Ναυτοδικείο Πειρ 16/20 : ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ - νέος ΠΚ - ΕΚΡΗΚΤΙΚΕΣ ΥΛΕΣ - ΜΟΛΟΤΟΦ - ΕΠΑΡΚΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ. Περίπτωση στρατιωτικού/ναύτη που συμμετείχε σε πορεία και ο οποίος έριχνε κοκτέιλ μολότοφ σε αστυνομικούς. Νέος ΠΚ. Θεμελίωση του εγκλήματος της έκρηξης. Κατοχή εκρηκτικών υλών - Με το νέο ΠΚ πλέον έγινε πλημμέλημα. Είδος εκρηκτικού μηχανισμού αποτελεί και η ''βόμβα Μολότοφ''. Στην υπό κρίση υπόθεση όμως, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος έριχνε απλές κοκτέιλ μολότοφ που δεν προκαλούν έκρηξη και άρα δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της προκείμενης αξιόποινης πράξηςΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΒΟΥΛΕΥΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 16/2020
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές :
1) ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟ Αναστάσιο - Διονύσιο, Στρατιωτικό Δικαστή A', Προεδρεύοντα, επειδή κωλύεται ο Πρόεδρος,
2) ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Χρυσή, Στρατιωτική Δικαστή Γ΄ και
3) ΤΟΛΗ Ευάγγελο, Πάρεδρο Στρατιωτικών Δικαστηρίων, εισηγητή, που ορίσθηκαν από τον αναπληρωτή Πρόεδρο του Ναυτοδικείου Πειραιά. Συνεδρίασε στο γραφείο του Προεδρεύοντος την 18η Νοεμβρίου 2020.
Στη συνεδρίαση ήταν παρούσα η Γραμματέας του Δικαστικού Συμβουλίου, Ταγματάρχης (ΣΔΓ) ΡΑΪΚΟΥ Θεοδώρα.
Το Συμβούλιο κλήθηκε να αποφανθεί για την ποινική υπόθεση με αριθμό ΒΥΕ : …/2019, για την οποία η Αντεισαγγελέας ΠΑΥΛΑΚΟΥ Παναγιώτα, Στρατιωτική Δικαστής Β’, έχει υποβάλει την υπ` αριθμ. …/2020 έγγραφη πρότασή της, που έχει ως εξής : «Εισάγω στο Συμβούλιό σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 §§ 2 και 4, 138 § 1 εδ. β΄, 308 § 1 του ΚΠΔ και 200 § 1, 213 § 1 του ΣΠΚ, την ποινική δικογραφία που μου υποβλήθηκε από την Ανακρίτρια 2ου Τμήματος με αριθμό αναφοράς ΒΠΔ: …/2019 κατά του …, του … και της …, που γεννήθηκε το έτος 19.., στην Α και υπηρετεί στο ..., Ναύτη ΟΒΑ ΠΝ, με Α.Μ.: ...., κατηγορουμένου για α) διατάραξη κοινής ειρήνης, β) έκρηξη από κοινού, γ) κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών από κοινού, δ) απόπειρα βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από κοινού, ε) εμπρησμό από κοινού, στ) αντίσταση, ζ) παράνομη οπλοφορία, η) παράνομη χρήσης εκρηκτικών υλών και θ) οπλοχρησία, οι οποίες φέρεται ότι τελέσθηκαν στην Αθήνα την 6-12-2018 κατά τη διάρκεια επεισοδίων, και εκθέτω ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκέντρωσε αρχικά η νομίμως διενεργηθείσα διαδικασία ενώπιον της Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία η κύρια ανάκριση ενώπιον της Ανακρίτριας του 2ου Τμήματος του Ναυτοδικείου Πειραιά, και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των νόμιμα εξετασθέντων μαρτύρων, καθώς και τα λοιπά έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τα με ΑΠ…./18-6-2019 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών υπεβλήθη σε μας λόγω αρμοδιότητάς μας ποινική δικογραφία με ΑΒΜ … και με αριθμό …/71, σύμφωνα με το υπ’αρ. 2299/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και κατόπιν ασκήθηκε η ανωτέρω ποινική δίωξη με την παραγγελία κύριας ανάκρισης προς την Ανακρίτρια 2ου Τμήματος Ναυτοδικείου Πειραιώς, η οποία απήγγειλε κατηγορία στον ως άνω κατηγορούμενο συμφώνως με την παραγγελία μας και νομίμως περάτωσε με την απολογία του κατηγορουμένου και με γνωστοποίηση πέρατος σε αυτόν, σύμφωνα με 270 παρ.1 και 308 παρ.4β ΚΠΔ, υποβάλλοντας στην Εισαγγελία Ναυτοδικείου Πειραιώς με το ΑΒΠΔ …/12-6-2020 έγγραφό της την δικογραφία. Επισημαίνεται ότι με την υπ’αρ. .../10-2-2020 διάταξή της έχει επιβληθεί στον κατηγορούμενο ο περιοριστικός όρος της υποχρέωσης εμφάνισης στο ΑΤ κατοικίας/ διαμονής του άπαξ και εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μήνα. Η κατανόηση του νομικού υπόβαθρου της παρούσας υπόθεσης και η οριοθέτηση των ποινικών της προεκτάσεων στο πραγματικό τους μέγεθος καθιστά αναγκαίες τις ακόλουθες ερμηνευτικές προσεγγίσεις: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 1, 2 και 3 ΠΚ, όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 189 ΠΚ αναριθμήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν.4322/2015 «1. Όποιος συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που με ενωμένες δυνάμεις διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παράνομα σε ξένα σπίτια, κατοικίες ή άλλα ακίνητα κτήματα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 2. Οι υποκινητές και εκείνοι που εκτέλεσαν βιαιοπραγίες τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. 3. Οι ποινές αυτές επιβάλλονται αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για να στοιχειοθετεί το έγκλημα της διατάραξης της κοινής ειρήνης απαιτείται: α) συγκέντρωση στο ίδιο μέρος απροσδιόριστου αριθμού προσώπων, ο οποίος δεν ορίζεται στο νόμο, χωρίς όμως εναλλαγή των προσώπων αυτών, β) η συνάθροιση να είναι δημόσια, να συγκεντρώνονται δηλαδή πολλοί στο ίδιο μέρος και να μπορεί ο καθένας τους να πάρει μέρος στη συγκέντρωση και να ενωθεί με τους άλλους, χωρίς να έχει σημασία αν η συνάθροιση γίνεται σε δημόσιο τόπο ή όχι, γ) το πλήθος που συναθροίστηκε να διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων με ενωμένες δυνάμεις, το οποίο σημαίνει ότι οι βιαιοπραγίες πρέπει να διαπράττονται από κοινού και δ) δόλος του δράστη που περιλαμβάνει τη γνώση του ότι ενώνεται σε δημόσια συνάθροιση πλήθους, όταν διαπράττονται βιαιοπραγίες κατά προσώπων ή πραγμάτων και τη θέλησή του να παραμείνει στη συνάθροιση ως μέλος της και μόνο με την παρουσία του, χωρίς να είναι ανάγκη όλοι όσοι συμμετέχουν να διαπράττουν βιαιοπραγίες (ΑΠ 1782/1997, ΑΠ 991/1985). Βιαιοπραγία είναι η μια πράξη εκτόνωσης, διαμαρτυρίας ή αγανάκτησης, που χαρακτηριστικά έχει αποδοθεί ως «ένα είδος βίας για τη βία». Το νέο άρθρο 189, ισχύον από 1-7-2019, αφήνει κατά βάση αναλλοίωτη τη δομή του εγκλήματος, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της αξιόποινης συμπεριφοράς, αυξάνει ωστόσο την απειλούμενη ποινή του βασικού αδικήματος (από φυλάκιση έως δύο σε φυλάκιση έως τρία έτη), ενώ για την πράξη των υποκινητών και των βιαιοπραγούντων ισχύει η ίδια ποινή (φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρ. 270 πΠΚ συνάγεται ότι τιμωρείται κατά τις διακρίσεις αυτού και με τις ποινές που αναφέρονται σ` αυτό, εκτός των άλλων, και όποιος με πρόθεση προξενεί έκρηξη με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως με τη χρήση εκρηκτικών υλών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος σε άνθρωπο. Επομένως, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της έκρηξης δεν αρκεί μόνη η πρόκληση της έκρηξης αυτής, αλλά πρέπει επί πλέον να διαπιστούται ότι από την έκρηξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος σε άνθρωπο. Υποκειμενικώς απαιτείται πρόθεση, δηλαδή δόλος που συνίσταται στη γνώση της εκρηκτικής ιδιότητας της χρησιμοποι ούμενης ύλης και θέληση να προξενήσει έκρηξη με πρόκληση εντεύθεν κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου ανθρώπου ή εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας. Η έκρηξη συνιστά φαινόμενο αιφνίδιο, κατά την διάρκεια του οποίου ελευθερούνται αέρια που τελούν υπό υψηλή πίεση ή παράγονται αέρια εντός βραχυτάτου χρόνου, των οποίων η διαστολή σε πολλαπλάσιο του αρχικού όγκου προκαλεί ισχυρό μηχανικό αποτέλεσμα που συνοδεύεται από κρότο, παροδική λάμψη και έκρηξη θερμότητας. Μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (1-7-2019), διατηρήθηκε ως συνδετικό στοιχείο η έννοια του κοινού κινδύνου, άλλαξε όμως η μορφή του αδικήματος από αφηρημένης διακινδύνευσης σε συγκεκριμένης διακινδύνευσης, αφού πλέον απαιτείται η πρόκληση του κινδύνου και όχι η δυνατότητα πρόκλησης αυτού, εκλογικεύτηκε και η ποινή (κάθειρξη έως δέκα έτη από κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών). Εξάλλου, κατά το άρ. 272 παρ. 1 πΠΚ (ισχύς προ 1-7-2019), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρ. 3 παρ. 1 του Ν. 2928/2001, όποιος κατασκευάζει προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόμβες με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα ή κίνδυνο για άνθρωπο ή να τις παραχωρήσει σε άλλον για τέτοια χρήση τιμωρείται με κάθειρξη. Ως εκρηκτικές ύλες, κατά την διάταξη του άρ. 1 παρ. 1 στοιχ. ε`του Ν. 2168/1993, θεωρούνται τα στερεά ή υγρά σώματα τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται χημική μεταβολή και μετατρέπονται σε αέριες μάζες με συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών ή πιέσεων, με αποτελέσματα βλητικά ή εκρηκτικά, ως εκρηκτικός δε μηχανισμός, κατά το στοιχ. στ` της ίδιας διάταξης, θεωρείται κάθε συσκευή που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη οποιοσδήποτε εκρηκτικής ύλης, είδος δε εκρηκτικού μηχανισμού αποτελεί και η γνωστή με την ονομασία «βόμβα Μολότωφ», ήτοι φιάλη περιέχουσα εύφλεκτο υγρό, όπως η βενζίνη, που εκσφενδονίζεται με αναμμένο το φυτίλι και προκαλεί με την πρώτη της σε σκληρή επιφάνεια έκρηξη, γιατί, αν και ως τελικό αποτέλεσμα έχει τον εμπρησμό, παρά ταύτα το άμεσο αποτέλεσμά της δεν είναι η πυρκαγιά αλλά η έκρηξη, δηλαδή η λόγω της ανάφλεξης και της ανύψωσης της θερμοκρασίας βίαιη ρήξη των τοιχωμάτων της φιάλης και η απελευθέρωση αερίων, συνέπεια της οποίας είναι η μετά την έκρηξη πυρκαγιά. Κατασκευή είναι ή από πρώτες ύλες δημιουργία εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών μηχανισμών, ενώ κατοχή υπάρχει όταν η εκρηκτική ύλη ή ο εκρηκτικός μηχανισμός βρίσκεται στην διάθεση του δράση είτε γι` αυτόν τον ίδιο είτε για άλλον. Υποκείμενο του σωρευτικώς μικτού εγκλήματος του άρ. 272 παρ. 1 πΠΚ δύναται να είναι οποιοσδήποτε (δηλαδή δεν απαιτείται να έχει ορισμένη ιδιότητα) που κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικούς μηχανισμούς με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει ο ίδιος για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένο πράγμα (ήτοι απειλή της ιδιοκτησίας τρίτων, σε μεγάλη κλίμακα) ή κίνδυνο ανθρώπου ή να τις παραχωρήσει σ` άλλον για να τις χρησιμοποιήσει για τον ίδιο σκοπό, η επιτυχία του οποίου είναι αδιάφορη. Απαραίτητο στοιχείο του εγκλήματος του άρ. 272 παρ. 1 ΠΚ είναι η δόλια προαίρεση του υπαιτίου, η οποία έγκειται στη γνώση και θέληση της κατασκευής και της κατοχής των εκρηκτικών υλών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η βενζίνη αν είναι συγκεντρωμένη σε ένα δοχείο, διότι τότε υφίσταται κατά τους κανόνες της κοινής πείρας κίνδυνος έκρηξης, με την μετατροπή της σε εκρηκτική ύλη, με την ανύψωση της θερμοκρασίας. Τα εγκλήματα της έκρηξης και της κατοχής εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών διαφέρουν κατά τα αντικειμενικά συστατικά τους στοιχεία, και επομένως υπάρχει μεταξύ τους αληθής πραγματική συρροή. Μετά την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (1-7-2019), επήλθε σημαντική αλλαγή στη μορφή και περιεχόμενο του αδικήματος, το οποίο πλέον έγινε πλημμέλημα και αφορά μόνο εκρηκτικές ύλες και εκρηκτικές βόμβες, ως τα πλέον επικίνδυνα μέσα με τα οποία μπορεί να προκληθεί έκρηξη. Το αξιόποινο περιορίζεται σε αυτά τα είδη από τα οποία μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο, στοιχείο που πρέπει να προκύπτει σε κάθε περίπτωση είτε από τα ίδια τα χαρακτηριστικά αυτών των αντικειμένων (πχ. σύσταση, δυναμική, κλπ) είτε από τις συνθήκες κατασκευής ή κατοχής (πχ. συνύπαρξη με άλλα υλικά που μπορούν να οδηγήσουν σε έκρηξη που θα θεμελιώνει κίνδυνο ανθρώπου. Η απαξία που συνδέεται με το αδίκημα του άρθρου 272ΠΚ αφορά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα αντικείμενα μπορούν να οδηγήσουν ορισμένες φορές ακόμα και αυτοδύναμα σε έκρηξη. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος τόσο για τις πράξεις της κατασκευής, προμήθειας ή κατοχής εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών βομβών όσο και για την υπάρχουσα στη συγκεκριμένη περίπτωση δυνατότητα των τελευταίων να προκαλέσουν κίνδυνο για άνθρωπο. Με το άρθρο 4 παρ.1 του ν.4637/2019 (ΦΕΚ Α180/18-11-2019), προστέθηκε νέα παράγραφος 2 στο άρθρο, κατά τη διάταξη της οποίας η πράξη της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών ανάγεται σε κακούργημα τιμωρούμενο με κάθειρξη έως δέκα έτη, αν ο υπαίτιος την τελεί ενώ διαπράττει διατάραξη της κοινής ειρήνης (189 παρ.1,3 νΠΚ). Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 308 παρ. 1 ΠΚ “Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται…”, σύμφωνα δε με την διάταξη του άρ. 310 παρ. 1 “Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρ. 310 “Αν ο υπαίτιος επεδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών”. Ως προς το περιεχόμενο του όρου “βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση” προνοεί η παρ. 2 του άρ. 310, σύμφωνα με την οποία τέτοια πάθηση υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του. Ως προς τη σχέση της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης και της απλής, επικρατεί στην επιστήμη του Ποινικού Δικαίου η άποψη ότι η πρώτη συνιστά διακεκριμένη παραλλαγή της δεύτερης (Βλ. Ανδρουλάκη “Ποινικόν Δίκαιον-Ειδικόν Μέρος” σελ. 125,Γάφου “Ποιν. Δίκαιον”,Ειδ. Μέρος,τ.Δ΄,σ. 105). Κατ΄άλλη άποψη, η παρ. 3 του άρ. 310 ΠΚ τυποποιεί ξεχωριστό έγκλημα σωματικής βλάβης που είναι κι αυτό βασικό, όπως και η απλή σωματική βλάβη: τη βαριά σωματική βλάβη με άμεσο δόλο 1ου βαθμού. Το έγκλημα του 310ΠΚ έχει νοηματική αυτοτέλεια σε σχέση με την απλή σωματική βλάβη: τοποθετείται ανάμεσα στην τελευταία και την ανθρωποκτονία από πρόθεση, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το ύψος της απειλούμενης ποινής (κάθειρξη έως 10 έτη). Η συγκεκριμένη θεώρηση της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης αποδίδει εκφραστικά τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική της διαφοροποίηση σε σχέση με την απλή σωματική βλάβη (Βλ. Μανωλεδάκη “Γενική Θεωρία”,τ. Β΄σελ. 166-7, Μαργαρίτη “Σωματικές Βλάβες”,1991,σελ.474- 75). Η ανάγκη σαφούς οριοθέτησης της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης σε σχέση με τις λοιπές προβλεπόμενες μορφές βαριάς σωματικής βλάβης αφ’ενός και την απόπειρα ανθρωποκτονίας αφ’ετέρου, υποδηλώνει με σαφήνεια την ανάγκη για επίδειξη ιδιαίτερης προσοχής σε όλη την διαδικασία ανίχνευσης και ερμηνευτικής προσέγγισης του συγκεκριμένου εγκλήματος. Στο πλαίσιο αυτό, το είδος της υποκειμενικής υπαιτιότητας του κατηγορουμένου αναδεικνύεται σε κυρίαρχη παράμετρο. Έτσι, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης αρκεί η ύπαρξη έστω και ενδεχομένου δόλου, ζήτημα γεννάται αν ο ίδιος βαθμός υποκειμενικής υπαιτιότητας αρκεί για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης. Κατά το άρ. 310 παρ. 3 ΠΚ, για την κατάφαση των απαιτουμένων υποκειμενικών στοιχείων απαιτείται ο δράστης να επεδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε, το επιπλέον, δε, αυτό βουλητικό στοιχείο αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά σε σχέση με το έγκλημα της παρ. 1 του ίδιου άρθρου (σκοπούμενη σωματική βλάβη), για το οποίο, ως έγκλημα εκ του αποτελέσματος, τυγχάνει αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη, κατ’άρ. 29 ΠΚ, η συνδρομή και μόνων των στοιχείων της αμέλειας. Σύμφωνα με το άρ. 27 παρ. 2 ΠΚ, “Όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος, απαιτείται ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα”. Στην ποινική νομοθεσία περιλαμβάνεται μια πλειάδα διατάξεων (βλ. ενδεικτικά άρ. 139,148,211,218,222.229,372 παρ. 1,385,386 ΠΚ) όπου ως προϋπόθεση τιμώρησης τίθεται η τέλεση της πράξης με σκοπό επέλευσης ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή η επιδίωξη από το δράστη ενός περαιτέρω αποτελέσματος που δεν ανήκει στην αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Αυτή η προϋπόθεση τιμώρησης εισάγεται όχι μόνον με την έκφραση “με σκοπό” αλλά και με άλλες ομόσημες εκφράσεις ( “όπως”, “γιά να”, “προς”, “απέβλεπε”, “αποσκοπούσε” κλπ.).Όλες αυτές οι περιπτώσεις εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη και για τα οποία ο νόμος αξιώνει την επιδίωξη παραγωγής ορισμένου αποτελέσματος, υπάγονται στη ρύθμιση του άρ, 27 παρ. 2 ΠΚ, με συνέπεια να απαιτείται η ύπαρξη δόλου 1ου βαθμού για την πλήρωση των στοιχείων της υποκειμενικής τους υπόστασης (Βλ. Ανδρουλάκη “Η επιδίωξη παραγωγής ορισμένου αποτελέσματος (άρ. 27 παρ. 2 ΠΚ)” σε “Μνήμη Χωραφά-Γάφου-Γαρδίκα”τ. Α΄,σελ. 1 επ.). Περιεχόμενο του δόλου αποτελεί η βούληση και η γνώση της αντικειμενικής αιτιότητας. Αυτές πρέπει να συνοδεύουν ολόκληρη τη συνδρομή της αιτιότητας, καλύπτοντας πέρα από τη θεληματική μυική κίνηση ή αδράνεια και το αποτέλεσμα που αυτή επιφέρει (Μανωλεδάκης “Επιτομή Γεν. Μέρους” σελ. 144), ενώ το γνωστικό στοιχείο του άμεσου δόλου 1ου βαθμού τυγχάνει δεδομένο όχι μόνον όταν ο δράστης γνωρίζει ως αναγκαία αλλά και όταν αποβλέπει ως ενδεχόμενη την επέλευση του επιδιωκομένου αποτελέσματος (Ανδρουλάκης, ο.π. ). Με τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (1-7-2019), υιοθετήθηκαν ουσιώδεις αλλαγές ως προς τη δομή και το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 310ΠΚ, καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ των παραγράφων 1 και 3 και προβλέπεται πλέον ένα ενιαίο έγκλημα βαριάς σωματικής βλάβης με δόλο στο α΄εδάφιο της παραγράφου 1, ενώ στο β΄εδάφιο απειλείται αυξημένη ποινή στην περίπτωση που διαπιστώνεται άμεσος δόλος α΄βαθμού (επιδίωξη). Πλέον δεν τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα η απλή σωματική βλάβη που έχει ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη από αμέλεια του υπαιτίου, η οποία εντασσόταν στην παλιά παράγραφο 1. Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 42 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ).