Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

ΣΤΕ 78/2021 [Αποζημίωση λόγω περιορισμών στην ιδιοκτησία δυνάμει ρυθμίσεων για την προστασία του περιβάλλοντος]

 


Πρόεδρος: Αθ. Ράντος

Εισηγητής: Θ. Ζιάμου

Περίληψη

 

– Στις διατάξεις του ν. 1650/1986 προβλέπεται η θέσπιση διοικητικής διαδικασίας για την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη, η οποία λαμβάνει την ειδικότερη μορφή της παροχής προς αυτόν διάφορων οικονομικών αντισταθμισμάτων. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η θεσμοθέτηση δυνατότητας, κατόπιν υποβολής αίτησης προς τη Διοίκηση, ανταλλαγής της ιδιοκτησίας με ιδιοκτησία του Δημοσίου, παραχώρησης κατά χρήση δημόσιας έκτασης σε παραπλήσια περιοχή για ανάλογη χρήση ή εκμετάλλευση, καταβολής εφάπαξ ή περιοδικής αποζημίωσης ή μεταφοράς συντελεστή δόμησης σε άλλη ιδιοκτησία. Η μορφή του δικαιώματος αυτού αποζημίωσης με παροχή οικονομικών αντισταθμισμάτων και η αντίστοιχη διοικητική διαδικασία διαγράφονται στο νόμο σε αδρές μόνον γραμμές, με αποτέλεσμα για την εφαρμογή της ρύθμισης να είναι αναγκαία η έκδοση του προβλεπόμενου στο νόμο προεδρικού διατάγματος. Με το διάταγμα αυτό απαιτείται να καθορίζονται, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 1650/1986, οι συγκεκριμένοι όροι και οι ειδικότερες προϋποθέσεις αναγνώρισης του εν λόγω δικαιώματος, όπως λ.χ. τα κατ’ ιδίαν κριτήρια επιλογής ανά κατηγορία περιορισμών και οικονομικού αντισταθμίσματος, καθώς και η εν γένει διαδικασία για την άσκηση της αξίωσης του ιδιοκτήτη, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το αποφασίζον όργανο, τυχόν ειδικό γνωμοδοτικό όργανο για την εκτίμηση, ιδίως, της αξίας των ακινήτων, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά κλπ., ώστε να παρέχονται εγγυήσεις τόσο για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη, όσο και για τη χρηστή διαχείριση της δημόσιας περιουσίας. Κατ’ ακολουθίαν, μέχρι την έκδοση του διατάγματος αυτού και το νομοθετικό καθορισμό αφενός μεν των ειδικότερων όρων και προϋποθέσεων αναγνώρισης του δικαιώματος αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη, αφετέρου δε της διαδικασίας για την άσκηση της αξιώσεώς του αυτής, η Διοίκηση δεν έχει τη δυνατότητα, ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης, να επιλέξει ένα από τα προβλεπόμενα στο νόμο οικονομικά αντισταθμίσματα, προκειμένου να τον αποζημιώσει για τη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας του. Εξάλλου, το νομοθετικό αυτό κενό, της μη εισέτι εκδόσεως του προβλεπόμενου στο άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1650/1986 διατάγματος, δεν μπορεί να πληρωθεί ερμηνευτικά από τον δικαστή, η εξουσία του οποίου να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το νόμο στις επίδικες υποθέσεις δεν περιλαμβάνει και εξουσία, καθ’ υποκατάσταση της νομοθετικής λειτουργίας, να θεσπίζει κανόνες, η θέσπιση των οποίων στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανατίθεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κατά το άρθρο 43 του Συντάγματος. Η αδράνεια, εξάλλου, αυτή της Διοίκησης να εκδώσει το σχετικό διάταγμα δεν αντιβαίνει στην κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ προστασία του ιδιοκτήτη. Και τούτο διότι ο θιγόμενος ιδιοκτήτης, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων των παρ. 1 και 4 του άρθρου 22 του ν. 1650/1986, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 32 του ίδιου νόμου, δικαιούται, μέχρι την έκδοση του προεδρικού αυτού διατάγματος, να ασκήσει ευθεία αγωγή αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του και δεν τίθεται ζήτημα προηγούμενης τήρησης διοικητικής διαδικασίας. Η δυνατότητα δε αυτή ευθείας αγωγής αποζημίωσης του ιδιοκτήτη ικανοποιεί την κατά τις οικείες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ αξίωση σχετικά με την προστασία του δικαιώματός του, χωρίς να απορρέει από τα υπέρτερης ισχύος νομοθετήματα αυτά υποχρέωση παροχής σ’ αυτόν ευχέρειας επιλογής αυτούσιας αποζημίωσης αντί της χρηματικής.

 

Ενόψει του ότι, κατά τα ανωτέρω, δεν έχει εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στο άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1650/1986, με το οποίο θα καθορίζονταν οι όροι και οι ειδικότερες προϋποθέσεις αναγνώρισης του δικαιώματος προς αποζημίωση του θιγόμενου ιδιοκτήτη, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης προς τη Διοίκηση, δεν έχει συντελεστεί εν προκειμένω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας από τη σιωπηρή απόρριψη εκ μέρους της Διοίκησης των σχετικών αιτήσεων των αιτούντων.

 

Περαιτέρω, εφόσον δεν έχει προβλεφθεί διαδικασία αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη, κατά τα οριζόμενα στις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 1650/1986, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, νομίμως απορρίφθηκαν σιωπηρώς οι αιτήσεις που υπέβαλαν οι αιτούντες ως ιδιοκτήτες των επίμαχων εκτάσεων. Άλλωστε, οι ιδιοκτήτες έχουν ήδη ασκήσει αγωγή αποζημίωσης, βάσει των άρθρων 17 και 24 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 22 του ν. 1650/1986, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την ένταξη της ιδιοκτησίας τους στους περιορισμούς αξιοποιήσεώς της με τα από 26.8.1988 και 20.2.2003 προεδρικά διατάγματα, όπως δε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αγωγή αυτή απορρίφθηκε τόσο στον πρώτο, όσο και στον δεύτερο βαθμό.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

ΕφΠειρ 9/21 : ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ - ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΦΙΛΑΘΛΟΥ. ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ - ΣΥΝΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΠΑΘΟΝΤΟΣ. ΑΝΑΠΗΡΙΑ. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ. ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ. Περιστατικά τραυματισμού ενάγοντος-φιλάθλου, λόγω εκρήξεως αυτοσχέδιας κροτίδας κατά τη διάρκεια αγώνα καλαθοσφαίρισης.

 


ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ - ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΦΙΛΑΘΛΟΥ. ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ - ΣΥΝΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΠΑΘΟΝΤΟΣ. ΑΝΑΠΗΡΙΑ. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ. ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ. Περιστατικά τραυματισμού ενάγοντος-φιλάθλου, λόγω εκρήξεως αυτοσχέδιας κροτίδας κατά τη διάρκεια αγώνα καλαθοσφαίρισης. Ισχυρισμοί ενάγοντος ότι κατά τον αθλητικό αγώνα, η εναγομένη ομάδα παρέλειψε να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προστασίας των φιλάθλων και συγκεκριμένα ότι η ιδιωτική εταιρία φύλαξης, δεν διενήργησε τους κατάλληλους ελέγχους κατά την είσοδο των θεατών στο στάδιο. Αδικοπρακτική ευθύνη - Ωστόσο, στην πρόκληση του ως άνω τραυματισμού συνυπαίτιος είναι και ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος δεν κατέβαλε την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια, κατά ποσοστό που προσδιορίζεται σε 70%. Κονδύλια αποζημίωσης  - Ιατρικές δαπάνες - Αναπηρία - Έννοια κατ'άρθρο 931 ΑΚ . Χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης του ενάγοντος ποσού 25.000 ευρώ. Δεκτή η υπό στοιχείο Α΄ έφεση.


ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 9/2021

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη – Εισηγητή, Αικατερίνη Κοκόλη Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ..


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89, 277 και 517 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και ζητήσει αποζημίωση για το ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα και συγχρόνως ενώσει μαζί με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως, ο δε προσεπικληθείς και με την παρεμπίπτουσα αγωγή εναγόμενος δεν προσήλθε στη δίκη, ούτε παρενέβη σε αυτή, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου. Επίσης, στην εν λόγω περίπτωση, ο ενάγων της κύριας αγωγής, ασκώντας έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου, διότι ο τελευταίος, εφόσον δεν παρενέβη, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη, δηλαδή η έφεση που ασκεί ο αντίδικος του προσεπικαλούντος στρέφεται απαραδέκτως κατά του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή. Μάλιστα για να μεταβιβαστεί η υπόθεση στο Εφετείο και κατά το μέρος της που αφορά την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να ασκήσει έφεση (επικουρική) και ο προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων της αγωγής αυτής ζητώντας την επανεξέταση της σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος (βλ. ΑΠ 485/2010 ΝοΒ 2010 2055, ΕφΑθ 2416/2010 ΕλλΔνη 2011 850, ΕφΑθ 6841/2008 ΕΦΑΔ 2009 597). Εξάλλου, με την συνεκδίκαση περισσότερων αγωγών δεν μεταβάλλονται οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι κλπ των συνεκδικαζομένων υποθέσεων σε ομόδικους. Έτσι, δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζομένων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (βλ. ΑΠ 1355/2004 ΕλλΔνη 2005 1448, ΕφΘεσ 1810/2009 ΕΦΑΔ 2010 718).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι κρινόμενες εφέσεις: Α) Η από 5-9-2018 (υπ’ αριθ. …../5-9-2018 έκθεσης κατάθεσης) έφεση του …………, Β) η από 5-6-2019 (υπ’ αριθ. ………./5-6-2019 έκθεσης κατάθεσης) έφεση της εταιρίας με την επωνυμία «………» και Γ) η από 1-3-2019 (υπ’ αριθ. ………/1-3-2019 έκθεσης κατάθεσης) έφεση (επικουρική) της εταιρίας με την επωνυμία «…………» οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, είναι συναφείς, και πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 246 του ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων. Οι ανωτέρω εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 1512/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της προσεπικληθείσας – παρεμπιπτόντως εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί των συνεκδικασθεισών α) από 10-10-2016 (υπ’ αριθ. ………/17-10-2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής του …… κατά της εταιρίας με την επωνυμία «………..» και β)από 12-12-2016 (υπ’ αριθ. ………./13-12-2016 έκθεσης κατάθεσης) προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής της εταιρίας με την επωνυμία «………..» κατά της εταιρίας με την επωνυμία «………….», έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, αφού έχει καταβληθεί το ανάλογο παράβολο για κάθε έφεση, αντιστοίχως, και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται αυτή, σε συνδυασμό με το ότι από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης αποφάσεως μέχρι την κατάθεση των ως άνω εφέσεων δεν παρήλθε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο έτη (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το ν. 4335/2015). Ωστόσο, όσον αφορά την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεση και ειδικότερα τη δεύτερη των εφεσιβλήτων εταιρία με την επωνυμία «……………», δηλαδή την καθης η ως άνω προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την εκφώνηση της εν λόγω υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς τούτο (βλ. την υπ’ αριθ………/9-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………), αυτή δεν συμμετείχε σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης δίκης, αλλά δικάσθηκε ερήμην, ούτε ήταν αντίδικος του εκκαλούντος της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (ενάγοντος) στη σχετική αυτοτελή δίκη, που αφορά την προαναφερθείσα κύρια αγωγή, έτσι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεση ασκήθηκε απαραδέκτως κατ’ αυτής και πρέπει να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη των εφεσιβλήτων. Επομένως, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις, όσον αφορούν τους λοιπούς διαδίκους (πλην της 2ηςεφεσίβλητης της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως), να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), ερήμην της δεύτερης των εφεσιβλήτων της ως άνω υπό στοιχεία Γ΄ επικουρικής έφεσης (εταιρίας με την επωνυμία «…………»), η οποία δεν εμφανίστηκε στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ενόψει του ότι κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως προς τούτο (βλ. την υπ’αριθ. ……/7-3-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ………..), το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι  (άρθρο 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ).

Με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο α΄ αγωγή (κύρια),ο ενάγων αυτής και ήδη εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως, εξέθεσε ότι, στις 14-6-2015, περί ώρα 18.30, διεξήχθη στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στο Νέο Φάληρο Αττικής,ο αθλητικός αγώνας καλαθοσφαίρισης ανδρών μεταξύ των ομάδων της εναγομένης («…….») και της «…………». Ότι, αυτός προσήλθε στο ανωτέρω στάδιο προκειμένου να παρακολουθήσει τον προαναφερθέντα αγώνα και όταν εισήλθε εντός του σχετικού χώρου, αφού αντιλήφθηκε ότι το στάδιο αυτό ήταν ασφυκτικά γεμάτο με τους ευρισκόμενους θεατές να είναι υπεράριθμοι, διαπίστωσε ότι, αν και διέθετε προς τούτο εισιτήριο, η θέση που αντιστοιχούσε σ’ αυτό είχε καταληφθεί από τρίτο πρόσωπο, έτσι εξαναγκάστηκε να καθίσει σε κενή θέση που βρισκόταν στην πρώτη σειρά της με αριθμό έξι (6) θύρας. Επίσης, εξέθεσε ότι λίγο πριν τη λήξη της διάρκειας του εν λόγω αγώνα και κατά τη λήξη αυτού, δημιουργήθηκε έκρυθμη κατάσταση καθώς δεκάδες πυρσοί (καπνογόνα), βεγγαλικά και κροτίδες, προερχόμενα ιδίως από τoν ανωτέρω χώρο (θύρα 6), ερρίφθησαν στο κενό ανάμεσα στις κερκίδες και τον αγωνιστικό χώρο και πολλοί θεατές εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο προκειμένου να πανηγυρίσουν και ότι, στο πλαίσιο της ανωτέρω κατάστασης, αυτός (ενάγων) τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί άνω άκρο και στο δεξί του αυτί, λόγω εκρήξεως αυτοσχέδιας κροτίδας εσωτερικής καύσης, την οποία αυτός αντιλήφθηκε και επιχείρησε να ανασύρει από το δάπεδο, εκτιμώντας ότι πρόκειται για μαρκαδόρο, χωρίς να υποψιαστεί ότι πρόκειται για κροτίδα, καθώς δεν εμφάνιζε σπίθα, φλόγα ή καπνό. Ακόμη, ότι ο ανωτέρω τραυματισμός του οφείλεται στην πλημμελή έως ανύπαρκτη τήρηση των κανόνων ασφαλείας που διέπουν τη διεξαγωγή αγώνων καλαθοσφαίρισης, εκ μέρους της εναγόμενης, έχουσα σχετική υποχρέωση, τόσο εκ του νόμου ως ανώνυμη εταιρία καλαθοσφαίρισης, όσο και της γενικότερης υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της κοινωνικής δραστηριότητας των προσώπων, δηλαδή της εν γένει υποχρεώσεως για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους. Ειδικότερα, ότι, κατά τον ανωτέρω αθλητικό αγώνα, η εναγομένη παρέλειψε να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο, από τις περιστάσεις, μέτρο προστασίας των φιλάθλων, κατ’ εντολή της διοίκησης της και σε συνεργασία με την Ελληνική Αστυνομία, με συνέπεια από την παράλειψη αυτή να δημιουργηθούν επικίνδυνες για τους φιλάθλους συνθήκες, και συγκεκριμένα ότι η ιδιωτική εταιρία παροχής υπηρεσιών φύλαξης («security»), με την οποία είχε συμβληθεί σχετικώς η εναγόμενη, δεν διενήργησε τους κατάλληλους ελέγχους κατά την είσοδο των θεατών στο στάδιο, ώστε να μην εισέλθουν σε αυτό θεατές χωρίς εισιτήριο και φέροντες αντικείμενα (όπως κροτίδες) επικίνδυνα για την ασφάλεια αυτών (θεατών), ως όφειλε, με αποτέλεσμα να υπάρχουν στο στάδιο υπεράριθμοι θεατές, και ο ενάγων να αναγκαστεί να καθίσει σε θέση διαφορετική από την αναγραφόμενη στο εισιτήριο του, δηλαδή σε θέση ευρισκόμενη σε χαμηλή σειρά (1η) στη θύρα έξι (6), ενώ από τις υψηλότερες σειρές αυτής (θύρας) οι παρευρισκόμενοι εκεί φίλαθλοι έριξαν τις αυτοσχέδιες κροτίδες μία εκ των οποίων προκάλεσε τον ανωτέρω τραυματισμό του. Επιπρόσθετα, εξέθεσε ότι, όταν κάποιοι από τους θεατές άρχισαν να ρίπτουν τα βεγγαλικά και τις κροτίδες εντός του σταδίου, η εναγόμενη παρέλειψε να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις για αποτροπή των ανωτέρω επικίνδυνων για την ασφάλεια συμπεριφορών, με κατευναστικές δηλώσεις από τα μεγάφωνα του σταδίου, με αποτέλεσμα όλων των προαναφερθέντων το σοβαρό τραυματισμό του. Τέλος, εξέθεσε ότι η διοίκηση της εναγομένης επέδειξε αδιαφορία για την τήρηση των σχετικών κανόνων ασφαλείας με τη συμμετοχή της στους πανηγυρισμούς των φιλάθλων, οι οποίοι συνόδευαν την ανωτέρω ρίψη βεγγαλικών και κροτίδων. Βάσει των προεκτεθέντων, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής (που μετατράπηκε μερικώς σε αναγνωριστικό), ο ενάγων ζήτησε: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 8.210 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αποζημίωσή του για ιατροφαρμακευτικές δαπάνες και νοσήλια,λόγω του ανωτέρω τραυματισμού του, β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 15.780 ευρώ ως αποζημίωση για μελλοντικές δαπάνες στις οποίες θα αναγκαστεί να υποβληθεί για την ίδια ως άνω αιτία, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 4.113,12 ευρώ ως αποζημίωση για τη δαπάνη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμας – οικιακής βοηθού στην οποία θα αναγκαζόταν να υποβληθεί εξαιτίας της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης του αν δεν τον συνέδραμε η μητέρα του (………..) για τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, δ) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 5.233 ευρώ (κατά περιορισμό του σχετικού αγωγικού αιτήματος των 10.759,88 ευρώ μετά την αφαίρεση του ποσού των 5.526,13 ευρώ, το οποίο έλαβε από τον ασφαλιστικό φορέα του ως επίδομα), λόγω απώλειας εισοδημάτων που μετά βεβαιότητας θα αποκόμιζε αν δεν αδυνατούσε να εργαστεί εξαιτίας του ανωτέρω τραυματισμού του, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-7-2015 μέχρι και το τέλος Φεβρουάριο του 2016, ε) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 1.321,38 ευρώ,το οποίο αντιστοιχεί στο μισθό που θα εισέπραττε με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από την εργασία του, αν δεν είχε προκληθεί ο εν λόγω τραυματισμός του, καθώς και το ποσό που αντιστοιχεί στο επίδομα εορτών (δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα) και στο επίδομα αδείας ετησίως, για το χρονικό διάστημα από τις 15-10-2016 και επί 35 έτη (έως 15-10-2051), καταβλητέο εντός των πρώτων πέντε ημερών κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε επιμέρους δόσης, στ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το ποσό των 180.000 ευρώ λόγω της μόνιμης αναπηρίας που υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού του (κατ’ άρθρο 931 του ΑΚ) και ζ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 230.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εν λόγω αδικοπραξία της εναγόμενης, για όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως (εκτός του ως άνω υπό στοιχείο ε΄ αιτήματος). Με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο β΄ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, η προσεπικαλούσα – ενάγουσα αυτής και ήδη εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (εναγομένη της ως άνω υπό στοιχείο α΄ κύριας αγωγής), αφού προσεπικάλεσε την καθης εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφάλειας («………………»), λόγω της επικληθείσας ιδιότητάς της ως δικονομικής της εγγυήτριας, εξέθεσε ότι, δυνάμει της από 23-10-2010 συμβάσεως που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, αυτή (προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα), είχε αναθέσει στην προσεπικληθείσα -παρεμπιπτόντως εναγομένη τη διενέργεια υπηρεσιών ασφαλείας, επιτήρησης και φύλαξης του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, όπου διεξάγονται οι αγώνες καλαθοσφαίρισης της ομάδας αυτής, για τις αγωνιστικές περιόδους 2010-2011 και 2011-2012 και κατόπιν διαδοχικών τέτοιων συμβάσεων η προσεπικληθείσα-παρεμπιπτόντως εναγομένη εξακολούθησε να παρέχει τις ανωτέρω υπηρεσίες και για τις επόμενες αγωνιστικές περιόδους, καθώς και ότι με την από 3-9-2014 σχετική σύμβασή, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει τις ανωτέρω υπηρεσίες φύλαξης στο προαναφερθέν στάδιο προς αυτήν (προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα) και για την αγωνιστική περίοδο 2014-2015. Επίσης, ότι στις ως άνω υποχρεώσεις της προσεπικληθείσας – παρεμπιπτόντως εναγομένης περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων η τήρηση της ευταξίας εντός του σταδίου, η περιμετρική επιτήρηση της αθλητικής εγκατάστασης για την αποτροπή εισόδου φιλάθλων χωρίς εισιτήριο, καθώς και όσων έφεραν απαγορευμένα επικίνδυνα αντικείμενα, η απαγόρευση μετακίνησης των φιλάθλων σε θέση διαφορετική από την αναγραφόμενη στο εισιτήριο τους, η έρευνα της αθλητικής εγκατάστασης πριν την είσοδο σε αυτή φιλάθλων προς εντοπισμό απαγορευμένων αντικειμένων (βεγγαλικά, καπνογόνα, πυροτεχνήματα κλπ),καθώς και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 της ανωτέρω μεταξύ τους συμβάσεως, η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση πλήρους αποζημίωσης αυτής (προσεπικαλούσας-παρεμπιπτόντως ενάγουσας) σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας οφειλόμενης σε ατύχημα σε φίλαθλο (θεατή) κατά τη διάρκεια αθλητικού αγώνα, οφειλόμενη σε πλημμελή εκτέλεση των ως άνω υποχρεώσεων της. Βάσει των προεκτεθέντων, η προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζήτησε αφενός να παρέμβει η προσεπικληθείσα υπέρ αυτής στη δίκη, η οποία αφορά στην προαναφερθείσα κύρια αγωγή (υπό στοιχείο α΄) και να υποχρεωθεί η τελευταία (προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγομένη) να της καταβάλει κάθε ποσό που θα υποχρεωθεί αυτή (προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα) να καταβάλει, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ως άνω υπό στοιχείο α΄ κύρια αγωγή,στον ενάγοντα αυτής,για κεφάλαιο, τόκους κι έξοδα.Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού συνεκδικάσθηκαν οι προαναφερθείσες υπό στοιχεία α΄ και β΄ αγωγές (κύρια και παρεμπίπτουσα αντιστοίχως), έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμη, η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή, αναγνωρίσθηκε ότι η εναγομένη αυτής οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα της ίδιας αγωγής 1) το ποσό των 2.114,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως και 2) σε μηνιαίες δόσεις το ποσό των 105 ευρώ κάθε μήνα ετησίως για το χρονικό διάστημα από τις 15-10-2016 μέχρι και τις 15-10-2051, δηλαδή για 35 έτη, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση αυτής, επιπλέον, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 25.318 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως. Επίσης, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η ως άνω υπό στοιχείο β΄ παρεμπίπτουσα αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη αυτής να καταβάλει στην ενάγουσα της ίδιας αγωγής το ποσό των 71.532,10 ευρώ, που επιδικάστηκε με την ανωτέρω κύρια αγωγή, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του ποσού αυτού από την εναγομένη της κύριας αγωγής στον ενάγοντα αυτής. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι προαναφερθέντες εκκαλούντες με τις ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ κρινόμενες εφέσεις τους, αντιστοίχως, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτές, και ζητούν: α) ο εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (ενάγων της κύριας αγωγής) να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή του και β) η εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (εναγομένη της κύριας αγωγής) να εξαφανισθεί, η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή να απορριφθεί στο σύνολο της. Επιπροσθέτως, η εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ επικουρικής εφέσεως (ενάγουσα της παρεμπίπτουσας αγωγής) ζητεί, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεση και η ως άνω κύρια αγωγή, να εξαφανισθεί, η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει αντιστοίχως δεκτή η ως άνω υπό στοιχείο β΄ παρεμπίπτουσα αγωγή της.


ΙΙ. Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, αμέλεια, κατ’ άρθρον 330 του ΑΚ, υπάρχει όταν,αφενός μπορούσε να προβλεφθεί το αποτέλεσμα της παράνομης συμπεριφοράς και αφετέρου η αποτροπή του ήταν δυνατή με την καταβολή της απαιτούμενης επιμέλειας. Σημειωτέον ότι, αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114, Ι. Καράκωστα «Το δίκαιο των αδικοπραξιών» σελ. 29 επ.). Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό του ύψους της σχετικής αποζημιώσεως και της «εύλογης» χρηματικής ικανοποιήσεως, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία, και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. α΄ του ΑΚ, αν ο παθών συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη σχετική βλάβη ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό της. Ακόμη, για να υπάρχει συντρέχον πταίσμα, πρέπει η πράξη του παθόντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της βλάβης και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του παθόντος με την πρόκληση ή την έκταση της βλάβης (βλ. ΑΠ 444/2014, ΑΠ 1158/2012, ΑΠ 547/2010 όλες σε ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 του ΚΠολΔ, 914, 932, 297, 298 του ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Επίσης, πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ο.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1)σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2)ενέργεια (ή παράλειψη) του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και 3)η ενέργεια (ή παράλειψη) αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (βλ. ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012 114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010 419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006 94).

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

ΜονΕφΠειρ 12/2021 : "Αποζημίωση για ηθική βλάβη λόγω προσβολής προσωπικότητας - βιντεοσκόπηση ερωτικών σκηνών [revenge porn]"

 


Αριθμός 12/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 3-12-2018 (γεν.αριθμ.καταθ…../2018) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ΄αριθμ. 4732/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1,2,3, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (αρθρ.524, 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57§2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη. Σύμφωνα με το άρθρο 301 του ΠΚ «όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ΄αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση». Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης/10/1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του Ν. 2472/1997 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα νοούνται κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων, ως ευαίσθητα δεδομένα νοούνται τα δεδομένα που αφορούν στην φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, καθώς και στα σχετικά με τις ποινικές διώξεις ή καταδίκες, ως υποκείμενο δεδομένων νοείται το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, ως υπεύθυνος επεξεργασίας νοείται οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, ως επεξεργασία νοείται κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο, ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ή ένωση προσώπων, ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς την βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων, και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή και η καταστροφή και ως συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων θεωρείται κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική, δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρει επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται, ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεση του και στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 ορίζεται, ότι κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (και) όταν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων. Στο άρθρο 10 του ίδιου πάντοτε νόμου ορίζεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη και στο άρθρο 22 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα (παρ. 4). Και στο άρθρο 23 παράγρ. 1 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του Ν. 2472/1997 προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. Οι ως άνω διατάξεις ερμηνεύονται με βάση: α) το σκοπό του ν. 2472/1997, συνιστάμενο στη διασφάλιση του φιλελεύθερου και δικαιοκρατικού χαρακτήρα της τεχνολογικής αναπτύξεως και στην προστασία του ατόμου από την πληροφορική και ψηφιακή τεχνολογία, η οποία παρέχει θεωρητικώς και πρακτικώς απεριόριστες δυνατότητες συσσωρεύσεως και συσχετισμού πληροφοριών για όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημοσίας ζωής του ανθρώπου, και επιτρέπει την παραγωγή, με βάση τις ιδιότητες του ως πολίτη, εργαζομένου, ασφαλισμένου, καταναλωτή κλπ, μιας ανάγλυφης εικόνας της προσωπικότητας του, η οποία τον καθιστά διαφανή και κατά τούτο ελέγξιμο αν όχι και χειραγωγήσιμο και β) υπό το φως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, συναγομένων επαγωγικώς εκ των επί μέρους εκδηλώσεων της ζωής, της επιστήμης και της τέχνης και χρησιμοποιουμένων προς εξειδίκευση της αορίστου νομικής εννοίας “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”. Σε περίπτωση δε παραβιάσεως τους εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1977 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται, και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα. Περαιτέρω, ως προς την έννοια του “προσωπικού δεδομένου”, αυτή προσδιορίζεται από το νόμο, ως “κάθε πληροφορία, που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τις λοιπές του άρθρου 2 του Ν. 2472/1997, όπως αυτές προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι, για να εμπίπτει η “πληροφορία” αυτή στην έννοια του προσωπικού δεδομένου, θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με το υποκείμενο και τις, προσωπικού χαρακτήρα, ιδιότητες ή εκδηλώσεις αυτού, οι οποίες δεν είναι επιδεκτικές δημοσιοποίησης (διάδοσης), εκτός εάν το ίδιο το “υποκείμενο” συγκατατεθεί σ’ αυτό (ΑΠ 637/2013 δημ. Νόμος, ΑΠ 1107/2011 Δ/νη 2011.1608, ΕφΑθ 1437/2014 ΝοΒ 2014.849). Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι με το Ν 2472/1997 οριοθετείται η έκταση προστασίας των αντιτιθέμενων αγαθών της προσωπικότητας (ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του ατόμου) και της πληροφοριακής ελευθερίας (του δικαιώματος του προσώπου να πληροφορεί και να πληροφορείται), θέτοντας στην άσκηση της τελευταίας συγκεκριμένους περιορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η προστασία της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του φυσικού προσώπου, όσο και η ελεύθερη κυκλοφορία (συλλογή-μετάδοση-χρήση) των προσωπικών πληροφοριών που αφορούν το φυσικό πρόσωπο, και για την ασφάλεια των συναλλαγών και για την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η ρύθμιση του Ν 2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρο 2 § 1, 5 § 1, 9 § 1 εδ. 2 και 19 του Συντάγματος, 57 του ΑΚ, 362, 363 ΠΚ κ.λπ.) συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 του ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παρανόμων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται – κατ` αρχήν- απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (ΕφΑθ 1437/2014, ΕφΘεσ 87/2013 δημ. Νόμος, μελέτη Μ. Σταθόπουλου ΝοΒ 48,1 επ.). Από τις διατάξεις τέλος του προαναφερθέντος άρθρου 23 παρ. 1 και 2, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη, δηλαδή το κατά τις διατάξεις του Ν 2472/1997 υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων (ΑΠ 1257/2005 δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1597/2007 ΔΕΕ 2008/603).