ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 23/2018
Πρόεδρος: Αικ. Τσουρούτη (Πρόεδρος Πρωτοδικών)
[…Η επιχείρηση (ως αντικείμενο δικαίου), σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό που έχει επικρατήσει, αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες), το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα που ανήκει σε ορισμένο φορέα. Έτσι, η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του (φυσικού ή νομικού προσώπου) επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα. Οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας αναγνωρίζουν την αυτοτέλεια και αυθυπαρξία της επιχείρησης ως συνόλου, αφού προβλέπεται η «μεταβίβαση», «εκποίηση», «πώληση», «επιδίκαση» και «αναγκαστική διαχείριση» επιχείρησης (βλ. άρθρα 479, 1624 εδ. 6 ΑΚ, 483, 1034 επ. ΚΠολΔ, 18 ν.δ. 3562/1956, 46α Ν. 1892/1990, 4 § 2 Ν. 4112/1929, 22 Ν. 2239/1994 κ.ά). Αποτελεί, επομένως, η επιχείρηση ως σύνολο αντικείμενο δικαιώματος, που είναι: α) περιουσιακό, αφού έχει καθεαυτό χρηματική αξία, η οποία πολλές φορές υπερβαίνει το σύνολο της αξίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και στοιχείων της, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας καθενός από τα περιουσιακά δικαιώματα και στοιχεία της επιχείρησης και β) μεταβιβάσιμο, αφού, όπως από τα προεκτεθέντα προκύπτει, επιτρέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου η μεταβίβασή της, η οποία συντελείται διά της μεταβιβάσεως καθενός στοιχείου της. Κατ’ ακολουθίαν, το άυλο αγαθό της επιχείρησης ως σύνολο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πωλήσεως, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα νομικώς αλλά και τα οικονομικώς αυθύπαρκτα δικαιώματα. Η κατάσταση αυτή περιλαμβάνει και τα κατ’ ιδίαν (εμπράγματα, ενοχικά κ.λπ.) δικαιώματα, καθώς και τα ιδιαίτερα δικαιώματα επί άυλων αγαθών (σήματος, διακριτικού γνωρίσματος κ.λπ.), κατά τρόπον ώστε ο αποκτών διά της πωλήσεως να συνεχίζει την επιχείρηση και να καθίσταται δικαιούχος όλων των επιμέρους δικαιωμάτων. Δεν έχει δε σημασία το γεγονός ότι η μεταβίβαση των επιμέρους δικαιωμάτων της επιχείρησης δεν συντελείται με μία πράξη αλλά απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων για τη μεταβίβαση καθενός δικαιώματος, αφού παρά την εκποίηση διατηρείται συγχρόνως η επιχείρηση ως ενότητα και αυθύπαρκτη οικονομική μονάδα (ΟλΑΠ 7/2009 Δ 2009, 634· ΑΠ 737/2011 ΝοΒ 2012, 537· ΕφΑθ 658/2012 ΕλλΔνη 2013, 753· ΠΠρΑθ 3704/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου και εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και στους συγγραφείς).
Περαιτέρω, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί ως παρεπόμενη συμφωνία στη σύμβαση πώλησης επιχείρησης η υποχρέωση μη ανταγωνισμού του ενός των συμβαλλομένων υπέρ του άλλου. Η υποχρέωση μη ανταγωνισμού συνιστά υποχρέωση προς παράλειψη ή ανοχή κατά το άρθρο 287 ΑΚ, με την κατά κανόνα έννοια της μη άσκησης από τον υποσχεθέντα οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση πελατείας από τον δέκτη της υπόσχεσης ή τη δημιουργία νέας, ενέχει δε θεμιτό περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας του, αρκεί αυτός να μην είναι υπέρμετρος (ΕφΑθ 925/2010 ΕλλΔνη 2011, 814· Α. Βαλτούδης, Πώληση επιχείρησης – προσυμβατική, συμβατική και από αδικαιολόγητο πλουτισμό ευθύνη, 2005, σελ. 52-53). Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 513, 173, 200 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι η σχετική απαγόρευση υφίσταται, ακόμα και αν δεν έχει ρητά συνομολογηθεί από τους συμβαλλομένους (βλ. Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, άρθρ. 288 αρ. 64· Μαρίνο, Πώληση επιχείρησης και απαγόρευση άσκησης ανταγωνισμού, ΧρΙΔ 2001, 98· Α. Βαλτούδη, ό.π.). Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι ο πωλητής υποχρεούται να μην ανταγωνίζεται τον αγοραστή εντός του συγκεκριμένου πεδίου δράσης της πωληθείσας επιχείρησης, είτε άμεσα με την ίδρυση μιας νέας επιχείρησης (έστω και με παρένθετο πρόσωπο) είτε και έμμεσα με την κτήση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών, την κτήση μιας θέσης διευθυντικού στελέχους κ.ο.κ. (Α. Βαλτούδης, ό.π., σελ. 55-56, όπου και εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στους συγγραφείς).
Περαιτέρω, βασική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων, και κυρίως εκείνων που έχουν σωματειακή οργάνωση, αποτελεί η περιουσιακή αυτοτέλειά τους απέναντι στα μέλη τους (αρχή του χωρισμού). Το νομικό πρόσωπο είναι, δηλαδή, οφειλέτης των δικών του υποχρεώσεων και δανειστής των αντίστοιχων αξιώσεών του, ενώ τα μέλη του δεν ευθύνονται για τις υποχρεώσεις του, όπως άλλωστε και το νομικό πρόσωπο δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις των μελών του. Ωστόσο, η αρχή αυτή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει, για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της. Ειδικά επί κεφαλαιουχικής εταιρείας τέτοια μορφή κατάχρησης δεν στοιχειοθετείται από μόνον τον λόγο ότι ένα μόνο πρόσωπο κατέχει τη συντριπτική πλειοψηφία ή ακόμη και το σύνολο των μετοχών της (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 17/1994 ΑρχΝ 1994, 646· ΕφΠειρ 348/2005 ΝοΒ 2006, 246). Για την άρση, δηλαδή, της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου απαιτείται η συνδρομή πρόσθετων στοιχείων, από τα οποία να προκύπτει ότι η χρήση των δυνατοτήτων που το ίδιο το δίκαιο παρέχει στον κυρίαρχο μέτοχο συνδυάζεται ή έχει ως αποτέλεσμα τη χρήση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας για σκοπούς μη συμβατούς ή και αντίθετους με τους κοινωνικοοικονομικούς σκοπούς που το δίκαιο έχει ενσωματώσει (ΕφΠειρ 348/2005 ό.π.· ΕφΑθ 4714/2004 ΕΕμπΔ 2005, 729· ΕφΑθ 5367/2003 ΕΕμπΔ 2005, 542). Τέτοιους (αθέμιτους) σκοπούς συνιστούν η καταστρατήγηση του νόμου, η δόλια πρόκληση ζημίας σε τρίτους, η αποφυγή εκπλήρωσης υποχρεώσεων του μετόχου (ΕφΠειρ 348/2005 ό.π.· Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, 4η αναθεωρημένη έκδ. 1996, § 31 Δ. αρ. 3, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και συγγραφείς).
[…] Επίσης, και η απόσπαση πελατείας που αποτελεί πολύτιμο αγαθό της επιχειρήσεως και η εκμετάλλευση ξένης φήμης και οργανώσεως μπορεί με τη συνδρομή ειδικών συνθηκών να είναι αθέμιτες, διότι επιχειρούνται κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη (ΕφΘεσ 1758/2015 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος· ΕφΑθ 3594/2008 ΔΕΕ 2009, 50· ΕφΘεσ 3000/2005 Αρμ. 2006, 896, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και στους συγγραφείς). Περαιτέρω, κατά την απολύτως κρατούσα άποψη, η παράβαση συμβατικών ρητρών απαγορεύσεως ανταγωνισμού δεν είναι χωρίς άλλο αθέμιτη. Απαιτείται η συνδρομή ειδικών περιστάσεων, που να θεμελιώνουν την αντίθεση στα χρηστά ήθη, χωρίς να αρκεί καθεαυτή η παράβαση της παρεπόμενης αυτής ενοχικής ή εκ του νόμου υποχρέωσης (ΕφΑθ 3594/2008 ό.π., όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και στους συγγραφείς).
Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 731, 732 και 692 § 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει το δικαίωμα να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις και αποσκοπεί στην εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της καταστάσεως, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα τηρηθεί ο κανόνας της τελευταίας διατάξεως του άρθρου 692 § 4, με την οποία ορίζεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση, με εξαίρεση μόνο τη διάταξη του άρθρου 728 του ιδίου ως άνω Κώδικα. Σκοπός, δηλαδή, των ασφαλιστικών μέτρων είναι να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η επίδικη σχέση και όχι να ματαιωθεί ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης, στην οποία και μόνο θα κριθεί οριστικά η έννομη σχέση. Η ρύθμιση του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ αποτρέπει τη δημιουργία με τα ασφαλιστικά μέτρα ανεπανόρθωτων ή δυσχερώς αναστρέψιμων συνεπειών, που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης, δηλαδή συνεπειών που η ανατροπή τους μετά την αντίθετη οριστική κρίση δεν είναι αυτόματη και απαιτεί ενδεχομένως σημαντικές δαπάνες από τον ηττηθέντα στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ή εξαρτάται κυρίως από τη θέληση του αντιδίκου του. Η καταδίκη σε παροχή αντικειμένου είτε ως εφάπαξ είτε ως περιοδική παροχή αποτελεί ικανοποίηση του αντιστοίχου δικαιώματος, αφού δημιουργεί ανεπανόρθωτες ή δύσκολα αναστρέψιμες συνέπειες. Γενικότερα, η καταδίκη σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξεως που αποτελεί το περιεχόμενο εφάπαξ παροχής ή η ενεργοποίηση διαπλαστικού (ουσιαστικού) δικαιώματος οδηγούν σε ικανοποίηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων και, συνεπώς, σε ρύθμιση υπερβαίνουσα τα όρια που διαγράφουν οι διατάξεις των άρθρων 692 § 4 και 731-732 (για όλα τα ανωτέρω βλ. ΜΠρΑθ 6280/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος· Κεραμέως / Κονδύλη / Νίκα – Κράνη, ΚΠολΔ II, 2000, άρθρ. 692 αρ. 3, όπου και εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και στους συγγραφείς). Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι επί ρύθμισης διαρκών ενοχών για παροχή ή παράλειψη είναι δυνατή η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, χωρίς αυτή να συνιστά ολοκληρωτική ικανοποίηση δικαιώματος (ΜΠρΠατρ [ασφ.] 24/2016 ΕλλΔνη 2016, 256· ΜΠρΘεσ 16823/2010 Αρμ. 2010, 1857· ΜΠρΑθ 2054/2009 ΕΕργΔ 2009, 566). […]
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης Α.Δ. και ανταπόδειξης Ε.Τ., που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, των με αριθμό […]/22.9.2017 και […]/2.10.2017 ενόρκων βεβαιώσεων αφενός μεν των Β.Γ. και Ι.Μ., αφετέρου δε του Π.Β. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πύργου Κ.Η., των με αριθμούς […]/22.9.2017 και […]/22.9.2017 ενόρκων βεβαιώσεων των Κ.Μ. και Μ.Δ., αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.Ν., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της αιτούσας, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των καθ’ ων η αίτηση δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν τη λήψη τους (άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ […]), των με αριθμούς […]/4.10.2017 και […]/4.10.2017 ένορκων βεβαιώσεων των Α.Σ. και Δ.Χ., αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πύργου Μ.-Ι.Κ., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των καθ’ ων η αίτηση, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αιτούσας δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν τη λήψη τους ([…]), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 § 4 ΚΠολΔ), πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος (1ος) των καθ’ ων η αίτηση είναι επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται από ετών στην πόλη του Πύργου Ηλείας, διατηρώντας πρακτορείο εθνικών μεταφορών, αλλά εκμεταλλευόμενος και από το έτος 2008 μέχρι τον μήνα Αύγουστο του έτους 2016 επιχείρηση πρατηρίου υγρών καυσίμων, υγραερίου και πλυντηρίου-λιπαντηρίου αυτοκινήτων. Η τελευταία στεγαζόταν σε μίσθιο ακίνητο στον Πύργο Ηλείας, και ειδικότερα επί της οδού […], επί της οποίας φέρει τον αριθμό […]. Αρχές του έτους 2016 ο πρώτος (1ος) των καθ’ ων η αίτηση ανακοίνωσε στον μάρτυρα απόδειξης Α.Δ. (σύζυγο και πατέρα των μοναδικών εταίρων της αιτούσας) ότι επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της εμπορίας ελαιολάδου στην Κρήτη και να απεμπλακεί από την εμπορεία καυσίμων, πωλώντας την προπεριγραφείσα επιχείρησή του. Η προοπτική της αγοράς μίας τέτοιας επιχείρησης στην περιοχή του Πύργου δεν άφηνε αδιάφορο στον Α.Δ., ο οποίος αφενός μεν γνώριζε τον χώρο της εμπορίας καυσίμων (καθώς ήταν και ο ίδιος στο παρελθόν ιδιοκτήτης τέτοιας επιχείρησης), αφετέρου δε αναζητούσε να προβεί σε μία επένδυση, προς εξασφάλιση της επαγγελματικής αποκατάστασης της θυγατέρας του Μ.Δ., της ασφαλιστικής αποζημίωσης που τα μέλη της οικογένειάς του είχαν εισπράξει από τον θάνατο του υιού του σε τροχαίο ατύχημα. Έτσι, άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του πρώτου (1ου) των καθ’ ων η αίτηση και του Α.Δ., ενεργούντος στο όνομα και για λογαριασμό της θυγατέρας του Μ., οι οποίες κατέληξαν αρχικά στην υπογραφή του από 11ης Ιουλίου 2017 προσυμφώνου πώλησης επιχείρησης μεταξύ του πρώτου (1ου) των καθ’ ων η αίτηση και της Μ.Δ. και στη συνέχεια στην υπογραφή του από 8ης Αυγούστου 2016 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης επιχείρησης μεταξύ του πρώτου (1ου) των καθ’ ων και της αιτούσας εταιρείας, που είχε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα συσταθεί από τη Μ.Δ., η οποία και κατείχε ποσοστό ενενήντα οχτώ τοις εκατό (98%) των εταιρικών της μεριδίων. Με το ανωτέρω συμφωνητικό ο πρώτος (1ος) των καθ’ ων πώλησε και μεταβίβασε στην αιτούσα την προπεριγραφείσα επιχείρησή του ως οικονομική ενότητα, αποτελούμενη από τον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις της, τη φήμη της και την πελατεία της έναντι αναγραφόμενου τιμήματος εκατόν δύο χιλιάδων τετρακοσίων (102.400) ευρώ. Πιθανολογείται, ωστόσο, ότι το πραγματικά καταβληθέν τίμημα ήταν υπέρτερο του αναγραφόμενου, για λόγους απόκρυψης φορολογητέας ύλης, και ανερχόταν στο ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, το οποίο αποδέχθηκε η αιτούσα, νόμιμα εκπροσωπούμενη, ως εύλογο λόγω της προνομιούχας τοποθεσίας του ανωτέρω πρατηρίου σε κεντρική οδό της πόλης του Πύργου και της ικανής πελατείας που προσδοκούσε ότι θα έχει λόγω της ιδιαίτερης επιχειρηματικής φήμης του έως τότε ιδιοκτήτη του πρώτου (1ου) των καθ’ ων η αίτηση. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι στο ανωτέρω συμφωνητικό πώλησης δεν προβλέφθηκε μεν ρητή υποχρέωση του πρώτου των καθ’ ων η αίτηση να απόσχει από δραστηριότητες ανταγωνιστικές της αιτούσας, πλην όμως δεν υπήρξε ρητή πρόβλεψη ούτε της δυνατότητάς του να επαναδραστηριοποιείται άμεσα άνευ περιορισμών στο ίδιο επιχειρηματικό αντικείμενο. Συνεπώς, ο πρώτος (1ος) των καθ’ ων η αίτηση υπείχε μετασυμβατική διαρκή υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού έναντι της αιτούσας, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναλυτικά διαλαμβάνονται στην προηγούμενη νομική σκέψη, υποχρέωση του πωλητή επιχείρησης να παραλείπει να ανταγωνίζεται τον αγοραστή αυτής απορρέει από τη σύμβαση πώλησης επιχείρησης, ακόμη και όταν δεν έχει συνομολογηθεί ρητά.
Παρά, ωστόσο, την ως άνω υποχρέωσή του ο πρώτος (1ος) των καθ’ ων η αίτηση αμέσως μετά τη συντέλεση της ως άνω πώλησης της επιχείρησής του δρομολόγησε διαδικασίες δημιουργίας ομοειδούς επιχείρησης σε οικόπεδο ιδιοκτησίας της συζύγου του, ευρισκόμενο σε απόσταση μόλις διακοσίων (200) μέτρων από το κατάστημα της επιχείρησης που πώλησε στην αιτούσα, και συγκεκριμένα, επί της οδού […], η οποία τέμνει κάθετα την οδό […]. Ειδικότερα, πιθανολογείται ότι με την από 19ης Οκτωβρίου 2016 αίτησή του προς το Τμήμα Μελετών και Εκτέλεσης Έργων της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών και Περιβάλλοντος του Δήμου Πύργου ζήτησε και έλαβε την 20ή Δεκεμβρίου 2016 άδεια διαμόρφωσης εισόδου εξόδου νέου μικτού πρατηρίου υγρών καυσίμων επί της οδού […], ενώ δύο (2) μόλις μήνες αργότερα, και δη τη 17η Φεβρουαρίου 2017, έλαβε από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος άδεια ίδρυσης μικτού πρατηρίου καυσίμων και υγραερίου μετά πλυντηρίου-λιπαντηρίου επί του ως άνω ακινήτου. Στη συνέχεια, και δη τον μήνα Μάρτιο του έτους 2017, ίδρυσε τη δεύτερη (2η) των καθ’ ων η αίτηση εταιρεία, προκειμένου να ασκήσει μέσω αυτής ως παρένθετου προσώπου την ανωτέρω επιχειρηματική του δραστηριότητα. Τούτο πιθανολογείται τόσο από την κατανομή των εταιρικών μεριδίων (ο πρώτος –1ος– των καθ’ ων κατείχε ποσοστό ενενήντα εννέα τοις εκατό –99%– των μεριδίων), όπως αυτή εύγλωττα αποτυπώνεται και στην επιλεγείσα επωνυμία της εταιρείας, η οποία ταυτίζεται με το ονοματεπώνυμο του πρώτου των καθ’ ων η αίτηση, αν και από τον νόμο δεν υπάρχουν περιορισμοί ως προς την επιλογή της επωνυμίας, η οποία μπορεί να είναι και φανταστική (άρθρ. 44 § 1 ν. 4072/2012), αλλά και από το γεγονός ότι ο πρώτος (1ος) των καθ’ ων συγκέντρωσε σε αυτήν την εταιρεία το σύνολο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, εντάσσοντας στο δυναμικό της τα φορτηγά δημόσιας χρήσης που ανήκαν στην ιδιοκτησία του ([…]), χορηγώντας ταυτόχρονα άτοκο δάνειο σε αυτήν ποσού τριακοσίων εβδομήντα χιλιάδων (370.000) ευρώ. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το από 13ης Οκτωβρίου 2017 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, το οποίο προσκομίζουν και επικαλούνται οι καθ’ ων η αίτηση και σύμφωνα με το οποίο τα εταιρικά μερίδια του πρώτου (1ου) των καθ’ ων η αίτηση μεταβιβάζονται σε τρίτο (3ο) πρόσωπο, καθώς η ανωτέρω μεταβίβαση φέρεται σε κάθε περίπτωση να έλαβε χώρα μετά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, το γεγονός δε ότι ο χρόνος συντέλεσής της ταυτίζεται με την καταληκτική ημερομηνία της χορηγηθείσας από το Δικαστήριο προθεσμίας υποβολής του σημειώματος ισχυρισμών των διαδίκων δημιουργεί στο Δικαστήριο ικανές αμφιβολίες για τη σπουδαιότητα των αποτυπούμενων σε αυτό δηλώσεων βουλήσεως. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογείται ότι ήδη από την 28η Σεπτεμβρίου 2017 η δεύτερη των καθ’ ων η αίτηση, ως παρένθετο πρόσωπο του πρώτου (1ου) των καθ’ ων κατά τα προεκτεθέντα, λειτουργεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση πρατηρίου υγρών και μικτών καυσίμων και πλυντηρίου-λιπαντηρίου αυτοκινήτων επί της οδού […] στον Πύργο. Η ανωτέρω επιχείρηση είναι αναμφίβολα (λόγω της ταυτότητας της ασκούμενης δραστηριότητας και του τόπου εκδήλωσης αυτής) ανταγωνιστική της επιχείρησης της αιτούσας και συνεπώς, με την ως άνω λειτουργία της ο πρώτος (1ος) των καθ’ ων παραβιάζει τη διαρκή υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού που, κατά τα προεκτεθέντα, υπέχει έναντι της αιτούσας.
Για τον λόγο αυτό, η αιτούσα ήγειρε εναντίον του και κατά της δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση την από 11ης Ιουλίου 2017 αγωγή της, με την οποία ζητά, μεταξύ άλλων, να απαγορευθεί στους καθ’ ων η αίτηση (εναγομένους) η λειτουργία ανταγωνιστικής επιχείρησης προς τη δική της για χρονικό διάστημα επτά (7), άλλως πέντε (5), ετών από την κατάρτιση του από 8ης Αυγούστου 2016 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης επιχείρησης εντός της πόλης του Πύργου Ηλείας και σε περιμετρική απόσταση πέντε (5) χιλιομέτρων από αυτή. Επειδή δε η εξακολουθητική παραβίαση της υποχρέωσης παράλειψης ανταγωνισμού του πρώτου (1ου) των καθ’ ων μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της τακτικής αγωγής που έχει ήδη ασκήσει, κατά τα προεκτεθέντα, η αιτούσα πιθανολογείται ότι θα δημιουργήσει ιδιαίτερα επαχθείς και δυσχερώς αναστρέψιμες για την αιτούσα καταστάσεις με την απίσχανση της πελατείας της και τη ματαίωση της απόσβεσης της επένδυσής της, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, και ειδικότερα να απαγορευθεί στους καθ’ ων η αίτηση η λειτουργία επιχείρησης πρατηρίου καυσίμων και πλυντηρίου-λιπαντηρίου αυτοκινήτων επί της οδού […] στον Πύργο μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 11ης Ιουλίου 2017 αγωγής της αιτούσας. Ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας πρέπει να απειληθεί κατά των καθ’ ων η αίτηση χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ για κάθε παραβίαση του διατακτικού της, ενώ, ενόψει της πιθανολογούμενης περιουσίας και συνακόλουθα φερεγγυότητας του πρώτου των καθ’ ων, δεν κρίνεται αναγκαία η απαγγελία εναντίον του προσωπικής κράτησης. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας πρέπει να επιβληθεί, κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματός της, σε βάρος των καθ’ ων η αίτηση λόγω της μερικής ήττας τους, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106 και 178 § 1 ΚΠολΔ)…]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου