ΑρΠάγος (Β1) 951/22 : ΑΜΟΙΒΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ - ΕΦΕΣΗ - ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ - ΣΥΝΤΑΓΜΑ - ΕΣΔΑ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ. Διαφορά από αγωγή για αμοιβή δικηγόρου κατά του εναγομένου Δήμου. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση - Ο απαράδεκτος δε περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου έχει ως συνέπεια το αίτημα της αγωγής να παραμένει καταψηφιστικό και ο ενάγων να υποχρεούται στην προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου.
Αριθμός 951/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρετή Παπαδιά, Πελαγία Ακάσογλου, Δήμητρα Ζώη και Ιωάννα Μαργέλλου Μπουλταδάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 2α Φεβρουαρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Μ. του Σ., κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου ΑΠ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δήμος Φιλοθέης-Ψυχικού» ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Δήμου Νέου Ψυχικού Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Ψυχικό Αττικής και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου ΝΣ, η οποία ανακάλεσε την δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) παράστασή της και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 257/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1413/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25-11-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά. Η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
1. Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 περί δικαστικών ενσήμων", όπως αυτός μεταγενεστέρως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς, με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το νδ. 4189/1961 - και υπό την ισχύ των διατάξεων των αρθρ. 70 Ν.3994/2011 και 21 Ν.4055/12, προ της ισχύος δε του άρθρ. 33 Ν.4446/2016 – εάν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος κι η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (κι όχι για τυπικό) λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1337/2011, 1107/2005). Η εκδοχή αυτή συμβιβάζεται και προς την διάταξη του άρθ. 672 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή της εργασίας, κατά την οποία σε περίπτωση ερημοδικίας κάποιου διαδίκου η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διότι η διάταξη αυτή δεν αφορά την μη προκαταβολή των εξόδων και τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το δικαστικό ένσημο, αλλά αφορά την για άλλους λόγους μη εμφάνιση ή μη προσήκουσα εμφάνιση κάποιου από τους διαδίκους. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά δε την εξαφάνισή της χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο ενάγων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 538/2019, ΑΠ 1485/2018, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1095/2006). Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ' εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής. Με τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται, μεταξύ των άλλων, η ολική ή μερική παραίτηση του ενάγοντος από το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και, έτσι, περιορίζεται η αγωγή στο αναγνωριστικό του δικαιώματος αίτημα, το οποίο υποκρύπτεται στο καταψηφιστικό. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του αιτήματος αν και, κατά τη διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ, θεωρείται μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (ΟλΑΠ 6/1997 και 5/1997) δεν κρίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν στην παραίτηση από το δικόγραφο (άρθρο 297 ΚΠολΔ), αλλά εφαρμόζονται οι διατάξεις, που προβλέπουν ειδικά τη θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, με συνέπεια να μην υπόκειται στον διαγραφόμενο από το άρθρο 297 ΚΠολΔ τύπο. Κατά συνέπεια, ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, η οποία είναι ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 297 του ίδιου κώδικα, δηλαδή γίνεται με τις προτάσεις ή, όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή αυτών, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, άλλως θεωρείται ανίσχυρος και δεν λαμβάνεται υπ' όψη. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, κατά τη σαφή λεκτική της διατύπωση, σε συνδυασμό και με το άρθρο 526 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος δύναται να γίνει έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό και επομένως αυτός αποκλείεται στην κατ' έφεση δίκη, στην οποία αποκρούεται, και αυτεπαγγελτως, ως απαράδεκτος, έστω και αν συναινεί ο αντίδικος (ΑΠ 538/2019, ΑΠ 1485/2018, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 368/2016). Ο απαράδεκτος δε περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό για πρώτη φορά ενώπιον του εφετείου έχει ως συνέπεια το αίτημα της αγωγής να παραμένει καταψηφιστικό και ο ενάγων να υποχρεούται στην προκαταβολή του οφειλομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓΠΟΗ/1912 "περί δικαστικών ενσήμων", τέλους δικαστικού ενσήμου. Η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό το πρώτον στην έκκλητη δίκη είναι απαράδεκτη, εάν δε προβάλλεται επί εφέσεως προς άρση της παραλείψεως καταβολής δικαστικού ενσήμου καθιστά το σχετικό λόγο εφέσεως απαράδεκτο, αλλά και την ίδια την έφεση καθ' ολοκληρίαν απαράδεκτη. (ΑΠ 538/2019).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 1/2019, Ολ.ΑΠ 2/2001, ΑΠ 1290/2017).
2. Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση παραδεκτώς επισκοπούμενα προκύπτουν τα ακόλουθα: Επί της από 30-12-2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγής του ενάγοντας δικηγόρου, εδώ αναιρεσείοντος, κατά του εναγομένου Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού, εδώ αναιρεσιβλήτου, με αίτημα να υποχρεωθεί το τελευταίο να του καταβάλει για την παροχή των νομικών υπηρεσιών του σ’ αυτό (εναγόμενο Δήμο) το συνολικό ποσό των 432.620,58 ευρώ νομιμοτόκως, εκδόθηκε ερήμην του ενάγοντας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές από την παροχή εργασίας (ΚΠολΔ 677-681, όπως αυτά ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του V. 4335.2015) η 257/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσία αβάσιμη, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο αναιρεσείων-ενάγων άσκησε την από 8-2-2017 έφεσή του με την οποία ζητεί την εξαφάνιση αυτής επικαλούμενος την ως άνω ερημοδικία του και προς άρση της παραλείψεως καταβολής δικαστικού ενσήμου διαλαμβάνει ότι «...παραδεκτά και νόμιμα με το παρόν δικόγραφο της έφεσης μου δηλώνω ότι περιορίζω το καταφηφιστικό αίτημα της από 30.12.2014 ... αγωγής μου σε έντοκο αναγνωριστικό ενόψει και της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 33 ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240) που ισχύει αναδρομικά από 22.01.2017 και κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του ίδιου αυτού νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 223 ΚΠολΔικ,». Το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι ο ανωτέρω περιορισμός του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας είναι απαράδεκτος, ότι η καταβολή του δικαστικού ενσήμου αποτελεί προϋπόθεση για την ευδοκίμηση της έφεσης και απέρριψε αυτήν. Υπό τα διαλαμβανόμενα το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και προσηκόντως εφάρμοσε τις δικονομικές διατάξεις των άρθρων 223, 297 και 528 του Κ.Πολ.Δ. καθόσον : 1) όπως ο ίδιος ο αναιρεσείων δέχεται και προκύπτει και από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρώτον με την έφεσή του περιόρισε το αγωγικό αίτημα σε αναγνωριστικό, απαραδέκτως, αφού ο περιορισμός έλαβε χώρα μετά την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό και ως εκ τούτου το αίτημα παρέμενε καταψηφιστικό και 2) λόγω της απόρριψης της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο αναιρεσείων όφειλε προς άρση της παράλειψης καταβολής και ευδοκίμησης της έφεσής του να επικαλεστεί και αποδείξει την καταβολή του ανωτέρω τέλους. Εξάλλου, ο κατά τα άνω γενόμενος περιορισμός δεν είναι παραδεκτός κατά τις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 1 και 2 του V.4446/2016 (σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 223 ΚΠολΔ), με τις οποίες καταργήθηκε η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου επί των αναγνωριστικών αγωγών που εφαρμόζεται και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευσή του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του τούτο διότι στην προκειμένη περίπτωση, με την άσκηση της από 8-2-2017 ανωτέρω έφεσης αναβίωσε μεν η εκκρεμοδικία της ενδίκου αγωγής, κατέστη όμως και πάλιν ενεργός η υποχρέωση του εκκαλούντος, να εκπληρώσει τη νόμιμη υποχρέωσή του προς καταβολή του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου βάσει του αγωγικού αιτήματος, ως διατυπώθηκε και ίσχυε έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό, εφ' όσον η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό το πρώτον στην έκκλητη δίκη ήταν απαράδεκτη, κατά τα προεκτεθέντα. Παρατηρείται τέλος ότι και σε περίπτωση που κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους του αναιρεσείοντος είχε εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, ο ενάγων θα ήταν υποχρεωμένος στην προκαταβολή του οφειλομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓΠΟΗ/1912 "περί δικαστικών ενσήμων", τέλους δικαστικού ενσήμου εφόσον το αίτημα της αγωγής παραμένει καταψηφιστικό. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αριθμ. 14 του Κ.Πολ.Δ., συνισταμένη στο ότι κατά παράβαση των ως άνω δικονομικών διατάξεων το δικαστήριο της ουσίας έκρινε απαράδεκτο τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό και απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση του, τυγχάνει αβάσιμος.
3. Τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α' 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (Ολομ. Σ.τ.Ε. 3087/2011, 1583/2010, 647/2004, ΑΠ 675/2010). Στα πλαίσια αυτά επιτρεπτώς επιβάλλεται από το ν. ΓΠΟΗ/1912 η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου επί των αποτιμητών σε χρήμα καταψηφιστικών αγωγών, χωρίς εντεύθεν να αναιρείται ή περιορίζεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακροάσεως του διαδίκου από την δικονομική συνέπεια της ερημοδικίας του, σε περίπτωση παραλείψεώς του να ανταποκριθεί στην εν λόγω υποχρέωσή του (άρθρα 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 και 7 παρ. 1 του ν.δ. 1544/1942), λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής και παράλληλα αποτελεί δαπάνη που περιλαμβάνεται στα επιδικαζόμενα στον νικώντα διάδικο δικαστικά έξοδα. Σε συνέπεια με τις νομικές αυτές παραδοχές, η προσβαλλόμενη από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚπολΔ αναιρετική αίτηση, με επίκληση ότι ο αναιρεσίων λόγω των ως άνω διατάξεων περί δικαστικού ενσήμου και της μη καταβολής του αναλογούντος στο αντικείμενο της καταψηφιστικής της αγωγής δικαστικού ενσήμου, όπως και των ρυθμίσεων των διατάξεων του ΚπολΔ 223 στερήθηκε το προστατευόμενο από τα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακροάσεως, είναι αβάσιμος εφόσον οι ανωτέρω θεσπιζόμενες από τον κοινό νομοθέτη δικονομικές προϋποθέσεις και διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης δεν αντίκεινται στις ανωτέρω διατάξεις ούτε στην αρχή της αναλογικότητας και είναι συνταγματικά ανεκτές.
4. Με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού, μειωμένα κατά το μέτρο του άρθρου 281 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 3463/2006.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-11-2019 αίτηση περί αναιρέσεως της 1413/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή εξακοσίων (600) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ