ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 209/2020
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος, Ε. Σαρπ, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Σ. Μαρκάτης, Ά. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Α. Χλαμπέα, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζος, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κίντζιου, Ελ. Παπαδημητρίου, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Ι. Σπερελάκης, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Σιταρά, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Χρ. Λιάκουρας, Ιφ. Αργυράκη, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Ι. Δημητρακόπουλος, Ε. Τζιράκη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ηλ. Μάζος και Α. Σδράκα καθώς και η Πάρεδρος Ε. Τζιράκη μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Για να δικάσει την από 16 Μαΐου 2014 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ...., η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ΓΓ (Α.Μ. ....), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμ. 1618/2019 απόφασης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 4357/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Σ. Βιτάλη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. ..../2014 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 4357/2013 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη ως ανομιμοποίητη προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά της εγγραφής της στον βεβαιωτικό κατάλογο του αναιρεσιβλήτου Δήμου για ανταποδοτικά δημοτικά τέλη, δημοτικούς φόρους και τέλος ακίνητης περιουσίας συνολικού ύψους 1.458.794 ευρώ.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την από 1.10.2019 πράξη της Προέδρου του, λόγω σπουδαιότητας, κατά το άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, κατόπιν της 1618/2019 παραπεμπτικής αποφάσεως του Β΄ Τμήματος, προκειμένου να επιλύσει το ζήτημα της νομιμοποίησης και της παράστασης των ανωνύμων εταιρειών ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εν όψει αντίθετης επ’αυτού νομολογίας του Δικαστηρίου τούτου.
4. Επειδή, ο κυρωθείς με τον ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) ορίζει στο άρθρο 23 ότι «Ικανότητα να είναι διάδικοι έχουν ... και τα νομικά, πρόσωπα ...», στο άρθρο 25 παρ. 2 ότι «2. Τα νομικά πρόσωπα ... ιδιωτικού δικαίου εκπροσωπούνται από τους νόμιμους εκπροσώπους τους ...», στο άρθρο 26 ότι «Τα στοιχεία νομιμοποίησης των νόμιμων αντιπροσώπων και εκπροσώπων των διαδίκων υποβάλλονται στο δικαστήριο ως την πρώτη συζήτηση. Οι διατάξεις των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 28 εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς τους νόμιμους αντιπροσώπους και τους εκπροσώπους των διαδίκων», στο άρθρο 28 ότι «1. Για τις πράξεις της προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα εφόσον, είτε επακολουθήσει η νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου, είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος του, και δηλώσει ότι εγκρίνει τη διενέργειά τους. 2. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία νομιμοποίησης ή αυτά που έχουν υποβληθεί δεν είναι πλήρη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου ή του εμφανιζόμενου ως δικαστικού πληρεξουσίου του, είτε αναβάλλει τη συζήτηση είτε προχωρεί σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους. 3. Αν, κατά τη διάσκεψη, διαπιστωθεί ότι τα κατά νόμο στοιχεία της νομιμοποίησης έχουν μεν υποβληθεί όλα, είτε εξαρχής είτε ύστερα από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμίας, πλην αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, μέσα σε τασσόμενη από αυτόν ανατρεπτική προθεσμία. 4. ... 5. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος του διαδίκου τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν είναι αυτοδικαίως άκυρες και το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται. 6. …», στο άρθρο 30 ότι «1. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών, πλην του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διαδίκων ορίζονται δικηγόροι, σύμφωνα με το Δικηγορικό Κώδικα. … 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχεται : α) … β) με συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο, οπότε όμως απαιτείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή …», στο άρθρο 35 ότι το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως την συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων, στο άρθρο 133 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 2915/2001 (Α΄ 109), ότι «... Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι δεν θα εμφανισθούν στο ακροατήριο αλλά θα παραστούν με κοινή δήλωση που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ... Η δήλωση αυτή παραδίδεται ... στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο ...» και στο άρθρο 139Α, το οποίο προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), ότι «1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία. 2. Η πρόσκληση γίνεται τηλεφωνικώς από το γραμματέα...». Εξάλλου, στο άρθρο 8 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000, Α΄ 96) ορίζεται ότι «1. ... 3. ... Η νομιμοποίηση των εμφανιζομένων ως αντιπροσώπων των δικαιοπρακτούντων αποδεικνύεται από τα έγγραφα που ορίζει ο νόμος. 4. Τα έγγραφα νομιμοποίησης ... αναγράφονται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο και προσαρτώνται σε αυτό, αν δεν βρίσκονται στο αρχείο του συμβολαιογράφου. 5. Στις δικαιοπραξίες των νομικών προσώπων αναγράφεται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο η έδρα, η επωνυμία και το είδος τους, όπως προκύπτουν από τη συστατική ή τροποποιητική τους πράξη». Τέλος, ο κωδικοποιημένος νόμος 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών" (β.δ. 174/1963, Α΄ 37), ορίζει στο άρθρο 18 παρ. 1, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του ν. 3604/2007 (Α΄ 189), ότι «Η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς» και στο άρθρο 22 παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3604/2007, ότι «Επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη».