Περίληψη
– Οι διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος δεν περιορίζουν τη
συνταγματικώς παρεχόμενη προστασία αποκλειστικώς στα πολιτιστικά αγαθά που
συνδέονται με την Ελλάδα, τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική ιστορία.
Αντικείμενο προστασίας τυγχάνουν και τα πολιτιστικά αγαθά που ανήκουν σε άλλες
πολιτισμικές παραδόσεις και τα οποία ευρίσκονται στη σφαίρα κυριαρχίας του
ελληνικού κράτους είτε ως ανέκαθεν ευρισκόμενα εντός των ορίων της ελληνικής
επικράτειας είτε ως εισαχθέντα σ’ αυτήν. Αυτό επιτάσσουν, τόσο οι διεθνείς
συμβάσεις, οι οποίες, κυρωθείσες με τους νόμους 1103/1980, 1127/1981, 3348/2005
και 3378/2005, αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος
αναπόσπαστο μέρος του εθνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης
διάταξης νόμου, όσο και το δίκαιο της Ένωσης ως προς τα πολιτιστικά αγαθά που
εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.
Η κατά τον νόμο έννοια του μνημείου και, συνεπώς, και της πολιτιστικής
κληρονομιάς της χώρας δεν συνδέεται αναγκαία με πολιτιστικά αγαθά που
δημιουργήθηκαν ή έστω οποτεδήποτε στο παρελθόν βρέθηκαν στην ελληνική
επικράτεια. Και ναι μεν σε διατάξεις του ν. 3028/2002 σε ορισμένα σημεία της
εισηγητικής έκθεσης αυτού, αλλά και στη νομολογία του Συμβουλίου της
Επικράτειας αναφέρεται ότι στην προστασία του Συντάγματος και του αρχαιολογικού
νόμου υπάγεται «η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας», ενώ οι σχετικές
διακρίσεις, ως προς το περιεχόμενο και την έκταση της παρεχόμενης προστασίας,
γίνονται με παραπομπή σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους του Ελληνισμού,
ωστόσο οι προβλέψεις αυτές δικαιολογούνται από την αυξημένη ευθύνη της
ελληνικής πολιτείας να διαφυλάξει, προεχόντως, την ελληνική πολιτιστική
κληρονομιά χάριν της παρούσας αλλά και των μελλοντικών γενεών. Ουδόλως
συνάγεται από τις αναφορές αυτές ότι ο τυπικός νομοθέτης δεν έχει ως σκοπό να
προστατεύσει τα πολιτιστικά αγαθά που προέρχονται από άλλες πολιτισμικές
παραδόσεις ή ότι αποσκοπεί σε ουσιωδώς διαφορετική νομική μεταχείριση μεταξύ
αυτών και των πολιτιστικών αγαθών που ανήκουν στην ελληνική πολιτισμική
παράδοση.
Υπό την ισχύ του ν. 3028/2002, η εισαγωγή στην Ελλάδα κινητών αντικειμένων
αναγομένων από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι και το έτος 1453, καθιστά αυτά
προστατευόμενα από την ελληνική νομοθεσία, ως «αρχαία» κινητά μνημεία, κατά την
έννοια του άρθρου 20 παρ. 1 περ. α του ν. 3028/2002, ακόμα και αν δεν προκύπτει
ότι είναι αναποσπάστως συνδεδεμένα με τη σπουδή της ιστορίας του Ελληνικού
Έθνους, ούτε έχουν σχέση με την αρχαία ελληνική τέχνη ή τις αναγόμενες μέχρι
και το έτος 1453 βυζαντινή και χριστιανική τέχνη.
Εμπίπτουν στην προαναφερόμενη έννοια των «αρχαίων» κινητών πραγμάτων και τα
επίμαχα, από αρχαιοτάτων χρόνων κατασκευασθέντα αντικείμενα αιγυπτιακής
προέλευσης, τα οποία προστατεύονται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, αφ’ ής
στιγμής αυτά εισήχθησαν στην ελληνική επικράτεια. Είναι επομένως απορριπτέος ως
αβάσιμος ο προβαλλόμενος από τον αιτούντα λόγος ακυρώσεως ότι ο ν. 3028/2002
δεν υπάγει στο πεδίο εφαρμογής του περιπτώσεις, όπως τη συγκεκριμένη, διότι
προστατεύει τα πολιτιστικά αγαθά που συνδέονται με την ελληνική πολιτιστική
κληρονομιά και όχι αγαθά που «ανήκουν στην αρχή της κυριότητας αλλοδαπού
κράτους» (όπως εν προκειμένω της Αιγύπτου και στη συνέχεια κρατών μελών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Ο ν. 3028/2003 διατηρεί τον γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο, όλα τα
αρχαία, κινητά και ακίνητα, είναι ιδιοκτησία του Κράτους. Ορίζεται ειδικότερα
ότι τα αρχαία κινητά μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο
Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και είναι εκτός
συναλλαγής κατά την έννοια του άρθρου 966 του Αστικού Κώδικα. Ωστόσο, εισάγει
μια εξαίρεση στην αποκλειστική κυριότητα του Δημοσίου επί αρχαίων κινητών
μνημείων που χρονολογούνται έως και το 1453. Συγκεκριμένα, αναγνωρίζεται
δικαίωμα κυριότητας σε κινητά μνημεία αυτής της περιόδου που εισάγονται στην
Ελλάδα, εφόσον αυτά δεν είχαν εξαχθεί από τη χώρα κατά την πεντηκονταετία πριν
από την εισαγωγή και, ανεξάρτητα από τον χρόνο εξαγωγής τους, δεν αποτελούν
προϊόν κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις κλοπής ή λαθρανασκαφής που απαριθμούνται
στο άρθρο 33 παρ. 3 εδ. α΄. Μάλιστα, υπό προϋποθέσεις αναγνωρίζεται και η
κυριότητα σε κινητά μνημεία της ίδιας περιόδου που εισήχθησαν στη χώρα πριν από
την έναρξη ισχύος του ν. 3028/2002, εφόσον δηλώθηκε νομότυπα η κατοχή τους.
Περαιτέρω, προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης άδειας κατοχής αρχαίων κινητών
μνημείων που χρονολογούνται έως και το 1453 και των οποίων η κυριότητα ανήκει
στο Δημόσιο. Η άδεια χορηγείται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ευρίσκει τέτοιο
μνημείο ή στην κατοχή του οποίου περιέρχεται τούτο, εφόσον το δηλώσει στην
αρμόδια αρχή, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Εξάλλου, όσον αφορά την εισαγωγή
πολιτιστικών αγαθών, διατηρείται ο κανόνας της ελεύθερης εισόδου αυτών στην
ελληνική επικράτεια σε αντιστοιχία προς το προϊσχύσαν δίκαιο, υπό την
επιφύλαξη, πλέον, των διατάξεων της κυρωθείσας με τον ν. 1103/1980 Διεθνούς
Σύμβασης των Παρισίων και των λοιπών κανόνων του διεθνούς δικαίου. Για όσα από
τα εισαγόμενα πολιτιστικά αγαθά αποτελούν μνημεία κατά τις διατάξεις των
παραγράφων Ια, 1 β και 6 του άρθρου 20 του ν. 3028/2002, βαρύνεται ο κάτοχός
τους με την υποχρέωση να δηλώσει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στην αρχαιολογική
υπηρεσία την εισαγωγή τους και τον τρόπο που αυτά περιήλθαν στην κατοχή του.
Κατά τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, οι οποίες πρέπει να διέπουν τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης δεν είναι επιτρεπτή η στέρηση του δικαιώματος αναγνώρισης κυριότητας ή κατοχής αρχαίων κινητών μνημείων που εισάγονται στη χώρα, λόγω καθυστερημένης υποβολής δηλώσεως αυτών στην αρμόδια αρχαιολογική ή τελωνειακή υπηρεσία, όταν από θετικές ενέργειες της διοικήσεως δημιουργήθηκε ευλόγως στον καλοπίστως δρώντα ενδιαφερόμενο, ενόψει των συντρεχουσών στη συγκεκριμένη περίπτωση περιστάσεων, σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση περί του ότι η καθυστέρηση αυτή δεν αποτελεί λόγο απόρριψης του αιτήματος χορήγησης άδειας κατοχής και αναγνώρισης δικαιώματος κυριότητας.