Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

"'Οψεις της επίδρασης της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην οργάνωση και λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας" [Μιχάλης Ν.Πικραμένος, Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας, Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ]

 



Α. Ο εθνικός νομοθέτης και το Συμβούλιο της Επικρατείας υπό την ευεργετική επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ

α) Ο “δικονομισμός’ του εθνικού δικαστή

Μία αναδρομή στην σχέση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα οδηγούσε στην παρατήρηση ότι από το 1953, έτος εισόδου της ΕΣΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη, μέχρι, περίπου, την δεκαετία 1990 το ελληνικό δικαστήριο θεωρούσε πάντοτε ότι το κατοχυρούμενο από την ΕΣΔΑ δικαίωμα ήταν μικρότερου ή ίσου πλάτους με το αντιστοίχως κατοχυρούμενο από το ελληνικό Σύνταγμα δικαίωμα, με συνέπεια να εφαρμόζεται μόνον το Σύνταγμα, έστω και αν μνημονευόταν και η ΕΣΔΑ[1]. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε αντίθεση με την εξαιρετικά γόνιμη άσκηση της δικαιοπλαστικής εξουσίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας στο ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο από το 1929 έως το 1974 και την ιδιαίτερα δημιουργική ερμηνεία συνταγματικών διατάξεων υπό την ισχύ του Συντάγματος 1975, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο έδειχνε για πολλές δεκαετίες ότι έπασχε από δικονομισμό, δηλαδή η δικονομία από θεραπαινίδα του ουσιαστικού δικαίου μετετράπη σε πεδίο τεχνικών ασκήσεων που οδηγούσε στην απόρριψη των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Οι αιτίες του δικονομισμού είναι πολλές και αφορούν όλο το δικαστικό σύστημα . Ο δικονομισμός συνιστά ένα είδος άμυνας στην επιβάρυνση της δικαιοσύνης, δείχνει ότι μερίδα του δικαστικού σώματος έχει χαμηλή δικαστική ενσυναίσθηση υπό την έννοια ότι δεν αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές συνέπειες που συνεπάγεται η μη υπεισέλευση στην ουσία της διαφοράς, ενώ υπάρχει και μια ανομολόγητη αδυναμία δικαστών να αντιμετωπίσουν σοβαρά ζητήματα[2]. Η συμβολή του ΕΔΔΑ είναι καταλυτική στην αλλαγή του τρόπου ερμηνείας και εφαρμογής των δικονομικών κανόνων.  Η ιστορία των θεσμών καταδεικνύει ότι η αναθεώρηση της κρατούσας αντίληψης σπάνια συντελείται αποκλειστικά με εσωτερικές ρήξεις και χωρίς εξωγενείς εκλυτικούς παράγοντες. Τα εν πολλοίς συντηρητικά χαρακτηριστικά του δικαστικού συστήματος και ο αυτοεγκλωβισμός των δικαστηρίων στις υιοθετηθείσες λύσεις καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή μια αντιφορμαλιστική στροφή εκ των ένδον. Χαρακτηριστική περίπτωση δικονομισμού αποτέλεσε για χρόνια στη νομολογία η αντιμετώπιση του θεσμού της ομοδικίας. Νομολογιακώς είχαν καθορισθεί οι προϋποθέσεις της και γινόταν δεκτό ότι, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, το ένδικο βοήθημα εξετάζεται ως προς τον προτασσόμενο στο δικόγραφο διάδικο και απορρίπτεται οριστικώς ως προς τους λοιπούς, όπως, επίσης, γινόταν δεκτό ότι, αν ένας από τους ενωνόμενους στο δικόγραφο δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, δεν υπάρχει ομοδικία και το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο για τους λοιπούς, πλην του πρώτου. Ανέκυψε το ζήτημα, εν όψει αυτής της, ούτως ή άλλως αυστηρής, νομολογίας, της τύχης του ενδίκου βοηθήματος στην περίπτωση όπου ο στερούμενος εννόμου συμφέροντος ήταν ο προτασσόμενος στο δικόγραφο. Στο πλαίσιο αυτό εξεταζόταν πρώτα η ομοδικία, διαπιστωνόταν η έλλειψή της λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του πρώτου και απορριπτόταν το ένδικο βοήθημα για τους λοιπούς, πλην του πρώτου και, στη συνέχεια, και για τον πρώτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Με τον τρόπο αυτό, το Δικαστήριο κατασκεύασε έναν παράδοξο κανόνα σύμφωνα με τον οποίο η εξέταση της ομοδικίας προηγείται της εξέτασης του εννόμου συμφέροντος[3]. Με το άρθρο 22 παρ. 9 του ν. 3226/ 2004, ορίσθηκε ότι η αίτηση δεν απορρίπτεται οριστικά στην περίπτωση αυτή αλλά διατάσσεται χωρισμός δικογράφου και έτσι ο νομοθέτης έθεσε εκποδών αυτόν τον τυπολατρικό νομολογιακό κανόνα.

 

β) Ο θεσμός της δίκης και οι περιορισμοί πρόσβασης σε δικαστήριο

1.Η δίκη, υπό την ευρεία έννοια του όρου, είναι ο θεσμός με τον οποίο διασφαλίζεται η εφαρμογή των κανόνων δικαίου στην κοινωνική ζωή και αποτελείται από ένα σύνολο δικαιικά ρυθμισμένων ενεργειών δικαστικών οργάνων και διαδίκων που αποβλέπουν στην αυθεντική διάγνωση της αληθινής νομικής κατάστασης καθώς και στην αναγκαστική προσαρμογή της πραγματικής κατάστασης προς αυτή τη διάγνωση[4]. Όπως σημειώνει ο Κ. Κεραμεύς, η δίκη διαμορφώθηκε για να εξυπηρετήσει ορισμένους σκοπούς οι οποίοι κλιμακώνονται σε περισσότερα επίπεδα. Πρώτος σκοπός της δίκης είναι η προστασία των δικαιωμάτων κάθε υποκειμένου δικαίου που παρεμποδίζεται κατά την άσκηση του δικαιώματός του και μπορεί, εισάγοντας την κατάλληλη μορφή δίκης, να επιτύχει την αυθεντική αναγνώριση του δικαιώματος και περαιτέρω την ανα-γκαστική συμμόρφωση του υποχρέου προς το περιεχόμενο του δικαιώματος. Επόμενος σκοπός είναι η ασφάλεια δικαίου, η οποία λειτουργεί σε δύο επίπεδα: στο επίπεδο της συγκεκριμένης διαφοράς με την τελειωτική επίλυσή της και την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης στο βαθμό που διαταράχθηκε από τη γένεση της διαφοράς αυτής. Στο δεύτερο επίπεδο η ύπαρξη της δίκης ως θεσμού εμπεδώνει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου και ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας που βιώνει ο πολίτης στο πλαίσιο της έννομης τάξης. Σε ένα ακόμα επίπεδο η δίκη συμβάλλει στην καλλιέργεια του δικαίου μέσω της διαλεύκανσης αμφίβολων νομι-κών ζητημάτων. Με την αντιμετώπιση περιπτώσεων από τη νομολογία οι αφηρημένοι κανόνες αποκτούν συγκεκριμένο περιεχόμενο και «υφαίνουν πυκνό πλέγμα επιταγών που διέπουν την κοινωνική ζωή»[5], με τη δημοσίευση δε των δικαστικών αποφάσεων η νοητική εργασία που έχει παραχθεί στο πλαίσιο της δίκης καθίσταται προσιτή στο ευρύτερο κοινό και προσφέρει αφορμές για επιστημονική επεξεργασία και δημόσιο διάλογο. Ο Κ. Μπέης επισημαίνει ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί ένδικο βοήθημα ενδιαφέρεται για την προστασία των θιγόμενων δικαιωμάτων του, όμως η δικαστική απόφαση έχει ευρύτερους στόχους που συνίσταται κυρίως στη διαφύλαξη της έννομης τάξης που αποτελεί αγαθό το οποίο βρίσκεται έξω από την εξουσία προς διάθεση των διαδίκων[6].

2. Κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, ο πυρήνας του δικαιώματος πρόσβασης συνίσταται στην υποβολή μιας αξίωσης στο δικαστήριο το οποίο έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα να εξετάσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της και να καταλήξει σε δεσμευτική απόφαση τέμνουσα τη διαφορά[7]. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ως μία από τις εκφάνσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη[8], δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι γίνονται σιωπηρά δεκτοί, κυρίως ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου. Αυτό συμβαίνει διότι, λόγω της ίδιας του της φύσης, το δικαίωμα προαπαιτεί μία ρύθμιση από το κράτος, το οποίο διαθέτει στο ζήτημα αυτό ένα περιθώριο ελεύθερης εκτίμησης. Οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν επιτρέπεται να πλήττουν σε τέτοιο βαθμό την άσκηση του δικαιώματος, ώστε να θίγεται η ουσία του. Πρέπει επίσης οι περιορισμοί να εξυπηρετούν ένα δικαιολογημένο σκοπό και να υπάρχει εύλογη αναλογία ανάμεσα στα μέσα που χρησιμοποιούνται και τον επιδιωκόμενο σκοπό. Έτσι, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο παραβιάζεται όταν η ρύθμιση του δικαιώματος από το κράτος παύει να εξυπηρετεί τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεί ένα είδος φραγμού που εμποδίζει την εξέταση της ουσίας του ενδίκου μέσου. Στο παραπάνω συμπέρασμα έχει επανειλημμένα καταλήξει το Δικαστήριο σε ελληνικές υποθέσεις, κρίνοντας ότι ο περιορισμός που επιβλήθηκε στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο των ενδιαφερομένων δεν τελούσε σε αναλογία με τους προαναφερθέντες επιδιωκόμενους σκοπούς[9]. Η χώρα καταδικάστηκε σε περισσότερες υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και στην περίπτωση κατά την οποία το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο λόγω μίας τυπικής παράλειψης στην σύνταξη ή την κατάθεσή του.

Η καταδίκη ήλθε το 2000 με την υπόθεση Ανώνυμος Εταιρεία «Σωτήρης και Νίκος Κούτρας Α.Τ.Τ.Ε.Ε.», στην οποία η προσφεύγουσα εταιρεία είχε ασκήσει αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της απόρριψης από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας της αίτησής της να λάβει μία κρατική επιχορήγηση για την κατασκευή ενός ξενοδοχείου. Η αίτηση κατατέθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εταιρείας σε Αστυνομικό Τμήμα της Αθήνας και παρελήφθη από αστυνομικούς, οι οποίοι έθεσαν την σφραγίδα του τμήματος και σημείωσαν τον αριθμό πρωτοκόλλου και την ημερομηνία κατάθεσης πάνω στην πρώτη σελίδα του δικογράφου, αλλά παρέλειψαν να συμπληρώσουν τα στοιχεία αυτά στην πράξη κατάθεσης που συντάχθηκε στην τελευταία σελίδα της αίτησης και υπογράφηκε από τους ίδιους, τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εταιρείας και τον διοικητή του τμήματος. Διαπιστώνοντας την παράλειψη αυτή, το Συμβούλιο της Επικρατείας κήρυξε απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως με βάση το άρθρο 19 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989 όπου προβλέπεται ότι, σε περίπτωση κατάθεσης της αίτησης ακυρώσεως σε δημόσια αρχή πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναγράφεται ο αριθμός πρωτοκόλλου στην οικεία πράξη κατάθεσης.  Κατόπιν αυτού με την απόφαση 602/2002 της Ολομέλειας έγινε δεκτό ότι η διαγραφόμενη από τις  διατάξεις του π.δ. 18/1989 διαδικασία καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως και της αιτήσεως αναιρέσεως αποβλέπει στην εξασφάλιση της γνησιότητας του δικογράφου και στην αναμφισβήτητη απόδειξη της ημερομηνίας κατάθεσής του, η οποία συνάπτεται με την εμπρόθεσμη ή μη άσκηση των αιτήσεων αυτών. Προς τούτο προβλέπεται, όταν η κατάθεση δεν γίνεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η σύνταξη, πέραν της καταχωρίσεως του δικογράφου στο οικείο πρωτόκολλο εισερχομένων εγγράφων, σχετικής πράξεως καταθέσεως στην οποία μνημονεύεται ο αριθμός του πρωτοκόλλου και η χρονολογία. Η μνεία όμως του αριθμού του πρωτοκόλλου στη συντασσόμενη έκθεση καταθέσεως δεν αποτελεί, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ουσιώδη τύπο της πράξεως αυτής. ΄Ετσι, η σχετική παράλειψη μπορεί νομίμως να αναπληρωθεί, είτε από την αναγραφή του αριθμού αυτού παραπλεύρως της εκθέσεως καταθέσεως ή σε άλλο σημείο του δικογράφου, είτε από επίσημο αντίγραφο εκ του οικείου πρωτοκόλλου εισερχομένων εγγράφων της αρχής ή του δικαστηρίου όπου έγινε η κατάθεση.

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

ΔιοικΠρωτΑθ 9828/24 : ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΟ ΣΥΜΒΑΝ - ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΩΝ - ΜΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ - ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΟΡΓΑΝΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΥ



Πλημμυρικό φαινόμενο που προκάλεσε το θανάσιμο τραυματισμό 25 ατόμων, καθώς και υλικές ζημιές και καταστροφές, μεταξύ άλλων, στο ακίνητο ιδιοκτησίας των εναγουσών - Αγωγή κατά του Δημοσίου, του Δήμου και της Περιφέρειας για αποζημιωτική ευθύνη κατ' αρ.105-106 του ΕισΝΑΚ. Εν προκειμένω, με την υπ'αρ. 5276/2023 προδικαστική απόφασή του, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά του Δημοσίου, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ακολούθως έκρινε ότι στοιχειοθετείται ευθύνη της εναγομένης Περιφέρειας κατά το άρθρο 106 του ΕισΝΑΚ, ως προς τη μη εκτέλεση έργων αντιπλημμμυρικής προστασίας - Αντίθετα, ως προς την αποδιδόμενη από τις ενάγουσες στην Περιφέρεια παρανομία της μη συντήρησης αστυνόμευσης των ρεμάτων, το Δικαστήριο, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται σχετική ευθύνη της εναγομένης. Περαιτέρω, με την ίδια προδικαστική απόφαση κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγομένου Δήμου, κατ’ άρθρα 105-106 του ΕισΝΑΚ, λόγω της παράνομης χρήσης ως αμαξοστάσιο γηπέδου σε έκταση, από την οποία διέρχεται το ρέμα και διενέργειας επιχώσεων - Η κρίση της υπ'αρ. 5276/2023 προδικαστικής απόφασης περί στοιχειοθέτησης αποζημιωτικής ευθύνης του Δήμου, έχει χαρακτήρα οριστικής διάταξης, έστω και αν στο διατακτικό της απόφασης δεν περιελήφθηκε διάταξη σχετική με την κρίση αυτή. Κονδύλια αποζημίωσης - Ειδικότερα, όσον αφορά τον ισχυρισμό των εναγουσών περί καταστροφής ενός αυτοκινήτου του γιου της δεύτερης, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγουσες στερούνται σχετικής ενεργητικής νομιμοποίησης. Επίσης, κρίνει ότι πέραν της καταγραφείσας ολοσχερούς καταστροφής της οικοσκευής των εναγουσών, επήλθε και καταστροφή του συνόλου των προσωπικών αντικειμένων, ειδών ένδυσης και υπόδησης τους, την αξία των οποίων προσδιορίζει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας.Τέλος, οι ενάγουσες δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η οποία ανέρχεται, για έκαστη, στο ποσό των 10.000 ευρώ. Δεκτή η αγωγή  εν μέρει - Πρέπει οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως, στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των 16.500 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 18.500 ευρώ, νομιμοτόκως.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 25ο Τριμελές

Αριθμός απόφασης: 9828/2024

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Μαρτίου 2024, με δικαστές τους Χρήστο Μουσούρο, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Νικόλαο Χαμάκο, Αναστασία Πούλου (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Κανέλλα Χατζηβλάστου, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α ν α δικάσει την αγωγή, με ημερομηνία κατάθεσης 18.03.2019,

τ ω ν: 1) Κ…………… και 2) Α……………, αμφότερων κατοίκων …………… (οδός ………., αριθμ. ……..), οι οποίες λογίζεται πως παραστάθηκαν με την κατατεθείσα δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, ΕΣ,

κ α τ ά: 1) του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), με την επωνυμία «Περιφέρεια …………», που εκπροσωπείται νομίμως από τον Περιφερειάρχη του, ο οποίος λογίζεται πως παραστάθηκε με την κατατεθείσα δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της πληρεξουσίας του δικηγόρου, ΚΠ και 2) του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Δήμος ……………..», που εκπροσωπείται νομίμως από το Δήμαρχό του, ο οποίος λογίζεται πως παραστάθηκε με την κατατεθείσα δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της πληρεξουσίας του δικηγόρου, ΔΒ.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το νόμο

1. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή νομίμως εισάγεται προς περαιτέρω συζήτηση μετά την έκδοση της 5276/2023 προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (Τμήμα 25ο, Τριμελές), με την οποία είχε ανασταλεί η πρόοδος της δίκης έως τη δημοσίευση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του εισαχθέντος ενώπιόν του, δυνάμει της από 21.11.2022 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, προδικαστικού ερωτήματος που διατυπώθηκε με την 207/2022 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων.

2. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, κατόπιν νόμιμης μετατροπής του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγουσών (βλ. τα πρακτικά της 11ης.11.2022 δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου), ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, νομιμοτόκως, το ποσό των 40.650 ευρώ, κατά το λόγο της συγκυριότητας της καθεμιάς των εναγουσών επί ακινήτου επί της οδού ….. αριθμ. …., στο Δήμο …………., προς αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας, καθώς και το ποσό των 50.000 ευρώ σε εκάστη των εναγουσών ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Α.Κ., της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν κατά τη διάρκεια πλημμύρας που έλαβε χώρα στην ευρύτερη περιοχή της ……………., η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, αποδίδεται σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων των εναγομένων.

3. Επειδή, κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ/μα 456/1984, Α΄ 164) ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων τους ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ.. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ. τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου τους παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ., χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (βλ. ΣτΕ 300/2020, σκ. 5, 1699/2019, σκ. 4). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου ή του οργάνου του Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ. και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη αυτής εκ μέρους του οργάνου του Δημοσίου ή των υπηρεσιών Ο.Τ.Α. ή ν.π.δ.δ. είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΣτΕ 252/2020, σκ. 6, 842/2019, σκ. 3, 1957/2018, σκ. 2). Ειδικώς, σε περίπτωση συνδρομής αλληλοδιαδόχων ζημιογόνων συμπεριφορών (πράξεων, παραλείψεων ή υλικών ενεργειών), οι οποίες χαρακτηρίζονται από συνεκτική ενότητα, τα Δικαστήρια της ουσίας πρέπει να εξετάζουν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, προκειμένου να κρίνουν την ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των συμπεριφορών αυτών και της επελθούσας ζημίας, κάθε παράνομη και ζημιογόνο συμπεριφορά όχι μόνο αυτοτελώς αλλά και σωρευτικώς, δηλαδή οφείλουν να εκτιμήσουν κατά πόσο οι διαπιστωθείσες από αυτά παράνομες και ζημιογόνες συμπεριφορές, λαμβανόμενες υπόωη ως ενιαίο σύνολο, ήταν ικανές και πρόσφορες να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα (βλ. ΣτΕ 2888/2020, 4410/2015 σκ. 5). Εξ ετέρου, με τη διάταξη του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ/μα 456/1984, Α΄ 164) παρέχεται στο Δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια να επιδικάσει στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση, εφόσον κρίνει ότι αυτός υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει το ύψος αυτής, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τους ειδικότερους ισχυρισμούς των διαδίκων που προβάλλονται ενώπιον του. Τέτοια πραγματικά περιστατικά είναι ιδίως η βαρύτητα του πταίσματος του ζημιώσαντος, οι συνθήκες της προσβολής, το είδος, η ένταση και οι συνέπειές της, η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση του ζημιωθέντος ή οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο στοιχείο που προβάλλει ο ενάγων ή προκύπτει από τις αποδείξεις και ασκεί επιρροή -αυξητικά ή μειωτικά στο ύψος του ποσού στη συγκεκριμένη περίπτωση και, επομένως, αποτελεί νόμιμο προσδιοριστικό παράγοντα του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία διαλαμβάνεται καθ’ ερμηνείαν της διάταξης του άρθρου 932 του Α.Κ. με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (βλ. ΣτΕ 1950/2020, σκ. 4, 155/2020, σκ. 4, 261/2018, σκ. 4).

4. Επειδή, εξ άλλου, στο άρθρο 298 του Α.Κ. ορίζεται ότι : «Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος». Περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος (βλ. ΣτΕ 1369/2018 σκ. 3, 2018/2017 σκ. 2, 624/2016 σκ. 4). Ειδικότερα, σύμφωνα με το 298 του Α.Κ. η θετική ζημία ισούται με τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος. Επί δε καταστροφής πράγματος, που δεν είναι καινούργιο, εφόσον η αποζημίωση παρέχεται σε χρήμα, η ζημία και το εις αυτήν αντιστοιχούν διαφέρον πρέπει να υπολογίζεται με βάση την εμπορική αξία του πράγματος σε τέτοια κατάσταση και όχι ανάλογα με την απαιτούμενη δαπάνη για την απόκτηση καινούργιου πράγματος. Τούτο δε διότι, στην τελευταία περίπτωση, ο ζημιωθείς θα απεκόμιζε και ωφέλεια, πράγμα που θα ήταν αντίθετο στην έννοια του διαφέροντος και τη διέπουσα αυτό γενική αρχή της αποκαταστάσεως του ζημιωθέντος στην προ του ζημιογόνου γεγονότος κατάσταση (βλ. ΔΕφΛαρ 273/2021 σκ. 3, ΔΕφΑθ 3394/2015 σκ. 2, ΑΠ 272/2020). Εξάλλου, δεν καταβάλλεται αποζημίωση εκ μόνου του λόγου ότι υφίσταται παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, χωρίς την απόδειξη συγκεκριμένης κατά νόμον ζημίας (βλ. ΣτΕ 2668/2019, 369, 6/2015, 898/2014, 2849/2011). Συναφώς, στο άρθρο 144 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «Αντικείμενο απόδειξης είναι αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης» και στο άρθρο 145 παρ. 1 ότι: «Κάθε διάδικος υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, εκτός αν ο νόμος που διέπει την σχέση ορίζει διαφορετικά. Οι άλλοι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ανταποδείξουν». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο διάδικος πρέπει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, τη συνδρομή των οποίων επικαλείται για να στηρίξει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του, διαφορετικά αυτοί απορρίπτονται ως αναπόδεικτοι (βλ. ΣτΕ 3244/2013 σκ. 2, 2776/2010 σκ. 7). Συνεπώς, ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει ότι συνέβη πράγματι το ζημιογόνο γεγονός, ότι υπέστη τη ζημία που επικαλείται, το ακριβές μέγεθός της, καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσης ζημίας (πρβλ. ΣτΕ 799/2021 Ολ. σκ. 6, 540/2021 7μ. σκ. 4, 980/2019 σκ. 12, 1320/2017 σκ. 2).

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

«A Reasoned Approach to Prohibiting the Bis in Idem - Between the Double and the Triple Identities» [by Pierpaolo Rossi-Maccanico LL.M.]

 




Abstract

The ne bis in idem protection in Art. 50 CFR restricts the ability of EU and national enforcement authorities to prosecute or punish the same defendant for the same criminal offence more than once. Under the Member States’ legal traditions, the notion of “same offence“ or idem requires a triple identity: of the offenders, the material facts, and the protected legal interests. A broader notion of idem that only requires a double identity is laid down in Art. 54 CISA, which entails the prohibition of double prosecution of the same offender for the same “material acts”. The CJEU’s case law is inconsistent: sometimes the Court requires double identity, thus giving effect to Art 54 CISA (as far as intra-state judicial cooperation is concerned), while requiring triple identity in other cases, in particular in the area of competition law. With the Menci judgment the CJEU aligned the interpretation of the notion “same offence” in Art. 50 CFR to “same acts” in Art. 54 CISA, and hence based it on the double identity test. The two pending cases C-117/20 bpost and C-151/20 Nordzucker e.a., both relating to the area of parallel competition proceedings, cast a new light on the interpretation of the idem concept. With two opinions rendered on 2 September 2021, AG Bobek proposed a unified triple identity test. He argued that the CJEU should reverse its jurisprudence based on double identity because it gives rise to legal uncertainty. The present article argues that the AG failed to suggest a viable solution to interpret the idem notion in accordance with ECtHR case law. It is suggested not to get rid of the broader standard of protection against double jeopardy in the EU when justified but to supplement the requirement of “same acts” with the familiar conditions for extracontractual liability, including the conduct, its effects, and casual link.

 

Table of contents

I. Background

II. The Equivocal Case Law of the ECtHR and the CJEU on the Idem Concept

III. A New Opportunity to Clarify the Idem Concept

IV. A Reasoned Approach to Idem

 

I. Background

In the EU, the application of the ne bis in idem principle protecting defendants from double criminal proceedings has never been more confusing. National judicial and administrative authorities competent to enforce criminal, competition, tax, or other offences are increasingly confronted with legal uncertainties as to whether it is legitimate for them to pursue penalty proceedings in parallel with each other, both domesticly and across borders, for the same acts or for acts that are partially congruent. As an established general principle of law, ne bis in idem restricts their ability to prosecute or punish the same offence more than once if it can be qualified as “criminal“.1 The aim of the principle is essentially procedural as it is to prohibit the repetition of criminal proceedings after a first acquittal or conviction. However, it also has repercussions on substantive criminal law as it may preclude duplicate punishments for the same acts, even if they qualify as multiple offences, when pursued in succession.

As far as the EU is concerned, the ne bis in idem principle is enshrined in Art. 50 of the Charter of Fundamental Rights (CFR),2 proclaimed on 7 December 2000 in Nizza, and now attached to the Treaty of Lisbon. The ne bis in idem guarantee under the CFR has the purpose of bringing clarity to the right established in different forms in the various EU Member States as it is intended to cover cross-border situations.

Prior to the CFR, the ne bis in idem principle was included in Art. 4 of Protocol No 7 to the European Convention on Human Rights (ECHR), signed on 22 November 1984 by the Contracting States.3 Art. 4 of Protocol No 7 to the ECHR only applies internally within the individual Contracting States but is nevertheless relevant for interpreting the ne bis in idem principle at the EU level, considering that Art. 52(3) CFR states:

[i]n so far as this Charter contains rights which correspond to rights guaranteed by the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, the meaning and scope of those rights shall be the same as those laid down by the said Convention.

The European Courts (i.e., the Court of Justice of the EU(CJEU) and the European Court of Human Rights (ECtHR)) have traditionally given similar interpretations of the principle, since they both agreed that it prohibits the undue cumulation of proceedings of the same kind, namely criminal, for the same offence.

Hence, the CJEU followed the ECtHR case law whenever the criminal nature of an offence had to be determined. As the ECtHR held in Engel,4 this determination needs to consider not only the classification of the legal provision in domestic law (nomen juris) but also the punitive and deterrent nature and the degree of severity of the penalties that may be imposed under the law for the offence.

The judicial assimilation of administrative penalties into criminal ones irrespective of the legal classification has caused an array of concurring administrative and criminal penalties and of successive administrative and criminal proceedings against the same defendant for substantially the same misconduct; normatively, the offences could be qualified to constitute different offences, but materially they were the same. Hence, the question was whether such cases concerned an idem.

Moreover, in accordance with Art. 50 CFR, the ne bis in idem protection also applies between the jurisdictions of several Member States.5 This corresponds to the EU law acquis as it resulted from Art. 54 of the Convention Implementing the Schengen Agreement (CISA),6 Art. 7 of the Convention on the protection of the financial interests of the Communities,7 and Art. 10 of the Convention on the fight against corruption.8

As regards the application of the principle within the same Member State (purely domestic situations), the guaranteed right in Art. 50 CFR has the same meaning and the same scope as the corresponding right in the ECHR as referred to by Art. 4 of Protocol No 7.

Whereas the principle is worded as an absolute right under the ECHR, Art. 50 CFR entails that it can be subject to exceptions covered by the horizontal clause in Art 52(1) CFR laying down the conditions for limitations on the exercise of the rights and freedoms recognised by the Charter. In other words, ne bis in idem, as guaranteed in Art. 50 CFR, entails that a person cannot be judged again for acts for which he or she was already finally acquitted or convicted, except if such acts do not constitute the same offence (idem) or if authorised by a law that maintains certain conditions.9

In the two judgments of 20 March 2018 in Menci10 and Garlsson,11 the CJEU specified the conditions the concerned national legislations must meet to cumulate administrative and criminal penalties in successive proceedings, and thus to limit the right not to be punished twice under Art. 50 CFR in accordance with Art. 52(1) CFR.

The Menci case concerned duplicate criminal proceedings preceded by administrative penalty proceedings (with a criminal nature) for the same non-payment of VAT; the CJEU notoriously held that, under the escape clause of Art. 52(1) CFR, a limitation of the ne bis in idem principle due to the second prosecution was justified

for the purpose of achieving … complementary aims relating, as the case may be, to different aspects of the same unlawful conduct at issue.12

The CJEU further concluded that the cumulative punishments met an objective of general interest, and that the national laws at issue providing for two distinct prosecutions contained rules ensuring that the duplicate administrative/criminal proceedings would only lead to cumulative punishments where strictly necessary and proportionate.13 This followed an attentive review of the relevant national provisions, and, subject to the confirmation by the referring court, the CJEU concluded that the double penalty proceedings system applicable in Italy in that case could be considered proportionate and did not go beyond what was strictly necessary to sanction the same VAT non-payment.

However, the Garlsson case, which concerned a similar constellation of a cumulation of an administrative fine for market abuse following a criminal detention penalty for the same acts, gave rise to unjustified ne bis in idem because the CJEU noted that the previous conviction was taken into account only if it consisted in a prior criminal fine. The CJEU found that, under the legislation at issue, the mitigation of penalties under the national legislation at stake appeared

solely to apply to the duplication of pecuniary penalties and not to the duplication of an administrative fine of a criminal nature and a term of imprisonment.

For this reason the Court concluded that the double proceedings were contrary to the principle of proportionality. The CJEU found that this legislation

does not guarantee that the severity of all of the penalties imposed are limited to what is strictly necessary in relation to the seriousness of the offence concerned.14

Hence, the CJEU concluded in Garlsson that the legislation at issue did not fulfil the obligation for competent authorities, in the event that a second penalty was imposed, to ensure that

the severity of the sum of all of the penalties imposed does not exceed the seriousness of the offence identified.15

Such discordant judgments give rise to uncertainty about when the limitations of the ne bis in idem protection in case of successive punitive proceedings brought separately are acceptable. The reason is that the CJEU acknowledges that cumulative penalties can in principle be applied for concurring offences in different proceedings. However, a violation of the double jeopardy prohibition can only be justified if the second proceedings serve complementary purposes and the concerned person’s burden for defence is limited to the necessary minimum. This, in turn, is only possible if the two distinct proceedings show a sufficiently close connection, both in substance and in time – an antinomy that is difficult to attain in practice.

The uncertainty concerns the existence of concurring penalties and, therefore, the idem concept. More precisely, the question is notably whether the notion of ”same offence” should correspond to “same criminally punishable conduct”, which requires a triple identity: of the offender, the material facts (idem factum), and the protected legal interests (idem crimen), and not a double identity of the offender and the material acts. In that respect, both the ECtHR and the CJEU have developed diverging case laws on the notion of idem, which I will address in the following section.

II. The Equivocal Case Law of the ECtHR and the CJEU on the Idem Concept

As regards the interpretation of the idem concept, the ECtHR developed a vast jurisprudence on the duplication of administrative penalties of a criminal nature and proper criminal penalties. Considering the scope of the ne bis in idem guarantee in Protocol No 7 to the ECHR, these cases concerned the same national legal order. The traditional interpretation of idem was based on the triple identity test including the requirement of idem crimen. This entailed that the same conduct could legitimately produce a combination of separate administrative/criminal proceedings that, due to their distinct legal qualifications, are separate offences.16

A turning point was the ECtHR’s Grand Chamber judgment in Zolotukhin.17 The judges in Strasbourg had to deal with a duplication of penalty proceedings, including a first set of disciplinary proceedings, which were qualified as criminal under the Engel criteria, followed by a second set of proper criminal proceedings – all based on the same acts of indiscipline.18 The ECtHR made the examination of the identity of the offences subject to a test of their essential elements rather than their legal qualifications. It concluded that the idem crimen approach should be abandoned to allow a broader application of the ne bis in idem protection and held that:19

[the previous] approach which emphasises the legal characterisation of the two offences [was] too restrictive on the rights of the individual. [Therefore,] Article 4 of Protocol No 7 must be understood as prohibiting the prosecution or trial of a second ‘offence’ in so far as it arises from identical facts or facts which are substantially the same.

The ECtHR concluded20 that from that moment onward the examination of the idem notion should thus

focus on those facts which constitute a set of concrete factual circumstances involving the same defendant and inextricably linked together in time and space, the existence of which must be demonstrated in order to secure a conviction or institute criminal proceedings.

In the subsequent landmark judgment, A and B vs Norway, the ECtHR partially reconsidered the broad interpretation of the ne bis in idem protection in Zolotukhin, since the principle does not permit derogations under the ECHR.21 It allowed a duplication of proceedings whenever these were “combined in an integrated manner so as to form a coherent whole”. The combination of administrative and criminal penalties in separate proceedings was held permissible under four conditions, including: (i) the complementary purposes pursued by both proceedings addressing different aspects of social misconduct; (ii) whether the duality of proceedings concerned is a foreseeable consequence, both in law and in practice, of the same impugned conduct; (iii) whether there is a coordination between the relevant sets of proceedings that have to be conducted in such a manner so as to avoid duplication in both the collection and assessment of the evidence; and (iv), the proportionality of the overall amount of the penalties imposed.22

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

ΠΠρΑθ 2929/2024 : "Λόγοι προσβολής πρακτικού διαμεσολάβησης - Ακυρότητα πρακτικού διαμεσολάβησης λόγω εικονικότητας, ανηθικότητας, αισχροκέρδειας και αντίθεσης στα χρηστά ήθη – Τυπικά στοιχεία πρακτικού διαμεσολάβησης – Ιδιόχειρη υπογραφή"

 


Pόλος διαμεσολαβητή και νομικών παραστατών στον έλεγχο της αληθούς συναίνεσης και του βαθμού κατανόησης των όρων της συμφωνίας από τα μέρη, προϋποθέσεις για την αναγνώριση άκυρης σύμβασης ως αισχροκερδούς.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΝΟΧΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Αποφάσεως 2929/2024

(Αρεκθκαταθ. αγωγής: ./28-07-2023)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Σερετίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Παρασκευά Λασκαρίδη, Πρωτόδικη, Ευθαλία Τσιρόγλου, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Βασιλική Βασιλοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Απριλίου 2024, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ... κατοίκου . Ζακύνθου, με ΑΦΜ ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις πριν τη συζήτηση, υπογεγραμμένες από τη νομίμως εξουσιοδοτημένη πληρεξούσια δικηγόρο του ΓΚ (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ......), δυνάμει του από 15-12-2023 πληρεξουσίου εκπροσώπησης, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του (αρ. 96 ΚΠολΔ), η οποία δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ..., κατοίκου Αθηνών, επί της οδού ...και προσωρινά διαμένουσας στις Η.Π.Α. Καλιφόρνιας (...), με ΑΦΜ ., η οποία κατέθεσε προτάσεις πριν τη συζήτηση, υπογεγραμμένες από τη νομίμως εξουσιοδοτημένη πληρεξούσια δικηγόρο της ΣΠ (Α.Μ. Δ.Σ.Α. .....), δυνάμει του από 11-12-2013 πληρεξουσίου εκπροσώπησης, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής της (αρ. 96 ΚΠολΔ), το οποίο προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, η οποία δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

......................

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

4 I. Το πρακτικό διαμεσολάβησης του άρθρου 8 του Ν. 4640/2019 επιδρά και διαμορφώνει έννομες σχέσεις του ουσιαστικού δικαίου, μπορεί επομένως να συνιστά και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, εκτός από εκτελεστό τίτλο. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ενοχική, υποσχετική και αμφοτεροβαρή σύμβαση, η οποία ενσωματώνει συμφωνία των μερών που έχει το χαρακτήρα εξώδικου συμβιβασμού και ρυθμίζει οριστικά και δεσμευτικά την έννομη σχέση. Μέσω της εν λόγω συμφωνίας, τα μέρη διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις τη φιλονικία ή την αβεβαιότητα, αναφορικά με τη διαφορά τους, ενώ μπορούν να περιλάβουν στη συμφωνία τους και διάφορους όρους όπως την παροχή ορισμένης ασφάλειας για την εκπλήρωση απαίτησης, ποινική ρήτρα κ.α.. Επιπλέον, αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης, το πρακτικό συνιστά και εκτελεστό τίτλο, κατά το άρθρο 904 παρ. 2 περιπτ. ζ’ ΚΠολΔ. Το αναγκαίο περιεχόμενο του πρακτικού εκούσιας διαμεσολάβησης, το οποίο συντάσσεται από το διαμεσολαβητή, στην πράξη με τη συνδρομή των νομικών παραστατών των μερών αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 8. Σε αυτό εντάσσονται τα εξής στοιχεία: α) το ονοματεπώνυμο και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του διαμεσολαβητή, β) η ημερομηνία και ο τόπος που έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση, γ) τα πλήρη στοιχεία των μερών που προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση και τα ονόματα των νομικών παραστατών τους, δ) η συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση ή ο ειδικότερος τρόπος με τον οποίο τα μέρη προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 4640/2019, ε) τα πλήρη στοιχεία τυχόν άλλων προσώπων που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπως π.χ. διερμηνείς, σύμβουλοι κ.λπ., και στ) η συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή η διαπίστωση περί μη επίτευξης συμφωνίας. Το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας μέσω διαμεσολάβησης, κατά το άρθρο 8 παρ. 1 στ’ συνιστά πράξη που περιέχει συμφωνία ή/και δικαιοπραξίες σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4. Η συμβατότητα της εν λόγω συμφωνίας με το νόμο, τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη πρέπει να ελέγχεται από το διαμεσολαβητή (και πάλι με τη συνδρομή των νομικών παραστατών των μερών) πριν την υπογραφή του πρακτικού. Ο όρος «δημόσια τάξη» καταλαμβάνει όλους τους κανόνες, η εφαρμογή των οποίων δεν μπορεί να αποκλειστεί από την ιδιωτική βούληση. Η περίπτωση αυτή εξειδικεύει το γενικό κανόνα της απαγορευμένης δικαιοπραξίας, κατά τον οποίο η αντίθεση μίας συμφωνίας με κάποιον απαγορευτικό κανόνα δικαίου επιφέρει την ακυρότητά της (αρ. 174 ΑΚ). Η συμφωνία, λοιπόν, η οποία περιέχεται στο πρακτικό δεν πρέπει να είναι άκυρη ως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, ούτε να καταστρατηγούνται μέσω αυτής απαγορευτικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Ως απαγορευτική, νοείται κάθε διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία αποδοκιμάζει το περιεχόμενο μίας δικαιοπραξίας, τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκονται με αυτή ή τις συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρείται. Η διαφαινόμενη αντίθεση της συμφωνίας διαμεσολάβησης επιβάλλει, μάλιστα, την περάτωση αυτής με απόφαση του διαμεσολαβητή. Στην Πέμπτη παράγραφο του άρθρου 15 του Ν. 4640/2019, άλλωστε, προβλέπεται ότι ο διαμεσολαβητής λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέσο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα μέρη κατανοούν τους όρους της συμφωνίας, στην οποία καταλήγουν. Επομένως, τα μέρη, τα οποία υπογράφουν το πρακτικό διαμεσολάβησης δεν πρέπει απλώς να γνωρίζουν και να συμφωνούν με το περιεχόμενό του, αλλά και να το κατανοούν πλήρως (και) ως προς τις έννομες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλουν καθοριστικά οι υποχρεωτικά παριστάμενοι νομικοί παραστάτες των μερών, οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στον έλεγχο τόσο της αληθούς συναίνεσης όσο και του βαθμού κατανόησης των όρων της συμφωνίας από τα υπογράφοντα αυτή μέρη. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 15 παρ. 6 του Ν. 4640/2019, ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώνει τα μέρη για τη δυνατότητά τους να καταστήσουν εκτελεστή τη συμφωνία τους, όπου αυτό είναι εφικτό. Με την πρόβλεψη αυτή, ο διαμεσολαβητής καλείται να γνωστοποιήσει και να εκθέσει στα μέρη τη διαδικασία της δεύτερης και τρίτης παραγράφου του άρθρου 8, ώστε αυτά να γνωρίζουν τόσο ότι μπορούν να καταστήσουν τη συμφωνία τους εκτελεστή στο βαθμό βεβαίως, που αυτή περιέχει εκτελεστέες διατάξεις όσο και την οδό και τις διαδικαστικές ενέργειες που πρέπει να ακολουθήσουν για να το επιτύχουν. Για τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συμφερόντων των μερών, ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να ενημερώσει σχετικά τα μέρη και τους νομικούς τους παραστάτες ήδη από την εναρκτήρια συνεδρία της διαδικασίας διαμεσολάβησης και σε περίπτωση αίσιας έκβασης της διαδικασίας, ο διαμεσολαβητής οφείλει στο καταληκτικό στάδιο της σύνταξης του πρακτικού διαμεσολάβησης να επισημάνει εκ νέου στα μέρη τη δυνατότητά τους να καταστήσουν εκτελεστή τη συμφωνία τους με την κατά νόμο κατάθεση του πρακτικού στη γραμματεία του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παρ. 2 εδ. γ’. Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από το διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους νομικούς παραστάτες τους. Η υπογραφή των τελευταίων δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή των μερών, εφόσον τα μέρη παρίστανται μαζί με τους νομικούς τους παραστάτες (αρ. 5 παρ. 1 του Ν. 4640/2019) και όχι δια αυτών. Ο νόμος απαιτεί, λοιπόν, όχι απλώς έγγραφο τύπο του πρακτικού, αλλά αυτό να έχει υπογράφει από όλα τα πρόσωπα που αποτελούν βασικούς παράγοντες στη διαμεσολάβηση, όχι, πάντως και από τυχόν τρίτα πρόσωπα που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Τα πλήρη στοιχεία αυτών αποτελούν, άλλωστε, μέρος του αναγκαίου περιεχομένου του πρακτικού κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 8 στοιχείο γ’. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται (χωρίς να είναι υποχρεωτικό) μόνο από το διαμεσολαβητή (άρθρο 8 παρ. 2 εδ. α’ και β’), όπως μπορεί να συμβεί και όταν κάποιο μέρος αποχωρήσει από τη διαδικασία. Το πρακτικό συνιστά ιδιωτικό έγγραφο, που ενσωματώνει τη βούληση των μερών και παράγει δεσμευτικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι φέρει ιδιόχειρες υπογραφές και είναι γνήσιο (αρ. 443, 445 και 457 ΚΠολΔ). Επιπρόσθετα, το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας συνιστά εκ του νόμου αναγνωρισμένο τρόπο κατάργησης δίκης αναφορικά με το αντικείμενο αυτής, το οποίο καλύπτεται από την επιτευχθείσα συμφωνία. Συνιστά, λοιπόν, το πρακτικό διαμεσολάβησης μία sui generis μέθοδο εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, με ισχύ, πάντως, δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 293 ΚΠολΔ) σε ό,τι αφορά την κατάργηση εκκρεμούς δίκης. Περαιτέρω, το πρακτικό διαμεσολάβησης μπορεί να προσβληθεί είτε από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαμεσολάβηση μόνο για ελαττώματα της βούλησης, όπως πλάνη στη δήλωση και στη βούληση (εφόσον η πλάνη αυτή αφορά σε περιστατικά, τα οποία τα μέρη θεώρησαν ως αληθή και επί των οποίων βασίστηκαν για να προβούν στη συμφωνία που κατήρτισαν), απάτη, απειλή είτε από τυχόν τρίτο πρόσωπο, στο οποίο προκαλείται βλάβη ή τίθενται σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του με την ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ. Ζήτημα ακυρότητας του πρακτικού λόγω έλλειψης στοιχείων εγείρεται μόνο σε περίπτωση που ελλείπουν από το περιεχόμενό του τα αναγκαία σύμφωνα με το νόμο στοιχεία. Περαιτέρω, το πρακτικό διαμεσολάβησης δεν παράγει κανένα δικονομικό ή ουσιαστικό έννομο αποτέλεσμα αν είναι άκυρο, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου π.χ. διότι υπάρχει έλλειψη εξουσίας διάθεσης της διαφοράς. Η συνέπεια της εν λόγω ακυρότητας γίνεται δεκτή στη θεωρία και στη νομολογία σε σχέση με το πρακτικό συμβιβασμού. Περίπτωση ακυρότητας είναι δυνατόν να συντρέχει, μεταξύ άλλων, και όταν η εμπεριεχόμενη σε αυτό δικαιοπραξία δεν είναι σύμφωνη με την ισχύουσα νομοθεσία, σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενό του (αρ. 175 ΑΚ), λόγω εικονικότητας (αρ. 138-139 ΑΚ), λόγω ανηθικότητας, λόγω αισχροκέρδειας και λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη (αρ. 178-179 ΑΚ). Πρακτικό συμβιβασμού, δε, το οποίο έχει λάβει χώρα κατά παράβαση διάταξης δημόσιας τάξης (αρ. 3 και 174 ΑΚ) μπορεί να προσβληθεί όχι μέσω άσκησης ενδίκου μέσου, καθώς δεν πρόκειται για δικαστική απόφαση, αλλά από τρίτο που έχει έννομο συμφέρον προς τούτο μέσω άσκησης ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ. Η ακυρότητα και ακυρωσία του πρακτικού απαγγέλλονται μετά την προβολή σχετικής ένστασης ή με την άσκηση αγωγής. Επιπλέον, η εγκυρότητα του πρακτικού διαμεσολάβησης μπορεί να προβληθεί μέσω ανακοπής και κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν αυτή επισπεύδεται με πρακτικό διαμεσολάβησης, ως εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 4640/2019, σε συνδυασμό με το άρθρο 904 παρ. 2 περ. ζ’ ΚΠολΔ (Α. Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2021, sakkoylas - Οnline.gr).

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΣτΕ (Α') 704/24 : ΔΙΚΗ ''ΠΙΛΟΤΟΣ'' - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΜΕΙΩΣΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ COVID-19 - ΑΓΩΓΗ ΕΚΜΙΣΘΩΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΤ' ΑΡ. 105 ΕισΝΑΚ - ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΡΙΣΙΜΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ - ΜΗ ΝΟΜΙΜΟ ΑΓΩΓΗΣ.ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ



Στην επίδικη περίπτωση, οι ενάγουσες εταιρείες ζητούν να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Δημόσιο οφείλει να τους καταβάλει, νομιμοτόκως, αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα που απώλεσαν, ως ιδιοκτήτριες ακινήτων τα οποία είχαν εκμισθώσει με συμφωνίες επαγγελματικής μίσθωσης, για τους μήνες από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Μάρτιο του 2021, εξαιτίας της υποχρεωτικής μείωσης του μισθώματος για τις πληττόμενες από την πανδημία του κορωνοϊού covid-19 μισθώτριες επιχειρήσεις, κατ’ εφαρμογή των Ν. 4683/2020, 4690/2020, 4722/2020, 4753/2020, 4772/2021 και 4778/2021, οι οποίες είναι, κατά τους ισχυρισμούς τους, ανίσχυρες, ως αντικείμενες στο Σύνταγμα και στο ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Κρίνεται ότι οι ως άνω νομοθετικές ρυθμίσεις αποτελούν μεν παρέμβαση σε καταρτισθείσες μεταξύ ιδιωτών συμβάσεις επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτων, εισάγοντας βλαπτική μεταβολή για τον εκμισθωτή, με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών του κορωνοϊού, όμως μόνη η θέσπιση των διατάξεων αυτών δεν αρκεί αυτή καθεαυτήν να επιφέρει τη ζημία που επικαλούνται οι ενάγουσες - εκμισθώτριες, διότι οι επιζήμιες συνέπειες για τους εκμισθωτές επαγγελματικών ακινήτων δεν επέρχονται απευθείας και αμέσως από την πρόβλεψη του επίμαχου μέτρου της απαλλαγής, αλλά από τη διαφοροποιημένη, σε σχέση με τα συμβατικώς προβλεπόμενα, εκτέλεση των οικείων συμβάσεων από τους μισθωτές, συνεπεία του ότι οι τελευταίοι διαμόρφωσαν τη συμβατική συμπεριφορά τους με βάση τις προβλέψεις των ανωτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων και έτσι δεν κατέβαλαν μέρος ή το σύνολο των οφειλόμενων μισθωμάτων. Κατ’ ακολουθίαν, η αξίωσή τους κατά του Δημοσίου για την αποκατάσταση της ζημίας από νομοθέτηση κατά παράβαση διατάξεων υπέρτερης τυπικής ισχύος δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Ως εκ τούτου, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. [Αντίθετη μειοψηφία]


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

ΑΠΟΦΑΣΗ 704/2024

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Δεκεμβρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Ταξιαρχία Κόμβου, Χρήστος Λιάκουρας, Νικόλαος Σκαρβέλης, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Σύμβουλοι, Παναγιώτα Γρουμπού, Χαράλαμπος Κομνηνός, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 15 Απριλίου 2021 αγωγή:

Των: 1. …., οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο ΑΠ, που τον διόρισαν με πληρεξούσια,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τη Φ Δ, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στο Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 18 Μαΐου 2021 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και της από 23 Ιουνίου 2021 πράξεως της Προέδρου του Α΄ Τμήματος.

Με την αγωγή αυτή οι ενάγουσες εταιρείες ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο α. να καταβάλει νομιμοτόκως, ως αποζημίωση, σε καθεμία από αυτές, τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ και β. να τους καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστησαν.

Στη δίκη παρεμβαίνουν υπέρ των εναγουσών εταιρειών οι: ……

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Χρήστου Λιάκουρα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εναγουσών εταιρειών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της αγωγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και την αντιπρόσωπο του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή λόγω σπουδαιότητας εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) και ακολούθως, ως προς το δεύτερο εδάφιό της με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4416/2016 (Α΄ 240), στην οποία ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. … Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. … Μετά την επίλυση του ζητήματος το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής».

2. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της «δίκης - πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσης τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους (καθώς και στα διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 1 του ν. 3900/2010) να απευθύνονται απευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική εισηγητική έκθεση του νόμου). Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για τον λόγο ότι με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπόμενη τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλόμενων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π. δ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8) και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (βλ. Σ.τ.Ε. 601/2012 Ολομ. 690, 2741/2013 7μ.).

3. Επειδή, εν προκειμένω, η κρινόμενη αγωγή εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ύστερα από την ..../2021 πράξη της Επιτροπής του πιο πάνω άρθρου, η οποία δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «.....», φύλλο της 20.5.2021, και «....», φύλλο της 19.5.2021. Με την εν λόγω πράξη της Επιτροπής αυτής, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλόμενων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει (Σ.τ.Ε. 601,1972/2012 Ολομ., 1118/2014 Ολομ. κ.ά.), έγινε δεκτή η από 23.4.2021 αίτηση των εναγουσών εταιρειών να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η εκκρεμής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως αρμόδιου για την εκδίκασή της κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 περίπτ. η’ του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) και το άρθρο 6 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αγωγή τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου με αριθ. κατάθ.: ΑΓ/..../15.4.2021 λόγω των ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, που τίθενται με το ανωτέρω ένδικο βοήθημα. Με την αγωγή αυτή οι ενάγουσες εταιρείες ζητούν να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Δημόσιο οφείλει να καταβάλει σε καθεμία από αυτές, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ, τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά τα οποία αντιστοιχούν στα μισθώματα που απώλεσαν, ως ιδιοκτήτριες ακινήτων τα οποία είχαν εκμισθώσει με συμφωνίες επαγγελματικής μίσθωσης, για τους μήνες από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Μάρτιο του 2021, εξαιτίας της υποχρεωτικής μείωσης του μισθώματος για τις πληττόμενες από την πανδημία του κορωνοϊού covid-19 μισθώτριες επιχειρήσεις, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων των νόμων 4683/2020, 4690/2020, 4722/2020, 4753/2020, 4772/2021 και 4778/2021, οι οποίες είναι, κατά τους ισχυρισμούς τους, ανίσχυρες, ως αντικείμενες στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 5 παρ. 1, 17 και 25 του Συντάγματος και του 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), άλλως και όλως επικουρικώς, τα ποσά που δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 4772/2021, ως μέτρο στήριξης των εκμισθωτών (νομικών προσώπων), και αντιστοιχούν στο 60% του συνολικού μηνιαίου μισθώματος για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2021, τα οποία, όπως υποστηρίζουν δεν εισέπραξαν, άλλως και επικουρικώς, τα ποσά που αντιστοιχούν στο 20% του μισθώματος για τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο του 2020 και Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2021, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, λόγω της δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης που επιφύλαξε ο νομοθέτης, κατά τους ισχυρισμούς τους, στους εκμισθωτές - νομικά πρόσωπα σε σχέση με τους εκμισθωτές - φυσικά πρόσωπα για τα οποία προέβλεψε περισσότερα μέτρα στήριξης, καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζονται ότι εκάστη εξ αυτών έχει υποστεί.