Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

ΤρΔΕφ(Ακ)Αθ 1964/2025: "Διαγωνισμοί ΑΣΕΠ - Αμφισημία όρων διακηρύξεων - Αρχή χρηστής διοίκησης - Αρχή προστατευόμενης εμπιστοσύνης"

 


Σύμφωνα με τις αρχές της ισότητας, της διαφάνειας, της σαφήνειας και της χρηστής διοίκησης, που διέπουν τη διαγωνιστική διαδικασία επιλογής των καταλληλότερων μεταξύ των υποψηφίων για την πλήρωση θέσεων δημοσίων υπηρεσιών, όλοι οι όροι και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής του διαγωνισμού πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, με ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε όλους τους υποψήφιους να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενό τους. Στον νόμο 4765/2021 και στην Προκήρυξη ΑΣΕΠ 3ΓΒ/2023 δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι η μοριοδότηση του εν λόγω προσόντος τελεί υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης καταχώρησης της διδακτορικής διατριβής στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών. Λόγω της ασάφειας της εφαρμοστέας διάταξης του ν. 4765/2021 και της οικείας προκήρυξης σχετικά με την προαναφερόμενη απαίτηση, η διαγραφή από την αιτούσα του διδακτορικού τίτλου σπουδών, με την αιτιολογία ότι δεν απέδειξε προσηκόντως το εν λόγω προσόν είναι μη νόμιμη, όπως βάσιμα η ίδια υποστηρίζει. Η ασάφεια αυτή σε συνδυασμό προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης επέβαλε στο Α.Σ.Ε.Π. τη χορήγηση στην αιτούσα εύλογης προθεσμίας προκειμένου να της παρασχεθεί η δυνατότητα να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την καταχώρηση και ταξινόμηση της διδακτορικής διατριβής της. Δεκτή η αίτηση ακυρώσεως. Ακυρώνεται ο οριστικός πίνακας των διοριστέων του Διαγωνισμού κατά το μέρος που αφορά την αιτούσα.

 

 Αριθμός απόφασης: 1964/2025

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ακυρωτικός Σχηματισμός - ΤΜΗΜΑ ΙΑ΄


Επειδή, με την αίτηση αυτή, η αιτούσα, υποψήφια για την πλήρωση θέσεων προσωπικού, μεταξύ άλλων, του κλάδου ΠΕ Χημικών, σε φορείς του Δημοσίου από τους επιτυχόντες του διενεργηθέντος πανελλήνιου γραπτού διαγωνισμού (Β΄ Στάδιο), που προκηρύχθηκαν με την 3ΓΒ/2022 προκήρυξη του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), επιδιώκει την ακύρωση α) της 859/27-9-2024 απόφασης του Β΄ Τμήματος αυτού, με την οποία, στο πλαίσιο του αυτεπάγγελτου ελέγχου, αποφασίστηκε η διαγραφή του προσόντος του διδακτορικού τίτλου σπουδών και η αναμόρφωση, αναλόγως, των οικείων πινάκων και β) του ενιαίου πίνακα διοριστέων, κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, που κυρώθηκε με τη 1033/29-11-2024 απόφαση του Β΄Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. (ΦΕΚ Γ΄3957/4-12-2024), κατά το μέρος που παραλείπεται.

Επειδή, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί ο ανωτέρω πίνακας διοριστέων (δεύτερη προσβαλλόμενη), με τον οποίο περατώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια του επίμαχου διαγωνισμού, καθώς η 859/27-9-2024 απόφαση του Α.Σ.Ε.Π. (πρώτη προσβαλλόμενη) έχει απωλέσει τον εκτελεστό της χαρακτήρα, ως ενσωματωθείσα στην προαναφερόμενη τελική και απαραδέκτως προσβάλλεται αυτοτελώς (ΣτΕ 1270/2023, 1110/2015, 3050/2013, 4197/2012 κ.ά.).

Επειδή, στο B΄ Μέρος του ν. 4765/2021 «Εκσυγχρονισμός του συστήματος προσλήψεων στον δημόσιο τομέα και ενίσχυση του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ A΄ 6) ρυθμίζεται η πλήρωση θέσεων προσωπικού στο δημόσιο τομέα με γραπτό διαγωνισμό και ειδικότερα προβλέπεται: στο άρθρο 12 (παρ.1), όπως ισχύει μετά τη συμπλήρωση και την τροποποίηση της παρ. αυτής από τα άρθρα 45 (παρ.2) του ν. 4795/2021 (ΦΕΚ Α΄ 62) και 50 του ν. 4940/2022 (ΦΕΚ A΄ 112), ότι: «Η βαθμολογία στον γραπτό διαγωνισμό υποψηφίων των κατηγοριών Π.Ε. και Τ.Ε. προσαυξάνεται ως ακολούθως: α. Κατά πέντε (5) μονάδες για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος σε επιστημονικό πεδίο που αναφέρεται ως αποδεκτό στην προκήρυξη σύμφωνα με την ταξινόμηση του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών.β… γ… ζ…» και στο άρθρο 16 (παρ.2) ότι: «Η προκήρυξη περιλαμβάνει: α. τον τρόπο πλήρωσης των θέσεων. β… ζ. τα κριτήρια κατάταξης, η… θ… ι. τα αποδεκτά επιστημονικά πεδία, σύμφωνα με την ταξινόμηση του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών, προκειμένου για τα διδακτορικά διπλώματα, ιαιθ…». Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 70 (παρ.15) του ν. 1566/1985 (ΦΕΚ Α΄ 167), «Μετά την έγκριση της διδακτορικής διατριβής και προκειμένου να χορηγηθεί το έγγραφο του τίτλου του διδάκτορα από το αντίστοιχο Α.Ε.Ι. απαιτείται η συμπλήρωση από το διδάκτορα ειδικού εντύπου του Κέντρου Τεκμηρίωσης (Κ.Τ.) του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Ε.Ι.Ε.) με περίληψη της διατριβής και επιστημονικά στοιχεία που αφορούν το περιεχόμενό της. Τα έντυπα αυτά καθώς και ένα αντίγραφο της διδακτορικής διατριβής το οικείο Α.Ε.Ι. υποχρεούται να αποστέλλει στο Κ.Τ. του Ε.Ι.Ε. για την ενημέρωση του εθνικού αρχείου των ελληνικών διδακτορικών διατριβών.».

Επειδή, κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του ν. 4765/2021, δημοσιεύθηκε η 3ΓΒ/2023 προκήρυξη του Α.Σ.Ε.Π. (ΦΕΚ Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. 51/13-12-2023), με την οποία προκηρύχθηκε η πλήρωση 4.276 θέσεων μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, διαφόρων κλάδων - ειδικοτήτων (ΠΕ Διοικητικού, ΠΕ Περιβάλλοντος, ΠΕ Χημικών κ.λπ.) από επιτυχόντες του διενεργηθέντος πανελλήνιου γραπτού διαγωνισμού σε φορείς του Δημοσίου (Β΄ Στάδιο). Στο Κεφάλαιο Γ ́ της εν λόγω προκήρυξης, καθορίστηκαν τα κριτήρια που προσαυξάνουν τη βαθμολογία στο γραπτό διαγωνισμό των υποψηφίων που πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις, ώστε να καταταγούν, κατά κλάδο ή ειδικότητα, σε πίνακες κατάταξης κατά φθίνουσα σειρά συνολικής βαθμολογίας, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και η κατοχή διδακτορικού διπλώματος «σε επιστημονικό πεδίο που αναφέρεται ως αποδεκτό στην προκήρυξη σύμφωνα με την ταξινόμηση του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών». Εξάλλου, στο Παράρτημα Β΄ της ίδιας προκήρυξης, με τίτλο «Απαιτούμενα Δικαιολογητικά - Πιστοποιητικά» και ειδικότερα στην παράγραφο 2 αυτού ορίστηκε ότι: «Α…Β.ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΙ/ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ. Β.1. ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΠΟΥΔΩΝ. Β1.1 ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΤΗΣ ΗΜΕΔΑΠΗΣ. Οι υποψήφιοι που είναι κάτοχοι διδακτορικού τίτλου σπουδών υποβάλλουν το διδακτορικό τους δίπλωμα…Τα διδακτορικά διπλώματα που γίνονται αποδεκτά από την προκήρυξη είναι: α) …θ) Για τους κλάδους ΠΕ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ … ΠΕ ΧΗΜΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ… εκείνα που εντάσσονται στο επιστημονικό πεδίο Επιστήμες Μηχανικού και Τεχνολογίας - υποπεδία: Επιστήμη Πολιτικού Μηχανικού, Επιστήμη Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Ηλεκτρονικού Μηχανικού, Μηχανικού Η/Υ, Επιστήμη Μηχανολόγου Μηχανικού, Επιστήμη Χημικού Μηχανικού, Μηχανική Υλικών, Βιοϊατρική Μηχανική, Περιβαλλοντική Μηχανική, Περιβαλλοντική Βιοτεχνολογία, Νανοτεχνολογία και Άλλες Επιστήμες Μηχανικού και Τεχνολογίες, σύμφωνα με την ταξινόμηση του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών (www.didaktorika.gr)…ιε) Για τους κλάδους ΠΕ ΧΗΜΙΚΟΣ, ΠΕ ΧΗΜΙΚΩΝ εκείνα που εντάσσονται στο επιστημονικό πεδίο Φυσικές Επιστήμες - υποπεδία Χημεία και Άλλες Φυσικές Επιστήμες σύμφωνα με την ταξινόμηση του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών (www.didaktorika.gr). Ειδικότερα, για τον κλάδο ΠΕ ΧΗΜΙΚΩΝ που αφορά στις θέσεις με κωδ. 2471, 2472, 2474 έως 2476, 2480, 2485, 2488, 2489, 2492 έως 2494, 2497 έως 2506 και κωδ. τίτλου 136 και εκείνα που εντάσσονται στα επιστημονικά πεδία του κλάδου ΠΕ ΧΗΜΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ (Β1.1., παρ. θ). Β1.2. ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ…Οι διδακτορικοί τίτλοι σπουδών της αλλοδαπής που γίνονται αποδεκτοί για τους κλάδους, οι οποίοι αναφέρονται στην ανωτέρω ενότητα Β.1.1. ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΤΗΣ ΗΜΕΔΑΠΗΣ πρέπει να εντάσσονται για κάθε κλάδο στα προαναφερόμενα επιστημονικά πεδία (α-ιε) αντίστοιχα σύμφωνα με την ταξινόμηση του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών (www.didaktorika.gr). Σημειώνεται ότι προκειμένου να μοριοδοτηθούν οι υποψήφιοι για τα ανωτέρω κατά περίπτωση διδακτορικά, πρέπει να έχουν καταθέσει τη διδακτορική τους διατριβή στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (www.didaktorika.gr). Β2. ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΠΟΥΔΩΝ…».

Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αιτούσα συμμετείχε στον πανελλήνιο γραπτό διαγωνισμό, σύμφωνα με την 2Γ/2022 πρόσκληση - προκήρυξη του Α.Σ.Ε.Π., για την κατάταξή της σε πίνακα βαθμολογίας, μεταξύ άλλων, για τον κλάδο ΠΕ Χημικών (Α΄ στάδιο). Δεδομένου δε ότι περιλήφθηκε στον οικείο πίνακα επιτυχόντων, υπέβαλε την ./13-1-2024 αίτηση - υπεύθυνη δήλωση για την κατάληψη μιας εκ των θέσεων που αναγράφονται σ’ αυτή και προκηρύχθηκαν με την 3ΓΒ/2023 προκήρυξη του Α.Σ.Ε.Π. (Β΄στάδιο), με πρώτη, κατά σειρά προτίμησης, τη θέση του κλάδου ΠΕ Χημικών στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων Μεσσηνίας (κωδ. θέσης 2498). Με την εν λόγω αίτηση δήλωσε ότι διαθέτει ένα διδακτορικό τίτλο σπουδών και ειδικότερα το από 7-4-2021 δίπλωμα «Doctor of Natural Sciences» που της απονεμήθηκε από το Martin - Luther - Universitat Halle - Wittenberg της Γερμανίας, υπέβαλε δε προς τούτο, εκτός από το δίπλωμα αυτό, την Η2Δ5/2022 πράξη του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης, με την οποία αυτό αναγνωρίστηκε ως ακαδημαϊκά ισοδύναμο προς τα διδακτορικά διπλώματα των Ελληνικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Κατά την έκδοση των προσωρινών αποτελεσμάτων η βαθμολογία της αιτούσας στο γραπτό διαγωνισμό προσαυξήθηκε κατά 5 μονάδες λόγω της κατοχής του ως άνω διδακτορικού διπλώματος και διατέθηκε προς διορισμό στην προαναφερόμενη θέση (κωδ. θέσης .). Ακολούθως, όμως, στο πλαίσιο του αυτεπάγγελτου ελέγχου των αιτήσεων και των δικαιολογητικών των προσωρινώς διοριστέων, με την 859/27-9-2024 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., κρίθηκε ότι πρέπει να διαγραφεί ο διδακτορικός τίτλος σπουδών και να αναμορφωθούν, αναλόγως, οι οικείοι πίνακες, διότι αυτή δεν είχε καταθέσει τη διδακτορική διατριβή της στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, όπως όφειλε κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα Β΄ της 3ΓΒ/2023 προκήρυξης και ως εκ τούτου δεν απέδειξε, προσηκόντως, την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος. Ενόψει αυτού, η αιτούσα, κατατάχθηκε στον οριστικό πίνακα του κλάδου ΠΕ Χημικών χωρίς προσαύξηση της βαθμολογίας της λόγω της κατοχής διδακτορικού τίτλου σπουδών και δεν περιλήφθηκε στον ενιαίο οριστικό πίνακα διοριστέων, κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, που κυρώθηκε με την 1033/29-11-2024 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. (ΦΕΚ Γ΄3957/4-12-2024).

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

ΜονΕφΘεσ 1289/2025: "Αδικοπρακτική ευθύνη μελών ΔΣ ανώνυμης εταιρίας για υπαίτια παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές"

 



Αριθμός Απόφασης 1289/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σουλτάνα Κρυστάλλη, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου και τη Γραμματέα Αναστασία Τσερτσόγλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 16.05.2025, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση, μεταξύ των:

......

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της με στοιχείο (α) έφεσης-εφεσίβλητη της με στοιχείο (β) έφεσης κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας την από 29.06.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020 αγωγή της κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων-εκκαλούντων. Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 52/2022 οριστική του απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία, αφού απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, δέχθηκε τη σωρευόμενη επικουρική αυτής βάση.

Την απόφαση αυτή του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσβάλλουν ήδη η εν μέρει ηττηθείσα πρωτοδίκως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 16.02.2024 και με στοιχείο (α) έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2024, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././2024 ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης και πράξη ορισμού δικασίμου, αρχική δικάσιμος η 20.09.2024 και μετά από αναβολή η παραπάνω αναφερόμενη και ενεγράφη στο πινάκιο, οι δε εν μέρει ηττηθέντες πρωτοδίκως εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 19.02.2024 και με στοιχείο (β) έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2024, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././2024 ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης και πράξη ορισμού δικασίμου, αρχική δικάσιμος η 20.09.2024 και μετά από αναβολή η παραπάνω αναφερόμενη και ενεγράφη στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν, από το οικείο πινάκιο, στη σειρά τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με σχετικές μονομερείς δηλώσεις τους, του άρθρου 242§2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της με στοιχείο (α) έφεσης-εφεσίβλητη της με στοιχείο (β) έφεσης, με την από 29.06.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, που απηύθυνε σε βάρος των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων-εφεσίβλητων, εξέθετε ότι η πρώτη εναγόμενη τυγχάνει ανώνυμη εταιρία και οι λοιποί των εναγομένων μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης. Ότι περαιτέρω τόσο αυτή (ενάγουσα) όσο και η πρώτη εναγόμενη δραστηριοποιούνται στον τομέα κονσερβοποίησης φρούτων, μία δε εκ των δραστηριοτήτων της τελευταίας είναι η παρασκευή του τελικού προϊόντος της κονσέρβας, κατόπιν προμήθειας των πρώτων υλών (μεταλλικά δοχεία, φρούτα, κ.λπ.), από τρίτες εταιρίες, βασικότερη εκ των οποίων είναι η ίδια (ενάγουσα). Ότι στα πλαίσια της παραπάνω εμπορικής τους συνεργασίας στη Σκύδρα τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2017 η πρώτη εναγόμενη πώλησε στην ίδια (ενάγουσα) έτοιμα προϊόντα (κονσέρβες με ροδάκινο), συνολικής αξίας 217.531,40 €, με συμφωνία παρακαταθήκης αυτών στις αποθήκες της ως θεματοφύλακας, και την αποστολή τους στην ίδια (ενάγουσα), όποτε της ζητηθεί και ότι το τίμημα από την αγορά των ως άνω εμπορευμάτων καταβλήθηκε από την ίδια (ενάγουσα), με την εξόφληση μέρους του υπολοίπου της πρώτης εναγόμενης από την αγορά των πρώτων υλών που είχε προηγηθεί.

Ότι η πρώτη εναγόμενη της παρέδωσε μέρος των ποσότητας των πωληθέντων τεμαχίων, αρνούμενη, παρά τις αλλεπάλληλες οχλήσεις της, να της παραδώσει την υπόλοιπη ποσότητα 254.448 τεμαχίων. Ότι για τον λόγο αυτόν αυτή (ενάγουσα) την 21.11.2018 επέδωσε στην πρώτη εναγόμενη την από 15.11.2018 εξώδικη όχληση-δήλωσή της, με την οποία προέβη στη λύση της σύμβασης παρακαταθήκης και την κάλεσε να παραδώσει εντός τριών (3) ημερών από την επίδοσή της, το σύνολο των ως άνω 254.448 τεμαχίων, ωστόσο η πρώτη εναγόμενη, ουδέν έπραξε, τελώντας αντιποίηση της νομής των εμπορευμάτων της. Ότι περαιτέρω όλοι ΟΙ εναγόμενοι παραβίασαν την κοινωνικώς επιβεβλημένη και εκ τη θεμελιώδους δικανικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσα υποχρέωση της συνετής φύλαξης εννόμων αγαθών τρίτων, συμπεριφορά, που αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτική ήθη, καθόσον, όπως περιήλθε σε γνώση της (ενάγουσας), η πρώτη εναγόμενη αλλά και οι λοιποί των εναγομένων υπό την παραπάνω ιδιότητά τους και ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης προέβησαν στην καταστροφή των επιδίκων και μη αποδοθέντων εμπορευμάτων, ενώ, παράλληλα με την ανωτέρω συμπεριφορά τους, οι λοιποί, πλην της πρώτης ανώνυμης εταιρίας, εναγόμενοι τέλεσαν σε βάρος της και το ποινικό αδίκημα της υπεξαίρεσης. Ότι η πρώτη εναγόμενη ευθύνεται και για την αθέτηση της συμβατικής της υποχρέωσης περί επιμελούς φύλαξης των παρακατατεθέντων εμπορευμάτων, καθώς και για την αδυναμία απόδοσής τους, ενεργώντας δολίως ή από βαριά αμέλεια. Ότι η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων είχε ως συνέπεια την πρόκληση σε αυτήν θετικής ζημίας, που ισούται με τη συνολική αξία των εμπορευμάτων, ποσού 217.531,40 €, που δεν της αποδόθηκαν από την πρώτη εναγόμενη. Ότι επιπλέον υπέστη και αποθετική ζημία, καθόσον απώλεσε διαφυγόντα κέρδη συνολικού ύψους 21.635,31 €, κατά τα εκτιθέμενα, κατά τρόπο ορισμένο και σαφή, στο δικόγραφο.

Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, κατά την κύρια βάση της αγωγής της, που θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη όλων των εναγόμενων: α. Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλλουν το ποσό των 217.531,40 €, για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας καθώς και το ποσό των 21.635,31 €, για την αποκατάσταση της αποθετικής της ζημίας (διαφυγόντα κέρδη), ήτοι το συνολικό ποσό των 239.166,71 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 22.11.2018, ήτοι από την επόμενη της επίδοσης της από 15.11.2018 εξώδικης όχλησης-δήλωσής της προς την πρώτη εναγόμενη, άλλως από την επίδοση της αγωγής, κατά δε τη σωρευόμενη επικουρική αυτής βάση, που θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης από τη σύμβαση παρακαταθήκης, να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλλει το ως άνω συνολικό ποσό των 239.166,71 €, εντόκως, κατά τα παραπάνω, β. να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου, της τρίτης και του τέταρτου των εναγόμενων λόγω της αδικοπρακτικής τους ευθύνης, γ. να κηρυχθεί η απόφασή του προσωρινά εκτελεστή και τέλος δ. να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα έτρεψε παραδεκτά το σύνολο του καταψηφιστικού αιτήματός της αγωγής της σε αναγνωριστικό, ενώ παραιτήθηκε από τα παρεπόμενα αιτήματα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των λοιπών, πλην της πρώτης εναγόμενων, κατ' άρθρα 223 εδ. β', 294, 295 §1 και 297 του ΚΠολΔ.

Επί της ανωτέρω αγωγής το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 52/2022 οριστική του απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία απέρριψε την κύρια βάση της, που θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων, ως αόριστη, αντίθετα έκρινε ορισμένη και νόμιμη τη σωρευόμενη επικουρική αυτής βάση, που θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 822 επ. 873, 340 και 346 του ΑΚ. Ακολούθως, αφού απέρριψε: α. τη θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 364 και 300 του ΑΚ ένσταση και β. τη θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, που προέβαλαν ΟΙ εναγόμενοι παραδεκτά στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως ουσία αβάσιμες, δέχθηκε κατ' ουσίαν την αγωγή, κατά την επικουρική αυτής βάση και-αν και απέρριψε την κύρια αδικοπρακτική βάση της αγωγής, που στρεφόταν κατά όλων των εναγομένων, σε αντίθεση με την επικουρική αυτής βάση, που στρεφόταν μόνο κατά της πρώτης εναγόμενης-, ωστόσο υποχρέωσε, πλην της πρώτης εναγόμενης και τους λοιπούς εναγόμενους να καταβάλλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 239.166,71 €, με τον νόμιμο τόκο από την 22.11.2018 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και β. καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των 7.170,00 €.

Την απόφαση αυτή προσβάλλει η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με τη με στοιχείο (α) έφεσή της, ζητεί δε, με τον πρώτο λόγο αυτής, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, η οποία θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη όλων των εναγόμενων ως αόριστη, και με τον δεύτερο λόγο αυτής, που ανάγεται στην ύπαρξη αντιφατικών αιτιολογιών της εκκαλούμενης, να εξαφανιστεί η τελευταία, κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, ως αόριστη, ώστε να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν η αγωγή, ως προς την αυτήν βάση της και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Εξάλλου, την ίδια ως άνω απόφαση προσβάλλουν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με τη με στοιχείο (β) έφεσή τους και ζητούν με τους λόγους της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή, κατά την επικουρική αυτής βάση και να καταδικαστεί η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 520§1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτούμενων κατά τα άρθρα 119 και 120 του ίδιου κώδικα, στοιχείων και τους λόγους έφεσης. Ως λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις, οι συνιστάμενες ως επί το πλείστον σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου. Οι παραδρομές του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 858/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, πρέπει οι λόγοι έφεσης να είναι και λυσιτελείς. Η λυσιτέλεια του λόγου της έφεσης συναρτάται με την ικανότητά του να επιφέρει, σε περίπτωση βασιμότητάς του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώσει έτσι τη νομική θέση του εκκαλούντος (Α. - Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σ. 108 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σ. 168 επ.) ανατρέποντας τη δυσμενή γι’ αυτόν πρωτοβάθμια κρίση. Κατά συνέπεια, λόγος έφεσης, που δεν προσδιορίζει την επίδραση, που ασκεί στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η αποδιδόμενη σ' αυτήν πλημμέλεια είναι αλυσιτελής και, συνεπώς, απαράδεκτος (ΑΠ 155/1996, ΕλλΔνη 1996.1346).

Στην προκειμένη περίπτωση το δικόγραφο της με στοιχείο (α) έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 520§1 του ΚΠολΔ, περιέχει, εκτός των απαιτούμενων, κατά τα άρθρα 119 και 120 του ίδιου κώδικα, στοιχείων και τους λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο πρώτος διατυπώνεται με σαφήνεια και είναι ορισμένος και λυσιτελής, καθόσον διαγράφεται επακριβώς το σφάλμα που αποδίδεται στην εκκαλουμένη και δικαιολογεί, κατά το αίτημα της έφεσης την εξαφάνισή της, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εφεσίβλητων. Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί, αναφορικά με τον πρώτο λόγο της με στοιχείο (α) έφεσης, ότι η εκκαλούσα έχει έννομο συμφέρον για την προβολή του, εφόσον η αγωγή της έγινε δεκτή κατά την επικουρική της αίτηση και απορρίφθηκε κατά την κύρια σωρευόμενη αίτηση, οι οποίες συνιστούν διάφορες οπωσδήποτε αξιώσεις και άρα αντικείμενο δίκης (219§1 του ΚΠολΔ). Και τούτο, διότι σε καθεμία περίπτωση, είναι διαφορετική η αντικειμενική ενέργεια του δεδικασμένου (ΕφΑθ 3370/1991, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Αντίθετα, ο δεύτερος λόγος της με στοιχείο (α) έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη της παρούσας, διότι δεν άγει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Και τούτο, διότι, από το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, παρέχεται η δυνατότητα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εάν το διατακτικό της εκκαλουμένης είναι ορθό, πλην, όμως, αυτή δεν έχει αιτιολογία ή έχει εσφαλμένη αιτιολογία ή αντιφατικές αιτιολογίες να παραθέσει την αιτιολογία, που στηρίζει το ορθό διατακτικό ή να αντικαταστήσει την εσφαλμένη αιτιολογία με την ορθή. Εάν δε διαπιστώσει ότι το διατακτικό της δεν είναι ορθό, θα εξαφανίσει ούτως ή άλλως την εκκαλουμένη (ΑΠ 1176/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο της με στοιχείο (β) έφεσης (κατ' εκτίμηση του περιεχόμενου του), οι εκκαλούντες προσάπτουν σφάλμα στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός μεν για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφετέρου δε διότι δεν έλαβε υπόψη του: α. τη με αριθμό ./06.02.2020 ένορκη βεβαίωση του .. του . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .. και β. τη με αριθμό ./06.02.2020 ένορκη βεβαίωση του .. του . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Βέροιας ..., οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, με συνέπεια να οδηγηθεί σε εσφαλμένη κρίση και να απορρίψει την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Ο λόγος αυτός έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, που αφορά τη μη λήψη υπόψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, ακόμη και αληθής υποτιθέμενος, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αλλά την υποχρέωση του παρόντος Δικαστηρίου στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) να λάβει υπόψη κατά την έρευνά του αυτού λόγου περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, που οι διάδικοι παραδεκτά προσκομίζουν και επικαλούνται. Η δε εξαφάνιση της εκκαλουμένης θα επέλθει μόνο εάν το Δικαστήριο, κατά την έρευνα του ιδίου λόγου, για κακή εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού αμφοτέρων των διαδίκων μερών αχθεί σε διαφορετική κρίση (ΑΠ 1183/1995, ΕλλΔνη 38.830, ΑΠ 1326/2012, NoB 2013.746).

Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

ΜΠρ (Ασφ.Μ.)Πατρών 430/2024 : Ματαίωση πλειστηριασμού λόγω μη εμφάνισης πλειοδοτών - Ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού



Ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού σε περίπτωση ματαίωσης του προηγούμενου λόγω μη εμφάνιση πλειοδοτών. Αίτημα της οικείας ανακοπής είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ήτοι μόνον η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας. Εκ νέου επίσπευση πλειστηριασμού από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του δανειστή αφού η επίδικη απαίτηση έχει εξοφληθεί πλήρως.


Απόφαση 430/2024 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Μποσιώλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 13 Μαρτίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ : ., κατοίκου Αγίου Βασιλείου Πατρών (ΑΦΜ .), που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ΘΠ του Δ.Σ.Αθηνών, ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.

 ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : 1. αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «VEGA II NPL FINANCE DAC», που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και 2. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Intrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «Intrum Hellas Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχος διάδοχος ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «VEGA II NPL FINANCE DAC» με έδρα του Δουβλίνο Ιρλανδίας όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας τους δικηγόρου ΟΣ του Δ.Σ. Πατρών, η οποία κατέθεσε σημείωμα.

Ο ανακόπτων με την από 19.2.2024 (αριθ.εκθ.καταθ. ./20.2.2024) ανακοπή του, ζητά να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατ' άρθρο 973 παρ.1 ΚΠολΔ, εάν για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται πάλι με δήλωση που κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού δυο μήνες από την ημέρα της δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ημέρα αυτή. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου κάθε δανειστής, εφ' όσον έχει απαίτηση που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και κοινοποίησε στον καθ' ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση, μπορεί να επισπεύσει τον πλειστηριασμό. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, εάν ένας δανειστής, άλλος από τον επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει τον πλειστηριασμό κατά την παράγραφο 2, πρέπει να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συνταχθεί σχετική πράξη. Εάν ο δανειστής αυτός έχει και ο ίδιος επιβάλει κατάσχεση, η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης. Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται μέσα σε τρεις ημέρες από τη δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου υπαλλήλου. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, αντιρρήσεις για οποιοδήποτε λόγο που αφορά το κύρος της δήλωσης συνέχισης και υποκατάστασης, ασκούνται με ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της κατά την παράγραφο 1 ανάρτησης. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεσή της και γίνεται με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.. Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων. Η τελευταία αυτή ειδική ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης άλλου δανειστή εισήχθη το πρώτον με το ν. 4335/2015. Και αυτό γιατί μέχρι τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού η σχετική ανακοπή κατά των δηλώσεων αυτών ασκούνταν στην προθεσμία του άρθρου 934 περ. β ΚΠοΛΔ, όπως ίσχυε προ του ν. 4335/2015, ήτοι μέχρι τον πλειστηριασμό, πρώτη δε πράξη εκτελέσεως θεωρούνταν ανάλογα η δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης (ΑΠ 610/2002ΤΝΠ Νόμος). Ωστόσο, μετά την αναμόρφωση του άρθρου 934 με το ν. 4335/2015 και τη συγχώνευση των περιπτώσεων α και β του προϊσχύσαντος άρθρου 934 στην περίπτωση α του νέου άρθρου 934 με προθεσμία άσκησης της ανακοπής ενιαία 45 ημερών απ' την ημέρα της κατάσχεσης και διατήρηση της ανακοπής κατά του πλειστηριασμού ως περίπτωση β (τέως γ), η εν λόγω ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία απ' τις προβλεπόμενες πλέον περιπτώσεις του άρθρου 934, έτσι ώστε να επιλεγεί απ' το νομοθέτη να εισαχθεί γι' αυτές μία ιδιαίτερη ανακοπή, που ρυθμίστηκε αυτοτελώς στο νέο άρθρο 973 παρ. 6 (Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη ό.π., υπό το άρθρο 973, σελ. 481-483, αρ. 15, Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σελ. 425, αρ. 39). Είναι δε προφανές ότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής κατά της δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού σε περίπτωση ματαίωσης του προηγούμενου λόγω μη εμφάνισης πλειοδοτών του άρθρου 966 παρ. 1 ΚΠολΔ, που αποτελεί μία ειδική μορφή δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ, έτσι ώστε και η τελευταία αυτή ανακοπή να προβλέπεται και να ρυθμίζεται απ' το άρθρο 973 παρ. 6ΚΠολΔ (ΜονΠρωτΧαλκ 24/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 8145/2020 ΤΝΠ Νόμος). Με την ανακοπή αυτή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ δύνανται να προβάλλονται λόγοι, οι οποίοι αφορούν το κύρος της δήλωσης αυτής (βλ. ΜονΠρωτΧαλκ 24/2022 ο.π.). Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, οι αντιρρήσεις που μπορούν να προβληθούν με το σχετικό ένδικο βοήθημα, πρέπει πρώτιστα να αφορούν είτε πρωτογενείς πλημμέλειες της επίδικης πράξης εκτέλεσης (δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης) καθώς και συνεπακόλουθα στις πράξεις που ακολούθησαν αυτής (άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ) είτε δευτερογενείς ακυρότητες της δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης που προκύπτουν από δικονομικά ανίσχυρες προγενέστερες πράξεις εκτέλεσης στις οποίες στηρίζεται η επίδικη πράξη εκτέλεσης (πχ. την κατάσχεση). Η δεύτερη όμως ως άνω περίπτωση (δευτερογενούς ακυρότητας) τελεί υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η (μετέπειτα προσβαλλόμενη) δήλωση συνέχισης, οι εν λόγω (προγενέστερες ανίσχυρες) πράξεις είτε έχουν ακυρωθεί με δικαστική απόφαση είτε έστω έχουν παύσει να υφίστανται και να παράγουν έννομες συνέπειες με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο (π.χ. απόφαση για ανατροπή κατάσχεσης, δήλωση παραίτησης από κατάσχεση κ.α.). Σε κάθε περίπτωση -ανεξάρτητα από τον λόγο που προτείνεται με την ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ και το ποια πράξη εκτέλεσης αφορά αυτός (ο λόγος)- το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ (όπως ανάλογα ισχύει και για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) είναι η ακύρωση της προσβαλόμενης πράξης εκτέλεσης η οποία στην συγκεκριμένη ανακοπή μπορεί και πρέπει να είναι μόνο η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. αναλυτικά ΜΠρΡοδ 224/2022 και εκεί παραπομπές).

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

ΕφΘεσ 643/25: "ΠΛΑΓΙΑΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ – ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ – ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ. ΕΝΝΟΙΑ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ "



ΠΛΑΓΙΑΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ – ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΛΟΓΩ ΜΗ  ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ – ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ. ΕΝΝΟΙΑ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ – ΜΗ ΝΟΜΙΜΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ – ΑΠΟΡΡΙΨΗ. ΕΦΕΣΗ. Ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών) ισχυρίστηκε, με το μοναδικό λόγο της ανακοπής του, ότι κατέθεσε πλαγιαστική αγωγή κατά των καθ’ ων η ανακοπή-εναγόμενων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αρ.10.152/22 απόφαση του  ΠολΠρωτΘεσ, η οποία δίκασε τον ενάγοντα-ανακόπτοντα ερήμην, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου – Ότι αυτός παρότι κλήθηκε από το Δικαστήριο να προσκομίσει,  το νόμιμο παραστατικό καταβολής, αδυνατούσε να το καταβάλει, διότι, αφενός, μεν, ο πρώτος εναγόμενος – καθ’ ου η ανακοπή ήταν διαχειριστής της εταιρείας και δεν του επέτρεψε να αναλάβει χρήματα, για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, αφετέρου, δε, ο ίδιος αδυνατούσε οικονομικά να καταβάλει, από ίδιους οικονομικούς πόρους, καθόσον η εταιρεία είχε υποστεί σοβαρές οικονομικές ζημίες συνεπεία της συμπεριφοράς των εναγομένων-καθ’ων και ότι ασκεί την κρινόμενη ανακοπή, προκειμένου να καταβάλει το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, ώστε να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη απόφαση και να δικαστεί η αγωγή του στην ουσία της. Η έννοια της ανωτέρας βίας, ως λόγου ανακοπής ερημοδικίας (αρ.501 ΚΠολΔ) συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 152 ΚΠολΔ και περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο δικαστήριο, που ήταν απρόβλεπτο. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι συγχωρείται ανακοπή ερημοδικίας όταν η μη καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου οφείλεται σε λόγο ανωτέρας βίας ο προβληθείς λόγος ανακοπής θα έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος κατά το σκέλος του αυτό, διότι η οικονομική αδυναμία, που επικαλέστηκε ο ανακόπτων-εκκαλών, δεν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας ήτοι γεγονός απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί από τον ερημοδικασθέντα διάδικο, ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης δεδομένου ότι ο ανακόπτων, όπως ο ίδιος συνομολογεί, γνώριζε την οικονομική αδυναμία καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, πριν από την συζήτηση της αγωγής του. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ομοίως. Απορρίπτει την έφεση. [ Αρ. 224,501, 503 παρ. 1, 513 παρ.1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρ. 3 παρ.15,18,19 Ν.2207/94, αρ. 2 Ν. ΓΠΟΗ/12, αρ.7 παρ. 1,3 Ν.Δ.1544/42, αρ. 70 , 72 παρ.14, 77 Ν. 3994/11, αρ.21 παρ. 1-2 Ν. 4055/12, αρ. 33 Ν.4446/16, αρ. 8 παρ.3, 42 Ν. 4640/19,  αρ. 41 παρ. 1 Ν. 4689/20, αρ. 9 παρ. 1 Ν. 2145/93, αρ. 20 Συντ., αρ. 6 ΕΣΔΑ ]


ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Α' ΕΝΟΧΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός 643/2025

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χρήστο Δημητριάδη, Πρόεδρο Εφετών, Αλεξάνδρα Λιόλιου, Δέσποινα Σχοινοποιού - Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Φωτεινή Μποροδήμου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

....

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 §1 εδαφ. β του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 25.04.1994, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3§18 του ν.2207/1994, κατά των αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευση τους, εάν, δε, ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης η οποία περατώνει τη δίκη. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 503 §1 και 518§1 ΚΠολΔ, αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην, διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει ότι η προθεσμία της εφέσεως γιο την ερήμην απόφαση αρχίζει από την επίδοσή της και τρέχει συγχρόνως με την προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας. Μετά, δε, την κατάργηση των άρθρων 506 και 515 του ΚΠολΔ, με το άρθρο 3§§ 15 και 19 του ν. 2207/1994, η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά οποιοσδήποτε ερήμην αποφάσεως δεν αναστέλλει την προθεσμία της εφέσεως σε περίπτωση, δε, απορρίψεως της ανακοπής ερημοδικίας η κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως έφεση δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα απόφαση, κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή (ΑΠ 709/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 890/2003, Ελλ. Δικ. 45.94).

Εν προκειμένω, ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, αιτείται την εξαφάνιση: α) της με αριθμ. 10.152/2022, εκδοθείσης ερήμην του ενάγοντας, οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την αγωγή κατ’ουσίαν, λόγω πλασματικής ερημοδικίας και β) της με αριθμ. 8093/2023, εκδοθείσης κατ' αντιμωλία, οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά την ίδια τακτική διαδικασία και απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ανακοπή ερημοδικίας, που άσκησε ο εκκαλών-ενάγων, κατά της πρώτης παραπάνω αποφάσεως. Όπως προκύπτει από την, κατ' αντιμωλία εκδοθείσα, οριστική απόφαση (8093/2023), επί της ασκηθείσης ανακοπής ερημοδικίας, αυτή δημοσιεύθηκε σπς 15-06-2023 και δεν επιδόθηκε στον εκκαλούντα-ανακόπτοντα. Αντιθέτως στην περίπτωση της ερήμην του ενάγοντας εκδοθείσας οριστικής απόφασης (με αριθμ. 10.152/2022), προκύπτει, από την με αριθμ. ………./14-9-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Α………., που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, ότι η προσβαλλόμενη, εκδοθείσα πρώτη, ερήμην απόφαση, επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 14-09- 2022, ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 09-04-2024 (όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), δηλαδή μετά την πάροδο της τριακονθήμερης προθεσμίας της έφεσης. Συνεπώς κατά τα αναφερόμενα και στην μείζονα πρόταση της παρούσας η υπό κρίση έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της με αριθμ. 10.152/2022 οριστικής απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφενός, διότι, επί απορρίψεως της ανακοπής ερημοδικίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως έφεση δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα απόφαση, κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή, αφετέρου, διότι, σε κάθε περίπτωση, η ένδικη έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ως άνω, ερήμην εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως (με αριθμ. 10.152/2022) ασκήθηκε εκπρόθεσμα.

Περαιτέρω, η έφεση, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμ. 8093/2023 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ερημοδικίας του ενάγοντας, ασκήθηκε εμπροθέσμως (άρθρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης (15-6-2023), δεδομένου ότι από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη, κατατέθηκε, δε, το νόμιμο για την άσκησή της παράβολο, κατ’άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή από τυπική άποψη και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, (άρθρ. 246, 524 παρ. 1 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), και κατά το μέρος, που μεταβιβάζεται η υπόθεση, με την έφεση, στο δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών) ισχυρίζεται, με τον μοναδικό λόγο της με αριθμ. κατάθεσης δικογράφου ......../29-9-2022, ανακοπής του ότι κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την, με αριθμό κατάθεσης ........./02.06.2021, (πλαγιαστική) αγωγή κατά των καθ' ων η ανακοπή-εναγόμενων (ήδη εφεσίβλητων), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 10.152/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία δίκασε τον ενάγοντα-ανακόπτοντα ερήμην, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου. Ότι αυτός παρότι κλήθηκε από το Δικαστήριο να προσκομίσει, κατ' άρθρ. 227 ΚΠολΔ, το νόμιμο παραστατικό καταβολής, αδυνατούσε να το καταβάλει, διότι, αφενός, μεν, ο πρώτος εναγόμενος - καθ' ου η ανακοπή ήταν διαχειριστής της εταιρείας και δεν του επέτρεψε να αναλάβει χρήματα, για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, αφετέρου, δε, ο ίδιος αδυνατούσε οικονομικά να καταβάλει, από ίδιους οικονομικούς πόρους το ποσό του δικαστικού ενσήμου, καθόσον η εταιρεία είχε υποστεί σοβαρές οικονομικές ζημίες συνεπεία της συμπεριφοράς των εναγομένων-καθ’ων η ανακοπή. Ότι, ασκεί την κρινόμενη ανακοπή, προκειμένου, κατά τη συζήτησή της, να καταβάλει το ανάλογο, για το καταψηφιστικό αίτημα της ανωτέρω αγωγής του, τέλος δικαστικού ενσήμου, ώστε να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη απόφαση και να δικαστεί η αγωγή του στην ουσία της, προκειμένου να γίνει εν όλω δεκτή, ως βάσιμη κατ’ουσίαν, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι-καθ’ων η ανακοπή στα δικαστικά του έξοδα.

Επί της ανακοπής αυτής, εκδόθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά την τακτική διαδικασία, η εκκαλουμένη, με αριθμ.8093/2023, οριστική απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτήν, και καταδίκασε τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα των καθ'ων η ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται με την έφεσή του ο εκκαλών-ενάγων, για τους αναφερόμενους σ' αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή καθ' ολοκληρίαν η ανακοπή του, να δικαστεί η αγωγή του στην ουσία της, προκειμένου να γίνει εν όλω δεκτή, ως βάσιμη κατ'ουσίαν, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι-εφεσΐβλητοι στα δικαστικά του έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην. Δεν επέρχεται, δηλαδή, απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησης αυτής, αλλά η αγωγή απορρίπτεται κατ' ουσίαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, λόγω πλασματικής ερημοδικίας (βλ. ενδ. ΑΠ 5/2020, ΑΠ 538/2019, ΑΠ 367/2018, ΑΠ 1293/2018, ΑΠ 1485/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2031/2017 ΕλλΔνη 3/2018 σελ. 733). Σύμφωνα δε με την αρχική διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942: «η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓΠΟΗ' είναι ότι εις το δι αυτού επιβαλλόμενον τέλος δεν υπόκεινται οι απλώς αναγνωριστικοί αγωγοί ως και αι περΐ εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η ανωτέρω διότι-τροποποιήθηκε με τους ν.3994/2011, 4055/2012, 4446/2016 και 4640/2019. Ειδικότερα: Α) Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, οριζόταν ότι «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η δε παράγραφος 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 όριζε ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου», ενώ, στο άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 3994/2011 οριζόταν ότι «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός αν ορίζεται ειδικότερα στις επιμέρους διατάξεις του». Ο νόμος 3994/2011 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 25.7.2011 στο υπ' αριθ. 165 φύλλο στο πρώτο τεύχος (βλ. ΦΕΚ Α' 165/25.7.2011). Β) Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012, η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, αντικαταστάθηκε ως εξής: «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681 Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Κατά, δε, το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012 οριζόταν ότι «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α' 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφισπκές πριν την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά Την έναρξη ισχύος αυτού». Τέλος κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 προβλέπεται ότι «Τα εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις 1, 2 και 3 του άρθρου τούτου οριζόμενα εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών». Από τον συνδυασμό δε των ως άνω διατάξεων έγινε δεκτό ότι προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά τις 25.7.2011, οι αναγνωριστικές αγωγές που δικάζονται κατά την τακτική διαδικασία υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, β) Με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011 εισήχθη εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 7 παρ. 4 του ν. δ/τος 1544/1942, δηλαδή από τον κανόνα ότι η διάταξη της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, η οποία προβλέπει ποιες αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών. Ειδικότερα, με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, ο νομοθέτης όρισε ότι η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. δ/τος 1544/1942, η οποία πλέον προέβλεπε ότι σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται και οι αναγνωριστικές αγωγές, θα εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά τις 25.7.2011. Με την τελευταία αυτή διάταξη, ο νομοθέτης επέλεξε να μην υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ήδη ασκηθεί κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ασκηθεί μέχρι τις 25.7.2011 και γ) με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ο νομοθέτης όρισε ότι η ως άνω εξαίρεση, ήτοι η εξαίρεση του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, δεν εφαρμόζεται σε όσες αγωγές είχαν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, αλλά «μετατράπηκον» σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου. Κατά συνέπεια, αφού για όσες αγωγές ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και περιορίστηκαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση από την καταβολή δικαστικού ενσήμου που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, οι εν λόγω αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ν.δ/τος 1544/1942, η οποία προβλέπει ότι η διάταξη περί δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται αφενός οι αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και αφετέρου οι αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου και περιορίστηκαν (μετατράπηκαν) σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, ήτοι μετά τις 25.7.2011. Γ) Η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου καταργήθηκε, εν συνεχεία, για το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών δυνάμει του άρθρου 33 ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α' 240/22.12.2016), σύμφωγα με το οποίο: «1. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α' 189), όπως ανηκαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α' 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α' 51), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφισπκές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του». Δ) Ενώ, τέλος σύμφωνα με το άρθρο 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α' 190/30.11.2019): «1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α* 189), όπως ανηκαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α' 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α' 240), ανπκαθίσταται ως εξής: 3. Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού. 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιατηκές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφισπκές που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η. 1.2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ' άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912. Σημειωτέον ότι η εν λόγω διάταξη δεν αντίκεται στις διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (κυρ. ν.δ. 53/1974), οι οποίες δεν αποκλείουν παράλληλα στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να 3 μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστοτευόμενου από τις εν λόγω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, στα πλαίσια αυτά επιτρεπτώς επιβάλλεται από το ν. ΓΠΟΗ/1912 η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου επί των αποτιμητών σε χρήμα καταψηφισπκών αγωγών, χωρίς από αυτό το λόγο να αναιρείται ή περιορίζεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης του διαδΐκου από τη δικονομική συνέπεια της ερημοδικίας του, σε περίπτωση παράλειψής του να ανταποκριθεί στην εν λόγω υποχρέωσή του (άρθρα 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 και 7 παρ. 1 του ν.δ. 1544/1942), λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής και παράλληλα αποτελεί δαπάνη που περιλαμβάνεται στα δικαστικά έξοδα που επιδικάζονται στο διάδικο που νίκησε (ΑΠ 675/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, και μόνη η επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης στο νικητή διάδικο δεν επιτρέπει την κρίση ότι η καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4640/2019, ο λόγος εισαγωγής της διάταξης του άρθρου 42 έγκειται στα εξής: «Με την άσκηση και συζήτηση μίας αγωγής, ο πολίτης κινητοποιεί έναν πολυπρόσωπο και πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό. Οφείλει, συνεπώς να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Κατά τη συζήτηση των αγωγών τα καταψηφιστικά αιτήματα τούτων, ως επί τω πλείστον τρέπονται σε αναγνωριστικά, με συνέπεια να αποφεύγεται η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί του αντικειμένου της (αιτούμενου κεφαλαίου και των επ' αυτού τόκων). Η πρακτική αυτή οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων, που έχουν ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη επιβάρυνση της δικαιοσύνης ενώ στερεί το Ελληνικό Δημόσιο και άλλους φορείς (ΤΑΧΔΙΚ και άλλα ασφαλιστικά ταμεία) από σημαντικά έσοδα. Η επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, στις οποίες περιλαμβάνονται αυτονοήτως και οι καταψηφισπκές μετά τη μετατροπή τους σε αναγνωριστικές θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της δικομανίας και στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών, αλλά και στην ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης που είναι τόσο σημαντική για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλει και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων». Όμως και πριν την άνω τροποποίηση η πλήρης παροχή έννομης προστασίας υπόκειτο σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι τελικό στάδιο της δικαστικής προστασίας αποτελεί η αναγκαστική εκτέλεση και προκειμένου μια αναγνωριστική απόφαση να κατέληγε σε εκτελεστό τίτλο ήταν αναγκαία η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση αυτή (απόφαση), στάδιο κατά το οποίο ήταν απαραίτητη η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Πρακτικά, λοιπόν, με τις ανωτέρω πρόσφατες ρυθμίσεις μετατίθεται το στάδιο κατά το οποίο επιβάλλεται νομικά η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί δικαστικής προστασίας με αναγνωριστικό αίτημα και αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία, από άποψη δικαστικού ενσήμου, η διαγνωστική δίκη. Σε κάθε περίπτωση, διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 3226/2004 με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3226/2004). Ο δε προσδιορισμός των δικαιούχων αυτής κατ' άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου αυτού (ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν. 4689/2020, ΦΕΚ Α' 103/27.5.2020-ενσωμάτωση ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2016/1919), ως εκείνων των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους. Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών, πληρούν τα κριτήρια που κατά τη νομολογία του ΕΛΛΑ απαιτούνται προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και ειδικότερα πληρούν τόσο το κριτήριο ότι με τον περιορισμό αυτό πρέπει να επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός, όσο και το κριτήριο ότι πρέπει να τηρείται ένας εύλογος (reasonable) βαθμός αναλογικότητας ανάμεσα στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό [βλ. τη σκέψη υπ' αριθ. 36 της από 24.5.2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση κατά Ρουμανίας (63945/00)]. Και τούτο διότι με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται προεχόντως ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντας με τέλος, το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1% επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς (δεδομένου ότι με συνυπολογισμό των κατά νόμο προσαυξήσεων το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό δικαστικού ενσήμου δεν είναι 8%ο, αλλά 11,0304%ο, ήτοι 1,10304%). Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στην δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο που με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντας σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε εκ του αποτελέσματος η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω και «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη, αφού άλλωστε αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως «τέλος». Υπό το φως, επομένως, των ανωτέρω, ο επιδιωκόμενος από τον νόμο 4640/2019 σκοπήςτθπως αυτός περιγράφεται στην αιτιολογική έκθεσή του, δηλαδή αφενός η καταπολέμηση της δικομανίας και ο εξορθολογισμός και η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών και αφετέρου η ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης κρΐνεται θεμιτός. Ας επισημανθεΐ, δε, τέλος ότι η επαναφορά του δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών (η οποία έκτοτε ουδέποτε καταργήθηκε) σαφώς συνδέεται με την καθιέρωση της υποχρεωτικότητας προσφυγής στον θεσμό της διαμεσολάβησης ενώ, εφαρμοζόμενη συνδυαστικά με την τελευταία, ουσιωδώς συμβάλλει, μέσω της αποσυμφόρησης της δικαστηριακής ύλης στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Και τούτο διότι, επί επιτυχούς έκβασης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς τα μέρη θα απαλλάσσονται από τα έξοδα της δίκης τα οποία είναι ασυγκρΐτως υψηλότερα, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι σε αυτά συμπεριλαμβάνονται, πέρα από την δικηγορική αμοιβή για τις εργασίες του δικηγόρου σε όλα τα στάδια της δίκης και της διαδικασίας της εκτέλεσης της τελειωτικής απόφασης που επακολουθεί, τα έξοδα του δικαστικού ενσήμου, των τελών έκδοσης απογράφου και εκείνων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από τα οποία η διαμεσολάβηση είναι, κατ' άρθρο 8 παρ. 3 ν. 4640/2019, πλήρως απαλλαγμένη [ΑΠ 538/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 882/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα εκτέθηκαν, οι νέες ρυθμίσεις ενταγμένες στο όλο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την απονομή δικαιοσύνης δεν εΐναι αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

ΑΠ 487/2024 : "Ανάγνωση των πρακτικών στον κατηγορούμενο κατόπιν απομάκρυνσης και επανόδου του στο ακροατήριο"

 


Η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής περί ανάγνωσης των πρακτικών δημιουργεί τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ.Α' ΚΠΔ, δηλαδή της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ανάγεται στην παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Απόφαση 487/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 2 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Κοντακτσή, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Α. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο ΧΔ ο οποίος διορίστηκε με την υπ' αρ. 652/2023 απόφαση του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, για αναίρεση α) της υπ' αριθμ. 418/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας και β) της 309/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση των αποφάσεων αυτών για τους λόγους που αναφέρονται στις από ... και ... αιτήσεις του, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό ....
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα η οποία πρότεινε: α) να γίνει δεκτή η από ... αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αρ. 309/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, να αναιρεθεί η υπ' αρ. 309/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για τις πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τις 17.11.2015 και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα εκδίκαση στο αυτό Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, για τις λοιπές πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και β) να απορριφθεί η από ... αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αρ. 418/2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, α) η από ... αίτηση του Δ. Α. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμό 418/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας και β) η από ... αίτηση του Δ. Α. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμό 309/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους..
1). Επί της από ... αίτησης, για αναίρεση της με αριθμό 418/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας :
Κατά το άρθρ. 504 § 1 Κ.Π.Δ., όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρ. 368). Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι κατά της απόφασης του δικαστηρίου, με την οποία αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία είναι προπαρασκευαστική, δυνάμενη να ανακληθεί από το ίδιο δικαστήριο, δεν επιτρέπεται αναίρεση, διότι με την απόφαση αυτή το δικάσαν δικαστήριο δεν αποφαίνεται τελειωτικά για την κατηγορία. Εξάλλου, κατά το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή δεν έχει έννομο συμφέρον ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή....... .... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας ή του συμβουλίου με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά η τηλεφωνικά), η οποία αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωσή του που επισυνάπτεται στην δικογραφία". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Τριμελές Πλημ/κειο Χαλκίδας , με την υπ' αριθμ. 418/2020 απόφαση του, αφού απέρριψε την αίτηση για εξαίρεση όλων των μελών του Δικαστηρίου και της Εισαγγελέως, ανέβαλε στην συνέχεια την εκδίκαση της υποθέσεως, ήτοι την εξέταση της με αρ. ... εφέσεως του εκκαλούντος-αναιρεσείοντος, κατά της υπ'αρ. 2386/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας , με την οποία ο τελευταίος καταδικάστηκε για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8)μηνών. Κατά της παραπάνω απόφασης ο αναιρεσείων, άσκησε, με δήλωση του στην γραμματεία του εκδόντος την ανωτέρω 418/2020 απόφαση δικαστηρίου την από ... αίτηση αναίρεσης. Η ανωτέρω απόφαση όμως, κατά τα εκτεθέντα, δεν υπόκειται σε αναίρεση καθόσον με την προσβαλλομένη απόφαση το δικάσαν δικαστήριο δεν αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και αφού το Δικαστήριο άκουσε τις απόψεις του αναιρεσείοντος που εκπροσωπήθηκε ενώπιον του με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 578 παρ. 1 ΚΠΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα.
2)'Επί της από ... αίτησης, για αναίρεση της με αριθμό 309/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας :