ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ - ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΜΥΝΑΣ ΔΙΑΔΙΚΟΥ. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΟΥ ΥΠΑΙΤΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ - ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ. Εν προκειμένω, έχει κριθεί ότι μη αποδεικνυομένης οποιασδήποτε ηθικής βλάβης στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα δικηγόρο, από την παράβαση των προσωπικών της δεδομένων, η οποία οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του εναγομένου, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Το παρόν Δικαστήριο, κρίνει ότι δεν παραβιάστηκαν με εσφαλμένη ερμηνεία και εντεύθεν μη εφαρμογή, οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2472/1997, όπως αβασίμως αιτιάται η αναιρεσείουσα με τον μοναδικό λόγο αναίρεσής της, διότι το Εφετείο διέλαβε αναιρετικώς ανελέγκτως, τις ουσιαστικές παραδοχές ότι η περαιτέρω επεξεργασία του υπόψη εγγράφου (προσκομιδή του ενώπιον δικαστηρίου) που περιείχε προσωπικά δεδομένα της αναιρεσείουσας (διεύθυνση, αριθμό τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αριθμό τραπεζικού καταθετικού λογαριασμού και ποσό αμοιβής της) δεν ήταν παράνομη, αλλά εξυπηρετούσε νόμιμο σκοπό, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του αναιρεσιβλήτου και ότι η προσκομιδή του εγγράφου έλαβε χώρα στα πλαίσια της άμυνάς του έναντι της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, τη λήψη των οποίων ζήτησε ο εντολέας της αναιρεσείουσας δικηγόρου. Δεδομένου δε, ότι η ύπαρξη ηθικής βλάβης, συνιστά αναγκαίο όρο του πραγματικού της διάταξης του άρθρου 23 ν. 2472/1997, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 932 του ΑΚ, και λαμβανομένου υπόψη του ότι η επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης στον παθόντα προϋποθέτει τη θεμελίωση της ηθικής βλάβης, υπό την έννοια της επίκλησης και απόδειξης όχι μόνον του παρανόμου και υπαιτίου της συμπεριφοράς του δράστη, αλλά και της επέλευσης αυτής καθεαυτής της ηθικής βλάβης, ορθά ερμηνεύοντας η προσβαλλομένη τις παραπάνω διατάξεις δεν προέβη στην εφαρμογή τους και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης κατά της υπ'αρ. 3805/22 απόφασης του ΜονΕφΑθ. [ Αρ.9Α Συντ., Οδ. 95/46/ΕΚ, Ν.2068/92, αρ.1,2, 7 παρ.2, 22, 23 Ν.2472/97, αρ. 20 παρ. 1, 2 Ν. 3471/06, αρ. 57, 59, 299, 914, 932 ΑΚ, αρ. 559 αριθ. 1, 579 ΚΠολΔ ]
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
Αριθμός 58/2025
(...)
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 22.12.2022 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η με αριθμό 3805/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά από αναίρεση με τη με αριθμό 186/2020 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, της με αριθμό 1249/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την έφεση που άσκησε η ηττηθείσα ενάγουσα της από 14.1.2013 αγωγής, και ήδη αναιρεσείουσα, κατά της με αριθμό 3211/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (στο οποίο είχε παραπεμφθεί ως καθύλην αρμοδίου) η υπόθεση δυνάμει της με αριθμό 498/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) που απέρριψε την αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά του ήδη αναιρεσιβλήτου με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης εξ αιτίας ηθικής βλάβης από παράνομη επεξεργασία των προσωπικών της δεδομένων. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ) και συνεπώς είναι παραδεκτή (αρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του παραδεκτώς προταθέντος, με τις κατατεθείσες 20 ημέρες προ της δικασίμου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προτάσεις του αναιρεσιβλήτου, ισχυρισμού του τελευταίου, περί απαραδέκτου της άσκησης της ένδικης αναίρεσης, για το λόγο ότι αυτή ασκήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 28 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), αφού κατατέθηκε από δικηγόρο, ο οποίος κατά το χρόνο εκείνο ήταν διορισμένος σε κατώτερο δικαστήριο, έχοντας συμπληρώσει τριετή μόνον υπηρεσία ως δικηγόρος, καθόσον σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 4205/2013, ο δικηγόρος που είναι διορισμένος σε κατώτερο δικαστήριο, όπως εν προκειμένω, δύναται να καταθέτει ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα που απευθύνονται ενώπιον ανώτερων δικαστηρίων, αφού επιτελεί στην ουσία εργασία αντίστοιχη εκείνης του αγγέλου, περιοριζόμενος στην corpore εγχείριση του δικογράφου, εν προκειμένω δε του ενδίκου αναιρετηρίου ( ΑΠ 1826/2023, ΑΠ 755/2022, πρβλ. ΑΠ 691/2018). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 Α' του Συντάγματος, "Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει". Σε συμμόρφωση προς την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28ης Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 2068/1992, και προς την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης/10/1995, "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" εκδόθηκε ο νόμος 2472/1997, ο οποίος τροποποιήθηκε με τον ν. 3471/2006 και ακολούθως με τον ν. 4624/2019, ο οποίος ισχύει από 29.8.2019 (ΦΕΚ 137/29.8.2019). Αντικείμενο του νόμου αυτού είναι (άρθρο 1 αυτού) η θέσπιση προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, και με τον παράτιτλο "Ορισμοί", δίδεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοούνται ως "δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων", η οποία για να εμπίπτει στην έννοια του προσωπικού δεδομένου, θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με το υποκείμενο και τις προσωπικού χαρακτήρα ιδιότητες ή εκδηλώσεις αυτού, οι οποίες δεν είναι επιδεκτικές δημοσιοποίησης (διάδοσης), εκτός αν το ίδιο το υποκείμενο συγκατατεθεί σ'αυτό (ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013, ΑΠ 1107/2011), "επεξεργασία" (κατά την ενδεικτική απαρίθμηση των περιπτώσεων στο νόμο) κάθε γνωστική πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα του ατόμου, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή των δεδομένων, "αρχείο" κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε "αρχείο" μπορεί να είναι απλό χάρτινο ή ψηφιακό έγγραφο (doc), συγκροτουμένης στη δεύτερη περίπτωση, της έννοιας της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας [είτε ενσωματωμένο σε σταθερό απόθεμα/ υλικό φορέα (δισκέτα, cd, απλό έγγραφο) είτε όχι, όπως πχ. ιστοσελίδα που αποκλείει το "κατέβασμα" (downloading)], "υπεύθυνος επεξεργασίας" οποιοσδήποτε (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) που καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας, αυτός δηλαδή που εξουσιάζει το αρχείο, υπό την έννοια του ελέγχου της επεξεργασίας, και συνεπώς, ο κύριος, ο νομέας ή ο απλός κάτοχος αυτού, στη τελευταία δε περίπτωση, περιεχόμενο της κατοχής συνιστά η φυσική εξουσία γνωστικής πρόσβασης επί του αρχείου, ανεξαρτήτως του νομίμου ή μη χαρακτήρα αυτής, "αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, και "συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει του, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 1, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του ν. 3471/2006 ορίζεται, ότι "Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών β) να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ)... (παρ1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ... (παρ.2)". Στο άρθρο 5 παρ. 1 και 2 όπως το εδ.γ' της παρ.2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του (παρ. 1). Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: .....ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο, ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ.2 )". Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ'του Ν 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται αναλογικά κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, με το επιχείρημα "από του μείζονος εις το έλασσον" [ΑΠ 79/2020, ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) 155/2012]. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ.4 του ίδιου νόμου προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για "όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο". Τέλος, κατά το άρθρο 23 του εν λόγω νόμου με τίτλο "αστική ευθύνη", προβλέπονται και αστικές κυρώσεις ειδικότερα δε, η παράγραφος 1 αυτού ορίζει, ότι "φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον". Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του νόμου 2472/1997, σαφώς προκύπτει, ότι οι ποινικές κυρώσεις, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεων του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι α) δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το προβλεπόμενο από το άρθρο 23 του νόμου αυτού έγκλημα, όταν ο φερόμενος ως δράστης δεν ερεύνησε ο ίδιος κάποιο αρχείο ή δεν του μετέδωσε τις αποτελούσες προσωπικό δεδομένο πληροφορίες, τρίτος που επενέβη σε αρχείο, αλλά τις γνωρίζει από μόνος του (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1372/2015) και β) αντίθετα, οι προβλεπόμενες με τις διατάξεις αυτές αστικές κυρώσεις, μεταξύ των οποίων και η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, είναι ευρύτατες, με την έννοια, ότι επιβάλλονται για κάθε μορφής παράβαση των επιταγών και απαγορεύσεων που θεσπίζονται με αυτόν. Οι ως άνω διατάξεις ερμηνεύονται με βάση: α) τον σκοπό του ν. 2472/1997, συνιστάμενο στη διασφάλιση του φιλελεύθερου και δικαιοκρατικού χαρακτήρα της τεχνολογικής αναπτύξεως και στην προστασία του ατόμου από την πληροφορική και ψηφιακή τεχνολογία, η οποία παρέχει θεωρητικώς και πρακτικώς απεριόριστες δυνατότητες συσσωρεύσεως και συσχετισμού πληροφοριών για όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημοσίας ζωής του ανθρώπου, και επιτρέπει την παραγωγή, με βάση τις ιδιότητές του ως πολίτη, εργαζομένου, ασφαλισμένου, καταναλωτή κλπ. μιας ανάγλυφης εικόνας της προσωπικότητάς του, η οποία τον καθιστά διαφανή και κατά τούτο ελέγξιμο αν όχι και χειραγωγήσιμο και β) υπό το φως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, συναγομένων επαγωγικώς εκ των επί μέρους εκδηλώσεων της ζωής, της επιστήμης και της τέχνης και χρησιμοποιουμένων προς εξειδίκευση της αορίστου νομικής έννοιας "επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα". Σε περίπτωση δε, παραβίασής τους εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 914, 932 ΑΚ, συνάγεται ότι φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη, δηλαδή, το κατά τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων (ΑΠ 79/2020) και ότι σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 ή (και) των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται, και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα ( ΑΠ 1264/2020, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013, ΑΠ 174/2011, ΑΠ 476/2009). Περαιτέρω, ο νόμος γνωρίζει την έννοια της ηθικής βλάβης, την οποία ρυθμίζει στο άρθρο 932 εδ. α', β' ΑΚ, όπου ως ηθική βλάβη νοείται κάθε μη αποτιμητή σε χρήμα δυσμενής επίδραση στην σωματική, πνευματική, ηθική ή ψυχική υπόσταση του προσώπου συνεπεία προσβολής, ήτοι επέμβασης με την έννοια της βλάβης ή διατάραξης, οποιουδήποτε μη περιουσιακού δικαιώματος ή εννόμου αγαθού ή συμφέροντος. Η ηθική βλάβη συνιστά, καθεαυτή εν ευρεία εννοία, μορφή ζημίας (ΑΠ 1284/2017). Ο σκοπός της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης είναι η (οιονεί αποζημιωτικώς) παροχή στον παθόντα της δυνατότητας να αποκαταστήσει, εν ευρεία εννοία, δηλαδή να εξισορροπήσει ή να υπερνικήσει , τις μη περιουσιακές συνέπειες της προσβολής, με τα απαραίτητα εκείνα οικονομικά μέσα, που θα του επιτρέψουν στα πλαίσια του εφικτού, να διασκεδάσει τις συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις που του προκάλεσε η ηθική βλάβη, είτε αυτή αφορούσε σε μη περιουσιακό έννομο αγαθό (όπως το σώμα, η υγεία, η τιμή, το όνομα), είτε αφορούσε σε περιουσιακό έννομο αγαθό.