Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η ρύθμιση της χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης, κατόπιν της λύσεως του γάμου με διαζύγιο, θέτει εριζόμενα ερμηνευτικά ζητήματα, τα οποία παρουσιάζουν διαχρονικό, θεωρητικό και πρακτικό, ενδιαφέρον. Μεταξύ αυτών διακρίνεται εναργώς το εγκείμενο στην ενδεχόμενη θεμελίωση υποχρεώσεως του ενός από τους πρώην συζύγους, ο οποίος προβαίνει τότε στην αποκλειστική χρήση του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή τους στέγη, συνεχίζοντας να κατοικεί εκεί, ώστε να καταβάλλει αντάλλαγμα στον άλλον πρώην σύζυγο, όταν τυγχάνουν συγκύριοι αυτού και εξακολουθούν ιδίως να συγκατοικούν εκεί τα ανήλικα τέκνα τους. Αντικείμενο εγγύτερης εξετάσεως αποτελεί λοιπόν εν προκειμένω η προσήκουσα νομική μεταχείριση μιας τέτοιας αξιώσεως, με γνώμονα τη δίκαιη επίλυση των σχετικών διαφορών, μέσω και της παροχής των αναγκαίων μεθοδολογικών εργαλείων, και σκοπό την επίτευξη της συνεπιδιωκόμενης ασφάλειας δικαίου στο ερευνώμενο κανονιστικό πεδίο, που διαπνέεται επίσης από την αρχή της επιείκειας. Η προκατανόηση και η συστηματική επίλυση του αναλυόμενου ζητήματος καθιστούν εντούτοις αναγκαία την προηγούμενη ερμηνευτική προσέγγιση των κανόνων δικαίου του άρθρου 1393 ΑΚ, για τη ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά την προγενέστερη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, που αποτελεί την κύρια δικαιοθετική βάση ως προς τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης (βλ., επιπροσθέτως, ιδίως τα ά. 612§2, 612Α και 1889 του αυτού κώδικα).
Β. Η ρύθμιση του άρθρου 1393
ΑΚ και η τελολογία της
Ως οικογενειακή στέγη, που συνιστά νομική έννοια, θεωρείται το ακίνητο, το οποίο χρησιμεύει για την κύρια διαμονή των συζύγων και των τέκνων τους, ήτοι αποτελεί τον πραγματικό χώρο, όπου αυτοί ζουν από κοινού το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους (πρβλ. τη δευτερεύουσα διαμονή, π.χ. εξοχική οικία), ανεξαρτήτως από το εάν ανήκει κατά κυριότητα στον έναν εκ των συζύγων, στους δύο από κοινού ή σε τρίτο πρόσωπο[1]. Υπό το καθεστώς της έγγαμης συμβιώσεως, ο καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα συγκατοχής και συγχρήσεως της οικογενειακής στέγης, ανεξαρτήτως των εμπράγματων ή των ενοχικών σχέσεων επ’ αυτής. Το περί ου ο λόγος δικαίωμα πηγάζει από την αμοιβαία υποχρέωση για συμβίωση, δηλαδή την κοινότητα βίου, που παράγεται κατ’ αρχήν από τουλάχιστον υποστατή σύμβαση γάμου και εμπεριέχει κατά κανόνα τη συνοίκηση (ΑΚ 1386)[2]. Συνδέεται ωστόσο άμεσα και με την έτερη αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων, ήτοι της συνεισφοράς τους στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΚ 1389), στην οποία περιλαμβάνεται, inter alia, η αμοιβαία υποχρέωση διατροφής των ίδιων και των τέκνων τους (ΑΚ 1390)[3], που καλύπτει και τις ανάγκες στεγάσεως των μελών της οικογένειας (ΑΚ 1493).
Στην περίπτωση της διακοπής της
έγγαμης συμβιώσεως, η οικογενειακή στέγη δεν αποβάλλει την εν θέματι ιδιότητα
αυτής και οι σύζυγοι διατηρούν κατ’ αρχήν τα δικαιώματά τους επ’ αυτής, αλλά
δύνανται, σύμφωνα με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, να ρυθμίσουν, έναντι
της καταβολής ή μη ανταλλάγματος, την κατοχή και τη χρήση της οικογενειακής
τους στέγης με συμφωνία αυτών (ΑΚ 361 και 1387§1εδ.α), η οποία είναι άτυπη (ΑΚ
158), οπότε μπορεί να συναφθεί και προφορικώς ή να περιέχεται, μεταξύ άλλων, σε
πρακτικό συμβιβασμού ή διαμεσολαβήσεως (ά. 592§3στοιχ.γ, 611, 591§1εδ.α, 214Α
επ., 293, 904§2στοιχ.γ,ζ ΚΠολΔ και 8§3 Ν. 4640/2019), ενώ δύναται να
συνομολογηθεί και για το χρονικό διάστημα μετά τη λύση του γάμου με διαζύγιο.
Το άρθρο 1393 ΑΚ, το οποίο διέπει ειδικώς τη δικαστική ρύθμιση της χρήσεως της
οικογενειακής στέγης κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, συνιστά επομένως,
σύμφωνα με την κρατούσα και ορθότερη γνώμη, ενδοτικό δίκαιο (ius dispositivum,
ά. 3 εξ αντιδιαστολής, 174, 178, 179, 180, 281 και 288 ΑΚ)[4].
Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας (λ.χ.
ένεκα ακυρότητάς της) ή επί μεταβολής των συνθηκών καταρτίσεως αυτής, το
αρμόδιο δικαστήριο διαθέτει, στο πλαίσιο του συζητητικού συστήματος (ΚΠολΔ 106)
και κατά τη διακριτική του ευχέρεια, την εξουσία να διατάξει, κατόπιν
αντίστοιχης αιτήσεως του ενός από τους συζύγους, την προσωρινή, με τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 22, 682 επ. και 735), και την
οριστική, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (ΚΠολΔ 17αρ.2,
22, 215 επ., 591, 592§3στοιχ.γ και 593 επ.), παραχώρηση της αποκλειστικής
χρήσεως ολόκληρης ή τμήματος της οικογενειακής στέγης στον έναν εκ των συζύγων,
εφόσον εντούτοις επιβάλλεται τούτο από λόγους επιείκειας ενόψει των ειδικών
συνθηκών εκάστου απ’ αυτούς και του συμφέροντος των ανήλικων τέκνων τους (βλ.
και το ά. 1511 ΑΚ)[5], δηλαδή κρίνοντας in concreto (ius
aequum), ανεξαρτήτως μάλιστα από το ποιος εκ των συζύγων τυγχάνει κύριος του εν
λόγω ακινήτου ή έχει έναντι του κυρίου αυτού το δικαίωμα χρήσεώς του (ΑΚ
1393εδ.α). Η προαναφερθείσα δικαστική απόφαση για την οριστική παραχώρηση της
χρήσεως της οικογενειακής στέγης παράγει, με την τελεσιδικία της, δεδικασμένο
(ΚΠολΔ 321 επ.), αλλά τόσο αυτή όσο και η προμνημονευθείσα εκδιδόμενη κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, περί της προσωρινής παραχωρήσεως της
χρήσεως της οικογενειακής στέγης, που εκλύει προσωρινό δεδικασμένο, υπόκεινται
σε αναθεώρηση, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως
(π.χ. επί μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως για την επιμέλεια των τέκνων ή
μεταθέσεως σε άλλη πόλη) (ά. 1393εδ.α,β ΑΚ, 215 επ., 591 επ., 682 επ., 696§3,
697 και 735 ΚΠολΔ). Η ερμηνευόμενη ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ εφαρμόζεται
επίσης αφενός αναλόγως στο σύμφωνο συμβιώσεως (βλ. τη δεύτερη παράγραφο του ά.
5 Ν. 4356/2015, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 1386 επ. ΑΚ, και
το ά. 6 Ν. 3719/2008)[6] και αφετέρου αναλογικώς στην
ελεύθερη ένωση, εφόσον η τελευταία δημιουργεί κοινότητα βίου και χαρακτηρίζεται
από κάποια διάρκεια, που κρίνονται ad hoc[7].
Για την προειρημένη, προσωρινή ή
οριστική, δικαστική ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης γίνεται
στάθμιση των εκατέρωθεν εννόμων συμφερόντων των συζύγων επί τη βάσει διαφόρων
στοιχείων, κινητής κλίμακας κατά την έννοια του Wilburg[8], διά των οποίων συγκεκριμενοποιούνται οι
προαναφερθείσες αόριστες νομικές έννοιες των ειδικών συνθηκών εκάστου των
συζύγων και του συμφέροντος των τέκνων τους, που εξειδικεύουν τη γενική ρήτρα
της επιείκειας (βλ. επιπλέον τα ά. 216, 262§1, 559αρ.1,8,14,19 και 688 ΚΠολΔ).
Τέτοια συνεκτιμώμενα αξιολογικά κριτήρια, με παραλλάσσουσα in casu ερμηνευτική
βαρύτητα, αποτελούν, inter alia, η σωματική και ψυχική υγεία των συζύγων και
των ανήλικων ή ενήλικων τέκνων τους, με τα οποία συγκατοικούν, η οικονομική
κατάσταση και οι συνθήκες ζωής και εργασίας των συζύγων, η εύλογη αιτία
διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως αυτών (λ.χ. άσκηση ενδοοικογενειακής βίας) και
το σχολικό περιβάλλον των τέκνων τους[9]. Στην περίπτωση της παραχωρήσεως από το
δικαστήριο της αποκλειστικής χρήσεως της οικογενειακής στέγης στον έναν εκ των
συζύγων κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της έγγαμης σχέσεως αυτών ή για
μικρότερο χρονικό διάστημα, το οικείο δικαίωμα συγχρήσεως του έτερου συζύγου
υποχωρεί συνεπώς, για λόγους επιείκειας, υπέρ κατ’ αρχήν του ασθενέστερου
συζύγου, δίχως να επέρχεται μεταβολή των εμπράγματων (π.χ. κυριότητας ή
επικαρπίας) ή των ενοχικών (λ.χ. μισθώσεως) σχέσεων επί της οικογενειακής τους
στέγης.
Η εν θέματι δικαστική απόφαση
παύει κατ’ αρχήν αυτοδικαίως να ισχύει σε περίπτωση αποκαταστάσεως της έγγαμης
συμβιώσεως, λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου[10]. Τούτο γίνεται δεκτό και ως προς τη
σχετική συμφωνία των συζύγων, η οποία έχει συνομολογηθεί για το χρονικό
διάστημα της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως. Αν ωστόσο η προμνημονευθείσα
παραχώρηση έχει διαταχθεί μόνο μέσω αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δεν
προσδιορίζει τη χρονική διάρκεια της προσωρινής παραχωρήσεως, δεν αποβάλλει
τότε αυτοδικαίως την ισχύ της (βλ. όμως και το ά. 281 ΑΚ), αλλά πρέπει κατ’
αρχήν να ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 696-698 ΚΠολΔ, εφόσον η
ισχύς αυτής δεν έχει ήδη αρθεί αυτοδικαίως δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 693
του ίδιου κώδικα[11] (πρβλ. το διαφορετικό ασφαλιστικό
μέτρο της μετοικήσεως, ά. 735 ΚΠολΔ).
Η προειρημένη ρύθμιση της χρήσεως
της οικογενειακής στέγης ανεξάρτητα από τα εμπράγματα και τα ενοχικά δικαίωμα
επ’ αυτής και η εντεύθεν εξουσία του δικαστηρίου να παραχωρήσει, ενόψει των
πραναφερθέντων, την αποκλειστική της χρήση κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της
έγγαμης σχέσεως σ’ εκείνον από τους συζύγους, ο οποίος δεν είναι αποκλειστικός
δικαιούχος των προμνημονευθέντων δικαιωμάτων, και μάλιστα παρά τη βούληση του
άλλου συζύγου, που τυγχάνει αποκλειστικός δικαιούχος ή συνδικαιούχος τους,
έχουν ως αποτέλεσμα να ανακύπτει, prima facie, ζήτημα αντιθέσεως του άρθρου
1393 ΑΚ στο ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Το τελευταίο απολαύει
υπερνομοθετικής προστασίας, η οποία περιλαμβάνει τόσο τα εμπράγματα όσο και τα
ενοχικά δικαιώματα, αλλά έχει ως όριο την κοινωνική λειτουργία της ιδιοκτησίας
(ά. 17 Σ., 17§2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., ΧΘΔΕΕ, και 1§1
του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ)[12]. Στην εν λόγω κοινωνική λειτουργία
μπορεί να υπαχθεί η προστασία της οικογένειας (ά. 21 Σ.), στην οποία εμπίπτει η
οικογενειακή στέγη, ενώ συμπεριλαμβάνονται οι de facto σχέσεις συμβιώσεως (ά.
33§1 ΧΘΔΕΕ και 8 ΕΣΔΑ) (βλ. επιπροσθέτως τα ά. 25§§1εδ.γ,δ,3 Σ., 52§1 ΧΘΔΕΕ και
17 ΕΣΔΑ, για τη δίκαιη εξισορρόπηση, από τον νομοθέτη και τον δικαστή, των
εκατέρωθεν συγκρουόμενων δικαιωμάτων επί τη βάσει της αρχής της
αναλογικότητας).
Η σύμφωνη με τις προειρημένες
διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος ερμηνεία της ρυθμίσεως του άρθρου 1393 ΑΚ, η
οποία έχει ως ratio την αμφιμερή προστασία των σταθμιζόμενων in concreto
εννόμων συμφερόντων των συζύγων και των τέκνων τους, άγει, κατά την κρατούσα
στη θεωρία και τη νομολογία και ορθότερη άποψη, στο συμπέρασμα ότι το θεμιτό
του προαναφερθέντος περιορισμού της ιδιοκτησίας προσαπαιτεί τη δυνητική και όχι
υποχρεωτική καταβολή, από τον προς ον η προμνημονευθείσα δικαστική παραχώρηση
της οικογενειακής στέγης σύζυγο στον δικαιούχο των εμπράγματων ή των ενοχικών
δικαιωμάτων επ’ αυτής σύζυγο, εύλογου ανταλλάγματος, επί τη βάσει των ειδικών
συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και των προειρημένων αξιολογικών
κριτηρίων κινητής κλίμακας[13]. Το εν θέματι εύλογο αντάλλαγμα συνιστά
τη θεμελιούμενη στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ αποζημίωση χρήσεως της
οικογενειακής στέγης, ένεκα της στερήσεως των ωφελημάτων της (ΑΚ 962) από τον
αποκλειστικό δικαιούχο ή συνδικαιούχο των δικαιωμάτων επ’ αυτής σύζυγο κατά τη
διάρκεια της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως (επιχ. a fortiori από το ά. 1395
του ίδιου κώδικα), και όχι μίσθωμα (πρβλ. τα ά. 341 και 595 ΑΚ), καθορίζεται,
ακόμη και αυτεπαγγέλτως, από το δικαστήριο, κατά τη διακριτική του ευχέρεια και
σύμφωνα με την προαναφερθείσα γενική αρχή της επιείκειας, δύναται ως εκ τούτου
να τυγχάνει ίσο ή κατώτερο της εμπορικής μισθωτικής αξίας του επίμαχου ακινήτου
ή του ιδανικού μεριδίου του δικαιούχου σ’ αυτό[14], η οποία απλώς συνεκτιμάται με τα
προμνημονευθέντα αξιολογικά κριτήρια του άρθρου 1393 ΑΚ, όπως είναι η
οικονομική κατάσταση του προς ον η περί ης ο λόγος παραχώρηση συζύγου, και
μπορεί να επιδικάζεται αυτοτελώς, μέσω της ίδιας ή μεταγενέστερης αποφάσεως, να
μην επιδικάζεται κατ’ εφαρμογήν της αρχής της επιείκειας ή να συνυπολογίζεται ή
μη στο ύψος της επιδικαζόμενης υπέρ του προειρημένου συζύγου ή/και των κοινών
τέκνων των συζύγων διατροφής[15].
Η έννομη σχέση, η οποία
δημιουργείται, μεταξύ των συζύγων, εξαιτίας της προαναφερθείσας, συμβατικής ή
δικαστικής, παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης, είναι
οικογενειακού δικαίου[16]. Δεν πρόκειται περί (υπο)μισθώσεως ή
χρησιδανείου, ήτοι ανάλογα με το εάν οφείλεται ή όχι αντάλλαγμα για την
προμνημονευθείσα παραχώρηση. Δεν αποκλείεται ωστόσο, εφόσον δεν αντιβαίνει στον
προειρημένο σκοπό της ρυθμίσεως του άρθρου 1393 ΑΚ, η αναλογική εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 574 επ. του ίδιου κώδικα, για τη μίσθωση, και των άρθρων
810 επ. ΑΚ, ως προς το χρησιδάνειο, αντιστοίχως. Δυνάμει της αρχής της
ιδιωτικής αυτονομίας (ΑΚ 361 και 1387§1εδ.α), οι σύζυγοι μπορούν μάλιστα να
συμφωνήσουν, μεταξύ αυτών, την (υπο)μίσθωση ή το χρησιδάνειο της οικογενειακής
τους στέγης προς τον έναν εξ αυτών, είτε κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της
έγγαμης σχέσεώς τους είτε για μικρότερο ή μεγαλύτερο (π.χ. και ως προς εκείνο
μετά τη λύση του γάμου αυτών με διαζύγιο) χρονικό διάστημα[17].
Η ενοχική αξίωση παραχωρήσεως της
χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τη διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως
στρέφεται από τον έναν σύζυγο, που επιδιώκει να παραμείνει ή να
επανεγκατασταθεί εκεί και συγκεντρώνει στο πρόσωπο αυτού τις προϋποθέσεις του
άρθρου 1393 ΑΚ, εναντίον του έτερου συζύγου, ανεξαρτήτως από το ποιος εξ αυτών
τυγχάνει κύριος του εν θέματι ακινήτου ή έχει έναντι του κυρίου του τελευταίου
το δικαίωμα χρήσεώς του. Η προαναφερθείσα αξίωση, διά της οποίας προστατεύονται
εμμέσως τα μη νομιμοποιούμενα ενεργητικώς τέκνα των προμνημονευθέντων συζύγων
(πρβλ. το μη εφαρμοζόμενο εν προκειμένω ά. 612 ΚΠολΔ, για την έκφραση της
γνώμης των ανήλικων τέκνων), δηλαδή μόνο μέσω του γονέα εκείνου, με τον οποίο
διαμένουν (ά. 56 και 1510 επ. ΑΚ), ασκείται είτε εξωδίκως είτε δικαστικώς, με
αίτηση (ΚΠολΔ 686§1) ή ανταίτηση[18] (ΚΠολΔ 686§§1,5) ασφαλιστικών
μέτρων (ΚΠολΔ 22, 682, 683, 684 επ. και 735, πρβλ. το εν μέρει διαφορετικού
περιεχομένου ασφαλιστικό μέτρο της μετοικήσεως[19]) ή αίτηση ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως
ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 696 και 697), επί της οποίας αιτήσεως ασφαλιστικών
μέτρων δύναται να εκδοθεί προσωρινή διαταγή (ΚΠολΔ 691Α), μη υποκείμενη σε
τέλος δικαστικού ενσήμου αυτοτελή ή αντίθετη αγωγή ή ανταγωγή κατά την ειδική
διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (ά. 1393 ΑΚ, 17αρ.2, 22, 31, 34, 215§1,
216 επ., 246, 268, 591, 592§3στοιχ.γ, 593 επ., 610 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν.
4640/2019), που είναι καταψηφιστική, όπως και η δεχόμενη αυτήν απόφαση[20], η οποία μπορεί μάλιστα να κηρυχθεί
προσωρινώς εκτελεστή (ΚΠολΔ 907 και 908§1εδ.α), αλλά και κατά γνήσια αυτοτελή
ένσταση (ά. 1393, 991, 1095 ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.β, 338§1, 527 και
591 ΚΠολΔ). Το αρμόδιο δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, με συνέπεια
να μην περιορίζεται από το συγκεκριμένο αίτημα του διαδίκου. Η απόφαση περί της
προσωρινής ή της οριστικής ρυθμίσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης, που
δύναται να καθορίζει τη χρονική διάρκεια της παραχωρήσεως αυτής, υπόκειται σε
άμεση αναγκαστική εκτέλεση (ΚΠολΔ 700 επ., 918 επ. και 943), αλλά δεν
αποκλείεται σωρευτικώς, κατόπιν σχετικού αιτήματος, η απειλή, διά της
προειρημένης αποφάσεως, χρηματικής ποινής και προσωρινής κρατήσεως ως μέτρων
έμμεσης αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΚΠολΔ 947), για κάθε περίπτωση που ο προς
ον η παραχώρηση σύζυγος θα παρεμποδισθεί στη χρήση της οικογενειακής στέγης από
τον αντίδικο σύζυγο[21].
Η αντίθετη ενοχική αξίωση
καταβολής της προαναφερθείσας εύλογης αποζημιώσεως χρήσεως της οικογενειακής
στέγης διαθέτει, σύμφωνα με την κρατούσα και ορθότερη άποψη[22], διαφορετική φύση από το δικαίωμα
διατροφής και τυγχάνει κατ’ αρχήν ανεξάρτητη απ’ αυτό, με το οποίο έχουν
εντούτοις διαύλους αλληλεπιδράσεως. Τούτο, δοθέντος ότι ο δικαιούχος της
αξιώσεως παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης σύζυγος μπορεί να
μην είναι δικαιούχος διατροφής κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, διότι δε
συντρέχει ως προς αυτόν η προϋπόθεση της εύλογης αιτίας της διακοπής της έγγαμης
συμβιώσεως, τυγχάνει ευπορότερος από τον έτερο σύζυγο ή οι σύζυγοι έχουν ίσες
οικονομικές δυνάμεις (ΑΚ 1391). Όταν όμως ο δικαιούχος της προμνημονευθείσας
παραχωρήσεως σύζυγος είναι επίσης δικαιούχος καταβολής διατροφής από τον έτερο
σύζυγο κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, η προειρημένη παραχώρηση δύναται
να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού της προαναφερθείσας οφειλόμενης
διατροφής.
Η εν λόγω μείωση συνιστά δυνητική συνεκτίμηση του γεγονότος της παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης στον καθορισμό των οικονομικών δυνάμεων των μερών και του ύψους της διατροφής, η οποία επιδικάζεται υπέρ του προς ον η παραχώρηση συζύγου (ΑΚ 1391-1392) ή/και των κοινών τέκνων των συζύγων (ΑΚ 1485 επ.)[23]. Ο σχετικός ισχυρισμός του υπόχρεου συζύγου αποτελεί την καταχρηστική ένσταση συνυπολογισμού της εμπορικής μισθωτικής αξίας της παραχωρούμενης οικογενειακής στέγης στο ποσό των προμνημονευθεισών οφειλόμενων διατροφών, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1393εδ.α και 1489§2 ΑΚ [βλ. επιπλέον τα ά. 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1, 591§1στοιχ.γ,δ και 527 (ιδίως αρ. 3 περ. α) ΚΠολΔ][24]. Δεν πρόκειται για ένσταση συμψηφισμού (ΑΚ 440 επ.), δοθέντος ότι η αξίωση διατροφής τυγχάνει ακατάσχετη (ΚΠολΔ 982§2στοιχ.γ), με συνέπεια να μην επιτρέπεται συμψηφισμός κατ’ αυτής (ΑΚ 451), εκτός αν προταθεί σε συμψηφισμό από τον δικαιούχο της[25]. Εφόσον λοιπόν τα προειρημένα πραγματικά περιστατικά έχουν εισφερθεί στη δίκη από κάποιον διάδικο, η εν θέματι καταχρηστική ένσταση συνυπολογισμού μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί από τον εναγόμενο πανηγυρικά αίτημα μειώσεως της επιδικαζόμενης διατροφής, αφού θεωρείται ότι αυτό εμπεριέχεται σιωπηρώς, ως έλασσον, στο μείζον αίτημα των προτάσεων του εναγομένου για την απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν[26].