Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

ΜονΕφΑθ 1721/2023 : "Σύμβαση επενδυτικών υπηρεσιών - Ευθύνη Τράπεζας - Ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας (Perpetual Bonds) - Ευθύνη τράπεζας για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.



ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 Αριθμός Απόφασης 1721/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 13ο

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Κωνσταντίνο Βουλγαρίδη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, και από τον Γραμματέα Νικόλαο Χρονά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Οκτωβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: . ή . (ΑΦΜ .), κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής (οδός .), τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ΔΑ(AM ΔΣΑ ), με δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ. 1) Της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Asset Management Α.Ε.Δ.Α.Κ.», η οποία εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (Λεωφ. Κηφισίας αριθμ. 274) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ΕΚ(AM ΔΣΠειραιώς ), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και 2) της ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλίσεων με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Α.Ε.Γ.Α.», η οποία εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (Λεωφ. Κηφισίας αριθμ. 274) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ΘΧ (AM ΔΣΑ , ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

....

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. 2646/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 496, 500, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1 και 517 ΚΠολΔ), αλλά και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 5-3-2019 και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.1 ΚΠολΔ, με την κατάθεση της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση στις 25-2-2021 (βλ. σχετική έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών) ήτοι, σε κάθε περίπτωση, πριν την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ. Επίσης, για το παραδεκτό της εφέσεως, έχει κατατεθεί και το προβλεπόμενο παράβολο, ποσού 100 ευρώ (άρθρ. 495 παρ. 3 Αβ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), κατά των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων την από 13/12/2012 αγωγή του (Γ.Α.Κ. ./Α.Κ.Δ. ./18-12-2012), στην οποία, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι ήταν πελάτης της εταιρείας «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Finance ΑΕΠΕΥ» εκ της οποίας και μετά από συγχώνευση με την εταιρεία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΔΑΚ» τον Φεβρουάριο του έτους 2010 προήλθε η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, η οποία ανήκει στον επιχειρηματικό όμιλο της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας. Ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2006 τον προσέγγισαν επενδυτικοί σύμβουλοι της εταιρείας «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Finance ΑΕΠΕΥ» προτείνοντας του ένα καταθετικό προϊόν που προσέφερε η εταιρεία αυτή με εγγυημένο κεφάλαιο. Ότι οι επενδυτικοί σύμβουλοι της προαναφερόμενης εταιρείας, κάνοντας χρήση του ονόματος της δεύτερης εναγόμενης, του πρότειναν την αγορά τραπεζικού ομολόγου της «ALPHA BANK GROUP» («Alpha Group Jersey Limited Series Β με IS IN DE. Μ2») αορίστου χρόνου, πιστοληπτικής ικανότητας Fitch ΒΒΒ+, με αντικειμενικά υψηλό επιτόκιο, με εγγύηση του κεφαλαίου από την «ALPHA BANK Α.Ε.» και άμεσα ρευστοποιήσιμο μετά τον πρώτο χρόνο της αγοράς. Ότι ο ίδιος (ο ενάγων δηλαδή) ουδέποτε είχε σχέση με το Χρηματιστήριο και με χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ούτε και διέθετε τις σχετικές γνώσεις, όντας απόφοιτος του Λυκείου, στερούμενος τραπεζικών γνώσεων και ότι για το λόγο αυτό τόνισε επανειλημμένως στους επενδυτικούς συμβούλους της ανωτέρω εταιρείας ότι δεν επιθυμούσε να επενδύσει τα χρήματα του σε επισφαλή προϊόντα και ότι κατόπιν αυτών έλαβε τη διαβεβαίωση ότι το πρόγραμμα στο οποίο αναφέρονταν ήταν ένα ομόλογο 100% εγγυημένο με μηδενικό ρίσκο και με μεγαλύτερο επιτόκιο σε σχέση με τις προθεσμιακές καταθέσεις. Ότι, κατόπιν των διαβεβαιώσεων αυτώ% αποφάσισε να τοποθετήσει τις οικονομίες του στο ανωτέρω προϊόν, που του πρότειναν και στις 28-2-2006 αγόρασε το ανωτέρω ομόλογο με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης την 18-2-2015 ονομαστικής αξίας 222.000 ευρώ με συνολικό καταβληθέν τίμημα ποσού 199.356 ευρώ με εγγυήτρια την εταιρεία «ALPHA BANK Α.Ε.» όπως προκύπτει από σχετικό έντυπο συναλλαγών, που αναφέρεται στην αγωγή. Ότι οι επενδυτικοί σύμβουλοι της ανωτέρω εταιρείας είχαν διαβεβαιώσει αυτόν ότι το εν λόγω προϊόν ήταν ανταλλάξιμο ανά πάσα στιγμή, ότι θα τον ενημέρωναν σε περίπτωση που βρισκόταν κάτι καλύτερο και ότι δεν κινδύνευε με απώλεια του κεφαλαίου του. Ότι, περαιτέρω, στις 13-5-2010 υπέγραψε με την πρώτη εναγόμενη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της οποίας εξουσιοδότησε αυτήν να διενεργεί πράξεις και να τον εκπροσωπεί, διαχειριζόμενη το χαρτοφυλάκιο του, στο οποίο περιλαμβανόταν και το ανωτέρω ομόλογο. Ότι στις 25-4-2012 η πρώτη εναγόμενη του απέστειλε επιστολή με την οποία του γνωστοποιούσε ότι: «η ALPHA GROUP LIMITED στις 20-4-2012, ανακοίνωσε προς τους κατόχους των τίτλων που έχουν εκδοθεί, δημόσια πρόταση προς επαναγορά των τίτλων αυτών εκ μέρους της με την καταβολή μετρητών...Εσείς, κατέχοντας τον παραπάνω τίτλο, έχετε το δικαίωμα να πουλήσετε το ομόλογο στην Alpha Group έναντι της τιμής 40, δηλαδή 55,31% χαμηλότερα από την ονομαστική του αξία. Συγκεκριμένα,  εφόσον κατέχετε ονομαστική αξία 222.000 Ευρώ του ομολόγου με ISIN DE., εάν αποδεχθείτε την πρόταση, θα λάβετε 88.800 Ευρώ.» και ότι κατόπιν αυτών υποχρεώθηκε προκειμένου να μην απολέσει πλήρως το κεφάλαιο του υπό τις συνθήκες της οικονομικής κρίσης, να αποδεχθεί την ανωτέρω πρόταση, πλην όμως, έχοντας απολέσει το 55,31% της αξίας του ομολόγου ονομαστικής αξίας 222.000 ευρώ, ήτοι έχοντας απολέσει το ποσό των 133.200 ευρώ. Ότι οι εναγόμενες ουδέποτε προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια για την προστασία του κεφαλαίου του, ούτε και τον ενημέρωσαν ποτέ σχετικά με τις διεθνείς εξελίξεις και τους κινδύνους, που ενείχε η τοποθέτηση των κεφαλαίων του στο ανωτέρω ομόλογο, που οι ίδιες τον είχαν πείσει να επενδύσει ως δήθεν εγγυημένο με αποτέλεσμα, εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς των αρμόδιων υπαλλήλων των εναγομένων, να υποστεί ζημία ύψους 133.200 ευρώ. Ότι η πρώτη εναγόμενη νομιμοποιείται παθητικά ως καθολική διάδοχος της ανωτέρω εταιρείας με την οποία είχε αρχικά συμβληθεί («ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Finance ΑΕΠΕΥ»), καθώς και ως η εταιρεία με την οποία συμβλήθηκε, στη συνέχεια, για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του και η δεύτερη εναγόμενη νομιμοποιείται παθητικά ως υποκρυπτόμενη στη συναλλαγή, στην οποία προέβη με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, οι οποίες για τους προαναφερόμενους λόγους του προξένησαν την ανωτέρω ζημία. Ότι πλανήθηκε από τις εναγόμενες μέσω των υπαλλήλων τους καθότι τόυ απέκρυψαν το αληθινό ρίσκο του εν λόγω προϊόντος (ομολόγου) παρουσιάζοντας το ως 100% εγγυημένο προϊόν πείθοντας τον να επενδύσει τις οικονομίες του σε αυτό. Ότι ο λόγος που προέβη στην ανωτέρω επενδυτική κίνηση ήταν οι λανθασμένες και απατηλές εντυπώσεις, που του καλλιέργησαν σχετικά με την εν λόγω επένδυση του και η διαβεβαίωση ότι το κεφάλαιο του ήταν εγγυημένο, καθώς και η εμπιστοσύνη του προς τη δεύτερη εναγόμενη. Ότι οι εναγόμενες δεν αξιολόγησαν επαρκώς το επενδυτικό του προφίλ ώστε να του προτείνουν το κατάλληλο επενδυτικό προϊόν, το οποίο, με απατηλή συμπεριφορά τους, του παρουσίασαν ως 100% εγγυημένο και μηδενικού ρίσκου με αποτέλεσμα να προβεί στην ανωτέρω επένδυση και να υποστεί την ανωτέρω ζημία. Ότι οι εναγόμενες δεν ενήργησαν με την απαιτούμενη διαφάνεια και προσοχή προκειμένου να του παράσχουν τις πληροφορίες εκείνες που θα του επέτρεπαν ν' αξιολογήσει την τοποθέτηση των αποταμιεύσεων του και του παρουσίασαν το εν λόγω προϊόν ως εγγυημένο 100% ως προς το επενδυθέν κεφάλαιο με αποτέλεσμα να επενδύσει τελικώς στο ομόλογο αυτό εκδότριας εταιρείας με αβέβαιη βιωσιμότητα και έχοντας την εντύπωση ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να αναλάβει είτε στο σύνολο, είτε εν μέρει, το κεφάλαιο, που τελικώς επένδυσε και ότι οι εναγόμενες μετά τη ζημία, που υπέστη δηλώνουν πλέον ότι δεν φέρουν καμία ευθύνη αποστασιοποιούμενες από τις υποχρεώσεις τους κατά τρόπο αντίθετο με τα συναλλακτικά ήθη και την συνήθη επιχειρηματική πρακτική έχοντας προηγουμένως αθετήσει τις υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από το νομοθετικό πλαίσιο, που εκτίθεται αναλυτικά στην αγωγή. Ότι, τέλος, εάν ο ενάγων γνώριζε από την αρχή ουσιώδη πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τη φύση του επίδικου ομολόγου, ουδέποτε θα αποφάσιζε να προβεί σε οποιαδήποτε συνεργασία με τις εναγόμενες. Κατόπιν αυτών ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν, εις ολόκληρο έκαστη, το ποσό των 133.200 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε, αρχικώς, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στη δικάσιμο της 5-10-2016 και κατόπιν επανασυζήτησης της (υπ' αριθμ. 220/2018 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) στη δικάσιμο της 9-5-2018 και επ' αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθμ. 2646/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία η ανωτέρω αγωγή απορρίφθηκε, στο σύνολο της, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών και ζητεί την εξαφάνιση της για λόγους, που ανάγονται, καταρχήν, σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου ως προς την απόρριψη της αγ(ΰγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας αναφερόμενος, συγχρόνως, με τους λόγους της έφεσης του και στην ουσία της υπόθεσης, χωρίς ωστόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να έχει υπεισέλθει σε κρίση επί της ουσίας της διαφοράς.

Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

ΑΠ 657/2023. Ζητήματα ακυρότητας από την παρά το νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία. Παραγραφή της σχετικής αξίωσης και πότε επέρχεται. Διακοπή της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής. Αναστολή της παραγραφής

 


ΑΠ 657/2023: «…Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποστηρίζοντος την κατηγορία οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Π.Δ. και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 67 του Κ.Π.Δ. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Τέτοια πλημμέλεια είναι και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία η αστική αξίωσης του υποστηρίζοντος την κατηγορία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε την ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου τούτου απόσβεση της σχετικής αξιώσεως λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής της σχετικής ενστάσεως και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Τούτο δε διότι το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της παραστάσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας, αλλά ενεργεί κατ΄ ένσταση του υπόχρεου. Εφόσον όμως η ένσταση παραγραφής διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ΄ αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτού να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο προς υποστήριξη της κατηγορίας. Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, πρέπει να προβάλλεται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και αν απορριφθεί να επαναφερθεί στο Εφετείο με ειδικό λόγο εφέσεως. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνον των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι έφεσης (ΑΠ 538/2021, 288/2020, 753/2010). Εξάλλου, στο άρθρο 937 του ΑΚ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση…., εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της, καλύπτουσας την αδικοπραξία, κολάσιμης πράξης, είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή σε άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκειά της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ. 

Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 2 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (ΟλΑΠ 21/2003). Περαιτέρω με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α΄ 74/20-3-2013), ορίζονται τα εξής: “Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης”. Στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι: “Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης”. Τέλος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Με τη νέα διατύπωση της παρ. 1 θεσπίζονται ταυτόχρονα η διακοπή της παραγραφής (εδάφιο 1) και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής εν επιδικία (εδάφιο 2), αφού ο χρόνος παραγραφής που διακόπτεται (“μηδενίζεται”) με την άσκηση της αγωγής, “παγώνει” και δεν μετρά καθόλου μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής ή να περατωθεί με άλλον τρόπο η δίκη (ΑΠ 1101/2017, 1257/2016). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 255 ΑΚ, η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής», τέλος δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 257 ΑΚ, «Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής. Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες».