Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

"Υποχρεωτικός εμβολιασμός και COVID-19: η προστασία της δημόσιας υγείας ως λόγος περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων εν μέσω πανδημίας" [Απόστολος Βλαχογιάννης, Δ.Ν. Université Paris II Panthéon-Assas, Μέλος ΣΕΠ ΕΑΠ]



Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του κορωνοϊού COVID-19, η καθιέρωση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού ή συγκεκριμένων (ευπαθών) ομάδων, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο, είναι καθ’ όλα σύμφωνη με το ελληνικό Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τη Σύμβαση του Οβιέδο, ενώ δεν προσκρούει ούτε σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Αυτό ισχύει τόσο για τις ευθείες όσο και για τις έμμεσες κυρώσεις, που μπορούν να μετατρέψουν ένα προαιρετικό καταρχήν μέτρο σε υποχρεωτικό δια της πλαγίας οδού. Η αυτονομία του προσώπου και η αρχή της ενημερωμένης συναίνεσης μπορούν να καμφθούν, εν μέσω πανδημίας, για λόγους προάσπισης του αγαθού της δημόσιας υγείας, όπως έχει εξάλλου συμβεί παλαιότερα στην Ελλάδα και έχει γίνει κατά καιρούς δεκτό από διάφορα εθνικά και υπερεθνικά δικαιοδοτικά όργανα. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πώς ό,τι είναι συνταγματικά επιτρεπτό καθίσταται αυτομάτως και συνταγματικά επιβεβλημένο. Το κατά πόσο το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού παρίσταται ως επιβεβλημένο συναρτάται από μια σειρά παραγόντων, που πρέπει να συνεκτιμηθούν κυριαρχικά από τον νομοθέτη, αφού συμβουλευθεί τους ειδικούς και λάβει υπόψη του τα διαθέσιμα επιστημονικά και επιδημιολογικά στοιχεία Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρόκειται για μια λύση που αυτός διαθέτει στο οπλοστάσιό του, προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία και να αντιμετωπιστεί η τρέχουσα πανδημία, με τις καταστροφικές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, συνέπειές της.

Προδημοσίευση από το περιοδικό ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, τεύχος 3/2020

Διαβάστε την μελέτη εδώ : Υποχρεωτικός εμβολιασμός και covid_2019

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

ΜονΕφΠατρών 30/2021 : "Ερημοδικία εκκαλούντος - Ειδική διαδικασία διαφορών από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές - Αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω COVID-19"



Ερημοδικία εκκαλούντος σε έφεση που εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Ματαίωση συζήτησης λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας για τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19. Επαναφορά αυτεπαγγέλτως με εγγραφή στο πινάκιο. Ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και δεν απαιτείται κλήτευση του εκκαλούντος. Ερημοδικία εκκαλούντος. Απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν.


ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ Η

ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ

Αριθμός απόφασης 30/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Κατέχη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα την 3 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του εκκαλούντος : ..., κατοίκου Αιγίου, οδός ..., με ΑΦΜ ..., ο οποίος ουδόλως παραστάθηκε.

Του εφεσίβλητου : ..., κατοίκου Αθηνών, οδός ..., με ΑΦΜ ..., τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια του δικηγόρος ΓΜ (AM ΔΣΑΘηνών ........).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23/6/2015 αγωγή του κατά των εναγομένων, μεταξύ των οποίων και του ήδη εκκαλούντος, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../29-6-2015. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξέδωσε την υπ' αριθμόν 169/2018 απόφαση του, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή εν μέρει.

Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 24/9/2018 έφεση του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./25-9-2018 και ακολούθως προσδιορίστηκε προς συζήτηση από τη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (./2019) για τη δικάσιμο της 2/4/2020 και εγγράφηκε στο πινάκιο, πλην όμως η συζήτηση της κατά την ως άνω δικάσιμο ματαιώθηκε. Ήδη, δυνάμει της υπ' αριθμ. ./1-6-2020 πράξης του Προέδρου Εφετών Πατρών, η ως άνω αγωγή επαναφέρεται αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του (παριστάμενου) εφεσίβλητου παραστάθηκε στο Δικαστήριο και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως φέρεται αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση για την παραπάνω δικάσιμο η κρινόμενη έφεση, μετά τη ματαίωση, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων κατά το χρονικό διάστημα από 13/3/2020 μέχρι 31/5/2020, της συζήτησης της κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 2/4/2020, δυνάμει της υπ' αριθμ. ./1-6-2010 πράξης του Προέδρου Εφετών Πατρών, που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 2 ν. 4690/2020.

Στη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α' ΚΠολΔ ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Σημειώνεται ότι οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 524 ΚΠολΔ τροποποιήθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, σύμφωνα δε με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου, οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατεθειμένα από 1/1/2016 ένδικα μέσα και αγωγές. Καταργείται λοιπόν η ρύθμιση που είχε εισαχθεί με το άρθρο 44 παρ. 1 ν. 3994/2011, που όριζε ότι στην εν λόγω περίπτωση εφαρμόζονταν οι διατάξεις περί ερημοδικίας του ενάγοντος και με τη νέα διάταξη επανέρχεται η διατύπωση της παρ. 3 ως είχε πριν από την τροποποίηση της με το ν. 3994/2011, οπότε η απόρριψη της έφεσης ένεκα της ερημοδικίας του εκκαλούντος θεωρείται ότι γίνεται στην ουσία, όπως γινόταν δεκτό κατά την εφαρμογή της διάταξης αυτής πριν το ν. 3994/2011, που όριζε ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Τα ίδια ισχύουν πλέον, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική ρύθμιση, και σε οποιαδήποτε ειδική διαδικασία του προϊσχύσαντος δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρα 614 έως 621επ. ΚΠολΔ), ενόψει της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΕφΑιγ 40/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 241/2019, ΜΕφΠειρ 155/2018, αδημ., πρβλ. και ΜΕφΠειρ 33/2019 αδημ. ΜΕφΠειρ 338/2018 αδημ., Κ.Οικονόμου, Η Έφεση, έκδ. 2017. σελ. 228). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 και 271 ΚΠολΔ και κατ' εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης της προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι για να επέλθει το αποτέλεσμα της απόρριψης της έφεσης, θα πρέπει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, επίσπευση η οποία, μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, συντελείται, κατ' άρθρο 498 ΚΠολΔ, με κλήση κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, που επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου, αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε και υποδηλώνει τη βούληση του ότι επιθυμεί την εκδίκαση της. Αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή αν αυτός δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση ή δε συμμετείχε σ' αυτήν προσηκόντως, παρόλο που κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον εφεσίβλητο, αν τη συζήτηση επισπεύδει ο τελευταίος, η έφεση του απορρίπτεται, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Η απόρριψη της έφεσης στην περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος και προσήκουσας παράστασης του εφεσίβλητου γίνεται κατ' ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, χωρίς να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, επειδή, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και βάσιμο τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 41. 804, ΑΠ 651/2012 ΝοΒ 2012. 2393, Β.Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, έκδ. 2015, σελ. 443 και 450, αρ. 1773 και 1792ιζ-ιθ αντίστοιχα, Ν.Νίκας, Εγχειρίδιο πολιτικής δικονομίας, β' έκδ. 2016, σελ. 829, Χ.Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, άρθρο 524 αρ. 1 και 9, Κ.Οικονόμου, Η έφεση, έκδ. 2017, σελ. 228-229, αρ. 29-20).

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

ΕισΑΠ Εγκύκλιος 2/2021 : "Διαδικασία επί αυτοφώρου πλημμελήματος- Σύλληψη και κράτηση δικηγόρου (κατά τον Κώδικα Ποινικής δικονομίας και τον Κώδικα δικηγόρων)"

 


Θέμα : "Διαδικασία επί αυτοφώρου πλημμελήματος- Σύλληψη και κράτηση δικηγόρου (κατά τον Κώδικα Ποινικής δικονομίας και τον Κώδικα δικηγόρων)"


Είναι αυτονόητο ότι οι κατά καιρούς Γνωμοδοτήσεις καθώς και οι Γενικές Οδηγίες του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (απευθυνόμενες προς τους Εισαγγελικούς Λειτουργούς της Χώρας υπό μορφή Εγκυκλίων) στο πλαίσιο της εκ των διατάξεων των άρθρων 19 §§ 1 στοιχ. γ, 2, 24 § 5 στοιχ. α και 25 § 2 ΚΟΔΚΔΛ αρμοδιότητάς του, εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον δεν έχει επέλθει νομοθετική μεταβολή που επηρεάζει ουσιαστικά το περιεχόμενο τους.

Με την υπ' αριθμ. 8/2011 ΓνωμΕισΑΠ [Δ. Κατσιρέα] (ΠοινΔικ 2002, 147), διευκρινιστική της προηγηθείσας υπ' αριθμ. 1/2001 Εγκ ΕισΑΠ [Π. Δημόπουλου] (ΠοινΧρ 2001, 763 και ΠοινΔικ 2001, 389), ο (τότε) Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε εκφράσει τη γνώμη (βάσει του τότε ισχύοντος ΚΠΔ) ότι τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, όπως είναι οι δικηγόροι, «θα συλλαμβάνονται και θα προσάγονται, όπως κάθε άλλος δράστης αυτοφώρου πλημμελήματος, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου αυτός να αποφασίσει αν θα εισαχθούν στο δικαστήριο την ίδια ημέρα σε τακτική ή έκτακτη δικάσιμο ή αν θα κρατηθούν για να εισαχθούν στο δικαστήριο την επόμενη ημέρα ή αν θα αφεθούν ελεύθεροι», καθώς και ότι «ο απολαύων ιδιάζουσας δωσιδικίας δράστης αυτοφώρου πλημμελήματος προσάγεται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, γιατί αυτός είναι αρμόδιος να ασκήσει ποινική δίωξη ή να θέσει τη μήνυση ή αναφορά στο αρχείο ή να απορρίψει με διάταξή του την έγκληση. Αν ο εν λόγω Εισαγγελέας βεβαιωθεί για την ταυτότητα του συλληφθέντος και για την ιδιότητά του ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας και ασκήσει κατ' αυτού ποινική δίωξη, ανακύπτει η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Εφετών και κατ' εντολήν αυτού ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών είτε θα διατάξει την προσαγωγή του συλληφθέντος στον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να παραπεμφθεί από τον τελευταίο αυτόν στο ακροατήριο του συνεδριάζοντος την ίδια ή την επόμενη ημέρα Εφετείου, είτε θα αφήσει ελεύθερο τον συλληφθέντα, παραγγέλλων ενδεχομένως προανάκριση». Για το ζήτημα που επέλυε η εν λόγω Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου (η οποία στην πραγματικότητα ήταν οιονεί διορθωτική της προηγηθείσας εισαγγελικής εγκυκλίου) διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις (βλ. ενδεικτικά: Β. Αδάμπα, Ιδιάζουσα δωσιδικία προσώπων, Θεμελίωση αυτής και επίδρασή της σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, ΠοινΧρ 2008, 472 επ., 475-477, Ευτ.Φυτράκη, Οι δικηγόροι πάνε στο αυτόφωρο; Ισότητα και αναλογικότητα σε σύγκρουση, ΠοινΔικ 2005, 1000-1004, και Πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη υπ' αριθμ. 20877/2004, Ποιν.Δικ 2005, 997-999). Ωστόσο, κατά την εικοσαετία που παρήλθε μετά τις προεκτεθείσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις και γενικές οδηγίες του Ανώτατου Εισαγγελέα της Χώρας κατά το έτος 2001, τέθηκαν σε ισχύ αφενός νέος Κώδικας Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) και αφετέρου νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), οι διατάξεις των οποίων μας υποχρεώνουν να επικαιροποιήσουμε (προσαρμόζοντας στα νέα δεδομένα) τις ισχύουσες οδηγίες της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων για τη διαδικασία επί αυτοφώρου πλημμελήματος, τη σύλληψη, κράτηση και προσαγωγή δικηγόρου ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 417 ΚΠΔ «Αν ο δράστης οποιουδήποτε πλημμελήματος έχει συλληφθεί επ' αυτοφώρω, ακολουθείται η διαδικασία πον αναφέρεται στα επόμενα άρθρα, εκτός αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχούν λόγοι να μην εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία», ενώ κατά το άρθρο 418 § 1 ΚΠΔ «Ο ανακριτικός υπάλληλος ή το αστυνομικά όργανο πον συνέλαβε τον δράστη επ' αυτοφώρω έχει την υποχρέωση να τον φέρει αμέσως ή, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα τον δικαστηρίού, μέσα στον απόλυτα αναγκαίο για τη μεταφορά χρόνο, στον αρμόδιο εισαγγελέα μαζί με την έκθεση για τη σύλληψη και τη βεβαίωση τον εγκλήματος, πον πρέπει υποχρεωτικά να τη συντάξει. Ο εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο αμέσως, χωρίς γραπτή προδικασία, στο ακροατήριο τον αρμόδιου δικαστηρίου που συνεδριάζει την ημέρα εκείνη, το οποίο και ασχολείται αμέσως με την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά την ημέρα αυτή δεν συνεδριάζει το αρμόδιο δικαστήριο, ορίζεται έκτακτη δικάσιμη για την ίδια ημέρα ή, όταν υπάρχει απόλυτη αδυναμία συγκρότησης τον δικαστηρίού αυθημερόν, για την επόμενη ημέρα.

Ο εισαγγελέας γνωστοποιεί προφορικά τα στοιχεία της κατηγορίας στον κατηγορούμενο χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος. Για την παραπάνω γνωστοποίηση συντάσσεται και προσαρτάται στη δικογραφία συνοπτική έκθεση πον υπογράφεται από τον εισαγγελέα, τον γραμματέα και τον κατηγορούμενο και σε περίπτωση ανάγκης μόνο από τον εισαγγελέα».

Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 275 § 1 ΚΠΔ ορίζει ότι «Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι τον άρθρον 31, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις τον Συντάγματος και τον άρθρου 279 του κώδικα για την άμεση προσαγωγή τον στον εισαγγελέα», ενώ με το άρθρο 279 § 1 ΚΠΔ προβλέπεται ότι «ρ συλλαμβανόμενος επ' αυτοφώρω ή με ένταλμα οδηγείται χωρίς αναβολή στον αρμόδιο εισαγγελέα, το αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από τη σύλληψή τον και, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα τον, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για την μεταφορά τον.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

Ναυτοδικείο Πειρ 16/20 : ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ - νέος ΠΚ - ΕΚΡΗΚΤΙΚΕΣ ΥΛΕΣ - ΜΟΛΟΤΟΦ - ΕΠΑΡΚΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ. Περίπτωση στρατιωτικού/ναύτη που συμμετείχε σε πορεία και ο οποίος έριχνε κοκτέιλ μολότοφ σε αστυνομικούς. Νέος ΠΚ


Ναυτοδικείο Πειρ 16/20 : ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ - νέος ΠΚ - ΕΚΡΗΚΤΙΚΕΣ ΥΛΕΣ  - ΜΟΛΟΤΟΦ - ΕΠΑΡΚΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ. Περίπτωση στρατιωτικού/ναύτη που συμμετείχε σε πορεία και ο οποίος έριχνε κοκτέιλ μολότοφ σε αστυνομικούς. Νέος ΠΚ. Θεμελίωση του εγκλήματος της έκρηξης. Κατοχή εκρηκτικών υλών  - Με το νέο ΠΚ πλέον έγινε πλημμέλημα. Είδος εκρηκτικού μηχανισμού αποτελεί και η  ''βόμβα Μολότοφ''. Στην υπό κρίση υπόθεση όμως, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος έριχνε απλές κοκτέιλ μολότοφ που δεν προκαλούν έκρηξη και άρα δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της προκείμενης αξιόποινης πράξης

ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΒΟΥΛΕΥΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ 16/2020

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές :

1) ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟ Αναστάσιο - Διονύσιο, Στρατιωτικό Δικαστή A', Προεδρεύοντα, επειδή κωλύεται ο Πρόεδρος,

2) ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Χρυσή, Στρατιωτική Δικαστή Γ΄ και

3) ΤΟΛΗ Ευάγγελο, Πάρεδρο Στρατιωτικών Δικαστηρίων, εισηγητή, που ορίσθηκαν από τον αναπληρωτή Πρόεδρο του Ναυτοδικείου Πειραιά. Συνεδρίασε στο γραφείο του Προεδρεύοντος την 18η Νοεμβρίου 2020.

Στη συνεδρίαση ήταν παρούσα η Γραμματέας του Δικαστικού Συμβουλίου, Ταγματάρχης (ΣΔΓ) ΡΑΪΚΟΥ Θεοδώρα.


Το Συμβούλιο κλήθηκε να αποφανθεί για την ποινική υπόθεση με αριθμό ΒΥΕ : …/2019, για την οποία η Αντεισαγγελέας ΠΑΥΛΑΚΟΥ Παναγιώτα, Στρατιωτική Δικαστής Β’, έχει υποβάλει την υπ` αριθμ. …/2020 έγγραφη πρότασή της, που έχει ως εξής : «Εισάγω στο Συμβούλιό σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 §§ 2 και 4, 138 § 1 εδ. β΄, 308 § 1 του ΚΠΔ και 200 § 1, 213 § 1 του ΣΠΚ, την ποινική δικογραφία που μου υποβλήθηκε από την Ανακρίτρια 2ου Τμήματος με αριθμό αναφοράς ΒΠΔ: …/2019 κατά του …, του … και της …, που γεννήθηκε το έτος 19.., στην Α και υπηρετεί στο ..., Ναύτη ΟΒΑ ΠΝ, με Α.Μ.: ...., κατηγορουμένου για α) διατάραξη κοινής ειρήνης, β) έκρηξη από κοινού, γ) κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών από κοινού, δ) απόπειρα βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από κοινού, ε) εμπρησμό από κοινού, στ) αντίσταση, ζ) παράνομη οπλοφορία, η) παράνομη χρήσης εκρηκτικών υλών και θ) οπλοχρησία, οι οποίες φέρεται ότι τελέσθηκαν στην Αθήνα την 6-12-2018 κατά τη διάρκεια επεισοδίων, και εκθέτω ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκέντρωσε αρχικά η νομίμως διενεργηθείσα διαδικασία ενώπιον της Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία η κύρια ανάκριση ενώπιον της Ανακρίτριας του 2ου Τμήματος του Ναυτοδικείου Πειραιά, και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των νόμιμα εξετασθέντων μαρτύρων, καθώς και τα λοιπά έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τα με ΑΠ…./18-6-2019 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών υπεβλήθη σε μας λόγω αρμοδιότητάς μας ποινική δικογραφία με ΑΒΜ … και με αριθμό …/71, σύμφωνα με το υπ’αρ. 2299/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και κατόπιν ασκήθηκε η ανωτέρω ποινική δίωξη με την παραγγελία κύριας ανάκρισης προς την Ανακρίτρια 2ου Τμήματος Ναυτοδικείου Πειραιώς, η οποία απήγγειλε κατηγορία στον ως άνω κατηγορούμενο συμφώνως με την παραγγελία μας και νομίμως περάτωσε με την απολογία του κατηγορουμένου και με γνωστοποίηση πέρατος σε αυτόν, σύμφωνα με 270 παρ.1 και 308 παρ.4β ΚΠΔ, υποβάλλοντας στην Εισαγγελία Ναυτοδικείου Πειραιώς με το ΑΒΠΔ …/12-6-2020 έγγραφό της την δικογραφία. Επισημαίνεται ότι με την υπ’αρ. .../10-2-2020 διάταξή της έχει επιβληθεί στον κατηγορούμενο ο περιοριστικός όρος της υποχρέωσης εμφάνισης στο ΑΤ κατοικίας/ διαμονής του άπαξ και εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μήνα. Η κατανόηση του νομικού υπόβαθρου της παρούσας υπόθεσης και η οριοθέτηση των ποινικών της προεκτάσεων στο πραγματικό τους μέγεθος καθιστά αναγκαίες τις ακόλουθες ερμηνευτικές προσεγγίσεις: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 1, 2 και 3 ΠΚ, όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 189 ΠΚ αναριθμήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν.4322/2015 «1. Όποιος συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που με ενωμένες δυνάμεις διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παράνομα σε ξένα σπίτια, κατοικίες ή άλλα ακίνητα κτήματα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 2. Οι υποκινητές και εκείνοι που εκτέλεσαν βιαιοπραγίες τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. 3. Οι ποινές αυτές επιβάλλονται αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για να στοιχειοθετεί το έγκλημα της διατάραξης της κοινής ειρήνης απαιτείται: α) συγκέντρωση στο ίδιο μέρος απροσδιόριστου αριθμού προσώπων, ο οποίος δεν ορίζεται στο νόμο, χωρίς όμως εναλλαγή των προσώπων αυτών, β) η συνάθροιση να είναι δημόσια, να συγκεντρώνονται δηλαδή πολλοί στο ίδιο μέρος και να μπορεί ο καθένας τους να πάρει μέρος στη συγκέντρωση και να ενωθεί με τους άλλους, χωρίς να έχει σημασία αν η συνάθροιση γίνεται σε δημόσιο τόπο ή όχι, γ) το πλήθος που συναθροίστηκε να διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων με ενωμένες δυνάμεις, το οποίο σημαίνει ότι οι βιαιοπραγίες πρέπει να διαπράττονται από κοινού και δ) δόλος του δράστη που περιλαμβάνει τη γνώση του ότι ενώνεται σε δημόσια συνάθροιση πλήθους, όταν διαπράττονται βιαιοπραγίες κατά προσώπων ή πραγμάτων και τη θέλησή του να παραμείνει στη συνάθροιση ως μέλος της και μόνο με την παρουσία του, χωρίς να είναι ανάγκη όλοι όσοι συμμετέχουν να διαπράττουν βιαιοπραγίες (ΑΠ 1782/1997, ΑΠ 991/1985). Βιαιοπραγία είναι η μια πράξη εκτόνωσης, διαμαρτυρίας ή αγανάκτησης, που χαρακτηριστικά έχει αποδοθεί ως «ένα είδος βίας για τη βία». Το νέο άρθρο 189, ισχύον από 1-7-2019, αφήνει κατά βάση αναλλοίωτη τη δομή του εγκλήματος, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της αξιόποινης συμπεριφοράς, αυξάνει ωστόσο την απειλούμενη ποινή του βασικού αδικήματος (από φυλάκιση έως δύο σε φυλάκιση έως τρία έτη), ενώ για την πράξη των υποκινητών και των βιαιοπραγούντων ισχύει η ίδια ποινή (φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρ. 270 πΠΚ συνάγεται ότι τιμωρείται κατά τις διακρίσεις αυτού και με τις ποινές που αναφέρονται σ` αυτό, εκτός των άλλων, και όποιος με πρόθεση προξενεί έκρηξη με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως με τη χρήση εκρηκτικών υλών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος σε άνθρωπο. Επομένως, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της έκρηξης δεν αρκεί μόνη η πρόκληση της έκρηξης αυτής, αλλά πρέπει επί πλέον να διαπιστούται ότι από την έκρηξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος σε άνθρωπο. Υποκειμενικώς απαιτείται πρόθεση, δηλαδή δόλος που συνίσταται στη γνώση της εκρηκτικής ιδιότητας της χρησιμοποι ούμενης ύλης και θέληση να προξενήσει έκρηξη με πρόκληση εντεύθεν κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου ανθρώπου ή εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας. Η έκρηξη συνιστά φαινόμενο αιφνίδιο, κατά την διάρκεια του οποίου ελευθερούνται αέρια που τελούν υπό υψηλή πίεση ή παράγονται αέρια εντός βραχυτάτου χρόνου, των οποίων η διαστολή σε πολλαπλάσιο του αρχικού όγκου προκαλεί ισχυρό μηχανικό αποτέλεσμα που συνοδεύεται από κρότο, παροδική λάμψη και έκρηξη θερμότητας. Μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (1-7-2019), διατηρήθηκε ως συνδετικό στοιχείο η έννοια του κοινού κινδύνου, άλλαξε όμως η μορφή του αδικήματος από αφηρημένης διακινδύνευσης σε συγκεκριμένης διακινδύνευσης, αφού πλέον απαιτείται η πρόκληση του κινδύνου και όχι η δυνατότητα πρόκλησης αυτού, εκλογικεύτηκε και η ποινή (κάθειρξη έως δέκα έτη από κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών). Εξάλλου, κατά το άρ. 272 παρ. 1 πΠΚ (ισχύς προ 1-7-2019), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρ. 3 παρ. 1 του Ν. 2928/2001, όποιος κατασκευάζει προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόμβες με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα ή κίνδυνο για άνθρωπο ή να τις παραχωρήσει σε άλλον για τέτοια χρήση τιμωρείται με κάθειρξη. Ως εκρηκτικές ύλες, κατά την διάταξη του άρ. 1 παρ. 1 στοιχ. ε`του Ν. 2168/1993, θεωρούνται τα στερεά ή υγρά σώματα τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται χημική μεταβολή και μετατρέπονται σε αέριες μάζες με συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών ή πιέσεων, με αποτελέσματα βλητικά ή εκρηκτικά, ως εκρηκτικός δε μηχανισμός, κατά το στοιχ. στ` της ίδιας διάταξης, θεωρείται κάθε συσκευή που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη οποιοσδήποτε εκρηκτικής ύλης, είδος δε εκρηκτικού μηχανισμού αποτελεί και η γνωστή με την ονομασία «βόμβα Μολότωφ», ήτοι φιάλη περιέχουσα εύφλεκτο υγρό, όπως η βενζίνη, που εκσφενδονίζεται με αναμμένο το φυτίλι και προκαλεί με την πρώτη της σε σκληρή επιφάνεια έκρηξη, γιατί, αν και ως τελικό αποτέλεσμα έχει τον εμπρησμό, παρά ταύτα το άμεσο αποτέλεσμά της δεν είναι η πυρκαγιά αλλά η έκρηξη, δηλαδή η λόγω της ανάφλεξης και της ανύψωσης της θερμοκρασίας βίαιη ρήξη των τοιχωμάτων της φιάλης και η απελευθέρωση αερίων, συνέπεια της οποίας είναι η μετά την έκρηξη πυρκαγιά. Κατασκευή είναι ή από πρώτες ύλες δημιουργία εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών μηχανισμών, ενώ κατοχή υπάρχει όταν η εκρηκτική ύλη ή ο εκρηκτικός μηχανισμός βρίσκεται στην διάθεση του δράση είτε γι` αυτόν τον ίδιο είτε για άλλον. Υποκείμενο του σωρευτικώς μικτού εγκλήματος του άρ. 272 παρ. 1 πΠΚ δύναται να είναι οποιοσδήποτε (δηλαδή δεν απαιτείται να έχει ορισμένη ιδιότητα) που κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικούς μηχανισμούς με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει ο ίδιος για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένο πράγμα (ήτοι απειλή της ιδιοκτησίας τρίτων, σε μεγάλη κλίμακα) ή κίνδυνο ανθρώπου ή να τις παραχωρήσει σ` άλλον για να τις χρησιμοποιήσει για τον ίδιο σκοπό, η επιτυχία του οποίου είναι αδιάφορη. Απαραίτητο στοιχείο του εγκλήματος του άρ. 272 παρ. 1 ΠΚ είναι η δόλια προαίρεση του υπαιτίου, η οποία έγκειται στη γνώση και θέληση της κατασκευής και της κατοχής των εκρηκτικών υλών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η βενζίνη αν είναι συγκεντρωμένη σε ένα δοχείο, διότι τότε υφίσταται κατά τους κανόνες της κοινής πείρας κίνδυνος έκρηξης, με την μετατροπή της σε εκρηκτική ύλη, με την ανύψωση της θερμοκρασίας. Τα εγκλήματα της έκρηξης και της κατοχής εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών διαφέρουν κατά τα αντικειμενικά συστατικά τους στοιχεία, και επομένως υπάρχει μεταξύ τους αληθής πραγματική συρροή. Μετά την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (1-7-2019), επήλθε σημαντική αλλαγή στη μορφή και περιεχόμενο του αδικήματος, το οποίο πλέον έγινε πλημμέλημα και αφορά μόνο εκρηκτικές ύλες και εκρηκτικές βόμβες, ως τα πλέον επικίνδυνα μέσα με τα οποία μπορεί να προκληθεί έκρηξη. Το αξιόποινο περιορίζεται σε αυτά τα είδη από τα οποία μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο, στοιχείο που πρέπει να προκύπτει σε κάθε περίπτωση είτε από τα ίδια τα χαρακτηριστικά αυτών των αντικειμένων (πχ. σύσταση, δυναμική, κλπ) είτε από τις συνθήκες κατασκευής ή κατοχής (πχ. συνύπαρξη με άλλα υλικά που μπορούν να οδηγήσουν σε έκρηξη που θα θεμελιώνει κίνδυνο ανθρώπου. Η απαξία που συνδέεται με το αδίκημα του άρθρου 272ΠΚ αφορά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα αντικείμενα μπορούν να οδηγήσουν ορισμένες φορές ακόμα και αυτοδύναμα σε έκρηξη. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος τόσο για τις πράξεις της κατασκευής, προμήθειας ή κατοχής εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών βομβών όσο και για την υπάρχουσα στη συγκεκριμένη περίπτωση δυνατότητα των τελευταίων να προκαλέσουν κίνδυνο για άνθρωπο. Με το άρθρο 4 παρ.1 του ν.4637/2019 (ΦΕΚ Α180/18-11-2019), προστέθηκε νέα παράγραφος 2 στο άρθρο, κατά τη διάταξη της οποίας η πράξη της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών ανάγεται σε κακούργημα τιμωρούμενο με κάθειρξη έως δέκα έτη, αν ο υπαίτιος την τελεί ενώ διαπράττει διατάραξη της κοινής ειρήνης (189 παρ.1,3 νΠΚ). Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 308 παρ. 1 ΠΚ “Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται…”, σύμφωνα δε με την διάταξη του άρ. 310 παρ. 1 “Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρ. 310 “Αν ο υπαίτιος επεδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών”. Ως προς το περιεχόμενο του όρου “βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση” προνοεί η παρ. 2 του άρ. 310, σύμφωνα με την οποία τέτοια πάθηση υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του. Ως προς τη σχέση της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης και της απλής, επικρατεί στην επιστήμη του Ποινικού Δικαίου η άποψη ότι η πρώτη συνιστά διακεκριμένη παραλλαγή της δεύτερης (Βλ. Ανδρουλάκη “Ποινικόν Δίκαιον-Ειδικόν Μέρος” σελ. 125,Γάφου “Ποιν. Δίκαιον”,Ειδ. Μέρος,τ.Δ΄,σ. 105). Κατ΄άλλη άποψη, η παρ. 3 του άρ. 310 ΠΚ τυποποιεί ξεχωριστό έγκλημα σωματικής βλάβης που είναι κι αυτό βασικό, όπως και η απλή σωματική βλάβη: τη βαριά σωματική βλάβη με άμεσο δόλο 1ου βαθμού. Το έγκλημα του 310ΠΚ έχει νοηματική αυτοτέλεια σε σχέση με την απλή σωματική βλάβη: τοποθετείται ανάμεσα στην τελευταία και την ανθρωποκτονία από πρόθεση, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το ύψος της απειλούμενης ποινής (κάθειρξη έως 10 έτη). Η συγκεκριμένη θεώρηση της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης αποδίδει εκφραστικά τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική της διαφοροποίηση σε σχέση με την απλή σωματική βλάβη (Βλ. Μανωλεδάκη “Γενική Θεωρία”,τ. Β΄σελ. 166-7, Μαργαρίτη “Σωματικές Βλάβες”,1991,σελ.474- 75). Η ανάγκη σαφούς οριοθέτησης της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης σε σχέση με τις λοιπές προβλεπόμενες μορφές βαριάς σωματικής βλάβης αφ’ενός και την απόπειρα ανθρωποκτονίας αφ’ετέρου, υποδηλώνει με σαφήνεια την ανάγκη για επίδειξη ιδιαίτερης προσοχής σε όλη την διαδικασία ανίχνευσης και ερμηνευτικής προσέγγισης του συγκεκριμένου εγκλήματος. Στο πλαίσιο αυτό, το είδος της υποκειμενικής υπαιτιότητας του κατηγορουμένου αναδεικνύεται σε κυρίαρχη παράμετρο. Έτσι, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης αρκεί η ύπαρξη έστω και ενδεχομένου δόλου, ζήτημα γεννάται αν ο ίδιος βαθμός υποκειμενικής υπαιτιότητας αρκεί για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης. Κατά το άρ. 310 παρ. 3 ΠΚ, για την κατάφαση των απαιτουμένων υποκειμενικών στοιχείων απαιτείται ο δράστης να επεδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε, το επιπλέον, δε, αυτό βουλητικό στοιχείο αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά σε σχέση με το έγκλημα της παρ. 1 του ίδιου άρθρου (σκοπούμενη σωματική βλάβη), για το οποίο, ως έγκλημα εκ του αποτελέσματος, τυγχάνει αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη, κατ’άρ. 29 ΠΚ, η συνδρομή και μόνων των στοιχείων της αμέλειας. Σύμφωνα με το άρ. 27 παρ. 2 ΠΚ, “Όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος, απαιτείται ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα”. Στην ποινική νομοθεσία περιλαμβάνεται μια πλειάδα διατάξεων (βλ. ενδεικτικά άρ. 139,148,211,218,222.229,372 παρ. 1,385,386 ΠΚ) όπου ως προϋπόθεση τιμώρησης τίθεται η τέλεση της πράξης με σκοπό επέλευσης ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή η επιδίωξη από το δράστη ενός περαιτέρω αποτελέσματος που δεν ανήκει στην αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Αυτή η προϋπόθεση τιμώρησης εισάγεται όχι μόνον με την έκφραση “με σκοπό” αλλά και με άλλες ομόσημες εκφράσεις ( “όπως”, “γιά να”, “προς”, “απέβλεπε”, “αποσκοπούσε” κλπ.).Όλες αυτές οι περιπτώσεις εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη και για τα οποία ο νόμος αξιώνει την επιδίωξη παραγωγής ορισμένου αποτελέσματος, υπάγονται στη ρύθμιση του άρ, 27 παρ. 2 ΠΚ, με συνέπεια να απαιτείται η ύπαρξη δόλου 1ου βαθμού για την πλήρωση των στοιχείων της υποκειμενικής τους υπόστασης (Βλ. Ανδρουλάκη “Η επιδίωξη παραγωγής ορισμένου αποτελέσματος (άρ. 27 παρ. 2 ΠΚ)” σε “Μνήμη Χωραφά-Γάφου-Γαρδίκα”τ. Α΄,σελ. 1 επ.). Περιεχόμενο του δόλου αποτελεί η βούληση και η γνώση της αντικειμενικής αιτιότητας. Αυτές πρέπει να συνοδεύουν ολόκληρη τη συνδρομή της αιτιότητας, καλύπτοντας πέρα από τη θεληματική μυική κίνηση ή αδράνεια και το αποτέλεσμα που αυτή επιφέρει (Μανωλεδάκης “Επιτομή Γεν. Μέρους” σελ. 144), ενώ το γνωστικό στοιχείο του άμεσου δόλου 1ου βαθμού τυγχάνει δεδομένο όχι μόνον όταν ο δράστης γνωρίζει ως αναγκαία αλλά και όταν αποβλέπει ως ενδεχόμενη την επέλευση του επιδιωκομένου αποτελέσματος (Ανδρουλάκης, ο.π. ). Με τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (1-7-2019), υιοθετήθηκαν ουσιώδεις αλλαγές ως προς τη δομή και το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 310ΠΚ, καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ των παραγράφων 1 και 3 και προβλέπεται πλέον ένα ενιαίο έγκλημα βαριάς σωματικής βλάβης με δόλο στο α΄εδάφιο της παραγράφου 1, ενώ στο β΄εδάφιο απειλείται αυξημένη ποινή στην περίπτωση που διαπιστώνεται άμεσος δόλος α΄βαθμού (επιδίωξη). Πλέον δεν τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα η απλή σωματική βλάβη που έχει ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη από αμέλεια του υπαιτίου, η οποία εντασσόταν στην παλιά παράγραφο 1. Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 42 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ). 

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ, (Λάμπρος Τσόγκας, Αντεισαγγελέας Εφετών Θράκης)



Επειδή έχει ανακύψει προβληματισμός σχετικά με το τι πραγματικά ισχύει για το ζήτημα της παραγραφής σε πράξεις φοροδιαφυγής με χρόνο τέλεσης πριν τις 6-11-2020, ενόψει των ρυθμίσεων στο Ν.4745/2020 είναι χρήσιμο να ακολουθήσουν οι πιο κάτω σκέψεις:

1ον: Με το Ν.4745/2020 επιδιώκεται η ευθυγράμμιση της νομοθεσίας στις απαιτήσεις της τήρησης της αρχής ne bis idem κατά το άρθρο 6 ΕΣΔΑ, ώστε η άσκηση της ποινικής δίωξης να μην προηγείται της φορολογικής επίλυσης της διαφοράς. Έτσι από το μοντέλο της άσκησης της ποινικής δίωξης πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς με βάση τα οριζόμενα στο Ν.4174/2013 (άρθρο 68  Ν.4174/2013, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 32 Ν.4745/2020) λόγω της ανεξαρτησίας της ποινικής διαδικασίας από τη διοικητική, ο νομοθέτης επέλεξε τελικά το μοντέλο της εξάρτησης της ποινικής διαδικασίας από τη διοικητική. Ως εκ τούτου η ποινική δίωξη πλέον  ασκείται μόνον εφόσον επέλθει η οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 4 άρθρου 32 Ν.4745/2020, που αντικατέστησε την παράγραφο 3 του άρθρου 68 Ν.4174/2013. Τούτο βέβαια επέβαλε στο νομοθέτη την πρόβλεψη στην ανωτέρω διάταξη ότι η παραγραφή των πράξεων φοροδιαφυγής αναστέλλεται μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής.

2ον: Στο Ν.4622/2019 με τίτλο <<Επιτελικό Κράτος>> καθορίζονται οι κανόνες της καλής νομοθέτησης. Ειδικότερα στο άρθρο 59 του πιο πάνω νόμου προσδιορίζονται οι ειδικοί κανόνες σύνταξης νομοσχεδίων. Το εν λόγω άρθρο στην παράγραφο 4 έχει ως εξής:

Σε περίπτωση συνολικής ρύθμισης ενός θέματος, διατυπώνεται το σύνολο των σχετικών διατάξεων και οι καταργούμενες διατάξεις αναφέρονται ρητά σε αυτοτελές άρθρο, στο τέλος του νομοσχεδίου.

Διαπίστωση πρώτη: Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ευθεία και άμεση υποχρέωση του νομοθέτη να συμπεριλαμβάνει κατά τη σύνταξη των νομοσχεδίων αυτοτελές κεφάλαιο καταργούμενων διατάξεων, όταν σε αυτά επιχειρείται η συνολική ρύθμιση ενός ζητήματος.

3ον: Ενόψει της συνολικής ρύθμισης στο Ν.4745/2020 του ζητήματος του τρόπου άσκησης ποινικής δίωξης σε πράξεις φοροδιαφυγής με αποτέλεσμα την αναστολή της παραγραφής τους, ήταν αναγκαία η παράθεση κεφαλαίου καταργούμενων διατάξεων στον εν λόγω νόμο προς ακολουθία στην οικεία πρόβλεψη στο άρθρο 59 Ν.4622/2019. Έτσι στο άρθρο 92 Ν.4745/2020 γίνεται η αναφορά των καταργούμενων διατάξεων. Τούτο όμως αφορά ζήτημα νομοτεχνικό και ειδικότερα αφορά τη διάρθρωση του κειμένου του νέου νόμου λόγω του ότι με νεότερο νόμο έγινε ριζική επανεξέταση νομικού ζητήματος και πιο συγκεκριμένα του τρόπου άσκησης ποινικής δίωξης σε εγκλήματα φοροδιαφυγής με αποτέλεσμα την αναστολή της παραγραφής τους και μάλιστα χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 113παρ.2 ΠΚ. Ακόμη ενόψει του ότι η  παραγραφή  των πράξεων φοροδιαφυγής πριν τις 6-11-2020 κατά το άρθρο .68παρ.2 Ν.4174/2013 (πριν την αντικατάσταση με το άρθρο 32 Ν.4745/2020)  αρχίζει από την οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς, ενώ τούτη για τις πράξεις φοροδιαφυγής μετά τις 6-11-2020 κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32 Ν.4745/2020  αναστέλλεται μέχρι την οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς και μάλιστα χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 113παρ.2 ΠΚ, γίνεται σαφές ότι και στις δύο περιπτώσεις η παραγραφή των πράξεων φορδιαφυγής επηρεάζεται από το χρονικό εύρος της εκκρεμούς διοικητικής φορολογικής διαφοράς. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η αναστολή της παραγραφής των πράξεων φοροδιαφυγής μετά τις 6-11-2020 είναι το αποτέλεσμα της  αλλαγής, που επέφερε ο Ν.4745/2020 στο δικονομικής φύσης ζήτημα για τον τρόπο άσκησης ποινικής δίωξης, αφού τούτη εξαρτάται χρονικά από την οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς. Ωστόσο για τις πράξεις πριν τις 6-11-2020  για τις οποίες η ποινική δίωξη δεν εμποδίζεται  από τη μη οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς,  δεν ανακύπτει ζήτημα παραγραφής τους.  Βέβαια στο άρθρο 92 Ν.4745/2020 η διατύπωση περί κατάργησης του άρθρου 68 παρ. 2 Ν.4174/2013, σύμφωνα με το οποίο η παραγραφή των εγκλημάτων του Ν.4174/2013 αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής, που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, είναι ατελής. Τούτο διότι θα μπορούσε να προστεθεί ότι η κατάργηση γίνεται λόγω της αλλαγής του τρόπου άσκησης της ποινικής δίωξης και ότι από την κατάργηση δεν επηρεάζεται η επιμήκυνση της παραγραφής  των πράξεων πριν τις 6-11-2020. Τούτη η σκέψη είναι ακόλουθη προς τη διαχρονική αντιμετώπιση του ζητήματος της παραγραφής των πράξεων φοροδιαφυγής, αφού η εκκρεμής διοικητική φορολογική διαφορά, όπως στο νέο, έτσι και  στο παλιό νομοθετικό καθεστώς επηρεάζει την παραγραφή. Για το ότι στη βούληση του νομοθέτη δεν υπήρξε ζήτημα παραγραφής των πράξεων πριν τις 6-11-2020 είναι σαφής η  δήλωση του Υπουργού Δικαιοσύνης στα πρακτικά της Βουλής (σελ.201), όπως τούτα είναι δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων και αφορούν τη συνεδρίαση ΚΕ της Β’ Συνόδου στις 5-11-2020. Η οικεία δήλωση έχει ως εξής: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης): Κύριε Πρόεδρε, θέλω να ενημερώσω εσάς και το Σώμα, ότι υπάρχουν οι νομοτεχνικές βελτιώσεις. Δεν έλαβα τον λόγο, ακριβώς για να είναι στη διάθεση των συναδέλφων όλες οι νομοτεχνικές βελτιώσεις και για να προλάβω για την οικονομία του χρόνου, επειδή εκφράστηκε αυτή η ανησυχία κατ’ αρχάς από τον πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, σχετικά με το ne bis in idem. Σας ξεκαθαρίζω ότι παρά το ότι για μας ήταν απολύτως σαφές και θα ήθελε μια πολύ ακραία ερμηνεία προκειμένου κάποιος να το δει διαφορετικά, διαφοροποιείται η μεταβατική διάταξη, ούτως ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή υπόνοια για παραγραφή ποινικών αδικημάτων.