Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

"Η αποζημίωση λόγω χρήσεως οικογενειακής στέγης κοινής κυριότητας μετά το διαζύγιο, η αρχή της επιείκειας και το αίσθημα δικαίου του δικαστή" [του Πρωτοδίκη Πατρών Κωνσταντίνου Ρήγα]

 


Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η ρύθμιση της χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης, κατόπιν της λύσεως του γάμου με διαζύγιο, θέτει εριζόμενα ερμηνευτικά ζητήματα, τα οποία παρουσιάζουν διαχρονικό, θεωρητικό και πρακτικό, ενδιαφέρον. Μεταξύ αυτών διακρίνεται εναργώς το εγκείμενο στην ενδεχόμενη θεμελίωση υποχρεώσεως του ενός από τους πρώην συζύγους, ο οποίος προβαίνει τότε στην αποκλειστική χρήση του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή τους στέγη, συνεχίζοντας να κατοικεί εκεί, ώστε να καταβάλλει αντάλλαγμα στον άλλον πρώην σύζυγο, όταν τυγχάνουν συγκύριοι αυτού και εξακολουθούν ιδίως να συγκατοικούν εκεί τα ανήλικα τέκνα τους. Αντικείμενο εγγύτερης εξετάσεως αποτελεί λοιπόν εν προκειμένω η προσήκουσα νομική μεταχείριση μιας τέτοιας αξιώσεως, με γνώμονα τη δίκαιη επίλυση των σχετικών διαφορών, μέσω και της παροχής των αναγκαίων μεθοδολογικών εργαλείων, και σκοπό την επίτευξη της συνεπιδιωκόμενης ασφάλειας δικαίου στο ερευνώμενο κανονιστικό πεδίο, που διαπνέεται επίσης από την αρχή της επιείκειας. Η προκατανόηση και η συστηματική επίλυση του αναλυόμενου ζητήματος καθιστούν εντούτοις αναγκαία την προηγούμενη ερμηνευτική προσέγγιση των κανόνων δικαίου του άρθρου 1393 ΑΚ, για τη ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά την προγενέστερη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, που αποτελεί την κύρια δικαιοθετική βάση ως προς τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης (βλ., επιπροσθέτως, ιδίως τα ά. 612§2, 612Α και 1889 του αυτού κώδικα).

 

Β. Η ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ και η τελολογία της

Ως οικογενειακή στέγη, που συνιστά νομική έννοια, θεωρείται το ακίνητο, το οποίο χρησιμεύει για την κύρια διαμονή των συζύγων και των τέκνων τους, ήτοι αποτελεί τον πραγματικό χώρο, όπου αυτοί ζουν από κοινού το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους (πρβλ. τη δευτερεύουσα διαμονή, π.χ. εξοχική οικία), ανεξαρτήτως από το εάν ανήκει κατά κυριότητα στον έναν εκ των συζύγων, στους δύο από κοινού ή σε τρίτο πρόσωπο[1]. Υπό το καθεστώς της έγγαμης συμβιώσεως, ο καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα συγκατοχής και συγχρήσεως της οικογενειακής στέγης, ανεξαρτήτως των εμπράγματων ή των ενοχικών σχέσεων επ’ αυτής. Το περί ου ο λόγος δικαίωμα πηγάζει από την αμοιβαία υποχρέωση για συμβίωση, δηλαδή την κοινότητα βίου, που παράγεται κατ’ αρχήν από τουλάχιστον υποστατή σύμβαση γάμου και εμπεριέχει κατά κανόνα τη συνοίκηση (ΑΚ 1386)[2]. Συνδέεται ωστόσο άμεσα και με την έτερη αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων, ήτοι της συνεισφοράς τους στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΚ 1389), στην οποία περιλαμβάνεται, inter alia, η αμοιβαία υποχρέωση διατροφής των ίδιων και των τέκνων τους (ΑΚ 1390)[3], που καλύπτει και τις ανάγκες στεγάσεως των μελών της οικογένειας (ΑΚ 1493).

Στην περίπτωση της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως, η οικογενειακή στέγη δεν αποβάλλει την εν θέματι ιδιότητα αυτής και οι σύζυγοι διατηρούν κατ’ αρχήν τα δικαιώματά τους επ’ αυτής, αλλά δύνανται, σύμφωνα με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, να ρυθμίσουν, έναντι της καταβολής ή μη ανταλλάγματος, την κατοχή και τη χρήση της οικογενειακής τους στέγης με συμφωνία αυτών (ΑΚ 361 και 1387§1εδ.α), η οποία είναι άτυπη (ΑΚ 158), οπότε μπορεί να συναφθεί και προφορικώς ή να περιέχεται, μεταξύ άλλων, σε πρακτικό συμβιβασμού ή διαμεσολαβήσεως (ά. 592§3στοιχ.γ, 611, 591§1εδ.α, 214Α επ., 293, 904§2στοιχ.γ,ζ ΚΠολΔ και 8§3 Ν. 4640/2019), ενώ δύναται να συνομολογηθεί και για το χρονικό διάστημα μετά τη λύση του γάμου με διαζύγιο. Το άρθρο 1393 ΑΚ, το οποίο διέπει ειδικώς τη δικαστική ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, συνιστά επομένως, σύμφωνα με την κρατούσα και ορθότερη γνώμη, ενδοτικό δίκαιο (ius dispositivum, ά. 3 εξ αντιδιαστολής, 174, 178, 179, 180, 281 και 288 ΑΚ)[4].

Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας (λ.χ. ένεκα ακυρότητάς της) ή επί μεταβολής των συνθηκών καταρτίσεως αυτής, το αρμόδιο δικαστήριο διαθέτει, στο πλαίσιο του συζητητικού συστήματος (ΚΠολΔ 106) και κατά τη διακριτική του ευχέρεια, την εξουσία να διατάξει, κατόπιν αντίστοιχης αιτήσεως του ενός από τους συζύγους, την προσωρινή, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 22, 682 επ. και 735), και την οριστική, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (ΚΠολΔ 17αρ.2, 22, 215 επ., 591, 592§3στοιχ.γ και 593 επ.), παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσεως ολόκληρης ή τμήματος της οικογενειακής στέγης στον έναν εκ των συζύγων, εφόσον εντούτοις επιβάλλεται τούτο από λόγους επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών εκάστου απ’ αυτούς και του συμφέροντος των ανήλικων τέκνων τους (βλ. και το ά. 1511 ΑΚ)[5], δηλαδή κρίνοντας in concreto (ius aequum), ανεξαρτήτως μάλιστα από το ποιος εκ των συζύγων τυγχάνει κύριος του εν λόγω ακινήτου ή έχει έναντι του κυρίου αυτού το δικαίωμα χρήσεώς του (ΑΚ 1393εδ.α). Η προαναφερθείσα δικαστική απόφαση για την οριστική παραχώρηση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης παράγει, με την τελεσιδικία της, δεδικασμένο (ΚΠολΔ 321 επ.), αλλά τόσο αυτή όσο και η προμνημονευθείσα εκδιδόμενη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, περί της προσωρινής παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης, που εκλύει προσωρινό δεδικασμένο, υπόκεινται σε αναθεώρηση, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (π.χ. επί μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως για την επιμέλεια των τέκνων ή μεταθέσεως σε άλλη πόλη) (ά. 1393εδ.α,β ΑΚ, 215 επ., 591 επ., 682 επ., 696§3, 697 και 735 ΚΠολΔ). Η ερμηνευόμενη ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ εφαρμόζεται επίσης αφενός αναλόγως στο σύμφωνο συμβιώσεως (βλ. τη δεύτερη παράγραφο του ά. 5 Ν. 4356/2015, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 1386 επ. ΑΚ, και το ά. 6 Ν. 3719/2008)[6] και αφετέρου αναλογικώς στην ελεύθερη ένωση, εφόσον η τελευταία δημιουργεί κοινότητα βίου και χαρακτηρίζεται από κάποια διάρκεια, που κρίνονται ad hoc[7].

Για την προειρημένη, προσωρινή ή οριστική, δικαστική ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης γίνεται στάθμιση των εκατέρωθεν εννόμων συμφερόντων των συζύγων επί τη βάσει διαφόρων στοιχείων, κινητής κλίμακας κατά την έννοια του Wilburg[8], διά των οποίων συγκεκριμενοποιούνται οι προαναφερθείσες αόριστες νομικές έννοιες των ειδικών συνθηκών εκάστου των συζύγων και του συμφέροντος των τέκνων τους, που εξειδικεύουν τη γενική ρήτρα της επιείκειας (βλ. επιπλέον τα ά. 216, 262§1, 559αρ.1,8,14,19 και 688 ΚΠολΔ). Τέτοια συνεκτιμώμενα αξιολογικά κριτήρια, με παραλλάσσουσα in casu ερμηνευτική βαρύτητα, αποτελούν, inter alia, η σωματική και ψυχική υγεία των συζύγων και των ανήλικων ή ενήλικων τέκνων τους, με τα οποία συγκατοικούν, η οικονομική κατάσταση και οι συνθήκες ζωής και εργασίας των συζύγων, η εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως αυτών (λ.χ. άσκηση ενδοοικογενειακής βίας) και το σχολικό περιβάλλον των τέκνων τους[9]. Στην περίπτωση της παραχωρήσεως από το δικαστήριο της αποκλειστικής χρήσεως της οικογενειακής στέγης στον έναν εκ των συζύγων κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της έγγαμης σχέσεως αυτών ή για μικρότερο χρονικό διάστημα, το οικείο δικαίωμα συγχρήσεως του έτερου συζύγου υποχωρεί συνεπώς, για λόγους επιείκειας, υπέρ κατ’ αρχήν του ασθενέστερου συζύγου, δίχως να επέρχεται μεταβολή των εμπράγματων (π.χ. κυριότητας ή επικαρπίας) ή των ενοχικών (λ.χ. μισθώσεως) σχέσεων επί της οικογενειακής τους στέγης.

Η εν θέματι δικαστική απόφαση παύει κατ’ αρχήν αυτοδικαίως να ισχύει σε περίπτωση αποκαταστάσεως της έγγαμης συμβιώσεως, λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου[10]. Τούτο γίνεται δεκτό και ως προς τη σχετική συμφωνία των συζύγων, η οποία έχει συνομολογηθεί για το χρονικό διάστημα της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως. Αν ωστόσο η προμνημονευθείσα παραχώρηση έχει διαταχθεί μόνο μέσω αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δεν προσδιορίζει τη χρονική διάρκεια της προσωρινής παραχωρήσεως, δεν αποβάλλει τότε αυτοδικαίως την ισχύ της (βλ. όμως και το ά. 281 ΑΚ), αλλά πρέπει κατ’ αρχήν να ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 696-698 ΚΠολΔ, εφόσον η ισχύς αυτής δεν έχει ήδη αρθεί αυτοδικαίως δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 693 του ίδιου κώδικα[11] (πρβλ. το διαφορετικό ασφαλιστικό μέτρο της μετοικήσεως, ά. 735 ΚΠολΔ).

Η προειρημένη ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης ανεξάρτητα από τα εμπράγματα και τα ενοχικά δικαίωμα επ’ αυτής και η εντεύθεν εξουσία του δικαστηρίου να παραχωρήσει, ενόψει των πραναφερθέντων, την αποκλειστική της χρήση κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της έγγαμης σχέσεως σ’ εκείνον από τους συζύγους, ο οποίος δεν είναι αποκλειστικός δικαιούχος των προμνημονευθέντων δικαιωμάτων, και μάλιστα παρά τη βούληση του άλλου συζύγου, που τυγχάνει αποκλειστικός δικαιούχος ή συνδικαιούχος τους, έχουν ως αποτέλεσμα να ανακύπτει, prima facie, ζήτημα αντιθέσεως του άρθρου 1393 ΑΚ στο ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Το τελευταίο απολαύει υπερνομοθετικής προστασίας, η οποία περιλαμβάνει τόσο τα εμπράγματα όσο και τα ενοχικά δικαιώματα, αλλά έχει ως όριο την κοινωνική λειτουργία της ιδιοκτησίας (ά. 17 Σ., 17§2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., ΧΘΔΕΕ, και 1§1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ)[12]. Στην εν λόγω κοινωνική λειτουργία μπορεί να υπαχθεί η προστασία της οικογένειας (ά. 21 Σ.), στην οποία εμπίπτει η οικογενειακή στέγη, ενώ συμπεριλαμβάνονται οι de facto σχέσεις συμβιώσεως (ά. 33§1 ΧΘΔΕΕ και 8 ΕΣΔΑ) (βλ. επιπροσθέτως τα ά. 25§§1εδ.γ,δ,3 Σ., 52§1 ΧΘΔΕΕ και 17 ΕΣΔΑ, για τη δίκαιη εξισορρόπηση, από τον νομοθέτη και τον δικαστή, των εκατέρωθεν συγκρουόμενων δικαιωμάτων επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας).

Η σύμφωνη με τις προειρημένες διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος ερμηνεία της ρυθμίσεως του άρθρου 1393 ΑΚ, η οποία έχει ως ratio την αμφιμερή προστασία των σταθμιζόμενων in concreto εννόμων συμφερόντων των συζύγων και των τέκνων τους, άγει, κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία και ορθότερη άποψη, στο συμπέρασμα ότι το θεμιτό του προαναφερθέντος περιορισμού της ιδιοκτησίας προσαπαιτεί τη δυνητική και όχι υποχρεωτική καταβολή, από τον προς ον η προμνημονευθείσα δικαστική παραχώρηση της οικογενειακής στέγης σύζυγο στον δικαιούχο των εμπράγματων ή των ενοχικών δικαιωμάτων επ’ αυτής σύζυγο, εύλογου ανταλλάγματος, επί τη βάσει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και των προειρημένων αξιολογικών κριτηρίων κινητής κλίμακας[13]. Το εν θέματι εύλογο αντάλλαγμα συνιστά τη θεμελιούμενη στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ αποζημίωση χρήσεως της οικογενειακής στέγης, ένεκα της στερήσεως των ωφελημάτων της (ΑΚ 962) από τον αποκλειστικό δικαιούχο ή συνδικαιούχο των δικαιωμάτων επ’ αυτής σύζυγο κατά τη διάρκεια της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως (επιχ. a fortiori από το ά. 1395 του ίδιου κώδικα), και όχι μίσθωμα (πρβλ. τα ά. 341 και 595 ΑΚ), καθορίζεται, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, από το δικαστήριο, κατά τη διακριτική του ευχέρεια και σύμφωνα με την προαναφερθείσα γενική αρχή της επιείκειας, δύναται ως εκ τούτου να τυγχάνει ίσο ή κατώτερο της εμπορικής μισθωτικής αξίας του επίμαχου ακινήτου ή του ιδανικού μεριδίου του δικαιούχου σ’ αυτό[14], η οποία απλώς συνεκτιμάται με τα προμνημονευθέντα αξιολογικά κριτήρια του άρθρου 1393 ΑΚ, όπως είναι η οικονομική κατάσταση του προς ον η περί ης ο λόγος παραχώρηση συζύγου, και μπορεί να επιδικάζεται αυτοτελώς, μέσω της ίδιας ή μεταγενέστερης αποφάσεως, να μην επιδικάζεται κατ’ εφαρμογήν της αρχής της επιείκειας ή να συνυπολογίζεται ή μη στο ύψος της επιδικαζόμενης υπέρ του προειρημένου συζύγου ή/και των κοινών τέκνων των συζύγων διατροφής[15].

Η έννομη σχέση, η οποία δημιουργείται, μεταξύ των συζύγων, εξαιτίας της προαναφερθείσας, συμβατικής ή δικαστικής, παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης, είναι οικογενειακού δικαίου[16]. Δεν πρόκειται περί (υπο)μισθώσεως ή χρησιδανείου, ήτοι ανάλογα με το εάν οφείλεται ή όχι αντάλλαγμα για την προμνημονευθείσα παραχώρηση. Δεν αποκλείεται ωστόσο, εφόσον δεν αντιβαίνει στον προειρημένο σκοπό της ρυθμίσεως του άρθρου 1393 ΑΚ, η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 574 επ. του ίδιου κώδικα, για τη μίσθωση, και των άρθρων 810 επ. ΑΚ, ως προς το χρησιδάνειο, αντιστοίχως. Δυνάμει της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας (ΑΚ 361 και 1387§1εδ.α), οι σύζυγοι μπορούν μάλιστα να συμφωνήσουν, μεταξύ αυτών, την (υπο)μίσθωση ή το χρησιδάνειο της οικογενειακής τους στέγης προς τον έναν εξ αυτών, είτε κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της έγγαμης σχέσεώς τους είτε για μικρότερο ή μεγαλύτερο (π.χ. και ως προς εκείνο μετά τη λύση του γάμου αυτών με διαζύγιο) χρονικό διάστημα[17].

Η ενοχική αξίωση παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τη διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως στρέφεται από τον έναν σύζυγο, που επιδιώκει να παραμείνει ή να επανεγκατασταθεί εκεί και συγκεντρώνει στο πρόσωπο αυτού τις προϋποθέσεις του άρθρου 1393 ΑΚ, εναντίον του έτερου συζύγου, ανεξαρτήτως από το ποιος εξ αυτών τυγχάνει κύριος του εν θέματι ακινήτου ή έχει έναντι του κυρίου του τελευταίου το δικαίωμα χρήσεώς του. Η προαναφερθείσα αξίωση, διά της οποίας προστατεύονται εμμέσως τα μη νομιμοποιούμενα ενεργητικώς τέκνα των προμνημονευθέντων συζύγων (πρβλ. το μη εφαρμοζόμενο εν προκειμένω ά. 612 ΚΠολΔ, για την έκφραση της γνώμης των ανήλικων τέκνων), δηλαδή μόνο μέσω του γονέα εκείνου, με τον οποίο διαμένουν (ά. 56 και 1510 επ. ΑΚ), ασκείται είτε εξωδίκως είτε δικαστικώς, με αίτηση (ΚΠολΔ 686§1) ή ανταίτηση[18] (ΚΠολΔ 686§§1,5) ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 22, 682, 683, 684 επ. και 735, πρβλ. το εν μέρει διαφορετικού περιεχομένου ασφαλιστικό μέτρο της μετοικήσεως[19]) ή αίτηση ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 696 και 697), επί της οποίας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δύναται να εκδοθεί προσωρινή διαταγή (ΚΠολΔ 691Α), μη υποκείμενη σε τέλος δικαστικού ενσήμου αυτοτελή ή αντίθετη αγωγή ή ανταγωγή κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (ά. 1393 ΑΚ, 17αρ.2, 22, 31, 34, 215§1, 216 επ., 246, 268, 591, 592§3στοιχ.γ, 593 επ., 610 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019), που είναι καταψηφιστική, όπως και η δεχόμενη αυτήν απόφαση[20], η οποία μπορεί μάλιστα να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή (ΚΠολΔ 907 και 908§1εδ.α), αλλά και κατά γνήσια αυτοτελή ένσταση (ά. 1393, 991, 1095 ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.β, 338§1, 527 και 591 ΚΠολΔ). Το αρμόδιο δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, με συνέπεια να μην περιορίζεται από το συγκεκριμένο αίτημα του διαδίκου. Η απόφαση περί της προσωρινής ή της οριστικής ρυθμίσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης, που δύναται να καθορίζει τη χρονική διάρκεια της παραχωρήσεως αυτής, υπόκειται σε άμεση αναγκαστική εκτέλεση (ΚΠολΔ 700 επ., 918 επ. και 943), αλλά δεν αποκλείεται σωρευτικώς, κατόπιν σχετικού αιτήματος, η απειλή, διά της προειρημένης αποφάσεως, χρηματικής ποινής και προσωρινής κρατήσεως ως μέτρων έμμεσης αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΚΠολΔ 947), για κάθε περίπτωση που ο προς ον η παραχώρηση σύζυγος θα παρεμποδισθεί στη χρήση της οικογενειακής στέγης από τον αντίδικο σύζυγο[21].

Η αντίθετη ενοχική αξίωση καταβολής της προαναφερθείσας εύλογης αποζημιώσεως χρήσεως της οικογενειακής στέγης διαθέτει, σύμφωνα με την κρατούσα και ορθότερη άποψη[22], διαφορετική φύση από το δικαίωμα διατροφής και τυγχάνει κατ’ αρχήν ανεξάρτητη απ’ αυτό, με το οποίο έχουν εντούτοις διαύλους αλληλεπιδράσεως. Τούτο, δοθέντος ότι ο δικαιούχος της αξιώσεως παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης σύζυγος μπορεί να μην είναι δικαιούχος διατροφής κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, διότι δε συντρέχει ως προς αυτόν η προϋπόθεση της εύλογης αιτίας της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως, τυγχάνει ευπορότερος από τον έτερο σύζυγο ή οι σύζυγοι έχουν ίσες οικονομικές δυνάμεις (ΑΚ 1391). Όταν όμως ο δικαιούχος της προμνημονευθείσας παραχωρήσεως σύζυγος είναι επίσης δικαιούχος καταβολής διατροφής από τον έτερο σύζυγο κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, η προειρημένη παραχώρηση δύναται να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού της προαναφερθείσας οφειλόμενης διατροφής.

Η εν λόγω μείωση συνιστά δυνητική συνεκτίμηση του γεγονότος της παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης στον καθορισμό των οικονομικών δυνάμεων των μερών και του ύψους της διατροφής, η οποία επιδικάζεται υπέρ του προς ον η παραχώρηση συζύγου (ΑΚ 1391-1392) ή/και των κοινών τέκνων των συζύγων (ΑΚ 1485 επ.)[23]. Ο σχετικός ισχυρισμός του υπόχρεου συζύγου αποτελεί την καταχρηστική ένσταση συνυπολογισμού της εμπορικής μισθωτικής αξίας της παραχωρούμενης οικογενειακής στέγης στο ποσό των προμνημονευθεισών οφειλόμενων διατροφών, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1393εδ.α και 1489§2 ΑΚ [βλ. επιπλέον τα ά. 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1, 591§1στοιχ.γ,δ και 527 (ιδίως αρ. 3 περ. α) ΚΠολΔ][24]. Δεν πρόκειται για ένσταση συμψηφισμού (ΑΚ 440 επ.), δοθέντος ότι η αξίωση διατροφής τυγχάνει ακατάσχετη (ΚΠολΔ 982§2στοιχ.γ), με συνέπεια να μην επιτρέπεται συμψηφισμός κατ’ αυτής (ΑΚ 451), εκτός αν προταθεί σε συμψηφισμό από τον δικαιούχο της[25]. Εφόσον λοιπόν τα προειρημένα πραγματικά περιστατικά έχουν εισφερθεί στη δίκη από κάποιον διάδικο, η εν θέματι καταχρηστική ένσταση συνυπολογισμού μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί από τον εναγόμενο πανηγυρικά αίτημα μειώσεως της επιδικαζόμενης διατροφής, αφού θεωρείται ότι αυτό εμπεριέχεται σιωπηρώς, ως έλασσον, στο μείζον αίτημα των προτάσεων του εναγομένου για την απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν[26].

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

ΕιρΑθ 2209/2024 : “Σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς - Σύμβαση του Μόντρεαλ - Απώλεια και καθυστέρηση παράδοσης αποσκευών - Περιουσιακή Ζημία - Ηθική βλάβη”

 


Εσφαλμένη αναγραφή στοιχείων επιβάτη στην κάρτα επιβίβασης (boarding pass) λόγω αμελούς συμπεριφοράς προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης αεροπορικής εταιρείας με συνέπεια τη μεταφορά της αποσκευής σε λάθος προορισμό και τη στέρηση της αποσκευής της ενάγουσας για 22 ημέρες. Η συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης εκτός από υπαίτια είναι και παράνομη ως αντίθετη στο εκ του άρθρου 914 ΑΚ γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κάποιος άλλον παρανόμως και υπαιτίως. Η ενάγουσα εκτός από περιουσιακή ζημία υπέστη και ηθική βλάβη καθώς ταλαιπωρήθηκε ψυχικά λόγω της στέρησης της επίδικης αποσκευής και των αγωνιωδών της προσπαθειών για τον εντοπισμό και την επιστροφή αυτής στην κατοχή της, ευρισκόμενη μάλιστα σε ταξίδι αναψυχής. Δεκτή εν μέρει η αγωγή.

 

Αριθμός 2209/2024

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Διαδικασία Μικροδιαφορών Ν. 4842/2021)

Συγκροτήθηκε οπό τον Ειρηνοδίκη Αθηνών Πέτρο Νικάκη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Ειρήνη Μπαλοθιάρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 05 Φεβρουάριου 2024 για να δικάsει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας : . του . κατοίκου Αθηνών, οδός . αρ. .(ΑΦΜ ... - ΔΟΥ ...) η οποία προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΝΒΚ (ΑΜ ΔΣΑ ...).

Της εναγόμενης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (δ.τ. ... ΑΕ»), η οποία εδρεύει στο Δήμο ., Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, Κτίριο ., με αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ...(ΑΦΜ ... - ΔΟΥ ...), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία προκατέθεσε έγγραφο υπόμνημα (προτάσεις) δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ΦΑ (ΑΜ ΔΣΑ ... και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της AΚ (ΑΜ ΔΣΑ ασκ. ...).

………………. 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 1 της κυρωθείσας από την Ελλάδα, με το ν. 3006/2002, Σύμβασης του Μόντρεαλ, η οποία υπεγράφη στις 2.5.1999 με σκοπό, αφενός μεν τον εκσυγχρονισμό και την κωδικοποίηση της από 19.1.1930 Συμβάσεως της Βαρσοβίας «περί ενοποιήσεως διατάξεων σχετικών προς τας διεθνείς μεταφοράς», αφετέρου δε την εξασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών και της δίκαιης αποζημίωσης με βάση την αρχή της επανόρθωσης, η σύμβαση αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις επί πληρωμή διεθνείς αεροπορικές μεταφορές επιβατών, αποσκευών και φορτίου. Ο όρος «διεθνής μεταφορά», για τους σκοπούς της σύμβασης αυτής, σημαίνει οιαδήποτε μεταφορά στην οποία, με βάση τη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού, ανεξαρτήτως αν υπάρχει ή όχι διακοπή της μεταφοράς ή μεταφόρτωση, βρίσκονται είτε εντός των εδαφών δύο συμβαλλομένων κρατών, είτε εντός του εδάφους ενός και μόνο συμβαλλόμενου κράτους, εφόσον έχει συμφωνηθεί ο τόπος ενδιάμεσου σταθμού εντός του εδάφους άλλου κράτους, ακόμη και όταν το κράτος αυτό δεν είναι συμβαλλόμενο κράτος. Η μεταφορά που εκτελείται από διαδοχική σειρά αερομεταφορέων θεωρείται αδιαίρετη μεταφορά, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη την εκλαμβάνουν ως μία και μόνη δραστηριότητα. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 της ως άνω Σύμβασης του Μόντρεαλ, «Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που προκληθεί εξαιτίας καθυστέρησης της αεροπορικής μεταφοράς επιβατών, αποσκευών ή φορτίου. Ωστόσο, ο μεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος για τη ζημία που προκληθεί λόγω καθυστέρησης, εάν αποδείξει ότι αυτός και οι ευρισκόμενοι στην υπηρεσία του και οι πράκτορες του έλαβαν όλα τα μέτρα που ήταν εύλογα αναγκαία για να αποφευχθεί η ζημία ή ότι ήταν αδύνατον σε αυτόν ή τους ευρισκομένους στην υπηρεσία του και τους πράκτορες του να λάβουν τα εν λόγω μέτρα». Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1, 2 της ίδιας ανωτέρω Σύμβασης «1. Σε περίπτωση ζημίας που προκληθεί λόγω καθυστέρησης, όπως αυτή προδιαγράφεται στο άρθρο 19 για τη μεταφορά προσώπων, η ευθύνη του μεταφορέα για κάθε επιβάτη περιορίζεται στα 4.150 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα. 2. Όσον αφορά τη μεταφορά αποσκευών, η ευθύνη του μεταφορέα σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης τους περιορίζεται στα 1.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα για κάθε επιβάτη, εκτός εάν ο επιβάτης, κατά την παράδοση των ελεγμένων αποσκευών στο μεταφορέα, υποβάλει ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοση της αποσκευής στον τόπο προορισμού και εφόσον έχει καταβάλει συμπληρωματικό ποσό, όπως το απαιτεί η περίπτωση. Τότε, ο μεταφορέας ευθύνεται για την καταβολή ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δηλωθέν ποσό, εκτός εάν αποδείξει ότι το ποσό είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό ασφαλιστικό συμφέρον του επιβάτη για την παράδοση της αποσκευής στον τόπο προορισμού». Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 της ανωτέρω σύμβασης, «τα ποσά που είναι εκφρασμένα σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα στην παρούσα σύμβαση θεωρούνται ότι αναφέρονται στα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η μετατροπή των ποσών σε εθνικά νομίσματα, στην περίπτωση δικαστικών διαδικασιών, πραγματοποιείται σύμφωνα με την αξία των νομισμάτων αυτών σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα κατά την ημερομηνία της εκδίκασης. Η αξία ενός εθνικού νομίσματος, σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, ενός συμβαλλόμενου κράτους το οποίο είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την ημερομηνία εκδίκασης, για τις εργασίες του και τις συναλλαγές του.» Από τις προμνησθείσες διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ προκύπτει ότι αυτές ορίζουν τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες οι επιβάτες που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία λόγω καθυστερήσεως μπορούν να ασκήσουν αγωγές αποζημίωσης κατά των αερομεταφορέων. Οι διατάξεις αυτές θέτουν ως όριο της ευθύνης του μεταφορέα τα εκεί αναφερόμενα ποσά κατά περίπτωση. Το είδος της ζημίας δεν προσδιορίζεται στην ως άνω Σύμβαση, γι' αυτό το ζήτημα, εάν αποζημιώνεται μόνο η περιουσιακή ζημία ή εάν αποζημιώνεται και η ηθική βλάβη, αφήνεται στα ουσιαστικά δίκαια των συμβαλλόμενων κρατών (βλ. ανάλογα για τη Σύμβαση της Βαρσοβίας, ΑΠ 1369/2007, ΑΠ 39/2006). Έτσι, κατά το ελληνικό δίκαιο, εκτός από την περιουσιακή ζημία, την οποία υπέστη ο επιβάτης λόγω αθέτησης της υποχρέωσης εκ μέρους του μεταφορέα και η οποία αποκαθίσταται, μπορεί να οφείλεται και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον η αθέτηση αποτελεί και αδικοπραξία κατά το άρθρο 932 ΑΚ (ΕΘ 1199/2009). Ο όρος «ζημία», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Μόντρεαλ, με το οποίο καθιερώνεται όριο ευθύνης του αερομεταφορέα για ζημία λόγω, ιδίως, απώλειας αποσκευών, έχει την έννοια ότι αφορά τόσο την περιουσιακή ζημία όσο και την ηθική βλάβη. Επομένως, οι περιορισμοί ως προς την έκταση της αποζημιώσεως, τους οποίους επιβάλλει η Σύμβαση του Μόντρεαλ, συμπεριλαμβανομένου του κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως περιορισμού, εφαρμόζονται επί της προκληθείσας συνολικής ζημίας, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για περιουσιακή ζημία ή για ηθική βλάβη (βλ. 6-5/2010 ΔΕΚ C-63/2009*). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 330 του ΑΚ συνάγεται ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών. Η υπαιτιότητα εμφανίζεται με τη μορφή είτε δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου), ο οποίος υπάρχει, όταν ο δράστης θέλει ή αποδέχεται την παραγωγή του επιζήμιου αποτελέσματος, είτε αμέλειας (ενσυνείδητης ή ασυνείδητης), η οποία υπάρχει, όταν ο δράστης προξενεί το επιζήμιο αποτέλεσμα από έλλειψη προσοχής, την οποία οφείλει να καταβάλει ο μετρίως συνετός κοινωνικός άνθρωπος στη θέση του, ευρισκόμενος υπό τις αυτές βιοτικές και λοιπές περιστάσεις. Ζημία είναι η προς το χειρότερο προξενούμενη μεταβολή (βλάβη) των έννομων αγαθών του προσώπου, που αφήνει ένα έλλειμμα (μία διαφορά) μεταξύ της νέας καταστάσεως που έχει παραχθεί και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς το επιζήμιο γεγονός. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ικανή και μπορεί αντικειμενικά να επιφέρει με την κανονική και συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 28/2010). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας αποκαθίσταται, εκτός από την περιουσιακή ζημία, και η μη περιουσιακή ή ηθική βλάβη με την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 1339/2008).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297 έως 299, 335 επ. και 374 επ. ΑΚ προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη επί ενδοσυμβατικής ευθύνης δεν αναγνωρίζεται, ειμή μόνον εάν η παράβαση της συμβάσεως φέρει και το χαρακτήρα αδικοπραξίας. Από τα άρθρα 330, 361, 297, 298, 914 και 919 ΑΚ προκύπτει ότι, όταν υφίσταται συμβατικός δεσμός ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, μπορεί, στα πλαίσια των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων τους που πηγάζουν από την οικεία συμβατική σχέση, από μία ή περισσότερες πράξεις ή παραλείψεις του ενός από τους συμβαλλομένους, να γεννηθεί πλην της ενδοσυμβατικής ευθύνης και εξωδικαιοπρακτική για την αποκατάσταση της ζημίας, η οποία προκλήθηκε στον άλλο κατά τους ορισμούς του άρθρου 914 ΑΚ, αν η πράξη ή παράλειψη και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν καθ' εαυτή παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 1369/2007, ΑΠ 1120/2005, ΑΠ 1600/2002, ΕΘ 1199/2009). Αυτά ισχύουν και επί συμβάσεως διεθνούς αεροπορικής μεταφοράς προσώπων, αποσκευών ή εμπορευμάτων, που ρυθμίζεται από την κυρωθείσα με το ν. 3006/2002 Σύμβαση Μόντρεαλ, ώστε η μη εκπλήρωση της συμβάσεως αυτής να παράγει υποχρέωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης μόνον αν φέρει και τα στοιχεία αδικοπραξίας (ΑΠ 39/2006, ΕφΑΘ 1531/2011 ΤΝΠΝομος).