Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

ΜΠρ (Ασφ.Μ.) Πατρών 423/2024 : "Αναστολή εκτέλεσης επιταγής προς εκτέλεση - Κατάσχεση εις χείρας τρίτου - Αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων - Παράλειψη κατάθεσης αμοιβής δικηγόρου - Κατάσχεση άϋλων μετοχών "



Αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δημοσίου με την επιβληθείσα σε βάρος του κατάσχεση εις χείρας πιστωτικού ιδρύματος. Αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων. Αμοιβή και δικαστική δαπάνη των πληρεξουσίων δικηγόρων. Αναγκαστική κατάσχεση με αντικείμενο μετοχές σε άϋλη μορφή. Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του δικηγόρου. Νομιμοποίηση του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Πλαγιαστική αγωγή. Πιθανολόγηση ευδοκίμησης λόγου ανακοπής περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Δεκτή αίτηση αναστολής της εκτέλεσης.

 

 

 Απόφαση 423/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ελένη Μποσιώλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Πάτρα, την 21 Φεβρουάριου 2024, για να δικάσει την επόμενη υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Ν.Σ.Κ Αλεξάνδρας Γιαννοπούλου, η οποία κατέθεσε σημείωμα.

ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: ., Δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπρόσωπα και κατέθεσε σημείωμα.

.....

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 933, 934 παρ. 1 στοιχ. β', 953, 985, 988 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, η ανακοπή του οφειλέτη με την οποία προβάλλονται λόγοι ακυρότητας της αναγκαστικής κατάσχεσης, όπως διότι κατασχέθηκε ακατάσχετη απαίτηση, μπορεί να ασκηθεί έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, που είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού (ΑΠ 872/1998). Αν η κατάσχεση χρηματικής απαίτησης γίνει εις χείρας τρίτου και ο τρίτος προβεί σε καταφατική δήλωση προβλέπεται διαδικασία εξόφλησης του κατασχόντος είτε απευθείας από τον τρίτο είτε με διανομή του ποσού μέσω συμβολαιογράφου (988 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Ο δε οφειλέτης μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 934 παρ.1 β Κ.Πολ.Δ, να ασκήσει ανακοπή προβάλλοντας λόγους ακυρότητας της κατάσχεσης, όπως το ακατάσχετο αυτής. Το απώτερο όμως χρονικό σημείο άσκησης της ανακοπής από τον οφειλέτη για τους παραπάνω λόγους πρέπει να συνδεθεί με την εκπνοή της προβλεπόμενης από το άρθρο 988 παρ. 1α Κ.Πολ.Δ. προθεσμίας, οπότε συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της απαίτησης του οφειλέτη προς τον κατασχόντα και ο τελευταίος αποκτά τον κατ' άρθρο 989 εκτελεστό τίτλο σε βάρος του τρίτου. Ειδικότερα, επί αναγκαστικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης εις χείρας τρίτου, η αναγκαστική εκχώρηση της απαίτησης του οφειλέτη προς τον κατασχόντα, σε περίπτωση καταφατικής υπό την έννοια του άρθρου 985 δήλωσης, επέρχεται μετά την, προϋποθέτουσα τήρηση της οκταήμερης του άρθρου 985 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας καταφατική τυχόν δήλωση του τρίτου και την παρέλευση ακολούθως της προθεσμίας του άρθρου 988 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ. Σε περίπτωση δε αρνητικής, υπό την έννοια του άρθρου 985, δήλωσης, ή παράλειψης του τρίτου να προβεί εμπροθέσμως στην οφειλόμενη κατά το ανωτέρω άρθρο 985 ρητή δήλωση, η οποία εξομοιώνεται, σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. α' αυτού, με δήλωση αρνητική, επέρχεται δια της τελεσιδικίας της απόφασης με την οποία γίνεται δεκτή η κατά το επόμενο άρθρο 986 ανακοπή (Ολ. ΑΠ 3/1993, ΑΠ 688/2010). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 144 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. "Οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά το  νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα τη επομένης μη εξαιρετέας ημέρας". Η οκταήμερη, επομένως, προθεσμία του άρθρου 988 αρχίζει από την επομένη της επίδοσης του κατασχετηρίου στον καθ' ου η εκτέλεση, εφόσον όμως προηγήθηκε η προς τον τρίτο επίδοση του κατασχετηρίου, διότι από τότε η κατάσχεση θεωρείται υπαρκτή (Ολ. ΑΠ 3/1993). Αν η επίδοση στον καθ' ου η εκτέλεση του κατασχετηρίου προηγήθηκε της επίδοσης αυτού στον τρίτο, η οκταήμερη προθεσμία προς καταβολή αρχίζει από την επίδοση στον τρίτο, οπότε υποχρεούται να δηλώσει εντός οκταημέρου και να καταβάλει μετά την πάροδο του οκταημέρου, που αρχίζει από την επόμενη του κατασχετηρίου στον τρίτο, δηλαδή την 9η ημέρα και όχι από την καταφατική δήλωση. Οι προθεσμίες των άρθρων 934, 985, 988 Κ.Πολ.Δ. είναι δικονομικές, διεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 144 επ. Κ.Πολ.Δ, εξετάζονται δε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η παρέλευσή τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προβολής της σχετικής πράξης εκτέλεσης (για όλα τα παραπάνω ΑΠ 360/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).


ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ.1 και 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ), προκύπτει: 1) ότι ο υπόχρεος προς αποζημίωση οφείλει να καταθέσει τη δικαστική δαπάνη και την αμοιβή του δικηγόρου του καθ' ου η απαλλοτρίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του δικηγορικού συλλόγου στον οποίον ο δικηγόρος που παρέστη στη δίκη είναι μέλος του και 2) ότι η κατάθεση της δικαστικής δαπάνης και της αμοιβής στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων γίνεται υπέρ του κατά τα άνω δικηγορικού συλλόγου, προκειμένου αυτός να παρακρατήσει τα προβλεπόμενα ποσοστά, που αποτελούν έσοδα αυτού προς εξυπηρέτηση του διανεμητικού λογαριασμού, χάριν, δηλαδή, των κοινωνικά, επαγγελματικά και οικονομικά ασθενέστερων μελών του. Κατ' ακολουθίαν, στην περίπτωση παράλειψης κατάθεσης από τον υπόχρεο προς αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, υπέρ του δικηγορικού συλλόγου, της δικαστικής δαπάνης και της αμοιβής του δικηγόρου του καθ' ου η απαλλοτρίωση, που παρέστη στη δίκη για τον καθορισμό της τιμής μονάδας, αυτός, ως το μέλος του δικηγορικού συλλόγου, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να εγείρει ευθεία αγωγή, αφού τέτοιο δικαίωμα έχει ο άνω δικηγορικός σύλλογος υπέρ του οποίου γίνεται και η κατάθεση. Επίσης, η αμοιβή του δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την αποζημίωση λόγω της απαλλοτρίωσης και βαρύνει τον υπόχρεο της αποζημίωσης, αποτελεί δε αντιπαροχή στο πλαίσιο της σύμβασης εντολής, που συνδέει το διάδικο - δικαιούχο της αποζημίωσης με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (ΑΠ 702/2016, ΑΠ 1212/2012 και ΑΠ 1780/2011, ΝΟΜΟΣ).

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

ΔιοικΕφΑΘ 3495/23: ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΜΗ ΛΗΨΗ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΔΑΕ - ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ. ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ.


ΔιοικΕφΑΘ 3495/23 : ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΜΗ ΛΗΨΗ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΔΑΕ - ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ. ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ.  Καταγγελία που υποβλήθηκε από συνδρομήτρια της (εδώ) προσφεύγουσας εταιρίας στην ΑΔΑΕ, στην οποία η καταγγέλουσα ανέφερε ότι, κατά τους τελευταίους μήνες, ο γείτονάς της, επίσης συνδρομητής της προσφεύγουσας, όταν σήκωνε το σταθερό του τηλέφωνο, άκουγε όλες τις κλήσεις τη,  κι ενώ είχε ενημερώσει σχετικώς την εταιρεία, το φαινόμενο εξακολουθούσε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ΑΔΑΕ, με την 343/25.11.2020 απόφασή της (προσβαλλόμενη) ήχθη στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα, υπέπεσε σε παράβαση των άρθρων 2 και 3 παρ. 1 του ν. 2674/2008 και 4 παρ. 1 και 2 του ν. 3471/2006 περί απορρήτου των επικοινωνιών με την παράλειψη εφαρμογής μέτρων για την προστασία του απορρήτου κι επέβαλε σε βάρος της πρόστιμο ύψους 20.000 ευρώ. Κρίνεται ότι ο πάροχος υποχρεούται να εξασφαλίζει το απόρρητο των τηλεφωνικών επικοινωνιών που παρέχονται στο κοινό και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να προστατεύσει το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας, καθώς και ότι εν προκειμένω, παρά τη διακινδύνευση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών της καταγγέλουσας, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ότι έλαβε μέτρα για την προστασία αυτής ως προς τις εισερχόμενες κλήσεις της, με τη γνωστοποίηση της δυνατότητας προώθησης αυτών σε κινητό τηλέφωνο της επιλογής της και με τη δυνατότητα προσωπικής φραγής εξερχομένων κλήσεων. Προκύπτει λοιπόν, ότι ορθώς της επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο, το οποίο, ως το μικρότερο δυνάμενο να επιβληθεί, αφενός μεν, δεν επιδέχεται περαιτέρω μείωση, αφετέρου δε, δεν αντίκειται στις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης. Απορρίπτει την προσφυγή.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 18ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 3495/2023

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2023, με δικαστές τις Άννα Ατσαλάκη, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Αγλαΐα Θέμου-Δημητροπούλου (Εισηγήτρια) και Αικατερίνη Σολδάτου, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και με γραμματέα τον Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλο, δικαστικό υπάλληλο,

για να δικάσει την από 16 Απριλίου 2021 (με αρ. καταχ. ...../2021 στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών) προσφυγή

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ», που εδρεύει στο …. ... (οδός .... αρ. .....), η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό της δικηγόρο ΕΧ, σύμφωνα με την από 26.9.2023, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ισχύει, δήλωση

κατά της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (οδός Ιερού Λόχου αρ. 3), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσιά της δικηγόρο ΑΚ, σύμφωνα με την από 14.9.2023, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ, όπως ισχύει, δήλωση.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.


Η κρίση του είναι η εξής:


1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο των 100,00 ευρώ (σχετ. το με κωδ. αρ. ............. έντυπο ηλεκτρονικού παραβόλου), η προσφεύγουσα, ανώνυμη εταιρεία, ζητεί την ακύρωση, άλλως την τροποποίηση της 343/25.11.2020 απόφασης της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), με την οποία της επιβλήθηκαν για την παράβαση της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών με την παράλειψη εφαρμογής μέτρων για την προστασία του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας από τη σύνδεση της καταγγέλουσας ως προς τις εισερχόμενες και τις εξερχόμενες κλήσεις κατά τον χρόνο που μεσολάβησε από την αναγγελία της βλάβης στη σύνδεσή της έως την αποκατάσταση αυτής, τη διοικητική κύρωση του χρηματικού προστίμου των 20.000,00 ευρώ.

2. Επειδή, στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. …. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 3115/2003 (Α΄ 47) ορίσθηκε ότι: «Συνιστάται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με σκοπό την προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Στην έννοια της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου». Στο δε άρθρο 4 του ν. 3471/2006 (Α΄ 133) «Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τροποποίηση του ν. 2472/1997», με τον οποίο ενσηματώθηκε στην εθνική ένννομη τάξη η Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12.7.2002 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (EEL 201/31.7.2002), ορίζεται ότι: «1. Οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, όπως ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, προστατεύεται από το Απόρρητο των επικοινωνιών. ... 2. Απαγορεύεται η ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, εκτός αν προβλέπεται άλλως από το νόμο. ...». Εξάλλου, στο άρθρο 2 του ν. 3674/2008 «Ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου διασφάλισης της τηλεφωνικής επικοινωνίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 136), ορίζεται ότι: «1. Ο πάροχος ευθύνεται για την ασφάλεια των υπό την εποπτεία του χώρων, εγκαταστάσεων, συνδέσεων και των συστημάτων υλικού και λογισμικού. Προς τούτο έχει την υποχρέωση να λαμβάνει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα και να χρησιμοποιεί συστήματα υλικού και λογισμικού, τα οποία διασφαλίζουν το απόρρητο της επικοινωνίας και επιτρέπουν την αποκάλυψη της παραβίασης ή απόπειρας παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας. 2. Ο πάροχος υποχρεούται να διασφαλίζει την τήρηση των προβλεπόμενων στην προηγούμενη παράγραφο μέτρων, να προβαίνει σε τακτικό έλεγχο των συστημάτων υλικού και λογισμικού που βρίσκονται στην εποπτεία του και να έχει πλήρη γνώση των τεχνικών δυνατοτήτων τους», στο άρθρο 3 του ιδίου νόμου που φέρει τον τίτλο «Ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας» ορίζεται ότι: «1. Ο πάροχος υποχρεούται να καταρτίζει και εφαρμόζει ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας ως προς τα μέσα, τις μεθόδους και τα μέτρα που διασφαλίζουν το απόρρητο της επικοινωνίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα σε κανονισμούς της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) που εκδίδονται κατά το άρθρο 6 παράγραφος 1 περίπτωση ιβ΄ του ν. 3115/2003 (ΦΕΚ 47 Α). Στο ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας περιέχονται ιδίως: α) τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για τη διασφάλιση του απορρήτου, β) η καταγραφή και αξιολόγηση των κινδύνων που ενδέχεται να επηρεάσουν την εύρυθμη λειτουργία του εξοπλισμού και να οδηγήσουν σε παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας, και γ) τα μέτρα αποτροπής των κινδύνων που έχουν αναγνωριστεί. Το ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας και κάθε αναθεώρηση αυτού εγκρίνεται από την ΑΔΑΕ. 2. ...», ενώ στο άρθρο 11 του ιδίου νόμου ορίζoνται τα εξής: «1. Όταν παραβιάζεται υποχρέωση που προβλέπεται στα άρθρα 2 έως 8 ή τελείται πράξη από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 9 και 10 του παρόντος νόμου από τον πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του, μέλος της διοίκησης, τον υπεύθυνο διασφάλισης του απορρήτου, εργαζόμενο ή συνεργάτη του παρόχου, επιβάλλεται για κάθε παράβαση στον πάροχο, ανάλογα με την βαρύτητα της παράβασης, το βαθμό υπαιτιότητας και την περίπτωση υποτροπής, μία από τις παρακάτω κυρώσεις: α) σύσταση για συμμόρφωση μέσα στα χρονικά όρια της τασσόμενης προθεσμίας με προειδοποίηση επιβολής προστίμου σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης, β) πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, γ) αναστολή από ένα μήνα έως ένα έτος ή οριστική ανάκληση του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας. 2. Οι κυρώσεις της σύστασης και του προστίμου επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση της ΑΔΑΕ ύστερα από προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου για παροχή εξηγήσεων … 3. ...».

3. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται η υποχρέωση του παρόχου τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να διασφαλίζει αποτελεσματικά το απόρρητο των επικοινωνιών και, συνεπώς, η παραβίασή του επισύρει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 11 του ν. 3115/2003 διοικητικές κυρώσεις, έστω και αν ο πάροχος έχει προβεί σε κάποιες ενέργειες για τη διασφάλιση του απορρήτου και την αποτροπή των παραβιάσεων, όταν παρά ταύτα οι τελευταίες αποδεικνύονται, κατ’ αποτέλεσμα, ανεπαρκείς (ΣτΕ 2761/2020, 4880/2014). Εξάλλου, εφόσον ορισμένο ζήτημα που άπτεται του απορρήτου των επικοινωνιών ρυθμίζεται από πολιτική διασφάλισης του απορρήτου των σταθερών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που έχει εκπονηθεί από τον πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και εγκριθεί από την ΑΔΑΕ, η συμμόρφωση του εν λόγω παρόχου προς την υποχρέωσή του για τη διασφάλιση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών θα κριθεί ενόψει του συνόλου των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων αλλά και των κρίσιμων για το ζήτημα διατάξεων της ανωτέρω πολιτικής διασφάλισης απορρήτου (ΣτΕ 2761/2020).

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 31.5.2016 καταγγελία της ............. που υποβλήθηκε στην ΑΔΑΕ, η ίδια ανέφερε ότι, κατά τους τελευταίους μήνες, ο ..........γείτονάς της .........., επίσης συνδρομητής της ήδη προσφεύγουσας εταιρείας (.............), όταν σήκωνε το σταθερό του τηλέφωνο, άκουγε όλες τις κλήσεις της, ενώ, παρ’ ότι είχε ενημερώσει σχετικώς την ανωτέρω εταιρεία, το φαινόμενο εξακολουθούσε. Μετά την πάροδο δύο τουλάχιστον μηνών, ο πιο πάνω αντιλήφθηκε την ταυτότητα της καταγγέλουσας και την ενημέρωσε σχετικώς. Η τελευταία απευθύνθηκε αμέσως στην προσφεύγουσα εταιρεία (με σχετική αναφορά στο Τμήμα Εξυπηρέτησης Πελατών, στις 25.5.2016 και ώρα 21.41΄ καθώς και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στις 27.5.2016), χωρίς όμως το πρόβλημα να επιλυθεί μέχρι την 29η.5.2016 και ώρα 20.00΄, όπως ανέφερε στην καταγγελία της. Με βάση την καταγγελία αυτή, η καθ’ ης η προσφυγή Αρχή διενήργησε έκτακτους ελέγχους. Από τον από 10.11.2016 επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας (σχετ. το με ίδια ημεροχρονολογία πρακτικό της Ομάδας Ελέγχου) και από την εξέταση των στοιχείων που παρέδωσε η ίδια [εκτυπώσεις οθόνης από τα συστήματα που τηρούσε τόσο η ΟΤΕ Α.Ε., όσο και η ίδια, από τις οποίες προέκυπτε η λίστα με τις αναφορές των τεχνικών θεμάτων που δημιουργήθηκαν για την επίλυση του εν λόγω προβλήματος και λίστα των εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων της καταγγέλουσας (με διαγραφή των 3 τελευταίων ψηφίων), για το χρονικό διάστημα από 25.5.2016 έως και 3.6.2016], επιβεβαιώθηκε η αναφορά της ως άνω καταγγέλουσας, δηλώθηκε ότι η βλάβη αφορούσε στο δίκτυο της εταιρείας ΟΤΕ Α.Ε., προς την οποία η προσφεύγουσα προχώρησε σε άμεση υποβολή αιτήματος άρσης της, καθώς και ότι προέβη σε ενημέρωση της καταγγέλουσας κατά τον ως άνω χρόνο αναφοράς του προβλήματος και μετά την επίλυσή του (3.6.2016). Από τον από 10.2.2017 επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της ΟΤΕ Α.Ε. (σχετ. το με ίδια ημεροχρονολογία πρακτικό της Ομάδας Ελέγχου) και από την εξέταση των στοιχείων που παρέδωσε η ίδια [εκτύπωση οθόνης για την υπό έλεγχο σύνδεση με αριθμό βρόχου 21Β1052687 από το σύστημα ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ (ήτοι το πληροφοριακό σύστημα που διαχειρίζεται το συνδρομητικό δίκτυο του ΟΤΕ) και εγγραφές των συμβάντων του συστήματος ΣΕΥΚ για τον υπαίθριο κατανεμητή που εξυπηρετεί την υπό έλεγχο τηλεφωνική σύνδεση, για το διάστημα από 1.3.2016 έως και 30.6.2016, από τις οποίες προέκυψαν μόνο εγγραφές «alerts» λόγω λάθους κωδικού ΣΕΥΚ] προέκυψε ότι η εν λόγω βλάβη αναγγέλθηκε στην ΟΤΕ Α.Ε. την 26.5.2016 και επιλύθηκε την 1.6.2016 με σχόλιο για το είδος της εργασίας «άρση καλωδιακής βλάβης» (ήτοι χωρίς να οφείλεται σε άλλου τύπου επέμβαση). Η βλάβη αυτή διαπιστώθηκε έπειτα από μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τεχνικούς της ΟΤΕ Α.Ε. την 27.5.2006, και αποκαταστάθηκε την 1.6.2016 με εργασίες εκσκαφής. Από τα παραπάνω, επίσης προέκυψε ότι κατά τον χρόνο που μεσολάβησε από την αναγγελία της βλάβης (στις 21.41΄ της 25.6.2016) έως την αποκατάσταση αυτής (στις 14.55΄ της 1.6.2016) πραγματοποιήθηκαν 3 εξερχόμενες κλήσεις από τον αριθμό της καταγγέλουσας μηδενικής διάρκειας και 22 εισερχόμενες κλήσεις προς αυτόν, εκ των οποίων 4 ήταν μηδενικής διάρκειας, ενώ η καταγγέλουσα ενημερώθηκε από την προσφεύγουσα για την επίλυση της βλάβης στις 3.6.2016 (σχετ. η από 23.2.2017 έκθεση ελέγχου της ΑΔΑΕ που εγκρίθηκε με την υπ’ αρ. 138/5.4.2017 απόφαση της ιδίας Αρχής). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η καθ’ ης η προσφυγή διαπίστωσε ότι κατά το διάστημα που η προσφεύγουσα γνώριζε την ύπαρξη και τη φύση της βλάβης στη σύνδεση της καταγγέλουσας, δεν προέβη στη λήψη μέτρων ώστε να προστατεύσει το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας από την εν λόγω σύνδεση, ήτοι, ενδεικτικά, με τη δωρεάν προώθηση εισερχομένων κλήσεων προς σύνδεση της επιλογής της ανωτέρω συνδρομήτριας, αλλά και με την ενεργοποίηση της φραγής εξερχομένων κλήσεων, γεγονός που έθεσε τουλάχιστον σε διακινδύνευση το απόρρητο των κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών. Κατόπιν τούτων, η προσφεύγουσα κλήθηκε σε ακρόαση ενώπιον της Αρχής στις 15.1.2020, ενώ ακολούθως, υπέβαλε και το από 4.8.2020 υπόμνημα στο οποίο εξέθεσε αναλυτικά τις απόψεις της επί των ανωτέρω διαπιστώσεων. Ειδικότερα προέβαλε ότι, πέραν της λεπτομερούς ενημέρωσης της καταγγέλουσας κατά το χρόνο αναφοράς του προβλήματος και μετά την επίλυσή του, της παρέσχε άμεσα και δωρεάν προς χρήση την υπηρεσία «Ρεζέρβα Επικοινωνίας», ήτοι τη δυνατότητα προώθησης των εισερχομένων κλήσεών της σε κινητό τηλέφωνο της επιλογής της και της κατέστη σαφές ότι είχε τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούσε, να προβεί και η ίδια σε φραγή εξερχομένων κλήσεων (ενέργεια που μπορούσε μόνο η ίδια να πράξει αυτοβούλως, δεδομένου ότι η εταιρεία δεν είχε τέτοιο δικαίωμα). Επίσης προσέθεσε, ότι ενόψει του ότι η προφορική αναφορά ενός συνδρομητή που αναφερόταν σε συνακρόαση δεν συνιστούσε περιστατικό ασφάλειας, αφού έχρηζε διερεύνησης για να διαπιστωθεί εάν υπήρχε συνακρόαση και για να αξιολογηθεί εάν επρόκειτο για ζήτημα που σχετιζόταν με το δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεν υπήρξε υποχρέωση γνωστοποίησής του ως «περιστατικού ασφάλειας» στην ΑΔΑΕ και κατέληξε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών. Εν συνεχεία, η καθ’ ης η προσφυγή Αρχή αφού δıαπίστωσε ότι, παρά το γεγονός ότι ήδη από την καταγγελία της ανωτέρω συνδρομήτριας της προσφεύγουσας σχετικώς με την κρίσιμη βλάβη, υπήρχε αναφορά σε ακρόαση των συνομιλιών της από τρίτο και κατά συνέπεια σε υφιστάμενη διακινδύνευση του απορρήτου των επικοινωνιών της καθώς και ότι η προσφεύγουσα, πέραν της το πρώτον κατά την ακρόαση της 15.1.2020 αόριστης επίκλησης ότι ενεργοποιήθηκε για την καταγγέλλουσα η υπηρεσία «Ρεζέρβα Επικοινωνίας» (όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω) και ότι η ίδια ενημερώθηκε αναφορικά με τη δυνατότητα φραγής εξερχομένων κλήσεων, ούτε κατά τον έκτακτο έλεγχό της από την ΑΔΑΕ (σχετ. η από 23.2.2017 ελέγχου), ούτε και στο πλαίσιο της διαδικασίας ακρόασης, είχε θέσει υπόψη της καθ’ ης η προσφυγή Αρχής συγκεκριμένα στοιχεία προς απόδειξη των ανωτέρω ενεργειών της, ούτε από οποιαδήποτε καταγραφή στα συστήματά της βρέθηκε κάτι τέτοιο, απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως αόριστο και ατεκμηρίωτο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ΑΔΑΕ, με την 343/25.11.2020 απόφασή της (προσβαλλόμενη) ήχθη στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα, με την τουλάχιστον διακινδύνευση του απορρήτου των κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από την καταγγέλλουσα κατά το πιο πάνω διάστημα, υπέπεσε σε παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 παρ. 1 του ν. 2674/2008 και 4 παρ. 1 και 2 του ν. 3471/2006 περί απορρήτου των επικοινωνιών με την παράλειψη εφαρμογής μέτρων για την προστασία του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας και λαμβάνοντας υπόψη, για το είδος της ποινής και το ύψος αυτής, τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παράβασης, επέβαλε εις βάρος της χρηματικό πρόστιμο ύψους 20.000,00 ευρώ.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

ΜΠρΑλεξανδρούπολης 96/2024 : "Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ισχύει δε μόνο όταν πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 933, όχι του 632 ΚΠολΔ κι εφόσον έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως μια τέτοια ανακοπή από αυτόν τον ίδιο, που ασκεί (απαράδεκτα) την επόμενη, ανεξάρτητα δε από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προηγούμενη"

 


ΜΠρΑλεξανδρούπολης 96/2024

Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ισχύει δε μόνο όταν πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 933, όχι του 632 ΚΠολΔ κι εφόσον έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως μια τέτοια ανακοπή από αυτόν τον ίδιο, που ασκεί (απαράδεκτα) την επόμενη, ανεξάρτητα δε από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προηγούμενη. Σε περίπτωση παραίτησης, η ανακοπή του 933 θεωρείται μηδέποτε ασκηθείσα και το 935 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται. Άκυρη η καταγγελία νομικού προσώπου μέσω τρίτων εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων, χωρίς επίδειξη πληρεξουσίου εγγράφου, ακόμα κι αν το κύρος της καταγγελίας αμφισβητηθεί το πρώτον με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, διότι η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής δεν ισοδυναμεί με έγκριση της καταγγελίας. Σε κάθε περίπτωση, εν προκειμένω δεν αρκεί ούτε η μεταγενέστερη έγκριση, προκειμένου να καταστεί αναδρομικά έγκυρη η καταγγελία που έγινε από πρόσωπο που δεν είχε την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα, καθώς η καταγγελία που έγινε στο όνομα του νομικού προσώπου από αναρμόδιο ή χωρίς εξουσία πρόσωπο είναι ανυπόστατη και δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ, που αναφέρονται στη με αναδρομική ενέργεια μεταγενέστερη έγκριση από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η εκ των υστέρων έγκριση δεν ισχυροποιεί αναδρομικά την ανυπόστατη καταγγελία, αλλά επέχει θέση νέας αυτοτελούς καταγγελίας, με την προϋπόθεση ότι αυτή θα περιέλθει νομίμως στον λήπτη αυτής. Δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, ακυρότητα διαταγής πληρωμής.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 96/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Χρυσούλα Μπεγιάζη, Πρωτόδικη, την οποίον όρισε ο Διευθύνων το Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, Πρόεδρος Πρωτοδικών και το Γραμματέα,

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Φεβρουάριου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ - ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ: ... κατοίκου Αλεξανδρούπολης, οδός ... με Α.Φ.Μ. ... η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου, ΓΓ (ΑΜ/ΔΣΑλ ….), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και προκατέβαλε τις εισφορές του Ν. 4194/2013 (υπ’ αριθμόν ΑΛ.../21-2-2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑλεξ).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ - ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο ... (η οποία έφερε πρότερον την επωνυμία ... από Δάνεια και Πιστώσεις») με έδρα το Μοσχάτο Αττικής, επί της οδού Τ.Κ. ..., με Αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ... της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΑΘΗΝΩΝ, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας ειδικού σκοπού που φέρει την επωνυμία ..., με Αριθμό Μητρώου ... και έδρα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, οδός ... 4ος όροφος, IFSC, Δουβλίνο 1, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους ... δυνάμει του από 14.06.2019 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Ιρλανδίας ... ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ... στην οποία εκχωρήθηκαν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 455 επ. του Αστικού Κώδικα, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία και το διακριτικό τίτλο ..., μετά τη τροποποίηση της επωνυμίας της από ..., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ..., Τ.Κ. ... με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. ... όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους κ. κ. ... δυνάμει της από ... αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, δυνάμει της υπ' αριθμ. σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία διέπεται από τα άρθρα 108 και 14 του νόμου 3156/03 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220Α) και καταχωρήθηκε νόμιμα στον τόμο ... του δημοσίου βιβλίου του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Εν συνεχεία δυνάμει της υπ' αριθμ. σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία διέπεται από τα άρθρα 10, 14 και 16 του νόμου 3156/03 και καταχωρήθηκε στον τόμο 10/185 του δημοσίου βιβλίου του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, όπως αυτή επικαιροποιείται με την με αριθ. πρωτ. … καταχώρηση στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμος ..., αριθμός .), και την με αριθ. πρωτ. ... καταχώρηση στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμος., αριθμός .), η ... με διακριτικό τίτλο ... και ήδη με την επωνυμία ... Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο ..., με έδρα στο ..., οδός ... Τ.Κ. ..., με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. ... Α.Φ.Μ. ..., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ, κατέστη διαχειρίστρια ... των ως άνω απαιτήσεων για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ... και δεκτική καταβολής των ανωτέρω από μεταβιβασθεισών και τιτλοποιηθεισών επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και προκατέβαλε τις εισφορές του Ν. 4194/2013 (υπ’ αριθμόν ./20-2-2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑλεξ)

 Η ανακόπτουσα ζητά να γίνει δεκτή α) η από 6-2-2023 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Α.Ε.Κ. ΕιδΜον ./6-2-2023 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, γράφτηκε στο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της από αυτό, καθώς και β) οι από 11-10-2023 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Α.Ε.Κ. ΕιδΜον ./19-10-2023, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε, επίσης, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκε στο πινάκιο και συνεκφωνήθηκε με την ανωτέρω ανακοπή, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας.

Kατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

Ενώπιον ....

I. Κατά το άρθρο 935 ΚΠολΔ, λόγοι ανακοπής που είναι γεννημένοι, σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτελέσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον ασκήθηκε ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, πρέπει με το δικόγραφο αυτής ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν και αν υπάρχει προθεσμία κατά το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής, δεν είναι δυνατόν να προταθούν οι λόγοι, οι οποίοι ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή. Σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, κατά την οποία τίθεται θέμα κύρους ορισμένης πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά της οποίας ασκήθηκε ήδη ανακοπή, δεν μπορούν να προταθούν νέοι λόγοι ακυρότητας (ΑΠ856/2014, τνπ Νόμος, Μπρίνιας: Αναγκ. Εκτελ. Β’ έκδ. κάτω από το άρθρο 93 5, παρ. 172-174, σελ. 4 78 επ.). Το άρθρο 935 ΚΠολΔ αποβλέπει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που αναφύονται στην εκτέλεση και εκείθεν στην εμπέδωση ασφάλειας στις συναλλαγές. Συγκεκριμένα, με αυτό καθιερώθηκε για την ανακοπή του 933 το «σύστημα συγκέντρωσης», σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται να προσβάλλονται σε αυτήν όλοι οι έως την ανακοπή γεννημένοι λόγοι, ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη, λόγοι ανακοπής που ήταν γεννημένοι και μπορούσε ο ανακόπτων να προτείνει στη δίκη της ανακοπής απορρίπτονται ως απαράδεκτοι αν προταθούν σε μεταγενέστερη δίκη, στην οποία ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης. Το εν λόγω απαράδεκτο βαίνει παράλληλα, ανεξάρτητα και πέρα από εκείνο του άρθρου 933 παρ. 4 για τους καλυπτόμενες από το δεδικασμένο λόγους και η χρησιμότητα της διάταξης ακριβώς έγκειται στην κάλυψη περιπτώσεων, όπου δεν συντρέχουν οι όροι του. Έτσι με τη διάταξη αυτή του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ. 2 του Ν.4055/2012, η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής καθίσταται υποχρεωτική, όχι μόνο για τους γεννημένους στην άσκηση λόγους που αφορούν την προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης, αλλά επιπρόσθετα και για όλους τους γεννημένους λόγους όσων άλλων πράξεων προηγήθηκαν. Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ισχύει δε μόνο όταν πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 933 κι εφόσον έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως μια τέτοια ανακοπή από αυτόν τον ίδιο, που ασκεί (απαράδεκτα) την επόμενη, ανεξάρτητα δε από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προηγούμενη, αν δηλαδή εκκρεμεί προς έκδοση απόφασης ή αν αυτή εκδόθηκε [ΕφΑΘ 2472/2022, τνπ Νόμος, Κεραμεύς, Νίκας, Κονδύλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ Αναγκαστική Εκτέλεση άρθρο 935 σελ. 247 επ. εκδ. 2021 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία].

 Με την υπό κρίση ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, η ανακόπτουσα ζητά, για τους λόγους που εκθέτει, α) να ακυρωθεί η υπ’ αριθμόν ./ΔΓΊ/2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, δια της οποίας υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ’ ής ποσό 63.576,69 ευρώ, εντόκως, καθώς και ποσό 1.800 ευρώ ως δικαστική δαπάνη, όπως ειδικότερα ορίζεται στην προσβαλόμενη διαταγή πληρωμής, β) να ακυρωθεί η συνεπιδοθείσα με αυτή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της προαναφερθείσας διαταγής, από 20-1-2023 επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία η ανακόπτουσα επιτάχθηκε να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά, πλέον εξόδων, καθώς και γ) να καταδικαστεί η καθ’ ής στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Εγκ ΑρΠάγου 3/24 : ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΒΙΑ. ΝΟΜΙΜΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΒΙΝΤΕΟΛΗΠΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ - ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ.



Εγκ ΑρΠάγου 3/24 : ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΒΙΑ. ΝΟΜΙΜΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΒΙΝΤΕΟΛΗΠΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ - ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ. Οι Εισαγγελικές αρχές οφείλουν κάθε φορά ιδιαίτερα στις περιπτώσεις τέλεσης αδικημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, όσο και σε κάθε έγκλημα με αντικοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως η άσκηση βίας η απειλή βίας, να ενεργούν άμεσα , σε συνεργασία με την αστυνομία για τη σύλληψη των υπαιτίων και την τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας. Εξάλλου όπως έχει κριθεί (ΑΠ 254/21) ότι είναι νόμιμη η δικονομική αξιοποίηση του βιντεοληπτκού υλικού, καθώς και των φωτογραφιών από τη λειτουργία κλειστού κυκλώματος καταγραφής ιδιωτικού χώρου, το οποίο (υλικό) κατάσχεται νομίμως κατά την αυτεπάγγελτη διενεργούμενη προανάκριση, καθώς το συνταγματικό δικαίωμα στα προσωπικά δεδομένα  δεν παραβιάζεται όταν η συμπεριφορά που καταγράφεται και περιέχεται στο βιντεοληπτικό υλικό, δεν έχει σχέση με ιδιωτικές πράξεις, ούτε έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητας, δεδομένου ότι, οι κάμερες κλειστού κυκλώματος καταγράφουν κινήσεις σε δημόσιο χώρο.[ Βλ. και την υπ' αρ.254/21 ΑΠ (Ποιν) ]


ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 3/14-3-2024

 

Προς

Τους κ.κ. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας και δι' αυτών στους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών της περιφέρειας τους

 

Θέμα: Ρατσιστική Βία

Με αφορμή το περιστατικό της Ρατσιστικής βίας που συνέβη στην Πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης τις βραδινές ώρες της 9-3-2024, όταν εξαγριωμένο πλήθος νεαρών ατόμων επιτέθηκε αναίτια με εξυβρίσεις και απόπειρα άσκησης σωματικής βίας σε βάρος δύο ατόμων ηλικίας είκοσι ενός ετών , επειδή δεν συμφωνούσε με τις ενδυματολογικές τους επιλογές και τον γενετήσιο προσανατολισμό τους, επιθυμούμε να επισημάνουμε τα εξής:

Α) Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ξεκάθαρο στην προσήλωσή του σε αρχές ριζικά ασυμβίβαστες με τον ρατσισμό. Με το άρθρο 2 παρ. 1 αναγορεύει σε πρωταρχικό καθήκον των οργάνων του κράτους την προστασία και σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, ενώ με το άρθρο 5 παρ. I αναγνωρίζει ρητά στον καθένα ένα θεμελιώδες δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα τη προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, στο πλαίσιο που ορίζουν το Σύνταγμα, τα δικαιώματα των άλλων και τα χρηστά ήθη. Η παρ. 2 του ίδιου άρθρου εγγυάται στον καθένα απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, χωρίς διάκριση, εθνικότητας, φυλής ,γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, ενώ στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι " ο καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας .." Οι συγκεκριμένες αρχές, σε συνδυασμό μάλιστα με το επίσης καθολικό θεμελιώδες δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 ), αλλά και τα οριζόμενα στο άρθρο 25 παρ. 1, με το οποίο "Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους αποτελούν ένα γενικότατο μεν, αλλά πλήρες και συνεκτικό κανονιστικό βάθρο προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη ως ατόμου και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου.

Η χώρα μας επίσης έχει υπογράψει και κυρώσει, καθιστώντας έτσι νόμο του κράτους σειρά από διεθνή συμβατικά κείμενα που, στοχεύοντας κατ’ αρχήν στη προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, περιλαμβάνουν ρυθμίσεις κατά της εκδήλωσης ρατσιστικών συμπεριφορών.

Ιδιαίτερης σημασίας φυσικά είναι η Σύμβαση της Ρώμης του 1950 "για τη προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" (ΝΔ 53/74), στην οποία η χώρα μας επαναπροσχώρησε μετά την αποβολή της κατά τη διάρκεια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας.

Βαρύνουσας σημασίας εν προκειμένω είναι και η παρ. 2 του άρθρου 20 του V. 2462/1997 ο οποίος κύρωσε το "Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα”.

Επίσης με τον ν. 927/79 , όπως ισχύει μετά τον Ν.4285/2014 , εκφράζεται η αντιρατσιστική στρατηγική που στηρίζεται στη καταπολέμηση της διακίνησης “προσβλητικών ιδεών”, ή συμπεριφορών με ισχυρό ρατσιστικό συμβολικό φορτίο , ενώ κατά το άρθρο 5 του νόμου αυτού "οι πράξεις που περιγράφονται στον παρόντα νόμο, καθώς και τα εγκλήματα που τελούνται συνεπεία αυτών, διώκονται αυτεπαγγέλτως".

Β) Με βάση το ως άνω νομικό πλαίσιο η Πολιτεία δια των θεσμικών της οργάνων οφείλει να καταδικάζει τις απαράδεκτες αυτές συμπεριφορές όχι μόνο φραστικά, αλλά και έμπρακτα με κάθε νόμιμο μέσο. Οι συμπεριφορές αυτές που δεν ταιριάζουν στις πολιτισμικές αξίες της χώρας μας , αλλά αποτελούν εκδηλώσεις μιάς μικρής μειοψηφίας με ψυχολογία όχλου , πρέπει να αντιμετωπίζονται αποφασιστικά και άμεσα, γιατί αυτό απαιτεί το Κράτος δικαίου και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Εν προκειμένω η αστυνομία ενήργησε άμεσα και απέτρεψε τα χειρότερα , συλλαμβάνοντας αρκετά άτομα που μετείχαν στην επίθεση .

Οι Εισαγγελικές αρχές οφείλουν κάθε φορά ιδιαίτερα όμως στις περιπτώσεις αυτές , δηλαδή τέλεσης αδικημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά (άρθρο 82Λ ΠΚ, όπως ισχύει μετά τον Ν.5090/2024), όσο και σε κάθε έγκλημα με αντικοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως η άσκηση βίας η απειλή βίας (ενδοοικογενειακή βία, οπαδική βία κλπ ), να ενεργούν άμεσα , σε συνεργασία με την αστυνομία για τη σύλληψη των υπαιτίων και την τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας (αρθρ. 417 επ. ΚΠΔ).

Είναι αναγκαίο και αυτονόητο να τονίσουμε , ότι η εξασφάλιση των αναγκαίων αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, βιντεοληπτικό υλικό, κατασχεθέντα αντικείμενα, ιατροδικαστικές εκθέσεις) θα βοηθήσει ιδιαίτερα το δικαστήριο να κρίνει ορθά την υπόθεση και να διαλευκάνει κάθε αμφιβολία η αμφισβήτηση που θα προκόψει κατά την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών. Με την αξιοποίηση του αποδεικτικού υλικού, ιδίως του βιντεοληπτικού ,που είναι ανάγκη να αναζητείται με επιμέλεια , θα ταυτοποιούνται και άτομα που συμμετείχαν στις εγκληματικές ενέργειες και για διάφορους λόγους δεν κατέστη δυνατή η σύλληψή τους.

Όπως εξάλλου έχει κριθεί με την αριθμ. ΑΠ 254/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου «τα δικαιώματα τόσο της ιδιωτικής ζωής, όσο και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτα. Όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων, υπό τον όρο βεβαίως πως δεν παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Σε αντίθετη περίπτωση, η πλήρης απαγόρευση της επεξεργασίας και χρήσης προσωπικών δεδομένων θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη, σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος)»


Συνεπώς κρίθηκε, ότι είναι νόμιμη η δικονομική αξιοποίηση του βιντεοληπτκού υλικού, καθώς και των φωτογραφιών που εκτυπώνονται από αυτό, από τη λειτουργία κλειστού κυκλώματος καταγραφής ιδιωτικού χώρου, το οποίο (υλικό) κατάσχεται νομίμως κατά την αυτεπάγγελτη, κατ' άρθρο 245 παρ. 2 ΚΠΔ., διενεργούμενη προανάκριση, ως αποδεικτικό μέσο, από το οποίο μπορεί να προκύψει ο δράστης αδίκων πράξεων. Το συνταγματικό δικαίωμα στα προσωπικά δεδομένα (άρθρ. 9 του Συντάγματος) δεν παραβιάζεται όταν η συμπεριφορά που καταγράφεται και περιέχεται στο βιντεοληπτικό υλικό, ουδεμία σχέση έχει με ιδιωτικές πράξεις, ούτε έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητας, δεδομένου ότι, οι κάμερες κλειστού κυκλώματος καταγράφουν κινήσεις σε δημόσιο χώρο και όχι στην κατοικία ή σε ιδιωτικό προσωπικό χώρο, ενώ επιβάλλεται η αξιοποίηση του υλικού αυτού και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, όταν τα πληττόμενα από τις άδικες πράξεις του δράστη αγαθά κρίνονται σαφώς υπέρτερα εκείνου της προστασίας των προσωπικών του δεδομένων.

Επίσης είναι ανάγκη να επισημάνουμε,ότι στις περιπτώσεις τέλεσης εγκλημάτων από ανήλικους θα πρέπει απαραίτητα να εξετάζεται η αναζήτηση ευθυνών από τους έχοντες κατά τον νόμο την υποχρέωση εποπτείας των ανηλίκων (άρθρο 360 ΠΚ).

Τέλος οι ρατσιστικές συμπεριφορές δεν χαρακτηρίζουν τη συντριπτική πλειοψηφία της Ελληνικής κοινωνίας, και με την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό μπορούμε να κατανοούμε και να σεβόμαστε τις επιλογές των άλλων, να εκπαιδεύουμε και διορθώνουμε την λανθασμένη αντίληψη που μπορεί να οφείλεται στην ελλιπή διαπαιδαγώγηση , τον κοινωνικό περίγυρο ,τα στερεότυπα, τον εγωκεντρισμό.

Ο Αρμόδιος για την εν γένει εποπτεία υποθέσεων που αφορούν θέματα Ρατσισμού και Εμπορίας Ανθρώπων

Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Αναστάσιος Κων. Σκάρας

 

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Ανήλικος θύμα και δράστης: Η «συστημική διασταύρωση» για τους ανηλίκους μέσα από τη μελέτη μιας ατομικής περίπτωσης (Case Study) [ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ν. ΖΑΓΟΥΡΑ / ΜΑΡΙΑ Π. ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ]

 


Ανήλικος θύμα και δράστης:

Η «συστημική διασταύρωση» για τους ανηλίκους μέσα από τη μελέτη μιας ατομικής περίπτωσης (Case Study)

[Παρασκευη Ν. Ζαγουρα* / Μαρια Π. Κρανιδιωτη]

 

Εισαγωγή: Κακομεταχείριση ανηλίκων και παραβατικότητα

Ο «φαύλος κύκλος της βίας», στην περίπτωση ενήλικων εγκληματιών που έχουν υπάρξει θύματα κακομεταχείρισης – δηλ. κακοποίησης ή (και) παραμέλησης – κατά την παιδική τους ηλικία, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών[1] και οι συνέπειες άλλωστε, της κακομεταχείρισης των παιδιών εκτείνονται και πέραν της εφηβικής ηλικίας. Στην εγκληματολογική, μεταξύ άλλων, γραμματεία έχει δοθεί ειδικότερη έμφαση στο φαινόμενο της συνύπαρξης των δύο καταστάσεων, της κακοποίησης – παραμέλησης και της παραβατικότητας, ενόσω το άτομο, θύμα και δράστης, διανύει την παιδική του ηλικία. Τα κακοποιημένα παιδιά εμφανίζουν πληθώρα προβλημάτων και κατά την αναπτυξιακή φάση της εφηβείας τους, όπως η χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών, η αποτυχία στο σχολείο, οι συναισθηματικές εντάσεις και η επιβαρυμένη υγεία, σε αυτά δε τα προβλήματα συγκαταλέγεται και η παραβατικότητα[2]. Από άλλη σκοπιά, τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν επίσης, ότι τα παιδιά που περιέρχονται στην ευθύνη του κράτους, στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαδικασίας, λόγω κακοποίησης ή (και) παραμέλησης (dependency status), βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο συγκριτικά με το μέσο παιδί, όσον αφορά τη σχολική τους εξέλιξη, την κοινωνικοποίηση, την ψυχική τους υγεία και τη χρήση ουσιών[3], αλλά και την είσοδό τους στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης[4].

 

Ωστόσο, μολονότι οι περισσότερες μελέτες αναδεικνύουν εν γένει μια θετική συσχέτιση ανάμεσα στην κακομεταχείριση και το έγκλημα, πολλά ερωτήματα γύρω από τη συσχέτιση αυτή παραμένουν αναπάντητα. Για παράδειγμα, λίγες μελέτες επικεντρώνονται στα βιώματα των παιδιών μέσα στο ίδιο το σύστημα παιδικής προστασίας[5], και ειδικότερα, στην «εκτός οικίας φροντίδα», εφόσον εμπλακούν με αυτό, ή στο ερώτημα κατά πόσον τα βιώματα αυτά ασκούν μεγαλύτερη ή μικρότερη επίδραση στη μεταγενέστερη συμπεριφορά τους, από ό, τι η κακομεταχείρισή τους μέσα στην οικογένεια[6]. Ένα άλλο, γενικότερο ερώτημα ανακύπτει από το γεγονός ότι οι έρευνες επικεντρώνονται, συνήθως, σε αδρές συσχετίσεις της παραβατικότητας με διάφορους παράγοντες που ενδέχεται να την προκαλούν, χωρίς να επιχειρούν να περιγράψουν την ακριβή σχέση της παραβατικότητας με την κακοποίηση ή την παραμέληση του ατόμου. Η σχέση αυτή δεν είναι δυνατόν να αναδειχθεί με πληρότητα μέσα από μια ποσοτική προσέγγιση της (ενδεχόμενης) διασύνδεσης των δύο φαινομένων, όπως συχνά γίνεται στην εγκληματολογική έρευνα[7]. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, αναζητήσαμε μεθόδους και εργαλεία της ποιοτικής κατεύθυνσης, που θα μας επιτρέψουν να διερευνήσουμε και να περιγράψουμε αυτή τη διασύνδεση (υπό 3). Στη συνέχεια, επιλέξαμε ένα πεδίο για την έρευνά μας, το οποίο να προσφέρεται για την ανάδειξη της σχέσης της κακοποίησης – παραμέλησης με την παραβατικότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση και βάθος, και με τη μέγιστη δυνατή λεπτομέρεια και ακρίβεια[8]. Το πεδίο αυτό είναι εκείνο της πολιτειακής αντίδρασης[9] απέναντι στα δύο φαινόμενα. Η εγκληματολογική γραμματεία μάλιστα αναφέρεται συχνά σε μια κατηγορία ανηλίκων των οποίων τόσο η κακοποίηση – παραμέληση όσο και η παραβατικότητα δεν ανήκουν στο σκοτεινό αριθμό των περιπτώσεων αυτών. Παρακάτω αναπτύσσουμε την προβληματική γύρω από αυτή την κατηγορία.

 

Οι νέοι «μεικτού ρεπερτορίου» και η «διασταύρωση» των συστημάτων παιδικής προστασίας και ποινικής δικαιοσύνης

Στη σύγχρονη γραμματεία των Κοινωνικών Επιστημών[10], με τον όρο «νέοι μεικτού ρεπερτορίου» (crossover youth) εννοούνται οι νέοι που έχουν  βιώσει κακοποίηση ή (και) παραμέληση και έχουν εμπλακεί με την παραβατικότητα. Στην ευρεία του θεώρηση ο ορισμός[11] αναφέρεται σε οποιονδήποτε νέο με τέτοιες εμπειρίες, ανεξαρτήτως του εάν η κακοποίηση – παραμέλησή του και η παραβατικότητά του έχουν εντοπισθεί αντιστοίχως, από το σύστημα παιδικής προστασίας ή από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων αντίστοιχα. Ο όρος μπορεί να περιλαμβάνει και άτομα που έχουν κακοποιηθεί -παραμεληθεί κατά την ανηλικότητα και έχουν εμπλακεί με την εγκληματικότητα ως νεαροί ενήλικες–  ενδεχομένως δε, αλλά όχι απαραίτητα, να έχουν εμπλακεί και με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για ενήλικες. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται δεκτό ότι για τον πληθυσμό των νέων «μεικτού ρεπερτορίου» απαιτείται ένα ισχυρότερο πλέγμα υπηρεσιών και υποστήριξης από ό,τι για τους άλλους νέους που απαντούν σε ένα από τα παραπάνω κριτήρια, είτε της κακοποίησης-παραμέλησης είτε της παραβατικότητας, τους οποίους, αντιστοίχως, διαχειρίζονται ξεχωριστά τα δύο συστήματα.

 

Υποκατηγορία[12] της ομάδας των νέων «μεικτού ρεπερτορίου» είναι οι «νέοι διττής εμπλοκής» (dually – involved youth), εκείνοι δηλαδή που σε κάποιο βαθμό είναι ταυτόχρονα εμπλεγμένοι τόσο με το σύστημα παιδικής προστασίας όσο και με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων. Η εμπλοκή τους μπορεί να έχει άτυπο (ειδικο)προληπτικό χαρακτήρα (π.χ. αυτόβουλη προσέλευση στο σύστημα παιδικής προστασίας ή/και άτυπη κατά παρέκκλιση διαδικασία στην ποινική δικαιοσύνη ανηλίκων), τυπικό (π.χ. να υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις περί κακοποίησης-παραμέλησης ή/και παραπομπή σε δικαστήριο ανηλίκων) ή να αποτελεί συνδυασμό των δύο. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται και οι «νέοι διττής ταυτότητας» (dually–identified youth), εκείνοι δηλαδή που έχουν μια τρέχουσα εμπλοκή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης των ανηλίκων και που είχαν κατά το παρελθόν (και όχι στο παρόν) εμπλοκή και με το σύστημα παιδικής προστασίας[13]. Ομοίως, στον ορισμό των «νέων διττής εμπλοκής» μπορεί να περιλαμβάνονται και άτομα που έχουν εμπλακεί με το σύστημα παιδικής προστασίας ανηλίκων ως κακοποιημένοι ή (και) παραμελημένοι ανήλικοι και έχουν, στη συνέχεια, εμπλακεί με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για ενήλικες, ως νεαροί ενήλικες.

 

Περαιτέρω υποκατηγορία[14] της πληθυσμιακής ομάδας των «νέων διττής εμπλοκής» είναι οι «νέοι διττής εκδίκασης» (dually – adjudicated youth), εκείνοι δηλ. που έχουν εμπλακεί, με τυπικό τρόπο και δη δικαστικά, και με τα δύο συστήματα και υπόκεινται στην επίσημη φροντίδα και τον έλεγχό τους. Όπως και παραπάνω, στον ορισμό μπορεί να περιλαμβάνονται και άτομα που έχουν εμπλακεί μέσω μιας δικαστικής διαδικασίας με το σύστημα παιδικής προστασίας ως κακοποιημένοι ή (και) παραμελημένοι ανήλικοι, και έχουν, στη συνέχεια, εμπλακεί και με το δικαστικό μέρος της ποινικής δικαιοσύνης για τους ενήλικες, ως νεαροί ενήλικες.