Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

ΑΠ 828/2020 Χρέη προς το Δημόσιο - Φοροδιαφυγή (τα χρέη από ποινικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τα εν λόγω (χρέη), ανεξάρτητα από το ύψος τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου)

 


[...Κατά συνέπεια, αφού, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, ίσχυσε, κατά τα προαναφερθέντα ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 461 9/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η ως άνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από  ποινικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τα εν λόγω (χρέη), ανεξάρτητα από το ύψος τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου -  - αναιρεσείοντος, καθίσταται πλέον ανέγκλητη η ως άνω πράξη, ως αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990…]

 

Αριθμός 828/2020 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφαση του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί …

SΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

[…] Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1 η-7-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, "αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά αυτή (πράξη) ανέγκλητη. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ', 514 εδ. δ' περ. β' και 518 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Αρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 3/1995). Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, ανάλογα με το αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το ως άνω άρθρο (25 Ν. 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο, ' αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς - τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη 1 καταβολής. Στη συνέχεια, η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α' 110/17-5-2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α' 15/28-1-2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και στα τελωνεία, κατά τον, ως κατωτέρω, χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών: 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίστηκαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατ’ οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: "1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Επακολούθησε ο Ν. 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων η προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) ^τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Ακολούθως, εκδόθηκε ο Ν. 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας", με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.  ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Τέλος, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο (δωδέκατο) στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα". Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο κατά τον οποίο το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχόμενων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται, δηλαδή, για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

ΜονΔΠρΠατρών 1070/2020 : "Δημόσιοι υπάλληλοι - Διαθεσιμότητα - Πρόγραμμα κινητικότητας - Διαφορές αποδοχών"



"Κατάργηση θέσεων & ένταξη σε πρόγραμμα κινητικότητας. Διαθεσιμότητα Τοποθέτηση για κάλυψη προσωρινών αναγκών. Αρση διαθεσιμότητας με πράξη προσωρινής τοποθέτησηςΚατά την περίοδο της προσωρινής τοποθέτησης καταβάλλονται στον υπάλληλο πλήρεις αποδοχές. Δεκτή η αγωγή για καταβολή η διαφορά μεταξύ των αποδοχών που ο ενάγων δικαιούτο να λάβει και αυτών που πραγματικά έλαβε. Επιτόκιο 6%. Επιστροφή στον ενάγοντα του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού δικαστικού ενσήμου"


Αριθμός απόφασης Α1070/2020

TO ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

Τμήμα 4° Μονομελές

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Νοεμβρίου 2019, με δικαστή την Αρχοντιά Βρέττα, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων, και γραμματέα την Αθανασία Καφέζα, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 07.12.2015 (ΑΓ./2015),

του ..., κατοίκου ........, ο οποίος παραστάθηκε βάσει της από 19.11.2019 δήλωσης, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξούσιου δικηγόρου (Πατρών) ΓΧ

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό των Οικονομικών, που θεωρείται ότι δεν παραστάθηκε, δεδομένου ότι η σχετικώς κατατεθείσα, στις 19.11.2019, δήλωση παράστασης της δόκιμης δικαστικής πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) Βασιλικής Μητροπούλου δεν επιφέρει δικονομικές συνέπειες σύμφωνα με το εδάφιο ζ' του άρθρου 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 παρ. 4 του ν. 4446/2016, Α' 240), λόγω μη διαβίβασης στο Δικαστήριο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο

 

αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα,

Σκέφθηκε κατά το νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε τέλος δικαστικού ενσήμου ποσού 24,67 ευρώ (σχετ. το με κωδικό πληρωμής . ηλεκτρονικό παράβολο, που συνοδεύεται από το με ημερομηνία 14.06.2019 αποδεικτικό εξόφλησης μέσω ΕΛ.ΤΑ.), ο ενάγων - μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος, μετά την κατάργηση της θέσης που κατείχε στον κλάδο της δημοτικής αστυνομίας του Δήμου Γαλατσίου, τέθηκε σε καθεστώς διαθεσιμότητας και, ακολούθως, τοποθετήθηκε προσωρινά από τις 30.05.2014 σε ομοιόβαθμη, κενή οργανική θέση υπηρεσίας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, στην οποία μετατάχθηκε οριστικά από 24.12.2014 - ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει, νομιμοτόκως από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο κάθε επιμέρους παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, το συνολικό ποσό των 2.330,60 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών υπαλλήλου κατηγορίας Δ.Ε. (Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) που του καταβλήθηκαν από 01.12.2014 έως 30.04.2015 και αυτών που έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς του, να του καταβληθούν βάσει κατηγορίας Π.Ε. (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης), στην οποία ανήκε και με βάση την οποία τοποθετήθηκε (στην αρχή προσωρινά και μετέπειτα οριστικά) στην ως άνω θέση.


2. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 274 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ. - ν. 2717/1999, Α' 97), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 3659/2008 (Α' 77), δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου για απαιτήσεις για κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. κ.λπ. μέχρι του ποσού των 6.000 ευρώ, έστω κι αν αυτές βασίζονται σε παράνομες πράξεις ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Ως εκ τούτου, το ποσό των 24,67 ευρώ που κατέβαλε ο ενάγων ως δικαστικό ένσημο για το επίδικο αγωγικό κονδύλιο (2.330,67 ευρώ), πρέπει να του επιστραφεί ως μη οφειλόμενο, ανεξαρτήτως της έκβασης της δίκης, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 277 παρ. 11 του Κ.Δ.Δ. (Σ.τ.Ε. 660/2016 επταμ., 3410/2014 επταμ., 2607/2013 επταμ. κ.ά.). Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που προσκόμισε ο ενάγων και περιλαμβάνονται στη δικογραφία, το Δικαστήριο νομίμως προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης κατά την παρούσα δικάσιμο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 129 του Κ.Δ.Δ., παρά το γεγονός ότι το καθ' ου δεν διαβίβασε έκθεση απόψεων και διοικητικό φάκελο για την υπό κρίση διαφορά, αν και η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε ήδη δύο φορές για τον λόγο αυτό (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου στις 17.04.2019 και 19.06.2019). Συντρεχουσών, δε, όλων των διαδικαστικών προϋποθέσεων άσκησης της, η κρινόμενη αγωγή έχει ασκηθεί παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.


3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 81 του ν. 4172/2013 (Α' 167) «1. Από την 23η.9.2013 καταργούνται στους δήμους οι θέσεις του κλάδου ΠΕ Δημοτικής Αστυνομίας, ΤΕ Δημοτικής Αστυνομίας, ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας και ΥΕ Δημοτικής Αστυνομίας. Οι υπάλληλοι, των οποίων οι θέσεις καταργούνται, και εφόσον κατείχαν τις θέσεις αυτές την 9η Ιουλίου 2013, εντάσσονται στο πρόγραμμα  κινητικότητας, σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.2 του ν. 4093/2012 (Α' 222). [...]». Περαιτέρω, στην υποπαράγραφο Ζ.2 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222) ορίζονται τα εξής: «1. Μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού οι θέσεις των οποίων καταργούνται, τίθενται σε διαθεσιμότητα. [...] Οι υπάλληλοι αυτοί μπορεί κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας τους: α) [...] γ) [όπως η περίπτωση αυτή ισχύει μετά την προσθήκη των τριών τελευταίων εδαφίων με το άρθρο 26 του ν. 4109/2013, Α' 16/23.01.2013] Να τοποθετούνται για την κάλυψη προσωρινών αναγκών σε οποιαδήποτε υπηρεσία  του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ.,  Ο.Τ.Α   ή οποιουδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα με τη διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 4024/2011. Οι πράξεις προσωρινής τοποθέτησης της περίπτωσης αυτής εκδίδονται από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. [...] Η διαθεσιμότητα αίρεται με τις πράξεις προσωρινής τοποθέτησης. Τα χρονικά διαστήματα των προσωρινών τοποθετήσεων δεν συνυπολογίζονται στη διάρκεια της διαθεσιμότητας. Κατά την περίοδο της προσωρινής τοποθέτησης καταβάλλονται στον υπάλληλο πλήρεις αποδοχές με ανάλογη εφαρμογή των ρυθμίσεων της παρ. 22 του άρθρου 2 του ν. 3899/2012. δ) [...]».

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΠρΠατρών 435/2020 : "Ευθύνη από δημοσίευμα - Ανάρτηση στο διαδίκτυο - Ειδική διαδικασία εκδίκασης διαφορών - Θέσπιση ειδικής διαδικασίας εκδίκασης διαφορών που αφορούν ευθύνη από δημοσίευμα που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός προσώπου. Ανάλογη εφαρμογή και επί προσβολών προσωπικότητας που συντελούνται στο διαδίκτυο μέσο ηλεκτρονικών σελίδων ή άλλων διαδικτυακών ιστοτόπων που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών."


ΑΠΟΦΑΣΗ 435/2020

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Θεοδώρα - Μαρία Βρετού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Τζιούμη, Πρωτοδίκη, Μαγδαληνή Βαρβαρέσου, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Αγγελική Ρουμελιώτη.

Συνεδρίασε, δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 9 Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση:

Του καλούντος - ενάγοντος: ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ΓΙ.

Του καθ' ου η κλήση - εναγομένου: ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Α Α.

Ο καλών ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-9-2017 αγωγή αυτού, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./5-9-2017, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 20-3-2018, οπότε συζητήθηκε και εκδόθηκε η με αριθμό 745/2018 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Τακτική Διαδικασία), με την οποία παραπέμφθηκε η αγωγή προς εκδίκαση σε άλλη συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου κατά την προσήκουσα διαδικασία των άρθρων 591 επ. ΚΠολΔ, με συνέπεια να επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση διά της υπό κρίση από 26-11-2018 κλήσεως του ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./26-11-2018, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 15-1-2019, οπότε και αναβλήθηκε για τη μνημονευόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οπότε εκφωνήθηκε και συζητήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Νόμιμα φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προς συζήτηση με την από 26-11-2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018 κλήση του καλούντος - ενάγοντος η από 5-9-2017 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./5-9-2017 αγωγή του. Η υπό κρίση από 5-9-2017 αγωγή είχε συζητηθεί στη δικάσιμο της 20ης-3-2018 και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 745/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (Τακτική Διαδικασία), με την οποία η αγωγή παραπέμφθηκε να δικασθεί σε άλλη συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου κατά την προσήκουσα διαδικασία των άρθρων 591 επ. ΚΠολΔ.

Κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 Ν. 1178/1981, ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, οι οποίες υπαίτια προξενήθηκαν με δημοσίευμα, που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια, συντρέχει στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή, αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή τον διευθυντή σύνταξης του εντύπου. Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για την κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ανάλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως: α) τις επιπτώσεις του δημοσιεύματος στον αδικηθέντα, καθώς και στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του, β) το είδος, τη φύση, τη σπουδαιότητα, τη βαρύτητα και την απαξία των γεγονότων, πράξεων ή χαρακτηρισμών που του αποδόθηκαν με το δημοσίευμα, γ) το είδος της προσβολής, που υπέστη, δ) την ένταση του πταίσματος του εναγομένου, ε) τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, και στ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων. Κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 4 παρ. 13 Ν. 2328/1995 (ΦΕΚ τ. Α' 159) και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 37 παρ. 2 Ν. 4356/2015 (ΦΕΚ τ. Α' 181/24.12.2015), με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευση της την 24.12.2015,0 αδικηθείς, πριν ασκήσει αγωγή για την προσβολή, που υπέστη, υποχρεούται να καλέσει με έγγραφη, εξώδικη πρόσκληση του τον ιδιοκτήτη του εντύπου ή, όταν αυτός είναι άγνωστος, τον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξης του, να αποκαταστήσει την προσβολή με την καταχώριση σε αυτό κειμένου, που του υποδεικνύει. Στο κείμενο αυτό προσδιορίζονται και οι λέξεις ή φράσεις, που θεωρήθηκαν προσβλητικές, και πρέπει να ανακληθούν και οι λόγοι, για τους οποίους η συγκεκριμένη αναφορά υπήρξε προσβλητική. Η αποκατάσταση θεωρείται ότι επήλθε αν ο ιδιοκτήτης του εντύπου, άλλως ο εκδότης ή ο διευθυντής σύνταξης αυτού, εντός διαστήματος δέκα (10) ημερών ή, σε κάθε περίπτωση, στο αμέσως επόμενο τεύχος: α) ανακαλέσει ρητά την προσβολή με την παραπάνω δημοσίευση, που γίνεται στην ίδια ή, αν δεν υπάρχει αυτή, σε ανάλογη θέση και φύλλο της αντίστοιχης ημέρας κυκλοφορίας της εφημερίδας, που είχε καταχωριστεί η αρχή του επιλήψιμου δημοσιεύματος, και σε έκταση και μέγεθος ανάλογο με το τελευταίο- και β) κοινοποιήσει στον αδικηθέντα το ως άνω δημοσίευμα αποκατάστασης. Η παρέλευση άπρακτου διαστήματος δέκα (10) ημερών ή η μη δημοσίευση στο αμέσως επόμενο τεύχος θεωρείται άρνηση εκ μέρους του ιδιοκτήτη ή εκδότη του εντύπου. Η παράλειψη της παραπάνω διαδικασίας έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Η αγωγή αποζημίωσης της παραγράφου 2 πρέπει να ασκηθεί εντός έξι (6) μηνών από την πάροδο της προθεσμίας των δέκα (10) ημερών ή της ρητής αρνητικής απάντησης, εφόσον αυτή έχει δοθεί νωρίτερα, ή από την έκδοση του αμέσως επόμενου τεύχους. Εάν λάβει χώρα η αποκατάσταση της προσβολής, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν μπορεί να υπάρξει αστική αξίωση κατά την παράγραφο 2 [...]. Οι προαναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζονται ανάλογα και επί προσβολών της προσωπικότητας, οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο (internet), μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων διαδικτυακών ιστοτόπων (όπως blogs), που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, εν όψει του ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο και η αντιμετώπιση τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή tou ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η ραγδαίως αναπτυσσόμενη διαδικτυακή πληροφόρηση, που προσφέρεται από το internet σε πολυμεσική μορφή (multimedia) καθιστά την χρήση αυτού (internet) εκτός από «ομιλητή» και «αποδέκτη» πληροφοριών προσιτών με τον τρόπο αυτό σε κάθε πολίτη (ΑΠ 576/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κοντολογίς, η διαδικτυακή πληροφόρηση δεν διαφέρει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της από εκείνη, που παρέχεται από τον ηλεκτρονικό τύπο, ιδίως δε ως προς τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά της, που οδήγησαν το Νομοθέτη στην καθιέρωση ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση των διαφορών, που ανακύπτουν από τη λειτουργία τους, ήτοι την εμβέλεια δράσης τους, που μάλιστα στο διαδίκτυο είναι παγκόσμια, και συνακόλουθα του αριθμού των αποδεκτών όσων δια αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προβολή εκείνου, που θίγεται από τη διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών (βλ. ΕφΑΘ 963/2016, ΕφΑΘ 3071/2014, ΕφΔωδ 220/2013, ΕφΔωδ 36/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 680/2009 ΤΝΠ Δ ΣΑ, ΠολΠρΑΘ 643/2020, αδημ, ΠολΠρΑΘ 1101/2018, ΕφΑΔΠολΔ 7/2018, σελ. 750 επ, ΠολΠρΑΘ 2718/2017, ΔΙΜΕΕ 1/2018, σελ. 70 επ., ΠΠΑΘ 61/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι η παράγραφος 5 του ως άνω νόμου αντικαταστάθηκε ως άνω, όπως προαναφέρθηκε, με την παράγραφο 2 του άρθρου 37 του ν. 4356/2015. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού σκοπός της εν λόγω ρύθμισης είναι να στηριχθεί η αποτελεσματική εφαρμογή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 14 παρ. 5 του Συντάγματος (δικαιώματα λόγω προσβολής από δημοσίευμα ή εκπομπή) με την σύνδεση τους με τη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Η διαδικασία που προβλέπεται πλέον στη διάταξη της παραγράφου 5 του ως άνω νόμου έχει χαρακτηριστικά συμβιβασμού και συνεννόησης των πολιτών και υπακούει στην αρχή της αναλογικότητας, προσπαθώντας να συγκεράσει την ελευθερία της έκφρασης με την προστασία της τιμής των πολιτών (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 4356/2015).

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

ΑΠΔΠΧ : Γνωμ. 4/2020 "Νόμιμη η σύγχρονη εξ' αποστάσεως εκπαίδευση στις σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης"

 


Με τη Γνωμοδότηση 4/2020 (7.9.2020), η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) έκρινε ότι η σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση, όπως αυτή ψηφίστηκε στο άρ. 63 του νόμου 4686/2020, είναι απολύτως συμβατή µε τη βασική αποστολή του Κράτους για παροχή εκπαίδευσης και δεν αντίκειται στη νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Έκρινε, επίσης, ότι είναι πρόσφορο μέτρο για τη διατήρηση της σχέσης εκπαιδευτικού-µαθητή και αναγκαίο εν µέσω υγειονομικής κρίσης, καθώς η χρήση ηπιότερων µέσων, όπως η ασύγχρονη τηλεκπαίδευση, δεν είναι δυνατόν εκ της φύσεώς της να έχει τα ίδια αποτελέσματα.

Ακόμη, λαμβάνοντας υπόψη ότι και η «ζωντανή μετάδοση» του μαθήματος γίνεται σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως αυτή της πανδημίας, µε τη λήψη προστατευτικών µέτρων και εγγυήσεων, τα συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά βρίσκονται σε αρμονία, ενώ η ορθότητα της κρίσης αυτής είναι προφανής στην περίπτωση της «κλασσικής» σύγχρονης τηλεκπαίδευσης σε καιρό πανδημίας, όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα λειτουργίας της τάξης σε σχολική αίθουσα.

Επομένως, παρά τις αιτιάσεις των καταγγελλόντων περί του αντιθέτου, η Αρχή έκρινε ότι είναι νόμιμη η σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση και ότι επιτρέπεται στις σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 63 του ν. 4686/2020, όπως ισχύει µετά την τροποποίησή του µε την από 10/08/2020 ΠΝΠ.

Διαβάστε την απόφαση εδώ



Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Γνωμ ΑρΠάγου 7/20 : Έρευνα βιβλίων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων παρά τρίτων μη δικηγόρων.



ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

ΑΡΙΘΜΟΣ 7/2020

 

Προς: Τον κ. Υποθηκοφύλακα Αθηνών

 

Θέμα: Ερώτημα για το αν επιτρέπεται η έρευνα των βιβλίων των Υποθηκοφυ­λακείων και Κτηματολογικών Γραφείων παρά τρίτων μη δικηγόρων

Επί του ερωτήματος που μας υποβάλατε με το με αριθμό ..................../26.5.2020 έγγραφό σας σχετικά με το αν επιτρέπεται η έρευνα των βιβλίων των Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων όχι μόνον στους δικηγόρους ή στους ενδιαφερομένους πολίτες, παρισταμένους διά δικηγόρων, αλλά και σε οποιονδήποτε τρίτο που ενδιαφέρεται να συμβουλευτεί τα βιβλία έστω και αν αυτή αφορά την ιδιοκτησία του και μόνο, η κατά το άρθρο 25 παρ. 2 Ν 1756/1988 (Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών) γνώμη μας είναι η ακόλουθη.

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Οργανισμού των Υποθηκοφυλακείων (ΚΔ 19/23.7.1941): «1. Η δημοσιότης των βιβλίων υποθηκών, μεταγραφών, κατασχέσεων και διεκδικήσεων συνίσταται εις το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου προς αυτοπρόσωπον έρευναν αυτών και προς αξίωσιν εκδόσεως πιστοποιητικών ή αντιγράφων εκ τούτων. Δύναται ο εν έδρα πρωτοδικείου ειδικός άμισθος υποθηκοφύλαξ διά κανονισμού εγκεκριμένου υπό του Υπουργείου της Δικαιοσύνης να ορίζη ώρας εισόδου των πολιτών και ερεύνης των βιβλίων. 2. Εις Υποθηκοφυλακεία λειτουργούντα εν έδραις Πρωτοδικείων η έρευνα γίνεται ή υπό του ενδιαφερομένου ή υπό δικηγόρου ή συμβολαιογράφου. 3. Εις τα Υποθηκοφυλακεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης έκαστος συμβολαιογράφος δύναται διά την έρευναν ν’ αποστέλλη ως αναπληρωτή τον ένα των υπαλλήλων του, εφωδιασμένον με ειδικήν έγγραφον εκάστοτε υπό του συμβολαιογράφου εξουσιοδότησιν προς έρευναν ωρισμένης ή ωρισμένων μερίδων, ονομαστικώς εν τη εξουσιοδοτήσει αναφερομένων. Εν περιπτώσει οιασδήποτε υπερβάσεως ή παρεκτροπής του τοιούτου συμβολαιογραφικού υπαλλήλου δύναται ν’ απαγορευθή υπό του υποθηκοφύλακος εφεξής η υπό τούτου αναπλήρωσις του συμβολαιογράφου εις έρευναν των βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου».

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ίδιου Οργανισμού: «1. Τα Υποθηκοφυλακεία είναι άμισθα ή έμμισθα. 2. Ονομάζονται ειδικά Υποθηκοφυλακεία τα διευθυνόμενα υπό διοριζομένου ειδικού Υποθηκοφύλακος. Τοιαύτα είναι πάντα τα έμμισθα και τα εν έδραις Ειρηνοδικείων συνεστώτα ή συνιστώμενα κατά τους όρους του παρόντος νόμου ειδικά άμισθα».

Επίσης, με τις μη τροποποιηθείσες διατάξεις των άρθρων 1200 και 1339 ΑΚ (ΑΝ 2250/1940, όπως μεταγλωτίστηκε στη δημοτική με το ΠΔ 456/1984 και ισχύει σήμερα), ορίζεται ότι τα βιβλία των μεταγραφών και των υποθηκών είναι δημόσια και προσιτά σε όποιον θέλει να τα συμβουλευτεί, τηρούνται όμως οι όροι που απαιτούνται για την καλή διατήρησή τους.

Στις 8.10.1954 ψηφίστηκε ο Κώδικας Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954), σύμφωνα με το άρθρο 41 του οποίου: «1. Η δημοσιότης των βιβλίων υποθηκών, μεταγραφών και κατασχέσεων, προκειμένου περί ειδικών υποθηκοφυλακείων λειτουργούντων εις έδρας Πρωτοδικείου, συνίσταται εις την αυτοπρόσωπον έρευναν υπό του ενδιαφερομένου, παρισταμένου μετά Δικηγόρου, ή υπό Δικηγόρου και εις την έκδοσιν πιστοποιητικού ή αντιγράφου υπό του αρμοδίου υποθηκοφύλακος. 2. Η έρευνα των ανωτέρω βιβλίων παρ' άλλου προσώπου απαγορεύεται επί πειθαρχική τιμωρία του επιτρέψαντος ταύτην φύλακος των υποθηκών και μεταγραφών, διά την παροχήν όμως πιστοποιητικών ή αντιγράφων δεν απαιτείται παράστασις Δικηγόρου».

Το δε άρθρο 250 παρ. 1 του ίδιου ΝΔ όριζε ότι «πάσα διάταξις γενική ή ειδική αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον καταργείται».

Μετά τη θέση σε ισχύ της νεότερης αυτής νομοθετικής ρύθμισης και του προσδιορισμού στο τι συνίσταται η δημοσιότητα των βιβλίων, όσον αφορά τα Ειδικά Υποθηκοφυλακεία λειτουργούντα στις έδρες Πρωτοδικείου, η έρευνα των βιβλίων των ως άνω Υποθηκοφυλακείων και των τηρουμένων εκεί Κτηματολογικών Γραφείων επιτρέπεται πλέον να γίνεται από τον ενδιαφερόμενο, παριστάμενο μετά δικηγόρου, ή από δικηγόρο. Στα άνω πρόσωπα έχουν προστεθεί και οι δικαστικοί επιμελητές τόσο με το άρθρο 23 ΝΔ 1210/1972 όσο και με την τεθείσα σε ισχύ τον Ιούλιο 1995 διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Ν 2318/1995 (Κώδικας Επιμελητών), σύμφωνα με την οποία ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται, με αποκλειστικό σκοπό την εξεύρεση περιουσιακών στοιχείων οφειλετών, εναντίον των οποίων έχει εντολή να διενεργήσει κατάσχεση ή άλλη πράξη εκτελέσεως, να ενεργεί έρευνες, μεταξύ άλλων, στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλακεία και στα κτηματολογικά γραφεία, ενώ με το άρθρο 143 παρ. 1β΄ του ίδιου νόμου καταργείται κάθε διάταξη νόμου, γενική ή ειδική, που είναι αντίθετη προς τον νόμο αυτόν ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν.

Ο προαναφερθείς Κώδικας Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954) καταργήθηκε από τον νέο Κώδικα Δικηγόρων (Ν 4194/2013), όπως τούτο προβλέπεται ρητά από το άρθρο 166 παρ. 2 του τελευταίου νόμου, ο οποίος ορίζει με το άρθρο 36 παρ. 2α΄ ότι στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων: «... η έρευνα των βιβλίων των υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, καθώς και η σύνταξη των σχετικών εγγράφων ελέγχου τίτλων. Η αίτηση και η λήψη των πιστοποιητικών και αντιγράφων δεν απαιτεί παράσταση ή διαμεσολάβηση δικηγόρου». Έκτοτε δεν έχει θεσπιστεί ρητή διάταξη σχετική με την επαναφορά σε ισχύ των, κατά τα προεκτεθέντα, εχουσών καταργηθεί από τον Ν 3026/1954 διαλαβανομένων, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 11 του Οργανισμού των Υποθηκοφυλακείων (ΚΔ 19/23.7.1941) διατάξεων όσον αφορά τα Ειδικά Υποθηκοφυλακεία λειτουργούντα στις έδρες Πρωτοδικείου, οι οποίες, κατ’ ακολουθία τούτων, παραμένουν καταργημένες. Το ίδιο συμβαίνει με τις ως άνω διατάξεις και όσον αφορά την έρευνα των βιβλίων των εν λόγω Υπηρεσιών και από δικαστικούς επιμελητές (Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Γενικές Αρχές Αστικού Κώδικα, υπό άρθρο 2 ΑΚ, σελ. 110, ΑΠ 413/2003).

Εξάλλου το ότι η αναβίωση των προαναφερθεισών διατάξεων δεν συνάγεται να ανταποκρίνεται στη νομοθετική βούληση οφείλεται προφανώς και στις πρακτικές δυσχέρειες, που μπορεί να εμφανιστούν στις καλούμενες να εξυπηρετήσουν καθημερινά μεγάλο αριθμό ατόμων επίμαχες Υπηρεσίες, όπως στις απορρέουσες από την έλλειψη, σε τμήμα τουλάχιστον των ενδιαφερομένων πολιτών, των απαραιτήτων γνώσεων για έρευνα σε μεγάλο βάθος χρόνου των βαρών των ακινήτων, και στη διαφύλαξη της ασφάλειας και της ακεραιότητας των φυλασσομένων βιβλίων, δεδομένης της υπηρεσιακής δυσκολίας ο κάθε ενδιαφερόμενος να συνοδεύεται κατά την έρευνά του από έναν υπάλληλο, επισημάνσεις άλλωστε που διαλαμβάνονται και στο ερώτημά σας, ως αρμοδίου να λαμβάνετε μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας σας και την εξασφάλιση της δημόσιας πίστης.

Εν κατακλείδι η γνώμη μας είναι ότι η έρευνα στα βιβλία των Ειδικών Υποθηκοφυλακείων λειτουργούντων εις έδρας Πρωτοδικείου και των τηρούμενων εκεί Κτηματολογικών Γραφείων επιτρέπεται να γίνεται μόνον υπό του ενδιαφερομένου, παρισταμένου μετά δικηγόρου, ή υπό δικηγόρου ή υπό δικαστικού επιμελητή, ο οποίος εξάλλου επιτρέπεται να ερευνά τα δημόσια βιβλία που τηρούνται σε όλα τα Υποθηκοφυλακεία και τα Κτηματολογικά Γραφεία, μέσα στα καθοριζόμενα από το άρθρο 22 παρ. 2 του Κώδικα Επιμελητών πλαίσια.

Κατά τα λοιπά ισχύει το άρθρο 11 του Οργανισμού των Υποθηκοφυλακείων καθώς και οι ισχύουσες ειδικότερες διατάξεις για συγκεκριμένες κατηγορίες υπηρεσιακών ή, ειδικά εξ αυτών, διορισμένων προσώπων.

 

Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αναστασία Δημητριάδου