάννη Σαρμά, που αποχώρησε από την Υπηρεσία λόγω λήξεως της τετραετούς θητείας του στη θέση αυτή, τον Σταμάτιο Πουλή, Σύμβουλο, ο οποίος διορίσθηκε ήδη Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Γρηγόριο Βαλληνδρά, Σύμβουλο, ο οποίος αποχώρησε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 4820/2021.

Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Νικολέτας Ρένεση και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον νόμο

1. Για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων) [άρθρο 73 παρ. 2 και 3 περ. δ΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α΄ 52) Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αίτησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 350 παρ. 2, 357 και 383 του ν. 4700/2020].

2. Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και νομοτύπως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητά της.

3. Με την ένδικη αίτηση, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το από 8.3.2021 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η αναίρεση της 579/2019 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η από 8.6.2015 έφεση (Α.Β.Δ: …./2015) του αναιρεσείοντος κατά της .../...2015 απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Εκτάκτων και Ειδικών Ελέγχων - Περιφερειακό Γραφείο ... της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία αυτός καταλογίστηκε ως υπόλογος, υπό την ιδιότητα του Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τα λοιπά αναφερόμενα στην απόφαση αυτή πρόσωπα, με το συνολικό ποσό των 586.767,78 ευρώ (κεφάλαιο 195.589,26 ευρώ και προσαυξήσεις 391.178,52 ευρώ), το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε έλλειμμα στη διαχείριση του ανωτέρω Δήμου, κατά το οικονομικό έτος 1998. Με την προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω απόφαση καταλογισμού μεταρρυθμίστηκε και περιορίστηκε το καταλογισθέν με αυτήν σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσό στο ύψος των 24.808,25 ευρώ.

4. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το VII Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη ως προς τα πράγματα κρίση του τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στις σκέψεις 5 έως 15 που ακολουθούν.

5. Με την .../... απόφαση του Δημάρχου ... ο αναιρεσείων τοποθετήθηκε στη θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ... για το χρονικό διάστημα από ... έως ..., δηλαδή για 8 μήνες και 29 ημέρες.

6. Mε αφορμή σχολιασμό που καταγράφηκε στην …. πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή …., σύμφωνα με τον οποίο «ο Δήμος ... διά της Ταμειακής του Υπηρεσίας συστηματικά εξοφλούσε δαπάνες προς τρίτους με μη προβλεπόμενες Ειδικές Εντολές του Αντιδημάρχου Οικονομικών και επειδή η εξωθεσμική αυτή διαδικασία ακολουθήθηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με ανεξέλεγκτες προφανώς συνέπειες, το θέμα πρέπει να εξετασθεί …», διατάχθηκε με την …. εντολή της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Δ.Δ., Ν.Π. και Δ.Ε.Κ.Ο. του Υπουργείου Οικονομικών, η διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου στον Δήμο ... οικονομικών ετών 1998 έως 2007.

7. Κατόπιν διενέργειας ελέγχου των πληρωμών που είχαν γίνει με ειδικές εντολές του Αντιδημάρχου Οικονομικών και εμφανίζονταν ως χρηματικά υπόλοιπα στα απολογιστικά στοιχεία του Δήμου ... κατά τα οικονομικά έτη 1998 έως 2007, συντάχθηκε η ΕΜΠ …. πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας …., σύμφωνα με την οποία, βάσει των απολογιστικών στοιχείων που είχαν τεθεί στη διάθεση του ελέγχου και αφορούσαν την ανάλυση των χρηματικών υπολοίπων την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, το μέρος των χρηματικών αυτών υπολοίπων που συνιστούσαν οι πληρωμές των ειδικών εντολών του οικείου έτους χωρίς την έκδοση αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων θεωρήθηκε ταμειακό έλλειμμα. Αντιθέτως, όσες πληρωμές είχαν μεν διενεργηθεί από τον Δήμο με ειδικές εντολές χωρίς χρηματικά εντάλματα, αλλά στη συνέχεια ενταλματοποιήθηκαν εντός του έτους πληρωμής και δεν εμπεριέχονταν στα χρηματικά υπόλοιπα εκάστου έτους, δοθέντος ότι τα εν λόγω χρηματικά εντάλματα δεν είχαν αναθεωρηθεί από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θεωρήθηκε ότι δεν συνιστούσαν έλλειμμα στην ταμειακή διαχείριση του Δήμου .... Ωστόσο, όσες πληρωμές είχαν γίνει με ειδικές εντολές και μολονότι προέκυπτε, δυνάμει προσκομισθέντων ενώπιον του ελέγχου στοιχείων, ότι είχαν τακτοποιηθεί με χρηματικά εντάλματα, εντούτοις εμπεριέχονταν και στα χρηματικά υπόλοιπα έκαστου έτους, θεωρήθηκε, ομοίως, ότι συνιστούν έλλειμμα. Επιπλέον, στο πλαίσιο του διενεργούμενου από τον ανωτέρω οικονομικό επιθεωρητή διαχειριστικού ελέγχου ζητήθηκε από τη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου να υποβληθούν όσα χρηματικά εντάλματα είχαν εκδοθεί για την τακτοποίηση των ανωτέρω ταμειακών ελλειμμάτων και ανάγονταν σε πληρωμές ειδικών εντολών που είχαν γίνει τα έτη 1998 - 2007.

8. Με βάση την ανωτέρω πορισματική έκθεση, το έτος 1998 εκδόθηκαν συνολικά 282 Ειδικές Εντολές από το Γραφείο του Αντιδημάρχου Οικονομικών, ... ..., με αποδέκτη τη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., για πληρωμή σε πιστωτές του Δήμου ..., άνευ εκδόσεως χρηματικών ενταλμάτων, συνολικού ποσού 1.807.825.786 δραχμών. Για κάθε μία εκ των διενεργούμενων με τον τρόπο αυτό πληρωμών η Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., με έγγραφό της προς το Γραφείο του εκάστοτε Αντιδημάρχου Οικονομικών, εξέφραζε τις αντιρρήσεις της, αναφέροντας τα εξής: «1. Στο άρθρο 60 του Β.Δ. 17-5/15.6.1959 (ΦΕΚ 114/Α 15.6.1959) ορίζεται ότι όλες οι πληρωμές από το Δημοτικό Ταμείο γίνονται με χρηματικά εντάλματα. 2. Στα άρθρα 38 και 39 του ανωτέρω Β.Δ. ορίζονται ρητά οι περιπτώσεις στις οποίες γίνονται πληρωμές χωρίς την έκδοση χρηματικού εντάλματος στις οποίες όμως, δεν συμπεριλαμβάνεται η αναφερομένη στο θέμα περίπτωση. 3. Με το υπ’ αριθμ. 172/1997 Π.Δ. (ΦΕΚ 146/10.7.1997 τ. Α) καθιερώθηκε η άσκηση προληπτικού ελέγχου των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής, από 1.10.1997 (σχετική η .../97 Εγκ. της Δ.Ο.Υ. του Δήμου). 4. Ύστερα από τα ανωτέρω, θεωρούμε, ότι η ως άνω πληρωμή χωρίς χρηματικό ένταλμα είναι προδήλως παράνομη και δεν είναι δυνατόν να γίνει εκτελεστή».